Trifontsompanis-lagadas.gr

Αμάν Σοφιώ, ψήσε καφέ

Είχαν στερέψει τα μάτια της από τα δάκρυα αλλά κάθε τόσο έβγαζε το άσπρο της μαντήλι για να καλύψει το πρόσωπό της και να απομονωθεί για λίγο από τους άλλους, να μείνει μόνη στην πίκρα της. Μονολογούσε κοιτάζοντας τον γιό της που βρίσκονταν στο κέντρο του σπιτικού της σκεπασμένος με τα λουλούδια του αποχαιρετισμού γνωστών και φίλων. Στα εβδομήντα του κι αυτός, σαν τον πατέρα του, τον ίδιο καλοκαιρινό Ιούλιο ξεκίνησε το τελευταίο του ταξίδι, και ίσως το μακρινότερο της ζωής του, μια και δεν κατάφερε στη ζωή του να χαρεί τίποτα από ταξίδια και εκδρομές, παρά μόνο δουλειά και δουλειά.

Οι επισκέπτες μπαινοβγαίνανε αφήνοντας τα λουλούδια τους και η θεία Σοφία σε κάθε ευχή τους: «να ζήσετε να τον θυμάστε», αναστέναζε βαρειά και απαντούσε:

-Τι να τα κάνω;  Έγινα ενενήντα δυό για να χορταίνω πόνο και δάκρυα! Να μου λείπουν! Μακάρι να μπορούσα να βγάλω τον Κωσταντή από την κάσα να μπώ εγώ και να φύγω καλιά μου, να πάω παρέα στον Γιώργη. Είκοσι χρόνια έχει που τον έχασα, και τι κατάλαβα που έζησα να τον θυμάμαι; Ποιο πολύ πόνος.

Δεν ήθελα να την αφήσω να πνίγεται στην πίκρα της και προσπάθησα να αλλάξω κουβέντα για να ξεχαστεί ο πόνος της μάνας.

-Αλήθεια θεία, έχει είκοσι χρόνια που έφυγε ο θείος;

-Είκοσι ακριβώς! Στα εβδομήντα του κι αυτός. Δεκατέσσερα χρόνια μικρασιάτης και πενήντα έξη Λαγκαδιανός. Ε ….βάσανα κι ο Γιώργης! Τι ζωή κι αυτή! Πίκρα, ξεριζωμός, τρέξιμο, σφαγές, ορφάνια, πόνος, αίματα, προσφυγιά…Κι άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι της μνήμης της, μιας μνήμης θαυμαστής, για γυναίκα τόσων χρονών, που θυμόταν ακόμα και τις παραμικρές λεπτομέρειες . Μια ζωή μυθιστόρημα…Δεν ήταν ούτε δεκατέσσερα ο Γιώργης όταν έγινε το κακό, η καταστροφή της Σμύρνης, και όλοι οι χωριανοί του  με τους δικούς του έφυγαν από τα Σώκια και τρέξανε στο λιμάνι για να σωθούν.Ο Γιώργης πρώτος, στα δεκατέσσερα, η αδερφή του η Ελισσώ καμιά δεκαριά και ο Αποστόλης δεν θα ήταν ούτε έξη. Τον Γιώργη τον έντυσαν γριά για να μη τον πάρουν οι Τούρκοι, γιατί όσα αγόρια τα έβρισκαν σε τέτοια ηλικία τα έπαιρναν με το στανιό και ο Θεός σχωρέσ’  τους …

Σαν έφτασαν στη Σμύρνη παλάβωσαν από το κακό. Χιλιάδες άνθρωποι σαν αγριεμένα κοπάδια τρέχανε να σωθούνε όπου έβρισκαν μέρος, άλλοι κατά τη θάλασσα, άλλοι σε σπίτια γνωστών τους, άλλοι εδώ και εκεί έκλαιγαν για το ριζικό τους. Οι δικοί του Γιώργη κρύφτηκαν για λίγο στα μνήματα και μετά τράβηξαν για τη θάλασσα, αλλά μέσα στον κοσμοχαλασιά χάθηκαν μεταξύ τους. ΄Εμεινε ο Γιώργης με την Ελισσώ απ΄το χέρι και κάτι θειάδες του που τους είχαν από κοντά, όταν ξεκίνησαν απ΄τα Σώκια. Τους έσπρωξαν σε ένα καϊκι και με την παρηγοριά της θειάς του και την μικρή από το χέρι άρχισαν να γεύονται την αρμύρα της θάλασσας και της ζωής, μακριά από τη Σμύρνη, που ήταν παραδομένη στις φλόγες και στην αγριότητα του αναμορφωτή Κεμάλ και οι καπνοί της έφταναν να σκεπάζουν τον ουρανό.

Από τη σαστιμάρα του και τον τρόμο δεν σκέφτηκε ούτε καν να βγάλει από πάνω του τα ρούχα της γριάς.

-Έλα γιαβρίμ’ βγάλε το φουστάνι και το μαντήλι, πάει πια το κακό, γλυτώσαμε…

Έβαλε τα κλάματα πρώτη φορά, όχι γιατί φοβήθηκε, αλλά γιατί ένιωσε πως τη δική του τύχη μπορεί να μη την είχαν οι γονείς του, και οι άλλοι συγγενείς που αλαφιασμένοι έτρεχαν στα σοκάκια της Σμύρνης κυνηγώντας τη ζωή τους και τη σωτηρία τους. Πού να είναι άραγε οι άλλοι; Δεν τολμούσε να ρωτήσει. Άλλωστε και να ρωτούσε ποιος μπορούσε να του δώσει απάντηση;

Ο φόβος είχε φωλιάσει στα μάτια του, δεκατετράχρονο αμούστακο παιδί, που έμελε να γευτεί κι αυτός με όλους τους άλλους τα σχέδια των μεγάλων να μοιράσουν τον κόσμο κατά το συμφέρον τους και τους άνομους υπολογισμούς τους. Τον πήρε ένα παράπονο που δεν μπορούσε να σταματήσει, και βλέποντας τη Σμύρνη από μακριά μέσα στους καπνούς και τις φλόγες ένιωθε να καίγονται τα όνειρα όλων των Ελλήνων της Μικρασίας, μαζί με το έχει τους και το μικρό ή μεγάλο βιός τους. Δική του περιουσία τώρα μόνο τα ρούχα που φορούσε, η Ελισώ και ο Αποστόλης, που κούρνιαζε στην αγκαλιά της θειάς του, κατάκοπος από την ταλαιπωρία και τον τρόμο κυρίαρχο στα μεγάλα μαύρα μάτια του και πιθανόν να μη μπορούσε καταλάβει ούτε τι γινόταν ούτε πού πάει.

Πόσες μέρες ή ώρες ταξίδευαν δεν μπορούσε να τις μετρήσει, ούτε από τον ουρανό έβγαζε άκρη, που μια βασίλευε και μια χάραζε κι ήλιος άλλοτε κρυβόταν στους καπνούς της Σμύρνης κι άλλοτε έφεγγε τη μέρα κατά το συνήθειο του. Κατέβηκαν σε ένα λιμάνι και τους τσουβάλιασαν σε ένα άλλο πιο μεγάλο πλοίο, ο ένας πάνω στον άλλον, νηστικοί και διψασμένοι, άρρωστοι, χτυπημένοι, βρώμικοι, μη αντέχοντας ο ένας την δυστυχία του άλλου. Τα μάτια του έκλεισαν και αυτός ο ύπνος του ήταν σωτήριος γιατί ξέχασε τα πάντα, την πείνα του, τη δίψα, την μάνα του την κυρά Αλίκη, τον Πατέρα του, τους φίλους του και τα Σώκια, τα όμορφα Σώκια με την πλούσια γη τους.

Όταν ξύπνησε άκουσε από τις φωνές των ανθρώπων, ότι κατεβαίνουν στη Σαλονίκη.  Φωνές, κλάματα , τούρκικα και ελληνικά μαζί ένας γλωσσικός αχταρμάς. Χιλιάδες κόσμου, σαν τα πρόβατα έξω από τη στάνη, να τρέχουν δεξιά κι αριστερά να δούν τι θα κάνουν. Η θειά τους μάζεψε κοντά της, περίμενε και μερικούς άλλους Σωκιαλήδες και αποφάσισαν να μείνουν για μια βραδιά στο Καραμπουρνού και άμα φωτίσει ο Θεός με το καλό τη άλλη μέρα, θα αποφασίσουν πιο ψύχραιμα για τη μοίρα τους. Πήραν ό,τι τους μοίρασαν για φαγητό από τις διάφορες οργανώσεις και ξεγέλασαν την πείνα και την πίκρα τους με τις προσφορές της φιλανθρωπίας. Τα καράβια ερχόταν αβέρτα από τη Μικρασία γεμάτα προσφυγιά και πόνο, αλλά και φόβο και ελπίδα για τη νέα ζωή. Όσοι μαζεύτηκαν από το σόι και τα Σώκια σε μια αλάνα αποφάσισαν να τραβήξουν κατά τη μεριά του Λαγκαδά, έξω στον κάμπο, όπου θα μπορούσαν ίσως να απλώσουν την προσφυγιά τους και να ξαναδούν τη ζωή απ’ την αρχή. Είπαν ότι ο τόπος είχε μεγάλο κάμπο και ίσως θα κατάφερναν και να δουλέψουν την γη σαν εργάτες, αλλά και να φυτέψουν εκεί κάποτε τα όνειρά τους, αν δεν ξαναγύριζαν πίσω στη Μικρασία,αλλά είχε και τη λίμνη που έδινε μια ελπίδα να χορτάσουν την πείνα του πρόσφυγα.

Εκεί λοιπόν άπλωσαν την πίκρα και τον πόνο τους, έξω από το χωριό, γιατί τα μαύρα βλέμματα των ντόπιων, τους φαίνονταν πιο απειλητικά κι από των τσέτηδων.Ο φόβος για το βιός τους και τους άγνωστους «πρόσφυγγες», όπως τους έλεγαν, έκανε τις σχέσεις ψυχρές και απόμακρες.

Όμως ο τόπος ήρεμος και φιλόξενος, βλογημένος απ’ το Θεό με πλούσια νερά και χώμα, έδειχνε να τους χαμογελά και να τους καλοδέχεται. Δεν ενόχλησαν κανέναν, βγήκαν έξω από το χωριό, στο κάμπο, έστησαν τις πρώτες καλύβες τους όπως-όπως και γνώρισαν γρήγορα τον τόπο και τις χάρες του, ακόμα και τη λίμνη που έλαχε να γίνει η μάνα τους για τον πρώτο καιρό και να γλιτώσουν από τον θάνατο της πείνας.

Ο κάμπος θέλει χέρια για να ζωντανέψει, κι αυτοί είχαν καλά και γερά, αλλά και μαθημένα στη δουλειά χέρια. Ζήτησαν δουλειά στα χωράφια, διστακτικά στην αρχή, αλλά δεν άργησαν να κερδίσουν τη συμπάθεια των ντόπιων και σιγά-σιγά να χτιστούν οι πρώτες σχέσεις συνεργασίας αλλά και συμπάθειας. Παρ’ όλα τα φαρμακερά σχόλια για τις Σμυρνιές, που βρακί μπορεί να μην είχαν αλλά το κοκκινάδι το έβαζαν στα χείλη τους και τα χρυσά δόντια έλαμπαν στα τρανταχτά γέλια τους, ο πάγος έλιωσε γρήγορα και κατάλαβαν ντόπιοι και πρόσφυγες, ότι τη ζωή μας την ορίζουν οι τρανοί της γης, που κακό χρόνο να’ χουν, τους έφεραν στο χάλι της προσφυγιάς και της ανέχειας, αυτούς, που ήταν νοικοκυραίοι κι αφεντικά ακόμα και στους Τούρκους. Τώρα εμπιστεύονταν μόνο το Θεό και τις καρδιές των ανθρώπων, που έλεγαν ότι Τον πίστευαν. Και μόνο οι διηγήσεις της καταστροφής και της φωτιάς, των σφαγών και των βιασμών, έκαναν τους ντόπιους να τους συμπονέσουν και να φερθούν φιλάνθρωπα και πονετικά.

Έξω στον κάμπο του Λαγκαδά είχε μεγάλους μπαξέδες και αμπέλια, αλλά και τουβλάδικα, κεραμιδαριά τα έλεγαν οι ντόπιοι, όπου με το πλούσιο χώμα της περιοχής έκοβαν με το χέρι τούβλα και κεραμίδια και τα έψηναν στους φούρνους. Οι φούρνοι για καύσιμο είχαν την καρακόβα, κάτι χόρτα σαν σχοίνα, που φύτρωναν στα υγρά μέρη του κάμπου και όσοι ήθελαν δουλειά έκοβαν ολημερίς καρακόβα και την πουλούσαν με το δεμάτι, για να τροφοδοτούνται οι φούρνοι των κεραμιδαριών.Οι μεγάλοι σε ηλικία δούλευαν στα τούβλα, οι μικρότεροι πατούσαν τη λάσπη με τα πόδια για να ετοιμαστεί για επεξεργασία και οι άλλοι έκοβαν καρακόβα. Όλες τις δουλειές τις έκανε ο Γιώργης. Ακόμα και την Ελισώ την έπαιρνε μαζί του και πατούσε τη λάσπη και λίγο αργότερα και ο Αποστόλης ήταν ο μικρότερος εργάτης στο εργοτάξιο. Εκεί γνώρισε και τη Σοφία, που πήγαινε για δουλεία στην καρακόβα, όταν ο πατέρας της έφυγε νέος απ’ τη ζωή. Η μάνα της χήρα πλέον με πέντε παιδιά και με γλαύκωμα στα μάτια που σιγά-σιγά οδηγούνταν σε τύφλωση, σε εποχές δύσκολες και φτωχές, δεν είχε την πολυτέλεια να σκεφτεί πού θα δουλέψουν τα παιδιά της. Όπου έβρισκαν μεροκάματα έτρεχαν. Η Σοφία στην καρακόβα και τ’ αμπέλια, ο Χρήστος μόλις γύρισε από τη Μικρασία με το στρατό, μπήκε στην τέχνη του καροποιού, η Μαλαματή στους μπαξέδες, η Στεργιανή δωδεκάχρονη στα καπνεργοστάσια, ο Τάκης στο χονδρεμπορικό μπακάλικο του Μπίλλη, κουβαλούσε με την πλάτη τους τενεκέδες με πετρέλαιο και λάδι ή τα σακιά με τις πατάτες στα άλλα μπακάλικα του χωριού. Τα’ λεγε η θειά-Σοφία και σταυροκοπιότανε κάθε τόσο λέγοντας:

-Τι ζωή θεέ μου; Πώς αντέξαμε;

Ο Γιώργης έκανε όλες τις δουλειές, προκειμένου να μαζέψει κανένα φράγκο παραπάνω για να οικονομήσει τη ζωή του. Έκοβε καρακόβα νωρίς το πρωί, μετά πατούσε λάσπη, ύστερα έπιανε τα καλούπια και έκοβε τούβλα και κεραμίδια. Τα άπλωναν στον ήλιο για καναδυό μέρες μέχρι να τραβήξουν και στη συνέχεια τα έψηναν στο φούρνο. Δουλειά, απ’ το λιόβγαιμα ως το λιόγερμα και ακόμα πιο πίσω.

Κάποιες μέρες πήγαινε και στο σφαγείο που ήταν εκεί κοντά και έμαθε την τέχνη του εκδοροσφαγέα, όχι τόσο για το μεροκάματα, αλλά να… όταν κάποιος έσφαζε κάποιο ζώο ο Γιώργης αντί για μεροκάματο, έπαιρνε λίγο κρέας για τα παιδιά ή κανένα γλυκάδι για το βραδινό κρασί. Αυτό το κρασί τον έκανε να ξεχνά τη Μικρασία, την προσφυγιά, τους γονείς του, που δεν φάνηκαν και δεν ακούστηκαν πουθενά και τα ζόρια της ζωής, που όσο μεγάλωνε, μεγάλωναν κι αυτά. Γινόταν αψής και νευρικός και καμιά φορά εκείνα το όμορφα πράσινα μάτια και το ξανθό μαλί, αγρίευαν και γίνονταν φουρτουνιασμένη θάλασσα, σαν τα μπουγάζια τ’ Αϊβαλιού.

Ημέρευε άμα έβλεπε τη Σοφιώ, που μικρή –μικρή ρίχτηκε στη βιοπάλη και θυμόταν τα δικά του δεκατέσσερα χρόνια, που ήρθε και άπλωσε τη ζωή του στον κάμπο του Λαγκαδά. Στην ίδια ηλικία κι αυτή, πάλευε να κερδίσει τη ζωή της με τον ιδρώτα της και τις φτωχές της δυνάμεις. Πήγαινε καμιά φορά δίπλα της καθώς έκοβαν καρακόβα, και έκοβε όσο μπορούσε περισσότερα δεμάτια και αντί να τα πάρει αυτός, τα άφηνε δώρο στη Σοφία για να πλερωθεί κάτι παραπάνω στο μεροκάματο, γιατί η πλερωμή ήταν με το δεμάτι. Η Σοφία τα έβλεπε αυτά με επιφύλαξη, γιατί η μάνα της κάθε μέρα της έλεγε το ίδιο τροπάρι :

-Τα μάτια σ’ δεκατέσσερα. Μη ξανοίγεσε πολύ, και λίγα με τους πρόσφυγγες.

Τα παλιά χρόνια οι μεγάλοι για να τρομάξουν τους μικρούς τους έλεγαν: «μη γυρνάτε αργά έξω γιατί θα σας κλέψουν οι Γιοβροί και θα σας πιούν το γαίμα». Τώρα η φοβέρα άλλαξε, οι Γιοβροί έγιναν πρόσφυγγες, που έκλεβαν τα καλά παιδιά και τα κορίτσια.

Όμως η Σοφία δεν είχε να φοβηθεί τίποτα από τα καμώματα του Γιώργη, που μόνο καλοσύνη έδειχνε.

Με τα πολλά, μια μέρα της ξεφούρνισε το μυστικό. Εγώ σε λίγο φεύγω στο στρατό, ήταν ήδη στα εικοσιδύο του χρόνια, αλλά όταν ήρθαν από την Μικρασία η θεία του τον δήλωσε 2-3 χρόνια μικρότερο για να δικαιούται βοήθημα και επίδομα προσφυγικό. Έτσι κάποτε ήρθε ο καιρός να υπηρετήσει την πατρίδα που ακόμα καλά –καλά δεν την είχε γνωρίσει. Στο μυαλό του καρφώθηκε η Σοφία. Πώς θα την άφηνε, και άμα έφευγε στο στρατό πότε θα ξαναγύριζε πίσω; Και τα πράγματα δεν φαίνονται και πολύ ήρεμα, πόσο καιρό θα τους κρατούσαν για φαντάρους; Η καρδιά προσπαθούσε να σκεφτεί και το μυαλό χτυπούσε τρελές ιδέες.

Όταν είπε στη Σοφία τη σκέψη του αυτή κόντεψε να πέσει κάτω ξερή. Ήταν δεν ήταν δεκαέξι-δεκαεφτά. Πώς θα τολμούσε να έλεγε στη μάνα της τα σχέδια του Γιώργη, που η κυρά-Χρυσώ ήταν κέρβερος σε θέματα ηθικής, αλλά και πως αυτή τρίτη στη σειρά θα τολμούσε να σκεφτεί πρώτα τη δική της ζωή, πρωτύτερα από τον αδερφό και την αδερφή της. Αμ…και το άλλο; Πώς λες ότι με θέλει ένας πρόσφυγγας για γυναίκα του; Μετά την φωτιά της Μικρασίας, κινδύνευε να καεί τώρα κι ο Λαγκαδάς απ’ την μάνα της. Πρόσφυγγας γαμπρός; Πού ακούστηκε!!!Κρύος ιδρώτας την έλουσε και έπεσε ν’ αρρωστήσει. Ανέβασε πυρετό και δεν πήγε στη δουλεία μερικές μέρες. Η κυρά-Χρυσώ δεν μπορούσε να καταλάβει την ξαφνικιά αρρώστια, ούτε και πήγαινε ο νούς της σε έρωτες και παντρολογήματα, και μάλιστα τέτοιες εποχές φτώχειας που ακόμα δεν είχαν συνέλθει από τον ξαφνικό θάνατο του άντρα της του Κωσταντή που έφυγε στα σαράντα εφτά του χρόνια.

Ο Γιώργης ανησύχησε που δεν την είδε στον κάμπο. Την τρίτη μέρα της αγωνίας, στολίζεται ο καλός μου και νάσου στο σπιτικό της κυρά-Χρυσώς.

-Ήρθα να δώ τη Σοφία, τι έπαθε;

-Και σένα τι σε κόφτει παλικάριμ’ για τη Σοφία;

-Άκου θειά, εγώ σε λίγο φεύγω στο στρατό,αλλά τη Σοφία δεν την αφήνω σε ξένα χέρια. Θέλω να την παντρευτώ και να κάνουμε σπιτικό μαζί.

Η κυρά-Χρυσώ, που λόγω του γλαυκώματος δεν έβλεπε καλά, άνοιξε τα μάτια της τόσο, που τρόμαξε ο Γιώργης ότι θα του μείνει στα χέρια.

-Άκου παλικάριμ’, η Σοφία δεν είναι σε ξένα χέρια. Έχει μάνα, οικογένεια και άλλα τέσσερα αδέρφια. Έχει ακόμα μια φρέσκια ορφάνια και πολλά προβλήματα, πέρα απ΄το ότι είναι μικρή για τέτοιες δλειές. Άφσε μας στην πίκρα μας και στον πόνο μας και κοίτα να βρείς καμιά στην ηλικίασ’ για να κάνσ’ σπιτικό. Εγώ την κόρημ’ δεν την παντρεύω και δεν τη δίνου σε πρόσφυγγα για να χορτάσ’ φτώχια.

Ένα κομμάτ’ το έχει και στο σπίτι της. Σύρε στο καλό και καλός φαντάρους!

Τον Γιώργη τον κακοφάνηκε η απάντηση και η προσβολή για την προσφυγιά του, αλλά σκέφτηκε ότι και η μάνα του τα ίδια θα έλεγε αν ζητούσαν την Ελισώ στα δεκάξι της για παντρειά.

-Καλά εγώ ηρθα να σας πώ πως θα την πάρω, δεν ήρθα να σας τη ζητήξω.

-Η απάντηση έπεσε σαν κανονιά. Θα την πάρω; Δηλαδή πως με το ζόρι;

Η Σοφία από το άλλο δωμάτιο με τις αδερφές της παρακολουθούσαν τη σκηνή με κομμένη ανάσα.

Άκουσαν μοναχά την πόρτα να κλείνει δυνατά και την κυρά-Χρυσώ και μουρμουρίζει μέσα απ’ τα δόντια της:

-Βρε τουν παλιοπρόσφυγγα, βρήκε χωράφ’ να γοργώσει, και το θέλ’ κι θκότ’!

Η Σοφία ξανακουκουλώθηκε με τις κουβέρτες και έκανε πως δεν πέφτει ο πυρετός, λέγοντας « αφήστε με στην αρρώστια μου, εγώ δεν ξέρω τίποτα, εγώ δεν τον είπα τίποτα, αυτός μόνος του ήρθε, εγώ δεν έδωσα δικαίωμα».

Η μάνα της μπήκε στο δωμάτιο αναμμένη από θυμό.

-Μαρή, βάλθηκες να με παλαβώσεις.Τι νάμια είναι αυτά; Χτεσινό πράμα απ’τ’ αυγό δε βγήκες, παντρειές με γυρεύεις; Τι νομίζεις ότι είσι; Άντρας συ έλειπε στη ζωή σ’ ή ν’ αρπάξω καμιά βασταγαριά κι να συ μετρήσω τα κόκκαλασ’;

Η Μαλαματή έδειξε προς στιγμήν να χαίρεται λέγοντας :

-Ας την κι σύ…να χορτάσ’ δλειά στη καρακόβα και να παίρνουμι και μεις σειρά.

-Αυτό δεν είναι σειρά, αυτό είναι… σκώθκαν τα πουδάρια να βαρέσουν το κεφάλι.

Σιγά μη παντρέψουμε κι τη Στεργιανούδα στα δέκα.

 

Η Σοφία έκλαψε από την πίκρα της για το πρόβλημα που δημιουργήθηκε, δεν το περίμενε είν’ αλήθεια ούτε ο Γιώργης να ρθεί να τη ζητήσει, αλλά δεν περίμενε και την δυναμική αντίδραση της μάνας της.

Έκανε κανό δυό μέρες ακόμα την άρρωστη και ματαπήγε στη δουλειά. Έβλεπε τον Γιώργη σαν ζεματισμένη και δεν τολμούσε να τον ρωτήσει γιατί το έκανε αυτό. Απ΄την άλλη πάλι σκεφτόταν με το φτωχό της μυαλό, ότι ποιος ξέρει μπορεί έτσι να γίνονταν τα πράγματα στην Μικρασία. Δεν πίστευε βέβαια ότι ήταν έτοιμη για παντρειές, αλλά να που έτυχε να βρεθεί ένας άντρας και γι αυτήν που φαινόταν πως την αγαπούσε και την ήθελε δική του. Κι ύστερα εδώ που λέμε ήταν παλικάρι ο Γιώργης, λεβέντης κι όμορφος, αλλά και πολύ δουλευταράς. Κοντός σαν κι αυτήν μα με δυό πράσινα μάτια που όταν γελούσαν έλαμπαν από ευτυχία. Είχε αρχίσει κι όλας ν΄ αφήνει και μουστάκι και τα δυό  λακκάκια στα μάγουλα όταν γελούσε τον έκαναν ακόμα πιο τραβηχτηκό.

Ως να φύγει ο Γιώργης για τον στρατό ήθελε κανένα πεντάμηνο. Δεν μιλούσε, δεν έλεγε τίποτα, δεν φανέρωνε τα σχέδιά του. Μόνο μια μέρα της είπε ξερά και δίχως να σηκώνει αντίρρηση.

-Αύριο σε κλέβω. Το πρωί καθώς θα ρθείς στη δουλειά, πάρε μερικά ρούχα σου, λίγα, όχι πολλά και μετά τα λέμε.

Η Σοφία κόντεψε να πέσει ξερή. Δεν τόλμησε να πει κουβέντα γιατί ήξερε πως αν μιλούσε, τον έχανε για πάντα.

Έτσι την άλλη μέρα έφυγε για τη δουλειά σαν να μη συμβαίνει τίποτα, χαιρέτισε τη μάνα της και καθώς έβγαιναν μαζί από την πόρτα με την Στεργιανή, τη μικρότερη αδελφή, της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.

Παραξενεύτηκε η μικρή. Είχε καιρό να τη φιλήσει η Σοφία, αλλά αφού έγινε σήμερα το χάρηκε πολύ.

Πέρασε η μέρα με πολύ δουλειά και κούραση και καθώς άρχισε να σουρουπώνει φίδια έζωσαν την κυρά-Χρυσώ. Η Σοφία δεν φάνηκε ακόμα κι όταν νύχτωσε πολύ πήγε απέναντι στου Μπάρμπα Στέργιου του γείτονα και του είπε τον φόβο της, πήγε και στην κυρά Μελάχρω, και οι δυο τη συμβούλεψαν να περιμένει να ξημερώσει και να δούν τι έγινε, γιατί μες΄τη νύχτα πού να πάνε, ποιόν να ζητήσουν.

Πέρασε μια μαρτυρική νύχτα με την κυρά Χρυσώ, μια να κλαίει και μια να απειλεί τον πρόσφυγγα πώς θα του ξερίζωνε τα μουστάκια, τον νταή…

Τα κορίτσια μαζεμένα σε μια γωνιά έκλαιγαν κι αυτά από αγωνία για το να μην έπαθε κανένα κακό.Τα αγόρια απορημένα δεν έλεγαν τίποτα. Σε κάποια στιγμή μόνο όταν η μάνα τους είπε για την παλιότερη επίσκεψη του Γιώργη και την απαίτησή του, ο Χρήστος πονηρεύτηκε την υπόθεση και ο Δημήτρης με την παιδική του αφέλεια συμπλήρωσε : Μωρέ μακάρι να την έκλεψε ο Γιώργης και να μην έπαθε κανένα άλλο κακό.

Ένα σκαμπίλι όμως στο μάγουλο τον συνέφερε γρήγορα για να καταλάβει ότι τα δεκαεφτάχρονα δεν παντρεύονται όταν τα βαρέσει ο έρωτας κατακέφαλα.

Ο Χρήστος χωρίς να πει κουβέντα, πήρε το ποδήλατο και έφυγε βιαστικά χωρίς να πει πού πάει. Όταν γύρισε σε κανένα μισάωρο, τους είπε ότι πήγε στο σπίτι του Γιώργη και ότι κι αυτός λείπει από το σπίτι του. Τότε όλοι κατάλαβαν τι είχε πραγματικά συμβεί. Παρόλο ότι έκλαιγαν για το κακό που τους βρήκε, αισθανόταν και μια ανακούφιση ότι είναι καλά και ζεί.

-Αυτή τη ντροπή δεν θα την αντέξω, είπε η μάνα, είχα πέντε παιδιά τώρα θα έχω τέσσερα. Μια κόρη μου πέθανε στη γέννα και μια στα δεκαεφτά άθαφτη.

-Τι λες ρε μάνα, τι λόγια είναι αυτά, είπε ο Χρήστος, έλα στα λογικάσ’ άσε το γινάτι στην άκρη .

-Η κόρη μ’ να κλεφτεί με πρόσφυγγα!!! Που ακούσκε αυτό;

-Και τι να κάνουν τα παιδιά αφού δεν άφηνες εσύ; Δηλαδή οι πρόσφυγγες δεν είναι ανθρώποι; Τόσοι Λαγκαδιανοί πήραν προσφυγγίνες και τόσα κορίτσια παντρεύτηκαν Μικρασιάτες και ζουν και βασιλεύουν.

-Να με λείπουν τέτοια βασίλεια! Βρε δε καταλαβαίνς ότι είναι δεκαεφτά χρονών άσωστα. Ακούστε τι θα σας πω όλους, μακρυά από ανθρώπους που δε ξέρουμε από πού κρατάει σκούφια τσ’. Πατέρας μ’ έλεγε ότι «ο άνθρωπος παίρνει άνθρωπου από σόϊ και γάιδαρο από ράτσα».

-Πατέρας σ’ έλεγε, αλλά από κρατούσε η σκούφια της γιαγιάς κανένας δεν ήξερε.

Η κουβέντα συνεχίστηκε ως το πρωί και τότε πήρε να χαράζει.

Ξαναπήγε ο Χρήστος στο σπίτι του Γιώργη, πήγε στο κεραμιδαριό, πήγε στην καρακόβα. Τίποτα. Κανένα νέο. Βρήκε έναν φίλο του Γιώργη και ρώτησε να μάθει νέα.

-Μάλλον Σαλονίκη είπε θα πάει για καναδυό-τρείς μέρες για δουλειές.Τι δουλειές δεν ξέρω να σε πώ.

Μόλις τόμαθε η κυρά –Χρυσώ έγινε ηφαίστειο.

-Α τον κιαρατά, το μαγάρσι του κορίστιμ!

Σε δυό μέρες νάσου προβάλλει το ζευγαράκι στην μέση της αυλής, πιασμένοι χέρι-χέρι.

-Έξω μαγαρισμένη…κι συ παλιοπρόσφυγγα τέτοιο ρεζιλίκι που μ’ έκανες δεν θέλω να σε βλέπω. Έξω από δώ!

-Ακου δώ κυρά ,της αντισκόφτει ο Γιώργης, εγώ κιαρατάς δεν είμαι, και η κόρη σ’ δεν είναι μαγαρισμένη. Παντρεμένη είναι αλλά χωρίς την ευχή σ’ αφού δεν μας την έδινες.

Πήγαμε στη Μπαλάφτσα και μας πάντρεψε ο Παπάς και φύγαμε στη Σαλονίκη ως να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Αυτό είναι όλο.

Η κυρά -Χρυσώ έβγαζε φωτιές απ’ τα μάτια. Οι αρχές της και το καλό όνομα που είχε στη γειτονιά, ξαφνικά γκρεμίζονταν από μια αποκοτιά της Σοφίας.

-Να φύγετε είπε, εγώ κόρη δεν έχω.

Βούρκωσε η Σοφία, αγκάλιασε τη Μαλαματή και τη Στέλλα, φίλησε τον Δημητρό και πήρε τον Γιώργη από το χέρι και φύγανε για το δικό τους σπιτικό.

 

Η ζωή δεν ήταν ευκολη, γιατί είχε πάντα στο νού της αυτό που άκουσε στο γάμο από τον παπα ότι «ευχαί γονέων, στηρίζουσι θεμέλια οίκων». Αυτοί ήταν πλέον πεντάρφανοι…

Όμως είχαν τ΄αδέρφια τους, τους συγγενείς και προπάντων είχαν τους φίλους που θαρρείς το χάρηκαν κι όλας που έγινε έτσι η δουλειά και μάλιστα τους σκάρωσαν και τραγούδι σε ρυθμό καρσιλαμά που το έλεγαν σε κάθε γιορτή και συνάντηση :

 

«Αμάν Σοφιώ ψήσε καφέ σε μπακιρένιονα τζεσβέ, Σοφάκι μου.

Σα δε με θέλει η μάνα σου, εγώ θε να σε κλέψω, βρε Σοφάκι μου.

Αμάν Σοφιώ ψήσε καφέ, μαζί να τον επιούμε βρε πουλάκι μου.

Μαζί να τον επιούμε βρε Σοφάκι μου.

Τα κάστρα της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης

Όλα το σιγοτραγουδούν, μαζί μου πως θα ζήσεις βρε Σοφάκι μου

Μαζί μου πως θα ζήσεις βρε πουλάκι μου».

 

Η συνέχεια δεν ήταν βέβαια εύκολη. Η δουλειά ήταν στην ημερήσια διάταξη, έπρεπε να φτιάξουν κι ένα δωμάτιο ακόμα από πλιθιά για να στεγάσουν την οικογένεια που θα έκαναν, αλλά και ο καιρός που ο Γιώργης θα πήγαινε στο στρατό πλησίαζε. Μια μέρα στο χωράφι καθώς κουβαλούσε καρακόβα έπεσε και έσπασε το χέρι της. Όταν πήγε στον γιατρό και του είπε ότι ζαλίστηκε κι έπεσε, κατάλαβε αμέσως ότι η Σοφία σε κανένα οχτάμηνο θα γινόταν μάνα.

Σε λίγες μέρες αποχαιρετούσε μέσα στα κλάματα τον άντρα της για το στρατό. Αγωνία, πόνος, φόβος για το άγνωστο στη ζωή της. Καθώς τα βράδια άναβε τη λάμπα και ξάπλωνε να ξαποστάσει σκεφτόταν το πατρικό και τ’ αδέρφια της και γέμιζαν τα μάτια της δάκρυα πικρά γιατί αγαπούσε πολύ τα μικρά, ήταν πολύ δεμένα αδέρφια, και την μάνα την αγαπούσε και την συμπονούσε, γιατί με το γλαύκωμα και καθώς έχανε το φως της μέρα με τη μέρα γινόταν νευρική και σκληρή, αλλά ήταν πραγματική μάνα, δυναμική, μεγάλωσε μέσα στα χωράφια και στη δουλειά και πάλεψε την ορφάνια της με πολύ περηφάνια και αξιοπρέπεια, γι αυτό οι ποιο πολλοί την φώναζαν Κυρά, δηλαδή αρχόντισσα.

Πού πήγε φαντάρος ο Γιώργης κανένας δεν ήξερε, μήτε και μάθαινε νέα του. Μόνο ένα γράμμα ήρθε κάποτε που έλεγε ότι είναι καλά και επειδή είναι ορφανός και παντρεμένος θα τον διώξουν νωρίτερα από το στρατό.

 

Η εγκυμοσύνη προχωρούσε κανονικά και έφτανε σχεδόν ο καιρός της γέννας. Δεν άντεξε η Σοφία μια μέρα πήρε το δρόμο και έφτασε έξω από το πατρικό της. Στάθηκε στην πόρτα και περίμενε κάποιος να βγει. Βγήκε η Στέλλα και έτρεξε πάνω της αγκαλιάζοντάς την.

-Μαμά, μαμά, ήρθε η Σοφία μας!

Η Σοφία, σε κατάσταση τραγική, με την κοιλιά στο στόμα, με το χέρι σπασμένο και μπαταρισμένο ακόμα γιατί την πονούσε, φαίνεται δεν είχε δέσει καλά, με ρούχα καθαρά μεν αλλά φτωχικά.

– Η Σοφία μας δεν υπάρχει, ακούγεται η φωνή της μάνας της.

Τις πήραν τα κλάματα και τις δυό. Πόση ώρα έμειναν αγκαλιασμένες στην εξώπορτα κλαίγοντας δεν κατάλαβαν όταν τις πλησίασε η κυρά-Μελάχρω, αντικρινή γειτόνισσα και φιλενάδα της μάνας τους. Τις πήρε στο σπίτι ,τις ηρέμησε ,τις κέρασε ένα γλυκό, ρώτησε τη Σοφία πώς τα βολεύει, πότε γεννάει και υποσχέθηκε να μεσολαβήσει αυτή στην κυρά-Χρυσώ.

Η κυρά Μελάχρω, έβαλε και τα μέσα της γειτονιάς, καθώς απέναντι από το πατρικό της Σοφίας ήταν το σπίτι του Μπάρμπα Στέργιου, που ήταν φίλος της οικογένειας και αργότερα έγινε και συμπέθερος.

Έπιασαν την κυρά Χρυσώ, της μίλησαν, τη μάλωσαν, τη συμβούλεψαν και στο τέλος έσπασε ο διάολος το ποδάρι του και άνοιξε την αγκαλιά της στον κόρης της που σε είκοσι μέρες θα γινόταν μάνα κι αυτή.

Την κράτησαν στο σπίτι ώσπου να γεννήσει και μόλις απολύθηκε ο Γιώργης σε λίγο καιρό μετακόμισε στο καινούργιο δωμάτιο που έφτιαξαν με πληθιά, έξω από τον Λαγκαδά κοντά στην καρακόβα για να είναι κοντά στη δουλειά.

Η ζωή συνεχιζόταν με τον ίδιο τυραννικό ρυθμό, πολύ δουλειά και αγωνία για το αύριο. Ο Γιώργης δούλευε σαν το σκυλί γιατί είχε τώρα και κόρη να θρέψει κι έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του. Αργότερα μόλις ορθοπόδησε λιγάκι, αγόρασε κι ένα οικόπεδο μέσα στην πόλη, έκοψε τούβλα, μάζεψε ξυλεία από τα δικά του δέντρα που είχε στο κτήμα και με την βοήθεια της οικογένειας της Σοφίας, κυρίως των αδελφών της έχτισαν ένα σπιτικό για τις καλές στιγμές όπως έλεγε η Σοφία, γιατί είναι αλήθεια πως η ζωή στο κτήμα ήταν λίγο σε πρωτόγονη κατάσταση, μέσα στη λάσπη και στις κοπριές των ζώων, χωρίς τις ευκολίες που πρόσφερε πλέον απλόχερα η ζωή.

Τη χρονιά εκείνη είχε βγει μια απόφαση ότι απαγορεύονταν η καλλιέργεια του καπνού, ακόμα και για ατομική χρήση. Έπρεπε δηλαδή οι καλλιεργητές να πάρουν ειδική άδεια για να φυτέψουν καπνό.Τ’ άκουσε κι ο Γιώργης αλλά δεν έδωσε σημασία κι έτσι μέσα στη καρακόβα φύτευε μερικά φυτά για να βγάζει τον καπνό για την πίπα του. Όταν μια μέρα τον επισκέφθηκε από τη Σαλονίκη ένας παλιός του πατριώτης από τα Σώκια, του πρόσφερε τσιγάρο και μάλιστα όταν έφυγε του έδωσε κι ένα πακετάκι καπνό.

Όταν όμως στο Βαρδάρι έκανε μπλόκο η αστυνομία και του βρήκε πάνω του τον καπνό, αυτός από το φόβο του μαρτύρησε ότι τον πήρε από τον Λαγκαδά από τον τάδε φίλο του. Έτσι λοιπόν την άλλη μέρα πρωί-πρωί ο Γιώργης με τη συνοδεία χωροφύλακα οδηγούνταν στο δικαστήριο με αποτέλεσμα να φάει ένα χρόνο φυλακή για παράνομη καλλιέργεια καπνού.

Άλλο μαρτύριο για τη Σοφία, πάλι μόνη στο σπίτι με ένα παιδί στην αγκαλιά, αλλά ευτυχώς τώρα οι οικογενειακές σχέσεις είχαν αποκατασταθεί πλήρως και η μάνα της και τ’ αδέρφια της ήταν πάντα κοντά της σε κάθε στιγμή.

Αυτή ήταν η πρώτη φορά που πήγε ο Γιώργης φυλακή, αλλά είχε και συνέχεια γιατί αυτός σαν μικρασιάτης ήταν φανατικός Βενιζελικός, έτσι λοιπόν κάθε που άλλαζαν τα πολιτικά πράγματα στην χώρα κάποιοι πηγαίναν εξορία ,για παραθέριση όπως έλεγαν,σε νησιά ή σε άλλες περιοχές. Κανά δυό φορές λοιπόν γεύτηκε κι ο Γιώργης τη στοργή της πατρίδας προς τους πρόσφυγες αλλά και προς σ’ αυτούς που την υπηρέτησαν κι όλας στο στρατό, χωρίς να θεωρηθούν τότε εχθροί της.

Έκτοτε η ζωή κύλησε δύσκολα ,μα ήρεμα και με τις λύπες της και τις χαρές της.Ο Γιώργης πότε ήρεμος και δουλευταράς, πότε φουρτουνιασμένη θάλασσα, σαν τη θάλασσα της Σμύρνης και τα μπουγάζια τ’ Αϊβαλιού. Πότης γερός και μερακλής στο φαϊ και το κρασί ,που ποτέ δεν έλειπε από το τραπέζι του, γιατί το αμπελάκι του πάντα έδινε και το κρασί και το τσίπουρο, κι όταν τον έπιαναν τα κέφια άρχιζε το τραγούδι «αμάν Σοφιώ ψήσε μ’ καφέ, σε μπακιρένιονα τσιζβέ…» και δόστου να γιομίζει την καράφα του και να την κατεβάζει μονομιάς, λες και ήθελε να ξεχάσει την Σμύρνη και τις φωτιές της, τον καπνισμένο της ουρανό, τ’ αγαπημένα του Σώκια, και τους δικούς του που χάθηκαν μεσ’ την καταστροφή. Όταν για κάποιο λόγο γινόταν κουβέντα για τα παλιά, για τα Σώκια, τα πράσινα μάτια του γινόταν δυο λίμνες έτοιμες να ξεχειλίσουν και να πνίξουν ότι υπήρχε γύρω του. Πώς να κουμαντάρει τέτοιο πόνο και τόσες αναπάντητες απορίες! Έκαναν δυό παιδιά, έκαναν εγγόνια, μεγάλωσαν, έκανε περιουσία καλή, αυτός ένας πρόσφυγας κατάφερε μια μέρα να έχει κτήματα και χωράφια και καμιά 100 κεφάλια ζώα. Έκανε κι ένα μικρό κεραμιδαριό, γιατί τη δουλειά την ήξερε καλά, είχε περβόλι μεγάλο, μπαξέ, λίγα γίδια, πρόβατα, ακόμα και εργάτες στη δούλεψή του, αλλά τα χρόνια πέρασαν μέσα στη δουλειά και τον αγώνα ,γέρασαν και να σήμερα η τόσο κουρασμένη από τη ζωή μάνα και γιαγιά Σοφία, έθαβε το παιδί της ,τον Κωσταντή, και αναθυμόταν όλα τα παλιά και δύσκολα χρόνια.