Trifontsompanis-lagadas.gr

Η προσφυγγίνα

Δεν πρόλαβε να πάρει ανάσα η κυρά-Χρυσώ από τον αναπάντεχο γάμο, δια κλοπής, της Σοφίας, νάσου πάλι μπροστά στο ίδιο πρόβλημα με τον Χρήστο, τον μεγαλύτερο γιό της οικογένειας, ο οποίος βέβαια και ηλικία είχε και δικαίωμα, αλλά το πρόβλημα εντοπιζόταν στο ότι αγάπησε «προσφυγγίνα». Δεν μπορούσε να το χωνέψει η κυρά-Χρυσώ, «τι κακό ήταν αυτό καλούχνικα παιδιά να παίρνουν πρόσφυγγες»! Όταν κάποτε ο ανιψιός της ο Θωμάς, που τον είχε ψυχοπαίδι και τον μεγάλωσε, τη ρώτησε αν έχει την ευχή της να αρραβωνιαστεί, του είπε «πάρε όποια θες εκτός από προσφυγγίνα», χωρίς να υποψιάζεται ότι και ο Θωμάς έπεσε «θύμα» της Μικρασίας.

Είναι αλήθεια βέβαια πως τα πρώτα χρόνια οι πρόσφυγες στην πόλη του Λαγκαδά, δεν ήταν και ευχάριστη παρουσία, γιατί οι ντόπιοι πίστευαν ότι σε λίγο θα μπορούν να διεκδικήσουν για να πάρουν γη, θα αποκτήσουν ίδια δικαιώματα, θα έχουν λόγο για τα κοινά, θα τους πάρουν τα καλύτερα παιδιά, θα μπερδευτούν τα σόγια μεταξύ τους και θα χαθεί η λαγκαδιανή καθαρότητα, που κάθε άλλο παρά  «καθαρή» ήταν γιατί η πόλη ποτέ δεν ήταν σίγουρη ποιοι ήταν οι ντόπιοι και ποιοι οι ξένοι, δεδομένου ότι σε δύσκολους καιρούς, όπως η τουρκοκρατία και κυρίως μετά την επανάσταση του Εμμανουήλ Παπά που καταπνίγηκε στο αίμα και στον Λαγκαδά δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα, οι πληθυσμοί πηγαινοέρχονταν και ανακατεύονταν συνεχώς. Πότε έφευγαν οι Λαγκαδιανοί προς Ήπειρο, Άρτα και  Πρέβεζα, πότε ανέβαιναν με τα κοπάδια τους προς το Μοναστήρι και την Αχρίδα, πότε μετανάστευαν βορειότερα προς τη Σκόδρα, την αρχαία Σκούταρη στην άνω Αλβανία, γιατί οι τουρκικές πιέσεις δεν τους άφηναν να ζήσουν ανενόχλητοι και να δημιουργήσουν και όταν ηρεμούσαν τα πράγματα ξαναγύριζαν πάλι με τα υποστατικά και τα κοπάδια τους στον γενέθλιο τόπο για να συνεχίσουν τη ζωή τους.

Το πρώτο διάστημα λοιπόν η επιφυλακτικότητα απέναντι στους πρόσφυγες ήταν δεδομένη και αναμενόμενη, γιατί μπορεί το αίμα να ήταν ελληνικό στις φλέβες ολουνών, αλλά οι τρόποι, οι συνήθειες, η συμπεριφορά, η κουζίνα, τα τραγούδια και η διασκέδαση  ακόμα τους έφερναν σε κάποια απόσταση. Σκέψου οτι ούτε στα καφενεία μπορούσαν να συνυπάρξουν ντόπιοι και πρόσφυγες γιατί δεν ταίριαζαν ούτε τα μουσικά τους γούστα. Πώς να διασκεδάσουν οι πρόσφυγες με κλαρίνο και ο ντόπιος με βιολί και μαντολίνο. Ακόμα και οι λατέρνες που ήταν κοινό όργανο θα «ήπρεπε» όπως έλεγαν οι Σμυρνιοί να αλλάξουν ρεπερτόριο. Αυτό όμως αποτελούσε αιτία πολέμου και έτσι σύχναζαν και διασκέδαζαν σε διαφορετικά καφενεία.

Τα καφενεία της αγοράς που δέχονταν πελατεία προσφύγων αναγκαστικά προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα, αλλά τα καφενεία του παλιού Λαγκαδά, κυρίως γύρω από την αγιά-Παρασκευή κρατούσαν την ντόπια παράδοση και γλεντούσαν Λαγκαδιανά με μπαϊντούσκες, με καλαματιανά και χασαποσέρβικα, με τραγούδια της Γκαμπτζίδας και του Δρυμού αλλά και γνωστά Λαγκαδιανά που ήταν παραλλαγές άλλων τραγουδιών και χορών της Μακεδονίας.

Ο Χρήστος λοιπόν θεώρησε ξαφνικά ότι ήρθε ο καιρός να νοικοκυρευτεί, αφού μια γυναίκα του έπεφτε κι αυτουνού και την έλεγαν Μαρία, αλλά το πρόβλημα της μάνας του ήταν ότι η Μαρία ήταν ξένη, δηλαδή όχι απλά «προσφυγγίνα» αλλά και Σμυρνιά! Δεν ξέρω γιατί οι φιλήσυχοι  ντόπιοι ξαφνικά στοχοποίησαν τις Σμυρνιές, αλλά αυτό θα πρέπει μάλλον να οφείλονταν κυρίως στον κοσμοπολίτικο αέρα που εξέπεμπαν, οι οποίες παρά το ότι όπως έλεγε η κυρά Χρυσώ «βρακί δεν είχαν στον κώλο τους, σαν πρόσφυγες που ήρθαν σε ξένο μέρος, αλλά το κοκκινάδι στα χείλη το έβαζαν απ’ το πρωί και τα λούσα ξεκίνησαν μόλις έπιασαν πέντε παράδες στα χέρια τους». Άσε που οι μεγαλύτερες σε ηλικία είχαν τα δόντια τους χρυσά και γυάλιζαν σα κινητά χρυσοχοεία. Οι περισσότερες μάλιστα που ήρθαν σε ηλικία μεγάλες στο Λαγκαδά, ήξεραν και τα γαλλικά τους και κρατούσαν και βεντάλια, άλλες δε κάπνιζαν και μακριά πίπα! Εδώ έπλεναν στη σκάφη και το τσιγάρο το είχαν στο στόμα.Οι άντρες ήταν πιο προσεκτικοί στην παρουσία τους γιατί ζούσαν μέσα στην αγορά και αφουγκράζονταν τη βοή και τα σχόλια, αλλά αυτό που τους ένοιαζε ήταν κυρίως να μπορέσουν να ορθοποδήσουν και να ξαναφτιαχτούν οικονομικά. Το 1926, τέσσερα χρόνια μετά την καταστροφή, με την πρωτοβουλία του Ιωάννη Παντίρη, του μετέπειτα Δημάρχου, δημιούργησαν τον πρώτο «Παμπροσφυγικό Πολιτιστικό Σύλλογο-Λαγκαδά» που είχε ως μέλη την αφρόκρεμα των προσφύγων της πόλης, γιατρούς, δικηγόρους, εμπόρους, καπνομεσίτες.

Βέβαια οι γυναίκες ήταν πιο δραστήριες στην παρουσία τους στην πόλη, ιδιαίτερα αυτές που είχαν καταγωγή από πλούσιες και κοινωνικά προβεβλημένες οικογένειες της Σμύρνης οργανώθηκαν άμεσα με στόχο όχι μόνο να δείξουν την παρουσία τους αλλά και να πείσουν τους Λαγκαδιανιούς ότι είναι χρήσιμη αυτή η παρουσία τους. Έτσι λοιπόν μόλις έξη  χρόνια μετά το καταραμένο ’22 έκαναν την πρώτη σύσταση σωματείου στην πόλη με την επωνυμία «Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών-Παναγία η Ελεούσα», αυτό έφτανε να μπουν μπροστά και να παρουσιάσουν μια δραστηριότητα που είχε στόχο να συντρέξει όχι μόνο τους αδύναμους πρόσφυγες αλλά και τους ντόπιους που είχαν προβλήματα επιβίωσης. Μετά τον πρώτο Σύλλογο του Λαγκαδά «Αναγέννηση» που ήταν δημιούργημα του φωτισμένου καθηγητή Ηλία Γεωργιάδη με σκοπό να συμβάλλει στον Μακεδονικό αγώνα στα 1904, οι πρώτοι σύλλογοι που δημιουργήθηκαν στην πόλη ήταν αυτοί των Μικρασιατών. Οι Λαγκαδιανοί μόλις το 1936 έκαναν έναν δικό τους σύλλογο «Εφέδρων παλαιών πολεμιστών» που απαρτίζονταν κυρίως από παιδιά που πολέμησαν στην Μικρασία και βέβαια είχαν και τον μόνο αθλητικό σύλλογο της πόλης που ξεκίνησε το 1927 με την επωνυμία «Ποδοσφαιρικός Σύλλογος Ένωσις Λαγκαδά».

Πώς λοιπόν η φτωχή Λαγκαδιανή κοινωνία να μπορέσει να σταθεί απέναντι σε μια νέα πραγματικότητα που έβλεπε ότι την ξεπερνούσε κατά πολύ, αφού μόλις το 1933 Δήμαρχος Λαγκαδά εκλέγεται ο Μικρασιάτης Ιωάννης Παντίρης, ο οποίος αναδείχτηκε σε μια λαμπρή προσωπικότητα που έδωσε και τη ζωή του για την πόλη που τον φιλοξένησε ως πρόσφυγα και σκοτώθηκε άνανδρα στις 28 Οκτώβρη το 1944, μιά ακριβώς μέρα μετά την απελευθέρωση της πόλης,τον έκλαψε δε όλη η πόλη, ως πρώτο θύμα του επερχόμενου εμφυλίου.

Η κυρά-Χρυσώ αγαπούσε πολύ τον Παντίρη, γιατί βοηθούσε σε κάθε περίσταση τον κόσμο που είχε ανάγκες και δυσκολίες, έτσι αναγκαστικά άλλαξε γνώμη για τους πρόσφυγες, όχι μόνο γιατί η κόρης της η Σοφία παντρεύτηκε με πρόσφυγα αλλά και γιατί τώρα και ο Χρήστος αγάπησε Μικρασιάτισα και μάλιστα Σμυρνιά.

Πώς λοιπόν να αρνηθεί στο γιό της τη χαρά ενός γάμου με μια κοπέλα που την αγάπησε και τον αγαπούσε κι αυτή!

Η ζωή της Μαρίας ξεκινούσε από τη Σμύρνη στις 4 Δεκεμβρίου του 1910, μια ημερομηνία σημαδιακή για τη ζωή της. Κατάγονταν από καλή και εύπορη σχετικά οικογένεια με σπίτι με «δύο απαρταιμάν» όπως έλεγε, και όταν έγινε η καταστροφή η Μαρία ήταν δώδεκα μόλις χρονών. Σε ώρες θύμησης και αναπόλησης των χρόνων της καταστροφής, έλεγε με τρόμο τις σκηνές που έζησε στο ναό της αγίας Φωτεινής στη Σμύρνη στην τελευταία λειτουργία του εθνομάρτυρα Χρυσοστόμου Σμύρνης και διηγούνταν την τελευταία του ομιλία που όλος ο κόσμος έκλαιγε και μοιρολογούσε για το επερχόμενο κακό που δεν άργησε να έλθει καθώς οι τσέτες άρπαξαν τον δεσπότη και τον κακοποίησαν σέρνοντάς τον στα σοκάκια της Σμύρνης. Έπειτα ήρθε το μοιραίο, οι φωτιά, οι σφαγές, το κυνήγι, η πορεία προς το λιμάνι, οι μαύροι καπνοί που σκεπάζαν τον ουρανό της Σμύρνης και σου έκλειναν το λαιμό ώστε να μην μπορείς να αναπνεύσεις, το ταξίδι του ξεριζωμού, όπου η Μαρία με τους δικούς της και τους συγγενείς έφυγαν για τη νέα πατρίδα, πρώτα για την Καβάλα και ύστερα για τον Λαγκαδά, αλλά χωρίς τον πατέρα της που χάθηκε μέσα στην καταστροφή. Έμεινε η μάννα της ο αδελφός της και ο αδελφός του πατέρα της που σώθηκαν από τον χαλασμό. Όλοι οι άλλοι, γιαγιάδες ,παπούδες , χάθηκαν μέσα στον χαλασμό και τη φωτιά. Ο πατέρας της έμεινε πίσω γιατί δεν ήθελε να αφήσει το βιός του σε ξένα χέρια και υποσχέθηκε μόλις καταλαγιάσει η κατάσταση να έλθει στην Ελλάδα να τους βρει. Έμεινε μόνο με την ελπίδα! Κοιτώντας κάποτε το άλμπουμ των πρώτων φωτογραφιών στη νέα πατρίδα έβλεπες τη Μαρία με τις φίλες της ντυμένες όμορφα και με τις κορδέλες στα μαλλιά να προβάλουν αυτόν τον Σμυρνέϊκο αέρα, αυτό όμως που υπογράμμιζε ακόμα περισσότερο αυτόν τον αέρα, ήταν η αφιέρωση που υπήρχε πίσω στα γαλλικά και η υπογραφή “Mary Dimitrioy”. Τα πρώτα χρόνια η έγνοια τους ήταν να βρουν τους δικούς τους μέσω του Ερυθρού Σταυρού, χρόνια αγωνίας και πόνου, ελπίδας και προσμονής. Τίποτε δεν τους έφερνε καλά χαμπέρια από την κατεστραμμένη , βανδαλισμένη και καμένη Σμύρνη. Πάνω από δέκα χρόνια κράτησε αυτή η αγωνία. Κάποτε πληροφορήθηκαν ότι ο πατέρας της και οι δικοί τους πέρασαν από τουρκικό μαχαίρι και άλλοι πέθαναν από τις κακουχίες.

Ο θείος της που είχε όλα αυτά τα χρόνια την φροντίδα τους και στάθηκε σαν πατέρας τους, θεώρησε σωστό να παντρευτεί τη νύφη του για να μη δημιουργεί  σχόλια και κουτσομπολιά εις βάρους τους. Έτσι ξεκίνησε μια νέα ζωή με ελπίδα για κάτι καλύτερο. Το καλύτερο γι αυτήν ήταν ο Χρήστος που είχε μια αγάπη κι έναν πόνο για την Σμύρνη και την Μικρασία, μια και τη στρατιωτική του θητεία το 1922 την πέρασε στην Ανατολή και έφτασε μέχρι το Εσκί Σεχίρ, πολεμώντας μάταια για την ανάκτηση της Σμύρνης και όλης της Μικρασίας.

Ο Χρήστος παρ’ όλου ότι μεγάλωσε σε μια φτωχή οικογένεια και γνώρισε νέος την ορφάνια του πατέρα του, ήταν ένα πανέξυπνο παιδί με αρκετά χαρίσματα. Οι δάσκαλοί του διέβλεψαν ότι μπορούσε να πάει μπροστά και  πρότειναν στην μητέρα του να τον στείλει στο ημιγυμνάσιο Λαγκαδά που είχε ιδρύσει ο φωτισμένος φιλόλογος Ηλίας Γεωργιάδης. Ο δάσκαλός του ο κυρ-Θανασάκης Τζελίδης έφτασε μέχρι τον Δήμαρχο προτείνοντας να πάρουν τον Χρήστο στο Γυμνάσιο χωρίς δίδακτρα και αντί αυτών η κυρά-Χρυσώ να αναλάβει την καθαριότητα του σχολείου. Έτσι ο Χρήστος γράφτηκε στο ημιγυμνάσιο και με ιδιαίτερη έφεση παρακολούθησε τις δυο πρώτες τάξεις του. Όμως την επόμενη χρονιά δεν ήταν εύκολο να συνεχίσει γιατί κάποια άλλη οικογένεια που ήθελε, παρά την οικονομική της άνεση με τα υποστατικά και χωράφια που διαφέντευαν , να σπουδάσει το παιδί της δωρεάν, κατάφεραν και απέλυσαν την κυρά-Χρυσώ από καθαρίστρια και ανέλαβε η μάνα του άλλου παιδιού την καθαριότητα του γυμνασίου, αλλά βεβαίως επειδή αυτή δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει αυτό το έργο, μια και στο σπίτι της είχε άλλες να την καθαρίζουν, πλήρωνε μια κυρούλα από τις καθαρίστριές της για να ασχοληθεί με το γυμνάσιο.

Έτσι  ο Χρήστος έμεινε χωρίς σχολειό και η μάνα του χωρίς δουλειά. Δεν το έβαλε όμως κάτω, οι γνώσεις του ήταν τόσες και το μυαλό του κοφτερό που στο μεν στρατό έγινε αμέσως λοχίας στη δε ζωή έμαθε την τέχνη του καροποιού, ένα επάγγελμα που για σήμερα θα λέγαμε σαν να είχε αντιπροσωπεία αυτοκινήτων ή συνεργείο. Στο στρατό του πρότειναν να δηλώσει ανακατάταξη και να προαχθεί κατ΄αρχαιότητα, αλλά ήταν τέτοιο το πολιτικό κλίμα και τόσο ζοφερή η κατάσταση που θα έπρεπε σε όλη του θητεία να βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο μια κι αυτός σταμάτησε γύρω στο 1949.

Έτσι μαθαίνοντας την τέχνη του καροποιού άνοιξε αμέσως δικό του μαγαζί και ρίχτηκε στη δουλειά για να στηρίξει τη μάνα του και την οικογένεια αλλά και να κάνει ένα κομπόδεμα για το μέλλον του. Από τη ζωή του πολέμου, προτίμησε τον πόλεμο της ζωής.

Αυτά είδε η Μαρία, είδε τη σπιρτάδα στα γαλανά του μάτια, το φουντωτό θυσανωτό μαλλί του χτενισμένο στη μέση χωρίστρα, θυμίζοντας κλασικό μουσικό, την ταχύτητα στο περπάτημα και την έντονη κινητικότητά του, που έκανε την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά. Μέσα από κοινές παρέες και φίλους έγινε η γνωριμία και επειδή οι εποχές ήταν δύσκολες και πονηρές, αποφάσισαν να ξεκινήσουν μαζί μια νέα ζωή, αναγνωρίζοντας βέβαια ότι δυσκολίες θα υπήρχαν αλλά έχει ο θεός βρε αδερφέ, τα προβλήματα πάντα θα υπάρχουν. Ο Χρήστος βρήκε στη Μαρία τη γυναίκα εκείνη που ήταν ο χαρακτηριστικός τύπος της Σμυρνιάς που αφού γλίτωσε από τη σφαγή της Σμύρνης δεν την τρόμαζε πια τίποτε άλλο. Πίστεψε στην εξυπνάδα της και την καπατσοσύνη της και συχνά γελούσε όταν θυμόταν την σπιρτάδα της σκέψης της και την ετοιμότητά της για ό,τι προέκυπτε, όπως τότε που μικρό κορίτσι πεντάχρονο βρέθηκε στο τσαρσί της Σμύρνης μόνη της, γιατί χάθηκε από τους δικούς της που πήγαν για ψώνια και καθώς πείνασε και δεν είχε τίποτα να φάει καθόταν σε μια γωνιά παραπονεμένη. Τότε πέρασε ένας αγάς που προχωρούσε κι έψαχνε τις τσέπες του για τα λεφτά του και καθώς έψαχνε του έπεσε μια παγκανότα, ένα νόμισμα. Η Μαρία το πήρε χαμπάρι, ο Αγάς έψαχνε να δει τι του έπεσε και αυτή για να μη σκύψει να το πάρει και τη δούνε, έκανε πως σκόνταψε και έπεσε επάνω στο νόμισμα, το σκέπασε με το σωματάκι της και το έριξε γρήγορα μέσα στο στήθος της! Τέτοια ετοιμότητα είχε πάντα. Είχε καταφέρει να μάθει τη μοδιστρική τέχνη και να κάνει το σπίτι της σχολείο και για άλλα κορίτσια της πόλης. Η πελατεία της από τις καλύτερες και βέβαια όλες οι μικρασιάτισες ράβονταν σ’ αυτήν.

Σε καναδυό χρόνια μάζεψαν πέντε παράδες κι αποφάσισαν να κάνουν το μεγάλο βήμα του γάμου. Όχι τίποτε σοβαρό δηλαδή, γιατί οι καιροί ήταν αρκετά δύσκολοι, τα μαύρα σύννεφα των πολέμων δεν έλεγαν να καταλαγιάσουν και ο κόσμος ήταν πολύ ζορισμένος. Βρήκαν ένα σπιτάκι με νοίκι, και μια που τα χέρια του έπιαναν από μαστοριά, βοήθησαν και κάποιοι φίλοι ,ετοίμασε ό,τι χρειαζόταν για το σπιτικό, τραπέζι, καρέκλες, μπουφέ, καναπέδες. Δεν πρόλαβε να ετοιμάσει το μεγάλο κρεβάτι, αλλά το είχε στο πρόγραμμα να το ετοιμάσει άμεσα. Έλα όμως που αυτή η έλλειψη έμελε να γίνει αιτία πολέμου, γιατί η Μαρία το ήθελε πιο νωρίς να το στολίσει, και βέβαια όταν λέμε κρεβάτι διπλό, δεν εννοούμε καμιά κρεβατοκάμαρα σαν αυτές που ξέρουμε σήμερα, αλλά η όλη κατασκευή αποτελούνταν από τέσσερες τάβλες στηριγμένες πάνω σε ξύλινα ποδαρικά και το… στρωματέξ, υφαντό μεν, αλλά γεμάτο με σίκαλη ή άχυρο, στην καλύτερη δε εκδοχή του βαμβάκι ακατέργαστο, κατευθείαν από το χωράφι. Μπροστά λοιπόν στην έλλειψη του κρεβατιού πήγε η Μαρία στο σπίτι της πεθεράς της και σήκωσε το κρεβάτι, με τη σκέψη, χήρα γυναίκα τι το θες το διπλό κρεβάτι! Ε…ποιος είδε τον θεό και δεν τον φοβήθηκε. Άστραψε και βρόντηξε η κυρά-Χρυσώ. Αιτία πολέμου μεταξύ Σμύρνης και Λαγκαδά! Η κυρά Χρυσώ δεν μπορούσε να το καταπιεί εύκολα αυτό που της έκανε η προσφυγγίνα νύφη της, το φυσούσε και δε κρύωνε, το έλεγε και το ξανάλεγε μέχρι να το χωνέψει, αλλά δεν χωνευόταν εύκολα τέτοιο πράμα. Πέρασε καιρός να βρεθούν ξανά νύφη και πεθερά, η Μαρία απέφευγε να περνά από τη γειτονιά και ο Χρήστος περνούσε κανένα βραδάκι και έβλεπε τη μάνα και τ’ αδέρφια του αλλά ήταν σα ζεματισμένος, δεν ήξερε τι να πει και πώς να δικαιολογήσει τη γυναίκα του. Φρόντισε μόνο όσο πιο γρήγορα μπορούσε να φτιάξει το δικό τους κρεβάτι και κάποια μέρα πήρε τις τάβλες στην πλάτη και τις πήγε πίσω στο πατρικό του. Η μάνα του ούτε που γύρισε να τις δει, πήγε μόνος του και ξαναέστησε το κρεβάτι και έφυγε χωρίς πολλές κουβέντες γιατί φοβόταν μην ειπωθεί καμιά βαριά κουβέντα και δεν το ήθελε. Σε λίγες μέρες ξαναπέρασε ένα βραδάκι και τους είπε πώς να…η Μαρία δεν μπορεί να έρθει γιατί είναι έγκυος, οι αδερφές του τον συμβούλεψαν να πει στη γυναίκα του όποτε μπορέσει να έρθει να πάρει την ευχή της πεθεράς της, έτσι τόχουμε εδώ. Το είπε δειλά-δειλά στη Μαρία, και πήρε μια ξεγυρισμένη Σμυρνέϊκη απάντηση : « εμεις δεν τόχουμε έτσι!». Δεν είπε τίποτε και συνέχισε να παλαντζάρει ανάμεσα στη μάνα και στη γυναίκα του. Κάποτε έφτασε ο καιρός της γέννας μετά από μια πολύ δύσκολη εγκυμοσύνη της Μαρίας. Οι μέρες έφτασαν και η Μαρία δεν μπορούσε να γεννήσει. Αυτό τρομοκράτησε κι αυτήν και τον Χρήστο αλλά κυρίως την μάννα της Μαρίας την κυρά-Άννα, που είδε κι απόειδε πως η κόρη της έχει τον εγωϊσμό πιο μεγάλο από την τουρλωμένη κοιλιά της και δεν πάει να πάρει την ευχή της πεθεράς της, πήρε τα κουράγια της και πήγε στη συμπεθέρα. Έκατσε και είπε τον καημό της με δάκρυα και ζητούσε αυτή συγνώμη για λογαριασμό της κόρης της. Η κυρά-Χρυσώ δεν αισθάνθηκε καλά με τέτοια ταπείνωση της γυναίκας και είπε : άφησε βρε συμπεθέρα, παιδιά είναι κάποτε θα βάλουν μυαλό άμα γίνουν μανάδες. Όμως η κυρά-Άννα, δεν έμεινε εκεί. Μπορεί στη Σμύρνη να μη είχαν έθιμο οι νύφες να φιλούν τα χέρια των πεθερικών, αλλά όταν έφτανε καμιά στην κατάσταση που ήταν τώρα η Μαρία, πήγαινε η μάνα της και έπλενε τα πόδια της πεθεράς και κατόπι έπαιρνε ένα ποτήρι από το νερό της λεκάνης και το έδινε στην εγκυμονούσα να το πιει, σαν ένδειξη συγνώμης για ό,τι τυχόν είχε κάνει. Η κυρά Χρυσώ της είπε ότι εμείς δεν τόχουμε το έθιμο, αλλά θέλοντας και μη έκατσε και της έπλενε τα πόδια η συμπεθέρα και μετά πήρε σε ένα μπουκαλάκι νερό και το πήγε στη Μαρία.

Όταν έφτασε η κυρά Άννα στο σπίτι η Μαρία βογγούσε από τους πόνους, ο Χρήστος ίδρωνε- ξεϊδρωνε και η μαμή ετοίμαζε νερό και πανιά μήπως και καταφέρουν να πάρουν το μωρό ζωντανό. Η κυρά-Άννα της έδωσε να πιει λέγοντάς της: «πιές το γαϊδούρα και μη ξαναπείς κουβέντα στην πεθερά σου γιατί από μένα θα τόβρεις».

Ήθελε δεν ήθελε, το κατέβασε μονορούφι μέσα στους πόνους της και σε λίγη ώρα ακουγόταν το κλάμα του μωρού στο δωμάτιο. Τέτοια επιτυχία το «φάρμακο»!

Έκτοτε τα χρόνια κύλησαν ήρεμα, νύφη και πεθερά τα ξέχασαν όλα γιατί η Μαρία ήταν καπάτσα και καταφερτζού, έγινε γρήγορα αγαπητή στην οικογένεια και σχεδόν ανέλαβε αυτή να στηρίξει την πεθερά της όταν άρχισαν τα πρώτα προβλήματα με το γλαύκωμα. Αυτή να την τρέξει σε γιατρούς, να πάει να μάθει ,να ρωτήσει, να αναλάβει τα μικρά κουνιάδια της που ήταν τότε γύρω στα δώδεκα η Στέλλα και καμιά εννιά ο Δημητρός, ενώ η Σοφία είχε ήδη παντρευτεί πρόσφυγα κι αυτή, και η Μαλαματή περίμενε τη σειρά της. Τους έπαιζε και ξεφάντωνε μαζί τους λες και ήταν δικά της παιδιά.

Μαζί τους μεγάλωνε και ο δικός της γιός ο Τάκης που πήρε το όνομα του παππού από τη Σμύρνη που χάθηκε στην καταστροφή, βέβαια εδώ το έθιμο ήθελε το παιδί να παίρνει το όνομα των γονικών του πατέρα του, αλλά κι εδώ η Σμύρνη νίκησε και πάλι κατά κράτος. Η κυρά-Χρυσώ παρά το ότι θα ήθελε ν’ ακουστεί το όνομα του άντρα της,του Κωσταντή, που έφυγε κι εκείνος νέος, δέχτηκε να μπει το όνομα του άγνωστου συμπέθερου, για να αποφευχθεί ίσως μια ακόμη σύρραξη. Σε καναδυό χρόνια η Μαρία ξαναέμεινε έγκυος και γέννησε ένα χαριτωμένο κοριτσάκι που κι αυτό πήρε το όνομα της χαμένης γιαγιάς της Μαρίας στις φλόγες της πονεμένης Σμύρνης. Και το όνομα αυτής Αμύρσα!

Τ’ άκουσαν οι Λαγκαδιανοί και γέλασαν γιατί τους ήταν άγνωστο το όνομα, αλλά τι να κάνουν το κατάπιαν κι αυτό και τραγουδούσαν καμιά φορά περιπαιχτικά, για τις Σμυρνιές : « Η θειά μας η Αμυρσούδα τρία βρακιά φορεί, ώσπου να βγάλει το ένα ,τ’ άλλα τα κατουρεί…» και δώστου να χτυπάνε παλαμάκια.

Η Αμύρσα παρ’ όλη την χαρά που έφερε δεν ευτύχησε να μεγαλώσει, γιατί μόλις έφτασε στα 4 χρόνια της πέθανε, όπως πέθαναν πολλά παιδιά τότε λόγω της μεγάλης παιδικής θνησιμότητας. Πέρασε καιρός για να συνέλθει η Μαρία και ο Χρήστος από τον πόνο τους, αλλά και όλη η οικογένεια, γιατί το μικρό τους είχε κλέψει την καρδιά και το είχαν αγαπήσει λόγω της φιλασθενείας του. Μετά από 5 χρόνια η Μαρία ξαναγέννησε κορίτσι πάλι και τώρα έβαλε το όνομα της μάνας του μπαμπά της, της γιαγιάς Παναγιώτας, που κι αυτή χάθηκε στη Σμύρνη. Τρέχα γύρευε δηλαδή, λες και τόχει βάλει σκοπό να μη ακουστεί όνομα από το σόϊ του άντρα της. Κανένας δεν της είπε τίποτε γιατί δεν ήθελαν να χαλάσουν και την καρδιά του Χρήστου.

Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν χρόνια δύσκολα και σκληρά. Ο κόσμος έβραζε εδώ και καιρό και σε λίγο ξεσπούσε ο πόλεμος του 1940.

Έφυγε κι ο Χρήστος στον πόλεμο, όπως όλα τα παιδιά της πατρίδας και σαν λοχίας πήγε στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Έφτασαν ως τα Αλβανικά βουνά και πολέμησαν για χάρη της πατρίδας αλλά και των παιδιών τους. Ο χρόνος πέρασε δύσκολα και μετά ήρθε η συνθηκολόγηση και το σπάσιμο του μετώπου, η επιστροφή στα σπίτια και η εμπειρία της Γερμανικής κατοχής. Στο αντάρτικο δεν ήθελε να μπλέξει ,παρά το ότι δέχτηκε πιέσεις, γιατί έβλεπε πως αυτοί που κάνανε κουμάντο στο χωριό δεν ήταν και τα καλύτερα κουμάσια. Έστελναν τον κόσμο να πολεμάει κι αυτοί κρυβόταν στις γιάφκες και κάνανε λέει αντίσταση. Αυτά ο Χρήστος τα έλεγε και δυνατά και κάποιοι ενοχλούνταν. Πολλές φορές δέχτηκε απειλές και τότε κάποιος γείτονας «αγωνιστής» είπε στη Μαρία: «Μια που δεν βγαίνει ο Χρήστος στο βουνό, και δεν κλείνει και το στόμα του, γράψου εσύ τουλάχιστον στο ΕΑΜ για να του γλυτώσεις το κεφάλι. Έτσι και έγινε, παρά τη διαφωνία του Χρήστου, πήγε και γράφτηκε αλλά έκανε και συμφωνία ότι δεν θα βγει στο βουνό γιατί έχει δυο μικρά παιδιά, αλλά θα βοηθάει σε αποστολές μέσα στην πόλη και τη Θεσσαλονίκη. Έτσι έγινε σύνδεσμος μεταξύ των ανταρτικών ομάδων και μετέφερε μηνύματα και πληροφορίες αλλά πουλούσε και τα κουπόνια για την οικονομική ενίσχυση του αγώνα.

Έπαιρνε τα κουπόνια ή τα μηνύματα τα τύλιγε μέσα στο κουβάρι του πλεξίματος, έβαζε και τις βελόνες και πήγαινε δήθεν πλέκοντας όπου ήθελε, χωρίς κανένας να υποψιαστεί τίποτα. Απαίτησε μάλιστα να παίρνει κι αυτή συσσίτιο για τα παιδιά της όπως έπαιρναν όλες οι οικογένειες των ανταρτών, όταν όμως κάποτε μοίρασαν από ένα-δυο κιλά φακές για τις οικογένειες των αγωνιστών, η Μαρία αντιλήφθηκε ότι η φακές ήταν ανακατεμένες με άμμο, γιατί κάποιοι «αγωνιστές» πίστεψαν ότι νοθεύοντας τις φακές με άμμο, περίσσευε φακή για να την πουλήσουν στην μαύρη αγορά για λογαριασμό τους. Ε…ποιος είδε τον θεό και δεν το φοβήθηκε, αρπάζει η Μαρία το σακούλι με τη φακή και την πηγαίνει στο διοικητήριο, έξαλλη μπήκε μέσα φωνάζοντας να δει τον σύντροφο αρχηγό, εκεί του άδειασε το σακούλι πάνω στο γραφείο και του είπε:  «αυτές τις φακές να τις βράσεις και να τις δώσεις στα δικά σου παιδιά». Ο Χρήστος έτρεξε πίσω της για να την ηρεμήσει, γιατί εντωμεταξύ οι αντάρτες είχαν αρχίσει ήδη το παιδομάζωμα τέλος του ’44 και πήραν και την μικρό τους αδελφό τον Δημητρό στο βουνό, για «εκπαίδευση στον αγώνα», και φοβήθηκε μήπως την πληρώσει ο μικρός, που ήταν δεν ήταν τότε 16 χρονών. Ευτυχώς τα πράγματα ηρέμησαν και δεν δόθηκε συνέχεια γιατί δεν συνέφερε σε κανέναν.

Μετά την κατοχή τα πράγματα ηρέμησαν και ο μεν Χρήστος ρίχτηκε στη δουλειά και έκανε το δικό του καροποιείο, παίρνοντας στη δούλεψή του και τον μικρό του αδελφό τον Δημητρό και πήγαιναν πολύ καλά αφού το επάγγελμα ήταν σε μεγάλη ανάπτυξη εκείνη την εποχή, αλλά λίγο αργότερα η τράπεζα άρχισε να δίνει δάνεια στους αγρότες για να αποκτήσουν κάρο, το βασικό μέσο μεταφοράς και έτσι αυξήθηκαν οι παραγγελίες ,μετά δε πήρε και τον γιό του τον Τάκη στη δουλειά, όταν απολύθηκε απ’ το στρατό. Ο Δημητρός και ο Τάκης που είχαν και χάρισμα στη ζωγραφική, διακοσμούσαν μόνοι τους τα κάρα με λουλούδια και λαϊκές ζωγραφιές, κι έτσι δεν χρειαζόταν να πληρώνουν τον κυρ- Θανάση τον Μανωλούδη που είχε καθιερωθεί ως ο λαϊκός ζωγράφος των αμαξοκαροποιών.

Η ζωή κυλούσε ήρεμα και με πολύ κέφι γιατί η Σμυρνιά νύφη ήθελε να αναβιώσει τη ζωή της Σμύρνης στο Λαγκαδά. Κάθε τόσο ταβερνάκια, γλεντάκια, παρέες μαζεμένες στο σπίτι τους για γιορτές, αποκριές, πρωτοχρονιές χαρούμενες γεμάτες γέλια και τραγούδια, όμως τώρα τα τραγούδια της προσφυγιάς, για το παρθεναγωγείο που κάηκε και για «τη Σμύρνη που έγινε στάχτη κι έβγαλε ο Κεμάλ το άχτι»,ξεχάστηκαν και τη θέση τους πήραν τα τραγούδια της εποχής « μια ζωή την έχουμε κι αν δεν τη γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε τι θα καζαντήσουμε».

Αυτά θυμόταν η  Μαρία χρόνια αργότερα, που έχασε τον άντρα της από καρκίνο στα εβδομήντα του περίπου χρόνια και ύστερα τον γιό της στην ίδια ηλικία και σαν έμεινε μόνη με τα παιδιά και τα εγγόνια, μάνα και πεθερά μαζί, αλλά πάντα Σμυρνιά, με τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο δικό της και χαμογελούσε μεγαλόψυχα ευχαριστώντας το θεό για τα 94 χρόνια που της χάρισε. Καμιά φορά έκλεινε τα μάτια και προσπαθούσε να πάει στη Σμύρνη, να θυμηθεί τα παλιά, να περπατήσει στα σοκάκια της, να πάει τη λειτουργιά στην αγιά-Φωτεινή, να περάσει από την αγορά και να χαζέψει τις βιτρίνες, να τριγυρίσει στις γειτονιές των παιδικών της χρόνων να ξαναμπεί στα σπίτια και τα αρχοντικά της πόλης να συναντήσει τις φίλες της, να περπατήσουν στην προκυμαία τραγουδώντας, όπως τότε παλιά, πριν έρθει το κακό κι ο χαλασμός. Αλλά τότε η καρδιά της πιανότανε και ένας κόμπος ανέβαινε στο λαιμό. Θεέ μου τι κακό ήταν εκείνο που έγινε; Σε τι έφταιξε η ανθρωπότης; Έρχονταν ξαφνικά στο μυαλό της οι τελευταίες εικόνες της Σμύρνης σκεπασμένες με τους μαύρους καπνούς της πυρκαγιάς, τον κόσμο να τρέχει αλαφιασμένος στην προκυμαία να σωθεί, τους Εγγλέζους να σπρώχνουν γυναίκες και παιδιά μέσα στο νερό για να μην ανεβούν στα πλοία, κεφάλια κομμένα να πλέουν στη ματωμένη θάλασσα, τσέτες να ορμούν με ματωμένα σπαθιά σε όποιον τους έκλεινε το δρόμο, τον Δεσπότη να τον σέρνουν μέσα στην πόλη και να τον πετροβολούν, εικόνες φρίκης και σπαραγμού. Αυτός ήταν και ο λόγος που τόσα χρόνια δεν θέλησε να ξαναγυρίσει πίσω στα αγαπημένα χώματα, φοβόταν μη ξαναζήσει την καταστροφή της Σμύρνης και δεν το αντέξει η καρδιά της.Φοβόταν το θάνατο έτσι όπως τον έζησε τότε. Δεν ήθελε βέβαια να πεθάνει, «είδα το χάρο με τα μάτια μου στη Σμύρνη», έλεγε, και «δεν θέλω να τον ξανασυναντήσω» κι αν καμιά φορά πάνω στη πλάκα της έλεγαν ότι θα πεθάνει κι αυτή όπως όλοι, έλεγε πως είναι ικανή να σκάψει με τα νύχια της το χώμα και να ξαναβγεί στη ζωή απ’ την άλλη πλευρά της γης, «δεν κατάλαβες, έλεγε, ξέρεις πια είμαι εγώ; Τον διάβολο σε μπουκάλι τον κλείνω» και γελούσε με όλη της την ψυχή. Ήθελε να τη θυμούνται ζωντανή, κεφάτη, καλαμπουρτζού, φωνακλού, δεν ήθελε να υποχρεώνεται σε κανέναν, ήθελε να κάνει πάντα το δικό της, και το έκανε για εννενηντατρισίμησι χρόνια. Κάποια μέρα μόνη της πήρε τηλέφωνο σε μια ιδιωτική κλινική και παρήγγειλε να έλθουν να την πάρουν. «Δεν θέλω να γίνω βάρος κανενός» έλεγε. Παρά τα παρακαλετά και τη στεναχώρια των δικών της, το αποφάσισε και το ΄κανε γι ακόμα μια φορά το γινάτι της. Ήρθε το αυτικίνητο και την πήρε. Είχε ετοιμάσει μόνη τα πράγματά της, τα πήρε, χαιρέτησε και μπήκε μέσα. Σε μια στιγμή δάκρυσε,γύρισε και κοίταξε προς το σπίτι και αυτούς που ήταν στην πόρτα για να την χαιρετίσουν, ύστερα θυμήθηκε την απόφασή της, «ήπρεπε να κάνει αυτό που ήθελε» αυτή. Σμυρναίϊκο γινάτι! Στην κλινική όμως βάραινε κάπως και άρχισαν τα πρώτα προβλήματα που κράτησαν για τέσσερες- πέντε μήνες.

Στις 4 Δεκέμβρη  μια κρύα χειμωνιάτικη ημέρα η Μαρία έκλεινε τα μάτια της, ακριβώς την ίδια ημέρα που είχε έλθει στη ζωή πριν από 94 χρόνια, την ίδια μέρα που παντρεύτηκε, την ημέρα της Αγίας Βαρβάρας. Γι αυτό όταν κάποιος σχολίαζε το στόμα της που πήγαινε σαν πολυβόλο, έλεγε πως «εγώ είμαι του πυροβολικού, αφού γεννήθηκα της αγιά-Βαρβάρας, μεγάλη η χάρη της».