Ιστορία Λαογραφία

ΣΤΟΝ ΑΪ- ΘΑΝΑΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΟΥΔΑΣ

ΣΤΟΝ ΑΪ- ΘΑΝΑΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΟΥΔΑΣ

Παπαδιαμαντικές εμπειρίες με το υφος του κυρ-Αλέξανδρου

Είχον παρέλθει περί τα τριάκοντα έτη ,ότε το πρώτον επεσκέφθην την Χωρούδαν, μικράν και εγκαταλελειμένην εκ των κατοίκων της, πολίχνην της επαρχίας μας , κειμένην βορειοανατολικώς του Λαγκαδά, επί του όρους Βερτίκου, εις μίαν καταπληκτικήν τοποθεσίαν, εντός του δασώδους της περιοχής, και μίαν διαδρομήν ιδιαιτέρου κάλους,, όπου ο φιδωτός χωμάτινος δρόμος, θυμίζει τας εν αγίω Όρει διαδρομάς. Αι δρεις και αι καστανέαι, μετά της φτελιάς και της κρανιάς , πλουτίζουν το δασώδες της περιοχής, αρώματα φασκομηλιάς και εκρηκτικής ρίγανης προκαλούν τας αισθήσεις, τα δε πετεινά του ουρανού, αετοί και ιέρακες, και όλα τα άλλα γλυκόλαλα πτηνά, προσφέρουν δόξαν αινέσεως και ευχαριστίας τω πλάστη και δημιουργώ . Η ανάμνησις και μόνον της επισκέψεως εκείνης έφερε εις τον νούν την πρώτην εκείνην γνωριμίαν μου με τον τόπον που όλοι οι κάτοικοί του, είχον εγκαταλείψει συνεπεία των δυσκόλων περιστάσεων και του εμφυλίου σπαραγμού του ΄49. Τα σπίτια εις ερειπειώδη κατάστασιν, το σχολείον πετρόκτιστον και επί μέρους υψηλού, δέσποζε της μικράς πολίχνης, πλην όμως η φθορά και ο χρόνος είχον επιφέρει μαγάλας ζημίας, εις την στέγην. Σήμερον δεσπόζει ανακαινισμένον και έτοιμον να δεχθεί την λαογραφικήν συλλογήν του χωρίου. Το μοναδικόν τότε ζωζόμενον κτίριον του χωρίου, ήτο ο ενοριακός ναός του αγίου Αθανασίου του Μεγάλου πατριάρχου Αλεξανδρείας, όστις έμεινε , μόνος μόνω τω θεώ , άγρυπνος φύλαξ της πολίχνης, προστάτης και πολιούχος αυτής, όπως πάντα. Η γραφική και μοναδική φιγούρα του τοπίου , ο αείμνηστος κυρ-Πέτρος, κτηνοτρόφος και χοιροβοσκός, ήτο η μοναδική παρηγορία και συντροφία του αγίου, όστις συχνάκις κατέφευγε και αυτός και τα ζώα του εις τον ναόν, όταν οι καιρικές συνθήκες τους απειλούσαν . Στην παρατηρησή μου, τότε, γιατί επιτρέπει να μπαίνουν τα ζώα εις τον μικρόν ναϊσκον , με τα ωραιοτάτας μεταβυζαντινάς τοιχογραφίας του, ο απλούς εκείνος βοσκός , μεθ΄όλης της φυσικότητος απήντησεν ότι και τα ζωντανά είναι πλάσματα του θεού, και π ρός τίνα να καταφύγουν άραγε ; αφού αλλού δεν υπήρχε τόπος παρηγορίας και φυλάξεως; Άλλωστε και ο Χριστός εις το σπήλαιο πρώτα την αγάπη των αλόγων ζώων εδέχθη.
Έκτοτε παρήλθον έτη αρκετά, μη δυνάμενα όμως να απαλείψωσιν από την μνήμην την ωραίαν εκείνην ανάμνησιν των νεανικών μου χρόνων .Μετ΄ου πολύ ήσχολήθην πάλιν με τον μικρόν ναίσκον, αλλ΄εις επιστημονικόν πλέον πεδίον. Η πρόσφατος επίσκεψίς μου είχεν να κάμει με την θείαν λειτουργία που θα ετελείτο εις τον ναόν του αγίου Αθανασίου, όπου ο συνώνυμός του παπα-Θανάσης, μοι εκάλεσε δια να τον ξελειτουργήσω, μη έχων άλλον ψάλτην προς τούτο.
Την προηγουμένην , Σάββατο εσπέρας, ο ευλαβής λευίτης μετά της ευσεβεστάτης και πάντοτε συμπαραστάτιδος πρεσβυτέρας του, ανήλθον εις το χωρίον προς ευπρεπισμόν του ναϊσκου, και ετοιμασίαν των σχετικών προς την τέλεσιν της αναιμάκτου μυσταγωγίας, πραγμάτων. Την Κυριακήν λοιπόν ,λίαν πρωί, αχάραγα ακόμη , αυτός μεν, μετά της πρεσβυτέρας του έφθασαν εις την Χωρούδαν, ημείς δε μετά μελών της οικογενείας μας , και τη ευγενή φροντίδι του οδηγού μας και συμψάλτου Αστερίου, εφθάσαμε, ότε ο επίτροπος του ναίσκου, εκτύπα την πρώτην καμπάναν δια την σύναξιν των ολίγων πιστών που κατοικούν κατά το θέρος εις την μικράν πολίχνην, που ήρχισε ολίγον κατ΄ολίγον να αποκτά ζωήν και κίνησιν , καθώς ήδη ανακαινίσθησαν περί τας τριάκοντα οικίας.

Η συγκίνησις μεγάλη, διότι ήτο η πρώτη φορά που θα συλλειτουργούσαμε εις τον ναόν του αγίου, ο οποίος κατάφερε με την υπομονήν του και τον αγώναν του ,να κρατήσει την εκκλησίαν του άφθορον, από τον χρόνον αλλά και την μανίαν των ανθρώπων, αλλά ιδού τώρα, συμβάλλει και εις την αναζωπύρωσιν της αγάπης των κατοίκων του χωρίου δια την γενέτειράν των. Ημέρα λαμπρά, η 17η Ιουλίου, της μεγαλομάρτυρος αγίας Μαρίνης και των αγίων Πατέρων των συγκροτησάντων την Τετάρτην Οικουμενική Σύνοδον. Εις τον όρθρον εψάλαμε τον κανόνα των αγίων Πατέρων και της αγίας , κατακλείοντες με το ωραιότατον δοξαστικόν «των αγίων πατέρων ο χορός», το οποίον μετά ζήλου και πόθου εψάλλαμε, παρά το βραχνόν της φωνής και την μη εξιδιασμένην γνώσιν περί την βυζαντινήν μελουργίαν . Πάντως εφροντίσαμε τον Δ΄ ήχο της ημέρας, να τον διαφυλάξωμεν έως τέλους παρά την άγνοιά μας, εν τούτοις ότε ο συμψάλτης Αστέριος, αντελαμβένετο ότι εξωκοίλαμε εκ του ήχου, εμωρμύριζεν χαμηλοφώνως, «λέγετος…», δια να υπενθυμίζει τοιουτοτρόπως τον ήχον της ημέρας. Ο ναίσκος ευωδίαζεν όλος από το μελισοκέρι και το ευώδες θυμίαμα. Ο κυρ-Βασίλης , ο επίτροπος , εκτύπησεν την καμπάναν και εις τας καταβασίας και εις την δοξολογίαν, μεθ΄όλης της δυνάμεώς του, δια να ακουστεί ο ήχος και εις τας ακραίας οικίας και τας παρυφάς του χωρίου. Εισήλθομεν εις την θείαν λειτουργίαν μετά κατανύξεως, ο παπα-Θανάσης έψαλλε και ανεγίνωσκε τας ευχάς μετά πάσης ευλαβείας , και ο λαός μετά προσοχής και άκρας σιγής μετείχε του ιερού μυστηρίου. Οι άγιοι των τοιχογραφιών λες και εζωντάνεψαν εξαίφνης, όλοι λεβέντες στρατιωτικοί άγιοι , στήριγμα του λαού κατά τους χαλεπούς χρόνους, με τα κοντάρια και τας σπάθεις των, έτοιμοι λες να συντρέξουν τον λαόν του θεού , ανά πάσαν στιγμήν, ακόμα και εις την δύσκολον αυτήν εποχικήν συγκυρίαν. Η ωραιοτάτη μορφή του αγίου Μερκουρίου με το δόρυ ανα χείρας, και την γαληνιαίαν μορφήν του , διαβεβαιώνει θαρρείς τον προσκυνητή, δια την διάθεσίν του, να αντιμετωπίσει και πάλι επιβουλάς αλλοτρίων και νέων εχθρών , ως άλλοτε Ιουλιανόν τον Παραβάτην. Εις το σημείον εκείνο όπου ο ιερεύς εμνημόνευσε το όνομα του οικείου επισκόπου Ιωάννου, προέτρεψε μετ΄ευλαβείας τους πιστούς να μνημονεύσωσι και αυτοί τους οικείους των στο «και ών έκαστος κατά διάνοιαν έχει και πάντων και πασών» , καθώς οι ψάλται χαμηλοφώνως έψαλλον το «Κύριε ελέησον». Τα ολίγα βρέφη που μετείχαν της λειτουργικής αυτής συνάξεως , έμειναν ηρέμως εις τας αγκάλας των μητέρων των, ο δε μικρός Στυλιανός εκοιμήθη προς στιγμήν εις την πεζούλαν του εξωνάρθηκος, διότι το πρωινόν ξύπνημα του εστέρησε τον κεκανονισμένον ύμνον, τον οποίον εσυμπλήρωνε τώρα , υπό την σκέπην του ταπεινού ναίσκου του αγίου Αθανασίου, εν μέσω αρωμάτων και χρωμάτων του όρους Βερτίσκου .Εις το κοινωνικόν οι μητέρες ητοίμασαν τα βρέφη δια την θείαν μετάληψιν, και προσήλθον «μετά φόβου θεού πίστεως και αγάπης».
Ότε απολύσαμεν την θείαν λειτουργίαν και ο παπα-Θανάσης κατέλυε, ανεγνώσθη μετά πάσης αιδούς και ευλαβείας η ακολουθία της ευχαριστίας της μεταλήψεως και βοηθούσης της πρεσβυτέρας ετοίμασεν τον μποξάν του, με τα άμφια και τα σκέυη, και μετέβημεν εις την πλησιεστέραν οικίαν του κυρ-Βασιλείου, δια το κεκανονισμένον κέρασμα και τον καφέ. Πλούσια τα ελέη του Θεού και μεγάλη η αγάπη και η ευλάβεια των ανθρώπων.Περί την 12ην μεσημβρινήν ανεχωρήσαμεν δια τας οικίας μας, εν μέσω της ωραιοτάτης , δασώδους διαδρομής, και των συριγμών των πτηνών του δάσους , καθώς και της μονότονης μεν ,αλλά γνωστής μελωδίας των τζιτζικιών. Άμποτε να μας αξιώσει ο Θεός και ο Αϊ-Θανάσης να λάβωμεν και πάλιν την ευλογίαν των.
Τρύφων Τσομπάνης

 

 

ΣΤΟΝ ΑΪ- ΘΑΝΑΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΟΥΔΑΣ Read More »

Στον Αϊ Θανάση της Χωρούδας A1

 

Τρύφων Τσομπάνης                                                             Αθανάσιος Κατσιγκάς

Επικουρος Καθηγητης ΑΠΘ                                     πρωτοππρεσβύτερος  Mr Θεολογίας

Ο ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΝΑΟΣ

ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΧΩΡΟΥΔΑΣ

ΧΩΡΟΥΔΑ 2014

Ἀ­ξί­ζουν πολ­λά συγ­χα­ρη­τή­ρι­α καί εὔ­ση­μα σέ ὅ­λους τούς Χω­ρου­δι­α­νούς καί ἰ­δι­αί­τε­ρα στόν Πο­λι­τι­στι­κό Σύλ­λο­γο γι­ά τόν ἀ­γώ­να καί τήν προ­σπά­θει­α πού κα­τα­βάλ­λουν ἐ­δῶ καί χρό­νι­α, προ­κει­μέ­νου νά δι­α­τη­ρή­σουν ζων­τα­νή τήν ἱ­στο­ρί­α καί τήν πα­ρά­δο­ση τοῦ οἰ­κι­σμοῦ, ἀλ­λά πα­ράλ­λη­λα νά κρα­τή­σουν ὑ­ψη­λά καί τό θρη­σκευ­τι­κό ὀρ­θό­δο­ξο φρό­νη­μα πού πη­γά­ζει ἀπό τόν ἱ­στο­ρι­κό αὐ­τό Να­ό, τόν ὁ­ποῖ­ο προ­σπα­θοῦν νά προ­βάλ­λουν καί νά δι­α­φυ­λά­ξουν, ὡς κό­ρη ὀ­φθαλ­μοῦ.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: Στό διάβα τῶν καιρῶν

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: Ὁ μεταβυζαντινός Ναός ἁγίου Ἀθανασίου

1. Ὁ Ναός

2. Οἱ τοιχογραφίες

3. Ὁ νότιος τοῖχος

4. Ὁ βόρειος τοῖχος

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: Αἰσθητική θεώρηση τοῦ ζωγραφικοῦ διακόσμου

ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ: Καταγραφή τῶν φορητῶν Εἰκόνων

ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ: Ἡ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου

ΕΚΤΟ ΜΕΡΟΣ: Λειτουργικές ἐμπειρίες

Α) Παπαδιαμάντικες Ἐμπειρίες στόν Ἀι-Θανάση τῆς Χωρούδας

Β) 2012. Ἀνάσταση στήν ὄμορφη καί γραφική Χωρούδα

ΕΒΔΟΜΟ ΜΕΡΟΣ: Καρτέλες φωτογραφιῶν 9ης Ἐφορίας Βυζαντινῶν Ἀρχαιο­τήτων

ΟΓΔΟΟ ΜΕΡΟΣ: Φάσεις ἐργασιῶν ἀποκατάστασης

1. Ἐργασίες Ἀποκατάστασης τῆς στέγης

2. Φωτογραφικό ὑλικό ἐργασιῶν ἀποκατάστασης τῆς στέγης

3. Ἐργασίες Ἀποκατάστασης ἁγίας Τραπέζης

4. Ἐργασίες Ἀπεντόμωσης

ΕΝΑΤΟ ΜΕΡΟΣ : Πηγές – Βοηθήματα

Ο Αγιος Αθανάσιος Ο Μέγας

̔O ἅ­γι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος γεν­νή­θη­κε κα­τά τό ἔ­τος 295 μ.Χ. στήν Ἀ­λε­ξάν­δρει­α ἀ­πό Χρι­στι­α­νο­ύς γο­νεῖς. Ἔ­τυ­χε ἐ­πι­με­λη­μέ­νης ἐκ­παι­δε­ύ­σε­ως φι­λο­σο­φι­κῆς καί θε­ο­λο­γι­κῆς. Κα­τά τήν νε­α­νι­κή του ἡ­λι­κί­α συν­δέ­θη­κε μέ τόν Μέ­γα Ἀν­τώ­νι­ο καί ἀ­σκή­τευ­σε μα­ζί του στήν ἔ­ρη­μο.

Στήν ἀρχή χει­ρο­θε­τή­θη­κε ἀ­να­γνώ­στης τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἀ­λε­ξαν­δρείας καί τό 318 μ.Χ. ἦ­ταν ἤ­δη Δι­ά­κο­νος. Τό ἔ­τος 325 μ.Χ. συ­νο­δε­ύ­ει τόν γέ­ρον­τα Πα­τριάρ-χη Ἀ­λε­ξαν­δρε­ί­ας Ἀ­λέ­ξαν­δρο στήν Νί­και­α, ὅ­που συγ­κλή­θη­κε ἡ Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­ν­ο­δος, «τοῦ χο­ροῦ τῶν δι­α­κό­νων ἡ­γο­ύ­με­νος». Ἐ­κεῖ, χά­ρη στήν μόρ­φω­σή του καί μά­λι­στα στήν θερ­μουρ­γό καί ἀ­κλό­νη­τη πί­στη του, ἀ­να­δε­ί­χθη­κε ἕ­νας ἀ­πό το­ύς θαρ­ρα­λέ­ους ἀ­γω­νι­στές κα­τά τῆς αἱ­ρέ­σε­ως τοῦ Ἀ­ρε­ί­ου. Μά­λι­στα δέ, ὅ­πως ἀ­πο­φάν­θη­κε ἡ ἐν Ἀ­λε­ξαν­δρε­ί­ᾳ Σύ­νο­δος τοῦ 399 μ.Χ., κυ­ρί­ως ὁ Ἀ­θα­νά­σι­ος «τὴν νό­σον τοῦ Ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ ἔ­στη­σεν». Κα­νέ­νας, ἴ­σως, ἄλ­λος ἀ­πό το­ύς Πα­τέ­ρες καί Δι­δα­σκά­λους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τῆς πε­ρι­ό­δου ἐ­κε­ί­νης, δέν ἀν­τι­με­τώ­πι­σε τό­σο σπου­δαῖ­α ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά καί θε­με­λι­ώ­δη προ­βλή­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως ἦ­ταν τά πε­ρί Θε­οῦ, κό­σμου, ἀν­θρώ­που, δη­μι­ουρ­γί­ας, τρι­α­δο­λο­γί­ας, ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως τοῦ Υἱ­οῦ καί Λό­γου τοῦ Θε­οῦ, σω­τη­ρί­ας, χρι­στο­λο­γί­ας, πνευ­μα­το­λο­γί­ας, Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου κ.ἄ.

Ἡ φή­μη τοῦ Ἀ­θα­να­σί­ου ἑ­δραι­ώ­θη­κε τό­σο πο­λύ κα­τά τήν Σύ­νο­δο τῆς Νί­και­ας, ὥ­στε με­τά ἀ­πό λί­γο, ὅ­ταν πέ­θα­νε ὁ γέ­ρον­τας Πα­τρι­άρ­χης Ἀ­λε­ξαν­δρε­ί­ας Ἀ­λέ­ξαν­δρος († 17 Ἀ­πρι­λί­ου 328 μ.Χ.­), ἐ­ξε­λέ­γη Ἐ­πί­σκο­πος Ἀ­λε­ξαν­δρε­ί­ας πι­θα­νό­τα­τα τόν ἴ­δι­ο χρό­νο.

Ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σι­ος, κα­τά τά 46 ἔ­τη τῆς ἀρ­χι­ε­ρα­τε­ί­ας του, ὑ­πῆρ­ξε ὁ στύ­λος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ὁ κα­τ’ ἐ­ξο­χήν Πα­τήρ τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Με­ρί­μνη­σε δρα­στή­ρι­α γιά τήν ὀρ­γά­νω­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας του. Πε­ρι­η­γο­ύ­με­νος τήν ἐ­παρ­χί­α του, με­τέ­βη στήν Θη­βα­ΐ­δα, τήν Πεν­τά­πο­λη, τήν Κά­τω Αἴ­γυ­πτο γιά νά δεῖ ἀ­πό κοντά τίς ἀ­νάγ­κες τοῦ ποι­μνί­ου του, τό ὁ­ποῖ­ο τόν ὑ­πο­δε­χό­ταν παν­τοῦ μέ ἐν­θου­σι­α­σμό. Ἐγ­κα­θι­στοῦ­σε στίς δι­ά­φο­ρες πό­λεις ἄ­ξι­ους καί ἱ­κα­νο­ύς Ἐ­πι­σκό­πους, με­τα­ξύ τῶν
ὁ­πο­ί­ων καί τόν Ἅ­γι­ο Φρου­μέν­τι­ο († 30 Νο­εμ­βρί­ου), τόν ὁ­ποῖ­ο χει­ρο­τό­νη­σε Ἐ­πί­σκο­πο Ἀ­ξώ­μης.

Ὅ­μως, οἱ Ἀ­ρει­α­νοί, δη­μι­ο­ύρ­γη­σαν πολ­λές τα­ρα­χές καί ὀ­χλή­σεις στόν Ἅ­γι­ο, τόν ὁ­ποῖ­ο συ­κο­φαν­τοῦ­σαν. Ὁ Ἅ­γι­ος ἐ­ξο­ρί­στη­κε πέν­τε φο­ρές καί δι­ῆλ­θε πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό δε­κα­έ­ξι χρό­νι­α τῆς ἀρ­χι­ε­ρα­τε­ί­ας του στήν ἐ­ξο­ρί­α. Ἐ­σύρ­θη κα­τ’ ἐ­πα­νά­λη­ψη ἀ­πό το­ύς Ἀ­ρει­α­νο­ύς ἐ­νώ­πι­ον Συ­νό­δων καί κα­θαι­ρέ­θη­κε. Κα­τα­δι­ώ­χθη­κε
ἀ­πό αὐ­το­κρά­το­ρες, ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­νεκ­δι­ή­γη­τες τα­λαι­πω­ρί­ες καί στε­ρή­σεις, εἶ­δε πολ­λο­ύς ἀ­πό το­ύς συ­νερ­γά­τες του νά ὑ­πο­κύ­πτουν στίς πι­έ­σεις καί τήν βί­α τῶν Ἀ­ρει­α­νῶν καί τόν Ἐ­πί­σκο­πο Ρώ­μης Λι­βέ­ρι­ο (352-366 μ.Χ) νά ὑ­πο­γρά­ψει ἀ­ρει­α­νι­κό ὅ­ρο πί­στε­ως, γιά νά ἀ­πο­φύ­γει τήν ἐ­ξο­ρί­α. Ἦλ­θαν στιγ­μές, κα­τά τίς ὁ­ποῖ­ες ὁ χρι­στι­α­νι­κός κό­σμος φαι­νό­ταν ἀν­τί­θε­τος πρός τόν Ἅ­γι­ο, ἀλ­λά αὐ­τός πο­τέ δέν κάμ­φθη­κε καί ἀ­γω­νι­ζό­ταν γιά τήν ἀ­λή­θει­α.

Ἀ­φορμή γιά τίς δι­ώ­ξεις κα­τά τοῦ Ἁ­γί­ου, ἔ­δω­σε ἡ ἄρ­νη­σή του νά ἀ­πο­κα­τα­στή­σει στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή κοι­νω­νί­α τόν ὑ­πό τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου κα­θαι­ρε­θέν­τα Ἄ­ρει­ο, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρου­σι­α­ζό­ταν ὑ­πο­κρι­τι­κά ὡς ἀ­πο­δε­χό­με­νος τήν Ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α. Ὅ­ταν ὁ Ἄ­ρει­ος ἀ­να­κλή­θη­κε ἀ­πό τήν ἐ­ξο­ρί­α ὑ­πέ­βα­λε τό 330 ἤ 331 μ.Χ. ὁ­μο­λο­γί­α πί­στε­ως, στήν ὁ­πο­ί­α ἀ­πέ­φυ­γε ἐ­πι­με­λῶς νά ἀ­να­φέ­ρει τίς ἀ­ρει­α­νι­κές ἐκ­φρά­σεις. Ὁ Ἅ­γι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος εἶ­δε τήν ἀ­πά­τη καί τό δό­λο τοῦ Ἀ­ρε­ί­ου καί ἀρ­νή­θη­κε κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά νά δε­χθεῖ σέ κοι­νω­νί­α τόν Ἄ­ρει­ο πα­ρά τήν δι­α­τα­γή τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου. Με­τά τήν ἄρ­νη­ση τοῦ Ἁ­γί­ου, οἱ ἐ­χθροί του ἄρ­χι­σαν νά ὀρ­γα­νώ­νουν συ­στη­μα­τι­κά τόν κα­τ’ αὐ­τοῦ ἀ­γώ­να. Ὁ Μέ­γας Κων­σταν­τί­νος, ἄν καί τι­μοῦ­σε τόν Ἅ­γι­ο Ἀ­θα­νά­σι­ο γιά τό ἦ­θος καί τό θάρ­ρος του, πα­ρα­σύρ­θη­κε τε­λι­κά ἀ­πό τίς συ­νε­χεῖς ἐ­ναν­τί­ον του μη­χα­νορ­ρα­φί­ες τῶν Ἀ­ρει­α­νῶν καί δι­έ­τα­ξε τήν σύγ­κλι­ση Συ­νό­δου στήν Και­σά­ρει­α, τό 335 μ.Χ., μέ σκο­πό τήν ἐ­ξέ­τα­ση τῶν κα­τη­γο­ρι­ῶν κα­τά τοῦ Ἀ­θα­να­σί­ου. Ἡ Σύ­νο­δος τε­λι­κά συγ­κλή­θη­κε στήν Τύ­ρο τῆς Φοι­νί­κης. Ὁ Ἀ­θα­νά­σι­ος συ­νῆλ­θε στήν Σύ­νο­δο, στήν ὁ­πο­ί­α πα­ρέ­στη­σαν 60 Ἀ­ρει­α­νοί Ἐ­πί­σκο­ποι. Οἱ κα­τη­γο­ρί­ες δέν ἦ­ταν δυ­να­τόν νά στα­θοῦν πα­ρά τά ἐ­φευ­ρή­μα­τα τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν. Ἐ­πει­δή, ὅ­μως, ἔ­γι­νε ἀν­τι­λη­πτό ὅ­τι οἱ ἐ­χθροί τοῦ Ἀ­θα­να­σί­ου ζη­τοῦ­σαν νά τόν φο­νε­ύ­σουν, οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ βα­σι­λέ­ως, πού εἶ­χαν ἐ­πι­φορ­τι­σθεῖ τήν τή­ρη­ση τῆς τά­ξε­ως καί τῆς εἰ­ρή­νης, τόν φυ­γά­δευ­σαν κρυ­φά. Ἔτ­σι κα­τέ­φυ­γε στήν Κων­σταν­τι­νο­ύ­πο­λη καί ζή­τη­σε νά δεῖ τόν αὐ­το­κρά­το­ρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος λό­γω τῶν δι­α­βο­λῶν, ἀρ­νή­θη­κε νά τόν δε­χθεῖ σέ ἀ­κρό­α­ση καί δι­έ­τα­ξε τήν ἐ­ξο­ρί­α του στήν Γα­λα­τί­α. Ἐ­πα­νῆλ­θε στήν ἕ­δρα του με­τά τόν θά­να­το τοῦ Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου, στίς 23 Νο­εμ­βρί­ου 337 μ.Χ. Πλήν ὅ­μως καί πά­λι οἱ ἐ­χθροί του ἄρ­χι­σαν τίς κα­τ’ αὐ­τοῦ δι­α­βο­λές καί συ­κο­φαν­τί­ες. Τό­τε ὁ Ἀ­θα­νά­σι­ος συγ­κά­λε­σε Σύ­νο­δο στήν Ἀ­λε­ξάν­δρει­α, τό 339 μ.Χ στήν ὁ­πο­ί­α ἔ­λα­βαν μέ­ρος 100 Ἐ­πί­σκο­ποι. Οἱ ἐ­χθροί του τό­τε, συγ­κρό­τη­σαν ἀ­ρει­α­νι­κή Σύ­νο­δο στήν Ἀν­τι­ό­χει­α, ἡ ὁ­πο­ί­α τόν κα­θα­ί­ρε­σε καί ὅ­ρι­σε ὡς Ἐ­πί­σκο­πο Ἀ­λε­ξαν­δρε­ί­ας τόν Εὐ­σέ­βι­ο τόν Ἐ­μι­ση­νό, ἀντ’ αὐ­τοῦ δέ, ἐ­πει­δή δέν ἀ­πο­δέ­χθη­κε τήν ἐ­κλο­γή, τόν Καπ­πα­δό­κη Γρη­γό­ρι­ο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στήν Ἀ­λε­ξάν­δρει­α διά τῆς βί­ας με­τά τήν ἀ­πο­μά­κρυν­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου.

Τό­τε ὁ Ἅ­γι­ος κα­τέ­φυ­γε στήν Ρώ­μη, ὅ­που εὑ­ρί­σκον­ταν καί ἄλ­λοι ἐ­ξό­ρι­στοι ­ Ἱε­ρεῖς καί Ἐ­πί­σκο­ποι. Ἐ­κεῖ, τόν δέ­χθη­καν ὅ­λοι μέ τι­μή καί ἀ­να­γνώ­ρι­σαν το­ύς ἀ­γῶ­νες του ὑ­πέρ τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Ἔτ­σι, ὁ Πά­πας Ἰ­ο­ύ­λι­ος συγ­κά­λε­σε, τό ἔ­τος 341 μ.Χ., Σύ­νο­δο, ἡ ὁ­πο­ί­α ἀ­να­γνώ­ρι­σε τόν Ἅ­γι­ο Ἀ­θα­νά­σι­ο ὡς κα­νο­νι­κό Ἐ­πί­σκο­πο Ἀ­λε­ξαν­δρε­ί­ας καί τόν κή­ρυ­ξε ἀ­θῶ­ο ἀ­πό ὅ­λες τίς κα­τη­γο­ρί­ες τῶν ἐ­χθρῶν του.

Ὅ­ταν τό 345 μ.Χ. πέ­θα­νε ὁ Ἀ­λε­ξαν­δρε­ί­ας Γρη­γό­ρι­ος, κα­τό­πιν ὑ­πο­δε­ί­ξε­ως τοῦ Κών­σταν­τος, ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας Κων­στάν­τι­ος ἀ­να­κά­λε­σε τόν ἅ­γι­ο Ἀ­θα­νά­σι­ο ἀ­πό τήν ἐ­ξο­ρί­α. Ὁ Ἅ­γι­ος ἐ­πέ­στρε­ψε γε­νό­με­νος δε­κτός θρι­αμ­βευ­τι­κά ἀ­πό τό πο­ί­μνιό του. Ἀλ­λά καί αὐ­τή τήν φο­ρά μό­νο γιά λί­γο ἔ­μει­νε ἀ­δι­α­τά­ρα­κτος στήν ἕ­δρα του, δι­ό­τι με­τά τήν δο­λο­φο­νί­α τοῦ Κών­σταν­τος, τό ἔ­τος 350 μ.Χ., ὁ Κων­στάν­τι­ος, πει­σθε­ίς σέ νέ­ες δι­α­βο­λές καί πι­έ­σεις τῶν φί­λων τῶν Ἀ­ρει­α­νῶν, κα­τα­δί­κα­σε συ­νο­δι­κῶς τόν ἅ­γι­ο Ἀ­θα­νά­σι­ο. Ἀ­πέ­στει­λε μά­λι­στα καί στρα­τι­ῶ­τες, γιά νά τόν συλ­λά­βουν τήν νύ­κτα τῆς 9ης Φε­βρου­α­ρί­ου 356 μ.Χ., ἐ­νῶ τε­λοῦ­σε παν­νυ­χί­δα μέ πλῆ­θος πι­στῶν στόν Ναό τοῦ ἁ­γί­ου Θε­ω­νᾶ. Ὁ Ἅ­γι­ος φυ­γα­δε­ύ­τη­κε στήν ἔ­ρη­μο, ὅ­που πα­ρέ­μει­νε ἕ­ξι χρό­νι­α, πα­ρα­κο­λου­θών­τας τίς κι­νή­σεις καί ἐ­νέρ­γει­ες τῶν Ἀ­ρει­α­νῶν καί στη­ρί­ζον­τας το­ύς κλο­νι­ζό­με­νους Χρι­στι­α­νο­ύς.

Τέ­λος, ἐ­πί αὐ­το­κρά­το­ρα Ἰ­ου­λι­α­νοῦ τοῦ Πα­ρα­βά­του (361-363 μ.Χ.) μπό­ρε­σε νά ἐ­πα­νέλ­θει στήν Ἀ­λε­ξάν­δρει­α καί νά συγ­κρο­τή­σει Σύ­νο­δο ἡ ὁ­πο­ί­α ἀ­πο­τέ­λε­σε ση­μαν­τι­κό­τα­το σταθμό στήν ἱ­στο­ρί­α τῶν ἀ­γώ­νων τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας κα­τά τοῦ Ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ.

Οἱ δι­ωγ­μοί συ­νε­χί­στη­καν καί ἐ­πί αὐ­το­κρά­το­ρα Οὐ­ά­λη, πού ἐ­ξό­ρι­σε τόν Ἅ­γι­ο. Φο­βο­ύ­με­νος ὅ­μως ἐ­ξέ­γερ­ση τοῦ λα­οῦ τῆς Ἀ­λε­ξαν­δρε­ί­ας, ἀ­ναγ­κά­σθη­κε νά ἀ­να­κα­λέ­σει τόν Ἅ­γι­ο ἀ­πό τήν ἐ­ξο­ρί­α.

Ἀ­γω­νι­ζό­με­νος γιά τήν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη μέ­χρι τό τέ­λος τοῦ βί­ου του, κοι­μή­θη­κε μέ εἰ­ρή­νη στίς 2 Μα­ΐ­ου 373 μ.Χ., σέ ἡ­λι­κί­α 75 ἐ­τῶν, ἀ­φοῦ κα­τε­κό­σμη­σε τόν θρό­νο τῆς Ἀ­λε­ξαν­δρε­ί­ας.

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α πο­λύ νω­ρίς τοῦ ἀ­πέ­νει­με τόν τί­τλο τοῦ Με­γά­λου Πα­τρός αὐ­τῆς. Εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού δι­αι­σθάν­θη­κε καί ἀν­τι­λή­φθη­κε ἄ­ρι­στα τίς λε­πτε­πί­λε­πτες σχέ­σεις ἀλ­λη­λε­ξαρ­τή­σε­ως τῶν ἐ­πί μέ­ρους ἀ­λη­θει­ῶν τῆς πί­στε­ως, οἱ ὁ­ποῖ­ες στήν σκέ­ψη του ἀ­πο­τε­λοῦν τμή­μα­τα μι­ᾶς καί τῆς αὐ­τῆς ἀ­λή­θει­ας, ὥ­στε ἡ πλά­νη πε­ρί τήν μί­α ἐ­πί μέ­ρους ἀ­λή­θει­α, νά συ­νε­πά­γε­ται ἀ­να­πό­τρε­πτα τήν ἀ­να­τρο­πή ὁ­λό­κλη­ρου τοῦ συ­στή­μα­τος τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας καί τήν δη­μι­ουρ­γί­α αἱ­ρέ­σε­ως.

Ἀλ­λά ὁ Ἅ­γι­ος καί μέ τόν κα­θό­λου βί­ο του, ἀ­πέ­δει­ξε τό ἐ­νά­ρε­το καί τό εὐ­σε­βές τοῦ ἤ­θους αὐ­τοῦ σέ τέ­τοι­ο βαθμό, ὥ­στε τό ὄ­νο­μά του νά ἀ­πο­βεῖ ταυ­τό­ση­μο πρός τήν ἀ­ρε­τή. Γι’ αὐ­τό λέ­γει ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κά ὁ Ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Να­ζι­αν­ζη­νός: «Ἀ­θα­νά­σι­ον ἐ­παι­νῶν, ἀ­ρε­τὴν ἐ­παι­νέ­σο­μαι· ταὐ­τὸν γὰρ ἐ­κεῖ­νόν τε εἰ­πεῖν καὶ ἀ­ρε­τὴν ἐ­παι­νέ­σαι». Ὁ ἅγι­ος Γρη­γό­ρι­ος συ­νε­χί­ζον­τας πα­ρα­τη­ρεῖ ὅ­τι ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σι­ος ἔ­γι­νε κα­τ’ ἐ­ξο­χήν δέ­κτης τοῦ θε­ί­ου φω­τι­σμοῦ, ἔ­φθα­σε σέ ὕ­ψος βι­βλι­κῶν προ­σώ­πων καί ἴ­σως μά­λι­στα κά­ποι­α ἀ­πό αὐ­τά νά ὑ­πε­ρέ­βα­λε, γι­α­τί κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ἑ­νώ­θη­κε καί ἔ­γι­νε ἕ­να μέ τό θεῖ­ο φῶς. Καί ἔτ­σι μό­νο κα­τόρ­θω­σε νά ἀν­τι­με­τω­πί­σει τίς με­γά­λες κα­κο­δο­ξί­ες τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν τῆς ἐ­πο­χῆς του.

Ἀ­πο­λυ­τί­κι­ον. Ἦ­χος γ΄. Θεί­ας πί­στε­ως.

Ερ­γοις λάμ­ψαν­τες Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, πᾶ­σαν σβέ­σαν­τες, κα­κο­δο­ξί­αν, νι­κη­ταὶ τρο­παι­ο­φό­ροι γε­γό­να­τε· τῇ εὐ­σε­βεί­ᾳ τὰ πάν­τα πλου­τή­σαν­τες, τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν με­γά­λως κο­σμή­σαν­τες, ἀ­ξί­ως εὕ­ρα­τε, Χρι­στὸν τὸν Θε­ὸν ἡ­μῶν, δω­ρού­με­νον πᾶ­σι τὸ μέ­γα ἔ­λε­ος.

Ἕ­τε­ρον Ἀ­πο­λυ­τί­κι­ον. Ἦ­χος γ΄. Τὴν ὡ­ραι­ό­τη­τα.

Ως βρύ­σις δί­κρου­νος, λαμ­πρῶς βλυ­στά­νε­τε, δογ­μά­των πέ­λα­γος, πᾶ­σι τοῖς πέ­ρα­σιν, Ἱ­ε­ραρ­χῶν ἡ ξυ­νω­ρίς, ἐκ­φάν­το­ρες τῶν ἀρ­ρή­των, Πά­τερ Ἀ­θα­νά­σι­ε, τῆς Τρι­ά­δος τὸ ὄρ­γα­νον, καὶ θε­ό­φρον Κύ­ριλ­λε, Θε­ο­τό­κου ὁ πρό­μα­χος, σο­φί­ας οὐ­ρα­νί­ου κρα­τῆ­ρες, πᾶ­σι ζω­ῆς κιρ­νῶν­τες πό­μα.

Κον­τά­κι­ον. Ἦ­χος δ΄. Ἐ­πε­φά­νης σή­με­ρον.

Ιε­ράρ­χαι μέ­γι­στοι τῆς εὐ­σε­βεί­ας, καὶ γεν­ναῖ­οι πρό­μα­χοι, τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, πάν­τας φρου­ρεῖ­τε τοὺς ψάλ­λον­τας· Σῶ­σον Οἰ­κτίρ­μον, τοὺς πί­στει τι­μῶν­τάς σε.

Με­γα­λυ­νά­ρι­ον.

Αν­θραξ Ἀ­θα­νά­σι­ος νο­η­τός, ὤ­φθη κα­τα­φλέ­γων, τὴν Ἀ­ρεί­ου ὕ­λην σα­θράν· κῦ­ρος δὲ δογ­μά­των, ὁ Κύ­ριλ­λος πα­ρέ­χει, ἐ­λέγ­χων Νε­στο­ρί­ου, τὴν ἀθεότητα.

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ

Γιά νά μήν χαθοῦν

τά ἴχνη τῶν προγόνων μας

καί τά δικά μας βήματα.[1]

Η Χω­ρο­ύ­δα, χω­ριό τῆς Ἐ­παρ­χί­ας Λαγ­κα­δᾶ, ἔ­πα­ψε νά ὑ­πάρ­χει τό 1947. «Δι­α­πι­στώ­σαν­τες ὅ­τι κα­θη­με­ρι­νῶς συμ­μο­ρῖ­ται ἐ­πι­σκέ­πτον­ται τὸ χω­ρί­ον Χω­ροῦ­δα καὶ λαμ­βά­νω­σιν ἐξ αὐ­τοῦ τρό­φι­μα, πλη­ρο­φο­ρί­ας καὶ πει­σθέν­τες ὅ­τι ἡ σύμ­πτυ­ξις τοῦ χω­ρί­ου θὰ δυ­σχε­ρά­νῃ τὴν τρο­φο­δο­σί­αν καὶ κί­νη­σιν τῶν συμ­μο­ρι­τῶν πα­ραγ­γέλ­λο­μεν ὅ­πως ἐν­τὸς 5θημέρου ἀ­πὸ τῆς λή­ψε­ως τῆς πα­ρού­σης ὑ­πο­χρε­ώ­σα­τε ἅπαν­τας τοὺς κα­το­ί­κους τοῦ ἀ­νω­τέ­ρω χω­ρί­ου νὰ με­τοι­κή­σω­σι εἰς Βερ­τί­σκον ἢ ἕ­τε­ρα χω­ρί­α τῆς πε­ρι­φε­ρε­ί­ας Νη­γρί­της προ­σω­ρι­νῶς καὶ μέ­χρι νε­ω­τέ­ρας δι­α­τα­γῆς ἡ­μῶν…».[2] Τό 1918 μέ Βα­σι­λι­κό Δι­ά­ταγ­μα, ὡς συ­νοι­κι­σμός ἑ­νώ­νε­ται μέ τήν Κοι­νό­τη­τα τῆς Μπέ­ρο­βας (Βερ­τί­σκου).[3] Τό 1927 μέ Προ­ε­δρι­κό Δι­ά­ταγ­μα ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται ὡς ἀ­νε­ξάρ­τη­τα Κοι­νό­τη­τα. «Ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται ἐν τῷ Νο­μῷ Θεσ­σα­λο­νί­κης, Ὑ­πο­δι­οι­κή­σει Λαγ­κα­δᾷ εἰς ἰ­δί­αν Κοι­νό­τη­τα ὁ συ­νοι­κι­σμὸς Χω­ρού­δα ὑ­πό τὸ ὄ­νο­μα «Κοι­νό­της Χω­ρού­δας» καὶ μὲ ἕ­δραν τὸν ὁ­μώ­νυ­μον συ­νοι­κι­σμὸν ἀ­πο­σπώ­με­νος τῆς Κοι­νό­τη­τος Μπε­ρό­βης».[4] Τό 1957 κα­ταρ­γεῖ­ται ὡς ἀ­νε­ξάρ­τη­τη Κοι­νό­τη­τα καί πά­λι ἑ­νώ­νε­ται μέ τήν Κοι­νό­τη­τα Βερ­τί­σκου. «Αἱ Κοι­νό­τη­τες Κυ­δω­νέ­ας Χω­ρο­ύ­δας ἐν τῇ Ἐ­παρ­χί­ᾳ Λαγ­κα­δᾷ Θεσ­σα­λο­νί­κης καὶ τῷ Νο­μῷ Θεσ­σα­λο­νί­κης κα­ταρ­γοῦν­ται καὶ ἑ­νοῦν­ται ἀν­τι­στο­ί­χως με­τὰ τῶν Κοι­νο­τή­των Λα­χα­νᾶ καὶ Βερ­τί­σκου».[5]

Τά ὑ­πάρ­χον­τα ἐ­ρε­ί­πι­α τῶν σπι­τι­ῶν, τοῦ με­γά­λου σχο­λε­ί­ου –δεῖγ­μα ζων­τά­νι­ας τοῦ χω­ρι­οῦ– ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­νά­σι­ου τοῦ Με­γά­λου, τό μο­να­δι­κό κτί­ρι­ο πού ἄν­τε­ξε στήν φθο­ρά τοῦ χρό­νου καί στήν μα­νί­α τῶν ἀν­θρώ­πων, ἔ­μει­ναν οἱ μο­να­δι­κοί καί σι­ω­πη­λοί μάρ­τυ­ρες τῆς ἱ­στο­ρί­ας της.

Ἕ­να χω­ριό πού σή­με­ρα, ἄν ἄν­τε­χε στόν χρό­νο καί κα­τόρ­θω­νε νά ξε­πε­ρά­σει τά δύ­σκο­λα με­τα­πο­λε­μι­κά χρό­νι­α, θά ἦ­ταν δεῖγ­μα γρα­φι­κό­τη­τας, δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τας καί ὀ­μορ­φι­ᾶς.

Μιά το­πο­θε­σί­α βου­τηγ­μέ­νη στό πρά­σι­νο, σέ ὑ­ψό­με­τρο 640 πε­ρί­που μέ­τρων, τρι­γυ­ρι­σμέ­νη ἀ­πό δα­σώ­δη βου­νά, σπί­τι­α χτι­σμέ­να μέ με­ρά­κι καί καλ­λι­τε­χνι­κή εὐ­αι­σθη­σί­α, δου­λε­μέ­να μέ ξύ­λο καί πέ­τρα, μαρ­τυ­ροῦν γιά τήν ἱ­στο­ρί­α, τήν ζωή καί τό ἦ­θος τῶν ἀν­θρώ­πων. Αὐ­τῶν πού ἀ­γά­πη­σαν τό μι­κρό τους χω­ριό, ἀ­γά­πη­σαν τόν ἅ­γι­ο Ἀ­θα­νά­σι­ο, τοῦ ἀ­φι­έ­ρω­σαν τόν μο­να­δι­κό Ναό τους, τόν κό­σμη­σαν, τόν συν­τή­ρη­σαν, τόν τί­μη­σαν. Καί ὁ ἅ­γι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος φρου­ρός τοῦ χω­ρι­οῦ καί φύ­λα­κας, ἀ­νέ­λα­βε με­τά ἀ­πό τό­σους χρό­νους νά δι­αι­ω­νί­σει τήν ἱ­στο­ρί­α τους, σώ­ζον­τας ὄ­χι μό­νο τόν Ναό καί τίς ἐ­ξα­ί­ρε­τες τοι­χο­γρα­φί­ες του, ἀλ­λά δι­α­τη­ρών­τας ἄ­σβη­στη τήν ἱ­στο­ρί­α καί τήν μνή­μη τοῦ χω­ρι­οῦ.[6] (Φωτ. 1)

Ἴ­σως ἄν δέν ὑ­πῆρ­χε ὁ Να­ός του, σή­με­ρα κα­νε­ίς δέν θά μι­λοῦ­σε γιά τήν μι­κρή Χω­ρο­ύ­δα, κα­νε­ίς δέν θά ἀ­να­φε­ρό­ταν στήν ζωή καί τήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ χω­ρι­οῦ καί τῶν ἀν­θρώ­πων του, πού, ἐ­νῶ τό­σο ἀ­γά­πη­σαν τό χω­ριό τους, ξε­ρι­ζώ­θη­καν ἄ­δι­κα καί με­τα­νά­στευ­σαν μέ­σα στήν ἴ­δι­α τους τήν πα­τρί­δα. «Τὰ βέ­λη τοῦ δυ­να­τοῦ ἠ­κο­νη­μέ­να, σὺν τοῖς, ἄν­θρα­ξι τοῖς ἐ­ρη­μι­κοῖς.
EIKONES0010

Οἴ­μοι! ὅ­τι ἡ πα­ροι­κί­α μου ἐ­μα­κρύν­θη, κα­τε­σκή­νω­σα με­τὰ τῶν σκη­νω­μά­των Κη­δάρ, πολ­λὰ πα­ρῴ­κη­σεν ἡ ψυ­χή μου. Με­τὰ τῶν μι­σο­ύν­των τὴν εἰ­ρή­νην ἤ­μην εἰ­ρη­νι­κός, ὅ­ταν ἐ­λά­λουν αὐ­τοῖς, ἐ­πο­λέ­μουν με δω­ρε­άν».[7] Τοῦ­το τό ψαλ­μι­κό χω­ρί­ο λέ­ει πολ­λά.

Φωτ 1. Γε­νι­κή ἄ­πο­ψη τοῦ Να­οῦ.

Ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ «πα­λαι­οῦ Ἰσ­ρα­ήλ» πολ­λές φο­ρές ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται στήν ζωή τοῦ «νέ­ου Ἰσ­ρα­ήλ», στήν ζωή τῆς χρι­στι­α­νο­σύ­νης, πού κα­τορ­θώ­νει πάν­τα νά ἐπι­βι­ώ­νει καί κα­τα­φέρ­νει μέ­σα ἀ­πό τούς πό­νους τοῦ ξε­ρι­ζω­μοῦ νά ψελ­λί­ζει δο­ξα­λο­γι­κά στόν Θεό: «ἡ ψυ­χὴ ἡ­μῶν, ὡς στρου­θί­ον ἐῤ­ῥύ­σθη ἐκ τῆς πα­γί­δος τῶν θη­ρευ­όν­των· ἡ πα­γὶς συ­νε­τρί­βη καὶ ἡ­μεῖς ἐῤ­ῥύ­σθη­μεν, ἡ βο­ή­θει­α ἡ­μῶν ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου, τοῦ ποι­ή­σαν­τος τὸν οὐ­ρα­νὸν καὶ τὴν γῆν».[8]

Ἡ Χω­ρο­ύ­δα δέν ἀ­νῆ­κε μό­νο δι­οι­κη­τι­κά στήν Ἐ­παρ­χί­α Λαγ­κα­δᾶ, ἀλ­λά καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά. Σή­με­ρα βρί­σκε­ται μέ­σα στά ὅ­ρι­α τῆς Μη­τρο­πό­λε­ως «Λαγ­κα­δᾶ», ἡ ὁ­πο­ί­α ἀ­ριθ­μεῖ πε­ρί­που σα­ράν­τα ἐ­νο­ρί­ες. Ὅ­μως καί κα­τά τό πα­ρελ­θόν, ὅ­ταν δέν ὑ­πῆρ­χε αὐ­το­τε­λής Μη­τρό­πο­λη «Λαγ­κα­δᾶ», ἀλ­λά ἡ πε­ρι­ο­χή ὑ­πα­γό­ταν δι­οι­κη­τι­κά καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη ἡ Χω­ρο­ύ­δα ἦ­ταν ἕ­να ἀ­πό τά δε­κα­τρί­α χω­ριά πού ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν τήν Ἐ­πι­σκο­πή «Λη­τῆς καί Ρεν­τί­νης», ἡ ὁ­πο­ί­α ἦ­ταν ὑ­πο­κε­ί­με­νη στήν Μη­τρό­πο­λη Θεσ­σα­λο­νί­κης.

Ἡ ὕ­παρ­ξη τῆς Ἐ­πι­σκο­πῆς «Λη­τῆς καί Ρεν­τί­νης» μαρ­τυ­ρεῖ­ται γιά πρώ­τη φο­ρά τό ἔ­τος 980. Στά πρό τοῦ 980 «τα­κτι­κά», με­τα­ξύ τῶν Ἐπι­σκο­πῶν τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται ἡ Ἐ­πι­σκο­πή «Λη­τῆς».[9]

Ἐ­δῶ πρέ­πει νά ποῦ­με ὅ­τι ἡ Λη­τή εἶ­ναι μιά ἀ­πό τίς ἀρ­χαι­ό­τε­ρες πό­λεις τῆς πε­ρι­ο­χῆς καί ἐμ­φα­νί­ζε­ται στίς πη­γές ἀ­πό τόν 6ο π.Χ. αἰ­ώ­να, μέ­χρι τόν 3ο μ.Χ. αἰ­ώ­να. Κει­μέ­νη σέ ἐ­πί­και­ρη θέ­ση ἦ­ταν μιά ἀ­πό τίς πιό ση­μαν­τι­κές πό­λεις τῆς Μυ­γδο­νί­ας, ὅ­πως λε­γό­ταν τό­τε ἡ πε­ρι­ο­χή Λαγ­κα­δᾶ. Ἀρ­γό­τε­ρα συ­νε­χί­ζει τήν ζωή της σι­ω­πη­λά καί δη­μι­ουρ­γι­κά ὡς τίς μέ­ρες μας.[10]

Στήν «τά­ξιν πρω­το­κα­θε­δρί­ας τῶν ὑ­πὸ τὸν ἀ­πο­στο­λι­κὸν θρό­νον τῆς Κων­σταν­του­πό­λε­ως τε­λο­ύν­των μη­τρο­πο­λι­τῶν καὶ τῶν ὑπ᾽ αὐ­το­ύς ἐ­πι­σκό­πων» τοῦ 980 μ.Χ. ἀ­να­φέ­ρον­ται ἕν­τε­κα Ἐ­πι­σκο­πές ὑ­πό τόν Μη­τρο­πο­λί­την Θεσ­σα­λο­νί­κης: ὁ Κί­τρους, ὁ Βερ­ροί­ας, ὁ Δρα­γου­βι­τί­ων, ὁ Σερ­βί­ων, ὁ Κασ­σαν­δρεί­ας, ὁ Καμ­πα­νί­ας ἤ­τοι Κα­στρί­ων, ὁ Πέ­τρας, ὁ Ἑρ­κου­λί­ων ἤ­τοι Ἀρ­δα­μέ­ρε­ως, ὁ Ἱ­ε­ρισ­σοῦ ἤ­τοι Ἁ­γί­ου ὄ­ρους, ὁ Λί­της καὶ Ῥεν­τί­νης, ὁ Βαρ­δα­ρι­ω­τῶν ἤ­τοι Το­ύρ­κων.[11]

Ἔ­κτο­τε καί μέ­χρι τόν 17ο αἰ­ώ­να, ἡ Ἐ­πι­σκο­πή ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ ὅ­λα τά «τα­κτι­κά». Ά­πό τά μέ­σα του Ι­7­ου αἰ­ώ­να, μέ­χρι τά μέ­σα του 19ου αἰ­ώ­να, ἡ Ἐ­πι­σκο­πή «Λη­τῆς καὶ Ῥεν­τί­νης» δέν α­να­φέ­ρε­ται στο­ύς κα­τα­λό­γους τῶν Ἐ­πι­σκό­πων Θεσ­σα­λο­νί­κης.[12]

Κα­τά τό β´ μι­σό ὅ­μως τοῦ 18ου αἰ­ώ­να, ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Θεσ­σα­λο­νί­κης Θε­ο­δό­σι­ος (1767-1769) ἐ­πα­νί­δρυ­σε τήν Ἐ­πι­σκο­πή «Λη­τῆς καὶ Ῥεν­τί­νης» καί ἐ­ξέ­λε­ξε ὡς ἐ­πί­σκο­πο τόν Πρω­το­σύγ­κελ­λό του Κύ­ριλ­λο. Στό γράμ­μα πού ἀ­πευ­θύ­νει ὁ Θε­ο­δό­σι­ος στο­ύς Κλη­ρι­κο­ύς καί γέ­ρον­τες τῆς πε­ρι­ο­χῆς ἀ­να­φέ­ρε­ται καί τό ὄ­νο­μα τῆς Χω­ρο­ύ­δας ὡς ἑ­νός ἐκ τῶν δε­κα­τρι­ῶν χω­ρι­ῶν πού ὑ­πό­κειν­ται στήν Ἐ­πι­σκο­πή.

Τὸ γράμ­μα ὁ­ποὺ ἐ­δό­θη πα­ρὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης κυρ Θε­ο­δο­σί­ου
πρὸς τὸν νέ­ον Ἐ­πί­σκο­πον Λι­τῆς καὶ Ῥεν­δί­νης

Θε­ο­δό­σι­ος

ἐ­λέ­ῳ Θ(ε­ο)ῦ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Θεσ­σα­λο­νίκ(ης) ὑ­πέρ­τι­μος καὶ ἔ­ξαρ­χος πά(σης) Θετ­τα­λί(ας).

«Ἐν­τι­μώ­τα­τοι κλη­ρι­κοὶ τῆς ἁ­γι­ω­τά­της Ἐ­πι­σκο­πῆς Λι­τῆς καὶ Ῥεν­δί­νης καὶ εὐ­λα­βέ­στα­τοι ἱ­ε­ρεῖς, τί­μι­οι καὶ χρή­σι­μοι γέ­ρον­τες πάν­των τῶν ὑ­πο­κει­μέ­νων αὐ­τῇ χω­ρί(ων) καὶ λοι­ποὶ πάν­τες εὐ­λο­γη­μέ­νοι χρι­στι­α­νοὶ τῆς ἐ­παρ­χί(ας) τα­ύ­της, τέ­κνα ἐν κ(υ­ρί)ῳ ἀ­γα­πη­τὰ καὶ πε­ρι­πό­θη­τα τῆς ἡ­μῶν με­τρι­ό­τη­τος· χά­ρις εἴ­η ὑ­μῖν ἅ­πα­σιν εἰ­ρή­νη τε καὶ ἔ­λε­ος ἀ­πὸ Θ(ε­ο)ῦ παν­το­κρά­το­ρας κυ[ρί­ου] δὲ ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χ(ρι­στο)ῦ, παρ᾽ ἡ­μῶν δὲ εὐ­λο­γί­α καὶ συγ­χώ­ρη­σις.

Δι­ὰ τοῦ πα­ρόν­τος ἡ­μῶν δη­λο­ποι­οῦ­μεν ἁ­πα­ξά­πα­σιν τοῖς ἐν τῇ ἐ­παρ­χί­ᾳ τα­ύ­τῃ Λι­τῆς καὶ Ῥεν­δί­νης δι­α­τε­λοῦ­σι καὶ ἐν τοῖς δε­κα­τρι­σὶν αὐ­τῆς χω­ρί­οις οἰ­κοῦ­σιν εὐ­σε­βέ­σι καὶ Ὀρ­θο­δό­ξοις Χρι­στι­α­νοῖς ὅ­τι τῇ τοῦ Θ(ε­ο)ῦ ἐ­πι­νε­ύ­σει ὑ­πο­τα­γέν­τες καὶ τῇ Πα­τρι­αρ­χι­κῇ καὶ Συ­νο­δι­κῇ ἀ­πο­φά­σει ὑ­πο­κλι­θέν­τες ἀ­νε­δέ­χθη­μεν καὶ προ­ε­βι­βά­σθη­μεν εἰς τὸν ἁ­γι­ώ­τα­τον τοῦ­τον θρό­νον τῆς καθ᾽ ἡ­μᾶς Μ(ητ)ρο­πόλ(ε­ως) Θεσ­σα­λο­νί­κης καὶ γνή­σι­ος αὐ­τῆς ποι­μὴν καὶ ἀρ­χι­ε­ρεὺς ἀ­πε­κα­τέ­στη­μεν. Κα­τὰ τὸ ὀ­φει­λό­με­νον το­ί­νυν χρέ­ος ὑ­μῖν τε καὶ παν­τὶ τῷ λα­οῦ.­..προ­ϊ­στα­μέ­νῳ ἐ­ρευ νή­σαν­τες καὶ ἐ­ξε­τά­σαν­τες εὕ­ρο­μεν εἰς τε πα­λαι­ὰ [καὶ] νέ­α συν­ταγ­μά­τι­α ὅ­τι ἡ εἰ­ρη­μέ­νη αὕ­τη ἐ­πι­σκο­πὴ Λι­τῆς καὶ Ῥεν­δί­νης πά­λαι.­..ἐξ ἀρ­χῆς ἐ­κυ­βερ­νᾶ­το πα­ρὰ τοῦ ἰ­δί­ου αὐ­τῆς ἐ­πι­σκό­που καὶ ἀρ­χι­ε­ρέ­ως [ἔ­χου]σα ὑ­πο­κε­ί­με­να αὐ­τῇ χω­ρί­α δε­κα­τρί­α: ἅ­περ εἰ­σὶ ταῦ­τα: Μό­δι, Σταυ­ρός, [Μπε]σή­κι­α, Προ­φή­τη Ἠ­λί(ας), Σω­χός, Βι­σῶ­κα, Χω­ρο­ύ­δα, Μπέ­ρο­βα, Ζάρ­βα, Μπά­σι­κι­οΐ, Λιγ­κο­βάν­τι, Λαγ­κα­δᾶς, καὶ Γε­νί­κι­ο­ϊ καὶ εὐ­λό­γει καὶ ἡ­γί­α­ζε τοὺς ἐν αὐ­τοῖς ἅ­παν­τας Χρι­στι­α­νοὺς καὶ ἐ­λάμ­βα­νε παρ᾽ αὐ­τῷ πάν­τα τὰ ἀ­νή­κον­τα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὰ αὐ­τῷ εἰ­σο­δή­μα­τα καὶ δι­και­ώ­μα­τα. Με­τὰ ταῦ­τα δὲ με­ρι­κοὶ προ­αρ­χι­ε­ρα­τε­ύ­σαν­τες εἰς τὴν καθ᾽ ἡ­μᾶς Μ(ητ)ρό­πο­λιν Θεσ­σα­λο­νί­κης, οὐκ οἴ­δα­μεν πο­ί­ῳ τρό­πῳ ἐ­ξου­σί­α­σαν τα­ύ­την τὴν ἐ­πι­σκο­πὴν ὁ­μοῦ μὲ τὰ ὑ­πο­κε­ί­με­να αὐ­τῇ χω­ρί­α καὶ εἰς παν­τε­λῆ λή­θην καὶ ἀ­μνη­μο­νί­αν ἐ­νέ­βα­λον τὸ ὄ­νο­μα τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς τα­ύ­της, ἐ­λατ­τώ­σαν­τες δι­ὰ φι­λο­κέρ­δι­αν τοὺς ἐν­νέ­α ἐ­πι­σκό­πους εἰς ὀ­κτὼ· τὸ ὁ­ποῖ­ον ἄ­το­πον ἡ­μεῖς θέ­λον­τες νὰ τὸ δι­ορ­θώ­σω­μεν καὶ νὰ φέ­ρω­μεν τα­ύ­την τὴν ἁ­γι­ω­τά­την ἐ­πι­σκο­πὴν Λι­τῆς καὶ Ῥεν­δί­νης εἰς τὴν ἀρ­χα­ί­αν αὐ­τῆς ἀ­ξί­αν καὶ βαθ­μόν, ἐ­ρευ­νή­σα­μεν καὶ ἔ­γνω­μεν ὅ­τι μὴ ὄν­τος ἐν αὐ­τῇ κατ᾽ ἰ­δί­αν ἐ­πί­σκο­πος καὶ κα­τὰ μέ­ρος ἀρ­χι­ε­ρεὺς καὶ ποι­μήν, ἠ­κο­λο­ύ­θη­σαν πολ­λὰ ἄ­το­πα καὶ πα­ρὰ κα­νό­να πράγ­μα­τα.

Ὅ­θεν ἡ με­τρι­ό­της ἡ­μῶν φρον­τί­δα οὐ τὴν τυ­χοῦ­σαν κα­τε­βά­λε­το ἐ­πὶ εὑ­ρέ­σει ἀ­ξί­ου ὑ­πο­κει­μέ­νου τοῦ ἀ­να­δε­ξα­μέ­νου τὴν ποι­μαν­τι­κὴν ρά­βδον τῆς εἰ­ρη­μέ­νης ἁ­γι­ω­τά­της ἐ­πι­σκο­πῆς Λι­τῆς καὶ Ῥεν­δί­νης. Δι­ὸ καὶ δοῦ­σα ἄ­δει­αν τοῖς ἐν­δη­μοῦ­σιν ἐν τῇ καθ᾽ ἡ­μᾶς πό­λει Θεσ­σα­λο­νί­κης: θε­ο­φι­λε­στά­τοις ἐ­πι­σκό­ποις τοῖς ἐν ἁ­γί­ῳ πν(ε­ύ­ματ)ι ἀ­γα­πη­τοῖς καὶ συλ­λει­τουρ­γοῖς τῆς ἡ­μῶν με­τρι­ό­τη­τος: τῷ τε Κύ­τρους κὺρ Δι­ο­νυ­σί­ῳ, τῷ Σερ­βί­ων κὺρ Ἱ­γνα­τί­ῳ καὶ τῷ Ἱ­ε­ρησ­σοῦ καὶ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους κὺρ Ἰ­α­κώ­βῳ, ἐ­χόν­των καὶ τὴν γνώ­μην τοῦ Ἀρ­δα­με­ρί­ου κὺρ Γρη­γο­ρί­ου καὶ τοῦ Πολ­λι­α­νῆς κὺρ Ἰ­γνα­τί­ου, οἵ­τι­νες τῇ ἡ­με­τέ­ρᾳ προ­τρο­πῇ εἰ­σελ­θόν­τες ἐν τῷ παν­σέ­πτῳ να­ῷ τοῦ ἁ­γί­ου ἐν­δό­ξου με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Δη­μη­τρί­ου τοῦ μυ­ρο­βλή­του καὶ κα­νο­νι­κὰς ψή­φους ποι­η­σά­με­νοι κα­τὰ τὴν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴν δι­α­τύ­πω­σιν πε­ρὶ ἐ­κλο­γῆς καὶ εὑ­ρέ­σε­ως ἀ­ξί­ου ὑ­πο­κει­μέ­νου τοῦ ἀ­να­δε­χθῆ­ναι τὴν εἰ­ρη­μέ­νην ἐ­πι­σκο­πὴν Λι­τῆς καὶ Ῥεν­δί­νης καὶ προ­βι­βα­σθῆ­ναι νο­μί­μως εἰς τὸν θρό­νον αὐ­τῆς, ἐν αἷς ἐ­κρί­θη ἁρ­μο­δι­ώ­τε­ρος καὶ σε­μνὸς καὶ ἀ­κα­τα­γώ­νι­στος τῷ βί­ῳ τῆς τε καθ᾽ ἡ­μᾶς παι­δε­ύ­σε­ως ἱ­κα­νῶς ἔ­χων καὶ τῶν θύ­ρα­θεν παι­δευ­μά­των οὐκ ἀ­μέ­το­χος ὁ πα­νο­σι­ώ­τα­τος ἐν ἱ­ε­ρο­μο­νά­χοις καὶ ἡ­μέ­τε­ρος πρω­το­σύγ­κελ­λος κὺρ Κύ­ριλ­λος: Τοῦ­τον τῇ δυ­νά­μει καὶ ἐ­πι­κλή­σει τοῦ πα­να­γί­ου πνε­ύ­μα­τος ἡ με­τρι­ό­της ἡ­μῶν εἰς τὸν θρό­νον τῆς ἁ­γι­ω­τά­της ἐ­πι­σκο­πῆς Λι­τῆς καὶ Ῥεν­δί­νης κε­χει­ρο­τό­νη­κεν ὥ­στε εἶ­ναι καὶ ὑ­πάρ­χειν αὐ­τὸν εἰς τὸ ἑ­ξῆς γνή­σι­ον καὶ νό­μι­μον καὶ κα­νο­νι­κὸν ἀρ­χι­ε­ρέ­α ἐν πά[σῃ τῇ] ἐ­παρ­χί­ᾳ τα­ύ­τῃ· ὅ­στις καὶ ἔρ­χε­ται μετ᾽ ὀ­λί­γον ἀ­πο­λαῦ­σαι τοῦ [λο­γι­κοῦ] αὐ­τοῦ ποι­μνί­ου καὶ ἀρ­χι­ε­ρα­τε­ύ­ειν ἐφ᾽ ἡ­μᾶς, εὐ­λο­γεῖν τε καὶ ἁ­γι­ά­ζειν πάν[τας] τοὺς ἐν τοῖς ῥη­θεῖ­σι δε­κα­τρι­σὶ χω­ρί­οις δι­α­τε­λοῦν­τας εὐ­σε­βεῖς καὶ ὀρ­θο­δό­ξους χρι­στι­α[νοὺς] κα­τὰ τὸ ἀ­ξί­ω­μα τῆς ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νης καὶ ποι­μα­ί­νειν ὑ­μᾶς ἐν ὁ­σι­ό­τη­τι καὶ δι­και­ο­σύ­νῃ πα­τρι­κῶς καὶ νο­μί­μως.

Ὅ­θεν καὶ γρά­φον­τες ἀ­πο­φαι­νό­με­θα συ­νο­δι­κῶς με­τὰ τῶν παρ᾽ ἡ­μᾶς θε­ο­φι­λε­στά­των ἐ­πι­σκό­πων τῶν ἐν ἁ­γί­ῳ πν(ε­ύ­ματ)ι ἀ­γα­πη­τῶν ἡ­μῶν ἀ­δελ­φῶν καὶ συλ­λει­τουρ­γῶν, ὅ­πως ἁ­πα­ξά­παν­τες ὑ­μεῖς, ἐρ­χο­μέ­νου αὐ­τό­θι ἐν τῇ ἐ­παρ­χί­ᾳ αὐ­τοῦ Λι­τῆς καὶ Ῥεν­δί­νης ὁ δι­α­λη­φθεὶς θε­ο­φι­λέ­στα­τος ἐ­πί­σκο­πος Λι­τῆς καὶ Ῥεν­δί­νης ὁ ἐν ἁ­γί­ῳ πν(εύ­ματ)ι ἀ­γα­πη­τὸς ἡ­μῶν ἀ­δελ­φὸς καὶ συλ­λει­τουρ­γὸς κὺρ Κύ­ριλ­λος ὑ­πο­δε­χθῆ­τε τὴν αὐ­τοῦ θε­ο­φι­λί­αν με­τὰ πά­σης ἀ­γά­πης καὶ πε­ρι­ποι­ή­σε­ως γι­γνώ­σκον­τες αὐ­τὸν ἀ­πὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑ­ξῆς αὐ­τὸν μό­νον γνή­σι­ον καὶ ἐ­πί­σκο­πον νό­μι­μον πά­σης αὐ­τῆς τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς καὶ κα­νο­νι­κὸν καὶ τι­μᾶ­τε καὶ ἀ­γα­πᾶ­τε αὐ­τὸν καὶ εὐ­λα­βεῖ­σθε καὶ μνη­μο­νε­ύ­ε­τε τοῦ κα­νο­νι­κοῦ αὐ­τοῦ ὀ­νό­μα­τος ἐν πά­σαις ταῖς ἱ­ε­ραῖς τε­λε­ταῖς καὶ πε­ί­θε­σθε καὶ ὑ­πο­τάσ­σε­σθε αὐ­τῷ καὶ πα­ρέ­χε­τε εἰ­ρη­νι­κῶς καὶ εὐ­πει­θῶς πάν­τα τὰ ἀ­νή­κον­τα αὐ­τῷ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὰ εἰ­σο­δή­μα­τα καὶ δι­και­ώ­μα­τα κα­νο­νι­κὰ φη­μί, συ­νοι­κέ­σι­α, πα­νη­γύ­ρεις, ζη­τή­σεις καὶ εἴ τι ἄλ­λο τῷ τό­πῳ σύ­νη­θες, ἄ­δει­αν ἔ­χον­τι καὶ ἐ­ξου­σί­αν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴν δε­σπό­ζειν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶς τῆς αὐ­τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς εὐ­λο­γεῖν τε καὶ ἁ­γι­ά­ζειν πάν­τας τοὺς ἐν αὐ­τῇ χρι­στι­α­νοὺς καὶ ποι­μα­ί­νειν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῶς τὸ λο­γι­κὸν αὐ­τοῦ πο­ί­μνι­ον καὶ πάντα τὰ ἀρχιε…».[13]

Ἡ Ἐ­πι­σκο­πή «Λη­τῆς καὶ Ῥεν­τί­νης» (ἡ Ρεν­τί­να ἦ­ταν πό­λη πού βρι­σκό­ταν ἀ­να­το­λι­κά τῆς λί­μνης Βόλ­βης στά ὁ­μώ­νυ­μα στε­νά, καί στό μέ­ρος πού βρί­σκε­ται τό ση­με­ρι­νό χω­ριό Ρεν­τί­να), γνώ­ρι­σε πολ­λο­ύς καί ἄ­ξι­ους Ἐ­πι­σκό­πους. Ἐν­δει­κτι­κά ἀ­να­φέ­ρου­με με­ρι­κά ὀ­νό­μα­τα: Λέ­ων 1295. Γερ­βά­σι­ος 1335. Χρι­στό­δου­λος 1416. Ἀ­κά­κι­ος 1486, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­φέ­ρε­ται «τοῦ­τον δὲ τὸν ἐ­πί­σκο­πον Ἀ­κά­κι­ον ἐ­χει­ρο­τό­νη­σεν Ἀρ­χι­ε­ρέ­α ὁ ἁ­γι­ώ­τα­τος Πα­τρι­άρ­χης Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως θεῖ­ος Νή­φων, Θεσ­σα­λο­νί­κης Μη­τρο­πο­λί­της ἔ­τι ὢν· Ὅ­θεν ὲκ το­ύ­του ἦν φί­λος γνή­σι­ος τοῦ ἁ­γί­ου Νή­φω­νος ὁ θεῖ­ος Ἀ­κά­κι­ος».[14]

Κοντά στόν Ἀ­κά­κι­ο ἦρ­θε καὶ ἔ­μει­νε ὁ ἐκ Ζί­χνης τῆς Μα­κε­δο­νί­ας κα­τα­γό­με­νος ὅ­σι­ος Θε­ό­φι­λος Μυ­ρο­βλή­της, δι­ό­τι «εὗ­ρε τὸν Ἀ­κά­κι­ον εὐ­λα­βῆ καὶ ἐ­νά­ρε­τον».[15]

Στήν συ­νέ­χει­α ἀ­κο­λου­θοῦν ὁ Γεν­νά­δι­ος 1541. Ὁ Ἰ­ω­ά­σαφ Ἀρ­γυ­ρό­που­λος 1547. Ὁ Δα­μα­σκη­νός ὁ Στου­δί­της 1577 (ὁ συγ­γρα­φέ­ας τοῦ «Θη­σαυ­ροῦ»­). Ὁ Κύ­ριλ­λος 1768. Ὁ Ζα­χα­ρί­ας 1769.

Στό ἐγ­κύ­κλι­ο γράμ­μα τοῦ Πα­τρι­άρ­χου Νε­ο­φύ­του τοῦ Ζ´ πρός τόν Μη­τρο­πο­λί­τη Θεσ­σα­λο­νί­κης καί τούς ὑπ᾽ αὐ­τόν Ἐ­πι­σκό­πους (10 Ἰ­ου­λί­ου 1793) δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται τό ὄ­νο­μα τοῦ Ἐ­πι­σκό­που «Λη­τῆς καὶ Ῥεν­τί­νης», πρᾶγ­μα πού ση­μα­ί­νει πώς ἡ ἐ­πι­σκο­πή κα­ταρ­γή­θη­κε καί πάλι.[16]

Κα­τά τήν δεύ­τε­ρη πα­τρι­αρ­χεί­α τοῦ Ἰ­ω­α­κε­ίμ Β´ με­τα­τέ­θη­κε στήν Μη­τρό­πο­λη Θεσ­σα­λο­νί­κης (9 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1874) ὁ μέ­χρι τό­τε Μη­τρο­πο­λί­της Βάρ­νης Ἰ­ω­α­κε­ίμ, ὁ ὁ­ποῖ­ος στήν συ­νέ­χει­α σέ ἡ­λι­κί­α μό­λις 44 ἐ­τῶν, ἐ­ξε­λέ­γη Οἰ­κου­με­νι­κός Πα­τρι­άρ­χης (4 Ὀ­κτω­βρί­ου 1878) ὁ ἐ­πω­νο­μα­σθε­ίς Ἰ­ω­α­κε­ίμ Γ´ ὁ Με­γα­λο­πρε­πής. Ἄ­φη­σε τήν τε­λευ­τα­ί­α του πνοή, ὕ­στε­ρα ἀ­πό ὀ­λι­γο­ή­με­ρη ἀ­σθέ­νει­α, τήν Τρί­τη 13 Νο­εμ­βρί­ου 1912.

Ὁ Ἰ­ω­α­κείμ ὡς Μη­τρο­πο­λί­της Θεσ­σα­λο­νί­κης στέλ­νει:

Μέ ἀ­ριθμ. 88, φ. 64-65, ἐ­πι­στο­λή πρός τόν Ἐ­πί­σκο­πο Ἱ­ε­ρισ­σοῦ καί Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους Δι­ο­νύ­σι­ο (Λαγ­κα­δᾶς, 3 Σε­πτεμ­βρί­ου 1874), δι­α­φω­νών­τας μέ τήν οἰ­κο­νο­μι­κή ρύθ­μι­ση τοῦ δι­α­ζυ­γί­ου τοῦ ἐκ Χω­ρού­δας Δημ. Βα­σι­λε­ί­ου καί τῆς θυ­γα­τρός Γ. Κι­ο­πέ­κη, στήν ὁ­ποί­α εἶ­χαν προ­βεῖ οἱ (πρό­κρι­τοι) χω­ρι­κοί τῆς Χω­ρού­δας. Ἀλ­λι­ῶς, γρά­φει, ὁ­ρί­ζουν οἱ νό­μοι γιά τήν πε­ρί­πτω­ση.

Μέ ἀ­ριθμ. 254, φ. 220, ἐ­πι­στο­λή πρός τόν Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­άρ­χη (30 Αὐ­γο­ύ­στου 1875) μέ τήν ὁ­πο­ί­α ζη­τεῖ νά φρον­τί­σει ὁ Οἰ­κου­με­νι­κός γιά τήν ἔκ­δο­ση βε­ζυ­ρι­κοῦ δι­α­τάγ­μα­τος προ­κει­μέ­νου νά πε­ρι­ο­ρί­σει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἰς Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος τόν Ἱ­ε­ρέ­α Νά­νο Γε­ώρ­γι­ο ἀ­πό τήν Χω­ρο­ύ­δα τοῦ Να­χιέ Λαγ­κα­δᾶ, ὁ ὅ­ποι­ος εἶ­ναι ὁ φό­βος καί ὁ τρό­μος τῶν κα­το­ί­κων τῆς πε­ρι­ο­χῆς συ­νερ­γα­ζό­με­νος μέ λη­στές καί ἐ­νερ­γῶν ὡς κλε­πτα­πο­δό­χος.[17]

Τό 1924, ὅ­ταν κρί­θη­κε εὔ­λο­γο νά ἀ­πο­κα­τα­στα­θοῦν οἱ Μη­τρο­πο­λί­τες πού ἔ­χα­σαν τούς θρό­νους των λό­γῳ τῆς μι­κρα­σι­α­τι­κῆς κα­τα­στρο­φῆς, ἐ­πα­να­συ­στά­θη­κε ἡ Ἐ­πι­σκο­πή μέ τον τί­τλο τῆς «Μη­τρο­πό­λε­ως Λαγ­κα­δᾶ» καί μέ Μη­τρο­πο­λί­τη τόν μέ­χρι τό­τε Κυ­κλά­δων καί πρώ­ην Κο­ρυτ­σᾶς Γερ­μα­νό Ἀ­να­στα­σι­ά­δη. Ὁ Γερ­μα­νός ἔ­μει­νε στόν θρό­νο μέ­χρι τό 1932 ὁ­πό­τε καί πα­ραι­τή­θη­κε.

Το 1967 ἐ­πα­νι­δρύ­ε­ται ἡ κα­ταρ­γη­θεῖ­σα Μη­τρό­πο­λη «Λαγ­κα­δᾶ» μέ Μη­τρο­πο­λί­τη τόν Ἀρ­χι­μαν­δρί­τη Σπυ­ρί­δω­να Τραν­τέ­λη.[18]

Τήν 10η Μα­ΐ­ου τοῦ 2010 ἀπό τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δας ἐ­ξε­λέ­γη Μη­τρο­πο­λί­της «Λαγ­κα­δᾶ» ὁ Ἀρ­χι­μαν­δρί­της Ἰ­ω­άν­νης Τα­σι­ᾶς, Πρω­το­σύγ­κελ­λος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Θεσ­σα­λο­νί­κης.

Μέ τήν ὑπ᾽ ἀ­ριθμ. πρωτ. 1016/1-11-2010 Πα­τρι­αρ­χι­κή καί Συ­νο­δι­κή Πρά­ξη τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, με­τά ἀπό φω­τι­σμέ­νη πρό­τα­ση τοῦ Μη­τρο­πο­λί­του «Λαγ­κα­δᾶ» κ. Ἰ­ω­άν­νου, με­το­νο­μά­σθη­κε ἀπό Μη­τρό­πο­λη «Λαγ­κα­δᾶ», σέ Μη­τρό­πο­λη «Λαγ­κα­δᾶ, Λη­τῆς καί Ρεν­τί­νης». Ἡ ἐ­νέρ­γει­α αὐ­τή τοῦ δι­ο­ρα­τι­κοῦ καί πο­λυ­χα­ρι­σμα­τού­χου Μη­τρο­πο­λί­του κ. Ἰ­ω­άν­νου εἶ­ναι ἱ­στο­ρι­κῆς ση­μα­σί­ας καί ἀ­πο­κα­θι­στᾶ τήν Ἱ­ε­ρά Μη­τρό­πο­λη στήν ἀρ­χαί­α ὀ­νο­μα­σί­α καί αἴ­γλη της καί στήν ἐ­πί δέ­κα αἰ­ώ­νων Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή της πα­ρά­δο­ση.

Ἡ ζω­ή καί ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς Χω­ρο­ύ­δας ἦ­ταν ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἄ­με­σα συν­δε­δε­μέ­νη μέ τήν ζωή καί τήν ἱ­στο­ρί­α τῶν Ἐ­πι­σκό­πων της.Ἔτ­σι τήν ἐ­πο­χή πού τόν θρό­νο τῆς Ἐ­πι­σκο­πῆς κο­σμοῦ­σαν ὁ Ἰ­ω­ά­σαφ Ἀρ­γυ­ρό­που­λος (1547) καί ὁ Δα­μα­σκη­νός ὁ Στου­δί­της (1577), οἱ εὐ­λα­βεῖς κά­τοι­κοι τῆς Χω­ρο­ύ­δας οἰ­κο­δο­μοῦ­σαν τόν Ναό τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου.

Ἱ­στο­ρι­κά στοι­χεῖ­α ἀ­πό ἔγ­γρα­φες πη­γές δέν σώ­ζον­ται σή­με­ρα. Ἄλ­λω­στε ἡ Χω­ρού­δα καί τά γύ­ρω χω­ριά δη­μι­ουρ­γή­θη­καν, ὅ­πως του­λά­χι­στον δι­α­σώ­ζει ἡ προ­φο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση, κά­τω ἀ­πό δύ­σκο­λες συν­θῆ­κες, καί μέ δύ­σκο­λες ἐ­πί­σης συν­θῆ­κες συ­νέ­χι­σαν νά ζοῦν.

Ὁ­μά­δες καί χω­ριά ἀ­πό τά νό­τι­α τῆς Μα­κε­δο­νί­ας, ἀλ­λά ἀ­κό­μη καί ἀ­πό τήν Να­ύ­πα­κτο, μπρο­στά στόν κίν­δυ­νο τοῦ ἐ­ξισ­λα­μι­σμοῦ κα­τέ­φευ­γαν στά δα­σώ­δη βου­νά τῆς πε­ρι­ο­χῆς τῆς Χω­ρο­ύ­δας καί δη­μι­ο­ύρ­γη­σαν τούς νέ­ους οἰ­κι­σμο­ύς τους. Μέ­σα στό δά­σος τῆς πε­ρι­ο­χῆς σώ­ζον­ται ἀ­κό­μη ἴ­χνη πα­λαι­ῶν σπι­τι­ῶν. Κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας πα­ρα­δί­δε­ται ἀ­κό­μη, ὅ­τι πολ­λοί κά­τοι­κοι αὐ­τῶν τῶν οἰ­κι­σμῶν, ζοῦ­σαν σάν λη­στές (χα­ϊ – ντούτ). Ἦ­ταν ἴ­σως ὁ μό­νος δυ­να­τός τρό­πος γιά νά ἀν­τι­με­τω­πί­σουν τούς Το­ύρ­κους.

Κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τοῦ 1821 πολ­λοί κά­τοι­κοι μή ἀν­τέ­χον­τας τίς πι­έ­σεις τῶν κα­τα­κτη­τῶν ἔ­παιρ­ναν τόν δρό­μο πρός τά γύ­ρω βου­νά, ἀρ­κε­τοί δέ ἐγ­κα­στά­θη­καν καί στήν πε­ρι­ο­χή τῆς Νι­γρή­τας. Πρέ­πει νά ση­μει­ω­θεῖ πώς στήν Χω­ρο­ύ­δα καί στήν δι­πλα­νή Μπέ­ρο­βα (ση­με­ρι­νό Βερ­τί­σκο), δέν κα­τοι­κοῦ­σαν Τοῦρ­κοι ἤ Βο­ύλ­γα­ροι, κά­τι πού συ­νέ­βαι­νε στά γει­το­νι­κά χω­ριά, Ζάρ­βα (ση­με­ρι­νή Νι­κό­πο­λη) καί Λιγ­κο­βά­νι (ση­ρε­ρι­νή Ξυ­λο­ύ­πο­λη).[19]

Πάν­τως οἱ κά­τοι­κοι τῆς πε­ρι­ο­χῆς εἶ­χαν ἔν­το­νη συμ­με­το­χή στόν ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό ἀ­γῶ­να. Με­τά τήν Γερ­μα­νι­κή Κα­το­χή δέν μπό­ρε­σαν νά ἀ­πο­κτή­σουν τήν ἠ­ρε­μί­α τους. Ὁ ἐμ­φύ­λι­ος ἄ­φη­σε πολ­λά τρα­ύ­μα­τα στήν πε­ρι­ο­χή καί κυ­ρί­ως στήν Χω­ρο­ύ­δα. Τό 1947 τό χω­ριό ἐγ­κα­τα­λε­ί­φθη­κε ἀ­πό τούς κα­τοί­κους γιά με­ρι­κά χρό­νι­α μέ­χρι τήν λή­ξη τοῦ ἐμ­φυ­λί­ου.

Ἡ ἐ­πι­στρο­φή λί­γων οἰ­κο­γε­νει­ῶν στίς πα­τρο­γο­νι­κές τους ρί­ζες δέν κρά­τη­σε γιά πο­λύ και­ρό, γι­α­τί πε­ρί τό 1958 ἡ Χω­ρο­ύ­δα μέ βα­σι­λι­κό δι­ά­ταγ­μα προ­σαρ­τή­θη­κε στήν Κοι­νό­τη­τα τοῦ Βερ­τί­σκου.[20]

Σή­με­ρα κα­τα­βάλ­λε­ται με­γά­λη προ­σπά­θει­α ἀ­να­σύ­στα­σης τοῦ χω­ρι­οῦ μέ πρω­το­βου­λί­α του Πο­λι­τι­στι­κοῦ Συλ­λό­γου. Ἤ­δη ἔ­γι­νε ἡ ἐ­πι­σκευή καί ἡ συν­τή­ρη­ση τῆς στέ­γης τοῦ Να­οῦ. Μέ­σω τῆς Κοι­νο­τι­κῆς Πρω­το­βου­λί­ας L­E­A­D­ER+ἐ­πι­δο­τή­θη­κε ἡ ἀ­πο­κα­τά­στα­ση, ἡ ἀ­νά­δει­ξη καί ἡ με­τα­τρο­πή τοῦ πα­λι­οῦ σχο­λε­ί­ου σέ λα­ο­γρα­φι­κό μου­σεῖ­ο.

Πα­ράλ­λη­λα γί­νον­ται προ­σπά­θει­ες προ­κει­μέ­νου:

1. Ἡ Χω­ρού­δα νά χα­ρα­κτη­ρι­σθεῖ οἰ­κι­σμός.

2. Μέ­σῳ ει­δι­κῆς με­λέ­της τῆς 9ης Ἐ­φο­ρί­ας Βυ­ζαν­τι­νῶν Ἀρ­χαι­ο­τή­των νά γί­νει ἡ συν­τή­ρη­ση τῶν ἐ­ξαι­ρε­τι­κῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν τοῦ Να­οῦ και ἡ ἐ­πα­να­φο­ρά του στήν ἀρ­χι­κή του κα­τά­στα­ση.

3. Νά ἐ­πι­στρω­θεῖ μέ ἄ­σφαλ­το ὁ δα­σι­κός δρό­μος Βερ­τί­σκου – Χω­ρο­ύ­δας μή­κους 6 χι­λι­ο­μέ­τρων.

4. Νά το­πο­θε­τη­θεῖ ξύ­λι­νη κα­τα­σκευ­ή στόν αὔ­λει­ο χῶ­ρο τοῦ Να­οῦ γιά τήν δι­α­μο­νή τοῦ Ἐ­φη­με­ρί­ου.

Ἡ νο­σταλ­γί­α τῶν Χω­ρου­δι­α­νῶν, γι­ά τό με­γα­λεῖ­ο τοῦ πα­ρελ­θόν­τος, καί ἡ ἀ­γά­πη γι­ά τήν γε­νέ­τει­ρά τους εἶ­ναι ἡ κι­νη­τή­ρι­α δύ­να­μη, πού το­ύς ὤ­θη­σε νά ἀ­να­στή­σουν μέ­σα ἀπό τά ἀ­πο­κα­ΐ­δι­α τῆς ἐμ­φύ­λι­ας κα­τα­στρο­φῆς τό δι­κό τους πα­νέ­μορ­φο χω­ρι­ό. Νά ἀ­να­στη­λώ­σουν μέ νε­ό­δμη­τα κτί­ρι­α (40 πε­ρί­που τόν ἀ­ριθ­μό) τό πα­τρι­κό τους σπί­τι. Γιά νά μήν χα­θοῦν τά ἴ­χνη τῶν προ­γό­νων τους καί τά δι­κά τους βή­μα­τα. Γιά νά βρί­σκον­ται.­..στό χω­ριό τους. Αὐ­τός ὁ τό­πος ἀ­ξί­ζει κάτι καλύτερο!

EIKONES0010

Φωτ 1. Γε­νι­κή ἄ­πο­ψη τοῦ Να­οῦ.

EIKONES0010

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Ο ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Μέσα σέ μιά θαυ­μά­σι­α το­πο­θε­σί­α εἶ­ναι χτι­σμέ­νος ὁ Να­ός τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου· σέ ἀ­πό­στα­ση 300 πε­ρί­που μέ­τρων ἀ­πό τό σχο­λεῖ­ο καί τά σπί­τι­α τοῦ χω­ρι­οῦ, θά λέ­γα­με στά ὄ­ριά του, οἱ κά­τοι­κοι τῆς Χω­ρο­ύ­δας «εὗ­ρον τό­πον Κυ­ρί­ῳ, σκή­νω­μα τῷ Θε­ῷ Ἰ­α­κώβ».

Ὁ Να­ός, κτί­σμα τοῦ β´ μι­σοῦ τοῦ 16ου αἰ­ῶ­νος, δέν ἔ­χει νά πα­ρου­σι­ά­σει ἐ­ξω­τε­ρι­κά τί­πο­τα τό ἰ­δι­α­ί­τε­ρο, ἀπ᾽ ὅ,τι ἄλ­λοι Να­οί τῆς πε­ρι­ο­χῆς.

Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός τύ­πος Να­οῦ τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας ἕ­να μο­νό­χω­ρο κτή­ρι­ο ξυ­λό­στε­γης βα­σι­λι­κῆς πού ἡ νο­τι­ο­δυ­τι­κή πλευ­ρά πε­ρι­βάλ­λε­ται ἀ­πό ἐ­ξω­νάρ­θη­κα (φωτ. 1).

Ὁ Να­ός εἶ­ναι κε­ρα­μο­σκε­πής σή­με­ρα, ἀλ­λά εἶ­ναι βέ­βαι­ο πώς κα­τά τήν πρώ­τη του φά­ση, δη­λα­δή μέ­χρι τό β´ μι­σό τοῦ 19ου αἰ­ώ­να ἦ­ταν πλα­κο­σκε­πής, ὅ­πως του­λά­χι­στον μπο­ροῦ­με νά εἰ­κά­σου­με ἀ­πό τό τύμ­πα­νο τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Βή­μα­τος, πού εἶ­ναι ἀ­κό­μη σκε­πα­σμέ­νο μέ λί­θι­νες πλά­κες (φωτ. 2).

Τά ὑ­λι­κά δό­μη­σης εἶ­ναι ἡ πέ­τρα καί ἀ­σβε­στο­κο­νί­α­μα (κου­ρα­σά­νι) δου­λε­μέ­να μέ τό σύ­στη­μα της ἀρ­γο­λι­θα­δο­μῆς. Ἕ­να ἁ­πλό χτί­σι­μο χω­ρίς ἰ­δι­α­ί­τε­ρη τέ­χνη καί δι­ά­κο­σμο. Πρό­κει­ται γιά πέ­τρα τῆς πε­ρι­ο­χῆς πού ὑ­πάρ­χει ἄ­φθο­νη στά γύ­ρω βου­νά, ἕ­να εἶ­δος μα­λα­κοῦ σχι­στό­λι­θου πού μπο­ρεῖ νά δου­λευ­τεῖ εὔ­κο­λα. Ἡ πέ­τρα ἄλ­λω­στε ἦ­ταν καί τό βα­σι­κό­τε­ρο ὑ­λι­κό δό­μη­σης τοῦ χω­ρι­οῦ, ἀ­φοῦ βλέ­που­με πώς ὅ­λα τά σπί­τι­α ἀλ­λά καί τό σχο­λεῖ­ο, ἦ­ταν οἰ­κο­δο­μη­μέ­να μέ πέ­τρα.

Στίς γω­νί­ες οἱ πέ­τρες ἔ­χουν με­γα­λύ­τε­ρα σχή­μα­τα, τά γνω­στά ἀγ­κω­νά­ρι­α, ἔτ­σι ὥ­στε νά βο­η­θοῦν­ται οἱ τε­χνί­τες στό δέ­σι­μο τοῦ κτη­ρί­ου.

Φωτ 1. Γε­νι­κή ἄ­πο­ψη τοῦ Να­οῦ.

Κά­τι πού βο­η­θᾶ ἐ­πί­σης στό δέ­σι­μο τῆς τοι­χο­ποι­ί­ας εἶ­ναι οἱ τρεῖς πα­ράλ­λη­λες σει­ρές ξύ­λων, πε­ρί­που 1010 ἑ­κα­το­στῶν, πού πα­ί­ζουν τόν ρό­λο συνδετικῶν διαζωμάτων (φωτ. 3). Τά ξύ­λι­να αὐ­τά δι­α­ζώ­μα­τα βρί­σκον­ται με­τα­ξύ τους σέ ἀ­πό­στα­ση πε­ρί­που 80 ἑ­κα­το­στῶν.

Ὁ ἐ­ξω­τε­ρι­κός δι­ά­κο­σμος τοῦ Να­οῦ δέν εἶ­ναι πλο­ύ­σι­ος. Πέ­ρα ἀ­πό τήν ὀ­μορ­φιά πού δη­μι­ουρ­γεῖ ἡ πέ­τρα δε­μέ­νη μέ τό ξύ­λο, στόν ἀ­να­το­λι­κό τοῖ­χο τοῦ Να­οῦ, πά­νω ἀ­κρι­βῶς ἀ­πό τήν κόγ­χη τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Βή­μα­τος, πα­ρα­τη­ροῦ­με ἴ­χνη τά τρι­ῶν ἐν­τοι­χι­σμέ­νων κα­ρα­μει­κῶν, μέ μᾶλ­λον λα­ϊ­κά σχέ­δι­α, ὅ­πως μπο­ροῦ­με νά ὑ­πο­λο­γί­σου­με ἀ­πό τό μι­κρό τε­μά­χι­ο κε­ρα­μει­κοῦ πού ἀ­πό­μει­νε.

Ὁ Να­ός ἔ­χει σή­με­ρα δύ­ο εἰ­σό­δους, μί­α νό­τι­α (190 x 95) καί μί­α δυ­τι­κά (190 x 80) καί τρί­α πα­ρά­θυ­ρα, ἐ­πί­σης νό­τι­α καί δυ­τι­κά.

Τό δυ­τι­κό πα­ρά­θυ­ρο (95 x 60) δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἐξ ἀρ­χῆς ὅ­πως καί τό με­γά­λο νό­τι­ο (150 x 80) γιά νά φω­τί­ζει καί νά βο­η­θᾶ στόν ἐ­ξα­ε­ρι­σμό τοῦ Να­οῦ. Τό μι­κρό ὅ­μως πα­ρά­θυ­ρο (57 x 24) στό ἀ­να­το­λι­κό μέ­ρος τοῦ νο­τί­ου το­ί­χου καί στό ὕ­ψος τοῦ Ἱ­ε­ροῦ ἀ­νο­ίχ­τη­κε πο­λύ ἀρ­γό­τε­ρα κα­τά τό β´ μι­σό τοῦ 18ου αἰ­ῶ­νος, ὅ­ταν ἔ­γι­νε κά­ποι­α συν­τή­ρη­ση τοῦ Να­οῦ καί τρο­πο­ποι­ή­σεις στό ἐ­σω­τε­ρι­κό.

EIKONES0010

Πρέ­πει δέ νά ὑ­πο­γραμ­μί­σου­με ὅ­τι τό ἄ­νοιγ­μα τοῦ νο­τί­ου πα­ρα­θύ­ρου πού ἔ­γι­νε πι­θα­νῶς γιά νά ἔ­χει φω­τι­σμό ὁ χῶ­ρος τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Βή­μα­τος, τραυ­μά­τι­σε τίς ὑ­πάρ­χου­σες τοι­χο­γρα­φί­ες τοῦ Ἱ­ε­ροῦ καί μά­λι­στα κα­τέ­στρε­ψε ἕ­ναν ὁ­λό­σω­μο Ἅ­γι­ο, τοῦ ὁ­πο­ί­ου σή­με­ρα σώ­ζε­ται μό­νο ἕ­να μι­κρό μέ­ρος τῶν κά­τω ἄ­κρων, καί μιά πα­ρά­στα­ση τῆς ἄ­νω σει­ρᾶς τοῦ δω­δε­κα­όρ­του.

Φωτ. 2. Ἀνατολική πλευρά τοῦ Ναοῦ.

Ὁ ἐ­ξω­νάρ­θη­κας τοῦ Να­οῦ κα­τα­λαμ­βά­νει τό μι­σό τοῦ δυτικοῦ το­ί­χου καί σχε­δόν ὅ­λο τόν νό­τι­ο τοῖ­χο, μέ­χρι τό ὕ­ψος τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Βή­μα­τος.

Οἱ δι­α­στά­σεις τοῦ ἐ­ξω­νάρ­θη­κα εἶ­ναι 2,50 x 3,60 μ., δυ­τι­κά καί 2,50 x 10,50 μ. νό­τι­α. Γύ­ρω ὑ­πάρ­χει μι­κρό τοι­χί­ο, πά­νω στό ὁ­ποῖ­ο στη­ρί­ζον­ται οἱ ξύ­λι­νοι δο­κοί τοῦ ἐ­ξω­νάρ­θη­κα. Κά­τω με­γά­λες λί­θι­νες πλά­κες σέ ἀ­κα­νό­νι­στα σχή­μα­τα δί­νουν μιά ἁ­πλό­τη­τα καί φυ­σι­κή ὀ­μορ­φιά στόν χῶ­ρο.

Οἱ δι­α­στά­σεις τοῦ Κυ­ρί­ως Να­οῦ ἐ­σω­τε­ρι­κά εἶ­ναι 5,00 x 8,50 μ., τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Βή­μα­τος 3,00 x 5,00 μ., τοῦ δέ ἐ­σω­νάρ­θη­κα 5,00 x 3,70 μ.. Ὅλος ὁ Ναός εἶναι 14,50 x 5,00 δηλαδή καταλαμβάνει 72,50 τετραγωνικά μέτρα (σχέδια 1, 2, 3). Ἡ δυ­τι­κή πύ­λη τοῦ Να­οῦ ὁ­δη­γεῖ σέ χα­μη­λό ἐ­σω­νάρ­θη­κα ἀλ­λά καί στόν γυ­ναι­κω­νί­τη, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­λύ­πτει τόν ἐ­σω­νάρ­θη­κα σ᾽ ὅ­λες του τίς δι­α­στά­σεις (5,00 x 3,70). Τό ξύ­λι­νο χώ­ρι­σμα τοῦ γυ­ναι­κω­νί­τη πού ὑ­πάρ­χει σή­με­ρα εἶ­ναι ἔρ­γο του 19ου αἰ­ώ­να, σύγ­χρο­νο τοῦ ση­με­ρι­νοῦ Τέμ­πλου καί τοῦ δε­σπο­τι­κοῦ Θρό­νου, κα­τα­σκευ­α­σμέ­να ἀ­πό ξύ­λο, μέ λα­ϊ­κό­τρο­πες ζω­γρα­φι­ές ἐμ­πνευ­σμέ­νες ἀ­πό τό φυ­τι­κό βα­σί­λει­ο. Τό κα­φα­σω­τό πού ὑ­πῆρ­χε στόν γυ­ναι­κω­νί­τη δέν σώ­ζε­ται σή­με­ρα πα­ρά μό­νο ἐ­λά­χι­στο τμῆ­μα πού μαρ­τυ­ρεῖ ἁ­πλῶς τήν ὕ­παρ­ξη τοῦ κα­φα­σω­τοῦ.

Ἐ­δῶ θά πρέ­πει νά το­νί­σου­με ὅ­τι αὐ­τή ἡ «ἐ­πι­δι­ορ­θω­τι­κή» μα­νί­α τῶν ὑ­πευ­θύ­νων τοῦ Να­οῦ κα­τά τόν 19ο αἰ­ώ­να, τραυ­μά­τι­σε σο­βα­ρά τήν φυ­σι­ο­γνω­μί­α τοῦ μνη­μεί­ου, EIKONES0010

καί τοῦ­το δι­ό­τι πρῶ­τα κα­τέ­στρε­ψε τό πα­λαιό, σύμ­φω­να μέ πλη­ρο­φο­ρί­ες μας, ξυ­λό­γλυ­πτο Τέμ­πλο, δέν ἄ­φη­σε ἴ­χνη ἀ­πό τήν πρώ­τη μορφή τοῦ γυ­ναι­κω­νί­τη καί ἀλ­λο­ί­ω­σε τε­λε­ί­ως τήν πλα­κόστρω­ση τοῦ Να­οῦ.

Σή­με­ρα ὁ Να­ός εἶ­ναι ἐ­πι­στρω­μέ­νος μέ πλα­κί­δι­α βι­ο­μη­χα­νο­ποι­η­μέ­νου μω­σα­ϊ­κοῦ, ἔρ­γο κά­ποι­ων ἄλ­λων «ἀ­να­και­νι­στῶν» τῶν ἀρ­χῶν τοῦ αἰ­ώ­να μας, ἐ­νῶ μό­νο ὁ χώ­ρος τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Βή­μα­τος δι­α­τη­ρεῖ τήν πλα­κό­στρω­σή του μέ φυ­σι­κή ἀ­κα­νό­νι­στη πέ­τρα.

Φωτ. 3. Ἄποψη βόρειας πλευρᾶς τοῦ Ναοῦ.

Ἐ­κεῖ ὅ­μως πού ἡ «ἀ­να­και­νι­στι­κή» μα­νί­α ὁ­δη­γεῖ σέ θλί­ψη εἶ­ναι ἡ δη­μι­ουρ­γί­α ψευ­δο­ρο­φῆς. Οἱ ὑ­πε­ύ­θυ­νοι τοῦ Να­οῦ κα­τά τόν 19ο αἰ­ώ­να, ἐ­νο­χλο­ύ­με­νοι προ­φα­νῶς ἀ­πό τήν θέ­α τῶν δο­κῶν στη­ρί­ξε­ως τῆς σκε­πῆς, δη­λα­δή τῶν μπαμ­πά­δων, ἀν­τι­ρί­δων κ.λπ., ἤ προ­σπα­θών­τας νά κα­λύ­ψουν τίς χα­λα­σμέ­νες σα­νί­δες πά­νω στίς ὁ­ποῖ­ες ἁ­πλω­νό­ταν οἱ λί­θι­νες πλά­κες, ἔ­κα­ναν τήν ξύ­λι­νη αὐ­τή ψευ­δο­ρο­φή ἡ ὁ­πο­ί­α κα­λύ­πτει ὅ­λο τόν Ναό. Δέν ὑ­πο­λό­γι­σαν ὅ­μως ὅ­τι μ᾽ αὐ­τό τόν τρό­πο κα­τέ­στρε­ψαν τίς ὡ­ραι­ό­τα­τες πα­ρα­στά­σεις τοῦ δω­δε­κα­όρ­του πού κο­σμοῦ­σαν τήν ἄ­νω ζώ­νη τοῦ τοι­χο­γρα­φι­κοῦ δι­α­κό­σμου. Ἔτ­σι ὄ­χι μό­νο τραυ­μά­τι­σαν τίς τοι­χο­γρα­φί­ες, ἀλ­λά κά­λυ­ψαν κα­τά τό ἥ­μι­συ τήν ἄ­νω ζώ­νη τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν. Ἀ­πό ὅ­σο μπο­ρέ­σα­με νά δοῦ­με στό μέ­σα μέ­ρος τῆς ψευ­δο­ρο­φῆς, με­τα­ξύ αὐ­τῆς καί τῆς σκε­πῆς οἱ δο­κοί ἔ­χουν τήν γνω­στή δι­ά­τα­ξη τῶν βα­σι­λι­κῶν, κατά τό σχῆμα (σχέδιο 2). Τό Τέμ­πλο τοῦ Να­οῦ καί ὁ δε­σπο­τι­κός Θρό­νος ἔρ­γα κι αὐ­τά τοῡ 19ου αἰ­ώ­να, χω­ρίς καλ­λι­τεχνι­κή πνοή, ἀρ­κε­τά λα­ϊ­κό­τρο­πα, δι­α­κο­σμη­μέ­νοι μέ ἀν­θι­κές πα­ρα­στά­σεις, το­πο­θε­τή­θη­καν στόν Ναό χω­ρίς πρό­νοι­α γιά τίς τοι­χο­γρα­φί­ες, πά­νω στίς ὁ­ποῖ­ες καρ­φώ­θη­καν ἄ­τε­χνα, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τό σο­βα­ρό τραυ­μα­τι­σμό τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν. Ἡ Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα στη­ρί­ζε­ται πά­νω σέ χτι­στό ἀ­πό πέ­τρες κί­ο­να δι­α­στά­σε­ων 45 x 45 ἑ­κα­το­στῶν, ἡ δέ πλά­κα τῆς Ἁ­γί­ας Τρα­πέ­ζης εἶ­ναι λα­ξευ­μέ­νη πέ­τρα δι­α­στά­σε­ων 80 x 70 καί πά­χους 10 ἑ­κα­το­στῶν,

Σχέδιο 1, κάτοψη

Σχέδιο 2, τομή Α-Α, κατά πλάτος

Σχέδιο 3, το¬μή Β-Β, κα¬τά μῆ¬κος

Στήν βο­ρει­ο­α­να­το­λι­κή γω­νί­α τοῦ Να­οῦ, ἀ­κρι­βῶς δί­πλα στήν Πρό­θε­ση, ὑ­πάρ­χει μι­κρή κόγ­χη, πού χρη­σί­μευ­ε γιά τήν νί­ψη τῶν Ἱ­ε­ρέ­ων, ἀλ­λά

καί ὡς χω­νευ­τή­ρι­ο. Μέ­σα σέ λα­ξευ­μέ­νη θέ­ση ὑ­πάρ­χει πή­λι­νο ἀγ­γεῖ­ο τό ὁ­ποῖ­ο δι­ο­χέ­τευ­ε τό νε­ρό σέ εἰ­δι­κό ἀ­πο­χε­τευ­τι­κό χῶ­ρο – χω­νευ­τή­ρι ἔ­ξω τοῦ Να­οῦ.

Στόν ἀνατολικό τοῖχο του Ναοῦ (σχέδιο 4), στόν χῶ­ρο τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Βή­μα­τος, σχη­μα­τί­ζε­ται ἐ­σω­τε­ρι­κά καί ἐ­ξω­τε­ρι­κά ἡ­μι­κυ­κλι­κή κόγ­χη ἐ­νῶ δε­ξιά καί ἀ­ρι­στε­ρά αὐ­τῆς σχη­μα­τί­ζον­ται ἐ­σω­τε­ρι­κά ἡ Πρό­θε­ση καί τό Δι­α­κο­νι­κό. Πρέ­πει νά ποῦ­με πώς στήν ἐ­σω­τε­ρι­κή κα­τα­σκευή τῶν δύ­ο αὐ­τῶν κογ­χῶν βο­η­θᾶ ὁ τοῖ­χος τοῦ Να­οῦ, τοῦ ὁ­πο­ί­ου τό πά­χος φθά­νει τά 85 ἑ­κα­το­στά.

EIKONES0008

EIKONES0007

Σχέδιο 4, ἀνατολική ὄψη τοῦ Ναοῦ

Σχέδιο 2, τομή Α-Α, κατά πλάτος

ΟΙ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ

Ὁ δι­ά­κο­σμος τοῦ Να­οῦ κα­λύ­πτει κυ­ρί­ως τίς ἐ­πι­φά­νει­ες τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Βή­μα­τος καί τόν βό­ρει­ο καί νό­τι­ο τοῖ­χο τοῦ κυ­ρί­ως Να­οῦ, ὡς τόν χῶ­ρο τοῦ ἐ­σω­νάρ­θη­κα·

Στό Ἱ­ε­ρό Βῆ­μα, στήν κόγ­χη, ἱ­στο­ρεῖ­ται ἡ Πλα­τυ­τέ­ρα τῶν οὐ­ρα­νῶν, ἐ­νῶ στήν κά­τω με­γά­λη ζώ­νη οἱ ἱ­ε­ρουρ­γοῦν­τες Ἱ­ε­ράρ­χες,

Στήν Πρό­θε­ση ἡ πα­ρά­στα­ση τῆς Ἄ­κρας Τα­πει­νώ­σε­ως, πού ἐ­πι­γρά­φε­ται ὡς «Α­ΠΟ­ΚΑ­ΘΗ­ΛΩ­ΣΙΣ» καί εἰ­κο­νί­ζει συγ­χρό­νως τήν Πα­να­γί­α καί τόν Ἰ­ω­άν­νη. Ἕ­νας Δι­ά­κο­νος καί ἕ­νας Στυ­λί­της κα­λύ­πτουν τούς δι­πλα­νο­ύς χώ­ρους, ἐ­νῶ στήν ἀν­τί­θε­τη πλευ­ρά στό Δι­α­κο­νι­κό, εἰ­κο­νί­ζε­ται ὁ ἅ­γι­ος Σπυ­ρί­δων καί ἄλ­λοι Ἱ­ε­ράρ­χες. Ἡ ψη­λό­τε­ρη ζώ­νη ἔ­χει ὑ­πο­στεῖ κα­τα­στρο­φές καί δυ­σκο­λε­ύ­ει τήν ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῶν ἔρ­γων, με­ρι­κά ἴ­χνη ὅ­μως ὁ­δη­γοῦν στό συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι πρέ­πει νά εἰ­κο­νί­ζον­ταν οἱ Εὐ­αγ­γε­λι­στές συγ­γρά­φον­τες καί ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­σμός τῆς Θε­ο­τό­κου.

Ὁ βό­ρει­ος τοῖ­χος εἶ­ναι αὐ­τός πού δι­έ­σω­σε τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες πα­ρα­στά­σεις. Στήν ἄ­νω ζώ­νη ὑ­πάρ­χουν σκη­νές ἀ­πό τήν ζωή τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ Μυ­στι­κός Δεῖ­πνος, ἡ ἀ­πό­νι­ψη τοῦ Πι­λά­του, ἡ Προ­δο­σί­α, ἡ Στα­ύ­ρω­ση, ὁ Ἐ­πι­τά­φι­ος Θρῆ­νος, ἐ­νῶ στήν με­σα­ί­α με­γά­λη ζώ­νη πα­ρι­στά­νον­ται μέ ἱ­ε­ραρ­χη­μέ­νη τά­ξη ὁ­λό­σω­μοι Ἅ­γι­οι, Μάρ­τυ­ρες καί ἀ­θλη­τές τῆς πί­στε­ως.

Ἡ πο­διά εἶ­ναι τε­λε­ί­ως κα­τε­στραμ­μέ­νη καί τόν χῶ­ρο της κα­λύ­πτει σή­με­ρα μιά σει­ρά στα­σι­δί­ων.

Στό βό­ρει­ο ἀ­να­το­λι­κό τμῆ­μα τοῦ το­ί­χου, μέ­σα δη­λα­δή στόν χῶ­ρο τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Βή­μα­τος πα­ρι­στά­νε­ται τό ὅ­ρα­μα τοῦ Πέ­τρου Ἀ­λε­ξαν­δρε­ί­ας στήν με­σα­ί­α ζώ­νη, καί πά­νω ὁ Μω­υ­σῆς πρό τῆς βά­του, ἐ­νῶ στήν κά­τω ζώ­νη, ἐ­κεῖ πού στίς ἄλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις ὑ­πάρ­χει πο­διά, ἐ­δῶ μό­λις καί δι­α­κρί­νε­ται ὁ Ἰ­ω­νᾶς νά «ἐ­ξέρ­χε­ται ἐκ τῆς κοι­λί­ας τοῦ κή­τους». Οἱ πα­ρα­στά­σεις τοῦ Μω­υ­σῆ καί τοῦ Ἰ­ω­νᾶ εἶ­ναι οἱ μο­να­δι­κές πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κές πα­ρα­στά­σεις πού σώ­ζον­ται.

Στόν νό­τι­ο τοῖ­χο πα­ρα­τη­ροῦ­με, στήν ψη­λό­τε­ρη ζώ­νη, σκη­νές τοῦ δω­δε­κα­όρ­του, σή­με­ρα ὅ­μως σώ­ζον­τα μό­νο ἡ Γέν­νη­ση, ἡ Ὑ­πα­παντή καί ἕ­να ἐ­λά­χι­στο τμῆ­μα πού ὑ­πο­θέ­του­με πώς ἱ­στο­ροῦ­σε τήν Βά­πτι­ση.

Στήν με­σα­ί­α ζώ­νη ξε­κι­νών­τας ἀ­πό τό Ἱ­ε­ρό Βῆ­μα ση­μει­ώ­νου­με τούς δύ­ο Ἱ­ε­ράρ­χες, ὁ ἕ­νας τε­λε­ί­ως κα­τε­στραμ­μέ­νος ἀ­πό τήν δι­ά­νοι­ξη τοῦ πα­ρα­θύ­ρου καί στήν συ­νέ­χει­α, ἡ κε­φα­λή ἑ­νός Ἁ­γί­ου, μᾶλ­λον τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου, ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας καί ἀ­κο­λου­θοῦν οἱ ἅ­γι­οι Ἀ­νάρ­γυ­ροι, ὁ ἅ­γι­ος Παν­τε­λε­ή­μων, οἱ ἅ­γι­οι Κο­σμᾶς καί Δα­μι­α­νός, (σώ­ζε­ται μό­νο ἡ ἐ­πι­γρα­φή), ὑ­πάρ­χει ἕ­να κα­τε­στραμ­μέ­νο μέ­ρος καί συ­νε­χί­ζουν οἱ ἅ­γι­οι Εὐ­στά­θι­ος, Τρύ­φων, Πα­ρα­σκευή καί Κυ­ρι­α­κή.

Τό εἰ­κο­νο­γρα­φι­κό πρό­γραμ­μα τοῦ Να­οῦ ξε­τυ­λί­γε­ται λι­τά καί μέ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ἁ­πλό­τη­τα. Οἱ ἄ­γνω­στοι τε­χνί­τες δέν προ­σπα­θοῦν νά ἐν­τυ­πω­σι­ά­σουν μέ τήν θε­μα­το­λο­γί­α τους, ἀλ­λά νά δι­δά­ξουν στόν λαό τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί μέ τίς θαυ­μα­στές πα­ρα­στά­σεις τῶν στρα­τι­ω­τι­κῶν Ἁ­γί­ων καί τῶν ἄλ­λων Μαρ­τύ­ρων νά στη­ρί­ξουν καί νά ἐν­δυ­να­μώ­σουν τό δοῦ­λο γέ­νος.

Κτη­το­ρι­κή ἐ­πι­γρα­φή ἤ ἐ­πι­γρα­φή τῆς ἱ­στο­ρή­σε­ως τοῦ Να­οῦ δέν σώ­ζε­ται. Ἡ μο­να­δι­κή ἐ­πι­γρα­φή πού ὑ­πάρ­χει εἶ­ναι στήν Πρό­θε­ση. Εἶ­ναι ἀρ­κε­τά κα­τε­στραμ­μέ­νη ἀλ­λά ἀ­πό τά λί­γα στοι­χεῖ­α πού ἀ­πό­μει­ναν, δη­λα­δή κά­ποι­α ἴ­χνη γραμ­μά­των, βλέ­που­με νά πα­ρα­τί­θεν­ται κά­ποι­α ὀ­νό­μα­τα, ὅ­πως Γε­ωρ­γί­ου, Γε­ωρ­γά­κη, Στέρ­γι­ου. Μιά πρώ­τη σκέ­ψη ὁ­δη­γεῖ στήν κτη­το­ρι­κή ἐ­πι­γρα­φή πράγ­μα μᾶλ­λον ἀ­πί­θα­νο, γι­α­τί δέν δι­και­ο­λο­γεῖ­ται μιά τό­σο εὐ­ρε­ί­α πα­ρά­θε­ση ὀ­νο­μά­των. Τό πι­θα­νό­τε­ρο εἶ­ναι πώς στήν ε­πι­γρα­φή ἀ­να­γρά­φον­ται ὀ­νό­μα­τα εὐ­ερ­γε­τῶν καί δω­ρη­τῶν τοῦ Να­οῦ, κά­τι πού δι­ευ­κό­λυ­νε τους Ἱ­ε­ρεῖς νά μνη­μο­νε­ύ­ουν σέ κά­θε Λει­τουρ­γί­α τά ὀ­νό­μα­τά τους.

Ἄν θά θέ­λα­με βέ­βαι­α νά χρο­νο­λο­γή­σου­με τίς τοι­χο­γρα­φί­ες, δέν θά μπο­ρο­ύ­σα­με νά μι­λή­σου­με μέ ἀ­πό­λυ­τη βε­βαι­ό­τη­τα, πρίν ἀ­πό τόν συ­στη­μα­τι­κό κα­θα­ρι­σμό καί τήν συν­τή­ρη­ση τοῦ μνη­με­ί­ου.

Ὅ­μως μέ τά ὑ­πάρ­χον­τα στοι­χεῖ­α καί τήν προ­σε­κτι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση κα­τα­λή­γου­με στό συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι ὁ Να­ός εἶ­ναι κτί­σμα τῶν μέ­σων χρό­νων του 16ου αἰ­ώ­να, οἱ δέ τοι­χο­γρα­φί­ες ἱ­στο­ροῦν­ται χω­ρίς χρο­νο­λο­γι­κή ἀ­κρί­βει­α στό α´ μι­σό τοῦ 17ου αἰ­ώ­να. Δέν πρέ­πει βέ­βαι­α νά λη­σμο­νοῦ­με ὅ­τι ἀρ­κε­τά θέ­μα­τα δέχ­τη­καν κά­ποι­α ἐ­πι­ζω­γρά­φι­ση μέ σκο­πό τήν συν­τή­ρη­σή τους. Ἄλ­λω­στε ὁ Να­ός εἶ­χε αρ­κε­τή ὑ­γρα­σί­α καί ἀ­πό βε­βαι­ω­μέ­νες πλη­ρο­φο­ρί­ες ξέ­ρου­με πώς μέ­χρι καί πρό ὀ­λί­γων ἐ­τῶν, κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τοῦ χει­μώ­να ὁ Νάρ­θη­κας γέ­μι­ζε μέ νε­ρά, πού ἀ­νέ­βλυ­ζαν κά­θε φο­ρά πού ἀ­νέ­βαι­νε ἡ στάθ­μη τῶν ὑ­πο­γε­ί­ων ὑ­δά­των τῆς πε­ρι­ο­χῆς.

Οἱ ἀλ­λα­γές πού συ­νέ­βη­σαν ἐ­πί­σης στόν Ναό μέ τήν το­πο­θέ­τη­ση νέ­ου Τέμ­πλου καί Γυ­ναι­κω­νί­του, μέ τήν κα­τα­στρο­φή τῆς πο­δι­ᾶς καί τήν το­πο­θέ­τη­ση στα­σι­δί­ων, κα­θώς καί ἀ­πό τήν χρο­νο­λό­γη­ση τῶν εἰ­κό­νων τοῦ νέ­ου Τέμ­πλου πού κι­νοῦν­ται με­τα­ξύ τῶν ἐ­τῶν 1760-Ι­7­80 μᾶς κά­νουν νά πι­στε­ύ­ου­με πώς τό μνη­μεί­ο εἶ­χε προ­η­γο­ύ­με­νη ζωή του­λά­χι­στον 100 -150 χρό­νων.

Στήν συ­νέ­χει­α ἀ­κο­λου­θεῖ ἡ ἀ­νά­λυ­ση καί πα­ρου­σί­α­ση τοῦ δι­α­κό­σμου, μέ τήν τά­ξη πού ὁ­ρί­ζει τό εἰ­κο­νο­γρα­φι­κό πρό­γραμ­μα τοῦ Να­οῦ. Ἐ­ξε­τά­ζον­ται οἱ πα­ρα­στά­σεις τοῦ ἀ­να­το­λι­κοῦ το­ί­χου καί τῆς ἁ­ψί­δας τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Βή­μα­τος, ἀ­κο­λου­θοῦν οἱ πα­ρα­στά­σεις τοῦ νο­τί­ου το­ί­χου καί τέ­λος ἐ­ξε­τά­ζου­με τά θέ­μα­τα τοῦ βο­ρεί­ου το­ί­χου τοῦ Να­οῦ.

ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ ΤΟΙΧΟΣ

EIKONES0058

Ἡ Πλατυτέρα (εἰκ. 1), μέ τά χέ­ρι­α ὑ­ψω­μέ­να σέ δέ­η­ση, ἀλ­λά καί σέ κά­λε­σμα τῶν πι­στῶν γιά μιά πνευ­μα­τι­κή ἀ­νά­βα­ση, «Ἄ­νω σχῶ­μεν τάς καρ­δί­ας», εἰ­κο­νί­ζε­ται στόν τύ­πο τῆς Βλα­χερ­νί­τισ­σας ἔ­χον­τας στόν κόλ­πο της τόν Χρι­στό «ἐν δό­ξῃ». Ἕ­να τέ­λει­ο γραμ­μι­κό σχέ­δι­ο ἡ ὅ­λη πα­ρά­στα­ση τῆς Πλα­τυ­τέ­ρας, πλου­τί­ζε­ται μέ τό βα­θύ κόκ­κι­νο χρῶ­μα τοῦ ἐν­δύ­μα­τος τῆς Θε­ο­τό­κου καί τήν ὡ­ρα­ί­α πτυ­χο­λο­γί­α του.

Ὁ Χρι­στός μέ χι­τώ­να χρώ­μα­τος γκρί-μπλέ, πού κα­τα­λή­γει σέ ὑ­πό­λευ­κες ψι­μι­θι­ές καί ἱ­μά­τι­ο χρώ­μα­τος χρυ­σο­ει­δοῦς ὤ­χρας, κρα­τεῖ εἰ­λη­τά­ρι­ο στό ἀ­ρι­στε­ρό του χέ­ρι, ἐ­νῶ εὐ­λο­γεῖ μέ τό δε­ξί.

Τά πρό­σω­πα προ­πλα­σμέ­να μέ ὄμ­πρα ὠ­μή, πού κλί­νει στήν ἀ­πό­χρω­ση τοῦ σταχ­το­πρά­σι­νου, εἶ­ναι δου­λε­μέ­να ἔτ­σι, ὥ­στε νά δη­μι­ουρ­γοῦν κα­τά­νυ­ξη, δέ­ος καί πα­ρα­μυ­θί­α.

Ὁ Χρι­στός μέ­σα σέ κυ­κλι­κή δό­ξα φέ­ρει τήν
ἐ­πι­γρα­φή ΙC XC, ἐ­νῶ στό σκοῦ­ρο κάμ­πο τῆς κόγ­χης γρά­φει ΜΡ ΘΟΥ, Η ΠΛΑ­ΤΥ­ΤΕ­ΡΑ ΤΩΝ ΟΥ­ΡΑ­ΝΩΝ. Εἶ­ναι ἡ «ὄν­τως Θε­ο­τό­κος», γιά τήν ὁ­πο­ί­α οἱ Θε­ο­φό­ροι Πα­τέ­ρες τῆς τρί­της οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου «τῷ θε­ί­ῳ πνε­ύ­μα­τι συν­δι­α­σκε­ψά­με­νοι ἐ­δογ­μά­τι-
σαν»
.[21]

Εἰκ. 1. Ἡ Πλατυτέρα.

Ἐ­δῶ ἡ Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κος γί­νε­ται ἡ κλί­μα­κα ἡ ὁ­πο­ί­α ὁ­δη­γεῖ στόν οὐ­ρα­νό, ἑ­νώ­νει τόν Ναό τόν ἐ­πί­γει­ο μέ τήν ἄ­νω Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ καί κρα­τών­τας μέ­σα στόν κόλ­πο της τόν Χρι­στό κη­ρύτ­τει τό μέ­γα μυ­στή­ρι­ο τῆς θε­ί­ας σαρ­κώ­σε­ως, γί­νε­ται ἡ «κα­θέ­δρα τοῦ βα­σι­λέ­ως»[22] αὐ­τή ἡ ὁ­πο­ί­α ἀ­ξι­ώ­νε­ται νά χω­ρέ­σει μέ­σα της τόν «ἀ­χώ­ρη­ τον παντί».[23] EIKONES0059

Κά­τω ἀ­κρι­βῶς ἀ­πό τήν Πλα­τυ­τέ­ρα ἱ­στο­ρεῖ­ται ἡ παρά­σταση τοῦ Ἀμνοῦ (εἰκ. 2). Τό ἅ­γι­ο Πο­τή­ρι­ο πά­νω σέ πε­σί­σκο καί πά­νω στά χε­ί­λη τοῦ ἁ­γί­ου Πο­τη­ρί­ου ὁ Ἀ­μνός-Χρι­στός, γυ­μνός μέ τά χέ­ρι­α σταυ­ρω­μέ­να στό στῆ­θος. Τόν Χρι­στό πού πα­ρι­στά­νε­ται σέ βρε­φι­κή ἡ­λι­κί­α, κα­λύ­πτει μαν­δή­λι­ο καί πά­νω ἀ­κρι­βῶς πα­ρι­στά­νε­ται ὁ Ἀ­στε­ρί­σκος. Προ­φα­νής ἐ­δῶ ὁ ἐ­πη­ρε­α­σμός ἀ­πό τήν τε­λε­τουρ­γί­α τῆς Προ­σκο­μι­δῆς κα­θώς ὁ Ἱ­ε­ρέ­ας κα­λύ­πτει τά Δῶ­ρα λέ­γον­τας: «τῷ λό­γῳ Κυ­ρί­ου οἱ οὐ­ρα­νοὶ ἐ­στε­ρε­ώ­θη­σαν καὶ τῷ πνεύ­μα­τι τοῡ στό­μα­τος αὐ­τοῡ πᾶ­σα ἡ δύ­να­μις αὐ­τῶν».

Ἡ πα­ρά­στα­ση τοῦ Ἀ­μνοῦ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἀ­πό τόν 12ο αἰ­ώ­να. Οἱ πα­ραλ­λα­γές βε­βαί­ως ποι­κίλ­λουν κα­τά πε­ρι­ο­χές καί κα­τά ἐ­πο­χές. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά δε­ίγ­μα­τα τῆς πα­ρα­στά­σε­ως μπο­ροῦ­με νά δοῦ­με στό Ἀρ­το­φό­ρι­ο τῆς Μο­νῆς Ξη­ρο­πο­τά­μου,[24] σέ τοι­χο­γρα­φί­α στό Σά­μα­ρι τῆς Μεσ­ση­νί­ας,[25] στό κα­θο­λι­κό τῆς Μο­νῆς Χι­λαν­δα­ρί­ου,[26] στήν Κα­στο­ριά στό πα­ρεκ­κλή­σι­ο τῆς Μαυ­ρι­ώ­τισ­σας ὅ­που, ὁ μέ­γας Βα­σί­λει­ος μέ τή λόγ­χη κεν­τᾶ τήν πλευ­ρά τοῦ Ἀ­μνοῦ-Χρι­στοῦ πού κρα­τᾶ στό χέ­ρι του,[27] σέ τοι­χο­γρα­φί­α τῆς Πε­ρι­βλέ­πτου τοῦ Μυ­στρᾶ[28] καί τῆς ἁ­γί­ας Σο­φί­ας Μυ­στρᾶ,[29] στήν κόγ­χη τοῦ Να­οῦ τῆς ἁ­γί­ας Φω­θι­ᾶς[30] στήν Κρή­τη καί σέ πολ­λά ἄλ­λα μέ­ρη, πα­ρα­στά­σεις ἐξ ἴ­σου ἀ­ξι­ό­λο­γες.

Εἰκ. 2. Ἡ Κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος.

Ἡ πα­ρά­στα­ση τοῦ Ἀ­μνοῦ κρα­τᾶ ζων­τα­νή στή μνή­μη μας τή θυ­σί­α τοῦ ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­τος Λό­γου, ὁ ὁ­ποῖ­ος «με­λί­ζε­ται καὶ δι­α­με­ρί­ζε­ται καὶ πα­ρα­τί­θε­ται εἰς βρῶ­σιν τοῖς πι­στοῖς».

Ὁ ἅ­γι­ος Νεῖ­λος στή λθ´ ἐ­πι­στο­λή του γρά­φει κά­τι πού θά μπο­ροῦ­σε νά ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἐ­πι­γρα­φή τῆς πα­ρα­στά­σε­ως τοῦ Ἀ­μνοῦ: «Μὴ ὡς ψι­λῷ ἀρ­τῷ προ­σερ­χό­με­θα τῷ ἄρ­τῳ τῷ μυ­στι­κῷ· Σὰρξ γὰρ ὑ­πάρ­χει Θε­οῦ. Σὰρξ τι­μί­ᾳ καὶ προ­σκυ­νη­τὴ καὶ ζω­ο­ποι­ός».[31] Δε­ξιά καί ἀ­ρι­στε­ρά του Ἀ­μνοῦ οἱ Ἱεράρχες, σε­βί­ζον­τες πρό τοῦ EIKONES0039

φρι­κτοῦ μυ­στη­ρί­ου, κρα­τοῦν τίς λει­τουρ­γι­κές τους δέλ­τους, ὅ­που ἀ­να­γρά­φον­ται φρά­σεις ἀ­πό τή θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α. Στά πρό­σω­πά τους ἀ­πο­δί­δον­ται τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἀν­θρώ­πων με­ταρ­σι­ω­μέ­νων, πού ζοῦν τό μυ­στή­ρι­ο, πού με­τέ­χουν στή θε­ί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψη. Γί­νον­ται ὄρ­γα­να τοῦ πνε­ύ­μα­τος τοῦ Ἁ­γί­ου καί Λει­τουρ­γοί τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς θε­ί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας. Ἀ­σά­λευ­τοι, εὐ­λα­βι­κοί, φέ­ρουν τό βά­ρος τῶν ὠ­μο­φο­ρί­ων τους καί τῶν πο­λυ­στα­ύ­ρων φαι­λο­νί­ων,
τό βά­ρος τῆς εκ­κλη­σι­α­στι­κῆς τους εὐ­θύ­νης (εἰκ. 3).

Εἰκ. 3. Οἱ Ἱεράρχες.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσό­στο­μος καί ὁ Μέγας Βασίλειος δε­ξιά· καί ἀ­ρι­στε­­ρά τοῦ Ἀ­μνοῦ, πί­σω ἀ­πό τόν ἅ­γι­ο Βα­σί­λει­ο, ὁ ἅγιος Γρη­γόριος ὁ Θεολόγος συλ­λει­τουρ­γεῖ κι αὐ­τός. Εἶ­ναι οἱ τῆς «Χά­ρι­τος δι­α­πρύ­σι­οι κή­ρυ­κες, οἱ ὁ­δη­γοὶ πρὸς τὰ ἄ­νω, τοῦ πα­ρα­δε­ί­σου αἱ εἴ­σο­δοι· οἱ οὐ­ρα­νο­βά­μο­νες, οἱ χρυ­σο­λό­γοι οἱ ἔν­θε­οι, πλά­κες οἱ θε­α­χά­ρα­κτοι, μα­ζοὶ οἱ ἐκ­βλύ­ζον­τες τῆς σω­τη­ρί­ας τὸ γά­λα».[32]

Φο­ροῦν πο­λυ­στα­ύ­ρι­α φαι­λό­νι­α λευ­κοῦ χρώ­μα­τος μέ μα­ύ­ρους σταυ­ρο­ύς, λευ­κά ὠ­μο­φό­ρι­α, γκρί­ζα στι­χά­ρι­α μέ πα­ρεμ­βαλ­λό­με­νες κόκ­κι­νες γραμ­μές καί πλο­ύ­σι­α πτύ­­χω­ση. Τά ἐ­πι­τρα­χή­λι­α καί τά ἐ­πι­γο­νά­τι­α ἔ­χουν σάν βά­ση τό χρῶ­μα τῆς ὤ­χρας μέ ὁ­ρι­σμέ­νες γραμ­μές σέ ἀ­νοιχ­τό­χρω­μους τό­νους καί εἶ­ναι κο­σμη­μέ­να μέ γραμ­μι­κά σχέ­δι­α. EIKONES0028

 

Τό εἰ­λη­τά­ρι­ο τοῦ ἁ­γί­ου Χρυ­σο­στό­μου γρά­φει τήν εὐ­χή τῆς Προ­θέ­σε­ως «Ο ΘC O ΘC ΗΜΩΝ Ο ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΙΟΝ ΑΡΤΟΝ» («Ὁ Θε­ὸς ὁ Θε­ὸς ἡ­μῶν ὁ τὸν οὐ­ρά­νι­ον ἄρ­τον»­), καί ἡ δε­ξιά τοῦ Ἁ­γί­ου εὐ­λο­γεῖ τόν Ἀ­μνό, δη­λώ­νον­τας τή στιγμή πού λέ­γει ὁ Ἱ­ε­ρουρ­γός τό· «καὶ πο­ί­η­σον τὸν μὲν ἄρ­τον τοῦ­τον τί­μι­ον Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ σου».

Ὁ μέ­γας Βα­σί­λει­ος δι­α­βά­ζει τήν εὐ­χή· «ΟΥ­ΔΗΣ Α­ΞΗ­ΟΣ Τ(ων) ΣΥΝ­ΔΕ­ΔΕ­ΜΕ­ΝΟΝ ΤΑΙΣ» («Οὐ­δεὶς ἄ­ξι­ος τῶν συν­δε­δε­μέ­νων ταῖς σαρ­κι­καῖς ἐ­πι­θυ­μί­αις καὶ ἡδοναῖς»).[33]

Ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Θε­ο­λό­γος τόν ἀ­κο­λου­θεῖ ἔ­χον­τας στό εἰ­λη­τά­ρι­ό του τό· «Ο­ΠΟΣ Η­ΠΟ ΤΟΥ ΚΡΑ­ΤΟΥ ΣΟΥ ΠΑΝ­ΤΟ­ΤΕ ΦΥ­ΛΑΤ­ΤΟ.­.­.» («Ὅ­πως ὑ­πὸ τοῦ κρά­τους σου πάν­το­τε φυ­λατ­τό­με­νοι.­.­.­.­»­). (Ἐκ­φώ­νη­ση β´ εὐχῆς τῶν πιστῶν.)

Ἀκολουθοῦν πίσω ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο ὁ ἅγιος Νικό­λαος (εἰκ. 4), «ὁ θεῖ­ος τῆς θει­ο­τά­της ἱ­ε­ρω­σύ­νης κα­νὼν», ἰ­σχνός, ἀ­σκη­τι­κός, εὐ­λα­βι­κός πρό τοῦ Ἀ­μνοῦ, πραγ­μα­τι­κός «κα­νό­νας πί­στε­ως καὶ εἰ­κό­να πρα­ό­τη­τος»,[34] μέ τήν δε­ξιά εὐ­λο­γεῖ, ἐ­νῶ στό ἀ­ρι­στε­ρό του χέ­ρι κρα­τεῖ εἰ­λη­τά­ρι­ο πού γρά­φει: «Ε­ΔΟ(ΚΕ) ΤΗΣ Α­ΓΙ­ΟΙΣ ΑΥ­ΤΟΥ ΜΑ­ΘΗ­ΤΕΣ» («Ἔ­δω­κε τοῖς ἁ­γί­οις Αὐ­τοῦ μα­θη­ταῖς…»).[35]

Εἰκ. 4. Ὁ ἅγιος Νικόλαος καί
ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.

Στά δε­ξιά πί­σω ἀ­πό τόν ἅ­γι­ο Ἰ­ω­άν­νη τόν Χρυ­σό­στο­μο πα­ρι­στά­νον­ται οἱ «στῦ­λοι τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, Ἱ­ε­ραρ­χῶν (εἰκ. 5) ἀρ­χη­γοί, πα­τρι­αρ­χῶν οἱ ἀ­κρέ­μο­νες, καὶ παμ­ EIKONES0040

φα­εῖς φω­στῆ­ρες τῆς οἰ­κου­μέ­νης, τῶν ἐν­νοι­ῶν τοῦ Χρι­στοῦ οἱ ἐκ­φάν­το­ρες».[36]

Οἱ ἅ­γι­οι Ἀ­θα­νά­σι­ος καί Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρε­ί­ας· ὁ ἅ­γι­ος Ά­θα­νά­σι­ος ἔ­χει τήν δε­ξιά σέ στά­ση εὐ­λο­γί­ας στό ὕ­ψος τοῦ στή­θους καί κρα­τεῖ ἀ­νε­πτυγ­μέ­νο εἰ­λη­τά­ρι­ο πού γρά­φει: «Ε­ΛΑΜ­ΨΟΝ ΕΝ ΤΕΣ ΚΑΡ­ΔΗ­ΕΣ Η­ΜΩΝ», (Ἔλ­λαμ­ψον ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡ­μῶν…).[37] Ὁ δέ ἅ­γι­ος Κύ­ριλ­λος τε­ί­νει τό δε­ξί χέ­ρι εὐ­λο­γών­τας καί τό εἰ­λη­τά­ρι­ό του γρά­φει: «ΠΑ­ΛΙΝ Κ(ΑΙ) ΠΟ­ΛΑ­ΚΟΙΣ ΣΗ ΠΡΟ­ΣΠΟΙ­ΠΤΟ (ΜΕΝ)», («Πά­λιν καὶ πολ­λά­κις σοὶ προσπίπτομεν…»).[38] Ἔ­χει κα­λυμ­μέ­νη τήν κε­φα­λή του μέ σκου­φί, τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει σταυ­ρο­ύς, τό δέ Φαι­λό­νιό του δι­α­φέ­ρει τῶν ἄλ­λων Ἱ­ε­ραρ­χῶν ὡς πρός τό μέ­γε­θος τῶν σταυ­ρῶν. Φα­ί­νε­ται πώς ὁ ἁ­γι­ο­γρά­φος ἦ­ταν γνώ­στης τῆς σχε­τι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως πε­ρί τῆς ζω­γρα­φι­κῆς πα­ρα­στά­σε­ως τοῦ ἁ­γί­ου Κυ­ρίλ­λου Ἀ­λε­ξαν­δρε­ί­ας.[39]

«Εἰς χει­ρό­γρα­φον βι­βλί­ον τῆς ἁ­γι­ο­γρα­φι­κῆς τέ­χνης εὕ­ρη­κα γραμ­μέ­νον τοῦ­το τό ἱ­στο­ρι­κόν: Πρό­σε­χε δὲ ἀ­κρι­βῶς, ὅ­ταν κά­μνῃς τὸν ἅ­γι­ον Κύ­ριλ­λον Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, νὰ ποι­ή­σῃς ἄλ­λην βα­φὴν τὸ φε­λό­νι­ον αὐ­τοῦ καὶ ἄλ­λην τῆς κε­φα­λῆς του τὸ κά­λυμ­μα. Ὅ­τι αὐ­τὸ εἶ­ναι ξέ­νον, καὶ εἶ­ναι ἀ­νάγ­κῃ να μὴ ὁ­μοι­ά­ζῃ. Ἐ­πει­δὴ φα­ί­νε­ται εἰς τὴν ἱ­στο­ρί­αν ὅ­τι ὁ ἅ­γι­ος Κύ­ριλ­λος εἶ­χεν ὑ­πο­ψί­αν δι­ὰ τὸν Χρυ­σό­στο­μον, ὅ­τι τὰ συγ­γράμ­μα­τά του νὰ εἶ­ναι νο­θευ­μέ­να ἀ­πό τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νους, κα­θὼς ἤ­θε­λον τοῦ εἰ­πῆ κά­ποι­οι κα­κό­τρο­ποι ἄν­θρω­ποι. Ὁ δὲ ἅ­γι­ος Κύ­ριλ­λος, χω­ρίς νὰ δι­α­βά­σῃ καὶ νὰ δο­κι­μά­σῃ τὰ τοῦ Χρυ­σο­στό­μου, λα­βῶν ἅ­παν­τα ὅ­σα τοῦ εὑ­ρέ­θη­σαν, τὰ ἔ­καυ­σεν. Καὶ εὐ­θὺς τὸν ἐ­πί­α­σε μί­α δυ­να­τὴ κε­φα­λαλ­γί­α, καὶ τό­σος πό­νος τοῦ ἦλ­θε εἰς τὴν κε­φα­λήν, ὁ­ποῦ δὲν εἶ­χε πο­τὲ ἀ­νά­παυ­σιν. Κα­τα­νο­ή­σας λοι­πὸν τὸ αἴ­τι­ον, καὶ ἐ­πι­κα­λε­σά­με­νος τὸν ἅ­γι­ον Χρυ­σό­στο­μον, καὶ ζη­τή­σας συγ­χώ­ρη­σιν εἰς τὸ ἁ­μάρ­τη­μά του, ὁ­ρᾷ τὸν Χρυ­σό­στο­μον, ἐν ὁ­ρά­μα­τι, δι­κα­ζό­με­νον μετ᾽ αὐ­τοῦ δι­ὰ τὴν αἰ­τί­αν τῆς κα­ύ­σε­ως τοῦ το­σο­ύ­του αὐ­τοῦ κό­που τῶν ψυ­χω­φε­λῶν αὐ­τοῦ βι­βλί­ων. Ὁ μὲν ἅ­γι­ος Κύ­ριλ­λος, μὲ δά­κρυ­α καὶ μὲ τα­πε­ί­νω­σιν ἐ­ζή­τει συγ­χώ­ρη­σιν. Ὁ δὲ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος εὐ­λο­γή­σας αὐ­τὸν, ἀ­πέ­στη ἀπ᾽ αὐ­τοῦ· Ὁ δὲ Κύ­ριλ­λος, κρα­τή­σας μέ­ρος τοῦ Φε­λο­νί­ου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου, χά­ριν προ­σκυ­νή­σε­ως, καὶ γε­νό­με­νος ἔ­ξυ­πνος, ὁ­ρᾷ ἐν ταῖς χερ­σὶν αὐ­τοῦ τὸ μέ­ρος τοῦ Φε­λο­νί­ου μὲ τὸ πο­λυ­στα­ύ­ρι­ον, καὶ ἀ­σπα­ζό­με­νος αὐ­τὸ, καὶ βα­λὼν ἐ­πά­νω τῆς κε­φα­λῆς αὐ­τοῦ πα­ρευ­θὺς ἐ­λα­τρε­ύ­θη. Καὶ ἀ­πὸ τό­τε καὶ ἔμ­προ­σθεν, ἐ­σκέ­πα­ζε τὴν κε­φα­λὴν ἐν ταῖς θε­ί­αις ἱ­ε­ρουρ­γί­αις μὲ αὐ­τὸ τὸ ἁ­γι­ώ­τα­τον μέ­ρος τοῦ Φε­λο­νί­ου, εἰς εὐ­λο­γί­αν καὶ ἔν­δει­ξιν τοῦ θα­ύ­μα­τος. Δι­ὰ τοῦ­το, λοι­πόν, γί­νε­ται μὲ ἄλ­λην βα­φὴν τὸ κά­λυμ­μα τῆς κε­φα­λῆς του».

Εἰκ. 5. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος
καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας.

EIKONES0041

Οἱ πα­ρα­στά­σεις συ­νε­χί­ζον­ται καί ἔ­ξω ἀ­πό τήν κόγ­χη μέ Ἱ­ε­ράρ­χες καί Δι­α­κό­νους, κα­θώς καί τήν πα­ρά­στα­ση τῆς Ἄ­κρας Τα­πει­νώ­σε­ως στήν Πρό­θε­ση (εἰκ. 6). Συγ­κε­κρι­μέ­να στό ἀ­ρι­στε­ρό μέ­ρος τοῦ ἀ­να­το­λι­κοῦ το­ί­χου βλέ­που­με τόν ἅ­γι­ο Συ­με­ών τόν Στυ­λί­τη ἐ­πά­νω στόν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό κί­ο­να. Ὁ ἅ­γι­ος εἰ­κο­νί­ζε­ται μέ­χρι τή μέ­ση, σάν νά κά­θε­ται, μέ­σα στή χτι­στή ἑ­ξα­γω­νι­κή ἀ­πό­λη­ξη τοῦ κί­ο­να, σέ τύ­πο φω­λε­ᾶς. Φο­ρεῖ μο­να­χι­κό ἔν­δυ­μα πού κα­λύ­πτει τήν κε­φα­λή του, εί­ναι στρογ­γυ­λο­γέ­νης καί αὐ­στη­ρός στήν ὄ­ψη, τά δέ χέ­ρι­α του σέ στά­ση πού δη­λώ­νουν ὅ­τι ὁ Ἅ­γι­ος συ­ζη­τᾶ ἡ κη­ρύτ­τει.

Εἰκ. 6. Ἡ Πρόθεση.

Ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά τῆς Προ­θέ­σε­ως ὁ Δι­ά­κο­νος Στέ­φα­νος, νέ­ος, ἀ­γέ­νει­ος, μέ Στη­χά­ρι­ο, κρα­τεῖ θυ­μι­α­τό σάν νά δι­α­κο­νεῖ στήν προ­ε­τοι­μα­σί­α τῶν Δώ­ρων. Πά­νω ἀ­πό τόν ἅ­γι­ο Στέ­φα­νο, προ­σπα­θών­τας ὁ τε­χνί­της νά κα­λύ­ψει τόν κε­νό χώ­ρο

EIKONES0070

πού ὑ­πο­λε­ί­πε­ται, ζω­γρα­φί­ζει ἕ­να δο­χεῖ­ο μέ­σα ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο βγα­ί­νει μιά ἀν­θι­κή πα­ρά­στα­ση.

Ἡ πα­ρά­στα­ση πού δε­σπό­ζει ὅ­μως ἐ­δῶ εἶ­ναι ἡ κόγ­χη τῆς Προ­θέ­σε­ως πού ἐ­πι­γρά­φε­ται ὡς «Ἀ­πο­κα­θή­λω­σις». Ὁ Χρι­στός, σέ σαρ­κο­φά­γο ὡ­ραι­ό­τα­τα δι­α­κο­σμη­μέ­νη μέ δύ­ο σει­ρές σχε­δί­ων, μί­α στε­νή ἄ­νω καί μί­α πού κα­λύ­πτει ὅ­λη τήν πλευ­ρά τῆς σαρ­κο­φά­γου καί εἰ­κο­νί­ζει σέ τρι­χρω­μί­α τήν κε­φα­λή λε­ον­τα­ρι­οῦ, ἀ­πό τό στό­μα τοῦ ὁ­πο­ί­ου ξε­προ­βάλ­λει δι­ά­κο­σμος πού δί­νει τήν ἐν­τύ­πω­ση φυ­τοῦ. Ὁ νε­κρός Χρι­στός, ὁ­ρα­τός ὡς καί τό κά­τω μέ­ρος τοῦ κορ­μι­οῦ, εἶ­ναι ζω­σμέ­νος στή μέ­ση μέ ἔν­δυ­μα λευ­κοῦ χρώ­μα­τος καί τά χέ­ρι­α σταυ­ρω­μέ­να μπρο­στά μέ θέ­ση πρός τά πά­νω, σάν νά δε­ί­χνει τούς τύ­πους τῶν ἥ­λων (εἰκ. 7). Ἡ κε­φα­λή ἔ­χει κλί­ση πρός τά δε­ξιά. Δί­πλα του μέ ἔκ­φρα­ση ὀ­δύ­νης ἡ Πα­να­γί­α μη­τέ­ρα τόν κρα­τεῖ στήν ἀγ­κα­λιά της, σέ κί­νη­ση ἀ­σπα­σμοῦ, ἐ­νῶ ὁ «ἠ­γα­πη­μέ­νος μα­θη­τής», ὁ Ἰ­ω­άν­νης, στήν γνω­στή στά­ση μέ τό χέ­ρι στό πρό­σω­πο, θρη­νεῖ γιά τό μαρ­τύ­ρι­ο τοῦ δι­δα­σκά­λου. Παρ᾽ ὅ­λα αὐ­τά στό πρό­σω­πο του δι­α­φα­ί­νε­ται ἠ­ρε­μί­α καί βε­βαι­ό­τη­τα γιά τήν προσ­δο­κό­με­νη ἀ­νά­στα­ση. Τό ἔν­δυ­μα τῆς Πα­να­γί­ας εἶ­ναι στήν

EIKONES0042

ἀ­πό­χρω­ση τοῦ χον­δρο­κόκ­κι­νου, ἐ­νῶ τοῦ Ἰ­ω­άν­νη σέ σκοῦ­ρο μπλέ μέ κά­ποι­ους ἀ­νοιχ­τό­τε­ρους τό­νους. Πί­σω δε­σπό­ζει ὁ σταυ­ρός.

Εἰκ. 7. Ἡ Ἀποκαθήλωση.

Στόν ἴ­δι­ο πε­ρί­που εἰ­κο­νο­γρα­φι­κό τύ­πο εἶ­ναι οἱ πα­ρα­στά­σεις τῆς μο­νῆς Φι­λαν­θρω­πι­νῶν,[40] τῆς μονῆς Ντίλιου,[41] καί τῆς μονῆς ΜΑRCO,[42] ὅ­πως ἐ­πί­σης καί τῆς μο­νῆς Με­λέ Ἀ­λα­γο­νί­ας,[43] χω­ρίς βέ­βαι­α νά ὑ­πάρ­χουν σ᾽ αὐ­τές τίς πα­ρα­στά­σεις ὁ Ἰ­ω­άν­νης καί ἡ Θε­ο­τό­κος.

Στήν ἀν­τί­στοι­χη πλευ­ρά τοῦ Δι­α­κο­νι­κοῦ δε­σπό­ζουν μορ­φές Ἱ­ε­ραρ­χῶν.[44] Ὁ ἅ­γι­ος Σπυ­ρί­δων, «ὁ πραὺς καὶ ἀ­κέ­ραι­ος, ὁ ἁ­πλό­τη­τι ἀ­λη­θεῖ καλ­λυ­νό­με­νος, ὁ ἐ­πί­γει­ος ἄγ­γε­λος καὶ τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος ἐρ­γά­της»,[45] κα­τέ­χει τή θέ­ση τῆς κόγ­χης τοῦ Δι­α­κο­νι­κοῦ.

Φο­ρεῖ πο­λυ­στα­ύ­ρι­ο Φαι­λό­νι­ο, λευ­κό μέ μα­ύ­ρους σταυ­ρο­ύς. Ἔ­χει κα­λυ­μέ­νη τήν κε­φα­λή μέ τό γνω­στό ψά­θι­νο σκοῦ­φο, καί τά χέ­ρι­α του ἀ­νοιχτά, ὑ­πο­δε­χό­με­νος προ­φα­νῶς τίς προ­σφο­ρές τῶν πι­στῶν πού κα­τέ­τε­θαν στό Δι­α­κο­νι­κό (εἰκ. 8).

Ἐ­δῶ ὁ τε­χνί­της προ­σπά­θη­σε νά ἀ­πο­δώ­σει ὅ­λη τήν πρα­ό­τη­τα καί γλυ­κύ­τη­τα τοῦ Ἁ­γί­ου στήν εἰ­κό­να του.
Ἔτ­σι ἡ πα­ρά­στα­ση τοῦ ἁ­γί­ου Σπυ­ρί­δω­νος ἑρ­μη­νε­ύ­ει θαυ­μά­σι­α τήν ὑ­μνο­λο­γί­α τῆς ἑ­ορ­τῆς του. Στήν ἀ­ρι­στε­ρά κρα­τεῖ Εὐ­αγ­γέ­λι­ο. Πά­νω ἀ­κρι­βῶς ἀ­πό τήν κόγ­χη τοῦ Δι­α­κο­νι­κοῦ, ἱ­στο­ρεῖ­ται ὁ ἅ­γι­ος Χα­ρά­λαμ­πος κρα­τών­τας στό ἀ­ρι­στε­ρό του χέ­ρι τό ἱ­ε­ρό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο καί εὐ­λο­γών­τας μέ τό δε­ξί. Φο­ρεῖ κόκ­κι­νο Φαι­λό­νι­ο χω­ρίς σταυ­ρο­ύς.

Εἰκ. 8. Διακονικό. Ὁ ἅγιος Σπυρίδων.

Δί­πλα του ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ά­κω­βος ὁ Ἀ­δελ­φό­θε­ος κρα­τεῖ ἀ­να­πτυγ­μέ­νο εἰ­λη­τά­ρι­ο πού γρά­φει: «Ο­ΤΗ ΣΕ ΑΙ­ΝΟΥ­ΣΙ ΠΑ­ΣΕ Ε ΔΗ­ΝΑ­ΜΗΣ», («Ὅ­τι Σὲ αἰ­νοῦ­σι πᾶ­σαι αἱ δυ­νά­μεις τῶν οὐ­ρα­νῶν»).[46]

Ἐ­δῶ θά πρέ­πει νά το­νί­σου­με τή δι­α­φο­ρά πού ὑ­πάρ­χει στίς πα­ρα­στά­σεις τῶν δύ­ο αὐ­τῶν Ἁ­γί­ων, μέ τήν πα­ρου­σί­α καί τήν τε­χνι­κή ἀ­πό­δο­ση τῶν ἄλ­λων Ἱ­ε­ραρ­χῶν τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Βή­μα­τος. Εἶ­ναι ἐμ­φα­νές κά­ποι­ο δε­ύ­τε­ρο χέ­ρι ζω­γρά­φου. Οἱ προ­πλα­σμοί τῶν προ­σώ­πων, ἡ πτυ­χο­λο­γί­α καί τό χρῶ­μα τῶν ἐν­δυ­μά­των, μαρ­τυ­ροῦν πώς εἶ­ναι ἔρ­γα ὄ­χι του ἴ­δι­ου τε­χνί­του ἤ καρ­πός κά­ποι­ας με­τα­γε­νέ­στε­ρης ἐ­πι­ζω­γρα­φή­σε­ως. Βέ­βαι­α ὁ νέ­ος τε­χνί­της προ­σπα­θεῖ νά με­ί­νει πι­στός στή φόρ­μα καί τό χρῶ­μα τοῦ πρώ­του ζω­γρά­φου, ἀλ­λά δέν τό κα­τορ­θώ­νει μέ ἐ­πι­τυ­χί­α. Τό Φαι­λό­νι­ο τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­α­κώ­βου, ἄν καί προ­σπα­θεῖ νά ἔ­χει τήν πτυ­χο­λο­γί­α καί τό χρῶ­μα τῶν ἄλ­λων Ἱ­ε­ραρ­χῶν, βλέ­που­με νά δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ­ται. Οἱ σταυ­ροί ἐ­δῶ βρί­σκον­ται μέ­σα σέ κύ­κλο, κά­τι πού δέν συμ­βα­ί­νει στά πο­λυ­στα­ύ­ρι­α Φαι­λό­νι­α τῶν ἄλ­λων Ἱ­ε­ραρ­χῶν. Τά σαρ­κώ­μα­τα στά πρό­σω­πα ἔρ­χον­ται σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τά ἀν­τί­στοι­χα ἄλ­λων Ἁ­γί­ων. Ἐ­δῶ σάρ­κω­μα καί προ­πλα­σμός δέν δέ­νουν ἁρ­μο­νι­κά ἀλ­λά καί δέν ἔ­χουν τό ἁ­πα­λό χρῶ­μα τίς ὤ­χρας τό ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­κρα­τεῖ στά ἄλ­λα πρό­σω­πα καί γλυ­κα­ί­νει τήν ἀν­τί­θε­ση προ­πλα­σμοῦ καί σάρ­κας, ἀλ­λά ἐ­πι­πλέ­ον δί­νει φῶς καί ἠ­ρε­μί­α στά πρό­σω­πα τῶν Ἁ­γί­ων. Ἡ ἀν­τί­θε­ση γί­νε­ται ἔν­το­να φα­νε­ρή, γι­α­τί ὁ ἅ­γι­ος Σπυ­ρί­δω­νας, ἔ­ξο­χο δεῖγ­μα δου­λει­ᾶς τοῦ πρώ­του τε­χνί­τη ὁ­δη­γεῖ μοι­ραῖ­α σέ σύγ­κρι­ση μέ τούς ἄλ­λους δύ­ο Ἁ­γί­ους πού τόν πε­ρι­βάλ­λουν. Ὁ λό­γος αὐ­τῆς τῆς ἐ­πι­ζω­γρα­φή­σε­ως μπο­ρεῖ ἴ­σως νά ἐ­ξη­γη­θεῖ ἀ­πό τό γε­γο­νός τῆς δι­α­νο­ί­ξε­ως πα­ρα­θύ­ρου στό Ν.Α. μέ­ρος τοῦ νο­τί­ου το­ί­χου. Κα­τά τήν δι­ά­νοι­ξη τοῦ πα­ρα­θύ­ρου ὅ­πως εἴ­πα­με, κα­τα­στρά­φη­καν τοι­χο­γρα­φί­ες. Ἔτ­σι προ­σπα­θών­τας νά δι­ορ­θώ­σουν τίς ζη­μι­ές πού ὑ­πέ­στη­σαν οἱ πα­ρα­στά­σεις, κά­ποι­ο χέ­ρι ἀ­νέ­λα­βε νά δι­ορ­θώ­σει τή δη­μι­ουρ­γη­θεῖ­σα κα­τά­στα­ση.

Τή φρον­τί­δα, λοι­πόν, τοῦ νέ­ου ζω­γρά­φου δέχ­τη­κε καί ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Ἐ­λε­ή­μων (εἰκ. 9). Ζω­γρα­φι­σμέ­νος κοντά στό Δι­α­κο­νι­κό ἐ­ξη­γεῖ ἴ­σως τόν λό­γο, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πε­κλή­θη Ἐ­λε­ή­μων. Στήν ἀρ­χα­ί­α Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πό τό Δι­α­κο­νι­κό ξε­κί­νη­σε ἡ πρώ­τη μορφή φι­λαν­θρω­πί­ας, ὅ­που γι­νό­ταν ἡ δι­α­νο­μή τῶν προ­σφο­ρῶν στά φτω­χό­τε­ρα μέ­λη τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς κοι­νό­τη­τας.

EIKONES0043

Ὁ Ἅ­γι­ος φο­ρεῖ κοκ­κι­νό­χρω­μο μη­τρό­σχη­μο σκοῦ­φο, μέ τήν δε­ξιά εὐ­λο­γεῖ, ἐ­νῶ μέ τήν ἀ­ρι­στε­ρά του θά πρέ­πει νά κρα­τεῖ Εὐ­αγ­γέ­λι­ο, ἄν μπο­ροῦ­με νά ὑ­πο­λο­γί­σου­με σω­στά ἀ­πό τήν πρός τά ἄ­νω κί­νη­ση του χε­ρι­οῦ, καί ὅ­σο μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νά δι­α­κρί­νου­με ἡ ὑ­γρα­σί­α καί ἡ ἐ­πί­χρι­ση τοῦ κα­τα­στρα­μέ­νου μέ­ρους. Φο­ρεῖ ἐ­πί­σης λευ­κό Ὠ­μο­φό­ρι­ο μέ κόκ­κι­νους σταυ­ρο­ύς καί πο­λυ­στα­ύ­ρι­ο Φαι­λό­νι­ο. Τό Ἐ­πι­τρα­χή­λι­ο καί τό Ἐ­πι­γο­νά­τι­ο φέ­ρουν πα­ρα­στά­σεις ὅ­μοι­ες μέ τά τῶν ἄλ­λων Ἱ­ε­ραρ­χῶν τό δέ Στι­χά­ρι­ο εἶ­ναι χρώ­μα­τος σκο­ύ­ρου μπλέ, μέ ἀ­νο­ίγ­μα­τα στό γκρί-μπλέ.

Ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­κρι­βῶς, δη­λα­δή στόν βό­ρει­ο τοῖ­χο καί συγ­κε­κρι­μέ­να στό βό­ρει­ο-ἀ­να­το­λι­κό τμῆ­μα, μέ­σα στόν χῶ­ρο τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Βή­μα­τος, πα­ρα­τη­ροῦ­με τήν πα­ρά­στα­ση τοῦ ἁ­γί­ου Πέ­τρου Ἀ­λε­ξαν­δρε­ί­ας μέ τό γνω­στό ὅ­ρα­μα. Ὑ­πάρ­χει τρά­πε­ζα πού στη­ρί­ζε­ται σέ κι­ο­νί­σκο. Πά­νω της βρί­σκε­ται τό ἱ­ε­ρό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο, κι ἕ­να ὕ­φα­σμα ὅ­που πα­τεῖ ὁ Χρι­στός, μι­κρός στήν ἡ­λι­κί­α, γυ­μνός καί πε­ρι­βε­βλη­μέ­νος μό­νο γύ­ρω ἀ­πό τή μέ­ση καί τήν ἀ­ρι­στε­ρή ὠ­μο­πλά­τη τό δι­ερ­ρηγ­μέ­νο χι­τώ­να. Πί­σω ἀ­κρι­βῶς ἀ­πό τόν Χρι­στό ὑ­πάρ­χει Κι­βώ­ρι­ο καί στό βά­θος οἰ­κή­μα­τα (εἰκ. 10). Ὁ ἅ­γι­ος Πέ­τρος στρογ­γυ­λο­γέ­νης, μέ πυ­κνά σγου­ρά μαλ­λιά, πο­λυ­στα­ύ­ρι­ο Φαι­λό­νι­ο καί λευ­κό Ὠ­μο­φό­ρι­ο, σέ κα­τά­στα­ση ἐκ­στά­σε­ως, τά δέ χέ­ρι­α του σέ στά­ση δε­ή­σε­ως, ἐ­ρω­τᾶ τόν Χρι­στό: «τίς σου τὸν χι­τῶ­να δι­ῆ­λεν;» ὁ δέ Χρι­στός ἀ­παν­τᾶ: «οὗ­τος ὁ παν­κά­κι­στος Ἄ­ρει­ος, Πέ­τρε».[47]

­ EIKONES0044

Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ὅ­τι τά λόγι­α τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι γραμ­μέ­να μέ τήν ἀν­τί­θε­τη φο­ρά (κα­τά τήν ἀ­ρα­βι­κή γρα­φή) καί βγα­ί­νουν ἀ­π’ εὐ­θε­ί­ας ἀ­πό τό στό­μα τοῦ Χρι­στοῦ.

Εἰκ. 9. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων.

Τό θέ­μα εἶ­ναι γνω­στό ἀ­πό τό τέ­λος τοῦ 14ου αἰ­ώ­να. Τό 1384 τό συ­ναν­τᾶ­με στόν ἅ­γι­ο Ἀ­θα­νά­σι­ο Κα­στο­ρι­ᾶς καί κα­τό­πιν γί­νε­ται προ­σφι­λές θέ­μα τῶν ἁ­γι­ο­γρά­φων τῆς Κρη­τι­κῆς σχο­λῆς.[48]

Πα­ρό­μοι­ες συν­θέ­σεις μέ ἐ­λά­χι­στες δι­α­φο­ρές συ­ναν­τᾶ­με στόν Ναό τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου Πη­γῶν-Μεσ­ση­νί­ας, ὅ­που ὁ Χρι­στός εἰ­κο­νί­ζε­ται σέ με­γά­λη ἡ­λι­κί­α καί ὄ­χι ὡς νή­πι­ο. Στό κα­θο­λι­κό τῆς Μο­νῆς Δι­ο­νυ­σί­ου Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, ὅ­που ὅ­μως ὁ Χρι­στός εὐ­λο­γεῖ, στόν ἅ­γι­ο Νι­κό­λα­ο Ἀ­να­παυ­σᾶ στά Με­τέ­ω­ρα καί σέ πολ­λο­ύς ἐ­πί­σης Να­ούς τῆς ἐ­πο­χῆς αὐ­τῆς καί με­τα­γε­νέ­στε­ρους.

Με­τα­ξύ τῆς πα­ρα­στά­σε­ως τοῦ ἁ­γί­ου Πέ­τρου Ἀ­λε­ξαν­δρε­ί­ας καί τοῦ Δι­α­κό­νου Στε­φά­νου ὑ­πάρ­χει χῶ­ρος γιά τή νί­ψη τῶν Ἱ­ε­ρέ­ων καί ἐ­πέ­χει θέ­ση χω­νευ­τη­ρί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι δι­α­κο­σμη­μέ­νος ἁ­πλά μέ ρομ­βο­ει­δή σχή­μα­τα (εἰκ. 10).

Κά­τω ἀ­κρι­βῶς ἀ­πό τήν πα­ρά­στα­ση τοῦ ὁ­ράμα ­­-
­τος τοῦ ἁ­γί­ου Πέ­τρου, ὑ­πάρ­χουν ἴ­χνη ἀ­πό τήν πα­ρά-
­στα­ση τοῦ Ἰ­ω­νᾶ κα­θώς ἐ­ξέρ­χε­ται ἀ­πό τήν κοι­λιά τοῦ κή­τους (εἰκ. 10). Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως ἡ φθο­ρά ἄ­φη­σε μό­νο ἕ­να μέ­ρος τῆς κε­φα­λῆς τοῦ κή­τους καί τῶν ἱ­μα­τί­ων τοῦ Ἰ­ω­νᾶ καί κα­τέ­στρε­ψε τήν ὑ­πό­λοι­πη πα­ρά­στα­ση.

Εἰκ. 10. Ὅραμα ἁγίου Πέτρου Ἀλεξανδρείας.
Ὁ Μωυσῆς πρό τῆς βάτου. Τό χωνευτήρι.

Ἴ­χνη ἀ­πό τήν πα­ρά­στα­ση τοῦ Ἰ­ω­νᾶ.

EIKONES0019

Στό ὕ­ψος τῆς πα­ρα­στά­σε­ως τοῦ Ἰ­ω­νᾶ συ­νε­χί­ζε­ται ἡ γνω­στή πο­διά ἡ ὁ­πο­ί­α κα­λύ­πτει ὅ­λο τόν χῶ­ρο τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Βή­μα­τος. Εἶ­ναι τρι­γω­νι­κά σχή­μα­τα μέ ὀ­φι­ο­ει­δή γραμ­μή σέ ἀ­πο­χρώ­σεις χον­δρο­κόκ­κι­νου καί σκο­ύ­ρου μπλέ, πά­νω σέ λευ­κό φόν­το (εἰκ. 12).

EIKONES0018

Στήν ψη­λό­τε­ρη ζώ­νη των τοι­χο­γρα­φι­ῶν δέν μπο­ροῦ­με νά στα­θοῦ­με, γι­α­τί ἡ ψευ­δο­ρο­φή τίς ἔ­χει κα­λύ­ψει, ἀλ­λά καί ἡ ὑ­γρα­σί­α τίς ἔ­χει κα­τα­στρέ­ψει σέ με­γά­λο βαθμό.

Εἰκ. 12. Ν. Δ. πλευρά νοτίου τοίχου, κάτω ἡ ποδιά.

Εἰκ. 11. Ἀδιάγνωστος Ἅγιος. (Λεπτομέρεια).

Πά­νω ἀ­πό τήν Πρό­θε­ση καί τό Δι­α­κο­νι­κό ὑ­πάρ­χουν ἀ­δι­ά­γνω­στες πα­ρα­στά­σεις. Σώ­ζον­ται μό­νο τά κά­τω ἄ­κρα τῶν εἰ­κο­νι­ζο­μέ­νων μᾶλ­λον Εὐ­αγ­γε­λι­στῶν, καί πι­θα­νῶς τοῦ Ἀγ­γέ­λου καί τῆς Θε­ο­τό­κου ἀ­πό τήν πα­ρά­στα­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ, σέ θέ­ση λί­γο πιό πά­νω ἀ­πό τήν Πλα­τυ­τέ­ρα, καί στήν ἐ­ξω­τε­ρι­κή πλευ­ρά τοῦ τό­ξου τῆς κόγ­χης.

Ἡ μο­να­δι­κή πα­ρά­στα­ση πού δι­α­τη­ρεῖ­ται εἶ­ναι στό βό­ρει­ο τοῖ­χο, πά­νω ἀ­πό τό ὅ­ρα­μα τοῦ ἁ­γί­ου Πέ­τρου Ἀ­λε­ξαν­δρε­ί­ας, καί εἰ­κο­νί­ζει τόν Μω­υ­σῆ πρό τῆς και­ο­μέ­νης βά­του (εἰκ. 10). Ὁ Μω­υ­σῆς ἔκ­θαμ­βος ἀ­κουμ­πᾶ τό ρα­βδί στόν ὦ­μο του καί γο­να­τί­ζει γιά νά λύ­σει τά σαν­δά­λι­ά του (εἰκ. 10). Γύ­ρω του ὑ­πάρ­χουν λο­φί­σκοι καί χόρ­τα, ἐ­νῶ μπρο­στά του ἡ «και­ο­μέ­νη καὶ μὴ φλε­γο­μέ­νη βά­τος» μέ­σα ἀ­πό τήν ὁ­πο­ί­α ξε­πη­δᾶ ἡ Πα­να­γί­α, σέ στά­ση πού δη­λώ­νει πώς ὁ­μι­λεῖ πρός τόν Μω­υ­σῆ, καί μορ­φο­ποι­εῖ τήν βά­το κα­τά τό Ἀ­να­στά­σι­μο Δο­ξα­στι­κό τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ τοῦ β´ ἤ­χου, πού λέ­γει «ὡς γὰρ ἡ βά­τος οὐκ ἐ­κα­ί­ε­το κα­τα­φλε­γο­μέ­νη, οὕ­τω Παρ­θέ­νος ἔ­τε­κες καὶ Παρ­θέ­νος ἔ­μει­νας».

Ὁ Μω­υ­σῆς ἰ­σχνός, ὀ­λι­γο­γέ­νει­ος, φο­ρεῖ βα­θυ­πρά­σι­νο κα­τα­σάρ­κι­ο καί ἱ­μά­τι­ο σέ σκοῦ­ρο κόκ­κι­νο χρῶ­μα.

ΝΟΤΙΟΣ ΤΟΙΧΟΣ

Ὁ νό­τι­ος τοῖ­χος τοῦ Να­οῦ εἶ­ναι αὐ­τός πού ὑ­πέ­στη τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες φθο­ρές καί κα­τα­στρο­φές ἀ­πό τόν χρό­νο.

Οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες χω­ρί­ζον­ται σέ δύ­ο ζῶ­νες καί σέ μιά χα­μη­λό­τε­ρη, τήν πο­διά, ἡ ὁ­πο­ί­α ὅ­μως ἐ­λά­χι­στα δι­α­κρί­νε­ται σή­με­ρα. Στήν ψη­λό­τε­ρη ζώ­νη δι­α­σώ­ζον­ται ἐ­λά­χι­στες πα­ρα­στά­σεις τοῦ δω­δε­κα­όρ­του, ὅ­πως ἡ Γέν­νη­ση, ἡ Ὑ­πα­παντή, ἡ Βά­πτι­ση. Οἱ ὑ­πό­λοι­πες πα­ρα­στά­σεις, ἴ­σως ἐ­πει­δή ὑ­πέ­στη­σαν κά­ποι­ες φθο­ρές, ἐ­πι­χρί­στη­καν μέ ἀ­σβέ­στη.

Στήν με­σα­ί­α με­γά­λη ζώ­νη καί σάν συ­νέ­χει­α τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Ἐ­λε­ή­μο­νος καί τοῦ κα­τε­στραμ­μέ­νου Ἁ­γί­ου ἀ­πό τή δι­ά­νοι­ξη τοῦ πα­ρα­θύ­ρου, σώ­ζε­ται μιά μορφή ἀ­δι­ά­γνω­στη, πι­θα­νόν του ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου, καί λέ­με πι­θα­νόν γι­α­τί σώ­ζε­ται μό­νον ἡ κε­φα­λή τοῦ Ἁ­γί­ου καί τό μό­νο μέ­ρος τῆς ἐ­πι­γρα­φῆς εἶ­ναι ἡ συλ­λα­βή -Γος (εἰκ. 12). Τό ὑ­πό­λοι­πο σῶ­μα τοῦ Ἁ­γί­ου ἔ­χει κα­τα­στρα­φεῖ ἀ­πό τήν το­πο­θέ­τη­ση τοῦ Τέμ­πλου. Ἡ κε­φα­λή τοῦ Ἁ­γί­ου εἶ­ναι δου­λε­μέ­νη μέ πο­λύ ἐ­πι­μέ­λει­α. Εἶ­ναι ἕ­να ἀ­κό­μη δεῖγ­μα τοῦ φτα­σμέ­νου καλ­λι­τέ­χνη, καί τῆς ἐ­πι­δε­ξι­ό­τη­τάς του. Ὁ Ἅ­γι­ος ἱ­στο­ρεῖ­ται «γέ­ρων φα­λα­κρός, μα­κρυ­γέ­νης οὐ πολ­λὰ» ὅ­πως θά ἔ­γρα­φε καί ἡ ἑρ­μη­νε­ί­α τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου. Μορφή πού ἔ­χει ὅ­λα τά στοι­χεῖ­α ἐ­κεῖ­να πού χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τόν εἰ­κο­νο­γρα­φι­κό τύ­πο τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου.

Στήν συ­νέ­χει­α σώ­ζον­ται οἱ ἅ­γι­οι Ἠ­λί­ας, Παν­τε­λε­ή­μων, Κο­σμᾶς καί Δα­μι­α­νός, Εὐ­στά­θι­ος, Πα­ρα­σκευή καί Κυ­ρι­α­κή.

Με­τα­ξύ τῶν ἁ­γί­ων Δα­μι­α­νοῦ καί Εὐ­στα­θί­ου ὑ­πάρ­χει ὁ Δε­σπο­τι­κός θρό­νος, ἔρ­γο λα­ϊ­κό χω­ρίς καλ­λι­τε­χνι­κή ἀ­ξί­α, τῆς αὐ­τῆς ἐ­πο­χῆς μέ τό Τέμ­πλο.

Στό δι­ά­στη­μα, λοι­πόν, με­τα­ξύ τῶν δύ­ο Ἁ­γί­ων ὁ τοῖ­χος εἶ­ναι ἐ­πι­χρι­σμέ­νος μέ πα­χύ στρῶ­μα ἀ­σβέ­στου. Τό ἴ­δι­ο συμ­βα­ί­νει καί πέ­ρα ἀ­πό τήν πα­ρά­στα­ση τῆς ἁ­γί­ας Κυ­ρι­α­κῆς μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά μᾶς εἶ­ναι ἄ­γνω­στα τά θέ­μα­τα πού ὑ­πῆρ­χαν.

Στό ἀ­να­το­λι­κό μέ­ρος τοῦ νο­τί­ου το­ί­χου καί μέ­σα στό Ἱ­ε­ρό Βῆ­μα, ὡς πρῶ­το θέ­μα τῆς ἄ­νω ζώ­νης ἱ­στο­ρεῖ­ται μιά ἀ­δι­ά­γνω­στη σή­με­ρα πα­ρά­στα­ση. Εἶ­ναι κα­τε­στραμ­μέ­νη στό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της καί τά μό­να ἴ­χνη ζω­γρα­φι­κῆς πού ὑ­πάρ­χουν εἶ­ναι τά κά­τω ἄ­κρα τοῦ σώ­μα­τος ἑ­νός ἀν­δρός καί ἡ κε­φα­λή ἑ­νός ζώ­ου (εἰκ. 12). Χω­ρίς με­γά­λη βε­βαι­ό­τη­τα θά μπο­ρο­ύ­σα­με νά ὑ­πο­θέ­σου­με πώς πρό­σκει­ται πε­ρί τῆς πα­ρα­στά­σε­ως τῆς ἀ­να­χω­ρή­σε­ως τοῦ Ἰ­ω­σήφ καί τῆς Μα­ρί­ας γιά τήν Βη­θλε­έμ μέ σκο­πό νά ἀ­πο­γρα­φοῦν, καί ἡ ὑ­πό­θε­ση αὐ­τή γί­νε­ται μέ τήν σκέ­ψη ὅ­τι εἶ­ναι τό μό­νο θέ­μα πού συν­δέ­ε­ται στε­νό­τε­ρα μέ τήν πα­ρά­στα­ση τῆς Γεν­νή­σε­ως πού ἀ­κο­λου­θεῖ.

  1. . Τό ὑ­λι­κό γιά τήν συγ­γρα­φή τοῦ πα­ρόν­τος ἀν­τλή­θη­κε ἀ­πό τήν Με­τα­πτυ­χι­α­κή ἐρ­γα­σί­α τοῦ Λέ­κτο­ρος τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Τρύ­φω­νος Τσομ­πά­νη (1988), πού εἶ­χε γιά θέ­μα της: «Ἅ­γι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος Χω­ρού­δας, ὁ Να­ός καί οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες του». «­.­..Ὅ­ταν πρίν ἀ­πό δέ­κα χρό­νι­α εἶ­χα ἐ­πι­σκε­φθεῖ γιά πρώ­τη φό­ρα τή Χω­ρού­δα, δέν μπό­ρε­σα ἀ­κό­μη νά γνω­ρί­σω – ἀ­ξι­ο­λο­γή­σω πλή­ρως τήν ὀ­μορ­φιά τῆς τέ­χνης της. Ὁ ἀ­ε­ί­μνη­στος δά­σκα­λος μου Θω­μᾶς Προ­βα­τά­κης ἦ­ταν αὐ­τός πού μέ προ­έ­τρε­ψε ν᾽ α­σχο­λη­θῶ μέ τό μνη­μεῖ­ο μι­λών­τας μέ πο­λύ θαυ­μα­σμό γιά τίς ἐ­ξα­ί­ρε­τες τοι­χο­γρα­φί­ες του καί γιά τόν ἀ­νώ­νυ­μο τε­χνί­τη τους. Ἀ­πό τό­τε ἄρ­χι­σε μιά ἀργή ἀλ­λά στα­θε­ρή με­λέ­τη τοῦ Να­οῦ, ἡ ὁ­πο­ί­α αὔ­ξη­σε καί τό ἐν­δι­α­φέ­ρον μου γιά τήν δι­ά­σω­σή του.­.­.». (Ἀ­πό­σπα­σμα ἀ­πό τά Προ­λε­γό­με­να.)
  2. . Ὁ Δι­οι­κη­τής τῆς Πε­ρι­ο­χῆς Κερ­δυλ­λί­ων καί Βερ­τί­σκου, Β. Κορ­ρες Ἀντ/ρχης, Πρός τόν Σταθ­μόν Χωρ/κῆς Βερ­τί­σκου, Ἐν Λαγ­κα­δᾷ τῇ 16 Ἀ­πρι­λί­ου 1947.
  3. . Ἐ­φη­με­ρὶς τῆς Κυ­βερ­νή­σε­ως τοῦ Βα­σι­λεί­ου τῆς Ἑλ­λά­δος, τεῦ­χος πρῶ­τον, ἀρ. φύλ. 152, 9
    Ἰ­ου­λί­ου 1918.
  4. . Ἐ­φη­με­ρὶς τῆς Κυ­βερ­νή­σε­ως, τεῦ­χος πρῶ­τον, ἀρ. φύλ. 232, 27 Ὀ­κτω­βρί­ου 1927.
  5. . Ἐ­φη­με­ρὶς τῆς Κυ­βερ­νή­σε­ως τοῦ Βα­σι­λεί­ου τῆς Ἑλ­λά­δος, τεῦ­χος πρῶ­τον, ἀρ. φύλ. 129, 25
    Ἰ­ου­λί­ου 1957.
  6. Του­ρα­λη Ζ., Πο­λι­τι­στι­κός Ἄ­τλας, ἐκδ. Γέν. Γραμ­μα­τε­ί­ας Ν. Γε­νι­ᾶς, Ἀ­θή­να 2000, σ. 225.
  7. . Ψαλ­μός ριθ´ (119ος).
  8. . Ψαλ­μός ρκγ´ (123ος).
  9. . Γλα­βι­να Α., Ἡ ἐ­πι­σκο­πή Λη­τῆς καί Ρεν­δί­νης, Ε.Ε.Θ.Σ. Α.Π.Θ. τ. 24, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979, σ. 331.
  10. . Πα­πα­γε­ωρ­γι­ου Α., Ἡ ἀρ­χα­ί­α Μυ­γδο­νί­α, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1988, σ. 117 βλ. στό ἴ­δι­ο καί πλη­ρο­φο­ρί­ες πε­ρί τῆς Ἀρ­χα­ί­ας Λη­τῆς.
  11. . Α­πο­στο­λου Αθ. Γλα­βι­να, Ὁ­μο­τί­μου Κα­θη­γη­τοῦ τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης, Ἡ Ἐ­πι­σκο­πὴ Λη­τῆς καὶ Ῥεν­τί­νης, Ἐ­πι­στη­μο­νι­κή Ἐ­πε­τη­ρί­δα Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς Α.Π.Θ., τ. 24, σ. 331, Ἀ­νά­τυ­πο, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979. H­i­e­r­o­c­l­is s­y­n­e­c­d­e­m­us et n­o­t­i­t­i­ae g­r­a­e­c­ae e­p­i­s­c­o­p­a­t­u­um (ex r­e­c­o­g­n­i­t­i­o­ne G­u­s­t­a­vi P­a­t­h­ey), A­m­s­t­e­r­d­am 1976 (N­a­c­h­d­r­u­ck d­er A­u­s­g­a­be B­e­g­l­in 1866), σ. 109-110. Πρβλ. Th. L. Fr. T­a­f­el, De T­h­e­s­s­a­l­o­n­i­ca e­j­u­s­q­ue a­r­go, B­e­r­o­l­i­ni 1839, σ. 91 καί O. T­a­f­r­a­li, T­h­e­s­s­a­l­o­n­i­q­ue au q­u­a­t­o­r­z­i­e­me s­i­e­c­le, P­a­r­is 1912, a.X­X­V­I­II-X­X­IX.
  12. . Γλα­βι­να Α., Ἡ ἐ­πι­σκο­πή Λη­τῆς καί Ρεν­δί­νης, Ε.Ε.Θ.Σ. Α.Π.Θ. τ. 24, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979, σ. 331.
  13. . Α­πο­στο­λου Αθ. Γλα­βι­να, Ὁ­μο­τί­μου Κα­θη­γη­τοῦ τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης, Ἡ Ἐ­πι­σκο­πὴ Λη­τῆς καὶ Ῥεν­τί­νης, Ἐ­πι­στη­μο­νι­κή Ἐ­πε­τη­ρί­δα Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς Α.Π.Θ., τ. 24, σ. 346, Ἀ­νά­τυ­πο, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979. Μι­χα­ηλ Αθ. Κα­λιν­δε­ρη, Τά λυ­τά ἔγ­γρα­φα τῆς Δη­μο­τι­κῆς Βι­βλι­ο­θή­κης Κο­ζά­νης 1676-1808, ἐν Θεσ­σα­λο­νί­κῃ 1951, σ. 8-10.
  14. . Γλα­βι­να Α., Ἡ ἐ­πι­σκο­πή Λη­τῆς καί Ρεν­δί­νης, Ε.Ε.Θ.Σ. Α.Π.Θ. τ. 24, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979, σ. 331 καί Βι­κτω­ρος Ματ­θαι­ου, Ὁ μέ­γας συ­να­ξα­ρι­στής τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, Κε­ρα­τέ­α Ἀτ­τι­κῆς 1950, τ. Ζ1­9­50, σ. 130.
  15. . Βι­κτω­ρος Ματ­θαι­ου, Ὁ Μέ­γας Συ­να­ξα­ρι­στής τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, τ. Ζ´, μή­νας Ἰ­ού­λι­ος, Κε­ρα­τέ­α Ἀτ­τι­κῆς 1950, σ. 130.
  16. 16. Α­λε­ξαν­δρου Λαυ­ρι­ω­του, Τό Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος με­τά τήν Ὀ­θω­μα­νι­κήν κα­τά­κτη­ση, Ἐ­πε­τη­ρί­δα Ἐ­ται­ρί­ας Βυ­ζαν­τι­νῶν Σπου­δῶν, τ. 32(1963), σ. 164.
  17. . Α­θα­να­σι­ου Ε. Κα­ρα­θα­να­ση, συ­νερ­γα­σί­α ἀρ­χιμ. Γε­ωρ­γι­ος Τρι­αν­τα­φυλ­λι­δης, «Ἰ­ω­α­κείμ Μη­τρο­πο­λί­της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ἡ ἐ­πί­ση­μος ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α 1874-1876», ἐκδ. ἀ­δελ­φῶν Κυ­ρι­α­κί­δη.
  18. . Γλα­βι­να Α., Ἡ ἐ­πι­σκο­πή Λη­τῆς καί Ρεν­δί­νης, Ε.Ε.Θ.Σ. Α.Π.Θ. τ. 24, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979, σ. 354.
  19. . Του­ρα­λη Ζ., Πο­λι­τι­στι­κός Ἄ­τλας, ἐκδ. Γέν. Γραμ­μα­τε­ί­ας Ν. Γε­νι­ᾶς, Ἀ­θή­να 2000, σ. 225.
  20. . Του­ρα­λη Ζ., Πο­λι­τι­στι­κός Ἄ­τλας, ἐκδ. Γέν. Γραμ­μα­τε­ί­ας Ν. Γε­νι­ᾶς, Ἀ­θή­να 2000, σ. 225 καί πε­ρί τῆς δρά­σης τοῦ Μα­κε­δο­νο­μά­χου Πα­πα-Ντά­κου βλ. Μα­κε­δο­νι­κή Ζωή, τεῦχ. 329 (1993) σ. 17-21.
  21. . Αἶ­νοι Κυ­ρι­α­κῆς Ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων.
  22. 6. Ἀ­κο­λου­θί­α Ἀ­κα­θί­στου Ὕ­μνου.
  23. 7. Κά­θι­σμα Ὄρ­θρου Χρι­στου­γέν­νων.
  24. 9. C. D­i­e­hl, M­a­n­u­el, I­I2, εἰκ., 335, K­o­n­t­a­k­ov, P­a­m­a­t­on, σ. 225-227, πίν. ΧΧΧ.
  25. 10. M­i­l­l­et, I­C­O­N­O­G­R­A­P­H­IE, σελ. 499, εἰκ. 536.
  26. 11. Μ. Σ. Θε­ο­χα­ρη, περ. «Θε­ο­λο­γί­α», τ. 27 (1956), σ. 132.
  27. 12. Μουτ­σο­που­λου Ν., «Κα­στο­ρι­ά – Πα­να­γί­α ἡ Μαυ­ρι­ώ­τισ­σα», Ἀ­θή­να 1967, σ. 26 καί Ορ­λαν­δου, Ἀρ­χεῖ­ο Βυ­ζαν­τι­νῶν Μνη­μεί­ων, Δ´ (1946), σ. 72, εἰκ. 51.
  28. 13. Μ. Σ. Θε­ο­χα­ρη, περ. «Θε­ο­λο­γί­α», τ. 27 (1956), σ. 72, εἰκ. 51.
  29. 14. Μ. Σ. Θε­ο­χα­ρη, περ. «Θε­ο­λο­γί­α», τ. 27 (1956), σ. 135.
  30. 15. Μ. Σ. Θε­ο­χα­ρη, περ. «Θε­ο­λο­γί­α», τ. 27 (1956), σ. 135.
  31. 16. Νει­λου, «Ἐ­πι­στο­λαὶ» βι­βλ. Γ´, ἐ­πι­στο­λή λθ´, ἔκδ. 1648, σ. 322· βλ. ἐ­πί­σης καί Σα­μω­να ἐ­πι­σκό­που Γά­ζης M­i­gne P. G., τ. 120, 821.
  32. 18. Ἀ­πό­στι­χα προ­σό­μοι­α Ἑ­σπε­ρι­νοῦ 30ης Ἰ­α­νου­α­ρί­ου.
  33. 19. Εὐ­χή τοῦ Χε­ρου­βι­κοῦ ὕ­μνου.
  34. 21. Ἀ­πο­λυ­τί­κι­ο ἑ­ορ­τῆς ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου.
  35. 22. Β´ Εὐ­χή θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου.
  36. 24. Δο­ξα­στι­κό Ἑ­σπε­ρι­νοῦ τῆς 19ης Ἰ­α­νου­α­ρί­ου.
  37. 25. Εὐ­χή τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου.
  38. 26. Β´ Εὐ­χή τῶν πι­στῶν.
  39. 27. Κον­το­γλου Φω­τι­ου, «Ἔκ­φρα­ση», ἔκδ. Α­ΣΤΗΡ, Ἀ­θή­να 1960, σ. 135-136.
  40. . Α­χει­μα­στου-Πο­τα­μι­α­νου Μυρ­τα­λη, Ἡ Μο­νή τῆς Φι­λαν­θρω­πι­νῶν, Ἀ­θή­να 1983, σ. 47, (σχέ­δι­ο Α´­).
  41. . Λι­βα Ξαν­θα­κη, Οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες τῆς Μο­νῆς Ντί­λι­ου, σ. 24, πί­να­κας 6α.
  42. . M­i­l­l­et – V­e­l­m­a­ns, «LA P­E­I­N­T­U­RE DU M­ΟΥ­ΕΝ Α­G­Ε ΕΝ Υ­Ο­Y­G­Ο­S­LA VI Ε» (S­Ε­R­ΒΙ­Ε, ΜΑ­C­Ε­D­Ο­ΝI­Ε ΕΤ ΜΟΝ­ΤΕ­ΝΕ­G­RO), ΙV, ΡΑ­R­ΙS 1969, πί­να­κας 99, 187.
  43. . Κα­λο­κυ­ρη Κ., Βυ­ζαν­τι­ναὶ Ἐκ­κλη­σί­αι τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Μεσ­ση­νί­ας, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1973, πί­να­κας 194.
  44. . Πί­να­κας 11. Τό Δι­α­κο­νι­κό. Ἅ­γι­ος Σπυ­ρί­δων, Ἅ­γι­ος Ἰ­ά­κω­βος ὁ Ἀ­δελ­φό­θε­ος, Ἅ­γι­ος Χα­ρά­λαμ­πος.
  45. . Στι­χη­ρὸ Προ­σό­μοι­ο Ἑ­σπε­ρι­νοῦ Ι2 Δε­κεμ­βρί­ου.
  46. . Ἐκ­φώ­νη­ση τῆς μι­κρᾶς Συ­να­πτῆς.
  47. . Βλέ­πε γιά τό Θέ­μα G. M­i­l­l­et, ἐν «ΜΕ­L­Α­ΝG­ΕS G­Η. D­Ι­Ε­ΗL» τ. Ι­Ι, σ., 99 κ.ἑ.
  48. 44. Κα­λο­κυ­ρη Κ., Βυ­ζαν­τι­ναὶ Ἐκ­κλη­σί­αι τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Μεσ­ση­νί­ας, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1973, σ. 248.

Στον Αϊ Θανάση της Χωρούδας A1 Read More »

Τοπίο στην Ομίχλη

Έρχονται ώρες που στα μάτια μας η πόλη μας φαντάζει πανέμορφη, καθώς οι χειμωνιάτικες ομίχλες τυλίγουν το σώμα της με ένα πέπλο μυστηρίου και ανεξερεύνητης ομορφιάς. Ναι… είναι αυτές οι ομίχλες που μπορεί να μας κάνουν δύσκολη τη ζωή και την κίνηση, αλλά και που είναι πάντα δεμένες με την ιστορία και τη ζωή της πόλης. Θυμάμαι αν καμιά φορά τύχαινε και συναντούσα κάποιον παλιό επισκέπτη ή περαστικό για λίγο από τον Λαγκαδά, με ρωτούσε πώς πάμε από υγρασία και αν έχουμε ακόμα  ομίχλες! Αυτές οι ομίχλες, που τις κόβεις με το μαχαίρι ,όπως έλεγαν οι παλιοί, σου δίνουν την αίσθηση μιας άλλης ατμόσφαιρας πιο Λονδρέζικης ας πούμε και που με την μαγεία της απόκρυψης των μεγάλων όγκων κτηρίων και σπιτιών σε κάνουν να ξεχνιέσαι σε πια πόλη κατοικείς. Βλέπετε καμιά φορά αυτή η αβεβαιότητα του βλέμματος σε μια ομιχλώδη βραδιά, κρύβει ακόμα και τις όποιες ασχήμιες της ζωής και της πόλης και αυτή η μυστηριώδης, ομιχλώδης εξερεύνηση έχει και τα καλά της. Από τη γέφυρα ακόμα η εικόνα της πόλης τυλιγμένης στην ομίχλη, σε προϊδεάζει από την πρώτη ματιά γι αυτά που θα συναντήσεις ή γι αυτά που σου υπόσχεται. Οι αδιόρατες γραμμές της παλιάς γέφυρας που ακολουθούν τη νέα μεταλλική, σε κατευθύνουν στην καρδιά της πόλης και στην  πλατεία όπου οι πρώτοι όγκοι των σπιτιών που φωτίζονται αμυδρά σε καλωσορίζουν ευχάριστα. Το σχολείο σκοτεινό, σε κατευθύνει στα ενδότερα της πόλης και η οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου ξαπλώνεται νωχελικά ως την πλατεία, για να συναντηθεί με την οδό Λουτρών, που αναλαμβάνει να σε σεργιανίσει στη ζωή της πόλης, μέσα στην ομορφιά της αγοράς, που η παρουσία των μαγαζιών και των ανθρώπων που τα γεμίζουν ζωή, σου υπόσχονται μια καλή και ευχάριστη βραδιά, αρκεί να βρεθεί η κατάλληλη παρέα. Η οδός Λουτρών με τον βραδινό φωτισμός της και σε λίγο με την χριστουγεννιάτικη διακόσμηση της αγοράς, σε προσκαλεί για ένα περίπατο ως και τα Λουτρά αν το βαστάει η καρδιάς σου, σε μια διαδρομή που τα κίτρινα φώτα και  το παιχνίδισμα των χρωμάτων σου δημιουργούν μια αίσθηση ρομαντισμού, για όσους παραμένουν ακόμα ρομαντικοί. Περνώντας από τα σοκάκια της πόλης θαυμάζεις τα φώτα των στολισμένων σπιτιών και αν περάσεις από το σπίτι κανενός συλλόγου θα ακούσεις την πρόβα της χορωδίας να τραγουδά μελωδικά με τη συνοδεία πιάνου το :«Mη κλαίς και μη λυπάσαι που βραδιάζει, εμείς που ζήσαμε φτωχοί, του κόσμου η απονιά δεν μας τρομάζει, θα έρθει και για μας μια Κυριακή. Τα σπίτια είναι χαμηλά, σαν έρημοι στρατώνες, τα καλοκαίρια μας πικρά κι ατέλειωτοι οι χειμώνες». Οι χειμώνες! που στην πατρίδα μας είναι το ίδιο γοητευτικοί και όμορφοι σαν τα καλοκαίρια της, όπως και κάθε εποχή βέβαια. Κάντε ένα απογευματινό περίπατο για να θαυμάσετε την φθινοπωρινή αλλά και χειμωνιάτικη «άνοιξη»! Μια τρελή πανδαισία χρωμάτων φθινοπωρινών και τώρα χειμωνιάτικων, κίτρινα, καφέ, πρασινωπά, κοκκινωπά, χρυσίζοντα φύλλα, καλύπτουν τους δρόμους και τα πάρκα. Πιο πέρα στα μαγαζιά οι θαμώνες προσθέτουν στην ομιχλώδη κατάσταση την ομίχλη των καπνών και των ποτών τους. Ο καφές, το ποτό, αλλά και το σαλέπι είναι το ζητούμενο σε τέτοιες βραδιές και τα προσφέρει απλόχερα η πόλη. Μια πόλη που ζει στο δικό της ήρεμο ρυθμό.

Κοίταξα στην πρώτη αυλή τα χρυσάνθεμα, είχαν σχεδόν λυγίσει από το βάρος της ομίχλης που τα έδινε μια ασημένια λάμψη με τις σταγόνες της υγρασίας που τα κερνούσε απλόχερα. Οι αράχνες που είχαν αφήσει το εργόχειρό τους υφασμένο από νωρίς πάνω στα κλωνάρια των θάμνων και των λουλουδιών, κούρνιαζαν πάνω στο υφάδι τους νωχελικά, απολαμβάνοντας την σταθερή τους ύφανση. Η γλυκιά βραδιά και ο ζεστός νοτιάς δε σ΄ άφηνε να κλειστείς τόσο νωρίς στο σπίτι. Πήρα τους δρόμους και σεργιανούσα απολαμβάνοντας την ηρεμία. Ξαναπέρασα από την οδό Παπαγεωργίου 14, η χορωδία έκανε ακόμα την πρόβα της, στάθηκα να απολαύσω το τραγούδι της : «άδειοι οι δρόμοι, δεν φάνηκε ψυχή, και το φεγγάρι μόλις χάθηκε στη  δύση κι εγω σε γυρεύω σαν μοιραία λύση και σαν ανατολή…».

Έφυγα σιγοτραγουδώντας και σφυρίζοντας το σκοπό, καληνυχτώντας τους λίγους γειτόνους που συνάντησα στο δρόμο. Πιο πέρα η αγιά-Παρασκευή φωτισμένη και όμορφη, τυλιγμένη μεσ΄την ομίχλη, προσθέτει μια γοητεία στη γειτονιά, ενώ τα πλατάνια σκεπάζουν στοργικά θα έλεγα την οδό Παύλου Μελά και στρώνουν τα φύλλα τους χαλί στα πόδια μας να το περπατήσουμε. Ήρθε στο νού μου ένα άλλο τραγούδι:

« Όμορφη πόλη, φωνές, μουσικές, απέραντοι δρόμοι, κλεμμένες ματιές…η νύχτα έφτασε, τα παράθυρα κλείσαν, τη νύχτα έπεσε, οι δρόμοι χαθήκαν…».

Τοπίο στην Ομίχλη Read More »

Τα σπίτια των ανέμων

Άκουγα πάντα να το αποκαλούν «το σπίτι των ανέμων» και έτσι το έλεγα και     εγώ        όταν με ρωτούσε η μάνα μου πού θα πάω για παιχνίδι, έλεγα:

-«όχι μακριά, να… κοντά στο σπίτι των ανέμων»,  και εννοούσαμε το τριώροφο εκείνο σπίτι που βρισκόταν πίσω από το Δημοτικό σχολείο, ένα σπίτι αρκετά εντυπωσιακό, με μια αισθητική που φανέρωνε αρχιτεκτονική δουλειά των αρχών του 20ου αιώνα, τότε που ο μεγάλος αρχιτέκτονας της Θεσσαλονίκης Παιονίδης, έφερε στην μικρή μας πόλη την δική του αισθητική με τα πέτρινα σχολεία του Γυμνασίου και του πρώτου Δημοτικού, καθώς και τα κτήρια της Εθνικής Τράπεζας και των Λουτρών. Δεν ήξερα γιατί το έλεγαν έτσι, όμως όταν μεγάλωσα πια είδα ότι αυτό το σπίτι ήταν ουσιαστικά ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, μια και οι πρώτοι ιδιοκτήτες του είχαν μετακομίσει από την πόλη μας και σχεδόν χάθηκαν τα ίχνη τους. Άκουσα ότι πήγαν στην Αμερική και αυτή η πληροφορία μου επιβεβαιώθηκε πολλά χρόνια αργότερα όταν μπήκε στο εργαστήριό μου κάποιος νέος κύριος άγνωστός μου για να δει τις ζωγραφιές μου, και μου είπε ότι ήταν Λαγκαδιανός στην καταγωγή, πως ζει στην Αμερική και πως το πατρικό του σπίτι ήταν το γνωστό «σπίτι των ανέμων». Όταν του το είπα χαμογέλασε, δεν ήξερε το γιατί, αλλά φαντάστηκε γιατί …οι ιδιοκτήτες του σκορπίσανε στους πέντε ανέμους, όπως είπε. Ήταν κι αυτή μια ερμηνεία! Το σπίτι αυτό για χρόνια νοικιάζονταν και κατοικούνταν από στρατιωτικούς, κυρίως δόκιμους και υπαξιωματικούς, που δεν δικαιούνταν στέγαση στην λέσχη αξιωματικών που είχε στην πόλη μας.Το διαπίστωνες άλλωστε με την πρώτη ματιά καθώς στα μπαλκόνια του κρεμόταν πάντα μπουγάδες με στρατιωτικές σκελέες και στολές. Νέοι και ελεύθεροι όλοι τους απολάμβαναν τη ζωούλα τους όπως τραβούσε η ψυχή τους, και οι μεγαλύτεροι από μας και πιο πονηρεμένοι έλεγαν ότι στο σπίτι αυτό γράφτηκαν οι πιο μεγάλες αγάπες του Λαγκαδά και εδώ οι συμπατριώτισσές μας αποχαιρέτισαν ό,τι πιο πολύτιμο διέθεταν! Κάποτε ρώτησα την μάνα του:

  • -Γιατί ρε μάννα το σπίτι αυτό το λένε «των ανέμων» ;

Ξαφνιάστηκε για την ερώτηση, και απάντησε χωρίς να θέλει να δώσει θαρρείς συνέχεια.

  • Ε…γιατί το χτυπάνε οι βοριάδες αφού είναι γωνιακό, αλλά… και …κόμπιασε

λίγο, γιατί … «μπάζει από παντού, παιδάκι μου, είναι όσα έρθουν κι όσα πάνε..».

Αν καταλάβατε εσείς κατάλαβα και γώ! Όταν μια μέρα όμως άκουσα να μαλλιοτραβιέται μια νεαρά με τον νοικάρη Δόκιμο και να κράζονται, κατάλαβα τα λόγια της μάνας μου.

Πάντως το σπίτι αυτό ευτύχησε αργότερα να γνωρίσει δόξες πρωτόγνωρες, αφού νοικιάστηκε για κάποιο διάστημα ως Μητρόπολη για τον πρώτο δεσπότη της πόλης, και αργότερα έγινε και αστυνομικό τμήμα, αποπλύνοντας έτσι ό,τι η μοίρα έριξε σαν φήμη στην πλάτη του. Κατόπιν συντηρήθηκε και κοσμεί την ίδια γωνιά εδώ και χρόνια, χωρίς πλέον τον αχό των «ανέμων».

Θυμήθηκα αυτό το σπίτι καθώς από τότε πολλά σπίτια στη μικρή μας πόλη έγιναν «σπίτια των ανέμων» χωρίς βέβαια το παρελθόν και την ιστορία του, αλλά απλά έμειναν με μόνη συντροφιά το σφύριγμα των ανέμων της πόλης μας και την αδυσώπητη μοναξιά.

Κάποια μέρα ένα δυνατό μπουρίνι, καλοκαιρινό, ήταν αρκετό να κλονίσει συθέμελα ένα τέτοιο σπίτι. Τα δοκάρια του δεν άντεξαν στην πίεση του ανέμου, η βροχή ξέπλυνε και τις τελευταίες πέτρες του που έχασκαν χρόνια τώρα, σα ξεδοντιασμένη γριά, τα παράθυρα δεν είχαν ούτε πλέον παντζούρια να χτυπήσουν για να ζητήσουν βοήθεια και αβοήθητο μόνο στη μοναξιά των χρόνων και της εγκατάλειψης σωριάστηκε στη γη με γδούπο. Κανείς δε νοιάστηκε για το «γκρεμίδι», μόνο οι γείτονες αλαφιάστηκαν βραδιάτικα μην έγινε κανένα κακό και έπεσε πάνω σε περαστικούς ή σε κανένα σταθμευμένο αυτοκίνητο,αλλά πού περαστικός τέτοια ώρα και με τέτοιο χαλασμό!

Δεν μπόρεσα να καταλάβω τελικά αν αυτό το σπίτι έπεσε ή αυτοκτόνησε από μελαγχολία για την εγκατάλειψη τόσων χρόνων;

Την άλλη μέρα μια μπουλντόζα περίμενε υπομονετικά την εντολή για το αποτέλειωμα και τις κόκκινες ταινίες να οριοθετούν τον τόπο του δυστυχήματος.

Πέρασα με το πρώτο φως της μέρας να το δώ.Τραγική φιγούρα μιας εποχής που κανένας δε νοιάστηκε να την περισώσει, ίσως γιατί η εποχή μας θέλει τη βολή και την άνεσή της και δε σκοτίζεται και πολύ για λαϊκές αρχιτεκτονικές και παραδοσιακές αναμνήσεις που κανέναν δε συγκινούν πια παρά μόνο ρομαντικούς και αρχαιολόγους. Περίμενα να δω πάνω στα χαλάσματα έστω ένα λουλούδι, όπως θα κάναμε σε κάθε κτήριο που θα έπεφτε με τέτοιο τραγικό τρόπο.Ύστερα είπα γελώντας στον εαυτό μου:

-Σιγά ρε φίλε δεν έπεσαν και οι δίδυμοι πύργοι!

Κάποιοι χάρηκαν για το θέαμα. Επιτέλους να ξεκαθαρίσει η γειτονιά, άλλοι είπαν ευτυχώς που δε σκότωσε και κανέναν νάχουμε και τραβήγματα, άλλοι το προσπέρασαν αδιάφορα και αναρωτήθηκαν γιατί επιτέλους δεν βρίσκεται κάποιος να το αποτελειώσει να καθαρίσει ο τόπος!Στον τοίχο έγραφε ακόμα το όνομα μιας ποδοσφαιρικής ομάδας που οι φίλαθλοι αρέσκονταν στη βεβήλωση περιουσιών που δεν τους ανήκαν. Η πρόσοψη έμεινε να στέκεται στον αέρα και να προσπαθεί θαρρείς να κρατηθεί ακόμα στο παρόν με νύχια και με δόντια. Ένας τοίχος μπαγδατί,από ξύλα και λάσπη, με τα παράθυρα ανοιχτά σαν μάτια ορθάνοιχτα από την αγωνία του τελευταίου επιθανάτιου σπασμού, ή σαν στόματα που προσπαθούν να πάρουν την τελευταία ανάσα και να την παραδώσουν στην αιωνιότητα. Ίχνος ζωής…δεν υπήρχε. Κι όμως κάποτε σ’ αυτά τα παράθυρα κάποια μάτια και πρόσωπα θα παρατηρούσαν το δρόμο και θα ομόρφυναν τη γειτονιά με την εικόνα τους, ή κάτω απ’ αυτά τα παραθύρια θ’ ακούστηκε«το παραθύρι σου άνοιξε ,ρίξε μου μια γλυκειά ματιά». Η αυλή γεμάτη σπασμένα ξύλα και κεραμίδια, καλαμωτές και σοβάδες που σκέπαζαν τα λίγα χόρτα και κάποια ξεχασμένα λουλούδια που επέμεναν στα χρόνια της εγκατάλειψης και της μοναξιάς να ανθίζουν για να κάνουν παρέα στο σπίτι, να τονίζουν την ομορφιά του και να ελπίζουν σε μιαν άλλη άνοιξη, πλην όμως ματαίως.

Έφυγα με μια θλίψη στην ψυχή. Το απόγευμα ξαναπέρασα για να το δω με το φως του εσπερινού και να το φωτογραφήσω. Ίδια εικόνα προς το μελαγχολικότερο τώρα. Το βράδυ δεν περίμενα να φτάσει και με βρήκε να χαζεύω απέναντι από τα παράθυρα το θέαμα. Το φεγγάρι μόλις είχε πάρει ν’ ανεβαίνει ψηλά και μέσα απ’ τα σπασμένα και ορθάνοιχτα παράθυρα ξεπρόβαλλε η μορφή του για να φωτίσει το γκρεμισμένο σπίτι. Καθώς δεν υπήρχε τοίχος να κόψει το φως του, το έβλεπες να περνά από το κάθε παράθυρο και δεν μπορώ να φανταστώ τι θαύμαζε το φεγγάρι; ό,τι απόμεινε ή την μοναξιά των χαλασμάτων. Πιθανόν να έβλεπε και έναν περίεργο σαν κι εμένα που θαύμαζε άραγε τι; Άναψα ένα ρεσώ πάνω στις πέτρες στη μνήμη των ανθρώπων που έζησαν κάποτε εδώ. Το λιγοστό φως γλύκανε λίγο την ατμόσφαιρα των χαλασμάτων.Τα παρμάκια του μπαλκονιού έχασκαν στον αέρα και καθώς τα φώτιζε το φεγγάρι έμοιαζαν σαν πολεμίστρες θαρρείς έτοιμες για τη μάχη ή σαν απολήξεις ενός κάστρου παλιού. Ένα βραδινό αεράκι πέρασε και δρόσισε το πρόσωπό μου, και καθώς πλησίασα πιο κοντά στα χαλάσματα άκουσα τον αγέρα να τραγουδά μέσα απ’ τις πέτρες και τα κρεμασμένα φουρούσια. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ταύτισα το τραγούδι του με ένα γνωστό κι αγαπημένο τραγούδι:

«Τα πνεύματα επιστρέφουνε τις νύχτες

φωτάκια από αλύτρωτες ψυχές

κι αν δεις εκεί ψηλά στις πολεμίστρες

θα δεις να σε κοιτάζουνε μορφές.

Και τότε ένα παράπονο σε πιάνει

και στα καντούνια μέσα σε γυρνά

η πόλη μια παλιά αγαπημένη

που συναντάς σε ξένη αγκαλιά».

 

Στην αγκαλιά της μάνας γης! Ίδια θαρρείς τραγική η μοίρα ανθρώπων και κτισμάτων!

Ανατρίχιασα  καθώς πέρασε από το μυαλό μου ότι μπορεί απόψε όλα τα πνεύματα των ψυχών που έζησαν σ’ αυτό το σπίτι, ίσως να πλανώνται μέσ’τα χαλάσματα και να θρηνούν για το χαμό του. Και σα να βλέπω σκιές και τις μορφές των φίλων του σπιτιού και των γειτόνων, που κάποτε σ’ αυτό το αρχοντικό έζησαν τη χαρά, την ευτυχία και το δάκρυ και το μοιράστηκαν μεταξύ τους, σίγουρα δεν θα ήθελαν ν’ αφήσουν μόνους τους νοικοκυραίους στην μοναξιά μιας απώλειας. Κάποια στιγμή ακούστηκε η φωνή μιας κουκουβάγιας, που προφανώς έχασε τη φωλιά της σ’ αυτό το σπίτι και αναζητούσε αλλού πια στέγη. Όλα αυτά τα σπίτια χρόνια τώρα τα συντρόφευαν κουκουβάγιες και τριζόνια και έτσι απάλυναν την μοναξιά και έδιναν έναν τόνο ζωής στη σιωπή. Η γιαγιά μου έλεγε ότι η κραυγή της κουκουβάγιας προμηνύει θάνατο.

Να η τυφλή κυρα-Μυγδάλω που κάποτε αυτοί οι τοίχοι στήριζαν τα βήματά της, έρχεται ψαχουλεύοντας να δει με τα μάτια της ψυχής της ό,τι απόμεινε απ’ τα παλιά. Η κυρά Πασχαλίνα, η Λενκούδα, η κυρά Βαγγελιώ, ο μπαρμπα-Γιώργης, ο κυρ- Γιάννης ,ο κυρ-Βαγγέλης, ο μπαρμπα Στέργιος, μορφές και σκιές από την αιωνιότητα με βήματα αργά και κουρασμένα φτάνουν για να συντροφέψουν στο τελευταίο ξόδι της την ψυχή του σπιτιού. Το αγέρι δυνάμωσε και τώρα το τραγούδι του σαν σφύριγμα ερχόταν πλέον στα χείλη μου: «Τα πνεύματα επιστρέφουνε τις νύχτες, φωτάκια από αλύτρωτες ψυχές…κι αν δεις εκεί ψηλά στις πολεμίστρες θα δεις να σε κοιτάζουνε μορφές»…ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό, προσπάθησα να μη γίνει λυγμός για την απώλεια μιας ιστορίας ακόμα.

Πήρα το δρόμο για το σπίτι. Καθ’ οδόν συνάντησα κι άλλα σπίτια όπου ο αγέρας περιέργως πως, τραγουδούσε το ίδιο τραγούδι τώρα πιο δυνατά. Είναι τα σπίτια των ανέμων, γιατί τελικά ο άνεμος είναι η μόνη ανάσα ζωής που έχουν αυτά τα σπίτια της πόλης μας.

Τα σπίτια των ανέμων Read More »

Μεγαλοβδομαδιάτικο

Αχάραγα ακόμα της Μεγάλης Τρίτης η φωνή ξεσήκωνε την γειτονιά μας.

-Πουρνάρια καλά, πουρνάρια ξερά!!!!

-Σταμάτα βρε χριστιανέ μου ο κόσμος κοιμάται ακόμα, μπα σε καλό σου, ακόμα με τη τσίμπλα στο μάτι είμαστε όλοι, έλεγε η γιαγιά στον μπάρμπα- Θανάση που κατέβηκε χαράματα ακόμα από τον Βερτίσκο να ξεπουλήσει τα πουρνάρια του πριν ξημερώσει για τα καλά και κατεβούν κι οι άλλοι πουρναράδες από το Σωχό και τις Πέντε Βρύσσες ,το Λοφίσκο, το Κρυονέρι. Μέρες που έρχονται είναι ευκαιρία να ξεπουλήσει τα φορτία του τα οποία έσερναν τέσσερα γαϊδουράκια κατάφορτα ως πάνω, που αγκομαχώντας κατέβηκαν όλες εκείνες τις ανάποδες στροφές του δρόμου από το Βερτίσκο στο Λαγκαδά. Αν δε δούλευε τέτοιες μέρες πότε θα δούλευε; γι αυτό και απόμεινε μέρες τώρα στο βουνό για να προλάβει να κόψει όσα χρειαζόταν για να καλύψει την πελατεία του. Αυτή την περίοδο δεν έφερνε μόνο στους επαγγελματίες φουρνάρηδες πουρνάρια, αλλά ξεφόρτωνε και στα σπίτια που είχαν φούρνο στις αυλές και που ετοιμάζονταν για τα τσουρέκια και τα σιμίτια. Η μάνα βγήκε να προλάβει την παραλαβή και να τα ξεφορτώσει στην αυλή της κυρά-Λένης, μια και φέτος δεν πρόλαβε να πιάσει σειρά στο φούρνο της κυρά-Λυσάβως που ήταν και πιο μεγάλος και έπαιρνε ίσα και με τέσσερις δόσεις κουλούρες. Τα φορτία παραδόθηκαν, κέρασαν κι ένα καφέ στον κυρ-Θανάση και βάλθηκαν να προγραμματίζουν τη σειρά για το ψήσιμο. Καλά θα ήταν να ξεκινήσουν το φούρνισμα από την μεγάλη Τετάρτη για να έχουν μεγαλύτερη άνεση την Πέμπτη γιατί ως να ξεφουρνίσουν θα πρέπει να πάνε και στα δώδεκα Ευαγγέλια. Έτσι και έγινε την Μεγάλη Τετάρτη ξεκίνησαν πρώτα οι γειτόνισσες το φούρνισμα και την μεγάλη Πέμπτη άφησαν το φούρνο ελεύθερο για τους νοικοκυραίους για να μπορούν να δώσουν κι ένα χεράκι βοήθειας σε όποια γειτόνισσα το είχε ανάγκη. Τη μεγάλη Πέμπτη από νωρίς κι όλας ήταν κι η πρόβα της χορωδίας για τα εγκώμια και έπρεπε να πάνε για τις τελικές πρόβες και τις ετοιμασίες. Α…έπρεπε να προλάβουν να πάνε και στην αγορά νωρίς να πάρουν και στεφάνι για το σταυρό, που το ‘χαν τάμα κάθε χρόνο να το κρεμούν στον εσταυρωμένο με την ελπίδα να βρει γαμπρό και η κουνιάδα, η αδελφή του μπαμπά. Αν και η ίδια απελπισμένη πλέον δεν ήλπιζε ούτε με το νέο στεφάνι να συναντήσει τον πρίγκιπα που χρόνια περίμενε και ξόδεψε αρκετά για στεφάνια μεγαλοπεμπτιάτικα.  Ο θείος έλεγε πως η Ζαχαρούλα δεν έβραζε ούτε με τα διπλά φορτιά πουρνάρια που ξεφόρτωνε ο κυρ-Θανάσης, γιατί είχε μάθει να βράζει μόνη της στο δικό της ζουμί. Άλλωστε είχε συνηθίσει να κάθεται στο ράφι της και δεν της έμελε ό,τι και να γινόταν. Όμως τώρα το στεφάνι το πρόσφερε απ΄την καρδιά της για το Χριστό, όπως έλεγε, για να μην υπάρχει περίπτωση να απογοητευθεί και πάλι περιμένοντας τον δικό της νυμφίο, ο οποίος έτσι κι αλλιώς δεν εφάνηκε ούτε «εν τω μέσω της νυκτός» ούτε εν τω μέσω της ημέρας.

Η μαμά πάντως την έπαιρνε μαζί της στην αγορά για να ψωνίσουν μαζί ό,τι χρειαζόταν η οικογένεια και να της αλλάξει λίγο τη διάθεση. Εμείς στο σπίτι με τη γιαγιά ετοιμάζαμε τα αυγά πλένοντάς τα προσεκτικά και ετοιμάζοντας τις μπογιές, κυρίως από κατακόκκινα παντζάρια, η από φύλλα κρεμμυδιού,που επίσης έκαναν καλό χρώμα. Όσο είμασταν μικρά η γιαγιά τέτοιες μέρες έπαιρνε φωτιά για να βοηθήσει κι αυτή όσο μπορούσε νύφη και κόρες και φρόντιζε να μας απασχολεί για να μη δυσκολεύουμε τη μάννα στις ετοιμασίες. Κατά το μεσημέρι της Μεγάλης Πέμπτης, έλεγε στη μάννα, «άσε να πάω εγώ στο φούρνο να περιμένω τα τσουρέκια, πάρε εσύ τα μικρά για να κοιμηθούν γιατί το βράδι δεν θα αντέξουν στα δώδεκα ευαγγέλια». Αυτή η στιγμή θα μου μείνει αξέχαστη γιατί κι η μάννα είχε την ανάγκη από λίγη ξεκούραση αλλά κι εμείς απολαμβάναμε την ζεστή αγκαλιά της που μύριζε τσουρέκι, μπυρομαγιά και μαχλέπι. Παρ’ όλη την κούρασή της έγερνε δίπλα μας και αρχινούσε τις ιστορίες για τα πάθη του Χριστού, για το μυστικό δείπνο, για την προδοσία και τα ραπίσματα και τέλος για την πορεία προς το Γολγοθά. Κι ύστερα αφού τα διηγούνταν αναλυτικά αρχινούσε να τραγουδά το μοιρολόγι της ημέρας που έψελναν το βράδι οι γυναίκες στην εκκλησία δίπλα στον σταυρό του Χριστού και ολημερίς τη μεγάλη Παρασκευή, καθώς χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα: «Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα πιάσαν το Χριστό τον πάντων βασιλέα…Παίρνουν το δρόμο το δρομί, δρομί το μονοπάτι, το μονοπάτι τα’ έβγαλε στην πόρτα του Πιλάτου… Η Παναγιά σαν τ άκουσε πέφτει λιγοθυμάει, πέντε σταμνιά της περιχούν, τρία σταμνιά του μόσχου…όποιος το ακούει σώζεται, κι όποιος το λέει αγιάζει. Κι όποιος το παρασέβεται παράδεισο θα λάβει, Παράδεισο και λίβανο από τον άγιο Τάφο…». Τα δάκρυά της πολλές φορές έφταναν μέχρι το μέτωπό μας που το χάιδευε και το φιλούσε και έβγαζε όλη εκείνη την τρυφεράδα της μάνας Παναγιάς που νανούριζε τον μονογενή της. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η συγκίνηση έφτανε και στα δικά μας παιδικά μάτια και νιώθαμε να ζούμε τα πραγματικά γεγονότα ακόμα μια φορά. Το βράδι στα δώδεκα ευαγγέλια με αγωνία μετρούσαμε να σβήνουν τα κεριά μετά από κάθε ευαγγέλιο και φυσικά μας ένοιαζε πότε θα τελειώσει η ακολουθία για να ξεκινήσει το στόλισμα του επιτάφιου, στο οποίο συμμετείχαμε όλα τα παιδιά, με προεξάρχουσες βέβαια τις γυναίκες και τις μεγαλοκοπέλες της ενορίας που είχαν πάντα το γενικό πρόσταγμα. Οι γυναίκες, κυρίως οι μεγαλύτερες στην ηλικία, που δεν έπαιρναν μέρος στον στόλισμα, καθόταν γύρω από τον σταυρό στο κέντρο της εκκλησίας και όλη τη νύχτα τραγουδούσαν το μοιρολόγι της Παναγιάς, επαναλαμβάνοντάς το η μια μετά την άλλη,σαν μέλη χορού αρχαίας τραγωδίας, ενώ όσες δεν ήξεραν όλα τα λόγια απ’ έξω, ισοκρατούσαν με ρυθμό.

Κατά το ξημέρωμα ο επιτάφιος ήταν σχεδόν έτοιμος με μερικές λεπτομέρειες να εκκρεμούν και μεις τρέχαμε σπίτι να ξαπλώσουμε λιγάκι γιατί κατά τις δέκα θα ξεκινούσε η πρωινή ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής στην οποία έπρεπε να πιάσουμε θέση για να χτυπάμε ολημερίς πένθιμα την καμπάνα. To πρωί πέρασα να πάρω τον Χρήστο για να πάμε παρέα στην εκκλησία.Τον βρήκα να κοιμάται ακόμα και η μάνα του μόλις έμαθε το σκοπό της επίσκεψής μου έσκασε στα γέλια.

-Αν το καταφέρεις μου λέει σήκωσέτον και πάρτον μαζί σου. Έχει μουλαρώσει από προχθές την μεγαλοδευτέρα που πήγε στην ακολουθία και γύρισε πίσω φουρκισμένος γιατί ο παπάς που διάβαζε το ευαγγέλιο λέει πως έβριζε συνέχεια.Γελάσαμε κι οι δυό με την ευθιξία του Χρήστου αλλά πώς να του εξηγήσεις πως αυτά που έλεγε ο παπάς και του φαινόταν βρισιές τα έλεγε το ευαγγέλιο, ότι δηλαδή «εν γαρ τη βασιλεία των ουρανών, ούτε γαμούσι ούτε εκγαμίζονται» και έφαγα αρκετή ώρα να του εξηγώ το νόημα των λέξεων για να λυθεί η παρεξήγηση.Στο τέλος ήρθε μαζί μου με την απειλή ότι άμα ξαναβρίσει ο παπάς εγώ φεύγω στη στιγμή.Εμ… ξαδερφάκι μου αυτό είναι άμα δε ξέρεις καλά αρχαία ελληνικά!Κοκκίνησε και κατέβασε το κεφάλι συνεσταλμένα.

Το βραδάκι έτοιμα όλα για τα εγκώμια και την περιφορά του επιταφίου. Απολαμβάναμε πραγματικά τις ψαλμωδίες και ιδιαίτερα εκείνα τα υπέροχα λόγια των ύμνων που σε έκαναν να ψάλλεις ασυναίσθητα το «Έραναν τον τάφον αι μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι. Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;»

Καμαρώναμε για τον επιτάφιο που βάλαμε κι εμείς το χεράκι μας για το τελικό αποτέλεσμα, χαιρόμασταν την συμμετοχή και την αγάπη όλων για την ημέρα αλλά και την ευλάβεια των απλών ανθρώπων.

Χρώματα κι ευωδιές, άρωμα από αγνό μελισοκέρι, και αγιονορείτικο θυμίαμα, ψαλμοί και ύμνοι, χαρά και λύπη ανάμεικτες σε μια προοπτική ελπίδας, η χαρμολύπη του σταυρού, η ελπίδα και η σιγουριά της ανάστασης και ψαλμωδίες γεμάτες φως, «εκ του ανεσπέρου φωτός», που πλημμύριζε η πλάση, ο ουρανός και η γη και τα καταχθόνια. Έτσι μονάχα καταλαβαίνεις καλύτερα αυτό που λές κάθε φορά μηχανικά «δια του σταυρού, χαρά εν όλω τω κόσμω…».

Μεγαλοβδομαδιάτικο Read More »

«Αγγέλων πόλις…»

Το κρύο από νωρίς περόνιαζε τα κόκαλα και αυτή η Λαγκαδιανή υγρασία θαρρείς πως έκανε ακόμη πιο παγωμένη την ατμόσφαιρα της πόλης. Το τραινάκι κουκουλωμένο με την ναϋλον επένδυσή του, σφύριζε για να μαζέψει τους τελευταίους ξεχασμένους επιβάτες μετά την ρόκ συναυλία, που προσπάθησε ,πλην ματαίως, να δώσει χριστουγεννιάτικο κλίμα στην ατμόσφαιρα. Όπως–όπως τα τελευταία παιδιά στριμώχτηκαν στο βαγόνι και ξεκίνησαν για το Λαγκαδά, κόβοντας απαλά την πυκνή ομίχλη που εδώ και ώρα είχε αρχίσει να καλύπτει τα σπίτια, τα αυτοκίνητα, τους ανθρώπους και μαζί μ’ αυτούς, τους καημούς , τα πάθη και τα προβλήματα της καθημερινότητας. Μόνο τα θαμπά φώτα έμειναν να φωτίζουν και να δίνουν στόχο ύπαρξης και παρουσίας σπιτιών και κτηρίων. Οι τελευταίοι υπάλληλοι άρχισαν βιαστικά να μαζεύουν τα τραπέζια και τις καρέκλες που ήταν εκτεθειμένες έξω στην υγρασία και τρέχοντας σχεδόν, για να αποφύγουν το κρύο, έκλειναν τα σπιτάκια της «πόλης των αγγέλων» και αποχωρούσαν για το σπιτικό τους, κουβαλώντας την κούραση και την ορθοστασία της μέρας που πέρασε. Άλλοι χαρούμενοι, άλλοι προβληματισμένοι, άλλοι κουρασμένοι, άλλοι ανήσυχοι για την αυριανή μέρα που ξημέρωνε, γιατί ειν’ αλήθεια στην πατρίδα μας τελευταία δεν μπορείς να ξέρεις τι σου ξημερώνει. Τα φώτα της πόλης και τα πολύχρωμα λαμπιόνια της διακόσμησης, πρόσφεραν μιαν ονειρική εικόνα μέσα στην πυκνή ομίχλη, μπλε κόκκινα, κίτρινα, πράσινα λαμπιόνια χρωμάτιζαν και το χώρο αλλά και τα όνειρα των μικρών παιδιών που επισκεπτόταν την πόλη. Στην είσοδο δυό άγγελοι καμωμένοι με λαμπιόνια, φύλαγαν θαρρείς το χώρο από κάθε κακό, « αγγέλων πόλις» γαρ, άρα ο χώρος δικαιωματικά τους ανήκε και έστω και ψεύτικοι είχαν «καθήκον» να τον φυλάγουν. Ο αϊ-Βασίλης, έμεινε ακόμα καθηλωμένος σε μια καρέκλα, προσπαθώντας να μαζέψει το κουράγιο του και τα πόδια του από την κούραση και την ορθοστασία της ημέρας, καθώς έπρεπε να στέκει πότε όρθιος και πότε γονατιστός για να φωτογραφηθεί με τους μικρούς επισκέπτες του και να προσφέρει «εκών-άκων» χαμόγελα και ατμόσφαιρα παραμυθένια, τι να έκανε άλλωστε, αλλιώς δεν έχει μεροκάματο. Η μικρή καφετέρια έκλεινε κι αυτή, αλλά μόλις είδε τον «άγιο» να κάθετε σ’ ένα τραπεζάκι μόνος του, γερμένος πάνω του, λυπήθηκε να του υπενθυμίσει ότι «κλείνουμε» παρά… τον άφησε να ξαποστάσει και να ζεσταθεί , μια και η μεγάλη ξυλόσομπα είχε ακόμα αρκετά ξύλα για να κάψει για αρκετή ώρα. «Μεγάλε εμείς φεύγουμε» του είπαν τα παιδιά, κάτσε όσο θές και όσο έχει ζέστη, πιές και κανένα τσάϊ που έχει πάνω στη σόμπα κι άμα φύγεις δώσε τα κλειδιά στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, «άντε κι αύριο έχει μέρα και μας περιμένει αρκετή κούραση». Μια βαριά καληνύχτα ήταν η τελευταία κουβέντα κι έφτανε να τυλίξει η σιωπή το χώρο αλλά και το χωριό ολόκληρο. Είδε τα φώτα έξω από το παράθυρο πως χαμήλωσαν λίγο, οι φωνές σώπασαν, ένα τελευταίο μαρσάρισμα κάποιου αυτοκινήτου τον έκανε να πεταχτεί τρομαγμένος και έκανε ακόμα και τα αδέσποτα της «αγγέλων πόλης» να αρχίσουν να αλυχτούν νευρικά μέσα στη βραδινή ησυχία. Έμεινε μόνος, κατάμονος μέσα σε μια «πόλη αγγέλων», τι είχε να φοβηθεί αυτός ένας «άγιος»- έστω εποχιακός και άνευ συμβάσεως- σε μια έρημη πόλη ; Βγήκε λίγο έξω από το σπιτάκι και είδε τα αδέσποτα να τριγυρνούν μέσα στην ομίχλη, τα λυπήθηκε, άνοιξε την πόρτα και τα φώναξε κοντά του πετώντας κάτι κομμάτια κρουασάν που βρήκε κάτω πεταμένα. Πεινούσαν κι αυτά τα έρημα σαν κι αυτόν, αλλά δεν ήθελε να τα στερήσει το γεύμα και να στερηθεί τη συντροφιά τους. Πήρε το μικρότερο και το χάϊδεψε κρατώντας το στην αγκαλιά του κι αυτό κούρνιασε χαδιάρικα στα χέρια του. Κάποιος του είπε ότι στην Αμέρικα οι άστεγοι κρατούν ένα σκύλο πάντα στην αγκαλιά τους τις κρύες νύχτες του χειμώνα, γιατί τους προσφέρει ζεστασιά, αλλά κι αν –ό μη γένοιτο- πάθουν κάτι, ο σκύλος γαυγίζει και ζητά βοήθεια για χάρη τους. Μαζί με τα σκυλιά τρύπωσε στο σπιτάκι κι ο Νικόλας…Ναι αυτόν τον είχε ξεχάσει, πως μένει μήνες τώρα στο χώρο αυτό  χειμώνα- καλοκαίρι και συντροφεύει τα αδέσποτα , μοιράζοντας το φαγί του μαζί με τα σκυλιά. Μοναχικός κι αμίλητος, χαμογελαστός και ατημέλητος, άφοβος στο κρύο ή τη ζέστη, «παραθερίζει» και «παραχειμάζει» στην «πόλη των αγγέλων», λες και τον άφησαν μόνιμο φύλακα οι άγγελοι των χριστουγέννων ή τα ξωτικά των Θεοφανείων.Κάποτε και οι άγγελοι και τα ξωτικά θα αποσυρθούν, ο Νικόλας όμως θα παραμείνει στον τόπο του . Είχε βολέψει μάλιστα και το βραδινό γεύμα, τόσο το δικό του, όσο και των σκύλων που τον ακολουθούσαν, από τους κάδους που κάθε βράδι ξεχείλιζαν από την απληστία , όχι των αγγέλων, αλλά των ανθρώπων. Χαμογέλασε κάτω από τα  αξύριστα  γένια του, καθώς ο «άγιος» παιδευόταν να ξεμπλέξει τα ψεύτικα γένια της στολής του. «Αλήθεια ρε Νικόλα, εσένα έπρεπε να ντύσουμε άγιο-βασίλη που έχεις αληθινά γένια, κι όχι εμένα»….Ο Νικόλας γέλασε πικρά ψιθυρίζοντας, «εγώ δεν κάνω για άγιος» και άρχισε να γελάει νευρικά γιατί θυμήθηκε ότι ένα από τα σουξέ που ακούγονταν απόψε από τα μεγάφωνα της εκδήλωσης έλεγε « δεν σου κάνω τον άγιο…» . «Γελάς μπαγάσα, σ’ άρεσε απόψε ο τραγουδιστής, είχε πολύ τζερτζελέ, λές και είμασταν σε σκυλάδικο και διασκεδάζαμε, δεν είπε και τίποτα χριστουγεννιάτικο… μόνο σαμπάνιες δεν ανοίξαμε…νάχαμε και κανένα ουισκάκι καλά θα ήταν, αλλά  σάματις κάνω εγώ για άγιος»; αναρωτήθηκε, «αλλά ανάθεμα την κρίση» είπε μέσα απ’ τα μουστάκια του.Ο Νικόλας δε μίλησε μον’ άνοιξε την πόρτα και μια παρέα σκύλων τον ακολούθησε στη νυχτερινή του περιπολία στους κάδους των απορριμμάτων, κάτι θα κονομούσαν ακόμα για φαγητό, μπορεί να εξασφάλιζαν και το αυριανό γεύμα.

-«Μη γυρνάς βρε μες την υγρασία, θα παγώσεις κάτσε εδώ μέσα να ζεσταθείς,,,να ξανάρθεις…μη μείνεις έξω…». Ο αϊ-Βασίλης, ρούφηξε την τελευταία γουλιά του τσαγιού του και άραξε όσο πιο άνετα μπορούσε στην πολυθρόνα του. Τώρα τέτοια ώρα πού να πάει σπίτι; κι αν πάει ποιόν να βρεί; και με τι να ζεσταθεί με τέτοιο κρύο; Εδώ τουλάχιστον μέχρι το πρωί θα έχει ζέστη και τα κούτσουρα θα καίνε όλη νύχτα. Έριξε μια ματιά από το παράθυρο. Απόλυτη γαλήνη. Ησυχία παντού. Η ομίχλη όλο και πιο πυκνή, έκανε ακόμη πιο δυσθεώρητα τα κτήρια, τα δέντρα, την «πόλη των αγγέλων». Στην είσοδο οι δυό άγγελοι έλαμπαν ακόμα και σηματοδοτούσαν την πόλη «των αγγέλων». Ήθελε με κάποιον να μιλήσει, γύρισε προς τη μεριά των φωτισμένων αγγέλων και φώναξε:

-« Έ…καληνύχτα , καλό ξημέρωμα, χρόνια πολλά, αύριο ξημερώνει παραμονή…». Δεν του απάντησε κανείς, πώς άλλωστε; Εκείνος όμως με τη φαντασία του και καθώς έβλεπε θολά μέσα στην ομίχλη κι ο βραδινός αγέρας να φυσά και να κουνά τα φτερά τον αγγέλων, νόμισε πως τον αντικαληνύχτισαν, γύρισε ευχαριστημένος και απλώθηκε φαρδύς-πλατύς στην πλαστική πολυθρόνα του. Πήρε και μια ακόμα καρέκλα, την έβαλε μπροστά και αφού έβγαλε τις μπότες του και έτριψε λίγο τα ξυλιασμένα δάχτυλά του τα άπλωσε στην καρέκλα. Πάνω στο τραπέζι είχε μαζέψει αρκετά αποτσίγαρα από τα σταχτοδοχεία, τα άνοιξε, έβγαλε τον καπνό, βρήκε κάτι χαρτάκια αποδείξεων ξεχασμένα και άρχισε να στρίβει τσιγάρο. Η μυρωδιά σκόρπισε στο χώρο και βάραινε την ατμόσφαιρα, τα μάτια του είχαν αρχίσει να βαραίνουν και να κλείνουν τα βλέφαρα. Έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω να ξεκουραστεί και σε λίγο παραδόθηκε στην αγκαλιά του ύπνου και της ξεκούρασης.

Ξάφνου άνοιξε η πόρτα δειλά-δειλά και είδε να ξεπροβάλλει μπροστά του η μορφή ενός Αγγέλου. Ταράχτηκε, δεν το περίμενε, επίσκεψη τέτοια ώρα…πέταξε κάτω από το τραπεζάκι τα τελευταία αποτσίγαρα που είχε μαζέψει, αισθάνθηκε ντροπή αυτός ένας αϊ-Βασίλης να καπνίζει, έβαλε ξανά τα γένια του που είχε ακουμπήσει στο διπλανό τραπέζι , έσιαξε όπως-όπως τη στολή του και χαιρέτισε με συστολή.

-«Είχαμε πεί καληνύχτα προηγουμένως…»ψέλλισε, «αλλά φαίνεται και σας δεν σας κολλάει ό ύπνος». Ο άγγελος χαμογέλασε, και του υπενθύμισε πως «οι άγγελοι δεν κοιμούνται ποτέ γιατί είναι πνεύματα και αν κοιμόταν αυτοί ,αλλοίμονο στους ανθρώπους». Απόρησε με την αντοχή τους, γιατί κι αυτός παρ’ ότι άγιος και μάλιστα «Μέγας Βασίλειος» δεν είχε τέτοιες αντοχές…Βέβαια, είπε, αν ήταν να δουλέψει διπλή βάρδια η αγιοσύνη του και να πληρωθεί διπλά, ίσως έκανε κουράγιο για ένα βαρβάτο μεροκάματο, αλλά πού τέτοια τύχη. «Τρία χρόνια κάνω τον άγιο και τα δύο είμαι απλήρωτος, ελπίζω φέτος κάτι να γίνει και να πάρω κανένα φράγκο, αλλιώς κλάφτεμε άγγελοι». Ο Άγγελος τον κοίταζε χωρίς να μιλάει, όμως αυτός ξανοίχτηκε και άρχισε να λέει τα δικά του, να διηγείται τα πάθια του και τους καημούς του, τη φτώχεια του, που τον ανάγκασε να γίνει «καρναβάλι-άγιος» για ένα μεροκάματο, τη σκληρότητα του κόσμου, τα προβλήματα των αναγκεμένων ανθρώπων που ζορίζονται πολύ με την κρίση, την ανέχεια που βασανίζει τους εργάτες της Πόλης, ακόμα και αυτής των Αγγέλων, τα πρεζόνια που κρύβονται στα σπιτάκια για να τρυπηθούν , την υποκρισία των ανθρώπων που θέλουν να γιορτάσουν Χριστούγεννα και ξεγελούν τα παιδιά τους με ψέματα και ξωτικά, με Φουρέιρα και Σταν ή με Τσαλίκη και Ανεμοσκορπίσματα. Ξέρεις τι έλεγε η γιαγιά μου άγιε άγγελε; «ανεμοσκορπίσματα, διαβολομαζώματα», ναι «έτσι καταντήσαμε».Και το αίμα του ανέβαινε στο κεφάλι σαν έμαθε πως όλοι οι τραγουδιστάδες θα έπαιρναν τόσα πολλά λεφτά, όσα δεν θα μάζευε αυτός σε 5 χρόνια αν δούλευε.

Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, προσπάθησε να τα κρύψει μα δεν κρυβόταν πια η πίκρα του, όχι τόσο για τα δικά του βάσανα όσο για αυτά των άλλων ανθρώπων. «Ξέρεις τι βλέπω κάθε μέρα εδώ; Ανθρώπους που ψάχνουν για χαρά και δεν ξέρουν που να τη βρούν. Ανθρώπους που ψάχνουν για φαγητό και ανασκαλεύουν τους κάδους, προχτές το βράδυ μου έλεγε κάποιος πως έγινε κλέφτης και κλέβει τα αποκέρια από τα ξωκλήσια για να έχει φως και λίγη ζεστασιά στο σπίτι του. Ζητούν αγάπη και αξιοπρέπεια και δεν την δίνει κανείς κι αυτό με πνίγει, άγγελε». Τον πήρε το παράπονο, δεν μπορούσε πια να μιλήσει, ένας κόμπος του έκλεινε το λαιμό. Σταμάτησε και έβαλε το πρόσωπο στα δυο του χέρια. Ξέσπασε σε κλάμα βουβό. Κάποτε ηρέμησε και αισθάνθηκε το χέρι του Αγγέλου να του χαϊδεύει τα μαλλιά. ΄Ανοιξε τα μάτια του θέλοντας να ευχαριστήσει τον άγγελο που τον άκουσε. Είδε δίπλα του τον Νικόλα να τον σκουντά ελαφρά και να τον ρωτά τι έχει.

-Νόμισα ότι έκλαιγες στον ύπνο σου είπε.

-Τι έγινε ξημέρωσε ; ρώτησε.

-Σε λίγο χαράζει, ξημερώνει παραμονή Χριστουγέννων.

Και τότε έγιναν και οι δυό παιδιά, κι άρχισαν να τραγουδούν μ όλη τη φωνή τους:

«Χριστούγεννα πρωτούγεννα

πρώτη γιορτή του χρόνου,

για βγάτε, δέτε ,μάθετε, πως ο Χριστός γεννιέται….»

Κοίταξε από το παράθυρο προς τη μεριά των αγγέλων, χαμογέλασε…

-Είπα κι  εγώ….ψιθύρισε και ξέσπασε σε γέλια…..Καλά Χριστούγεννα ρε Νικόλα και του χρόνου γεροί.

«Αγγέλων πόλις…» Read More »

Το μυστικό της μητέρας

Τα πόδια του είχαν ξυλιάσει από το κρύο και τα χέρια παρά τα γάντια που φορούσε ήταν παγωμένα κι αυτά. Πάτησε ορθοπεταλιά για να φτάσει μια ώρα γρηγορότερα στο σπίτι να ζεσταθεί. Από το τιμόνι του ποδηλάτου κρεμόταν το δίχτυ με τα ψώνια που τον έστειλε η μάννα του να κάνει. Έφτασε κοντανασαίνοντας και με την μύτη κατακόκκινη από το κρύο και έτρεξε κατά πάνω στη σόμπα για να ζεστάνει τα παγωμένα μέλη του. Η μητέρα τον κοίταξε τρυφερά και έσκυψε να του χαϊδέψει τα μάγουλα με τα ζεστά της χέρια.

-Όλα καλά; Εντάξει τα ψώνια έφτασαν τα λεφτά;

-Ναι εντάξει.

-Λοιπόν σε λίγο τελειώνω το κέϊκ και βγάζω την πίτα από τη φωτιά και θα είμαστε έτοιμοι. Πάνε αν θες στη γειτονιά να καλαντίσεις σε όσους δεν τα είπες και έλα να φύγουμε.

Έτσι και έγινε, βγήκε φορτσάτος έξω ,ξεχνώντας το κρύο και τα παγωμένα δάχτυλα, έβαλε τα γάντια, πήρε το τριγωνάκι του ξαμολήθηκε στη γειτονιά. Είχε αρχίσει κι όλας να σουρουπώνει και το κρύο έσφιγγε περισσότερο, αλλά μπρος στα κέρδη που θα εισέπραττε, ποιος νοιαζόταν τώρα για το κρύο! και σε εφτά-οχτώ σπίτια να πήγαινε, καλά θα ήταν γιατί στη γειτονιά το μπαξίσι των καλάντων είναι πάντα το καλύτερο και το μεγαλύτερο, μιας και όλοι ήταν γνωστοί και λίγο ως πολύ συγγενείς τους.

Έτρεχε γρήγορα από σπίτι σε σπίτι, ανεβοκατέβαινε σκάλες σχεδόν τρέχοντας και στα δυόροφα  καθόταν στη μέση της σκάλας και τα έλεγε δυνατά για να ακούσουν και οι δυό οικογένειες, οπότε με έναν σμπάρο δυό τριγώνια! Μονάχα στη θεία Αλίκη του χάλασαν τη δουλειά, όταν απαίτησαν ξεχωριστή τραγουδιστική παράσταση για να χαρούνε τα μικρά, όπως του είπαν. Ε…αν είναι για τα μικρά… τους έκανε το χατίρι, αλλά τα είπε γρήγορα και δεν μπήκε καν μέσα στο σπίτι, όπως του φώναξε η θεία για να τον κεράσει, γιατί είπε πως τον περιμένει η μάνα του και βιάζεται. Πήρε το φιλοδώρημα, δίφραγκο εισέπραξε, γέμισε και τη σακούλα του με μανταρίνια και δύο ωραία μήλα στάρκεν, κάτι χουρμάδες και έφυγε τρέχοντας γιατί είχε ήδη περάσει η ώρα. Αυτή την ώρα την περίμενε χρόνια, από μικρός, γιατί κάθε χρόνο έκλαιγε να πάει με τη μάνα του εκεί που πήγαινε κι αυτή και δεν τον έπαιρνε μαζί της, μια γιατί έκανε κρύο, μια γιατί χιόνιζε, μια γιατί ήταν αργά και έπρεπε να ξεκουραστεί για την άλλα μέρα που θα ξυπνούσαν πρωί για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία.

-Άντε χριστιανέ μου, είπε η μάνα, κόντεψε να ξημερώσει χριστούγεννα! Γιατί αργήσατε τόσο;

-Βάλε νερό για να πλυθώ και τα λέμε μετά με την ησυχία μας είπε ο πατέρας του.

Ο μπαμπάς μόλις είχε γυρίσει από τη λίμνη, με γεμάτο τον τορβά ψάρια, και τα έριξε σε ένα μεγάλο ταψί για να ξεκαθαρίσει τα μικρά από τα μεγάλα, τα γριβάδια από τα τσιρόνια και τις πεταλούδες. Τα ψάρια χοροπηδούσαν ακόμα μέσα στον τορβά και όταν τα έριξε στο ταψί καναδυό πήδηξαν έξω και τα βράχια τους άνοιγαν ακόμα και ανάσαιναν, κι ο Άγγελος καθόταν και έβλεπε την αγωνιώδη προσπάθεια των ψαριών να ανασάνουν για τελευταία φορά ίσως. Και θυμόταν το γνωστό τραγούδι «στη στεριά δε ζεί το ψάρι…»

Στον φούρνο το κέϊκ είχε ροδοκοκκινίσει και η μητέρα του πήρε μια πετσέτα και το σκέπασε γυρίζοντάς το ανάποδα για να βγει σωστά  από τη φόρμα. Μοσχοβόλησε όλο το σπίτι. Του ήρθε να αρπάξει ένα κομμάτι ζεστό και να το κατασπαράξει, αλλά σκεφτόταν πρώτα ότι αύριο ξημέρωναν χριστούγεννα και ήθελε να μεταλάβει και ότι η μάνα του είπε πως το ετοίμασε για άλλο σκοπό.

Ο πατέρας πλύθηκε στο νεροχύτη και η μητέρα του έριχνε ζεστό νερό με ένα κανάτι, και σε λίγο του ετοίμασε κάτι πρόχειρο για να ξεγελάσει την πείνα του, ώσπου να καθίσουν στο παραμονιάτικο τραπέζι για να θυμιαστούν.

Κάποια στιγμή άκουσε τη μητέρα του να του λέει:

-Λοιπόν νεαρέ, έτοιμος να με συνοδέψεις;

-Για πού με το καλό; Ρώτησε ο πατέρας.

-Μυστική αποστολή, είπε ο Άγγελος κρυφογελώντας, γιατί κι αυτός δεν ήξερε πού πάνε.

Του έδωσε η μητέρα του να κρατά το κουτί με το κέϊκ κι αυτή είχε σε μια σακούλα κάποια ψώνια, λίγο ζεστό φαγητό, λίγα φρούτα, καφέ, ζάχαρη και κάποια γλυκά.

Περπατούσαν μέσα στη νύχτα και η παγωνιά δεν έλεγε να μαλακώσει. Τα φώτα της πόλης δεν ήταν και τα δυνατότερα, έφεγγαν ίσα-ίσα να μη χάνεις το δρόμο σου, κι όταν είχε και ομίχλη, τότε σε οδηγούσε το ένστικτο προς τον προορισμό σου.

Πέρασαν απ’ την αγιά -Παρασκευή και έστριψαν σε ένα στενό. Οι καμινάδες των σπιτιών κάπνιζαν και τα χαμηλά σπίτια σου έδιναν την αίσθηση ότι χαμήλωναν ακόμα περισσότερο καθώς έπεφτε το βράδυ. Τα φωτισμένα παράθυρα μαρτυρούσαν τις μεγάλες οικογένειες και τις προετοιμασίες για το βράδυ και την αυριανή γιορτή. Σε κάποιες περιπτώσεις η μάνα σχολίαζε χαμογελώντας, α!!! αυτοί την έβαλαν κι όλας στη μασίνα τη γαλοπούλα ή την κότα, για να είναι ξένοιαστοι αύριο για την τιγανιά.

Σε μια στιγμή σταμάτησαν σε ένα χαμηλό σπιτάκι, ένα μικρό δωμάτιο, με ένα χαγιάτι κλειστό, και μια πόρτα, που δεν θα έπαιρνε όρκο ότι ασφάλιζε και πολύ το σπίτι από το κρύο. Μια γριούλα καθισμένη δίπλα σε μια μικρή χαμηλή σόμπα, κουκουλωμένη με ένα σάλι, προσπαθούσε να ζεσταθεί και έδειξε έκπληξη καθώς είδε να μπαίνουνε μέσα στο δωμάτιο. Η μητέρα πήρε στα χέρια της την γκαζόλαμπα και προσπάθησε να σηκώσει λίγο το φυτίλι για να βλέπονται καλύτερα. Ένα απλό ντιβάνι, ένα τραπέζι στο κέντρο του δωματίου, μια μπάντα υφαντή καρφωμένη στον τοίχο, δυό-τρεις φωτογραφίες κάποιων γερόντων με παχιά μουστάκια, ήταν το όλο νεκόρ του καθιστικού της κυρά-Αρχοντούλας.  Πήρε δυό ξυλαράκια και ένα κωκ- πετροκάρβουνο και το έριξε στη σόμπα για να κρατήσει η ζέστη όλη τη νύχτα.

-Μη βάζεις βρέ κόρη μου, δεν θέλω ζέστη, θα πέσω τώρα για ύπνο, να μη ξοδεύω και ξύλα. Τελειώνουν και τα κάρβουνα, άσε καλύτερα…

-Μη στεναχωριέσαι, είπε η μητέρα του, θα σου φέρω κάρβουνα από βδομάδα.

Πάρε κι αυτά για αύριο και τις γιορτές και αν χρειαστείς κάτι ειδοποίησέμε με την Παναγιώτα. Αύριο Χριστούγεννα, να είμαστε καλά όλοι οι άνθρωποι και καλή χρονιά να έχουμε. Να… ο Άγγελος σου έφερε και ένα κέικ.

Προσπάθησε να το αφήσει στο τραπεζάκι, αλλά η γριούλα του άρπαξε το χέρι και το φίλησε σχεδόν με ευλάβεια.

-Ευχαριστώ γιαβρί μου, ο θεός να σου δίνει του κόσμου τα καλά, καλή πρόοδο να έχεις και να μοιάσεις τους γονέους σου στη χρυσή τους τη καρδιά. Και την πήρε ένα παράπονο. Έβγαλε το μαντηλάκι της και σκούπισε τα μάτια της. Συγνώμη τέτοια μέρα σας στεναχωρώ κι εσάς. Άϊντε πάτε τώρα γιατί σας περιμένουν στο σπίτι σας να θυμιαστείτε, και ρούφηξε τη μύτη και τα δάκρυά της.

Ο Άγγελος είδε τα μάτια της μάνας του βουρκωμένα και του ήρθε κι αυτού να κλάψει, καθώς σκεφτόταν ήδη τη μοναξιά της κυρά-Αρχοντούλας χρονιάρες μέρες, αλλά και την πίκρα της, που κανένας από τους δικούς της δεν την θυμήθηκε. Τα παιδιά της στην Αθήνα και τη Γερμανία, τα εγγόνια σκορπισμένα στους πέντε ανέμους, ξέχασαν κι από πού κρατάει η σκούφια τους.

Η μητέρα του τον πήρε από το χέρι και πλησίασαν την κυρά-Αρχοντούλα, άνοιξε την αγκαλιά της και τον έκλεισε μέσα, του φίλησε το μέτωπο και τον σταύρωσε.

Η μητέρα του έσκυψε και της φίλησε το χέρι καθώς της εύχονταν :

– Άντε κυρά Αρχοντούλα, καλά χριστούγεννα με υγεία και του χρόνου.

Άνοιξαν την πόρτα και έφυγαν μέσα στο σκοτάδι, παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Απόλυτη σιγή στη μικρή πόλη. Η μυρωδιά των καυσόξυλων και των πετροκάρβουνων σου μπούκωνε τη μύτη, σε κάποια σπίτια είχαν αρχίσει να κουβαλιούνται οι μουσαφίρηδες και ακούγονταν γέλια και φωνές. Ό Άγγελος περπατούσε δίπλα στη μάνα του χωρίς να μιλά, ήταν ακόμα σκεφτικός γι αυτά που είδε και έζησε, καθώς έμαθε το μυστικό της μάνας του, που για 10 χρόνια του κρατούσε κρυφό. Ήθελε να την αγκαλιάσει και να τη φιλήσει, γιατί τώρα στα δέκα του μπορούσε να καταλάβει ότι μερικές φορές κάποια πράγματα πρέπει να μένουν μυστικά, και κυρίως όταν πρόκειται για πράξεις τελείως προσωπικές που έχουν να κάνουν με την γαλήνη της ψυχής σου.

Στη στροφή για το σπίτι τον κοίταξε κατάματα και τον ρώτησε.

-Την αποψινή μας επίσκεψη μπορείς να την κρατήσεις μυστική;

-Ούτε στον μπαμπά να το πω;

-Ούτε στο μπαμπά! Να ξέρεις ότι μόλις μεγαλώσεις θα πηγαίνεις μόνος σου στην κυρά-Αρχοντούλα πάντα τέτοιες χρονιάρες μέρες και να δεις πώς η καρδούλα σου θα γαληνεύει και θα γεμίζει αγάπη και στοργή για όλο τον κόσμο που είναι αναγκεμένος

Όσο δίνεις αγάπη, τόσο αισθάνεσαι πλούσιος. Κι εμείς φτωχοί ανθρώποι είμαστε, αλλά μπορούμε να αγαπάμε και να συμπονάμε. Να, τώρα δε νιώθεις σαν βασιλιάς στη καρδιά σου;

Την αγκάλιασε σφιχτά και τη φίλησε καθώς έφτασαν στην εξώπορτα του σπιτιού τους. Στο σπίτι ο πατέρας του ξαπλωμένος κοντά στη ξυλόσομπα που μπουμπούνιζε, σχεδόν είχε πάρει έναν υπνάκο και δεν πρόσεξε ότι τα κάστανα που έβαλε πάνω στη σόμπα είχαν αρχίσει και καίγονται και να μυρίζουν. Στο ραδιόφωνο ακούγονταν τραγούδια και χορωδίες με χριστουγεννιάτικο πρόγραμμα και έδιναν μια κάποια αίσθηση άλλης ατμόσφαιρας. Σε λίγο ήρθε και η αδερφή του με τη  γιαγιά από το διπλανό σπίτι που έμενε, ήρθε και ο θείος Τάκης με την οικογένεια και στρωθήκανε στο τραπέζι για να γευτούν τα τελευταία νηστίσιμα της ημέρας. Πάνω στο τραπέζι, ακόμα υπήρχαν ένα κρεμμύδι κι ένα σκόρδο, λίγα φρούτα, το χριστόψωμο, ένα ποτήρι κρασί, πέντε- έξη κέρματα και το θυμιατήρι που κάπνιζε. Ο μπαμπάς σηκώθηκε , τους  θύμιασε όλους ευχόμενος κάθε καλό, γεροσύνη, καλοσύνη και καλά μπερεκέτια, και στο τέλος κόπηκε και το χριστόψωμο για το καλό της ημέρας.

 

Τι του ήρθε απόψε και τα θυμόταν όλα αυτά, παραμονή Χριστουγέννων, καθώς οι φλόγες απ’ το βαρέλι –σόμπα, που έβραζε το τσάϊ για τους πρόσφυγες, ανέβαιναν ψηλά στον ουρανό και θαρρείς προσπαθούσαν να συναντήσουν το άστρο της Ανατολής, εδώ στη σκοτεινή νυχτιά στο λιμάνι! Η κυρά –Αρχοντούλα δεν ζει πια, κι αυτός σαράντα χρόνια μετά, πιστός στο λόγο που έδωσε στη μάνα του, ακολουθεί το δικό του αστέρι που οδηγεί σε μιαν άλλη φάτνη όπου η αγάπη κομματιάζεται και μοιράζεται στους αγραυλούντες και «φυλλάσσοντες φυλακάς της νυκτός» και του κόσμου μας. Είχε αρχίσει να χαράζει, από μακριά οι καμπάνες του χωριού ηχούσαν Χριστούγεννα. «Δόξα εν υψίστοις θεώ και επι γής ειρήνη…» ;

Δεν νομίζω !!!

Το μυστικό της μητέρας Read More »

Το τελευταίο χαμόγελο

Οι χειμωνιάτικες νύχτες στο Λαγκαδά είχαν πάντα μια ανεξερεύνητη ηρεμία. H πυκνή ομίχλη δημιουργούσε εικόνα μυστηρίου και τα τζάκια κάπνιζαν και κάλυπταν με τον καπνό τους με ένα πέπλο θαρρείς τις σκιές των σπιτιών, των δέντρων, των ανθρώπων. Τρεις σκιές σύρθηκαν απ’ το υπόγειο της αγια-Παρασκευής και κατευθύνθηκαν στα ακραία σπίτια της γειτονιάς, κοντά στο ποτάμι, που μέρες τώρα με τις δυνατές βροχές είχε φτάσει στα όριά του. Η βοή του έφτανε ως τα σπίτια άλλοτε νανουριστική και άλλοτε απειλητική. Ο μπαρμπα –Κωστούσης καθόταν στο χαγιάτι και κάπνιζε το στριφτό του τσιγάρο, καθώς αντιλήφθηκε να περνούν τρεις σκιές γρήγορα από μπροστά του και να μπαίνουν βιαστικά στην αυλή του Χρήστου Δρεμλή.Η πόρτα άνοιξε πριν ακόμα πλησιάσουν οι τρεις νυχτερινοί επισκέπτες και το καντήλι φώτισε για λίγο τα πρόσωπα των τριών ανδρών. Η κυρά-Κατερίνα πήρε τις κάπες τους και τις έβαλε κοντά στο τζάκι για να τραβήξει λίγο η υγρασία και αμέσως τους ενημέρωσε ότι είχε τσάϊ στη φωτιά αν ήθελαν να πάρουν για να ξαποστάσουν λιγάκι, γιατί η νύχτα προβλέπονταν μακριά. Εκείνη ντύθηκε χοντρά, έβαλε κι ένα σάλι από πάνω και βγήκε στην αυλή συμμαζεύοντας χόρτα και ξύλα για τη φωτιά. Έπειτα πήρε τη σκούπα και βάλθηκε μέσα στη νύχτα να φουρκαλίζει την αυλή.   Ήταν κι αυτός ένας τρόπος σκοπιάς.

-Ε μωρή Κατερίνα κι αύριο μέρα έχει, είπε από απέναντι ο γείτονας που ακόμα παίδευε το τσιγάρο του!

– Αχ  Γιώργη μέρα έχει, αλλά δεν ξέρεις τι ξημερώνει! Τα πράγματα δυσκόλεψαν, δεν ξέρουμε τι γίνεται από στιγμή σε στιγμή.

-Ήρθε ο Χρήστος με παρέα ή λάθος έκανα;

-Δεν έκανες λάθος,ήρθαν και να δούμε τι θα ξημερώσει, είπε και στράφηκε προς την αυλή μη θέλοντας να πει περισσότερα.

Μετά γύρισε και του είπε χωρίς να περιμένει απάντηση.

-Έλα άμα γυρεύεις, μια γνώμη ακόμα, είναι μια γνώμη βοηθητικιά.

Ο μπαρμπα -Κωστούσης έριξε στην πλάτη το χοντρό του σακάκι και χώθηκε γρήγορα, συνωμοτικά θαρρείς στο σπίτι της κυρά Κατερίνας.

-Καλώς τονε τον γείτονα, είπε ο Χρήστος και του έκανε θέση να κάτσει κοντά τους.

-Δεν χρειάστηκαν συστάσεις ο Σταύρος Καζαντζής ήταν γνωστός από παλιά και ο Θανάσης Σταυρούδης, επίσης γνώριμος και φίλος, καθώς όλα αυτά τα μαύρα χρόνια του Μακεδονικού αγώνα, είχαν την ίδια αγωνία και τον ίδιο πόθο για λευτεριά.

Ο Καζαντζής είχε, λέει, νέα από τον καπετάν Ζώη, μέσω του Σαραντόπουλου και έπρεπε όσο γινόταν πιο γρήγορα να ξεκαθαρίσει η υπόθεση στη Μπαλάφτσα με τον βουλγαρόφιλο Χατζή. Η εντολή ήταν να βοηθήσει κι ο Σκάρας και ο Δρεμλής που είχε πλέον τη φήμη του πιο γρήγορου εκτελεστή, μια και οι κομιτατζήδες όργωναν τα χωριά και απειλούσαν τις ζωές των ανθρώπων.

Την υπόθεση τελικά την ανέλαβαν οι τρεις τους και ο Κωστούσης θα μάζευε όσες πληροφορίες μπορούσε για τις διαδρομές του Χατζή, ώστε να του καταφέρουν το χτύπημα στο δρόμο και μακριά από το χωριό.

Ετσι και έγινε, σε μια βδομάδα ο Χατζήδενα έκλαιγε τον Χατζή και έφευγε από το χωριό γιατί φοβόταν και για την οικογένειά της μη γίνει κανένα ακόμα κακό.

Το πώς έγινε, το τι έγινε, κανένας δεν έμαθε ποτέ. Μονάχα όταν βρήκαν τον Χατζή στην άκρη του χωριού, τον βρήκαν μαχαιρωμένο και βουτηγμένο στα αίματα.

Την ίδια νύχτα όμως είχαν προσχεδιάσει και μια άλλη δύσκολη υπόθεση, αυτή του Κοπάτση στη Σάμο. Ο Κοπάτσης ηγεμόνας της Σάμου με τη βοήθεια και τη στήριξη των Τούρκων έπινε το αίμα των ανθρώπων χρόνια τώρα.Το Προξενείο είχε αποφασίσει να δώσει ισχυρά χτυπήματα στους κομιτατζήδες πρώτα, αλλά και στους Τούρκους, για να τους αποδυναμώσει, αλλά και ύστερα για να τους πληρώσει με το ίδιο νόμισμα που τους χρειαζόταν. Δεν πάει πολύ καιρός άλλωστε που οι κομιτατζήδες σκότωσαν έξω από την πόρτα του μέσα στη γειτονιά, τον Μιχαλάκη Βοσνακίδη, 24 χρονών παλικάρι, όλο ζωή και νιάτα, αρραβωνιασμένο και έτοιμο να παντρευτεί σε λίγο καιρό, σύνδεσμος του καπετάν Ζώη και του προξενείου με τον Λαγκαδά και ψυχή της αντίστασης. Η αρραβωνιαστικιά του δεν παντρεύτηκε ποτέ και πέθανε από τον καημό της κι από χτικιό μερικά χρόνια αργότερα. Στο σπίτι τους φιλοξενούσε όλες τις μυστικές συσκέψεις των ανθρώπων που οργάνωναν τον αγώνα στην επαρχία. Οι Βούλγαροι είχαν πανικοβληθεί από την δράση των νέων παιδιών στον αγώνα, αφού ένας 18χρονος, ο Γιάννης Στόγιος ή Κινές από την Λιγκοβάνη, δάσκαλος φλογερός και πατριώτης πρώτης γραμμής γίνεται αρχηγός ανταρτικής ομάδας και τρομοκρατεί το βουλγαρικό κομιτάτο. Τη νύχτα εκείνη λοιπόν παίχτηκε  και η Ζωή του Κοπάτση σε κλήρο ,το ποιος θα τον αναλάβει τελικά.Ο Καζαντζής στο μεταξύ μετά το χτυπήματα που έδωσε σε αρκετές υποθέσεις σε Τούρκους και Βουλγάρους, είχε επικηρυχθεί από την τουρκική διοίκηση. Φεύγοντας για λίγο καιρό στην Αθήνα, κάνει γνωριμίες με πρόσωπα που κινούν τα νήματα του αγώνα.Τώρα πλέον είναι γνωστός με το όνομα καπετάν-Μπαρέτης και πότε μεταμφιεσμένος, πότε κρυφά, γυρνά και βοηθά όπου μπορεί στον αγώνα. Τη νύχτα εκείνη στου Δρεμλή κουβεντιάστηκε το θέμα Κοπάτση, το προξενείο βιαζόταν να κλείσει η υπόθεση του μισητού ηγεμόνα της Σάμου και όλο πλέον το ενδιαφέρον να επικεντρωθεί στη Μακεδονία.Έπεσε κλήρος, και ο κλήρος έγραφε το όνομα του Θανάση Σταυρούδη. Ο Θανάσης χάρηκε για το τυχερό του χαρτί, αλλά ο Μπαρέτης αντέδρασε αμέσως λέγοντας πως δεν δέχεται την κλήρωση γιατί ο Θανάσης έχει μικρά παιδιά ακόμα και είναι αμαρτία απ΄το θεό να μπει σε τέτοιο κίνδυνο. Ο λόγος του ήταν σταθερός και δεν σήκωνε δεύτερη κουβέντα. Άλλωστε ο Μπαρέτης ήταν πιο ταξιδεμένος, έφτασε κι ως την Αθήνα, ενώ ο Θανάσης το μεγαλύτερο ταξίδι του ήταν στη Σαλονίκη και τα γύρω βουνά. Το αίμα του Μπαρέτη κόχλαζε θαρρείς στις φλέβες του, περνούσαν από το μυαλό του όλα εκείνα τα πρόσωπα του Μιχάλη Βοσνακίδη, του παπά-Ιωακείμ Ανανιάδη του καθηγητή και ειρηνοδίκη στο Λαγκαδά, ψυχή του μακεδονικού αγώνα, που οι Βούλγαροι με τη βοήθεια των Τούρκων τον κατακρεούργησαν στη Γευγελή και αφού τον έγδαραν τον έκοψαν σε κομμάτια και τον πέταξαν στο βουνό και οι μορφές τόσων άλλων ακόμα μαρτύρων.Τα μάτια του γυάλιζαν θαρρείς και είχε μπροστά του τον Κοπάτση και μαστόρευε την τιμωρία του.

Ο καιρός δεν άργησε και μόλις πήρε να έρχεται η άνοιξη και μπήκε ο Μάρτης, ο καπετάν Σταύρος Μπαρέτης έφτασε στη Σάμο ως καπνέμπορος και προσπαθεί να γνωρίσει πρόσωπα και πράγματα.Εκεί γνωρίζει τον δικηγόρο Μανιάτη και οργανώνουν την εκτέλεση του Κοπάτση. Μια Κυριακή, που έμελλε να είναι η τελευταία του τυράννου, ο Μπαρέτης ντύνεται γυναίκα και πηγαίνει στην εκκλησία όπου παραφυλάγει τον Κοπάτση που πάει να εκκλησιαστεί. Εκεί πριν ακόμα προλάβει να μπει στην εκκλησιά τον σκοτώνει και τρέπεται σε φυγή. Κρύβεται σε ένα πηγάδι και αργότερα στο μοναστήρι της αγίας Ζώνης. Όμως κατά την συμπλοκή, τραυματίστηκε από έναν σωματοφύλακα του Κοπάτση. Με πληγές ανοιχτές προσπαθεί να αποφύγει την σύλληψη. Οι Τούρκοι ακολουθώντας τα ίχνη των αιμάτων του, τον συλλαμβάνουν και τον οδηγούν στο νοσοκομείο της Σάμου, όπου όμως αντί για περίθαλψη αντιμετωπίζει τη σκληρότητα των Τούρκων οι οποίοι του βγάζουν τα νύχια και τον βασανίζουν για να μάθουν ποιος κρύβεται πίσω από την πράξη του. Ο Μπαρέτης θα μείνει απαθής στα μαρτύρια και τους βασανισμούς και λίγο πριν πεθάνει, ρωτάει να μάθει τι έγινε ο Κοπάτσης.Στην απάντηση ότι πέθανε, θα αφήσει ένα χαμόγελο να του ξεφύγει, που θα ήταν και το τελευταίο χαμόγελο της ζωής του. Πέθανε σαν παλικάρι, όπως και έζησε σαν παλικάρι. Η λευτεριά άρχισε ήδη να χαμογελά στην πατρίδα. Την ίδια χρονιά θ’ αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση της ιστορίας.

Το τελευταίο χαμόγελο Read More »

Κύριος Ενωματάρχης

Περασμένο απόγευμα και μόλις ο καφές άφηνε τα τελευταία του ίχνη στο φλιτζάνι, χτύπησε το τηλέφωνο. Κάποια άγνωστη γυναικεία φωνή ρωτούσε για να επιβεβαιώσει την ταυτότητά μου και με πολύ-πολύ ευγένεια ζήτησε συγνώμη για την «ενόχληση» και προχώρησε στην αυτοσύστασή της. Λέγομαι Αγγελική Πέτρου, είμαι από την Αθήνα, και θα ήθελα να μιλήσω μαζί σας για τον παππού μου. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη γιατί  η γνωριμία, η τηλεφωνική, δεν προεξοφλούσε κάποια παλιά μας γνωριμία και μάλιστα για έναν παππού που δεν τον ήξερα καν, αλλά και δεν τον είχα ακούσει ποτέ. Η άνεση μιας τηλεφωνικής συνομιλίας και η διάθεση και περιέργεια να μάθω και γω για τον παππού της κ. Αγγελικής, μου προσέφεραν μια πραγματικά μεγάλη συγκίνηση. Ο παππούς λοιπόν!!! Ο κ. Κωνσταντίνος Παπαδήμας, Ενωματάρχης του Λαγκαδά στα 1912!!!  ήταν ο αγαπημένος παππούς της άγνωστής μου εγγονής του,της κυρίας Αγγελικής, που όμως ξαφνικά η ιστορία ενός αγαπημένου παππού γι αυτήν και ενός άγνωστου παππού για μένα, φέρνει στο νου ιστορίες από ένα άγνωστο παρελθόν, που έχει πάντα την ομορφιά της ιστορικότητας αλλά και της μνήμης γεγονότων και προσώπων, που έστω για λίγο σημάδεψαν με τα βήματά τους τα χώματα της γενέτειρά μας. Σε λίγες μέρες ένας ταχυδρομικός φάκελος μου έφερνε «τα νέα του Παππού», του κυρίου Ενωματάρχη του κυρ-Κωνσταντή Παπαδήμου. Ένα βιβλίο με κάποια στοιχεία για τη ζωή του και δύο φωτογραφίες με ένα σύντομο βιογραφικό του. Γεννημένος στο Καματερό Αττικής στα 1888 εισάγεται στη Σχολή της Βασιλικής Χωροφυλακής και μετά από μια θητεία στο Παλαμήδι μετατίθεται στο Λαγκαδά, μια που μόλις τότε είχε δημιουργηθεί ο πρώτος σταθμός χωροφυλακής της περιοχής. Χρόνια δύσκολα και μαύρα από πολλές απόψεις, ο τουρκικός ζυγός παλαντζάρει ακόμα πάνω στο σβέρκο των πατριωτών μας, το βουλγαρικό κομιτάτο αλωνίζει τη μακεδονική γη, οι θύλακες του Μακεδονικού αγώνα ενισχύονται καθημερινά από λεβέντες της επαρχίας μας, ο καθηγητής Ηλίας Γεωργιάδης αγωνίζεται με την αδελφότητα ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ να αναγεννήσει το φρόνημα και να ψυχώσει τους χωριανούς του, οι ανταρτικές ομάδες των Μακεδονομάχων του Λαγκαδά αγωνίζονται για να κρατήσουν το φρόνημα ακμαίο και ο Παπα-Ιωακείμ Ανανιάδης αγωνίζεται να ιδρύσει το πρώτο σχολείο του Λαγκαδά και μόλις δώσει ο θεός τη λευτεριά να χτίσουν και το νέο διδακτήριο. Τα σχέδια ήταν ήδη έτοιμα από τον αρχιτέκτονα και μακεδονομάχο Παιονίδη, αλλά οι συνθήκες δεν επέτρεπαν ανοικοδομήσεις σχολείων. Ως τότε τα παιδιά στοιβάζονταν σε ένα μικρό χώρο που είχε παραχωρήσει η ενορία της αγίας Παρασκευής και σε ένα κείμενο του Γεωργιάδη δημοσιευμένο στα 1908 γνωρίζουμε και την πληθυσμιακή σύνθεση του μαθητόκοσμου. Ελληνική τετράτακτος μεικτή αστική σχολή με 230 μαθητές και μαθήτριες «ομιλούντων εντός και εκτός της σχολής την ελληνικήν γλώσσαν» και η κοινότητα με εξοικονόμηση από το σχολικό λαχείο μάζεψε 450 τουρκικές λίρες που τις κατέθεσε στην Τράπεζα της Ανατολής στη Θεσσαλονίκη και Μυτιλήνη, ελπίζοντας σε καλύτερες μέρες για να χτίσει το σχολείο της. Οι τούρκοι ήταν λιγότεροι με καμιά πενηνταριά μαθητές,με είκοσι μαθήτριες και με έναν Μουφτή, ενώ οι Εβραίοι ήταν ακόμα λιγότεροι  με ένα μικρό αρρεναγωγείο.

Μέσα σ’ αυτή την μικρή πόλη ο κυρ- Κωνσταντής ο Ενωματάρχης, ήταν παράγοντας τάξεως αλλά και εξουσίας της πόλης, μια και τότε, ο Παπάς, ο Δάσκαλος και ο Ενωματάρχης, συμβόλιζαν τις 3 εξουσίες της χώρας. Έντεκα χρόνια έμεινε στο Λαγκαδά ο κύριος Παπαδήμας, αλλά αυτά τα έντεκα χρόνια ήταν τα κρισιμότερα της ζωής της πόλης μας καθώς και της δικής του ζωής. Τα όσα γεγονότα διαδραματίστηκαν στην περιοχή , με όλο αυτό το χάος της παρουσίας των ξένων πληθυσμών και συν τοις άλλοις και την βουλγαρική παρουσία, σήμαινε πως το ελληνικό κράτος ήξερε πως έστειλε στην πόλη μας άνθρωπο ικανό να διοικήσει και να τα καταφέρει. Τα προβλήματα πολλά, ποιόν πρώτα να αστυνομεύσει, τους ντόπιους, τους τούρκους, τους γιοβριούς ή τους βούλγαρους; Αλλά κυρίως με τι αστυνομική δύναμη; Θυμάται αργότερα, που κάποτε έπιασε έναν τούρκο ζωοκλέφτη και έπρεπε να τον παραδώσει στη θεσσαλονίκη και τον έβαλε πάνω στο κάρο και με το όπλο προτεταμένο τον οδήγησε στην πόλη για να δικαστεί. Πολλά θυμόταν ο κυρ-Κωσταντής από την πόλη μας και πάντα την είχε στην καρδιά και στη μνήμη του ως τα γεράματά του και διηγιόταν πάντα στα εγγόνια του τα χρόνια εκείνα τα παλιά, για την ομορφιά της Σαλονίκης με τον Λευκό της Πύργο, που και τώρα ακόμα τον είχε σε κάδρο μέσα στο σαλόνι του για να θυμάται την πόλη και την απελευθέρωσή της που ήταν παρών στις 26 Οκτώβρη του 1912 και πολέμησε για τη λευτεριά της. Θυμάται ακόμα την καλοκαγαθία των Λαγκαδιανών, μα πάνω απ΄όλα η μνήμη του γλύκαινε με τη θύμηση της Δήμητρας, της κοπέλας που έκλεψε την καρδιά του και τον αγάπησε κι αυτή, όμως η μοίρα δεν θέλησε να τους ενώσει, μια και οι γονείς της δεν της επέτρεψαν να πάρει «ξένον» από μακριά και να εγκαταλείψει τον Λαγκαδά. Ο Κωσταντής έμεινε έντεκα χρόνια στην πόλη, ύστερα λόγοι οικογενειακοί τον ανάγκασαν να παραιτηθεί από την υπηρεσία και να γυρίσει στον τόπο του στο Καματερό για να στηρίξει την οικογένειά του. Από τον Λαγκαδά κράτησε μέσα στην καρδιά του τη Δήμητρα, τους απλούς ανθρώπους, κι ένα λευκό πουκάμισο με το μονόγραμμα της Δήμητρας, ένα δέλτα καλλιγραφικό, κεντημένο από τα χέρια της  και χαρισμένο σ’ αυτόν την μέρα του παντοτινού αποχωρισμού τους. Στα 1918 παντρεύτηκε και απέχτησε πέντε παιδιά. Πενηνταένα χρόνια μετά, οι αναμνήσεις του Λαγκαδά και της όμορφης θεσσαλονίκης του ζέσταιναν ακόμα τη θύμηση και την καρδιά. Πήρε λοιπόν το τραίνο και στα εβδομήντα πέντε του χρόνια έφτασε στην αγαπημένη  Θεσσαλονίκη και βούρκωσε μπροστά στη θέα του Λευκού Πύργου, καθώς οι στιγμές της απελευθέρωσης πέρασαν σαν ταινία από το μυαλό του.Περπάτησε στα σοκάκια και στις πλατείες της, μύρισε την αλμύρα της θάλασσας και κατά το απόγευμα πήγε στην οδό Φράγκων, που ήταν τότε το ΚΤΕΛ του Λαγκαδά και πήρε το λεωφορείο για πού αλλού; Για τον Λαγκαδά! Είδε την πόλη στα 1963 αλλαγμένη, διαμορφωμένη πλατεία με ένα μεγάλο φωτιστικό στη μέση,η τουλούμπα δεν υπήρχε πλεόν, τα ταβερνάκια γύρω από την πλατεία, μια αγορά γεμάτη μαγαζιά και κόσμο, μυρωδικά και γιασεμιά, αλλά τα βήματά του πήγαιναν μόνα τους πλέον προς το αστυνομικό τμήμα. Ο διοικητής, που καθόταν μόνος του στα γραφείο, είδε έναν άγνωστο κύριο να μπαίνει στο γραφείο και άκουσε να του συστήνεται: «Κωνσταντίνος Παπαδήμας, πρώτος Ενωματάρχης Λαγκαδά», δείχνοντας την αστυνομική του ταυτότητα , που κρατούσε ακόμα ως φυλαχτό, πλησίασε κοντύτερα στο γραφείο και του έδωσε το χέρι. Ο Διοικητής σηκώθηκε με σεβασμό και τον χαιρέτησε στρατιωτικά και αποδίδοντας την δέουσα τιμή τον παρακάλεσε να καθήσει στην θέση του Διοικητή του τμήματος. Και τι δεν πέρασε από τη σκέψη του, τα καλά και τα άσχημα της εποχής, ο πόλεμος, η δυστυχία του κόσμου, ο μακεδονικός αγώνας, τα προβλήματα της υπηρεσίας, η…Δήμητρα!!! Πού να ήταν άραγε; Παντρεύτηκε ή έμεινε πιστή σε εκείνη την παλιά αγάπη! Θα ήταν άδικο γι αυτήν. Πάντως αν ζούσε θα ήταν κι αυτή γύρω στα εβδομήντα τώρα. Ποιος να ξέρει άραγε; Ένας κόμπος συγκίνησης ανέβηκε στο λαιμό και τα μάτια έκρυψαν κάποιο δάκρυ. Έκανε πολλές σκέψεις για το παρελθόν, αν έμενε στο Λαγκαδά, αν συνέχιζε την καριέρα του εδώ, αν…αν… αν έπαιρνε τελικά τη Δήμητρα, σήμερα θα θεωρούνταν βέρος Λαγκαδιανός. Όμως και έτσι Λαγκαδιανός είναι, μια και η νιότη του προσφέρθηκε σ΄αυτή τη πόλη και πολέμησε για τη λευτεριά της. Στο Καματερό πέρασε, δύσκολα χρόνια αλλά ευτυχισμένα, έκανε καλή και μεγάλη οικογένεια, πρόκοψε σαν νοικοκύρης και απολάμβανε της τιμής και του σεβασμού των Καματεριοτών, καθώς ήταν ο άνθρωπος που τους βοηθούσε σε κάθε υπόθεση όταν χρειαζόταν κάποιος γραμματιζούμενος να τους συμπληρώσει αιτήσεις και εξουσιοδοτήσεις για πιστοποιητικά. Και την Κυριακή μετά την απόλυση της εκκλησιάς, στο καφενείο του Γιωργοτόλια διάβαζε φωναχτά την εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» για να ενημερωθούν οι συμπατριώτες του ,που δεν ήξεραν γράμματα, για τα νέα της εποχής. Ήταν και παρέμεινε μια ζωή  «ο κύριος ενωματάρχης».

Το βράδυ το πέρασε στο Λαγκαδά, ο Διοικητής δεν τον άφησε να φύγει, τον φιλοξένησε και πέρασε η βραδιά στου κυρ-Λάμπρου την ταβέρνα, εκεί που σύχναζαν συνήθως οι αστυνομικοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι της πόλης. Την άλλη μέρα αποχαιρετούσε τον συνάδελφο και έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής για το Καματερό. Είχε ήδη πάρει άλλα δέκα χρόνια ζωής μ΄αυτό το ταξίδι του. Στις 17 Σεπτεμβρίου του 1974, δέκα χρόνια μετά το ταξίδι του στο Λαγκαδά, έκλεινε τα μάτια του για πάντα, αφήνοντας πίσω στα εγγόνια του τις ωραίες του αναμνήσεις και εμπειρίες της ζωής του.

Κύριος Ενωματάρχης Read More »

Η Μικρά Ελβετία

Είν’ αλήθεια πως το ΄λεγαν και το καμάρωναν ότι κάθονταν στη «Μικρά Ελβετία» του Λαγκαδά και ήταν γι αυτούς τίτλος ιδιαίτερης τιμής και χαράς που ο μαχαλάς τους είχε τέτοιο σπουδαίο όνομα, γιατί ήταν σαν να παραδέχονταν όλοι την υπεροχή της γειτονιάς τους, γιατί περί μιας γειτονιάς επρόκειτο που ήταν όμως η παλαιότερη και αρχαιότερη γειτονιά της πόλης. Βέβαια πρέπει να πούμε πως μέχρι τη δεκαετία του 1960 ήταν το κέντρο των δραστηριοτήτων των ντόπιων Λαγκαδιανών, μια και στο κέντρο του μαχαλά ήταν η εκκλησία της πολιούχου που ήταν και η μητρόπολη, εδώ υπήρχαν τα περισσότερα αρχοντικά διώροφα και τριώροφα σπίτια, υπήρχε το αρχαιότερο, το πρώτο Δημοτικό σχολείο που χτίστηκε και με χορηγία της οικογένειας του Παύλου Μελά στα 1911 με τη φροντίδα του παπα-Ιωακείμ Ανανιάδη και από τον καλύτερο αρχιτέκτονα της εποχής τον Παιονίδη, το πρώτο νηπιαγωγείο και από το σχολείο και πέρα , κυρίως από την εκκλησία, που άρχιζε η επικράτεια της Μικράς Ελβετίας μέχρι τα κοιμητήρια περίπου, υπήρχαν εννιά  μπακάλικα, δύο κουρεία, ένας φούρνος, τέσσερις ταβέρνες, δύο ξυλεμπορικά, ένα καρνάγιο που έκανε τις ψαρόβαρκες για τη λίμνη, ένας αλευρόμυλος και ο μύλος του Γεωργιάδη στην άκρη του μαχαλά, και φυσικά το κονσερβοποιείο, αλλά αυτό που έδειχνε την πληθυσμιακή υπεροχή, ήταν ότι στην Μικρά Ελβετία υπήρχαν οι περισσότερες γεροντοκόρες της πόλης, καμιά πενηνταριά περίπου, γιατί η καλή οικονομική άνεση των οικογενειών απέτρεπε τα κορίτσια να παντρευτούν όποιον κι όποιον, κι έτσι το «ράφι» πήγαινε σύννεφο, γιατί όλες ονειρεύονταν αξιωματικούς και δημοσίους υπαλλήλους. Οι περισσότερες οικογένειες ήταν πάππου προς πάππου κάτοικοι της μεγάλης αυτής γειτονιάς, αλλά βέβαια σε κάποια φάση και μετά το 1922 που ήρθαν οι πρόσφυγες άρχισαν να αλλάζουν τα ποσοστά. Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, χαρούμενοι, με μεγάλες κατά το πλείστον οικογένειες και πολλά παιδιά, και βέβαια παντοτινά μέλη της κάθε οικογένειας, μέχρι να μιλήσει ο Θεός, οι παπούδες και οι γιαγιάδες, που αποτελούσαν και την ζωντανή ιστορία της κάθε οικογένειας και των οποίων ο ρόλος  και ο λόγος ήταν καθοριστικός σε κάποιες οικογένειες, δεδομένου ότι κρατούσαν τον κορβανά της οικογένειας, τον μπεζαχτά όπως έλεγαν. Το στοιχείο αυτό ήταν και ο γερός συνδετικός κρίκος της κάθε μεγάλης οικογένειας και μάλιστα όταν τα σπίτια ήταν μεγάλα, συγκατοικούσαν όλοι μαζί, αγόρια, κόρες, γαμπροί και νύφες, παιδιά και εγγόνια. Περιδιαβαίνοντας τη γειτονιά ξεκινούσες με την αίσθηση της όσφρησης μια και στο καρνάγιο του Βενιώτη καθημερινά έβραζαν οι πίσσες για να καλαφατίσουν τις ψαρόβαρκες. Πιο πίσω ο φούρνος του Στέργιου με την φίρμα « Ο ΑΣΣΟΣ» μοσχοβολούσε φρέσκο ψωμί και φαγητά, κυρίως τις Κυριακές που έφερναν οι νοικοκυρές τα ταψιά με τα φαγητά τους για ψήσιμο. Έξω από τον φούρνο στoίβες ολάκερες τα πουρνάρια, που ξεφόρτωναν κάθε τόσο οι μεταφορείς με τα γαϊδουράκια τους από το Σωχό ,την Όσσα, τις Πέντε Βρύσσες και τα άφηναν έξω από τον φούρνο και το κάθε σπιτικό, γιατί τότε τα περισσότερα σπίτια είχαν στις αυλές τον φούρνο τους.

Τα μπακάλικα τη γειτονιάς δεν ήταν απλά για τον επισιτισμό των οικογενειών αλλά καθημερινά λειτουργούσαν ως μικρά καφενεία για τους πελάτες τους, που περιμένοντας τη σειρά τους να εξυπηρετηθούν φρόντιζαν, οι άντρες κυρίως, να βρέξουν το λαρύγγι τους με λίγη ρετσίνα ή ρακί, δυο ελιές, λίγο τυράκι και μια-δυο λιπαριές. Έβλεπες λοιπόν έξω από κάθε μπακάλικο, έναν αναποδογυρισμένο τενεκέ, ή κάποιο τελάρο για τραπεζάκι, και εκεί στηνόταν το σκηνικό πάνω στη λαδόκολλα. Μερικοί φρόντιζαν να χάνουν συχνά τη σειρά τους ή να την προσφέρουν ευγενικά στις γειτόνισσές τους, ώστε να προλάβουν να κατεβάσουν κι ένα δεύτερο ή τρίτο ρακί, με αποτέλεσμα μετά να ξεχνάν και το σπίτι και τα ψώνια. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η Μικρά Ελβετία διέθετε τα πιο γερά ποτήρια της πόλης και είχε παράδοση σε καταστάσεις ουζοκατάνυξης. Αν τυχόν και υπήρχε παρέα έξω από μπακάλικο και περνούσε κάποιος γείτονας για να πάει στο σπιτικό του, πάντα τον καλούσαν για ένα ποτήρι.

-Πόσα ρε ήπιατε; Ρωτούσε.

-Α…κανά δυό μόνο.

– Καλά, τότε “φέρε ένα για ξεροσφύρι και συνεχίζουμε απ΄την αρχή” , έλεγε με νόημα το νέο μέλος της παρέας, που συνήθως ήταν φτιαγμένος από τα καφενεία της αγοράς.

Ήταν παγιωμένη η άποψη ότι μόνο τα βόδια πίνουν νερό και οι άνθρωποι μόνο ούζο! Γι αυτό συνήθως μετά «τα…ψώνια» παρακαλούσαν κάποιον να τους συνοδέψει στο σπίτι γιατί έχαναν την πόρτα. Ο κυρ-Φώτης πάντα ευγενής έλεγε στον περαστικό, «αγαπητέ μου γείτονα, σας χαιρετώ εγκαρδίως, μπορώ να σας πιάσω αγκαζέ;»

Ο μπαρμπα-Τάκης ο καντηλανάφτης, έβραζε παρακάτω στο υπόγειο το κερί για την εκκλησία, αλλά συχνά έπεφτε στον πειρασμό των γειτόνων που δεν τον άφηναν να αγιάσει, στο δε καφενείο του Κυράννου, πίσω από την αγιά-Παρασκευή όλη μέρα τραγουδούσε το γραμμόφωνο ή η λατέρνα. Όταν τέλειωνε ο μεζές έβρισκαν πάντα τρόπο να τον ενισχύσουν ή από τον μανάβη που θα περνούσε και του έκλεβαν καμιά ντομάτα ή από τον ψαρά άρπαζαν κανένα γριβαδάκι ή θα έβρισκαν άλλους τρόπους. Μια μέρα ας πούμε η κυρά-Λίτσα πήγαινε στο χωράφι το φαγητό για τον άντρα της. Πέρασε από την εκκλησία και καθότι ευσεβής και φιλόθεος καθώς ήταν, μπήκε να ανάψει ένα κερί και να προσευχηθεί, αφήνοντας έξω από την εκκλησία το καλάθι με το φαγητό. Από μακριά ο κυρ-Κώτσος αντιλήφθηκε το μέγα λάθος της κυρά-Λίτσας και φρόντισε να αδειάσει το καλάθι από τις τηγανιτές μελιτζάνες και τα κολοκυθάκια με το τυρί και να το γεμίσει με πέτρες. Έτσι ο μεζές ήταν πλουσιότατος αλλά η γυναικούλα κόντεψε να φάει ξύλο απ΄τον άνδρα της που του πήγε πέτρες για φαγητό. Πολλά τέτοια έχουν να διηγηθούν οι άνθρωποι της γειτονιάς που ζούσαν καθημερινά τέτοιες καταστάσεις. Όπως όταν πήγαν να ξενυχτήσουν τον γέρο Μπάρτζο τον γείτονα που πέθανε, ζήτησαν να πιούν ένα κονιάκ για τη μνήμη του, που σημειωτέων ο μακαρίτης ήταν από τα καλά ποτήρια της γειτονιάς.Τι ήταν να πει η χήρα, δεν ξέρω που το έχω, ψάξτε και πάρτε το. Ό,τι βρήκαν, κονιάκ, κρασί, ρετσίνες, τα πήραν και τα έβαλαν στο τραπέζι, σε δε λίγη ώρα τα ποτήρια κατέβαιναν το ένα μετά το άλλο, μέχρι που σε κάποια φάση κατά το ξημέρωμα άρχισαν το τραγούδι «σαν βγαίνει ο Χότζας στο τζαμί αργά σαν σουρουπώνει…». Έντρομη η χήρα άρχισε να παρακαλάει να σταματήσουν γιατί φοβήθηκε ότι σε λίγο θα σηκωνόταν κι  ο πεθαμένος να τραγουδάει μαζί τους! Γενικά γύρω από την αγιά-Παρασκευή χτυπούσε πολύ έντονα η καρδιά της γειτονιάς, συχνά σε ρυθμούς ταχυκαρδίας. Πιο κάτω το αρχοντικό των Βοσνάκηδων, ψηλό και τρίπατο με τα φουρούσια να τα χτυπά ο αγέρας και το στενάκι μπροστά στο σπίτι, η οδός Μιχαήλ Βοσνακίδη, του εικοσιτριάχρονου μακεδονομάχου που τον σκότωσαν οι κομιτατζήδες μπροστά στην πόρτα του. Εδώ χτυπούσε βέβαια παλιότερα και η καρδιά του μακεδονικού αγώνα μια και τα περισσότερα παιδιά της γειτονιάς ήταν ενταγμένα στις ανταρτικές ομάδες των μακεδονομάχων και το υπόγειο της εκκλησίας έκρυβε τα μυστικά του αγώνα.

Γενικά η γειτονιά είχε στους κόλπους της τα καλύτερα ποτήρια, τα καλύτερα λαρύγγια, γιατί διέθετε χαρισματούχους σε φωνή νέους, αλλά και τους καλύτερους χορευτές, και μετράει το γεγονός ότι μεταπολεμικά μια παρέα παιδιών από τη γειτονιά έλαβαν μέρος σε φεστιβάλ χορού στη Δράμα και ο Οδυσσέας με τον Κώστα απέσπασαν το πρώτο βραβείο χορού, χορεύοντας μάλιστα ως ζευγάρι, ελλείψει κοριτσιών, και διακρίθηκαν στο ταγκό. Οι κανταδόροι της γειτονιάς ήταν περιζήτητοι σε άλλες γειτονιές και πήγαιναν πάντα να συντρέξουν όσα παλικάρια ήταν χτυπηθεί από τα βέλη του έρωτα και ξενυχτούσαν κάτω απ’ τα παράθυρα των κοριτσιών τους τραγουδώντας «χαράματα η ώρα τρεις θα’ ρθω να σε ξυπνήσω, κρυφά από τη μάνα σου να σε χαρώ, να σε γλυκοφιλήσω». Τα νεανικά πάρτυ πήγαιναν σύννεφο μετά τον πόλεμο και μάλιστα όταν οι αδερφοί Φούρκα φέρανε και το πρώτο γραμμόφωνο, τότε το σπίτι τους έγινε κέντρο διερχομένων. Τα καφενεία της γειτονιάς πάντα γεμάτα με κόσμο και γλεντζέδες που δεν ήθελαν πολλά για να κάνουν κέφι, παρά ένα αυγό, λίγες ελιές, ένα κομμάτι τυρί με λαδορίγανη και έφτανε να ανάψουν τα κέφια και να αρχίσουν τα τραγούδια και οι χοροί. Το καφενείο με το όνομα ΕΞΟΧΙΚΟ πίσω από το σπίτι της Μαρίκας της επιλεγομένης «μις- taper», της κόλλησαν το παρατσούκλι γιατί ήταν η πρώτη που έφερε στο χωριό τα πλαστικά της taper και έκανε επιδείξεις, έφερνε κατά καιρούς και μουσικά σχήματα αλλά και θεατρικές παραστάσεις, ενώ το καφενείο του Λαϊμήττα, απέναντι στο Δημοτικό, εκεί που είναι τώρα το κινέζικο μαγαζί, έμπαινε στον ανταγωνισμό με δικά του μουσικά σχήματα σε στυλ Καφέ-Σαντάν, αλλά έκανε και παραστάσεις Καραγκιόζη για τα παιδιά. Γενικά η νεολαία του μαχαλά είχε μια έντονη δραστηριότητα που ενώ τα αγόρια πήγαιναν σε φεστιβάλ χορού, τα κορίτσια συμμετείχαν σε διαγωνισμούς ομορφιάς, όταν κατά καιρούς διοργανώνονταν χοροί και απρέ , όπως τα έλεγαν τα πάρτυ. Έτσι της κόλλησε και της Βαγγελιώς το παρατσούκλι «Μις-Λαγκαδά» επειδή διακρίθηκε σε κάποιον διαγωνισμό ομορφιάς,  κατά σύμπτωση δε την εποχή εκείνη ο Μάνος Χατζηδάκις γράφει για το θέατρο εντελώς τυχαία το γνωστό τραγούδι «Οι αδελφές Τατά από το Λαγκαδά». Από τότε λοιπόν η Βαγγελιώ με την Tούλα την αδερφή της καθιερώθηκαν ως «οι αδελφές Τατά» και πέθαναν με αυτό το όνομα.

Στου Κυράννου την ταβέρνα σύχναζαν τα δυνατότερα ποτήρια, ντόπια και μικρασιάτικα, όπου η λατέρνα χτυπούσε ακόμα και τα μεσημέρια.Οι γυρολόγοι σε καθημερινή βάση διαλαλούσαν την πραμάτεια τους που συνήθως ήταν αυγά, ζαρζαβατικά, ψάρια, αλλά και είδη οικιακής χρήσης και υφάσματα. Ο Φούντος, ο Κανελόπουλος και ο κυρ-Σταύρος, στα πρώτα χρόνια με το κάρο διασκευασμένο σε κατάστημα περνούσαν τουλάχιστον μέρα παρά μέρα, χτυπώντας το κουδούνι και προσκαλώντας τις νοικοκυρές στο τροχήλατο μαγαζί τους, ενώ όταν αργότερα βγήκαν τα πικάπ το κουδουνάκι αντικαταστάθηκε από τα τραγούδια του Καζαντίδη και του Αγγελόπουλου «Καρδιά πληγωμένη πως βαστάς και δε ραγίζεις…». Μετά το ‘65 ο Δημητράρας πήρε τα σκήπτρα της εργασίας και ανάμεσα στα τραγούδια του κασετόφωνου πλέον, τον άκουγες να φωνάζει έξω φωνή «κάλτσες καλές κάλτσες, τέτοιες πήρε κι η ωραία Ελένη και την κλέψαν την καημένη»! Το γραφικότερο πρόσωπο των γυρολόγων ήταν ο διάσημος «Συμπέθερος», ένας τύπος μπον-βιβέρ από τη θεσσαλονίκη, που όλες τις γυναίκες τις αποκαλούσε συμπεθέρες, με το μαλλί κολλημένο με την μπριγιαντίνη, λεπτό μουστακάκι γεμάτο πονηριά, κοστούμι με γραβάτα πάντα, πρόθυμος για παντός είδους εξυπηρετήσεις και όλες οι γειτόνισσες έτρεχαν να ακούσουν τα κοπλιμέντα του και να ψωνίσουν από καρφίτσες, παραμάνες και φυτιλάκια με μοσχοθυμίαμα, μέχρι καθρεφτάκια και τσατσάρες, κάλτσες και πιατσράκια για τα μαλλιά, ακόμα και ωρολόγια αλλά και τραντζιστοράκια με δόσεις. Προσπαθούσε πάντα να πάρει πληροφορίες αν έχουν στο σπίτι παλιά νομίσματα, παλιές εικόνες απ’ την πατρίδα ή την γιαγιά και αναλάμβανε να τις αντικαταστήσει με καινούργιες, που ήταν δουλεμένες με χρυσόσκονη και ασημόχαρτα.

-Τι να τις κάνετε τις παλιατζούρες ,έλεγε. Θα σας φέρω γω καινούργιες να λαμποκοπάνε. Αργότερα ακούστηκε πως συνελήφθη για αρχαιοκαπηλία βυζαντινών εικόνων και όχι μόνο. Κάθε απόγευμα Τρίτης, Πέμπτης και Σαββάτου περνούσε με το κάρο του ο κυρ-Γιάννης, ο οποίος δεν άλλαξε τον γαϊδαράκο του με άλογο όπως έκαναν οι άλλοι, και πωλούσε την πραμάτεια του που ήταν τσίγκινες λεκάνες, κουβάδες, πλαστικά, σκούπες κλπ, ένα τέλειο γαϊδουροκινούμενο εμπορικό.

Η Δυνατή φωνή του «γλυκατζή-Παπαγεωργίου» που περνούσε Σάββατο ή Κυριακή, με μια μηχανή που δίπλα είχε καλάθι αρκετά ευρύχωρο, διαλαλούσε τα γλυκά του και ξεσήκωνε τη γειτονιά. Δεν προλάβαινες να ηρεμήσεις από τις φωνές των «εμπορικών καταστημάτων» ξαμολιόταν στη γειτονιά ο παγωτατζής, ο τυροπιτάς, ο Γιαννάκης ο Τζίτζιρας, πρώτα με γλυκά και παγωτά κι ύστερα με σάντουιτς, ενώ ο κυρ-Δημητρός ο Μπαλτάς παρέμεινε στο είδες του πιστός και πωλούσε μόνο τυρόπιτες, σάμαλι  και φοινίκια . Φρίγκο-φράγκο το παγωτό φρίγκο- φράγκο φώναζε ο μπαρμπα-Νίκος, βανίλια, λεμόνι, πορτοκάλι! Να σου τρέχουν τα σάλια, και μέσα σε όλο αυτό το σαματά νάσου και η καταβρεχτήρα του Δήμου να ποτίζει το χωματόδρομο της γειτονιάς γιατί σε λίγο θα γυρνούσαν τα κάρα από τα χωράφια ή τα ζώα από τη βοσκή, και έπρεπε να μη σηκώνεται σκόνη.

Οι μανάβηδες και οι ψαράδες συνήθως περνούσαν νωρίς το πρωϊ, με τα κάρα γεμάτα από ζαρζαβατικά, κι  επειδή στη γειτονιά υπήρχαν και διακεκριμένα άτομα της λαγκαδιανής κοινωνίας, ήτοι δημόσιοι υπάλληλοι ή έμποροι, η επιλογή τους αποτελούσε διαφήμιση κι ο κυρ-Στέργιος φώναζε δυνατά να τ’ ακούσουν όλες οι νοικοκυρές : «Πάρτε κυράδες μου ντομάτες και μελιτζάνες καλές, πάρτε. Πήρε κι η κυρά-Αλεξάνδρα Νταλόγκου, κι ο κυρ-Κωστάκης Αϊβασιλιώτης, πήρε κι η κυρά-Παπαδιά να φάει ο παπά-Κύρος»! Ας σημειωθεί δε πως οι λαγκαδιώτικες μελιτζάνες και ντομάτες αναφέρονταν ακόμα και στα τραγούδια τους πως οι «τρεις ντομάτες λαγκαδιώτικες κάμνουν μιάμιση οκά»!

Ο μεγαλύτερος αριθμός των γειτόνων ήταν άνθρωποι που δούλευαν ως ψαράδες και γεωργοί, ή και τα δυό μαζί, γιατί  στη λίμνη δεν επιτρέπονταν πάντα το ψάρεμα, και τότε οι γεωργικές ενασχολήσεις κατείχαν το κύριο μέρος των απασχολήσεων. Είναι αλήθεια ότι δούλευαν καλά στη λίμνη, η οποία ήταν «μάννα» για όλη την πόλη και τα γύρω χωριά, αφού ήταν από τις πλουσιότερες σε ψάρια. Γύρω στο 1925 λέγανε πως είχε ξεκινήσει η ανέγερση της νέας εκκλησίας, γιατί από τότε που οι Τούρκοι έκαψαν τον παλιό βυζαντινό ναό, λόγω της συμμετοχής των Λαγκαδιανών στην επανάσταση της Μακεδονίας υπό τον Εμμανουήλ Παππά στα 1823, ο ναός λειτουργούσε σε ένα ξύλινο παράπηγμα. Άρχισε λοιπόν η ανοικοδόμηση με πολλές θυσίες, μεταφέρθηκαν τότε και τα νεκροταφεία στον νέο τους χώρο και ξεκίνησε η τοιχοποιϊα του ναού. Όταν έφτασαν στον τρούλο τα πράγματα δυσκόλεψαν, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν ούτε τα μέσα ούτε τις ναοδομικές γνώσεις για να φτιάξουν τον τρούλο, ο οποίος έπεφτε. Ο πρωτομάστορας ένας αρβανίτης στην καταγωγή πήγαινε να σκάσει. Τότε ανέβηκε ο ίδιος να επιμεληθεί το χτίσιμο και έγινε το μοιραίο, έπεσε και σκοτώθηκε. Από τότε κανένας δεν ανέβαινε στη σκαλωσιά να συνεχίσει το έργο. Ο ναός σχεδόν εγκαταλείφθηκε, ξεσκέπαστος καθώς ήταν γέμιζε νερά το χειμώνα, φύτρωσαν δέντρα, μέχρι και λαγοί και κουνέλια κρύβονταν μέσα στα χόρτα του και οι πιτσιρικάδες έτρεχαν και τους κυνηγούσαν στην αυλή. Το βλέπανε οι γειτόνοι και μαύριζε η καρδιά τους. Αυτό τράβηξε αρκετά χρόνια. Τότε κατά το 1945 αποφάσισαν να αναλάβουν την συνέχιση του έργου, αλλά η κατοχή κι πόλεμος δεν άφησε γρόσι για γρόσι στα θυλάκια των ανθρώπων. Σε μάζωξη που έγινε στην εκκλησία, ο παπα-Γιάννης και ο παπα-Δημήτρης, είπαν πως αν βοηθήσετε όλοι, ο μαστρο-Τριαντάφυλλος και ο μαστρο-Κοσμάς θα αναλάμβαναν να ολοκληρώσουν το έργο. Ο μαστρο-Τριαντάφυλλος το έβαλε γινάτι γιατί έλεγε πως αρβανίτης ξεκίνησε τον ναό, αρβανίτης πρέπει να τον τελειώσει, ήταν θέμα τιμής της ράτσας τους να τελειώσει το έργο. Οι γεωργοί, έφεραν στάρι ή καλαμπόκι που πουλήθηκε στον έμπορο και μαζεύτηκαν τα πρώτα λεφτά, οι ψαράδες μαζεύτηκαν κι αυτοί ένα βράδι στην εκκλησία και αποφάσισαν να πάνε στη λίμνη για δέκα μέρες και ό,τι ψαρέψουν να το πουλήσουν για την εκκλησία. Πήγαν μάλιστα απ΄τη μεριά του Αγίου Βασιλείου και νοίκιασαν ψαροκαλύβες για τις μέρες που ήθελαν και μόλις ψάρευαν πουλούσαν την ψαριά τους στους εμπόρους που έρχονταν στην αποβάθρα. Αυτά τα λεφτά έγιναν η πρώτη συρμαγιά για να ξεκινήσει το έργο της ολοκλήρωσης του ναού. Έτσι ολοκληρώθηκε τελικά η εκκλησία και εγκαινιάστηκε βέβαια πολύ αργότερα, γύρω στα 1952 από τον δεσπότη της Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα τον Παπαγεωργίου.

Το γεγονός ότι ο μαστρο-Τριαντάφυλλος που είχε αρβανίτικη καταγωγή ανέλαβε και τέλειωσε επιτυχώς το ναό, είχε πολύ μεγάλη απήχηση γιατί τον καταξίωσε στα μάτια των ντόπιων οι οποίοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι τους πρόσφυγες που είχαν έρθει στο χωριό τους, διωγμένοι από τις εστίες τους λόγω των πολέμων. Μάταια οι άνθρωποι προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι όσοι ήρθαν από τη Μικρασία δεν ήταν τούρκοι, όσοι ήρθαν απ΄τα νότια ήταν αρβανίτες και όχι Αλβανοί, ή όσοι ήρθαν από τη Θράκη δεν ήταν βούλγαροι, ούτε κι όσοι ήρθαν πρόσφυγες από τη ρωσία ήταν ρώσοι και κομουνιστές.

Έλεγαν με παράπονο ότι στις πατρίδες τους ήταν έλληνες και γι αυτό διωγμένοι, και στη μητέρα πατρίδα τους λογάριαζαν για ξένους. Το γεγονός του χτισίματος του ναού από όλους, έφερε μια ενότητα και μια σύμπνοια των γειτόνων. Βέβαια δεν μπορούμε να πούμε πως τα πολιτικά μίση και πάθη δεν δίχαζαν συχνά την μικρή κοινωνία τους και δεν υπήρχαν πάντα οι θύλακες της κακίας και τις καχυποψίας που συχνά δηλητηρίαζε τις σχέσεις τους. Πάντα κάποιος «κακοθελητής» θα κάρφωνε κάποιον ως επίβουλο της εθνικής ανεξαρτησίας και φυσικά την πλήρωνε όλη η οικογένεια μέχρι τρίτης γενεάς. Έκανε κάτι ο αδερφός στο στρατό, ή έλεγε κάτι στην αγορά; Όλο το σόι ήταν υπόλογο για την συμπεριφορά του. Αυτά είναι αλήθεια συχνά πλήγωναν τις καθημερινές σχέσεις, ιδιαίτερα μέσα στο εμφυλιοπολεμικό κλίμα που δημιουργήθηκε από τη δικτατορία του Μεταξά και μετά. Όχι βέβαια πως τα πράγματα ήταν καλύτερα πιο μπροστά όπου όλο το χωριό ήταν χωρισμένο σε Βενιζελικούς και Βασιλόφρονες και δυό Μαρκεζινικούς, τον μπαρμπα Χρήστο και τον Γαλάνη, κάθε άλλο, αλλά θαρρείς πως η μοίρα αυτού του λαού είναι να τρώει τις σάρκες του μόνος του και μετά να βρίζει τους άλλους ότι του φταίνε. Ο μπαρμπα-Πέτρος που γύρισε με ένα πόδι από τη μικρασία, μετά από τέσσερα χρόνια στο μέτωπο, δεν δικαιούνταν σύνταξη γιατί ήταν πρόσφυγας από την Ουκρανία. Και τόλεγε ο έρμος με παράπονο πως άφησε τη γυναίκα του έγκυο στο έκτο παιδί του και όταν γύρισε από το μέτωπο το παιδί ήταν τεσσάρων χρονών και δεν τον ήξερε για πατέρα! Κάποιοι καλοθελητάδες σταματούσαν τα χαρτιά του στη Θεσσαλονίκη και στο δρόμο χάνονταν. Όταν η γυναίκα του τον φορτώθηκε μια μέρα στην πλάτη και τον πήγε στην Αθήνα, βρήκε έναν αξιωματικό στο δρόμο και του είπε πού είναι το υπουργείο για να πάω να βγάλω τη σύνταξη του άνδρα μου. Ο αξιωματικός είδε την κατάσταση του ανθρώπου, ρώτησε έμαθε την ιστορία του και σταμάτησε ένα ταξί και τον έστειλε στο υπουργείο, πληρώνοντας αυτός  την κούρσα με την εντολή να χρησιμοποιήσουν το όνομά του για ότι χρειαστεί. Εκεί έμαθαν ότι η σύνταξη είχε βγει, αλλά μεταξύ θεσσαλονίκης και Λαγκαδά τα χαρτιά χάνονταν! Τέτοια πράγματα συχνά ταλαιπωρούσαν τους ανθρώπους και έξυναν παλιές πληγές.

Άλλοτε πάλι μπροστά στον κοινό κίνδυνο ενώνονταν και γίνονταν μια γροθιά.

Όπως όταν στα μέσα της κατοχής ο μπραμπα-Μήττας άργησε να γυρίσει από το αμπέλι. Είχε ήδη νυχτώσει και την κυρά-Αλεξάνδρα την έζωσαν τα φίδια. Οι γερμανοί σε περίπολα, οι βούλγαροι το ίδιο, οι παοτζήδες επίσης αλώνιζαν με τις ευλογίες τους, οι αντάρτες ήλεγχαν τον κάμπο όλο και τα κομμένα κεφάλια ήταν φορές-φορές πιο πολλά απ΄τις πέτρες. Από ποιόν να φυλαχτείς και πώς; Τόμαθε όλη η γειτονιά και τότε συνάχτηκαν όλοι οι άντρες της Μικράς Ελβετίας, πήραν παλούκια, ξύλα, ραβδιά, κασμάδες, φανάρια και βγήκαν προς αναζήτηση του καλού γείτονα. Μετά από ώρα τον βρήκαν στο δρόμο πίσω από τα νεκροταφεία να επιστέφει κουρασμένος από το αμπέλι και ήρθε η ψυχή στον τόπο της. Αυτό ο κυρ-Μήττας το θυμόταν μέχρι τα γεράματά του. Την ίδια ομοψυχία έδειξαν κι όταν χάθηκε η κυρά –Βαγγελί, γριά γύρω στα ογδόντα, έφυγε από το σπίτι το απόγευμα και το βράδυ δεν έδωσε σημεία ζωής. Βγήκε τότε όλη η γειτονιά στους δρόμους, στα χωράφια, στη Δέση και τη βρήκαν τελικά να κουρνιάζει δίπλα σ’ ένα πηγάδι ενός αμπελιού.Αργότερα όταν την ξαναέχασαν έτρεξε πάλι όλη η γειτονιά προς αναζήτησή της και βέβαια η πρώτη σκέψη ήταν το πηγάδι που την είχαν βρεί την πρώτη φορά. Έκαναν όμως λάθος γιατί αυτή τη φορά η γριούλα, που έπασχε από τα νευρικά της όπως έλεγε η γειτονιά, προτίμησε το πηγάδι της αυλής της που έπεσε μέσα για να δώσει τέλος στη ζωή της.

Τη ζωή τάραζαν πότε- πότε οι επεμβάσεις της αστυνομίας που δεν άφηνε σε ησυχία όσους είχαν στιγματιστεί με το «μικρόβιο» όπως έλεγαν οι «εθνικόφρονες» του «κομουνισμού». Βλέποντας τώρα τα πράγματα από μια απόσταση αναρωτιέμαι αν οι απλοί αυτοί άνθρωποι του μόχθου ήξεραν από ιδεολογία και μαρξισμό, αλλά όσο τους κατέτρεχαν τόσο δυνάμωνε η δική τους αντίδραση στο όποιο καθεστώς κυβερνούσε, γιατί εδώ που τα λέμε ή δεξιοί, ή κεντρώοι ή βενιζελικοί, το ρετσινόλαδο πήγαινε σύννεφο στους αριστερούς. Θυμάμαι τον μπαρμπα-Αναστάση έναν καλοκάγαθο άνθρωπο του μόχθου και του χωραφιού που επειδή τα παιδιά του αναμείχθηκαν στις διαδηλώσεις και στα συλλαλητήρια έφτυσε το γάλα που βύζαξε. Σαν τώρα θυμούμαι τη κόρη του, μια πανέμορφη εικοσάχρονη κοπέλα με μακριά καστανόξανθα μαλλιά, να την σέρνει ο χωροφύλακας από τα μαλλιά μέσα στο δρόμο γιατί αρνούνταν να τον συνοδέψει στο τμήμα και το γκλόπ να ανεβοκατεβαίνει με γρήγορους ρυθμούς στο τρυφερό σώμα της. Εικόνες τρομερές για τα παιδικά μάτια της γειτονιάς και καταστάσεις που σε γέμιζαν ερωτηματικά για το μίσος και την κακία των ανθρώπων.

Ποιος δεν θυμάται τον κυρ-Ανέστη, τον πιο αξιοπρεπή και λεβέντη άνθρωπο της γειτονιάς. Πραγματικός άρχοντας. Ψηλός, με μια κορμοστασιά περήφανου άνδρα, που τράβηξε τα ελέη του θεού, μέχρι που έχασε το πόδι του από το ξύλο και τις ταλαιπωρίες στις εξορίες και στις φυλακές, διότι «δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις»! Κι όμως όσες φορές πηγαίναμε στο σπίτι του δεν διανοήθηκε ποτέ να μας πει κουβέντα για τις πολιτικές του ιδέες, αφού μάλιστα κάποτε ήταν και υποψήφιος βουλευτής. Πάντα σεβόταν τους γειτόνους του ακόμα και τα μικρά παιδιά, και στήριζε την αναπηρία του και την αξιοπρέπειά του πάνω στην πατερίτσα του καθώς επέστρεφε το απόγευμα από την αγορά με την εφημερίδα «ΑΥΓΗ» στη μασχάλη. Κι όταν κάποτε στον αυλόγυρο του σπιτού του, που τον έχτισε με τα χέρια του τούβλο-τούβλο, βρέθηκε ένα σύνθημα με τα γράμματα ΛΖ  ό εστί μεθερμηνευόμενον «Λαμπράκης Ζει», ήταν η χρονιά που σκοτώσανε τον Λαμπράκη, ήρθαν τρεις χορωφυλάκοι να τον πάρουν στο τμήμα για εξηγήσεις, και τον συνόδευαν στο τμήμα ακολουθώντας τον αργά-αργά αναγκαστικά, αφού πήγαινε με την πατερίτσα του, και ήρθαν τρεις γιατί προφανώς νόμιζαν ότι θα δραπετεύσει τρέχοντας. Αυτά ξενέρωναν τη γειτονιά, αλλά στις κακές ώρες έβλεπες την συμπόνια να καταλαγιάζει τις ψυχές, όπως όταν ο Γιώργος, παλικάρι της παντρειάς, αρραβωνιασμένο με μια γειτονοπούλα τη Γιωργία, έπεσε και πνίγηκε στο γυαλό γιατί οι δικοί του διαφωνούσαν με την επιλογή του.Τότε είδα όλη τη γειτονιά μια οικογένεια, γύρω από τον πεθερό του, να διαβάζει το γράμμα που έφερε ο χωροφύλακας και που άφησε ο Γιώργης εξηγώντας τους λόγους του διαβήματός του. Όλοι βουβοί από τον πόνο και τα μάτια κόκκινα από τα κλάμα, να στηρίζουν ο ένας τον άλλον και να αγκαλιάζονται αδελφικά. Έφυγε αυτός στα νερά της λίμνης πήρε κι η κοπελιά τα μάτια της με τον καιρό και έφυγε στην ξενιτιά.

Γραφική επίσης παρένθεση της γειτονιάς η κυρά-Χρυσούλα, γυναίκα δουλευταρού που αγωνιζόταν από τα άγρια χαράματα να μεγαλώσει τα δυό παιδιά της, δουλεύοντας στο κονσερβοποιείο και το απόγευμα στο μπαξέ ή στο αμπέλι να συντρέχει τον άντρα της να τα βγάλουν πέρα. Τότε ήταν η εποχή που αραβώνιασε την κόρη της και κάθε απόγευμα Κυριακής η συμπεθέρα την επισκεπτόταν για τον καθιερωμένο καφέ.Έβλεπες πάντα την συμπεθέρα ντυμένη, στολισμένη, κοκεταρία, με το μαλλί βαμμένο σε απόχρωση λιλά ανοιχτό, τα χρυσά γυαλάκια της, την άσπρη τσάντα και το τακουνάκι της, τα δε μαλλιά χτενισμένα πάντα σε καρουλάκια να περνά από την γειτονιά, την δε κυρα -Χρυσούλα να την περιμένει πως και πως στην εξώπορτα για να την υποδεχτεί. Όμως τι συνέβαινε πάντα και η επίσκεψη κατέληγε σε καυγά των δύο συμπεθέρων, ποτέ δεν μάθαμε, και η μεν επισκέπτρια να φεύγει άρον-άρον μουρμουρίζοντας, την δε κυρά-Χρυσούλα να την παίρνει στο κατόπι και να την ξεφωνάζει, “παλιοπροσφυγγίνα καρουλού”! λόγω της κόμμωσης!

 

Στον τελευταίο κάθετο δρόμο της γειτονιάς έχτισε το σπιτικό του με την κυρά Ζωή ο κυρ-Γιώργης ο αρκουδιάρης. Ήρθε στον πόλεμο στον Λαγκαδά και αφού βρήκε γυναίκα από τα γύρω χωριά , έμεινε εδώ ως τα τέλη του. Τον έλεγαν έτσι γιατί έκανε διάφορες δουλειές για να ζήσει το σπιτικό του. Είχε μια αρκούδα κι ένα μικρό πιθηκάκι στην αυλή του και τα έβγαζε στην αγορά για να οικονομήσει τον επιούσιο, εκπαιδεύοντας την αρκούδα του να κάνει κόλπα πώς παλεύει ο Τζίμ-Λόντος, ή πώς βάζει κραγιόν στα χείλη της η Βουγιουκλάκη, πώς τη φιλάει ο Μπάρκουλης, ενώ αυτός χτυπούσε το ντέφι του και τραγουδούσε. Κάποτε έφερε και μια καμήλα και τρέχαμε η πιστιρικαρία έξω από τα σύρματα της αυλής του να χαζεύουμε το εξωτικό για μας ζώο. Παράλληλα είχε και μια λατέρνα με την οποία πήγαινε σε γάμους και πανηγύρια, έπαιζε λαούτο και φυσαρμόνικα με τη μύτη, ενώ τραγουδούσε συγχρόνως. Αλλά εκεί που διακρίθηκε στα στερνά του χρόνια, όταν πούλησε την αρκούδα, ήταν τα πουλάκια της τύχης. Τον έβλεπες να κουβαλά το κλουβί του με τα καναρίνια του και τα παπαγαλάκια του τα οποία είχε εκπαιδεύσει να τραβάνε λαχνούς με το ράμφος τους από ένα κουτί που γράφανε την τύχη του κάθε πελάτη, ότι δηλαδή φέτος θα παντρευτεί ή θα αποκτήσει τρία παιδιά, ή ότι τον περιμένει μεγάλο ταξίδι.

Την παραμονή της πρωτοχρονιάς ο ίδιος ντυνόταν αϊ-Βασίλης και με το λαούτο στο χέρια γύριζε στις γειτονιές και έλεγε τα κάλαντα. Ήταν η χαρά των παιδιών καθώς τρέχανε ξοπίσω του ολημερίς.

Πιο πάνω ήταν το διώροφο του μπαρμπα-Βασίλη που είχε τους οπωρώνες έξω από την πόλη και αρκετοί γείτονες δούλευαν σ’ αυτόν όταν ήταν η περίοδος της συγκομιδής των καρπών. Περνούσε κάθε πρωί με το κάρο του και φόρτωνε εργάτες και εργάτριες και το βράδι τους ξαναγυρνούσε στο σπίτι. Μετά τον έβλεπες καμαρωτό με την κοιλιά προτεταμένη και τσιτωμένο το γιλεκάκι του, να κατεβαίνει στην αγορά για το καθιερωμένο κρασί, το οποίο όμως πολλές φορές ήταν παραπάνω από το επιτρεπόμενο όριο και όταν αργά-αργά επέστρεφε στο σπίτι, με τη συνοδεία πάντα κάποιου καλού βαστάζου σε ηπιότερη μέθη, άκουγες όλα τα τραγούδια κι όλα τα πειράγματα στη γειτονιά.

-Έ…μαύροι… φώναζε έξω από το σπίτι των μελαχρινών γειτόνων του, έχει κρασί ο ντουνιάς και σεις ρε κοιμάστε; Και δώστου να τραγουδά ό,τι θυμόταν για την περίσταση και κυρίως «το γελεκάκι που φορείς εγώ στο ‘χω ραμμένο».

Στο άλλο στενό οι αδερφές, Στέλλα και Δημητρούλα, ελεύθερες και οι δυο που τις άρεσε πολύ να τις προσφωνείς  «δεσποινίς»! Γυναίκες της εκκλησίας, που δεν άφηναν μοναστήρι και ξωκλήσι απόρθητο, πάντα πρώτες σε κάθε αγρυπνία, ως τα βαθειά χαράματα. Μόνο που τότε χρειαζόταν και την συντροφιά κάποιου να τις πάει στο σπίτι γιατί φοβόταν «να μη τις κάνει κανένας ούμπρα» ,όπως έλεγαν, εννοώντας μη τις επιτεθεί κάποιος με απώτερο στόχο να γευθεί τα κάλλη των εβδομήντα Μαϊων τους!

Παραδίπλα ο ξάδερφός τους ο Βασίλης, χωρατατζής κι αυτός σαν τον πατέρα του, που όταν ήταν νεότερος και ήθελε να παινέψει τον γιό του, ότι ήταν το δυνατότερο παιδί της γειτονιάς, έλεγε πως «σβάει το καντήλι με την πορδή του», τέτοια δύναμη!

Στη γωνία ακριβώς της οδού, λίγο πριν τα νεκροταφεία, ήταν το σπιτικό της κυρα-Στεργιανής. Μιας γυναίκας που είχε μοναδικό τρόπο να ζει άνετα εις βάρος ενός τράγου και χάριν της αφέλειας των συμπατριωτών της. Έλεγε το φλιτζάνι, με το αζημίωτο φυσικά, γήτευε την οστρακιά και εξέδιδε επί χρήμασι τον τράγο της, ο οποίος γονιμοποιούσε όλες της κατσίκες της Μικράς Ελβατίας, αντί του ποσού των 20 δραχμών και μάλιστα πληρωνόταν προκαταβολικά, πιάσει δε πιάσει η δουλειά.

-Εμείς, έλεγε, το καθήκον μας το κάναμε, κοίτα να δει γιατρός τη κατσίκα σου μήπως είναι στέρφα! Είχε πάντα έτοιμη την απάντηση.

Απέναντί της έμεινε ο έτερος μπαρμπα-Γιώργης, παλιός καντηλανάφτης και μερακλής τραγουδιστής. Τον καλούσαν όλοι στους γάμους τους, γιατί ήταν άνθρωπος αγαπητός και μασαλτζής, αλλά κυρίως καλός τραγουδιστής. Είχε έρθει μάλιστα κάποτε και ο Σίμων Καράς, ο γνωστός μουσικολόγος και τον ηχογράφησε στο μαγνητόφωνό του. Γερό πειραχτήρι καθώς ήταν, όταν χήρεψε, έλεγε με νόημα στην Στεργιανή που είχαν και δίπλα τα αμπέλια τους.

-Έλα μωρ Στεργιανή να κάνουμε παρέα και να ενώσουμε τα χωραφούδια μας!

-Μμμμ….Παρέα με γέρο, φασούλες χωρίς λάδι, απαντούσε αυτή.

-Φασούλες χωρίς λάδι, αλλά βουβαλίσιου όργωμα στο χωραφάκι σου! Απαντούσε πάντα ετοιμόλογος ο γείτονας.

Κάνοντας το γύρω της γειτονιάς δεν μπορούσες να μη ξαναγυρίσεις στην αρχή από κει που ξεκίνησες αλλά στον παράλληλο δρόμο, την 27ης Οκτωβρίου, όπου θα συναντούσες τις άλλες ελεύθερες της γειτονιάς, όλες ξαδέρφες μεταξύ τους, από καλή αρχοντική οικογένεια, με σπίτια δίπατα και μεγάλες αυλές. Η περιβόητη Λενκούδα ήταν η μαίτρ της ραπτικής και της μόδας στην πόλη, που έραβε τις καλύτερες πελάτισσες του Λαγκαδά, ανοιχτόκαρδη και ταξιδιάρα, δεν έχανε εκδρομή για εκδρομή και πάντα ανοιχτοχέρα. Οι ξαδέρφες της έμεναν κάτω ακριβώς, αλλά ήταν σε τελείως διαφορετικό μήκος κύματος μαθημένες, κλειστές και θρησκευάμενες, με τακτικές επισκέψεις σε μοναστήρια και εκκλησίες. Μεγάλες δωρήτριες και γυναίκες της προσφοράς στην εκκλησία τους, ακολουθούσαν την συμβουλή του πατέρα τους και στήριζαν τον ναό της γειτονιάς τους, όπως και κείνος, ο οποίος πήγαινε το βράδι κρυφά και έδενε πίσω απ΄το ιερό βήμα πότε κάποιο μοσχαράκι, ή όταν αλώνιζε άφηνε κανά δυό τσουβάλια στάρι ή καλαμπόκι για τις ανάγκες της ενορίας ή άφηνε ένα σακουλάκι με μερικές λίρες, τις οποίες δεν διανοούνταν να τις πειράξει κανείς αφού ήταν δωρεά κάποιου άγνωστου. Μόνο όταν κάποτε παραφύλαξε ο καντηλανάφτης είδαν ποιος αφιέρωνε στο ναό τη σοδειά του. Αυτή η οικογένεια ήταν και από τους πρώτους δωρητές του Α΄ Δημοτικού σχολείου. Η θεία τους η Μελπομένη ήταν μια περίπτωση αγίας γυναίκας που ασκήτευε πραγματικά μέσα στον κόσμο. Είχε μετατρέψει το φτωχικό της σε ασκητήριο και πέρασε όλη τη ζωή της σαν καλογριά με προσευχές και νηστείες. Η ιστορία θέλει την Μελπομένη να είναι μια όμορφη νέα που την αγάπησε κάποιο παλικάρι, αλλά κάποια την κακολόγησε και δεν ευοδώθηκε ο αρραβώνας. Τότε το μεν παλικάρι έφυγε στο Αγιονόρος και καλογέρεψε, η δε Μελπομένη έμεινε να καλογερεύει στο σπίτι της, όπου έζησε ως τα βαθειά της γεράματα σε ένα δωματιάκι, τρία επί τρία. Μετά από πολλά χρόνια ο καλόγερος,ο παπα-Μάξιμος ο Καρακαλινός, ασπρομάλης και γέροντας πια, επέστρεφε στο Λαγκαδά για τα καλοκαιρινά  μπάνια του στα ιαματικά λουτρά της πόλης, αναθυμούμενος προφανώς και τα νιάτα του.

Στην αυλή του σπιτιού ήταν και το καρνάγιο της πόλης αφού εδώ οι Βενιωτάδες κατασκεύαζαν τις βάρκες της λίμνης. Λέγεται ότι ήρθαν από τα μέρη της Πρέβεζας, πιεζόμενοι από τους τούρκους, όπου και εκεί ήταν βενέτηδες, δηλαδή κατασκευαστές των καραβιών της Βενετιάς και έτσι στη νέα τους πατρίδα συνέχισαν το ίδιο επάγγελμα, μια και ήταν οι μοναδικοί που έκαναν βάρκες με καρίνα, ενώ ως τότε οι ψαρόβαρκες του Λαγκαδά ήταν ίσιες από κάτω σαν τις γνωστές πλάβες των Γιαννιτσών και οι ψαράδες δεν μπορούσαν να μπούνε στα βαθειά, γιατί η λίμνη λένε πως είχε βάθος κοντά στα δέκα μέτρα.

Σ’ αυτή τη γειτονιά διαδραματίζονταν όλα τα γεγονότα της Λένκως και της Ρήνκως, τις δυο συννυφάδες, που ο Νίκος Μουλάς τις έκανε γνωστές μέσω της εφημερίδας του στην επαρχία, για τα καμώματα και τα μασάλια τους. Εδώ όταν σταματούσαν οι λατέρνες και τα γραμμόφωνα, σε λίγο θα ξεκινούσαν τα πρώτα ραδιόφωνα, που σε όποια σπίτια υπήρχαν, αντιλαλούσαν κάθε απόγευμα. Στην Μικρά Ελβετία, μαζεύονταν στις αυλές, κυρίως Κυριακή απόγευμα και άκουγαν στο ραδιοφωνικό σταθμό Μακεδονίας τα υπέροχα μακεδονικά τραγούδια με τη Νίτσα Τσίτρα και τον Κουφογιάγκο αλλά και τα μασάλια του Τάκη Σαμαρά. Αργότερα ο Βαγγέλης Γκόσιος ,ραδιοτεχνίτης, έκανε το δικό του πρώτο πειρατικό ραδιόφωνο και έπαιζε αποκλειστικά για τους συμπατριώτες του.

Aπ’ αυτή τη γειτονιά ξεκίνησε κάποτε, γύρω στα 1927 και η πρώτη ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης με την ονομασία «ΛΕΟΝΤΟΚΑΡΔΟΙ», που την πλαισίωναν τα περισσότερα παιδιά της γειτονιάς. Τότε ακόμα το ποδόσφαιρο ήταν σε εμβρυακή μορφή, χωρίς γήπεδα, χωρίς υποδομές κλπ, μια φανέλα άσπρη με ένα νούμερο στην πλάτη και αρκετή δόση τρέλας νεανικής που συνοψίζονταν στον ύμνο της ομάδας που τον τραγουδούσαν όταν πήγαιναν στον αγώνα: « Λεοντόκαρδη και πάλι το πρωτάθλημα θα πάρει, γιατί στο πλευρό της τον Παϊζάνη αρχηγό της. Έχουμε και τον Ασίκη που ορμάει σαν κατσίκη, έχουμε και τον Καμπούρη, που ορμάει σαν γαϊδούρι…» και δόστου χαρά και γέλια στον κάθε αγώνα.

Το βράδι καθώς έπεφτε το σούρουπο οι δρόμοι σκοτείνιαζαν απότομα γιατί οι λάμπες του ηλεκτρικού δικτύου ήταν μικρές και δεν φώτιζαν επαρκώς. Αυτό είχε και το καλό του, γιατί τότε ξεχύνονταν τα νιάτα της γειτονιάς στα σοκάκια και άρχιζαν τις καντάδες σε κάποια παραθύρια που έφεγγαν δειλά-δειλά και περίμεναν να ακούσουν το τραγούδι τους. «Ξύπνα μικρό μου κι άκουσε, κάποιο μινόρε της αυγής, για σένανε είναι γραμμένο, από το κλάμα κάποιας ψυχής. Το παραθύρι σου άνοιξε, ρίξε μου μια γλυκειά ματιά, κι ας σβήσω πια τότε μικρό μου, μπροστά στο σπίτι σου σε μια γωνιά…».

Η Μικρά Ελβετία Read More »