Ιστορία Λαογραφία

Η προσφυγγίνα

Δεν πρόλαβε να πάρει ανάσα η κυρά-Χρυσώ από τον αναπάντεχο γάμο, δια κλοπής, της Σοφίας, νάσου πάλι μπροστά στο ίδιο πρόβλημα με τον Χρήστο, τον μεγαλύτερο γιό της οικογένειας, ο οποίος βέβαια και ηλικία είχε και δικαίωμα, αλλά το πρόβλημα εντοπιζόταν στο ότι αγάπησε «προσφυγγίνα». Δεν μπορούσε να το χωνέψει η κυρά-Χρυσώ, «τι κακό ήταν αυτό καλούχνικα παιδιά να παίρνουν πρόσφυγγες»! Όταν κάποτε ο ανιψιός της ο Θωμάς, που τον είχε ψυχοπαίδι και τον μεγάλωσε, τη ρώτησε αν έχει την ευχή της να αρραβωνιαστεί, του είπε «πάρε όποια θες εκτός από προσφυγγίνα», χωρίς να υποψιάζεται ότι και ο Θωμάς έπεσε «θύμα» της Μικρασίας.

Είναι αλήθεια βέβαια πως τα πρώτα χρόνια οι πρόσφυγες στην πόλη του Λαγκαδά, δεν ήταν και ευχάριστη παρουσία, γιατί οι ντόπιοι πίστευαν ότι σε λίγο θα μπορούν να διεκδικήσουν για να πάρουν γη, θα αποκτήσουν ίδια δικαιώματα, θα έχουν λόγο για τα κοινά, θα τους πάρουν τα καλύτερα παιδιά, θα μπερδευτούν τα σόγια μεταξύ τους και θα χαθεί η λαγκαδιανή καθαρότητα, που κάθε άλλο παρά  «καθαρή» ήταν γιατί η πόλη ποτέ δεν ήταν σίγουρη ποιοι ήταν οι ντόπιοι και ποιοι οι ξένοι, δεδομένου ότι σε δύσκολους καιρούς, όπως η τουρκοκρατία και κυρίως μετά την επανάσταση του Εμμανουήλ Παπά που καταπνίγηκε στο αίμα και στον Λαγκαδά δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα, οι πληθυσμοί πηγαινοέρχονταν και ανακατεύονταν συνεχώς. Πότε έφευγαν οι Λαγκαδιανοί προς Ήπειρο, Άρτα και  Πρέβεζα, πότε ανέβαιναν με τα κοπάδια τους προς το Μοναστήρι και την Αχρίδα, πότε μετανάστευαν βορειότερα προς τη Σκόδρα, την αρχαία Σκούταρη στην άνω Αλβανία, γιατί οι τουρκικές πιέσεις δεν τους άφηναν να ζήσουν ανενόχλητοι και να δημιουργήσουν και όταν ηρεμούσαν τα πράγματα ξαναγύριζαν πάλι με τα υποστατικά και τα κοπάδια τους στον γενέθλιο τόπο για να συνεχίσουν τη ζωή τους.

Το πρώτο διάστημα λοιπόν η επιφυλακτικότητα απέναντι στους πρόσφυγες ήταν δεδομένη και αναμενόμενη, γιατί μπορεί το αίμα να ήταν ελληνικό στις φλέβες ολουνών, αλλά οι τρόποι, οι συνήθειες, η συμπεριφορά, η κουζίνα, τα τραγούδια και η διασκέδαση  ακόμα τους έφερναν σε κάποια απόσταση. Σκέψου οτι ούτε στα καφενεία μπορούσαν να συνυπάρξουν ντόπιοι και πρόσφυγες γιατί δεν ταίριαζαν ούτε τα μουσικά τους γούστα. Πώς να διασκεδάσουν οι πρόσφυγες με κλαρίνο και ο ντόπιος με βιολί και μαντολίνο. Ακόμα και οι λατέρνες που ήταν κοινό όργανο θα «ήπρεπε» όπως έλεγαν οι Σμυρνιοί να αλλάξουν ρεπερτόριο. Αυτό όμως αποτελούσε αιτία πολέμου και έτσι σύχναζαν και διασκέδαζαν σε διαφορετικά καφενεία.

Τα καφενεία της αγοράς που δέχονταν πελατεία προσφύγων αναγκαστικά προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα, αλλά τα καφενεία του παλιού Λαγκαδά, κυρίως γύρω από την αγιά-Παρασκευή κρατούσαν την ντόπια παράδοση και γλεντούσαν Λαγκαδιανά με μπαϊντούσκες, με καλαματιανά και χασαποσέρβικα, με τραγούδια της Γκαμπτζίδας και του Δρυμού αλλά και γνωστά Λαγκαδιανά που ήταν παραλλαγές άλλων τραγουδιών και χορών της Μακεδονίας.

Ο Χρήστος λοιπόν θεώρησε ξαφνικά ότι ήρθε ο καιρός να νοικοκυρευτεί, αφού μια γυναίκα του έπεφτε κι αυτουνού και την έλεγαν Μαρία, αλλά το πρόβλημα της μάνας του ήταν ότι η Μαρία ήταν ξένη, δηλαδή όχι απλά «προσφυγγίνα» αλλά και Σμυρνιά! Δεν ξέρω γιατί οι φιλήσυχοι  ντόπιοι ξαφνικά στοχοποίησαν τις Σμυρνιές, αλλά αυτό θα πρέπει μάλλον να οφείλονταν κυρίως στον κοσμοπολίτικο αέρα που εξέπεμπαν, οι οποίες παρά το ότι όπως έλεγε η κυρά Χρυσώ «βρακί δεν είχαν στον κώλο τους, σαν πρόσφυγες που ήρθαν σε ξένο μέρος, αλλά το κοκκινάδι στα χείλη το έβαζαν απ’ το πρωί και τα λούσα ξεκίνησαν μόλις έπιασαν πέντε παράδες στα χέρια τους». Άσε που οι μεγαλύτερες σε ηλικία είχαν τα δόντια τους χρυσά και γυάλιζαν σα κινητά χρυσοχοεία. Οι περισσότερες μάλιστα που ήρθαν σε ηλικία μεγάλες στο Λαγκαδά, ήξεραν και τα γαλλικά τους και κρατούσαν και βεντάλια, άλλες δε κάπνιζαν και μακριά πίπα! Εδώ έπλεναν στη σκάφη και το τσιγάρο το είχαν στο στόμα.Οι άντρες ήταν πιο προσεκτικοί στην παρουσία τους γιατί ζούσαν μέσα στην αγορά και αφουγκράζονταν τη βοή και τα σχόλια, αλλά αυτό που τους ένοιαζε ήταν κυρίως να μπορέσουν να ορθοποδήσουν και να ξαναφτιαχτούν οικονομικά. Το 1926, τέσσερα χρόνια μετά την καταστροφή, με την πρωτοβουλία του Ιωάννη Παντίρη, του μετέπειτα Δημάρχου, δημιούργησαν τον πρώτο «Παμπροσφυγικό Πολιτιστικό Σύλλογο-Λαγκαδά» που είχε ως μέλη την αφρόκρεμα των προσφύγων της πόλης, γιατρούς, δικηγόρους, εμπόρους, καπνομεσίτες.

Βέβαια οι γυναίκες ήταν πιο δραστήριες στην παρουσία τους στην πόλη, ιδιαίτερα αυτές που είχαν καταγωγή από πλούσιες και κοινωνικά προβεβλημένες οικογένειες της Σμύρνης οργανώθηκαν άμεσα με στόχο όχι μόνο να δείξουν την παρουσία τους αλλά και να πείσουν τους Λαγκαδιανιούς ότι είναι χρήσιμη αυτή η παρουσία τους. Έτσι λοιπόν μόλις έξη  χρόνια μετά το καταραμένο ’22 έκαναν την πρώτη σύσταση σωματείου στην πόλη με την επωνυμία «Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών-Παναγία η Ελεούσα», αυτό έφτανε να μπουν μπροστά και να παρουσιάσουν μια δραστηριότητα που είχε στόχο να συντρέξει όχι μόνο τους αδύναμους πρόσφυγες αλλά και τους ντόπιους που είχαν προβλήματα επιβίωσης. Μετά τον πρώτο Σύλλογο του Λαγκαδά «Αναγέννηση» που ήταν δημιούργημα του φωτισμένου καθηγητή Ηλία Γεωργιάδη με σκοπό να συμβάλλει στον Μακεδονικό αγώνα στα 1904, οι πρώτοι σύλλογοι που δημιουργήθηκαν στην πόλη ήταν αυτοί των Μικρασιατών. Οι Λαγκαδιανοί μόλις το 1936 έκαναν έναν δικό τους σύλλογο «Εφέδρων παλαιών πολεμιστών» που απαρτίζονταν κυρίως από παιδιά που πολέμησαν στην Μικρασία και βέβαια είχαν και τον μόνο αθλητικό σύλλογο της πόλης που ξεκίνησε το 1927 με την επωνυμία «Ποδοσφαιρικός Σύλλογος Ένωσις Λαγκαδά».

Πώς λοιπόν η φτωχή Λαγκαδιανή κοινωνία να μπορέσει να σταθεί απέναντι σε μια νέα πραγματικότητα που έβλεπε ότι την ξεπερνούσε κατά πολύ, αφού μόλις το 1933 Δήμαρχος Λαγκαδά εκλέγεται ο Μικρασιάτης Ιωάννης Παντίρης, ο οποίος αναδείχτηκε σε μια λαμπρή προσωπικότητα που έδωσε και τη ζωή του για την πόλη που τον φιλοξένησε ως πρόσφυγα και σκοτώθηκε άνανδρα στις 28 Οκτώβρη το 1944, μιά ακριβώς μέρα μετά την απελευθέρωση της πόλης,τον έκλαψε δε όλη η πόλη, ως πρώτο θύμα του επερχόμενου εμφυλίου.

Η κυρά-Χρυσώ αγαπούσε πολύ τον Παντίρη, γιατί βοηθούσε σε κάθε περίσταση τον κόσμο που είχε ανάγκες και δυσκολίες, έτσι αναγκαστικά άλλαξε γνώμη για τους πρόσφυγες, όχι μόνο γιατί η κόρης της η Σοφία παντρεύτηκε με πρόσφυγα αλλά και γιατί τώρα και ο Χρήστος αγάπησε Μικρασιάτισα και μάλιστα Σμυρνιά.

Πώς λοιπόν να αρνηθεί στο γιό της τη χαρά ενός γάμου με μια κοπέλα που την αγάπησε και τον αγαπούσε κι αυτή!

Η ζωή της Μαρίας ξεκινούσε από τη Σμύρνη στις 4 Δεκεμβρίου του 1910, μια ημερομηνία σημαδιακή για τη ζωή της. Κατάγονταν από καλή και εύπορη σχετικά οικογένεια με σπίτι με «δύο απαρταιμάν» όπως έλεγε, και όταν έγινε η καταστροφή η Μαρία ήταν δώδεκα μόλις χρονών. Σε ώρες θύμησης και αναπόλησης των χρόνων της καταστροφής, έλεγε με τρόμο τις σκηνές που έζησε στο ναό της αγίας Φωτεινής στη Σμύρνη στην τελευταία λειτουργία του εθνομάρτυρα Χρυσοστόμου Σμύρνης και διηγούνταν την τελευταία του ομιλία που όλος ο κόσμος έκλαιγε και μοιρολογούσε για το επερχόμενο κακό που δεν άργησε να έλθει καθώς οι τσέτες άρπαξαν τον δεσπότη και τον κακοποίησαν σέρνοντάς τον στα σοκάκια της Σμύρνης. Έπειτα ήρθε το μοιραίο, οι φωτιά, οι σφαγές, το κυνήγι, η πορεία προς το λιμάνι, οι μαύροι καπνοί που σκεπάζαν τον ουρανό της Σμύρνης και σου έκλειναν το λαιμό ώστε να μην μπορείς να αναπνεύσεις, το ταξίδι του ξεριζωμού, όπου η Μαρία με τους δικούς της και τους συγγενείς έφυγαν για τη νέα πατρίδα, πρώτα για την Καβάλα και ύστερα για τον Λαγκαδά, αλλά χωρίς τον πατέρα της που χάθηκε μέσα στην καταστροφή. Έμεινε η μάννα της ο αδελφός της και ο αδελφός του πατέρα της που σώθηκαν από τον χαλασμό. Όλοι οι άλλοι, γιαγιάδες ,παπούδες , χάθηκαν μέσα στον χαλασμό και τη φωτιά. Ο πατέρας της έμεινε πίσω γιατί δεν ήθελε να αφήσει το βιός του σε ξένα χέρια και υποσχέθηκε μόλις καταλαγιάσει η κατάσταση να έλθει στην Ελλάδα να τους βρει. Έμεινε μόνο με την ελπίδα! Κοιτώντας κάποτε το άλμπουμ των πρώτων φωτογραφιών στη νέα πατρίδα έβλεπες τη Μαρία με τις φίλες της ντυμένες όμορφα και με τις κορδέλες στα μαλλιά να προβάλουν αυτόν τον Σμυρνέϊκο αέρα, αυτό όμως που υπογράμμιζε ακόμα περισσότερο αυτόν τον αέρα, ήταν η αφιέρωση που υπήρχε πίσω στα γαλλικά και η υπογραφή “Mary Dimitrioy”. Τα πρώτα χρόνια η έγνοια τους ήταν να βρουν τους δικούς τους μέσω του Ερυθρού Σταυρού, χρόνια αγωνίας και πόνου, ελπίδας και προσμονής. Τίποτε δεν τους έφερνε καλά χαμπέρια από την κατεστραμμένη , βανδαλισμένη και καμένη Σμύρνη. Πάνω από δέκα χρόνια κράτησε αυτή η αγωνία. Κάποτε πληροφορήθηκαν ότι ο πατέρας της και οι δικοί τους πέρασαν από τουρκικό μαχαίρι και άλλοι πέθαναν από τις κακουχίες.

Ο θείος της που είχε όλα αυτά τα χρόνια την φροντίδα τους και στάθηκε σαν πατέρας τους, θεώρησε σωστό να παντρευτεί τη νύφη του για να μη δημιουργεί  σχόλια και κουτσομπολιά εις βάρους τους. Έτσι ξεκίνησε μια νέα ζωή με ελπίδα για κάτι καλύτερο. Το καλύτερο γι αυτήν ήταν ο Χρήστος που είχε μια αγάπη κι έναν πόνο για την Σμύρνη και την Μικρασία, μια και τη στρατιωτική του θητεία το 1922 την πέρασε στην Ανατολή και έφτασε μέχρι το Εσκί Σεχίρ, πολεμώντας μάταια για την ανάκτηση της Σμύρνης και όλης της Μικρασίας.

Ο Χρήστος παρ’ όλου ότι μεγάλωσε σε μια φτωχή οικογένεια και γνώρισε νέος την ορφάνια του πατέρα του, ήταν ένα πανέξυπνο παιδί με αρκετά χαρίσματα. Οι δάσκαλοί του διέβλεψαν ότι μπορούσε να πάει μπροστά και  πρότειναν στην μητέρα του να τον στείλει στο ημιγυμνάσιο Λαγκαδά που είχε ιδρύσει ο φωτισμένος φιλόλογος Ηλίας Γεωργιάδης. Ο δάσκαλός του ο κυρ-Θανασάκης Τζελίδης έφτασε μέχρι τον Δήμαρχο προτείνοντας να πάρουν τον Χρήστο στο Γυμνάσιο χωρίς δίδακτρα και αντί αυτών η κυρά-Χρυσώ να αναλάβει την καθαριότητα του σχολείου. Έτσι ο Χρήστος γράφτηκε στο ημιγυμνάσιο και με ιδιαίτερη έφεση παρακολούθησε τις δυο πρώτες τάξεις του. Όμως την επόμενη χρονιά δεν ήταν εύκολο να συνεχίσει γιατί κάποια άλλη οικογένεια που ήθελε, παρά την οικονομική της άνεση με τα υποστατικά και χωράφια που διαφέντευαν , να σπουδάσει το παιδί της δωρεάν, κατάφεραν και απέλυσαν την κυρά-Χρυσώ από καθαρίστρια και ανέλαβε η μάνα του άλλου παιδιού την καθαριότητα του γυμνασίου, αλλά βεβαίως επειδή αυτή δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει αυτό το έργο, μια και στο σπίτι της είχε άλλες να την καθαρίζουν, πλήρωνε μια κυρούλα από τις καθαρίστριές της για να ασχοληθεί με το γυμνάσιο.

Έτσι  ο Χρήστος έμεινε χωρίς σχολειό και η μάνα του χωρίς δουλειά. Δεν το έβαλε όμως κάτω, οι γνώσεις του ήταν τόσες και το μυαλό του κοφτερό που στο μεν στρατό έγινε αμέσως λοχίας στη δε ζωή έμαθε την τέχνη του καροποιού, ένα επάγγελμα που για σήμερα θα λέγαμε σαν να είχε αντιπροσωπεία αυτοκινήτων ή συνεργείο. Στο στρατό του πρότειναν να δηλώσει ανακατάταξη και να προαχθεί κατ΄αρχαιότητα, αλλά ήταν τέτοιο το πολιτικό κλίμα και τόσο ζοφερή η κατάσταση που θα έπρεπε σε όλη του θητεία να βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο μια κι αυτός σταμάτησε γύρω στο 1949.

Έτσι μαθαίνοντας την τέχνη του καροποιού άνοιξε αμέσως δικό του μαγαζί και ρίχτηκε στη δουλειά για να στηρίξει τη μάνα του και την οικογένεια αλλά και να κάνει ένα κομπόδεμα για το μέλλον του. Από τη ζωή του πολέμου, προτίμησε τον πόλεμο της ζωής.

Αυτά είδε η Μαρία, είδε τη σπιρτάδα στα γαλανά του μάτια, το φουντωτό θυσανωτό μαλλί του χτενισμένο στη μέση χωρίστρα, θυμίζοντας κλασικό μουσικό, την ταχύτητα στο περπάτημα και την έντονη κινητικότητά του, που έκανε την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά. Μέσα από κοινές παρέες και φίλους έγινε η γνωριμία και επειδή οι εποχές ήταν δύσκολες και πονηρές, αποφάσισαν να ξεκινήσουν μαζί μια νέα ζωή, αναγνωρίζοντας βέβαια ότι δυσκολίες θα υπήρχαν αλλά έχει ο θεός βρε αδερφέ, τα προβλήματα πάντα θα υπάρχουν. Ο Χρήστος βρήκε στη Μαρία τη γυναίκα εκείνη που ήταν ο χαρακτηριστικός τύπος της Σμυρνιάς που αφού γλίτωσε από τη σφαγή της Σμύρνης δεν την τρόμαζε πια τίποτε άλλο. Πίστεψε στην εξυπνάδα της και την καπατσοσύνη της και συχνά γελούσε όταν θυμόταν την σπιρτάδα της σκέψης της και την ετοιμότητά της για ό,τι προέκυπτε, όπως τότε που μικρό κορίτσι πεντάχρονο βρέθηκε στο τσαρσί της Σμύρνης μόνη της, γιατί χάθηκε από τους δικούς της που πήγαν για ψώνια και καθώς πείνασε και δεν είχε τίποτα να φάει καθόταν σε μια γωνιά παραπονεμένη. Τότε πέρασε ένας αγάς που προχωρούσε κι έψαχνε τις τσέπες του για τα λεφτά του και καθώς έψαχνε του έπεσε μια παγκανότα, ένα νόμισμα. Η Μαρία το πήρε χαμπάρι, ο Αγάς έψαχνε να δει τι του έπεσε και αυτή για να μη σκύψει να το πάρει και τη δούνε, έκανε πως σκόνταψε και έπεσε επάνω στο νόμισμα, το σκέπασε με το σωματάκι της και το έριξε γρήγορα μέσα στο στήθος της! Τέτοια ετοιμότητα είχε πάντα. Είχε καταφέρει να μάθει τη μοδιστρική τέχνη και να κάνει το σπίτι της σχολείο και για άλλα κορίτσια της πόλης. Η πελατεία της από τις καλύτερες και βέβαια όλες οι μικρασιάτισες ράβονταν σ’ αυτήν.

Σε καναδυό χρόνια μάζεψαν πέντε παράδες κι αποφάσισαν να κάνουν το μεγάλο βήμα του γάμου. Όχι τίποτε σοβαρό δηλαδή, γιατί οι καιροί ήταν αρκετά δύσκολοι, τα μαύρα σύννεφα των πολέμων δεν έλεγαν να καταλαγιάσουν και ο κόσμος ήταν πολύ ζορισμένος. Βρήκαν ένα σπιτάκι με νοίκι, και μια που τα χέρια του έπιαναν από μαστοριά, βοήθησαν και κάποιοι φίλοι ,ετοίμασε ό,τι χρειαζόταν για το σπιτικό, τραπέζι, καρέκλες, μπουφέ, καναπέδες. Δεν πρόλαβε να ετοιμάσει το μεγάλο κρεβάτι, αλλά το είχε στο πρόγραμμα να το ετοιμάσει άμεσα. Έλα όμως που αυτή η έλλειψη έμελε να γίνει αιτία πολέμου, γιατί η Μαρία το ήθελε πιο νωρίς να το στολίσει, και βέβαια όταν λέμε κρεβάτι διπλό, δεν εννοούμε καμιά κρεβατοκάμαρα σαν αυτές που ξέρουμε σήμερα, αλλά η όλη κατασκευή αποτελούνταν από τέσσερες τάβλες στηριγμένες πάνω σε ξύλινα ποδαρικά και το… στρωματέξ, υφαντό μεν, αλλά γεμάτο με σίκαλη ή άχυρο, στην καλύτερη δε εκδοχή του βαμβάκι ακατέργαστο, κατευθείαν από το χωράφι. Μπροστά λοιπόν στην έλλειψη του κρεβατιού πήγε η Μαρία στο σπίτι της πεθεράς της και σήκωσε το κρεβάτι, με τη σκέψη, χήρα γυναίκα τι το θες το διπλό κρεβάτι! Ε…ποιος είδε τον θεό και δεν τον φοβήθηκε. Άστραψε και βρόντηξε η κυρά-Χρυσώ. Αιτία πολέμου μεταξύ Σμύρνης και Λαγκαδά! Η κυρά Χρυσώ δεν μπορούσε να το καταπιεί εύκολα αυτό που της έκανε η προσφυγγίνα νύφη της, το φυσούσε και δε κρύωνε, το έλεγε και το ξανάλεγε μέχρι να το χωνέψει, αλλά δεν χωνευόταν εύκολα τέτοιο πράμα. Πέρασε καιρός να βρεθούν ξανά νύφη και πεθερά, η Μαρία απέφευγε να περνά από τη γειτονιά και ο Χρήστος περνούσε κανένα βραδάκι και έβλεπε τη μάνα και τ’ αδέρφια του αλλά ήταν σα ζεματισμένος, δεν ήξερε τι να πει και πώς να δικαιολογήσει τη γυναίκα του. Φρόντισε μόνο όσο πιο γρήγορα μπορούσε να φτιάξει το δικό τους κρεβάτι και κάποια μέρα πήρε τις τάβλες στην πλάτη και τις πήγε πίσω στο πατρικό του. Η μάνα του ούτε που γύρισε να τις δει, πήγε μόνος του και ξαναέστησε το κρεβάτι και έφυγε χωρίς πολλές κουβέντες γιατί φοβόταν μην ειπωθεί καμιά βαριά κουβέντα και δεν το ήθελε. Σε λίγες μέρες ξαναπέρασε ένα βραδάκι και τους είπε πώς να…η Μαρία δεν μπορεί να έρθει γιατί είναι έγκυος, οι αδερφές του τον συμβούλεψαν να πει στη γυναίκα του όποτε μπορέσει να έρθει να πάρει την ευχή της πεθεράς της, έτσι τόχουμε εδώ. Το είπε δειλά-δειλά στη Μαρία, και πήρε μια ξεγυρισμένη Σμυρνέϊκη απάντηση : « εμεις δεν τόχουμε έτσι!». Δεν είπε τίποτε και συνέχισε να παλαντζάρει ανάμεσα στη μάνα και στη γυναίκα του. Κάποτε έφτασε ο καιρός της γέννας μετά από μια πολύ δύσκολη εγκυμοσύνη της Μαρίας. Οι μέρες έφτασαν και η Μαρία δεν μπορούσε να γεννήσει. Αυτό τρομοκράτησε κι αυτήν και τον Χρήστο αλλά κυρίως την μάννα της Μαρίας την κυρά-Άννα, που είδε κι απόειδε πως η κόρη της έχει τον εγωϊσμό πιο μεγάλο από την τουρλωμένη κοιλιά της και δεν πάει να πάρει την ευχή της πεθεράς της, πήρε τα κουράγια της και πήγε στη συμπεθέρα. Έκατσε και είπε τον καημό της με δάκρυα και ζητούσε αυτή συγνώμη για λογαριασμό της κόρης της. Η κυρά-Χρυσώ δεν αισθάνθηκε καλά με τέτοια ταπείνωση της γυναίκας και είπε : άφησε βρε συμπεθέρα, παιδιά είναι κάποτε θα βάλουν μυαλό άμα γίνουν μανάδες. Όμως η κυρά-Άννα, δεν έμεινε εκεί. Μπορεί στη Σμύρνη να μη είχαν έθιμο οι νύφες να φιλούν τα χέρια των πεθερικών, αλλά όταν έφτανε καμιά στην κατάσταση που ήταν τώρα η Μαρία, πήγαινε η μάνα της και έπλενε τα πόδια της πεθεράς και κατόπι έπαιρνε ένα ποτήρι από το νερό της λεκάνης και το έδινε στην εγκυμονούσα να το πιει, σαν ένδειξη συγνώμης για ό,τι τυχόν είχε κάνει. Η κυρά Χρυσώ της είπε ότι εμείς δεν τόχουμε το έθιμο, αλλά θέλοντας και μη έκατσε και της έπλενε τα πόδια η συμπεθέρα και μετά πήρε σε ένα μπουκαλάκι νερό και το πήγε στη Μαρία.

Όταν έφτασε η κυρά Άννα στο σπίτι η Μαρία βογγούσε από τους πόνους, ο Χρήστος ίδρωνε- ξεϊδρωνε και η μαμή ετοίμαζε νερό και πανιά μήπως και καταφέρουν να πάρουν το μωρό ζωντανό. Η κυρά-Άννα της έδωσε να πιει λέγοντάς της: «πιές το γαϊδούρα και μη ξαναπείς κουβέντα στην πεθερά σου γιατί από μένα θα τόβρεις».

Ήθελε δεν ήθελε, το κατέβασε μονορούφι μέσα στους πόνους της και σε λίγη ώρα ακουγόταν το κλάμα του μωρού στο δωμάτιο. Τέτοια επιτυχία το «φάρμακο»!

Έκτοτε τα χρόνια κύλησαν ήρεμα, νύφη και πεθερά τα ξέχασαν όλα γιατί η Μαρία ήταν καπάτσα και καταφερτζού, έγινε γρήγορα αγαπητή στην οικογένεια και σχεδόν ανέλαβε αυτή να στηρίξει την πεθερά της όταν άρχισαν τα πρώτα προβλήματα με το γλαύκωμα. Αυτή να την τρέξει σε γιατρούς, να πάει να μάθει ,να ρωτήσει, να αναλάβει τα μικρά κουνιάδια της που ήταν τότε γύρω στα δώδεκα η Στέλλα και καμιά εννιά ο Δημητρός, ενώ η Σοφία είχε ήδη παντρευτεί πρόσφυγα κι αυτή, και η Μαλαματή περίμενε τη σειρά της. Τους έπαιζε και ξεφάντωνε μαζί τους λες και ήταν δικά της παιδιά.

Μαζί τους μεγάλωνε και ο δικός της γιός ο Τάκης που πήρε το όνομα του παππού από τη Σμύρνη που χάθηκε στην καταστροφή, βέβαια εδώ το έθιμο ήθελε το παιδί να παίρνει το όνομα των γονικών του πατέρα του, αλλά κι εδώ η Σμύρνη νίκησε και πάλι κατά κράτος. Η κυρά-Χρυσώ παρά το ότι θα ήθελε ν’ ακουστεί το όνομα του άντρα της,του Κωσταντή, που έφυγε κι εκείνος νέος, δέχτηκε να μπει το όνομα του άγνωστου συμπέθερου, για να αποφευχθεί ίσως μια ακόμη σύρραξη. Σε καναδυό χρόνια η Μαρία ξαναέμεινε έγκυος και γέννησε ένα χαριτωμένο κοριτσάκι που κι αυτό πήρε το όνομα της χαμένης γιαγιάς της Μαρίας στις φλόγες της πονεμένης Σμύρνης. Και το όνομα αυτής Αμύρσα!

Τ’ άκουσαν οι Λαγκαδιανοί και γέλασαν γιατί τους ήταν άγνωστο το όνομα, αλλά τι να κάνουν το κατάπιαν κι αυτό και τραγουδούσαν καμιά φορά περιπαιχτικά, για τις Σμυρνιές : « Η θειά μας η Αμυρσούδα τρία βρακιά φορεί, ώσπου να βγάλει το ένα ,τ’ άλλα τα κατουρεί…» και δώστου να χτυπάνε παλαμάκια.

Η Αμύρσα παρ’ όλη την χαρά που έφερε δεν ευτύχησε να μεγαλώσει, γιατί μόλις έφτασε στα 4 χρόνια της πέθανε, όπως πέθαναν πολλά παιδιά τότε λόγω της μεγάλης παιδικής θνησιμότητας. Πέρασε καιρός για να συνέλθει η Μαρία και ο Χρήστος από τον πόνο τους, αλλά και όλη η οικογένεια, γιατί το μικρό τους είχε κλέψει την καρδιά και το είχαν αγαπήσει λόγω της φιλασθενείας του. Μετά από 5 χρόνια η Μαρία ξαναγέννησε κορίτσι πάλι και τώρα έβαλε το όνομα της μάνας του μπαμπά της, της γιαγιάς Παναγιώτας, που κι αυτή χάθηκε στη Σμύρνη. Τρέχα γύρευε δηλαδή, λες και τόχει βάλει σκοπό να μη ακουστεί όνομα από το σόϊ του άντρα της. Κανένας δεν της είπε τίποτε γιατί δεν ήθελαν να χαλάσουν και την καρδιά του Χρήστου.

Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν χρόνια δύσκολα και σκληρά. Ο κόσμος έβραζε εδώ και καιρό και σε λίγο ξεσπούσε ο πόλεμος του 1940.

Έφυγε κι ο Χρήστος στον πόλεμο, όπως όλα τα παιδιά της πατρίδας και σαν λοχίας πήγε στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Έφτασαν ως τα Αλβανικά βουνά και πολέμησαν για χάρη της πατρίδας αλλά και των παιδιών τους. Ο χρόνος πέρασε δύσκολα και μετά ήρθε η συνθηκολόγηση και το σπάσιμο του μετώπου, η επιστροφή στα σπίτια και η εμπειρία της Γερμανικής κατοχής. Στο αντάρτικο δεν ήθελε να μπλέξει ,παρά το ότι δέχτηκε πιέσεις, γιατί έβλεπε πως αυτοί που κάνανε κουμάντο στο χωριό δεν ήταν και τα καλύτερα κουμάσια. Έστελναν τον κόσμο να πολεμάει κι αυτοί κρυβόταν στις γιάφκες και κάνανε λέει αντίσταση. Αυτά ο Χρήστος τα έλεγε και δυνατά και κάποιοι ενοχλούνταν. Πολλές φορές δέχτηκε απειλές και τότε κάποιος γείτονας «αγωνιστής» είπε στη Μαρία: «Μια που δεν βγαίνει ο Χρήστος στο βουνό, και δεν κλείνει και το στόμα του, γράψου εσύ τουλάχιστον στο ΕΑΜ για να του γλυτώσεις το κεφάλι. Έτσι και έγινε, παρά τη διαφωνία του Χρήστου, πήγε και γράφτηκε αλλά έκανε και συμφωνία ότι δεν θα βγει στο βουνό γιατί έχει δυο μικρά παιδιά, αλλά θα βοηθάει σε αποστολές μέσα στην πόλη και τη Θεσσαλονίκη. Έτσι έγινε σύνδεσμος μεταξύ των ανταρτικών ομάδων και μετέφερε μηνύματα και πληροφορίες αλλά πουλούσε και τα κουπόνια για την οικονομική ενίσχυση του αγώνα.

Έπαιρνε τα κουπόνια ή τα μηνύματα τα τύλιγε μέσα στο κουβάρι του πλεξίματος, έβαζε και τις βελόνες και πήγαινε δήθεν πλέκοντας όπου ήθελε, χωρίς κανένας να υποψιαστεί τίποτα. Απαίτησε μάλιστα να παίρνει κι αυτή συσσίτιο για τα παιδιά της όπως έπαιρναν όλες οι οικογένειες των ανταρτών, όταν όμως κάποτε μοίρασαν από ένα-δυο κιλά φακές για τις οικογένειες των αγωνιστών, η Μαρία αντιλήφθηκε ότι η φακές ήταν ανακατεμένες με άμμο, γιατί κάποιοι «αγωνιστές» πίστεψαν ότι νοθεύοντας τις φακές με άμμο, περίσσευε φακή για να την πουλήσουν στην μαύρη αγορά για λογαριασμό τους. Ε…ποιος είδε τον θεό και δεν το φοβήθηκε, αρπάζει η Μαρία το σακούλι με τη φακή και την πηγαίνει στο διοικητήριο, έξαλλη μπήκε μέσα φωνάζοντας να δει τον σύντροφο αρχηγό, εκεί του άδειασε το σακούλι πάνω στο γραφείο και του είπε:  «αυτές τις φακές να τις βράσεις και να τις δώσεις στα δικά σου παιδιά». Ο Χρήστος έτρεξε πίσω της για να την ηρεμήσει, γιατί εντωμεταξύ οι αντάρτες είχαν αρχίσει ήδη το παιδομάζωμα τέλος του ’44 και πήραν και την μικρό τους αδελφό τον Δημητρό στο βουνό, για «εκπαίδευση στον αγώνα», και φοβήθηκε μήπως την πληρώσει ο μικρός, που ήταν δεν ήταν τότε 16 χρονών. Ευτυχώς τα πράγματα ηρέμησαν και δεν δόθηκε συνέχεια γιατί δεν συνέφερε σε κανέναν.

Μετά την κατοχή τα πράγματα ηρέμησαν και ο μεν Χρήστος ρίχτηκε στη δουλειά και έκανε το δικό του καροποιείο, παίρνοντας στη δούλεψή του και τον μικρό του αδελφό τον Δημητρό και πήγαιναν πολύ καλά αφού το επάγγελμα ήταν σε μεγάλη ανάπτυξη εκείνη την εποχή, αλλά λίγο αργότερα η τράπεζα άρχισε να δίνει δάνεια στους αγρότες για να αποκτήσουν κάρο, το βασικό μέσο μεταφοράς και έτσι αυξήθηκαν οι παραγγελίες ,μετά δε πήρε και τον γιό του τον Τάκη στη δουλειά, όταν απολύθηκε απ’ το στρατό. Ο Δημητρός και ο Τάκης που είχαν και χάρισμα στη ζωγραφική, διακοσμούσαν μόνοι τους τα κάρα με λουλούδια και λαϊκές ζωγραφιές, κι έτσι δεν χρειαζόταν να πληρώνουν τον κυρ- Θανάση τον Μανωλούδη που είχε καθιερωθεί ως ο λαϊκός ζωγράφος των αμαξοκαροποιών.

Η ζωή κυλούσε ήρεμα και με πολύ κέφι γιατί η Σμυρνιά νύφη ήθελε να αναβιώσει τη ζωή της Σμύρνης στο Λαγκαδά. Κάθε τόσο ταβερνάκια, γλεντάκια, παρέες μαζεμένες στο σπίτι τους για γιορτές, αποκριές, πρωτοχρονιές χαρούμενες γεμάτες γέλια και τραγούδια, όμως τώρα τα τραγούδια της προσφυγιάς, για το παρθεναγωγείο που κάηκε και για «τη Σμύρνη που έγινε στάχτη κι έβγαλε ο Κεμάλ το άχτι»,ξεχάστηκαν και τη θέση τους πήραν τα τραγούδια της εποχής « μια ζωή την έχουμε κι αν δεν τη γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε τι θα καζαντήσουμε».

Αυτά θυμόταν η  Μαρία χρόνια αργότερα, που έχασε τον άντρα της από καρκίνο στα εβδομήντα του περίπου χρόνια και ύστερα τον γιό της στην ίδια ηλικία και σαν έμεινε μόνη με τα παιδιά και τα εγγόνια, μάνα και πεθερά μαζί, αλλά πάντα Σμυρνιά, με τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο δικό της και χαμογελούσε μεγαλόψυχα ευχαριστώντας το θεό για τα 94 χρόνια που της χάρισε. Καμιά φορά έκλεινε τα μάτια και προσπαθούσε να πάει στη Σμύρνη, να θυμηθεί τα παλιά, να περπατήσει στα σοκάκια της, να πάει τη λειτουργιά στην αγιά-Φωτεινή, να περάσει από την αγορά και να χαζέψει τις βιτρίνες, να τριγυρίσει στις γειτονιές των παιδικών της χρόνων να ξαναμπεί στα σπίτια και τα αρχοντικά της πόλης να συναντήσει τις φίλες της, να περπατήσουν στην προκυμαία τραγουδώντας, όπως τότε παλιά, πριν έρθει το κακό κι ο χαλασμός. Αλλά τότε η καρδιά της πιανότανε και ένας κόμπος ανέβαινε στο λαιμό. Θεέ μου τι κακό ήταν εκείνο που έγινε; Σε τι έφταιξε η ανθρωπότης; Έρχονταν ξαφνικά στο μυαλό της οι τελευταίες εικόνες της Σμύρνης σκεπασμένες με τους μαύρους καπνούς της πυρκαγιάς, τον κόσμο να τρέχει αλαφιασμένος στην προκυμαία να σωθεί, τους Εγγλέζους να σπρώχνουν γυναίκες και παιδιά μέσα στο νερό για να μην ανεβούν στα πλοία, κεφάλια κομμένα να πλέουν στη ματωμένη θάλασσα, τσέτες να ορμούν με ματωμένα σπαθιά σε όποιον τους έκλεινε το δρόμο, τον Δεσπότη να τον σέρνουν μέσα στην πόλη και να τον πετροβολούν, εικόνες φρίκης και σπαραγμού. Αυτός ήταν και ο λόγος που τόσα χρόνια δεν θέλησε να ξαναγυρίσει πίσω στα αγαπημένα χώματα, φοβόταν μη ξαναζήσει την καταστροφή της Σμύρνης και δεν το αντέξει η καρδιά της.Φοβόταν το θάνατο έτσι όπως τον έζησε τότε. Δεν ήθελε βέβαια να πεθάνει, «είδα το χάρο με τα μάτια μου στη Σμύρνη», έλεγε, και «δεν θέλω να τον ξανασυναντήσω» κι αν καμιά φορά πάνω στη πλάκα της έλεγαν ότι θα πεθάνει κι αυτή όπως όλοι, έλεγε πως είναι ικανή να σκάψει με τα νύχια της το χώμα και να ξαναβγεί στη ζωή απ’ την άλλη πλευρά της γης, «δεν κατάλαβες, έλεγε, ξέρεις πια είμαι εγώ; Τον διάβολο σε μπουκάλι τον κλείνω» και γελούσε με όλη της την ψυχή. Ήθελε να τη θυμούνται ζωντανή, κεφάτη, καλαμπουρτζού, φωνακλού, δεν ήθελε να υποχρεώνεται σε κανέναν, ήθελε να κάνει πάντα το δικό της, και το έκανε για εννενηντατρισίμησι χρόνια. Κάποια μέρα μόνη της πήρε τηλέφωνο σε μια ιδιωτική κλινική και παρήγγειλε να έλθουν να την πάρουν. «Δεν θέλω να γίνω βάρος κανενός» έλεγε. Παρά τα παρακαλετά και τη στεναχώρια των δικών της, το αποφάσισε και το ΄κανε γι ακόμα μια φορά το γινάτι της. Ήρθε το αυτικίνητο και την πήρε. Είχε ετοιμάσει μόνη τα πράγματά της, τα πήρε, χαιρέτησε και μπήκε μέσα. Σε μια στιγμή δάκρυσε,γύρισε και κοίταξε προς το σπίτι και αυτούς που ήταν στην πόρτα για να την χαιρετίσουν, ύστερα θυμήθηκε την απόφασή της, «ήπρεπε να κάνει αυτό που ήθελε» αυτή. Σμυρναίϊκο γινάτι! Στην κλινική όμως βάραινε κάπως και άρχισαν τα πρώτα προβλήματα που κράτησαν για τέσσερες- πέντε μήνες.

Στις 4 Δεκέμβρη  μια κρύα χειμωνιάτικη ημέρα η Μαρία έκλεινε τα μάτια της, ακριβώς την ίδια ημέρα που είχε έλθει στη ζωή πριν από 94 χρόνια, την ίδια μέρα που παντρεύτηκε, την ημέρα της Αγίας Βαρβάρας. Γι αυτό όταν κάποιος σχολίαζε το στόμα της που πήγαινε σαν πολυβόλο, έλεγε πως «εγώ είμαι του πυροβολικού, αφού γεννήθηκα της αγιά-Βαρβάρας, μεγάλη η χάρη της».

Η προσφυγγίνα Read More »

Αμάν Σοφιώ, ψήσε καφέ

Είχαν στερέψει τα μάτια της από τα δάκρυα αλλά κάθε τόσο έβγαζε το άσπρο της μαντήλι για να καλύψει το πρόσωπό της και να απομονωθεί για λίγο από τους άλλους, να μείνει μόνη στην πίκρα της. Μονολογούσε κοιτάζοντας τον γιό της που βρίσκονταν στο κέντρο του σπιτικού της σκεπασμένος με τα λουλούδια του αποχαιρετισμού γνωστών και φίλων. Στα εβδομήντα του κι αυτός, σαν τον πατέρα του, τον ίδιο καλοκαιρινό Ιούλιο ξεκίνησε το τελευταίο του ταξίδι, και ίσως το μακρινότερο της ζωής του, μια και δεν κατάφερε στη ζωή του να χαρεί τίποτα από ταξίδια και εκδρομές, παρά μόνο δουλειά και δουλειά.

Οι επισκέπτες μπαινοβγαίνανε αφήνοντας τα λουλούδια τους και η θεία Σοφία σε κάθε ευχή τους: «να ζήσετε να τον θυμάστε», αναστέναζε βαρειά και απαντούσε:

-Τι να τα κάνω;  Έγινα ενενήντα δυό για να χορταίνω πόνο και δάκρυα! Να μου λείπουν! Μακάρι να μπορούσα να βγάλω τον Κωσταντή από την κάσα να μπώ εγώ και να φύγω καλιά μου, να πάω παρέα στον Γιώργη. Είκοσι χρόνια έχει που τον έχασα, και τι κατάλαβα που έζησα να τον θυμάμαι; Ποιο πολύ πόνος.

Δεν ήθελα να την αφήσω να πνίγεται στην πίκρα της και προσπάθησα να αλλάξω κουβέντα για να ξεχαστεί ο πόνος της μάνας.

-Αλήθεια θεία, έχει είκοσι χρόνια που έφυγε ο θείος;

-Είκοσι ακριβώς! Στα εβδομήντα του κι αυτός. Δεκατέσσερα χρόνια μικρασιάτης και πενήντα έξη Λαγκαδιανός. Ε ….βάσανα κι ο Γιώργης! Τι ζωή κι αυτή! Πίκρα, ξεριζωμός, τρέξιμο, σφαγές, ορφάνια, πόνος, αίματα, προσφυγιά…Κι άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι της μνήμης της, μιας μνήμης θαυμαστής, για γυναίκα τόσων χρονών, που θυμόταν ακόμα και τις παραμικρές λεπτομέρειες . Μια ζωή μυθιστόρημα…Δεν ήταν ούτε δεκατέσσερα ο Γιώργης όταν έγινε το κακό, η καταστροφή της Σμύρνης, και όλοι οι χωριανοί του  με τους δικούς του έφυγαν από τα Σώκια και τρέξανε στο λιμάνι για να σωθούν.Ο Γιώργης πρώτος, στα δεκατέσσερα, η αδερφή του η Ελισσώ καμιά δεκαριά και ο Αποστόλης δεν θα ήταν ούτε έξη. Τον Γιώργη τον έντυσαν γριά για να μη τον πάρουν οι Τούρκοι, γιατί όσα αγόρια τα έβρισκαν σε τέτοια ηλικία τα έπαιρναν με το στανιό και ο Θεός σχωρέσ’  τους …

Σαν έφτασαν στη Σμύρνη παλάβωσαν από το κακό. Χιλιάδες άνθρωποι σαν αγριεμένα κοπάδια τρέχανε να σωθούνε όπου έβρισκαν μέρος, άλλοι κατά τη θάλασσα, άλλοι σε σπίτια γνωστών τους, άλλοι εδώ και εκεί έκλαιγαν για το ριζικό τους. Οι δικοί του Γιώργη κρύφτηκαν για λίγο στα μνήματα και μετά τράβηξαν για τη θάλασσα, αλλά μέσα στον κοσμοχαλασιά χάθηκαν μεταξύ τους. ΄Εμεινε ο Γιώργης με την Ελισσώ απ΄το χέρι και κάτι θειάδες του που τους είχαν από κοντά, όταν ξεκίνησαν απ΄τα Σώκια. Τους έσπρωξαν σε ένα καϊκι και με την παρηγοριά της θειάς του και την μικρή από το χέρι άρχισαν να γεύονται την αρμύρα της θάλασσας και της ζωής, μακριά από τη Σμύρνη, που ήταν παραδομένη στις φλόγες και στην αγριότητα του αναμορφωτή Κεμάλ και οι καπνοί της έφταναν να σκεπάζουν τον ουρανό.

Από τη σαστιμάρα του και τον τρόμο δεν σκέφτηκε ούτε καν να βγάλει από πάνω του τα ρούχα της γριάς.

-Έλα γιαβρίμ’ βγάλε το φουστάνι και το μαντήλι, πάει πια το κακό, γλυτώσαμε…

Έβαλε τα κλάματα πρώτη φορά, όχι γιατί φοβήθηκε, αλλά γιατί ένιωσε πως τη δική του τύχη μπορεί να μη την είχαν οι γονείς του, και οι άλλοι συγγενείς που αλαφιασμένοι έτρεχαν στα σοκάκια της Σμύρνης κυνηγώντας τη ζωή τους και τη σωτηρία τους. Πού να είναι άραγε οι άλλοι; Δεν τολμούσε να ρωτήσει. Άλλωστε και να ρωτούσε ποιος μπορούσε να του δώσει απάντηση;

Ο φόβος είχε φωλιάσει στα μάτια του, δεκατετράχρονο αμούστακο παιδί, που έμελε να γευτεί κι αυτός με όλους τους άλλους τα σχέδια των μεγάλων να μοιράσουν τον κόσμο κατά το συμφέρον τους και τους άνομους υπολογισμούς τους. Τον πήρε ένα παράπονο που δεν μπορούσε να σταματήσει, και βλέποντας τη Σμύρνη από μακριά μέσα στους καπνούς και τις φλόγες ένιωθε να καίγονται τα όνειρα όλων των Ελλήνων της Μικρασίας, μαζί με το έχει τους και το μικρό ή μεγάλο βιός τους. Δική του περιουσία τώρα μόνο τα ρούχα που φορούσε, η Ελισώ και ο Αποστόλης, που κούρνιαζε στην αγκαλιά της θειάς του, κατάκοπος από την ταλαιπωρία και τον τρόμο κυρίαρχο στα μεγάλα μαύρα μάτια του και πιθανόν να μη μπορούσε καταλάβει ούτε τι γινόταν ούτε πού πάει.

Πόσες μέρες ή ώρες ταξίδευαν δεν μπορούσε να τις μετρήσει, ούτε από τον ουρανό έβγαζε άκρη, που μια βασίλευε και μια χάραζε κι ήλιος άλλοτε κρυβόταν στους καπνούς της Σμύρνης κι άλλοτε έφεγγε τη μέρα κατά το συνήθειο του. Κατέβηκαν σε ένα λιμάνι και τους τσουβάλιασαν σε ένα άλλο πιο μεγάλο πλοίο, ο ένας πάνω στον άλλον, νηστικοί και διψασμένοι, άρρωστοι, χτυπημένοι, βρώμικοι, μη αντέχοντας ο ένας την δυστυχία του άλλου. Τα μάτια του έκλεισαν και αυτός ο ύπνος του ήταν σωτήριος γιατί ξέχασε τα πάντα, την πείνα του, τη δίψα, την μάνα του την κυρά Αλίκη, τον Πατέρα του, τους φίλους του και τα Σώκια, τα όμορφα Σώκια με την πλούσια γη τους.

Όταν ξύπνησε άκουσε από τις φωνές των ανθρώπων, ότι κατεβαίνουν στη Σαλονίκη.  Φωνές, κλάματα , τούρκικα και ελληνικά μαζί ένας γλωσσικός αχταρμάς. Χιλιάδες κόσμου, σαν τα πρόβατα έξω από τη στάνη, να τρέχουν δεξιά κι αριστερά να δούν τι θα κάνουν. Η θειά τους μάζεψε κοντά της, περίμενε και μερικούς άλλους Σωκιαλήδες και αποφάσισαν να μείνουν για μια βραδιά στο Καραμπουρνού και άμα φωτίσει ο Θεός με το καλό τη άλλη μέρα, θα αποφασίσουν πιο ψύχραιμα για τη μοίρα τους. Πήραν ό,τι τους μοίρασαν για φαγητό από τις διάφορες οργανώσεις και ξεγέλασαν την πείνα και την πίκρα τους με τις προσφορές της φιλανθρωπίας. Τα καράβια ερχόταν αβέρτα από τη Μικρασία γεμάτα προσφυγιά και πόνο, αλλά και φόβο και ελπίδα για τη νέα ζωή. Όσοι μαζεύτηκαν από το σόι και τα Σώκια σε μια αλάνα αποφάσισαν να τραβήξουν κατά τη μεριά του Λαγκαδά, έξω στον κάμπο, όπου θα μπορούσαν ίσως να απλώσουν την προσφυγιά τους και να ξαναδούν τη ζωή απ’ την αρχή. Είπαν ότι ο τόπος είχε μεγάλο κάμπο και ίσως θα κατάφερναν και να δουλέψουν την γη σαν εργάτες, αλλά και να φυτέψουν εκεί κάποτε τα όνειρά τους, αν δεν ξαναγύριζαν πίσω στη Μικρασία,αλλά είχε και τη λίμνη που έδινε μια ελπίδα να χορτάσουν την πείνα του πρόσφυγα.

Εκεί λοιπόν άπλωσαν την πίκρα και τον πόνο τους, έξω από το χωριό, γιατί τα μαύρα βλέμματα των ντόπιων, τους φαίνονταν πιο απειλητικά κι από των τσέτηδων.Ο φόβος για το βιός τους και τους άγνωστους «πρόσφυγγες», όπως τους έλεγαν, έκανε τις σχέσεις ψυχρές και απόμακρες.

Όμως ο τόπος ήρεμος και φιλόξενος, βλογημένος απ’ το Θεό με πλούσια νερά και χώμα, έδειχνε να τους χαμογελά και να τους καλοδέχεται. Δεν ενόχλησαν κανέναν, βγήκαν έξω από το χωριό, στο κάμπο, έστησαν τις πρώτες καλύβες τους όπως-όπως και γνώρισαν γρήγορα τον τόπο και τις χάρες του, ακόμα και τη λίμνη που έλαχε να γίνει η μάνα τους για τον πρώτο καιρό και να γλιτώσουν από τον θάνατο της πείνας.

Ο κάμπος θέλει χέρια για να ζωντανέψει, κι αυτοί είχαν καλά και γερά, αλλά και μαθημένα στη δουλειά χέρια. Ζήτησαν δουλειά στα χωράφια, διστακτικά στην αρχή, αλλά δεν άργησαν να κερδίσουν τη συμπάθεια των ντόπιων και σιγά-σιγά να χτιστούν οι πρώτες σχέσεις συνεργασίας αλλά και συμπάθειας. Παρ’ όλα τα φαρμακερά σχόλια για τις Σμυρνιές, που βρακί μπορεί να μην είχαν αλλά το κοκκινάδι το έβαζαν στα χείλη τους και τα χρυσά δόντια έλαμπαν στα τρανταχτά γέλια τους, ο πάγος έλιωσε γρήγορα και κατάλαβαν ντόπιοι και πρόσφυγες, ότι τη ζωή μας την ορίζουν οι τρανοί της γης, που κακό χρόνο να’ χουν, τους έφεραν στο χάλι της προσφυγιάς και της ανέχειας, αυτούς, που ήταν νοικοκυραίοι κι αφεντικά ακόμα και στους Τούρκους. Τώρα εμπιστεύονταν μόνο το Θεό και τις καρδιές των ανθρώπων, που έλεγαν ότι Τον πίστευαν. Και μόνο οι διηγήσεις της καταστροφής και της φωτιάς, των σφαγών και των βιασμών, έκαναν τους ντόπιους να τους συμπονέσουν και να φερθούν φιλάνθρωπα και πονετικά.

Έξω στον κάμπο του Λαγκαδά είχε μεγάλους μπαξέδες και αμπέλια, αλλά και τουβλάδικα, κεραμιδαριά τα έλεγαν οι ντόπιοι, όπου με το πλούσιο χώμα της περιοχής έκοβαν με το χέρι τούβλα και κεραμίδια και τα έψηναν στους φούρνους. Οι φούρνοι για καύσιμο είχαν την καρακόβα, κάτι χόρτα σαν σχοίνα, που φύτρωναν στα υγρά μέρη του κάμπου και όσοι ήθελαν δουλειά έκοβαν ολημερίς καρακόβα και την πουλούσαν με το δεμάτι, για να τροφοδοτούνται οι φούρνοι των κεραμιδαριών.Οι μεγάλοι σε ηλικία δούλευαν στα τούβλα, οι μικρότεροι πατούσαν τη λάσπη με τα πόδια για να ετοιμαστεί για επεξεργασία και οι άλλοι έκοβαν καρακόβα. Όλες τις δουλειές τις έκανε ο Γιώργης. Ακόμα και την Ελισώ την έπαιρνε μαζί του και πατούσε τη λάσπη και λίγο αργότερα και ο Αποστόλης ήταν ο μικρότερος εργάτης στο εργοτάξιο. Εκεί γνώρισε και τη Σοφία, που πήγαινε για δουλεία στην καρακόβα, όταν ο πατέρας της έφυγε νέος απ’ τη ζωή. Η μάνα της χήρα πλέον με πέντε παιδιά και με γλαύκωμα στα μάτια που σιγά-σιγά οδηγούνταν σε τύφλωση, σε εποχές δύσκολες και φτωχές, δεν είχε την πολυτέλεια να σκεφτεί πού θα δουλέψουν τα παιδιά της. Όπου έβρισκαν μεροκάματα έτρεχαν. Η Σοφία στην καρακόβα και τ’ αμπέλια, ο Χρήστος μόλις γύρισε από τη Μικρασία με το στρατό, μπήκε στην τέχνη του καροποιού, η Μαλαματή στους μπαξέδες, η Στεργιανή δωδεκάχρονη στα καπνεργοστάσια, ο Τάκης στο χονδρεμπορικό μπακάλικο του Μπίλλη, κουβαλούσε με την πλάτη τους τενεκέδες με πετρέλαιο και λάδι ή τα σακιά με τις πατάτες στα άλλα μπακάλικα του χωριού. Τα’ λεγε η θειά-Σοφία και σταυροκοπιότανε κάθε τόσο λέγοντας:

-Τι ζωή θεέ μου; Πώς αντέξαμε;

Ο Γιώργης έκανε όλες τις δουλειές, προκειμένου να μαζέψει κανένα φράγκο παραπάνω για να οικονομήσει τη ζωή του. Έκοβε καρακόβα νωρίς το πρωί, μετά πατούσε λάσπη, ύστερα έπιανε τα καλούπια και έκοβε τούβλα και κεραμίδια. Τα άπλωναν στον ήλιο για καναδυό μέρες μέχρι να τραβήξουν και στη συνέχεια τα έψηναν στο φούρνο. Δουλειά, απ’ το λιόβγαιμα ως το λιόγερμα και ακόμα πιο πίσω.

Κάποιες μέρες πήγαινε και στο σφαγείο που ήταν εκεί κοντά και έμαθε την τέχνη του εκδοροσφαγέα, όχι τόσο για το μεροκάματα, αλλά να… όταν κάποιος έσφαζε κάποιο ζώο ο Γιώργης αντί για μεροκάματο, έπαιρνε λίγο κρέας για τα παιδιά ή κανένα γλυκάδι για το βραδινό κρασί. Αυτό το κρασί τον έκανε να ξεχνά τη Μικρασία, την προσφυγιά, τους γονείς του, που δεν φάνηκαν και δεν ακούστηκαν πουθενά και τα ζόρια της ζωής, που όσο μεγάλωνε, μεγάλωναν κι αυτά. Γινόταν αψής και νευρικός και καμιά φορά εκείνα το όμορφα πράσινα μάτια και το ξανθό μαλί, αγρίευαν και γίνονταν φουρτουνιασμένη θάλασσα, σαν τα μπουγάζια τ’ Αϊβαλιού.

Ημέρευε άμα έβλεπε τη Σοφιώ, που μικρή –μικρή ρίχτηκε στη βιοπάλη και θυμόταν τα δικά του δεκατέσσερα χρόνια, που ήρθε και άπλωσε τη ζωή του στον κάμπο του Λαγκαδά. Στην ίδια ηλικία κι αυτή, πάλευε να κερδίσει τη ζωή της με τον ιδρώτα της και τις φτωχές της δυνάμεις. Πήγαινε καμιά φορά δίπλα της καθώς έκοβαν καρακόβα, και έκοβε όσο μπορούσε περισσότερα δεμάτια και αντί να τα πάρει αυτός, τα άφηνε δώρο στη Σοφία για να πλερωθεί κάτι παραπάνω στο μεροκάματο, γιατί η πλερωμή ήταν με το δεμάτι. Η Σοφία τα έβλεπε αυτά με επιφύλαξη, γιατί η μάνα της κάθε μέρα της έλεγε το ίδιο τροπάρι :

-Τα μάτια σ’ δεκατέσσερα. Μη ξανοίγεσε πολύ, και λίγα με τους πρόσφυγγες.

Τα παλιά χρόνια οι μεγάλοι για να τρομάξουν τους μικρούς τους έλεγαν: «μη γυρνάτε αργά έξω γιατί θα σας κλέψουν οι Γιοβροί και θα σας πιούν το γαίμα». Τώρα η φοβέρα άλλαξε, οι Γιοβροί έγιναν πρόσφυγγες, που έκλεβαν τα καλά παιδιά και τα κορίτσια.

Όμως η Σοφία δεν είχε να φοβηθεί τίποτα από τα καμώματα του Γιώργη, που μόνο καλοσύνη έδειχνε.

Με τα πολλά, μια μέρα της ξεφούρνισε το μυστικό. Εγώ σε λίγο φεύγω στο στρατό, ήταν ήδη στα εικοσιδύο του χρόνια, αλλά όταν ήρθαν από την Μικρασία η θεία του τον δήλωσε 2-3 χρόνια μικρότερο για να δικαιούται βοήθημα και επίδομα προσφυγικό. Έτσι κάποτε ήρθε ο καιρός να υπηρετήσει την πατρίδα που ακόμα καλά –καλά δεν την είχε γνωρίσει. Στο μυαλό του καρφώθηκε η Σοφία. Πώς θα την άφηνε, και άμα έφευγε στο στρατό πότε θα ξαναγύριζε πίσω; Και τα πράγματα δεν φαίνονται και πολύ ήρεμα, πόσο καιρό θα τους κρατούσαν για φαντάρους; Η καρδιά προσπαθούσε να σκεφτεί και το μυαλό χτυπούσε τρελές ιδέες.

Όταν είπε στη Σοφία τη σκέψη του αυτή κόντεψε να πέσει κάτω ξερή. Ήταν δεν ήταν δεκαέξι-δεκαεφτά. Πώς θα τολμούσε να έλεγε στη μάνα της τα σχέδια του Γιώργη, που η κυρά-Χρυσώ ήταν κέρβερος σε θέματα ηθικής, αλλά και πως αυτή τρίτη στη σειρά θα τολμούσε να σκεφτεί πρώτα τη δική της ζωή, πρωτύτερα από τον αδερφό και την αδερφή της. Αμ…και το άλλο; Πώς λες ότι με θέλει ένας πρόσφυγγας για γυναίκα του; Μετά την φωτιά της Μικρασίας, κινδύνευε να καεί τώρα κι ο Λαγκαδάς απ’ την μάνα της. Πρόσφυγγας γαμπρός; Πού ακούστηκε!!!Κρύος ιδρώτας την έλουσε και έπεσε ν’ αρρωστήσει. Ανέβασε πυρετό και δεν πήγε στη δουλεία μερικές μέρες. Η κυρά-Χρυσώ δεν μπορούσε να καταλάβει την ξαφνικιά αρρώστια, ούτε και πήγαινε ο νούς της σε έρωτες και παντρολογήματα, και μάλιστα τέτοιες εποχές φτώχειας που ακόμα δεν είχαν συνέλθει από τον ξαφνικό θάνατο του άντρα της του Κωσταντή που έφυγε στα σαράντα εφτά του χρόνια.

Ο Γιώργης ανησύχησε που δεν την είδε στον κάμπο. Την τρίτη μέρα της αγωνίας, στολίζεται ο καλός μου και νάσου στο σπιτικό της κυρά-Χρυσώς.

-Ήρθα να δώ τη Σοφία, τι έπαθε;

-Και σένα τι σε κόφτει παλικάριμ’ για τη Σοφία;

-Άκου θειά, εγώ σε λίγο φεύγω στο στρατό,αλλά τη Σοφία δεν την αφήνω σε ξένα χέρια. Θέλω να την παντρευτώ και να κάνουμε σπιτικό μαζί.

Η κυρά-Χρυσώ, που λόγω του γλαυκώματος δεν έβλεπε καλά, άνοιξε τα μάτια της τόσο, που τρόμαξε ο Γιώργης ότι θα του μείνει στα χέρια.

-Άκου παλικάριμ’, η Σοφία δεν είναι σε ξένα χέρια. Έχει μάνα, οικογένεια και άλλα τέσσερα αδέρφια. Έχει ακόμα μια φρέσκια ορφάνια και πολλά προβλήματα, πέρα απ΄το ότι είναι μικρή για τέτοιες δλειές. Άφσε μας στην πίκρα μας και στον πόνο μας και κοίτα να βρείς καμιά στην ηλικίασ’ για να κάνσ’ σπιτικό. Εγώ την κόρημ’ δεν την παντρεύω και δεν τη δίνου σε πρόσφυγγα για να χορτάσ’ φτώχια.

Ένα κομμάτ’ το έχει και στο σπίτι της. Σύρε στο καλό και καλός φαντάρους!

Τον Γιώργη τον κακοφάνηκε η απάντηση και η προσβολή για την προσφυγιά του, αλλά σκέφτηκε ότι και η μάνα του τα ίδια θα έλεγε αν ζητούσαν την Ελισώ στα δεκάξι της για παντρειά.

-Καλά εγώ ηρθα να σας πώ πως θα την πάρω, δεν ήρθα να σας τη ζητήξω.

-Η απάντηση έπεσε σαν κανονιά. Θα την πάρω; Δηλαδή πως με το ζόρι;

Η Σοφία από το άλλο δωμάτιο με τις αδερφές της παρακολουθούσαν τη σκηνή με κομμένη ανάσα.

Άκουσαν μοναχά την πόρτα να κλείνει δυνατά και την κυρά-Χρυσώ και μουρμουρίζει μέσα απ’ τα δόντια της:

-Βρε τουν παλιοπρόσφυγγα, βρήκε χωράφ’ να γοργώσει, και το θέλ’ κι θκότ’!

Η Σοφία ξανακουκουλώθηκε με τις κουβέρτες και έκανε πως δεν πέφτει ο πυρετός, λέγοντας « αφήστε με στην αρρώστια μου, εγώ δεν ξέρω τίποτα, εγώ δεν τον είπα τίποτα, αυτός μόνος του ήρθε, εγώ δεν έδωσα δικαίωμα».

Η μάνα της μπήκε στο δωμάτιο αναμμένη από θυμό.

-Μαρή, βάλθηκες να με παλαβώσεις.Τι νάμια είναι αυτά; Χτεσινό πράμα απ’τ’ αυγό δε βγήκες, παντρειές με γυρεύεις; Τι νομίζεις ότι είσι; Άντρας συ έλειπε στη ζωή σ’ ή ν’ αρπάξω καμιά βασταγαριά κι να συ μετρήσω τα κόκκαλασ’;

Η Μαλαματή έδειξε προς στιγμήν να χαίρεται λέγοντας :

-Ας την κι σύ…να χορτάσ’ δλειά στη καρακόβα και να παίρνουμι και μεις σειρά.

-Αυτό δεν είναι σειρά, αυτό είναι… σκώθκαν τα πουδάρια να βαρέσουν το κεφάλι.

Σιγά μη παντρέψουμε κι τη Στεργιανούδα στα δέκα.

 

Η Σοφία έκλαψε από την πίκρα της για το πρόβλημα που δημιουργήθηκε, δεν το περίμενε είν’ αλήθεια ούτε ο Γιώργης να ρθεί να τη ζητήσει, αλλά δεν περίμενε και την δυναμική αντίδραση της μάνας της.

Έκανε κανό δυό μέρες ακόμα την άρρωστη και ματαπήγε στη δουλειά. Έβλεπε τον Γιώργη σαν ζεματισμένη και δεν τολμούσε να τον ρωτήσει γιατί το έκανε αυτό. Απ΄την άλλη πάλι σκεφτόταν με το φτωχό της μυαλό, ότι ποιος ξέρει μπορεί έτσι να γίνονταν τα πράγματα στην Μικρασία. Δεν πίστευε βέβαια ότι ήταν έτοιμη για παντρειές, αλλά να που έτυχε να βρεθεί ένας άντρας και γι αυτήν που φαινόταν πως την αγαπούσε και την ήθελε δική του. Κι ύστερα εδώ που λέμε ήταν παλικάρι ο Γιώργης, λεβέντης κι όμορφος, αλλά και πολύ δουλευταράς. Κοντός σαν κι αυτήν μα με δυό πράσινα μάτια που όταν γελούσαν έλαμπαν από ευτυχία. Είχε αρχίσει κι όλας ν΄ αφήνει και μουστάκι και τα δυό  λακκάκια στα μάγουλα όταν γελούσε τον έκαναν ακόμα πιο τραβηχτηκό.

Ως να φύγει ο Γιώργης για τον στρατό ήθελε κανένα πεντάμηνο. Δεν μιλούσε, δεν έλεγε τίποτα, δεν φανέρωνε τα σχέδιά του. Μόνο μια μέρα της είπε ξερά και δίχως να σηκώνει αντίρρηση.

-Αύριο σε κλέβω. Το πρωί καθώς θα ρθείς στη δουλειά, πάρε μερικά ρούχα σου, λίγα, όχι πολλά και μετά τα λέμε.

Η Σοφία κόντεψε να πέσει ξερή. Δεν τόλμησε να πει κουβέντα γιατί ήξερε πως αν μιλούσε, τον έχανε για πάντα.

Έτσι την άλλη μέρα έφυγε για τη δουλειά σαν να μη συμβαίνει τίποτα, χαιρέτισε τη μάνα της και καθώς έβγαιναν μαζί από την πόρτα με την Στεργιανή, τη μικρότερη αδελφή, της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.

Παραξενεύτηκε η μικρή. Είχε καιρό να τη φιλήσει η Σοφία, αλλά αφού έγινε σήμερα το χάρηκε πολύ.

Πέρασε η μέρα με πολύ δουλειά και κούραση και καθώς άρχισε να σουρουπώνει φίδια έζωσαν την κυρά-Χρυσώ. Η Σοφία δεν φάνηκε ακόμα κι όταν νύχτωσε πολύ πήγε απέναντι στου Μπάρμπα Στέργιου του γείτονα και του είπε τον φόβο της, πήγε και στην κυρά Μελάχρω, και οι δυο τη συμβούλεψαν να περιμένει να ξημερώσει και να δούν τι έγινε, γιατί μες΄τη νύχτα πού να πάνε, ποιόν να ζητήσουν.

Πέρασε μια μαρτυρική νύχτα με την κυρά Χρυσώ, μια να κλαίει και μια να απειλεί τον πρόσφυγγα πώς θα του ξερίζωνε τα μουστάκια, τον νταή…

Τα κορίτσια μαζεμένα σε μια γωνιά έκλαιγαν κι αυτά από αγωνία για το να μην έπαθε κανένα κακό.Τα αγόρια απορημένα δεν έλεγαν τίποτα. Σε κάποια στιγμή μόνο όταν η μάνα τους είπε για την παλιότερη επίσκεψη του Γιώργη και την απαίτησή του, ο Χρήστος πονηρεύτηκε την υπόθεση και ο Δημήτρης με την παιδική του αφέλεια συμπλήρωσε : Μωρέ μακάρι να την έκλεψε ο Γιώργης και να μην έπαθε κανένα άλλο κακό.

Ένα σκαμπίλι όμως στο μάγουλο τον συνέφερε γρήγορα για να καταλάβει ότι τα δεκαεφτάχρονα δεν παντρεύονται όταν τα βαρέσει ο έρωτας κατακέφαλα.

Ο Χρήστος χωρίς να πει κουβέντα, πήρε το ποδήλατο και έφυγε βιαστικά χωρίς να πει πού πάει. Όταν γύρισε σε κανένα μισάωρο, τους είπε ότι πήγε στο σπίτι του Γιώργη και ότι κι αυτός λείπει από το σπίτι του. Τότε όλοι κατάλαβαν τι είχε πραγματικά συμβεί. Παρόλο ότι έκλαιγαν για το κακό που τους βρήκε, αισθανόταν και μια ανακούφιση ότι είναι καλά και ζεί.

-Αυτή τη ντροπή δεν θα την αντέξω, είπε η μάνα, είχα πέντε παιδιά τώρα θα έχω τέσσερα. Μια κόρη μου πέθανε στη γέννα και μια στα δεκαεφτά άθαφτη.

-Τι λες ρε μάνα, τι λόγια είναι αυτά, είπε ο Χρήστος, έλα στα λογικάσ’ άσε το γινάτι στην άκρη .

-Η κόρη μ’ να κλεφτεί με πρόσφυγγα!!! Που ακούσκε αυτό;

-Και τι να κάνουν τα παιδιά αφού δεν άφηνες εσύ; Δηλαδή οι πρόσφυγγες δεν είναι ανθρώποι; Τόσοι Λαγκαδιανοί πήραν προσφυγγίνες και τόσα κορίτσια παντρεύτηκαν Μικρασιάτες και ζουν και βασιλεύουν.

-Να με λείπουν τέτοια βασίλεια! Βρε δε καταλαβαίνς ότι είναι δεκαεφτά χρονών άσωστα. Ακούστε τι θα σας πω όλους, μακρυά από ανθρώπους που δε ξέρουμε από πού κρατάει σκούφια τσ’. Πατέρας μ’ έλεγε ότι «ο άνθρωπος παίρνει άνθρωπου από σόϊ και γάιδαρο από ράτσα».

-Πατέρας σ’ έλεγε, αλλά από κρατούσε η σκούφια της γιαγιάς κανένας δεν ήξερε.

Η κουβέντα συνεχίστηκε ως το πρωί και τότε πήρε να χαράζει.

Ξαναπήγε ο Χρήστος στο σπίτι του Γιώργη, πήγε στο κεραμιδαριό, πήγε στην καρακόβα. Τίποτα. Κανένα νέο. Βρήκε έναν φίλο του Γιώργη και ρώτησε να μάθει νέα.

-Μάλλον Σαλονίκη είπε θα πάει για καναδυό-τρείς μέρες για δουλειές.Τι δουλειές δεν ξέρω να σε πώ.

Μόλις τόμαθε η κυρά –Χρυσώ έγινε ηφαίστειο.

-Α τον κιαρατά, το μαγάρσι του κορίστιμ!

Σε δυό μέρες νάσου προβάλλει το ζευγαράκι στην μέση της αυλής, πιασμένοι χέρι-χέρι.

-Έξω μαγαρισμένη…κι συ παλιοπρόσφυγγα τέτοιο ρεζιλίκι που μ’ έκανες δεν θέλω να σε βλέπω. Έξω από δώ!

-Ακου δώ κυρά ,της αντισκόφτει ο Γιώργης, εγώ κιαρατάς δεν είμαι, και η κόρη σ’ δεν είναι μαγαρισμένη. Παντρεμένη είναι αλλά χωρίς την ευχή σ’ αφού δεν μας την έδινες.

Πήγαμε στη Μπαλάφτσα και μας πάντρεψε ο Παπάς και φύγαμε στη Σαλονίκη ως να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Αυτό είναι όλο.

Η κυρά -Χρυσώ έβγαζε φωτιές απ’ τα μάτια. Οι αρχές της και το καλό όνομα που είχε στη γειτονιά, ξαφνικά γκρεμίζονταν από μια αποκοτιά της Σοφίας.

-Να φύγετε είπε, εγώ κόρη δεν έχω.

Βούρκωσε η Σοφία, αγκάλιασε τη Μαλαματή και τη Στέλλα, φίλησε τον Δημητρό και πήρε τον Γιώργη από το χέρι και φύγανε για το δικό τους σπιτικό.

 

Η ζωή δεν ήταν ευκολη, γιατί είχε πάντα στο νού της αυτό που άκουσε στο γάμο από τον παπα ότι «ευχαί γονέων, στηρίζουσι θεμέλια οίκων». Αυτοί ήταν πλέον πεντάρφανοι…

Όμως είχαν τ΄αδέρφια τους, τους συγγενείς και προπάντων είχαν τους φίλους που θαρρείς το χάρηκαν κι όλας που έγινε έτσι η δουλειά και μάλιστα τους σκάρωσαν και τραγούδι σε ρυθμό καρσιλαμά που το έλεγαν σε κάθε γιορτή και συνάντηση :

 

«Αμάν Σοφιώ ψήσε καφέ σε μπακιρένιονα τζεσβέ, Σοφάκι μου.

Σα δε με θέλει η μάνα σου, εγώ θε να σε κλέψω, βρε Σοφάκι μου.

Αμάν Σοφιώ ψήσε καφέ, μαζί να τον επιούμε βρε πουλάκι μου.

Μαζί να τον επιούμε βρε Σοφάκι μου.

Τα κάστρα της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης

Όλα το σιγοτραγουδούν, μαζί μου πως θα ζήσεις βρε Σοφάκι μου

Μαζί μου πως θα ζήσεις βρε πουλάκι μου».

 

Η συνέχεια δεν ήταν βέβαια εύκολη. Η δουλειά ήταν στην ημερήσια διάταξη, έπρεπε να φτιάξουν κι ένα δωμάτιο ακόμα από πλιθιά για να στεγάσουν την οικογένεια που θα έκαναν, αλλά και ο καιρός που ο Γιώργης θα πήγαινε στο στρατό πλησίαζε. Μια μέρα στο χωράφι καθώς κουβαλούσε καρακόβα έπεσε και έσπασε το χέρι της. Όταν πήγε στον γιατρό και του είπε ότι ζαλίστηκε κι έπεσε, κατάλαβε αμέσως ότι η Σοφία σε κανένα οχτάμηνο θα γινόταν μάνα.

Σε λίγες μέρες αποχαιρετούσε μέσα στα κλάματα τον άντρα της για το στρατό. Αγωνία, πόνος, φόβος για το άγνωστο στη ζωή της. Καθώς τα βράδια άναβε τη λάμπα και ξάπλωνε να ξαποστάσει σκεφτόταν το πατρικό και τ’ αδέρφια της και γέμιζαν τα μάτια της δάκρυα πικρά γιατί αγαπούσε πολύ τα μικρά, ήταν πολύ δεμένα αδέρφια, και την μάνα την αγαπούσε και την συμπονούσε, γιατί με το γλαύκωμα και καθώς έχανε το φως της μέρα με τη μέρα γινόταν νευρική και σκληρή, αλλά ήταν πραγματική μάνα, δυναμική, μεγάλωσε μέσα στα χωράφια και στη δουλειά και πάλεψε την ορφάνια της με πολύ περηφάνια και αξιοπρέπεια, γι αυτό οι ποιο πολλοί την φώναζαν Κυρά, δηλαδή αρχόντισσα.

Πού πήγε φαντάρος ο Γιώργης κανένας δεν ήξερε, μήτε και μάθαινε νέα του. Μόνο ένα γράμμα ήρθε κάποτε που έλεγε ότι είναι καλά και επειδή είναι ορφανός και παντρεμένος θα τον διώξουν νωρίτερα από το στρατό.

 

Η εγκυμοσύνη προχωρούσε κανονικά και έφτανε σχεδόν ο καιρός της γέννας. Δεν άντεξε η Σοφία μια μέρα πήρε το δρόμο και έφτασε έξω από το πατρικό της. Στάθηκε στην πόρτα και περίμενε κάποιος να βγει. Βγήκε η Στέλλα και έτρεξε πάνω της αγκαλιάζοντάς την.

-Μαμά, μαμά, ήρθε η Σοφία μας!

Η Σοφία, σε κατάσταση τραγική, με την κοιλιά στο στόμα, με το χέρι σπασμένο και μπαταρισμένο ακόμα γιατί την πονούσε, φαίνεται δεν είχε δέσει καλά, με ρούχα καθαρά μεν αλλά φτωχικά.

– Η Σοφία μας δεν υπάρχει, ακούγεται η φωνή της μάνας της.

Τις πήραν τα κλάματα και τις δυό. Πόση ώρα έμειναν αγκαλιασμένες στην εξώπορτα κλαίγοντας δεν κατάλαβαν όταν τις πλησίασε η κυρά-Μελάχρω, αντικρινή γειτόνισσα και φιλενάδα της μάνας τους. Τις πήρε στο σπίτι ,τις ηρέμησε ,τις κέρασε ένα γλυκό, ρώτησε τη Σοφία πώς τα βολεύει, πότε γεννάει και υποσχέθηκε να μεσολαβήσει αυτή στην κυρά-Χρυσώ.

Η κυρά Μελάχρω, έβαλε και τα μέσα της γειτονιάς, καθώς απέναντι από το πατρικό της Σοφίας ήταν το σπίτι του Μπάρμπα Στέργιου, που ήταν φίλος της οικογένειας και αργότερα έγινε και συμπέθερος.

Έπιασαν την κυρά Χρυσώ, της μίλησαν, τη μάλωσαν, τη συμβούλεψαν και στο τέλος έσπασε ο διάολος το ποδάρι του και άνοιξε την αγκαλιά της στον κόρης της που σε είκοσι μέρες θα γινόταν μάνα κι αυτή.

Την κράτησαν στο σπίτι ώσπου να γεννήσει και μόλις απολύθηκε ο Γιώργης σε λίγο καιρό μετακόμισε στο καινούργιο δωμάτιο που έφτιαξαν με πληθιά, έξω από τον Λαγκαδά κοντά στην καρακόβα για να είναι κοντά στη δουλειά.

Η ζωή συνεχιζόταν με τον ίδιο τυραννικό ρυθμό, πολύ δουλειά και αγωνία για το αύριο. Ο Γιώργης δούλευε σαν το σκυλί γιατί είχε τώρα και κόρη να θρέψει κι έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του. Αργότερα μόλις ορθοπόδησε λιγάκι, αγόρασε κι ένα οικόπεδο μέσα στην πόλη, έκοψε τούβλα, μάζεψε ξυλεία από τα δικά του δέντρα που είχε στο κτήμα και με την βοήθεια της οικογένειας της Σοφίας, κυρίως των αδελφών της έχτισαν ένα σπιτικό για τις καλές στιγμές όπως έλεγε η Σοφία, γιατί είναι αλήθεια πως η ζωή στο κτήμα ήταν λίγο σε πρωτόγονη κατάσταση, μέσα στη λάσπη και στις κοπριές των ζώων, χωρίς τις ευκολίες που πρόσφερε πλέον απλόχερα η ζωή.

Τη χρονιά εκείνη είχε βγει μια απόφαση ότι απαγορεύονταν η καλλιέργεια του καπνού, ακόμα και για ατομική χρήση. Έπρεπε δηλαδή οι καλλιεργητές να πάρουν ειδική άδεια για να φυτέψουν καπνό.Τ’ άκουσε κι ο Γιώργης αλλά δεν έδωσε σημασία κι έτσι μέσα στη καρακόβα φύτευε μερικά φυτά για να βγάζει τον καπνό για την πίπα του. Όταν μια μέρα τον επισκέφθηκε από τη Σαλονίκη ένας παλιός του πατριώτης από τα Σώκια, του πρόσφερε τσιγάρο και μάλιστα όταν έφυγε του έδωσε κι ένα πακετάκι καπνό.

Όταν όμως στο Βαρδάρι έκανε μπλόκο η αστυνομία και του βρήκε πάνω του τον καπνό, αυτός από το φόβο του μαρτύρησε ότι τον πήρε από τον Λαγκαδά από τον τάδε φίλο του. Έτσι λοιπόν την άλλη μέρα πρωί-πρωί ο Γιώργης με τη συνοδεία χωροφύλακα οδηγούνταν στο δικαστήριο με αποτέλεσμα να φάει ένα χρόνο φυλακή για παράνομη καλλιέργεια καπνού.

Άλλο μαρτύριο για τη Σοφία, πάλι μόνη στο σπίτι με ένα παιδί στην αγκαλιά, αλλά ευτυχώς τώρα οι οικογενειακές σχέσεις είχαν αποκατασταθεί πλήρως και η μάνα της και τ’ αδέρφια της ήταν πάντα κοντά της σε κάθε στιγμή.

Αυτή ήταν η πρώτη φορά που πήγε ο Γιώργης φυλακή, αλλά είχε και συνέχεια γιατί αυτός σαν μικρασιάτης ήταν φανατικός Βενιζελικός, έτσι λοιπόν κάθε που άλλαζαν τα πολιτικά πράγματα στην χώρα κάποιοι πηγαίναν εξορία ,για παραθέριση όπως έλεγαν,σε νησιά ή σε άλλες περιοχές. Κανά δυό φορές λοιπόν γεύτηκε κι ο Γιώργης τη στοργή της πατρίδας προς τους πρόσφυγες αλλά και προς σ’ αυτούς που την υπηρέτησαν κι όλας στο στρατό, χωρίς να θεωρηθούν τότε εχθροί της.

Έκτοτε η ζωή κύλησε δύσκολα ,μα ήρεμα και με τις λύπες της και τις χαρές της.Ο Γιώργης πότε ήρεμος και δουλευταράς, πότε φουρτουνιασμένη θάλασσα, σαν τη θάλασσα της Σμύρνης και τα μπουγάζια τ’ Αϊβαλιού. Πότης γερός και μερακλής στο φαϊ και το κρασί ,που ποτέ δεν έλειπε από το τραπέζι του, γιατί το αμπελάκι του πάντα έδινε και το κρασί και το τσίπουρο, κι όταν τον έπιαναν τα κέφια άρχιζε το τραγούδι «αμάν Σοφιώ ψήσε μ’ καφέ, σε μπακιρένιονα τσιζβέ…» και δόστου να γιομίζει την καράφα του και να την κατεβάζει μονομιάς, λες και ήθελε να ξεχάσει την Σμύρνη και τις φωτιές της, τον καπνισμένο της ουρανό, τ’ αγαπημένα του Σώκια, και τους δικούς του που χάθηκαν μεσ’ την καταστροφή. Όταν για κάποιο λόγο γινόταν κουβέντα για τα παλιά, για τα Σώκια, τα πράσινα μάτια του γινόταν δυο λίμνες έτοιμες να ξεχειλίσουν και να πνίξουν ότι υπήρχε γύρω του. Πώς να κουμαντάρει τέτοιο πόνο και τόσες αναπάντητες απορίες! Έκαναν δυό παιδιά, έκαναν εγγόνια, μεγάλωσαν, έκανε περιουσία καλή, αυτός ένας πρόσφυγας κατάφερε μια μέρα να έχει κτήματα και χωράφια και καμιά 100 κεφάλια ζώα. Έκανε κι ένα μικρό κεραμιδαριό, γιατί τη δουλειά την ήξερε καλά, είχε περβόλι μεγάλο, μπαξέ, λίγα γίδια, πρόβατα, ακόμα και εργάτες στη δούλεψή του, αλλά τα χρόνια πέρασαν μέσα στη δουλειά και τον αγώνα ,γέρασαν και να σήμερα η τόσο κουρασμένη από τη ζωή μάνα και γιαγιά Σοφία, έθαβε το παιδί της ,τον Κωσταντή, και αναθυμόταν όλα τα παλιά και δύσκολα χρόνια.

Αμάν Σοφιώ, ψήσε καφέ Read More »