Ιστορία Λαογραφία

Το Σαλτσοποιείο της Ε.Γ.Σ.ΛΑΓΚΑΔΑ

Το Σαλτσοποιείο της Ε.Γ.Σ.ΛΑΓΚΑΔΑ

Ο Ιούλιος κι ο Αύγουστος ήταν για την πόλη του Λαγκαδά μήνες μπερεκετλήδες, δηλαδή πλούσιοι, γιατί η γη του τόπου μας αντάμειβε τους κόπους των ανθρώπων πλουσιοπάροχα με τους καρπούς της. Ντομάτες, μελιτζάνες, πιπέρια, καρπούζια, πεπόνια, κολοκυθάκια κι ό,τι άλλο τραβούσε η όρεξή μας. Οι δρόμοι του Λαγκαδά γεμάτοι με κάρα , τρακτέρ, φορτηγά, περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους να παραδώσουν τη σοδειά τους στο Κονσερβοποιείο Λαγκαδά!

Κάθε βράδυ κοιτώντας το ηλιοβασίλεμα θέλοντας και μη το βλέμμα μου πέφτει στη μεριά που διαγράφεται η σκιά του. Ψηλό,αγέρωχο, ακίνητο, λογχίζει τον ουρανό και πασχίζει θαρρείς να τον ενώσει με την πόλη μας. Βλέποντάς τώρα και σκεπτόμενος την ιστορία του θάλεγε κανείς ότι είναι ο «πύργος της Βαβέλ» του Λαγκαδά, ένας πύργος που τόλμησε κάποτε να φέρει την ανάπτυξη στο τόπο μας και που μπορεί να μη μπερδεύτηκαν οι γλώσσες των ανθρώπων, αλλά σήμερα χάνει κανείς τη μιλιά του μαθαίνοντας την σαραντάχρονη ιστορία του και την προκοπή του.

Αναφέρομαι στο φουγάρο του κονσερβοποιείου της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Λαγκαδά, ναι στο γνωστό σε όλους μας Σαλτσοποιείο, το πρώτο εργοστάσιο κονσερβοποιίας στης Ελλάδα που δημιουργήθηκε πριν από 60 περίπου χρόνια.

Μια επίσκεψη σήμερα στο χώρο σου φέρνει αποστροφή για το κατάντημα. Ερημιά, καταστροφή, εγκατάλειψη, λεηλασία… Κι όμως αυτό το εργοστάσιο κάποτε έδινε δουλειά και ψωμί σε τριακόσιες περίπου οικογένειες, έσφυζε από ζωντάνια και παραγωγή, έδινε ανάσα στους παραγωγούς και γεωργούς της περιοχής μας, τροφοδοτούσε με τα προϊόντα του τα Βαλκάνια, τα Αραβικά Εμιράτα ακόμα και την Κίνα και τώρα κατάντησε νεκροταφείο ονείρων και προοπτικών.

Η ζωή και η δράση του ξεκίνησε στα 1957, μας διηγείται ο κυρ-Βασίλης Κώστας, ένας από τους πρώτους εργαζομένους στην επιχείρηση, που δημιουργήθηκε ως έμπνευση των ανθρώπων που ίδρυσαν την ένωση γεωργικών συνεταιρισμών της περιοχής Λαγκαδά.Μέσα σε ένα εξάμηνο σχεδόν δημιουργήθηκαν οι πρώτες υποδομές, χτίστηκε το λεβητοστάσιο και το κυτιοποιείο, σε λίγο οργανώθηκε το τμήμα κονσερβοποιίας, ήρθαν τα πρώτα μηχανήματα από την Πάρμα της Ιταλίας, οι ιταλοί μηχανικοί Άντζελο και Φράνκο, ανέλαβαν να στήσουν τα μηχανήματα και να εκπαιδεύσουν το πρώτο προσωπικό, ανοίχτηκαν οι υποδομές για την ανέγερση του φουγάρου ώστε να μη ρυπαίνεται η περιοχή με τον καπνό του εργοστασίου. Η βάση του φουγάρου και θεμελίωσή του 14χ14 και 1,70 βάθος για να μπορεί να σηκώσει όλο τον όγκο και το βάρος, με τα χέρια το έσκαψαν τα παλληκάρια, δεκαοχτώ τόνοι σίδερο δεν έφτασαν, και ο μηχανικός Νικόλας Λαγός από τον Πειραιά με τον γιό του ανέλαβαν την οικοδόμηση του έργου,η εμπειρία του αναγνωρισμένη αφού είχε φτιάξει όλα τα φουγάρα των τότε εργοστασίων. Από κοντά και οι εργάτες του εργοστασίου να βοηθούν για την γρήγορη αποπεράτωση του έργου. Σαράντα μέτρα και δέκα εκατοστά το ύψος του και στην κορφή ένα αλεξικέραυνο για την προστασία της μονάδος αλλά και της πόλης.Πόσες φορές δεν γλίτωσε τη πόλη από τους κεραυνούς! Ο Βασίλης, λεπτός και ευέλικτος ανέβηκε ως την κορυφή για το στήσιμο του αλεξικέραυνου.Με τον σεισμό του ’78 ταράχτηκε σύγκορμο και έπεσαν τα ψηλότερα δύο-τρία μέτρα.

Το έργο τελείωσε και η παραγωγή ξεκίνησε στην αρχή με 150 τόνους ημερησίως και έφτασε του 600 τόνους σε λίγο καιρό. Όλη η Ελλάδα έτρωγε προϊόντα της ΕΓΣΛ , οι αφίσσες κοσμούσαν τα μαγαζιά και τα μεγαλομπακάλικα της θεσσαλονίκης και η αφίσα στη ταινία του «Μπακαλόγατου» με τον Χατζηχρήστο, ακόμα και σήμερα καμαρώνει στο πλάνο του Ζήκου. Εκατόν σαράντα χιλιάδες δραχμές (140.000), θυμάται ο κυρ-Βασίλης, πλήρωσε τότε το συμβούλιο για την διαφήμιση αυτή. Η παραγωγή αυξάνονταν καθημερινά, και τα προϊόντα δεν περιορίστηκαν μόνο στην σάλτσα και τον χυμό ντομάτας, αλλά και σε κομπόστες, μαρμελάδες, χυμούς φρούτων, φασολάκια, μπάμιες, μπιζέλια και ότι μπορούσε να αξιοποιηθεί από τον κάμπο του Λαγκαδά.Τα φορτηγά του εργοστασίου περιέρχονταν την πόλη και τα διπλανά χωριά και μοίραζαν φασολάκια, μπάμιες, μπιζέλια για να καθαριστούν, γιατί οι εργάτες του εργοστασίου δεν προλάβαιναν τους παραγωγούς. Όλη η πόλη είχε να ωφεληθεί καθώς εισέπραττε από το εργοστάσιο τριάντα λεπτά το κιλό!!!Πόσες οικογένειες δεν έζησαν απ’ αυτό! Πόσοι φοιτητές δεν βγάλαμε το χαρτζιλίκι μας δουλεύοντας τα καλοκαίρια!Τα τρακτέρ και τα κάρα επί μέρες περίμεναν για να παραδώσουν την παραγωγή τους στο εργοστάσιο το οποίο δούλευε σε τρείς βάρδιες.Πρώτος τεχνικός διευθυντής ο Ρωμανός και πρώτοι χημικοί οι Παπαπαναστάσης και κατόπιν ο Ηλίας Πρωτόπαπας, ένας δραστήριος μορφωμένος και πανέξυπνος άνθρωπος. Ο άγγλος έμπορος Ραχάλ έρχονταν και έμενε μέρες στην πόλη για παρακολουθήσει και να εποπτεύσει ο ίδιος τις παραγγελίες του, όλη η πόλη σε διαρκή αγώνα και δραστηριότητα μέχρι που οι πρώτοι εμπνευστές έφυγαν, ήρθαν νεώτεροι που δεν πόνεσαν το στήσιμο του έργου, μπήκε στη ζωή η νόσος του αρρωστημένου συνεταιρισμού, που νοιάζονταν για το βόλεμα και ποιος θα διορίσει πιο πολλούς στη δουλειά, με αποτέλεσμα να μειώνεται η παραγωγή και να χρεώνεται η επιχείρηση. Το εργοστάσιο που κάποτε η σειρήνα του ήταν το ρολόϊ για όλη την πόλη γιατί ξέραμε πότε ξεκινάει η πρωϊνή, και πότε η απογευματική ή βραδινή βάρδια, έπαψε να αποτελεί σημείο αναφοράς και ζωής για την πόλη μας.Βημάτισε αργά και ασθενικά μέχρι το 1997 και έκτοτε παραδόθηκε στη λήθη και την ανυπαρξία, αλλά και στην καταστροφική μανία των ανθρώπων που πλιατσικολόγησαν στην περιουσία του και κατέκλεψαν τα μηχανήματα και ό,τι μεταλλικό στοιχείο υπήρχε.

Ξήλωσαν ακόμα και τις σκεπές, χωρίς καμιά αντίδραση, χωρίς κανένας να ενδιαφερθεί για αυτό τον χώρο.Μάθαμε ότι κατόπιν κατασχέθηκε από την Αγροτική Τράπεζα, και φυσικά τώρα πέρασε στα χέρια της Τράπεζας Πειραιώς, που αμφιβάλω αν η διοίκησή της γνωρίζει την ύπαρξή του. Σε άλλα μέρη τα παλιά εργοστάσια μετατρέπονται σε βιομηχανικά μουσεία, ή σε χώρους πολιτισμού, σε μας η παράδοση θέλει την αδιαφορία να είναι το βασικό στοιχείο της ιστορίας της πόλης μας, δεμένο θαρρείς άρρηκτα μαζί της.Μια χρόνια κατάρα! Ένας τεράστιος χώρος τελείως ανεκμετάλλευτος και μάλιστα χώρος που εγκυμονεί κινδύνους γιατί συχνά στεγάζει την περιθωριακότητα.Μια επιστολή που στείλαμε στον «Πολιτιστικό Όμιλο της Τράπεζας Πειραιώς» ,περιμένει ακόμα την απάντηση της.Δεν βαριέστε!!! Δεν είναι το μόνο στοιχείο της πόλης μας που σε κάνει να μελαγχολείς!!!Δυστυχώς το σύνδρομο της Βαβέλ συνεχίζεται. Πώς λοιπόν να συνεννοηθούμε;

 

 

Το Σαλτσοποιείο της Ε.Γ.Σ.ΛΑΓΚΑΔΑ Read More »

Αναζητώντας τις ρίζες ενός πλάτανου της Θράκης

Αναζητώντας τις ρίζες ενός πλάτανου της Θράκης

Ο Δήμαρχος Λαγκαδά(1933-1944) Ιωάννης Παντίρης από την Καλλίπολη της Θράκης

 

Δεν είναι λίγες οι φορές που η περιέργεια, μια νοσταλγία, ένα ενδιαφέρον για να γνωρίσεις την ιστορία σου, σε κάνουν να αναζητάς τα κλωνάρια και τις ρίζες σου μέσα στο χρόνο. Κι εκεί ανακαλύπτεις πράγματα που δεν τα φανταζόσουνα ή δε περίμενες να μάθεις το βάθος της ρίζας που σε πρόσφερε στη ζωή. Κάπως έτσι πρέπει να αισθάνθηκαν μια οικογένεια από την Τουρκία που έφτασε στην πόλη μας, αναζητώντας την ιστορία και τη ρίζα της. Το Σάββατο που μας πέρασε επισκέφθηκαν το ναό της αγίας Παρασκευής ένα ζευγάρι Τούρκων που ήρθαν να γνωρίσουν την γειτονιά που έπαιζαν οι γονείς τους παιδιά, πρίν την ανταλλαγή, και να ανάψουν ίσως κι ένα κερί στη μνήμη τους. Αυτό που ήταν συγκινητικό ήταν ότι ζήτησαν να πάρουν λίγο χώμα από την αυλή της εκκλησίας για να το βάλλουν πάνω στους τάφους των γονιών τους στη Σμύρνη για να βρουν ανάπαυση.

Όμως δεν ήταν η μόνη έκπληξη. Το πιο προηγούμενο Σάββατο (30/6/22) καθώς απολαμβάναμε με συγγενή μου τον καφέ μας στην πλατεία, ο νεαρός ανεψιός μου που εργάζεται στο καφέ μας πληροφόρησε πως πίσω μας ακριβώς κάθεται μια οικογένεια από την Τουρκία που ψάχνουν πληροφορίες για κάποιον Παντίρη. Στο άκουσμα του ονόματος ξαφνιαστήκαμε και καθώς επαναλάβαμε δυνατότερα το όνομα Παντίρης, σηκώθηκαν και μας πλησίασαν και ρώτησαν τι γνωρίζαμε για τον Παντίρη. Φυσικά η έκπληξη ήταν μεγάλη όταν μας εξήγησαν ότι η γυναίκα της οικογένειας είναι απόγονος της οικογένειας Παντίρη, και τώρα ζουν στην Κωνσταντινούπολη. Μετά την πρώτη χαρά της γνωριμίας τους ενημερώσαμε ότι ο Ιωάννης Παντίρης ήταν Δήμαρχος του Λαγκαδά από το 1933-1944. Έγινε μια πρώτη προσπάθεια συνεννόησης και γνωριμίας και αφού τους δείξαμε το σπίτι του Παντίρη, που είναι το κτήριο που στεγάζει το ψητοπωλείο Τσάτσου, κατόπιν πήγαμε στα κοιμητήρια όπου είδαν τον χώρο που είναι θαμμένος ο πρώην Δήμαρχος Λαγκαδά, και λογικά προπάππους τους.

Η συγκίνηση μεγάλη, αλλά συνεχίστηκε όταν καταλήξαμε στο πατρικό του φίλου, για να γνωρίσουν τη μητέρα του η οποία ήταν πρόσφυγας από την Θράκη, άρα συμπατριώτισσα του Παντίρη, και μάλιστα θυμόταν και τα τουρκικά. Η συγκίνηση κορυφώθηκε όταν η κυρά-Δέσποινα τους υποδέχθηκε μ΄ένα τούρκικο τραγούδι που μιλούσε για το αντάμωμα των φίλων. Τα μάτια γυάλισαν , τα δάκρυα γέμισαν τις κόρες, οι αγκαλιές άνοιξαν, κι όταν συμβούν αυτά, ανοίγουν κι οι καρδιές των ανθρώπων. Είπαμε πολλά, μιλήσαμε για τις οικογένειες και πώς εξελίχθηκε η μοίρα τους στην προσφυγιά. Η οικογένεια του παπα-Δημήτρη Παντίρη, ζούσε όμορφα κι ωραία στην Καλλίπολη της Θράκης και είχε μια θαυμαστή ανάπτυξη δεδομένου ότι είχε δεκατρία παιδιά(13). Ο Γιάννης πιθανόν ήταν ο δευτερότοκος της οικογένειας, αφού ήρθε πρόσφυγας στην πόλη του Λαγκαδά περίπου 34 χρονών. Αναφέρεται ως δικολάβος-νομικός, αλλά στο Λαγκαδά δραστηριοποιείται στο εμπόριο. Στα 38 του χρόνια ιδρύει με άλλους πρόσφυγες τον Παμπροσφυγικό Σύλλογο στην πόλη μας και μετά από έξη χρόνια, πρόσφυγας ών, εκλέγεται Δήμαρχος Λαγκαδά.

Δεν έχουμε πάρα πολλές πληροφορίες για όλη την οικογένειά του, ξέρουμε όμως ότι η μητέρα του ήταν η Αλεξάνδρα Γιαννούση , και ο πατέρας του ο παπα-Δημήτρης Παντίρης γεννημένος στα 1845 στην Καλλίπολη της θράκης, ήρθε κι αυτός στον Λαγκαδά όπου πέθανε στα 1932 στα 87 του χρόνια, σύμφωνα με τη ληξιαρχική πράξη. Οι πληροφορίες θέλουν την οικογένεια να έχει σκορπίσει σε πολλά μέρη αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον.

Ο ένας αδερφός ο Μηνάς, σπουδαγμένος στα νομικά, έγινε νομικός στο Διεθνές δικαστήριο της Χάγης, κάποιες αδερφές ζουν στη Περαία-θεσσαλονίκης και η μία μπαίνει ως νύφη στην γνωστή οικογένεια Δημάδη του γνωστού διευθυντή της εφημερίδας ΜΑΚΕΟΔΝΙΑ.Ο Ευάγγελος διαπρέπει ως ράπτης στο Παρίσι. Ο Αργύρης, ο πρωτότοκος κι αυτός στην Περαία. Η Φροσύνη θαυμαστή για την ομορφιά της, είναι επίσης στη Θεσσαλονίκη, ένας άλλος αδερφός ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος, δυναμικός και πατριώτης παπάς, που το κάθε κήρυγμά του το τέλειωνε με τη φράση «εύχομαι και σύντομα υπό την σκιάν της κυανόλευκης», ξαπόστασε στη Θεσσαλονίκη. Πάντως σε παλιά κιτάπια του Λαγκαδά αναφέρεται κι ένας αρχιμανδρίτης Γρηγόριος,(μένει να ταυτοποιηθεί), ο οποίος εξ΄αιτίας των χαρισμάτων του τοποθετείται από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο ως προϊστάμενος στο Ναό της Λαοδηγήτριας, αλλά δυστυχώς πεθαίνει νέος στα 1928. Η άλλη αδελφή του Παντίρη η Καλιόπη μετακόμισε στο Βόλο, και ήταν παντρεμένη με τον Μπέμπο, από τους οποίους προήλθε η μεγάλη ελληνίδα τραγουδίστρια της νίκης η Σοφία Βέμπω, η οποία όπως διηγείται ,περνούσε τα καλοκαίρια της στο Λαγκαδά κοντά στον αγαπημένο της θείο Γιάννη, το Δήμαρχο!!!

Παράλληλα στη ίδια οικογένεια Παντίρη ανήκαν μάλλον και οι απόγονοι του Κωνσταντίνου Παντίρη ή Πανδίρη(πιθανότατα αδελφού του παπα-Δημήτρη) που ζούσαν δίπλα από τη Καλλίπολη στο Αγγελοχώρι. Ο Κωνσταντίνος Παντίρης, (μάλλον αδερφός του παπα-Δημήτρη Παντίρη), ήταν διπλωμάτης και από τα παιδιά του ο Ιωάννης ήταν εργολάβος δημοσίων έργων στην Τουρκία, και ο άλλος γιός του ήταν γιατρός . Στην ιστορία αναφέρεται και ο αρχιμανδρίτης Νικηφόρος Παντίρης ο οποίος μετά την ανταλλαγή ήρθε εφημέριος στο ναό της Αχειροποιήτου στη Θεσσαλονίκη. Όσα από τα στοιχεία αυτά άκουγαν οι επισκέπτες μας πραγματικά θαύμαζαν για το οικογενειακό τους δέντρο. Η κυρία του ζεύγους και απόγονος Παντίρη, είπε πως ο παππούς της ήρθε κι αυτός στο Λαγκαδά, αλλά στα 1936 αποφάσισε και ξαναγύρισε πίσω, στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης και συνέχισε εκεί τη δραστηριότητά του. Οι επισκέπτες μας είχαν ως πατρικό το όνομα Παντίρη και από η μητέρα τους κατάγονταν από την οικογένεια Τουφεξή, μετέπειτα Μαχαιρά ή Μοσχίδη.

Παρά τις πιέσεις του καθεστώτος δεν άλλαξε το επώνυμό του και ούτε το εκτούρκισε, έμεινε Pantir. Ο σύζυγός της είναι χημικός μηχανικός και αυτή είναι προγραμματίστρια ηλεκτρονικών υπολογιστών, έχουν δε και δύο κόρες. Η όλη συζήτηση διεξάγονταν σε έντονο κλίμα συγκίνησης καθώς των διηγήσεων παρεμβάλλονταν τραγούδια της Σμύρνης που τραγουδούσαμε από κοινού, όπως το Ismirin kavaklari, ή το Beklentin da gelmedin!!! Το τσιπουράκι κι ο μεζές ζέσταιναν την ατμόσφαιρα κι η κυρά-Δέσποινα έψαξε την ώρα εκείνη στην ντουλάπα της όπου φύλαγε τη θρακιώτικη φορεσιά της μάνας της-της νενές, όπως έλεγε-και πήρε τη μεγάλη κόρη της οικογένειας και την έντυσε στα Θρακιώτικα. Φωτογραφίες, αγκαλιές, συγκίνηση, στο κατακόρυφο!!!

Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Ιωάννης Παντίρης είχε και δύο κόρες την Αλεξάνδρα που γεννήθηκε στη Κερασούντα το 1918 και την Εριέττα γεννημένη στο Λαγκαδά στα 1925. Σήμερα ζει στη Θεσσαλονίκη η κ.Κατερίνα Παπαμιχαήλ, εγγονή του Δημάρχου Ιωάννη Παντίρη αλλά και στην Αθήνα εντοπίζεται μια απόγονος του Ιωάννη Παντίρη η κ.Καρολίνα Παντίρη του Δημητρίου.

Αυτό που πληγώνει την όλη ιστορία είναι το τραγικό τέλος του Ιωάννη Παντίρη στην πόλη που αγάπησε σαν δεύτερη πατρίδα του και την υπηρέτησε με αγάπη για σχεδόν τρεις δημαρχιακές θητείες. Κάποιο «ελληνικό» δολοφονικό χέρι τον κατακρεούργησε, παρά την ρητή εντολή των ανταρτών να μη πειραχθεί ο Παντίρης. Την ημέρα που αποχωρούσαν οι Γερμανοί από τον Λαγκαδά στις 28 Οκτωβρίου του 1944 έγινε το κακό, χωρίς να προλάβει να χαρεί τη λευτεριά της πατρίδας του, την οποία τόσο ονειρεύτηκε και τόσο αγωνίστηκε γι αυτήν. Τον βρήκε έξω από τη Χρυσαυγή σε ένα χαντάκι ο Γιώργης Αποστολίδης. Την επομένη ο γαμπρός του Α.Ζαταγιάς ,μετά από άδεια του ειρηνοδίκη Λαγκαδά ,έκανε όλη τη διαδικασία της ταφής. Ήταν μόνο 56 χρονών!

Τον έκλαψε όλη η Πόλη του Λαγκαδά.

Κάπως έτσι ξεκινούσε η περίοδος του εμφυλίου, αφού κάποιοι «πατριώτες» θεωρούσαν ότι έπρεπε αυτοί, μετά την αποχώρηση την Γερμανών, να επιβάλλουν τη νέα τάξη πραγμάτων κατά τα δικά τους σοβιετικά πρότυπα. Ο Παντίρης πανθομολουμένως ήταν ένας άνθρωπος μειλίχιος, με μια ευρωπαϊκή παιδεία, αφού μιλούσε εκτός από τα ελληνικά, τουρκικά, γαλλικά και γερμανικά. Η δυνατότητα που είχε να αγρεύει πληροφορίες από τις δυνάμεις κατοχής και να σώζει αρκετές φορές τους πολίτες του Λαγκαδά από τα καταναγκαστικά έργα ή την δήμευση των αλόγων τους και των περιουσιών τους, μαρτυρείται από ανθρώπους που του χρωστούν τη ζωή τους. Ο αείμνηστος μπαρμπα-Χρήστος Φυλάκης συχνά αναφερόταν στην εφευρετικότητα του Παντίρη να απασχολεί τους δημότες δήθεν σε δημοτικά έργα για να μη δουλεύουν στα έργα των Γερμανών στο αεροδρόμιο του Σέδες, ή όταν μάζευαν κόσμο για καταναγκαστικά έργα στη Γερμανία φρόντιζε να ειδοποιεί τους άνδρες να φύγουν από την πόλη για κάποιο διάστημα. Είναι γνωστή και καταγραμμένη η ιστορία που όταν οι Γερμανοί ετοίμαζαν την αποχώρησή τους, έδωσαν εντολή να συγκεντρωθούν όλα τα άλογα του Λαγκαδά και να επιταχθούν. Ο Παντίρης ειδοποίησε τους πολίτες που είχαν άλογα κι αυτοί κρύφτηκαν για μέρες στο κτήμα Μαγκολέτσου, μέχρι να φύγουν οι κατακτητές κι έτσι γλίτωσαν την επίταξη. Ακόμη η δυναμική διαμαρτυρία του Παντίρη στη γερμανική διοίκηση,για την τακτική των βουλγάρων κατά το μπλόκο του Αυγούστου στο Λαγκαδά, έσωσε πολλά άτομα από τις βιαιοπραγίες των βουλγάρων.

Το ότι ήταν μορφωμένος και μιλούσε γερμανικά, στα μυαλά κάποιων θεωρούνταν αμάρτημα, αλλά αν δούμε ότι ο αδερφός του Παντίρη που ήταν νομικός στο Διεθνές δικαστήριο της Χάγης, μιλούσε 11 γλώσσες ακόμα και Κινεζικά, τότε μπορούμε να φανταστούμε τι παιδεία απολάμβαναν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας και της Θράκης. Δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι οι άνθρωποι που δολοφόνησαν τον Παντίρη, πριν από καιρό είχαν δολοφονήσει και τον διοικητή του αστυνομικού τμήματος Λαγκαδά, τον Στραβοσκιάδη, οργανώνοντας έτσι πιο εύκολη την «μετάβασή τους στην εξουσία» και τον έλεγχο της πόλης που ονειρεύονταν, αφού πλέον θα έλειπαν από τη σκηνή ο αστυνόμος και ο Δήμαρχος!!! Οι ίδιοι προφανώς δολοφόνοι σκότωσαν και τον πρώην Δήμαρχο τον Κωνσταντίνο Ηλιάδη, που ήταν έπαρχος στην Πέλλα, τον βρήκαν σφαγμένο στον Μπογδάνα, τον Θ.Καρυοφύλη συνιδιοκτήτη της εταιρείας ηλεκτροφωτισμού του Λαγκαδά, επίσης τον Πλιάκα, έναν αθώο άνθρωπο που έτυχε την λάθος ώρα στο λάθος μέρος που σκότωσαν το Παντίρη και έπρεπε να χαθεί ο μάρτυρας.Τον βρήκαν λίγο πιο πέρα από τον Παντίρη σφαγμένο και το γαϊδουράκι του να στέκει δίπλα του.

Είδα στα μάτια των φιλοξενουμένων μας τη λύπη για το τέλος του Παντίρη, δεν περίμεναν μια τέτοια κατάληξη για έναν άνθρωπο με τέτοια προσφορά και τέτοια προσωπικότητα που κέρδος είχε μόνο ο Λαγκαδάς απ΄την μεταφύτευσή του στα χώματά του.Κι όμως είναι τελικά άγνωστες οι βουλές του θεού και η μοίρα των ανθρώπων! Αυτό που απάλυνε την πίκρα είναι ότι ανακάλυψαν κάποιες ρίζες που τους δένουν με τον Λαγκαδά και τα κοινά τραγούδια, οι κοινοί μουσικοί δρόμοι των δυό γειτονικών λαών.

Πολλές φορές οι ποιητές και τα τραγούδια λένε όσα δεν μπορεί να πεί ο άνθρωπος στον άνθρωπο και βλέπουμε ότι πολλοί σκοποί και μουσικές της γείτονος έδειχναν με το δάχτυλο προς τη Δύση. Τη σιωπή της αμηχανίας για το τραγικό τέλος του Ιωάννη Παντίρη, του χαμένου θείου από την Καλλίπολη της ανατολικής Θράκης, ήρθε να καλύψει ένα αποχαιρετιστήριο λυπητερό τραγούδι που τραγουδήθηκε κι από τους δυό λαούς και στις δυό γλώσσες:

“Bekledim de gelmedin, sevdiğimi bilmedin

gözyaşımı silmedin, hiç mi beni sevmedin

şöyle böyle, hiç mi beni sevmedin Beklentin de gelmedin”.

Και μετάφραση στα ελληνικά που τόσο ωραία τραγούδησε ο Στέλιος Καζαντζίδης!

«Περίμενα μα δεν ήρθες. Δεν ήξερες την αγάπη μου;

Δεν έσβησες τα δάκρυά μου. Δεν με αγάπησες καθόλου;

Πες μου δεν με αγάπησες καθόλου; Δώσε μου ένα φιλί. Σε ικετεύω.

Αγκάλιασέ με. Πάρε με στην αγκαλιά σου.

Πες μου, δεν με αγάπησες καθόλου;

Απ΄ το κονάκι μας της Ιστανμπούλ, σημαδάκι έχεις στο μάγουλό σου.

Δώσε μου ένα φιλί. Σε ικετεύω. Πες μου με αγάπησες ποτέ έτσι;»

Αυτή η αγάπη, είναι το ζητούμενο στην ιστορία των ανθρώπων και των λαών, πόσα προβλήματα θα μπορούσε να λύσει και πόσο διαφορετικό θα έκανε τον κόσμο μας!!! Όπου όμως φωλιάζει, συντηρεί μνήμες και θεραπεύει πληγές. Αναζητά την αλήθεια και ξαναβρίσκει τη ρίζα των ανθρώπων!!!

Τρύφων Τσομπάνης

Αναπληρωτής Καθηγητής ΑΠΘ

 

Αναζητώντας τις ρίζες ενός πλάτανου της Θράκης Read More »

Αποκριές και Καθαρά Δευτέρα στον Λαγκαδά

ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΚΑΙ Η ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΤΟ ΛΑΓΚΑΔΑ.

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

Δεν θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Λαγκαδάς είχε μια ιδιαίτερη παράδοση στα αποκριάτικα έθιμα, όπως άλλες πόλεις, αλλά κρατούσε τα αυθεντικά έθιμα του τόπου, χωρίς επιμειξίες βραζιλιάνικες, όπως συμβαίνει τώρα . Οι κάτοικοι συνήθως αυτές τις μέρες τις περνούσαν ήρεμα στα σπίτια ή στα τοπικά ταβερνάκια με τις υπέροχες μαντολινάτες και τους καταπληκτικούς ζουρνάδες που έρχονταν στην πόλη από την Τζουμαγιά ή από άλλες περιοχές, περιοδεύοντες μουσικοί, για να διασκεδάσουν τον κόσμο.

Η πόλη είχε μια καλή παράδοση στους κανταδόρους κι έτσι δεν ήταν λίγοι αυτοί που οργάνωναν τα βράδια κάποιες συγκεντρώσεις σε ταβερνάκια ή σπίτια και διασκέδαζαν, με ελάχιστα πράγματα στο τραπέζι, πολύ κρασί και περισσότερο κέφι. Με μια κιθάρα ή ένα ακορντεόν γλεντούσε όλη η γειτονιά, ή άλλοτε πάλι έφερναν κάποιον λατερνατζή και έτσι το κέφι ζωντάνευε περισσότερο. Βέβαια τότε χωριστά γλεντούσαν οι ντόπιοι και χωριστά οι πρόσφυγες, γιατί δεν συμφωνούσαν στα μουσικά γούστα.

Στα χρόνια μετά το ‘55 τα πράγματα άλλαξαν γιατί οι μεικτοί γάμοι μεταξύ ντόπιων και προσφύγων, άμβλυναν και τις μουσικές αντιθέσεις. Κάποτε γινόταν και αποκριάτικοι χοροί που διοργάνωσε η ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης η ΑΠΕΛ στο σαλόνι της Λέσχης Αξιωματικών Λαγκαδά που ήταν ο πιο διαθέσιμος χώρος για τέτοιες πρωτοβουλίες. Τα παιδιά ήταν αυτά που απολάμβαναν τις μέρες αυτές ιδιαίτερα, γιατί τους δινόταν η ευκαιρία να ετοιμάσουν τον χαρταετό, που δεν τον αγόραζαν βέβαια από το σούπερ μάρκετ, αλλά το κατασκεύαζαν μόνα τους , με ή χωρίς την βοήθεια του πατέρα. Λίγα καλάμια ψιλοκομμένα, δεμένα με κλωστή , κόλες έγχρωμες από τον βιβλιοπώλη, ή άλλοι πάλι, για περισσότερη οικονομία, αρκούνταν στα φύλλα μιας εφημερίδας, που τα κολλούσαν με αλευρόκολλα , δηλαδή αλεύρι με νερό, και είχανε έτοιμη την κόλλα.

Η αγωνία ήταν να πετύχει το ζύγιασμα των σχοινιών και να πετύχει επίσης η ουρά. Χαρακτηριστική η αγωνία των μικρών αλλά και των πατεράδων ,να πετύχει το έργο τους και να καταξιωθεί στους αιθέρες του Λαγκαδά. Τότε δεν περιμένανε να βγούμε έξω από την πόλη να πετάξουνε τον αετό, γιατί τα ηλεκτροφόρα καλώδια ήταν λίγα, αλλά και η πόλη είχε ένα γύρω αλάνες αρκετές για τέτοιες ιστορίες.

Στους δρόμους φωνές και χαρές και οι τσιγγάνες με τα παιδιά τους περνούσαν από κάθε σπίτι και μάζευαν τα αρτύσιμα φαγητά που περίσσεψαν, ή τις πίττες που δεν καταναλώθηκαν, γιατί ξεκινούσε ήδη η σαρακοστή και δεν έπρεπε να τα βρει στο τραπέζι. Στα σχολεία τα παιδιά χαίρονταν τις αποκριές με το να συμμετέχουν στη σχολική γιορτή μεταμφιεσμένα, από πιερότους και κολομπίνες, μέχρι καουμπόϋδες και πριγκίπισσες, τραγουδώντας το: «Μας ήρθες πάλι τρελλό μας καρναβάλι, παντού τραγούδια παντού χαρές…» και γυρνούσαν γύρω από ένα κοντάρι πλέκοντας το γαϊτανάκι, με όλες εκείνες τις πολύχρωμες όμορφες κορδέλες.

Καρναβάλια δεν είχε οργανωμένα, αλλά κάποιες παρέες είναι αλήθεια ότι κάποτε-κάποτε, ξεσήκωναν τον κόσμο στα γέλια με τα καμώματά τους. Όμως δεν ήταν λίγες οι παρέες που μεταμφιέζονταν και επισκέπτονταν σπίτια γνωστών και φίλων προκειμένου να πάρουν μέρος στο αποκριάτικο τραπέζι, το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής, να συγχωρεθούν με τους μεγαλυτέρους, και μάλιστα κάνοντας και μετάνοια με ουρά, δηλ. σηκώνοντας όσο μπορούσαν το ένα πόδι προς τα πίσω σαν ουρά . Όσο πιο μεγάλη η ουρά, τόσο πιο γερό το μπαξίσι. Και μετά ακολουθούσε η χάτσκα , δηλαδή ,ο πλάστης που η νοικοκυρά άνοιγε τις πίττες, αποκτούσε άλλον χαρακτήρα, καθώς τον στόλιζαν με μια κορδέλα από όπου κρεμόταν ένα κομμάτι ξερού χαλβά, το οποίο ο αρχαιότερος της οικογένειας το περνούσε μπροστά από τα στόματα των συγκεντρωμένων, και ο καθένας αγωνιζόταν να το δαγκώσει στο αέρα, χωρίς να βάλει το χέρι του. Όποιος το δάγκωνε έπαιρνε σαν έπαθλο το χαλβά. Άλλοι κρεμούσαν ένα αυγό βρασμένο, και έλεγαν : «και του χρόνου με αυγό να το κλείσουμε, με αυγό να το ανοίξουμε το στόμα», και εννοούσαν τα κόκκινα πασχαλιάτικα αυγά.

Στην αγορά οι συντεχνίες ή τα σινάφια των επαγγελματιών, την Καθαροδευτέρα, έβγαζαν μπρός από τα μαγαζιά τους τραπέζια, έστηναν κι ένα καζάνι με φασολάδα νερόβραστη και κερνούσαν τον κάθε περαστικό, ένα κρασάκι, λίγο χαλβά, ελιές, κρεμμυδάκια φρέσκα, καθώς οι ζουρνάδες αντιλαλούσαν τη χασαπιά ή την μπαϊντούσκα. Εδώ διέπρεπαν και οι καλύτεροι χορευτές του Λαγκαδά, που έδειχναν την δεξιότητά τους στο χορό, οι Νικολήδες, ο Παταρόκος, οι Τσομπάνηδες. Παντού θόρυβος και πιστολιές από νεαρούς καουμπόϋδες, ή στα πεζοδρόμια να σκάζουν πατράκες με εκκωφαντικό θόρυβο.

Στα σπίτια οι νοικοκυρές ασχολούνταν με τα νηστίσιμα της εβδομάδος, και κρατούσαν ένα κομμάτι ζυμάρι από το ψωμί, και έφτιαχναν την κυρα-σαρακοστή, δηλαδή μια ζυμαρένια κούκλα, χωρίς στόμα, λόγω νηστείας, και με εφτά πόδια όσες και οι εβδομάδες της σαρακοστής. Αφού την έψηναν, την κρεμούσαν στο σπίτι και κάθε βδομάδα έσπαναν και ένα πόδι, μέχρι να φτάσουνε στη Μεγαλοβδομάδα. Η δε λαϊκή μούσα, έδινε το δικό της μήνυμα στον απλό λαό τραγουδώντας : «Εφτά βδομάδες έκαμα, πουλίμ΄να σε φιλήσω, γιατί ήτανε σαρακοστή, να μη ξενομίσω», να μη σε βγάλω δηλαδή, έξω από τον νόμο της νηστείας.

Τώρα έσβησαν αυτά όλα, έσβησε ακόμα και το ήθος της σαρακοστής και του καρνάβαλου. Τότε οι αποκριές, που συνδέονταν με τις μεταμφιέσεις και τον καρνάβαλο, ακολουθούσαν εθιμικά αρχαία δρώμενα που ήταν απότοκος παλαιών ειδωλολατρικών παραδόσεων, τα οποία οι άνθρωποι ακολουθούσαν περισσότερο ως στοιχεία μιας αρχαίας ζωής των προγόνων, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο πνευματικό περιεχόμενο. Άλλωστε όλα αυτά τα δρώμενα, που συνδέονταν κυρίως με την άνοιξη και την ανθοφορία, είχαν και μια δόση χαράς και ελπίδας για το μέλλον τους. Ο καρνάβαλος τότε είχε μια αθωότητα παιδική, που δήλωνε την ανάγκη της ανθρώπινης φύσης για αλλαγή του προσωπείου ,για μεταμόρφωση. Τώρα έχει γενικά αλλάξει ακόμα κι αυτός ο λαογραφικές χαρακτήρας που συνέδεε με την αρχαιότητα.

 

Αποκριές και Καθαρά Δευτέρα στον Λαγκαδά Read More »

Στον Αϊ Θανάση της Χωρούδας Μέρος Β2

ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
ΤΗΣ ΠΑΜΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ

 

 

H Χω­ρο­ύ­δα εἶ­ναι χω­ριό τῆς ἐ­παρ­χί­ας Λαγ­κα­δᾶ καί βρί­σκε­ται στά βό­ρει­α τῆς ἐ­παρ­χί­ας, ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά δέ α­νή­κει στήν Ἱ­ε­ρά Μη­τρό­πο­λη Λαγ­κα­δᾶ, Λη­τῆς καί Ρεν­τί­νης. Σή­με­ρα σώ­ζε­ται οἰ­κι­σμός μέ σα­ράν­τα πε­ρί­που νε­ό­δμη­τες κα­τοι­κί­ες, μιά καί τό 1957 κα­ταρ­γεῖ­ται ὡς Κοι­νό­τη­τα καί προ­σαρ­τᾶ­ται στήν Κοι­νό­τη­τα Βερ­τί­σκου.

Βρί­σκε­ται σέ ὑ­ψό­με­τρο 850 μέ­τρων, στό ὅ­ρος Βερ­τί­σκος καί σέ ἀ­πό­στα­ση 36 χι­λι­ο­μέ­τρων ἀ­πό τόν Λαγ­κα­δᾶ. Μέ­σα σέ ἕ­να κα­τα­πρά­σι­νο καί εἰ­δυλ­λι­α­κό το­πί­ο, στέ­κει ἀ­γέ­ρω­χος μέ­σα στόν χρό­νο, ὁ Να­ός τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου τοῦ Με­γά­λου, τό μο­να­δι­κό κτί­ρι­ο πού ἐ­πέ­ζη­σε ἐ­νάν­τι­α στόν χρό­νο καί τήν ἀν­θρώ­πι­νη μα­νί­α καί ἀ­δι­α­φο­ρί­α.[1]

Ὁ Να­ός τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου ἔ­τυ­χε τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος τοῦ γρά­φον­τος ἀ­πό τό 1982, ὅ­ταν ἀ­νέ­λα­βε καί ἐκ­πό­νη­σε τήν με­τα­πτυ­χι­α­κή τοῦ ἐρ­γα­σί­α μέ θέ­μα: «Ἅ­γι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος Χω­ρο­ύ­δας. Ὁ Να­ός καί οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες του».[2] Ἡ ἐρ­γα­σί­α αὐ­τή κα­θώς καί τά σπο­ρα­δι­κά δη­μο­σι­ε­ύ­μα­τα στόν το­πι­κό τύ­πο καί τίς ἐ­φη­με­ρί­δες τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης, ἀ­κό­μα καί τη­λε­ο­πτι­κές ἐκ­πομ­πές πού ἀ­να­φε­ρό­ταν στόν Ναό τῆς Χω­ρο­ύ­δας, στά­θη­καν ἀ­φορμή νά ζων­τα­νέ­ψει τό ἐν­δι­α­φέ­ρον τῶν πα­λαι­ῶν κα­το­ί­κων, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­χαν ἐγ­κα­τα­λε­ί­ψει τήν πα­τρι­κή γῆ κα­τά τά δύ­σκο­λα με­τα­πο­λε­μι­κά χρό­νι­α, καί νά ξε­κι­νή­σει μιά προ­σπά­θει­α δι­ά­σω­σης τοῦ μο­να­δι­κοῦ αὐ­τοῦ μνη­με­ί­ου τῆς ἐ­παρ­χί­ας.

Οἱ νέ­οι τοῦ χω­ρι­οῦ, κά­τοι­κοι πλέ­ον τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης καί ἄλ­λων πό­λε­ων, σύ­στη­σαν πο­λι­τι­στι­κό φο­ρέ­α πού ἀ­νέ­λα­βε ὄ­χι μό­νο τήν δι­ά­σω­ση τῆς το­πι­κῆς πα­ρά­δο­σης καί κλη­ρο­νο­μι­ᾶς, ἀλ­λά ὑι­ο­θέ­τη­σαν κα­τά κά­ποι­ο τρό­πο τόν Ναό τοῦ Ἁ­γί­ου τους καί τόν το­πο­θέ­τη­σαν στό κέν­τρο τῶν ἐν­δι­α­φε­ρόν­των τους.[3]

Ἔτ­σι, μέ πο­λύ ἀ­γώ­να καί ἔν­το­νη προ­σπά­θει­α, ἐν­τά­χθη­καν σέ εὐ­ρω­πα­ϊ­κά προ­γράμ­μα­τα χρη­μα­το­δό­τη­σης, γιά τήν κα­τ’ ἀρ­χήν στε­ρέ­ω­ση τῆς τοι­χο­ποι­ί­ας τοῦ Να­οῦ, τήν συν­τή­ρη­ση καί τόν κα­θα­ρι­σμό τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν καί τῶν φο­ρη­τῶν εἰ­κό­νων.[4]

Πρέ­πει νά το­νι­στεῖ ὅ­τι, ἐ­πει­δή τό χω­ριό γιά ἀρ­κε­τά χρό­νι­α δέν εἶ­χε κα­το­ί­κους, οἱ φο­ρη­τές εἰ­κό­νες καί τά κι­νη­τά μέ­ρη τοῦ Να­οῦ με­τα­φέρ­θη­καν πρός δι­α­φύ­λα­ξη στήν γει­το­νι­κή Ἐ­νο­ρί­α τοῦ Βερ­τί­σκου, ὅ­που καί φυ­λάσ­σον­ται μέ ἀ­σφά­λει­α.

Ἡ μέ­ρι­μνα τῆς 9ης Ἐ­φο­ρε­ί­ας Βυ­ζαν­τι­νῶν καί Με­τα­βυ­ζαν­τι­νῶν μνη­με­ί­ων ὑ­πῆρ­ξε κα­θο­ρι­στι­κή, γιά τήν α­νά­δει­ξη τοῦ Να­οῦ τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, ἡ δέ α­πο­κα­τά­στα­ση τοῦ Να­οῦ ἄ­να­ψε τόν πό­θο τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς, σέ πολ­λο­ύς κα­το­ί­κους τοῦ χω­ρι­οῦ, στήν πα­τρῶ­α γῆ.[5]

Τε­λευ­τα­ί­α, ἡ ἐ­κλο­γή στήν κα­τά Λαγ­κα­δᾶ Ἐκ­κλη­σί­α, ὡς Μη­τρο­πο­λί­του, τοῦ κ. Ἰ­ω­άν­νου (2010), πού ἔ­δω­σε νέ­α πνοή στήν ἐ­παρ­χί­α, ἀ­να­ζω­πύ­ρω­σε τό ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τή σω­τη­ρί­α καί τήν συν­τή­ρη­ση τῶν φο­ρη­τῶν εἰ­κό­νων, ἡ Ἐ­νο­ρί­α ξα­να­πέ­κτη­σε ζωή, μέ τήν το­πο­θέ­τη­ση Ἐ­φη­με­ρί­ου (τοῦ π. Ἀ­θα­να­σί­ου Κατ­ζιγ­κᾶ, λό­γι­ου καί ρέ­κτου Κλη­ρι­κοῦ) καί ἀρ­χί­σαν οἱ πρω­το­βου­λί­ες γιά κά­θε τί πού ἦ­ταν α­πα­ραί­τη­το, προ­κει­μέ­νου νά δι­α­σω­θοῦν καί νά προ­βλη­θοῦν ὁ Να­ός, οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες καί οἱ εἰ­κό­νες. Ἤ­δη ἀ­νε­τέ­θη στήν 9η Ἐ­φο­ρε­ί­α ἡ σύν­τα­ξη με­λέ­της γιά πε­ραι­τέ­ρω ἐρ­γα­σί­ες στόν Ναό, καί ἄρ­χι­σε ἡ συν­τή­ρη­ση τῶν πρώ­των δύ­ο εἰ­κό­νων. Πρό­κει­ται γιά δύ­ο εἰ­κό­νες τῆς Πα­να­γί­ας, ἡ μί­α δι­α­στά­σε­ων 55×80 καί ἡ ἄλ­λη, αὐ­τή πού θά πα­ρου­σι­ά­σου­με, δι­α­στά­σε­ων 60×100 ἑ­κα­το­στῶν. Θέ­μα τῆς εἰ­κό­νας ἡ Πα­να­γί­α ἡ Βρε­φο­κρα­τοῦ­σα. Ἡ κα­τά­στα­ση τῆς εἰ­κό­νας δέν ἦ­ταν κα­λή, δι­ό­τι πα­ρου­σί­α­ζε ἀρ­κε­τές φθο­ρές στό χρῶ­μα καί στό ξύ­λο. Ἡ ζω­γρα­φι­κή ἐν­τάσ­σε­ται στόν 20ό αἰ­ώ­να, πε­ρί τό 1930, εἶ­ναι ἐ­λαι­ο­γρα­φί­α, μέ ἐμ­φα­νῆ ὅ­λα τά στοι­χεί­α τῆς λα­ϊ­κό­τη­τας τῆς ζω­γρα­φι­κῆς τῆς ἐ­πο­χῆς αὐ­τῆς, χω­ρίς ἁ­γι­ο­γρα­φι­κές ἤ καλ­λι­τε­χνι­κές ἀ­παι­τή­σεις καί μέ σα­φῆ δε­ίγ­μα­τα ἐ­πι­ζω­γρά­φι­σης. Ἡ φθο­ρά πού πα­ρου­σί­α­ζε σέ ὁ­ρι­σμέ­να ση­μεῖ­α τό ἔρ­γο ὤ­θη­σε τόν συν­τη­ρη­τή τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ μου­σε­ί­ου τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως κ. Δ. Ζυ­μα­τί­κα καί κα­τό­πιν συ­ζη­τή­σε­ων καί τῆς τε­λι­κῆς εὐ­λο­γί­ας τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του κ. Ἰ­ω­άν­νου, νά προ­χω­ρή­σει στόν κα­θα­ρι­σμό τῆς ἐ­πι­ζω­γρά­φι­σης.

Ὁ προ­σε­κτι­κός κα­θα­ρι­σμός μᾶς ἀ­πε­κά­λυ­ψε μιά πα­λαι­ό­τε­ρη, τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Βρε­φο­κρα­το­ύ­σης, εἰ­κό­να μέ σω­ζό­με­νη τήν ἐ­πι­γρα­φή πού ση­με­ί­ω­νε μέ ἔν­το­νο κόκ­κι­νο (κι­νά­βα­ρι) «ΜΡΘΥ Πα­να­γί­α ἡ Παμ­μα­κά­ρι­στος». Ἡ ἐ­πι­ζω­γρά­φι­ση τῆς εἰ­κό­νας ἔ­γι­νε, πι­θα­νό­τα­τα, γιά νά κα­λύ­ψει τίς σο­βα­ρές φθο­ρές πού εἶ­χε ὄν­τως ἡ εἰ­κό­να, ἀλ­λά ἡ ἐ­πι­ζω­γρά­φι­ση ἀλ­λο­ί­ω­σε τε­λε­ί­ως τό ἀρ­χι­κό σχέ­δι­ο κα­θώς καί τό θέ­μα τῆς εἰ­κό­νας, ἀλ­λά­ζον­τας ἀ­κό­μα καί τήν ἐ­πω­νυ­μί­α τῆς Πα­να­γί­ας σέ «Ἐ­λε­οῦ­σα».

Τό εὐ­χά­ρι­στο ἦ­ταν ὅ­τι σώ­ζον­ταν τό ἀρ­χι­κό σχέ­δι­ο τῆς εἰ­κό­νας, τά πε­ρι­γράμ­μα­τα καί οἱ χα­ρά­ξεις τοῦ προ­σώ­που, τά μά­τι­α, τό στό­μα, στοι­χεῖ­α τῶν προ­πλα­σμῶν καί τῶν σαρ­κω­μά­των, πού ἦ­ταν ἀρ­κε­τά γιά νά μᾶς βο­η­θή­σουν νά προ­χω­ρή­σου­με στήν αἰ­σθη­τι­κή ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς εἰ­κό­νας, μιά καί σώ­ζον­ταν ἀ­κό­μη ἡ χρω­μα­το­λο­γί­α τῶν ἐν­δυ­μά­των τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς Πα­να­γί­ας, κα­θώς ἐ­πί­σης ἡ κί­νη­ση καί ἡ στά­ση τῶν χε­ρι­ῶν τῆς Πα­να­γί­ας.

Με­τά τόν πλή­ρη κα­θα­ρι­σμό καί τήν συν­τή­ρη­ση τοῦ ξύ­λου, ὁ γρά­φων ἀ­νέ­λα­βε τήν αἰ­σθη­τι­κή ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς εἰ­κό­νος, στήν ὅ­σο τό δυ­να­τόν προ­τέ­ρα μορφή της, μέ βά­ση τό ὑ­πάρ­χον σχέ­δι­ο καί τήν ἐ­να­πο­με­ί­να­σα χρω­μα­το­λο­γί­α, ἀλ­λά, κυ­ρί­ως, μέ γνώ­μο­να τά ἄλ­λα σω­ζό­με­να ἔρ­γα πού φέ­ρουν τήν ἐ­πω­νυ­μί­α τῆς «Πα­να­γί­ας τῆς Παμ­μα­κα­ρί­στου».

Μί­α ἀ­πό τίς ἀρ­χαι­ό­τε­ρες εἰ­κό­νες, πού ἀ­να­φέ­ρον­ται μέ τήν ἐ­πω­νυ­μί­α «Πα­να­γί­α ἡ Παμ­μα­κά­ρι­στος», ἀ­παν­τᾶ­ται στήν βι­βλι­ο­γρα­φί­α, στήν Μο­νή τῆς Κρυ­πτο­φέρ­ρης,[6] ὅ­που συ­νό­δευ­ε το­ύς Βα­σι­λει­α­νούς μο­να­χο­ύς στήν με­τα­κί­νη­σή τους ἀ­πό τήν Νό­τι­α Ἰ­τα­λί­α. Κα­τά τό 1140 λε­η­λα­τεῖ­ται τό Μο­να­στή­ρι καί ἡ εἰ­κό­να χά­νε­ται, πε­ρί τό 1191 μαρ­τυ­ρεῖ­ται ἡ πα­ρου­σί­α τῆς στό Μο­να­στή­ρι καί τό 1230 ὑ­πάρ­χουν μαρ­τυ­ρί­ες ὅ­τι ὁ Πά­πας Γρη­γό­ρι­ος ὁ 11ος ἐ­πι­σκε­πτό­ταν τό Μο­να­στή­ρι χά­ριν προ­σκυ­νή­σε­ως τῆς εἰ­κό­νος. Ἡ εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Παμ­μα­κα­ρί­στου στήν Ἰ­τα­λί­α ἦ­ταν πάν­το­τε ἀν­τι­κε­ί­με­νο εὐ­λα­βε­ί­ας καί τοῦ λα­οῦ ἀλ­λά καί τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἀν­δρῶν τῆς Δυ­τι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ Πα­να­γί­α εἶ­ναι στόν τύ­πο τῆς βρε­φο­κρα­το­ύ­σας, ἔ­χον­τας τόν Χρι­στό στά δε­ξιά. Φο­ρεῖ ἱ­μά­τι­ο σέ σκου­ρό­χρω­μη κα­φέ-κε­ρα­μι­δί ἀ­πό­χρω­ση καί το­νί­ζον­ται μέ χρυ­σο­κον­τι­λι­ές τά σι­ρί­τι­α πού δι­α­κο­σμοῦν τό ἱ­μά­τιό της. Ὁ Χρι­στός φο­ρεῖ ἱ­μά­τι­ο σέ πορ­το­κα­λί ἀ­πό­χρω­ση καί ἐ­σω­τε­ρι­κά φέ­ρει χι­τώ­να σέ σκοῦ­ρο μπλέ χρῶ­μα, μέ χρυ­σο­κον­τι­λι­ές. Εὐ­λο­γεῖ μέ τό δε­ξί του χέ­ρι, ἐ­νῶ μέ τό ἀ­ρι­στε­ρό κρα­τεῖ τυ­λιγ­μέ­νο εἰ­λη­τά­ρι­ο, Εἶ­ναι ἐ­στραμ­μέ­νος καί κοι­τᾶ πρός τήν Πα­να­γί­α.

Ἡ ἄλ­λη ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Παμ­μα­κα­ρί­στου, βρί­σκε­ται στήν Κων­σταν­τι­νο­ύ­πο­λη. Ἀ­πο­τε­λοῦ­σε τό σέ­μνω­μα καί τήν προ­στα­σί­α τῆς πα­λαι­άς καί ἱ­στο­ρι­κῆς Μο­νῆς τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ὅ­που στόν πε­ρί­φη­μο Ναό τῆς Πα­να­γί­ας ἐ­φυ­λάσ­σε­το ἡ εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Παμ­μα­κα­ρί­στου (11ος αἰ­ώ­νας). Ὁ Να­ός τῆς Παμ­μα­κα­ρί­στου ἀ­πό τό 1456 μέ­χρι καί τό 1587 ἀ­πο­τε­λου­σε τήν ἔ­δρα τοῦ Πα­τρι­αρ­χε­ί­ου καί εἶ­χε τό προ­νό­μι­ο νά κα­τέ­χει μιά ἀ­πό τίς σπα­νι­ό­τε­ρες ψη­φι­δω­τές εἰ­κό­νες. Ὅ­ταν τό 1578 ὁ Στέ­φα­νος C­e­r­l­a­ch ἐ­πι­σκέ­πτε­ται τόν Ναό, κά­νει μιά πε­ρι­γρα­φή τήν ὁ­πο­ί­α δη­μο­σί­ευ­σε ὁ Μαρ­τί­νος Κρο­ύ­σι­ος.[7] Ἐ­πί­σης τήν ἴ­δι­α εἰ­κό­να ἀ­να­φέ­ρει καί ὁ Μα­νου­ήλ Μα­λα­ξός, ὁ ὁ­ποῖ­ος γρά­φει: «καὶ ἐν τῷ δε­ξι­ῷ μέ­ρει τοῦ τέμ­πλου ἡ εἰ­κό­να τῆς ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου τῆς Παμ­μα­κα­ρί­στου, ὡ­ραι­ο­τά­τη καὶ λαμ­πρή».[8] Ὅ­ταν μέ τόν και­ρό ὁ Να­ός με­τε­τρά­πη σέ τζα­μί, τό γνω­στό Φετ­χι­γιέ τζα­μί, ἡ εἰ­κό­να ἀ­κο­λο­ύ­θη­σε τήν μο­ί­ρα ὅ­λων τῶν κει­μη­λί­ων πού με­τα­φέ­ρον­ταν ἀ­πό Ναό σέ Ναό. Τε­λι­κά ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στόν ναό τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου στό Φα­νά­ρι καί το­πο­θε­τή­θη­κε σέ πε­ρί­ο­πτη θέ­ση δί­πλα στό τέμ­πλο, σέ εἰ­δι­κό προ­σκυ­νη­τά­ρι­ο, στό νό­τι­ο κλί­τος τοῦ Να­οῦ. Ἔ­κτο­τε πα­ρα­μέ­νει στό ἴ­δι­ο μέ­ρος καί ἀ­πο­λαμ­βά­νει τίς τι­μές καί τήν προ­σκύ­νη­ση τοῦ εὐ­σε­βοῦς λα­οῦ. Ἡ Πα­να­γί­α ἱ­στο­ρεῖ­ται στόν τύ­πο τῆς Ὁ­δη­γή­τρι­ας, φέ­ρει ἐ­ρυ­θρό­μαυ­ρο μα­φό­ρι­ο μέ χρυ­σο­κον­τι­λι­ές καί τά γνω­στά ἄ­στρα στήν κε­φα­λή καί το­ύς ὤ­μους. Τε­χνο­τρο­πι­κά θυ­μί­ζει με­τα­ει­κο­νο­μα­χι­κή πε­ρί­ο­δο καί πλη­σι­ά­ζει στά πρό­τυ­πα τῆς Μα­κε­δο­νι­κῆς Σχο­λῆς. Τό πρό­σω­πό της χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πό αὐ­στη­ρό­τη­τα γραμ­μῆς καί τά με­γά­λα ἀ­μυ­γδα­λω­τά μά­τι­α κοι­τοῦν κα­τά­μα­τα τόν θε­α­τή. Τό δε­ξί χέ­ρι της δε­ί­χνει τόν Χρι­στό καί τό ἀ­ρι­στε­ρό ὅ­λο μη­τρι­κή τρυ­φε­ρό­τη­τα ἀγ­κα­λι­ά­ζει καί κρα­τεῖ στα­θε­ρά τόν Υἱό της. Ὁ Χρι­στός ἔ­χει ἐ­στραμ­μέ­νο τό βλέμ­μα του πρός τήν Μη­τέ­ρα του καί εὐ­λο­γεῖ μέ τήν δε­ξιά του, ἐ­νῶ στό ἀ­ρι­στε­ρό χέ­ρι κρα­τεῖ τυ­λιγ­μέ­νο εἰ­λη­τά­ρι­ο. T­ό ἔν­δυ­μά του εἶ­ναι στήν ἀ­πό­χρω­ση τῆς βα­θι­ᾶς ὤ­χρας καί ἔ­χει ἔν­το­να γρα­ψί­μα­τα μέ χρυ­σά φω­τί­σμα­τα. Στό ἐ­πά­νω δε­ξιό μέ­ρος τῆς εἰ­κό­νας ἱ­στο­ρεῖ­ται ἡ μορφή ἑ­νός Ἀγ­γέ­λου σέ μποῦ­στο.

Στήν ἱ­στο­ρι­κή Πα­τρι­αρ­χι­κή καί Σταυ­ρο­πη­γι­α­κή Βα­σι­λι­κή Μο­νή τῆς Κο­ρώ­νης, ἀ­παν­τᾶ­ται μιά ἄλ­λη εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας πού ἀ­να­φέ­ρε­ται ὡς Παμ­μα­κά­ρι­στος.[9] Ἡ εἰ­κό­να ἀ­πο­τε­λεῖ τό σέ­μνω­μα τῆς Μο­νῆς καί πλῆ­θος προ­σκυ­νη­τῶν προ­σφε­ύ­γουν στήν χά­ρη της. Ἡ Πα­να­γί­α καί ἐ­δῶ εἰ­κο­νο­γρα­φεῖ­ται στόν τύ­πο τῆς Ὁ­δη­γή­τρι­ας, μέ βα­θυ­κόκ­κι­νο μα­φό­ρι­ο καί μέ τήν δε­ξιά της δε­ί­χνον­τας τόν Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος εὐ­λο­γεῖ μέ τήν δε­ξιά του καί κρα­τεῖ κλει­στό εἰ­λη­τά­ρι­ο μέ τό ἀ­ρι­στε­ρό χέ­ρι, ἔ­χει δέ ἐ­στραμ­μέ­νο τό βλέμ­μα του πρός τόν θε­α­τή. Ἡ μορφή τῆς Πα­να­γί­ας θά λέ­γα­με πώς ἐκ­φρα­στι­κά ἔ­χει τά στοι­χεῖ­α ἐ­κεῖ­να τῆς μορ­φῆς τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Στά 1943 ἡ ει­κό­να ρίχ­τη­κε ἀ­πό το­ύς Γερ­μα­νο­ύς κα­τα­κτη­τές στήν φω­τιά, ἀλ­λά ἔ­μει­νε ἀ­πε­ί­ραχ­τη ἀ­πό τίς φλό­γες. Πρό­κει­ται σα­φῶς γιά εἰ­κό­να πού θά μπο­ροῦ­σε νά χρο­νο­λο­γη­θεῖ ἀ­πό τόν 16ο αἰ­ώ­να καί με­τά.

Μί­α ξε­χω­ρι­στή εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Παμ­μα­κα­ρί­στου συ­ναν­τᾶ­με καί στήν Σκό­πε­λο, στήν Μό­νη τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ τῆς Θε­ο­τό­κου.[10] Ἐ­δῶ ἡ Πα­να­γί­α­εἰ­κο­νί­ζε­ται ἔν­θρο­νη κρα­τών­τας στήν ἀγ­κά­λη της τόν Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος εὐ­λο­γεῖ μέ τήν δε­ξιά του. Ἡ Θε­ο­τό­κος φο­ρεῖ βα­θυ­πρά­σι­νο ἱ­μά­τι­ο καί σέ ἀ­πό­χρω­ση ὄμ­πρας ψη­μέ­νης μα­φό­ρι­ο, τό ὁ­ποῖ­ο φω­τί­ζε­ται μέ κε­ρα­μι­δί ἀ­νοιχ­τό­χρω­μα φω­τί­σμα­τα.

Ὁ Ἰ­η­σοῦς ἐν­δε­δυ­μέ­νος τήν δό­ξαν τῆς Θε­ό­τη­τος, φο­ρεῖ λευ­κό ἱ­μά­τι­ο, μέ λε­πτή γα­λά­ζι­α ἀν­τα­ύ­γει­α, καί χι­τώ­να σέ βα­θιά πορ­το­κα­λό­χρω­μη ἀ­πό­δο­ση, πού φω­τί­ζε­ται μέ χρυ­σο­κον­τι­λιά. Ἀ­πό τόν τύ­πο τῆς εἰ­κό­νας καί τήν χρω­μα­το­λο­γί­α της μπο­ροῦ­με νά τήν το­πο­θε­τή­σου­με με­τα­ξύ 15ου καί 16ου αἰ­ῶ­νος. Ἡ εἰ­κό­να αὐ­τή τῆς Πα­να­γί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ τό σέ­μνω­μα τοῦ νη­σι­οῦ καί κα­τα­φυ­γή καί πα­ρα­μυ­θί­α τῶν χρι­στι­α­νῶν.

Ἡ εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας Παμ­μα­κα­ρί­στου τῆς Χω­ρο­ύ­δας ἔ­χει ἰ­δι­α­ί­τε­ρη ἀ­ξί­α, γι­α­τί συν­δέ­ει τήν μι­κρή πο­λί­χνη τῆς Χω­ρο­ύ­δας μέ τήν Βα­σι­λε­ύ­ου­σα. Ἡ μό­νη λο­γι­κή ἑρ­μη­νεί­α, πού θά μπο­ροῦ­σε νά στα­θεῖ, εἶ­ναι τό γε­γο­νός ὅ­τι οἱ κά­τοι­κοι ἔ­τρε­φαν μιά ἰ­δι­α­ί­τε­ρη ἀ­γά­πη καί σε­βα­σμό γιά τήν Παμ­μα­κά­ρι­στο τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, καί τοῦ­το δι­ό­τι, τόν 15ο καί 16ο αἰ­ώ­να, οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι «Λη­τῆς καί Ρεν­τί­νης», Ἀ­κά­κι­ος (1486-1509), Γεν­νά­δι­ος (1541), Ἰ­ω­ά­σαφ Ἀρ­γυ­ρο­που­λος (1547), Δα­μα­σκη­νός ὁ Στου­δί­της (1570), ἄν­θρω­ποι ἁ­γι­ό­τη­τος καί ἀ­ρε­τῆς, συν­δε­ό­με­νοι στε­νῶς μέ τήν Κων­σταν­τι­νο­ύ­πο­λη, ἐμ­φύ­ση­σαν στόν λαό μιά ι­δι­αί­τε­ρη ἀ­γά­πη γιά τήν Πό­λη. Ἡ Χω­ρο­ύ­δα ἦ­ταν ἕ­να ἀ­πό τά 11 χω­ριά τῆς Ἐ­πι­σκο­πῆς «Λη­τῆς καί Ρεν­τί­νης».[11] Ἔτ­σι ἡ Παμ­μα­κά­ρι­στος ἔ­γι­νε ἡ ἐ­φέ­στι­ος εἰ­κό­να τῆς Χω­ρο­ύ­δας, μιά καί εἶ­ναι βέ­βαι­ο πώς δέν
ἀ­πο­τε­λοῦ­σε εἰ­κό­να τοῦ τέμ­πλου, δι­ό­τι δέν συμ­πί­πτουν οἱ δι­α­στά­σεις μέ τίς ἄλ­λες εἰ­κό­νες τοῦ τέμ­πλου, ἀλ­λά ἔ­στε­κε σέ κά­ποι­ο προ­σκυ­νη­τά­ρι­ο.

Ἡ Πα­να­γί­α τῆς Χω­ρο­ύ­δας ἀν­τλεῖ ὅ­λα ἐ­κεῖ­να τά εί­κο­νο­γρα­φι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τῆς ψη­φι­δω­τῆς εἰ­κό­νας τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ἀλ­λά, ἐ­νῶ ἡ ψη­φι­δω­τή εἰ­κό­να ἔ­χει μό­νο ­ἕ­ναν Ἄγ­γε­λο ἱ­στο­ρη­μέ­νο, ἡ ὑ­πό με­λέ­τη εἰ­κό­να ἔ­χει δύ­ο Ἀγ­γέ­λους, το­ύς Μι­χα­ήλ καί Γα­βρι­ήλ, σέ μποῦ­στο καί στά­ση σε­βί­ζου­σα πρός τήν Θε­ο­τό­κο. Ὁ βα­σι­κός βέ­βαι­α τύ­πος τῆς εἰ­κό­νας μας εἶ­ναι αὐ­τός τῆς Ὁ­δη­γή­τρι­ας, ὅ­πως καί οἱ ἄλ­λες εἰ­κό­νες πού φέ­ρουν τήν ἐ­πω­νυ­μί­α τῆς Παμ­μα­κα­ρί­στου.

Ἡ Πα­να­γί­α φέ­ρει σκου­ρό­χρω­μο ἔν­δυ­μα μέ τά τρί­α γνω­στά ἀ­στέ­ρι­α, καί χρυ­σή στρόγ­γυ­λη ἐ­πω­μί­δα, στο­ύς βρα­χί­ο­νες. Μέ τό ἀ­ρι­στε­ρό χέ­ρι τῆς, ὅ­λο μη­τρι­κή τρυ­φε­ρό­τη­τα, κρα­τεῖ τόν Υἱό της καί Κύ­ρι­ο, ἐ­νῶ μέ τήν δε­ξι­ά δε­ί­χνει τόν ποι­η­τή τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καί τῆς γῆς στο­ύς εὐ­λα­βεῖς προ­σκυ­νη­τές της. Τό ἐ­σω­τε­ρι­κό ἱ­μά­τι­ο καί ὁ κε­κρύ­φα­λος εἶ­ναι σέ βα­θυ­γά­λα­ζη ἀ­πό­χρω­ση μέ λε­πτο­ύς ἀ­νοιχ­τό­χρω­μους φω­τι­σμο­ύς. Ὁ Χρι­στός, σέ στά­ση εὐ­λο­γί­ας μέ τό δε­ξί χέ­ρι, ἐ­νῶ στό ἄλ­λο κρα­τεῖ τυ­λιγ­μέ­νο εἰ­λη­τά­ρι­ο, φο­ρεῖ ἱ­μά­τι­ο χρώ­μα­τος γκρί πρός τό γα­λά­ζι­ο, ὁ δέ ἐ­ξω­τε­ρι­κός χι­τώ­νας εἶ­ναι στήν ἀ­πό­χρω­ση τῆς βα­θει­άς ὤ­χρας μέ ἔν­το­να γρα­ψί­μα­τα χρυ­σο­κον­τυ­λι­ᾶς. Τό πρό­σω­πό του εἶ­ναι ἐ­στραμ­μέ­νο πρός τήν Μη­τέ­ρα του, μέ ἕ­να βλέμ­μα τρυ­φε­ρό­τη­τας. Αὐ­τά πού ἔ­χουν ἰ­δι­α­ί­τε­ρη ὀ­μορ­φι­α εἶ­ναι τά φω­το­στέ­φα­να τῶν δύ­ο ἱ­ε­ρῶν προ­σώ­πων, πού εἶ­ναι δου­λε­μέ­να μέ τσου­κά­νι καί ἔ­χουν μί­α πο­λύ ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα καί πε­ρί­πλο­κη ἀν­θι­κή πα­ρά­στα­ση. Στό ἐ­πά­νω μέ­ρος τῆς εἰ­κό­νος, δε­ξιά καί ἀ­ρι­στε­ρά, ἡ πα­ρά­στα­ση συμ­πλη­ρώ­νε­ται ἀ­πό δύ­ο ἀγ­γε­λι­κές μορ­φές, αὐ­τές τῶν Ἀρ­χαγ­γέ­λων, οἱ ὁ­ποῖ­οι μέ ἄ­κρα εὐ­λά­βει­α σε­βί­ζουν πρός τά κυ­ρί­αρ­χα πρό­σω­πα τῆς εἰ­κό­νας. Οἱ μορ­φές τῶν Ἀγ­γέ­λων εἶ­ναι πο­λύ ὄ­μορ­φα λε­πτουρ­γή­μα­τα, πού δεί­χνουν ὄ­χι μό­νο τήν ζω­γρα­φι­κή ἱ­κα­νό­τη­τα τοῦ καλ­λι­τέ­χνη, ἀλ­λά ἐ­πει­δή σώ­ζον­ται κα­τά τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τους, μᾶς δί­νουν ση­μαν­τι­κή βο­ή­θει­α γιά νά βροῦ­με το­ύς χρω­μα­τι­κούς τό­νους τῶν προ­πλα­σμῶν καί τῶν φω­τι­σμά­των τῶν μορ­φῶν τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς Πα­να­γί­ας.

Ἡ ἐ­πι­γρα­φή, ὅ­πως προ­ε­ί­πα­με, γρά­φε­ται μέ ἔν­το­νο κι­νά­βα­ρι ΜΡ ΘΥ Η ΠΑΜ­ΜΑ­ΚΑ­ΡΙ­ΣΤΟΣ, καί στά ἀ­ρι­στε­ρά τοῦ Χρι­στοῦ ἡ ἐ­πι­γρα­φή IC XC. Λί­γο πιό κά­τω ἀ­πό τήν ἐ­πι­γρα­φή καί στό ὕ­ψος τοῦ ἀ­ρι­στε­ροῦ χε­ρι­οῦ ὑ­πάρ­χει μέ μαῦ­ρο χρῶ­μα μιά δυ­σα­νά­γνω­στη, λό­γω φθο­ρᾶς, ἐ­πι­γρα­φή. Μιά πρώ­τη ἀ­νά­γνω­ση μᾶς ὁ­δη­γεῖ στίς λέ­ξεις «Ἀ­πό Χρι­στοῦ ᾳφ­μα ἤ ᾳφμζ». Ἄν ἡ ἀ­νά­γνω­σή μας εἶ­ναι σω­στή, τό­τε θά μπο­ρο­ύ­σα­με νά ἰ­σχυ­ρι­στοῦ­με ὅ­τι ἔ­χου­με τήν χρο­νο­λό­γη­ση τοῦ ἔρ­γου, ἑ­νός ἀ­γνώ­στου καί ἐ­ξα­ί­ρε­του καλ­λι­τέ­χνη τοῦ 1541 ἤ τοῦ 1547. Πάν­τως ἄλ­λα ἔρ­γα αὐ­τῆς τῆς ἐ­πο­χῆς δέν σώ­ζον­ται στήν ἐ­παρ­χί­α Λαγ­κα­δᾶ, οὔ­τε ἔ­χου­με πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά ὕ­παρ­ξη ἁ­γι­ο­γρα­φι­ῶν ἐρ­γα­στη­ρί­ων στήν πε­ρι­ο­χή. Πι­θα­νῶς νά πρό­κει­ται γιά ἔρ­γο Ἀ­γι­ο­ρεί­τι­κου ἐρ­γα­στη­ρί­ου ἤ κά­ποι­ας ἄλ­λης Μο­νῆς ἤ εἰ­κό­νας πού με­τα­φέρ­θη­κε ἀ­πό τήν Κων­σταν­τι­νο­ύ­πο­λη.

Σή­με­ρα ἡ εἰ­κό­να ἀ­πο­λαμ­βά­νει τόν σε­βα­σμό καί τήν προ­σκύ­νη­ση τῶν πι­στῶν τῆς ἐ­παρ­χί­ας Λαγ­κα­δᾶ, κα­τά τήν ἑ­ορ­τη τῆς Πα­να­γί­ας, στίς 15 Αὐ­γο­ύ­στου, γιά λό­γους δέ ἀ­σφα­λε­ί­ας, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ἡ Χω­ρο­ύ­δα δέν κα­τοι­κεῖ­ται ἀ­πό μό­νι­μους κα­το­ί­κους, φυ­λάσ­σε­ται σέ εἰ­δι­κό χῶ­ρο.

1. Παναγία ἡ Παμμακάριστος τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

2. Παναγία ἡ Παμμακάριστος τῆς Σκοπέλου.

3. Παναγία ἡ Ἐλεοῦσα Χωρούδας, ἡ επιζωγράφιση τῆς εἰκόνος τῆς Παμμακαρίστου.

4. Ἄγγελος. Λεπτομέρεια ἀπό τήν ἐπιζωγράφιση.

5. Λεπτομέρεια ἀπό τήν ἐπιζωγράφιση.

6. Λεπτομέρεια ἀπό τήν ἐπιζωγράφιση.

7. Οἱ ἐπιγραφές τῆς εἰκόνος τῆς Παμμακαρίστου.

8. Λεπτομέρεια ἀπό τήν πρώτη φάση τῆς συντήρησης.

9. Λεπτομέρεια ἀπό τήν συντήρηση.

10. Ἀπό τήν αἰσθητική ἀποκατάσταση τῆς εἰκόνος.

11. Οἱ Ἄγγελοι μετά τήν αἰσθητική ἀποκατάσταση.

12. Λεπτομέρεια ἀπό τό φωτοστέφανο τῆς εἰκόνος.

ΕΚΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ

Α) Παπαδιαμάντικες Ἐμπειρίες.

Στόν Ἀι- Θανάση Τῆς Χωρούδας

Τρύφων Τσομπάνης

 

Εἶχον πα­ρέλ­θει πε­ρὶ τὰ τρι­ά­κον­τα ἔ­τη, ὅ­τε τὸ πρῶ­τον ἐ­πε­σκέ­φθην τὴν Χω­ρο­ύ­δαν, μι­κρὰν καὶ ἐγ­κα­τα­λει­πο­μέ­νην ἐκ τῶν κα­το­ί­κων της, πο­λί­χνην τῆς ἐ­παρ­χί­ας μας, κει­μέ­νην βο­ρει­ο­α­να­το­λι­κῶς τοῦ Λαγ­κα­δᾶ, ἐ­πὶ τοῦ ὄ­ρους Βερ­τί­σκου, εἰς μί­αν κα­τα­πλη­κτι­κὴν το­πο­θε­σί­αν, ἐν­τὸς τοῦ δα­σώ­δους τῆς πε­ρι­ο­χῆς, καὶ μί­αν δι­α­δρο­μὴν ἰ­δι­αι­τέ­ρου κά­λους,, ὅ­που ὁ φι­δω­τὸς χω­μά­τι­νος δρό­μος, θυ­μί­ζει τὰς ἐν ἁ­γί­ῳ Ὄ­ρει δι­α­δρο­μάς. Αἱ δρεῖς καὶ αἱ κα­στα­νέ­αι, με­τὰ τῆς φτε­λι­ᾶς καὶ τῆς κρα­νι­ᾶς, πλου­τί­ζουν τὸ δα­σῶ­δες τῆς πε­ρι­ο­χῆς, ἀ­ρώ­μα­τα φα­σκο­μη­λι­ᾶς καὶ ἐ­κρη­κτι­κῆς ρί­γα­νης προ­κα­λοῦν τὰς αἰ­σθή­σεις, τὰ δὲ πε­τει­νὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, ἀ­ε­τοὶ καὶ ἱ­έ­ρα­κες, καὶ ὅ­λα τὰ ἄλ­λα γλυ­κό­λα­λα πτη­νά, προ­σφέ­ρουν δό­ξαν αἰ­νέ­σε­ως καὶ εὐ­χα­ρι­στί­ας τῷ πλά­στῃ καὶ δη­μι­ουρ­γῷ. Ἡ ἀ­νά­μνη­σις καὶ μό­νον τῆς ἐ­πι­σκέ­ψε­ως ἐ­κε­ί­νης ἔ­φε­ρε εἰς τὸν νοῦν τὴν πρώ­την ἐ­κε­ί­νην γνω­ρι­μί­αν μου μὲ τὸν τό­πον ποὺ ὅ­λοι οἱ κά­τοι­κοί του, εἶ­χον ἐγ­κα­τα­λε­ί­ψει συ­νε­πε­ί­ᾳ τῶν δυ­σκό­λων πε­ρι­στά­σε­ων καὶ τοῦ ἐμ­φυ­λί­ου σπα­ραγ­μοῦ τοῦ ’­49. Τὰ σπί­τι­α εἰς ἐ­ρει­πει­ώ­δη κα­τά­στα­σιν, τὸ σχο­λεῖ­ον πε­τρό­κτι­στον καὶ ἐ­πὶ μέ­ρους ὑ­ψη­λοῦ, δέ­σπο­ζε τῆς μι­κρᾶς πο­λί­χνης, πλὴν ὅ­μως ἡ φθο­ρὰ καὶ ὁ χρό­νος εἶ­χον ἐ­πι­φέ­ρει μα­γά­λας ζη­μί­ας, εἰς τὴν στέ­γην. Σή­με­ρον δε­σπό­ζει ἀ­να­και­νι­σμέ­νον καὶ ἕ­τοι­μον νὰ δε­χθεῖ τὴν λα­ο­γρα­φι­κὴν συλ­λο­γὴν τοῦ χω­ρί­ου. Τὸ μο­να­δι­κὸν τό­τε ζω­ζό­με­νον κτί­ρι­ον τοῦ χω­ρί­ου, ἦ­το ὁ ἐ­νο­ρι­α­κὸς Να­ὸς τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου τοῦ Με­γά­λου πα­τρι­άρ­χου Ἀ­λε­ξαν­δρε­ί­ας, ὅ­στις ἔ­μει­νε, μό­νος μό­νῳ τῷ Θε­ῷ, ἄ­γρυ­πνος φύ­λαξ τῆς πο­λί­χνης, προ­στά­της καὶ πο­λι­οῦ­χος αὐ­τῆς, ὅ­πως πάν­τα. Ἡ γρα­φι­κὴ καὶ μο­να­δι­κὴ φι­γο­ύ­ρα τοῦ το­πί­ου, ὁ ἀ­ε­ί­μνη­στος κύρ­Πέ­τρος, κτη­νο­τρό­φος καὶ χοι­ρο­βο­σκός, ἦ­το ἡ μο­να­δι­κὴ πα­ρη­γο­ρί­α καὶ συν­τρο­φί­α τοῦ Ἁ­γί­ου, ὅ­στις συ­χνά­κις κα­τέ­φευ­γε καὶ αὐ­τὸς καὶ τὰ ζῷ­α του εἰς τὸν Να­όν, ὅ­ταν οἱ και­ρι­κὲς συν­θῆ­κες τοὺς ἀ­πει­λοῦ­σαν. Στὴν πα­ρα­τη­ρη­σή μου, τό­τε, γι­α­τὶ ἐ­πι­τρέ­πει νᾷ μπα­ί­νουν τὰ ζῷ­α εἰς τὸν μι­κρὸν να­ΐ­σκον, μὲ τὰ ὡ­ραι­ο­τά­τας με­τα­βυ­ζαν­τι­νὰς τοι­χο­γρα­φί­ας του, ὁ ἁ­πλοῦς ἐ­κεῖ­νος βο­σκὸς, μεθ᾽ ὅ­λης τῆς φυ­σι­κό­τη­τος ἀ­πήν­τη­σεν ὅ­τι καὶ τὰ ζων­τα­νὰ εἶ­ναι πλά­σμα­τα τοῦ Θε­οῦ, καὶ πρὸς τί­να νὰ κα­τα­φύ­γουν ἆ­ρα­γε; ἀ­φοῦ ἀλ­λοῦ δὲν ὑ­πῆρ­χε τό­πος πα­ρη­γο­ρί­ας καὶ φυ­λά­ξε­ως; Ἄλ­λω­στε καὶ ὁ Χρι­στὸς εἰς τὸ σπή­λαι­ο πρῶ­τα τὴν ἀ­γά­πη τῶν ἀ­λό­γων ζῴ­ων ἐ­δέ­χθη.

Ἔ­κτο­τε πα­ρῆλ­θον ἔ­τη ἀρ­κε­τά, μὴ δυ­νά­με­να ὅ­μως νὰ ἀ­πα­λε­ί­ψω­σιν ἀ­πὸ τὴν μνή­μην τὴν ὡ­ρα­ί­αν ἐ­κε­ί­νην ἀ­νά­μνη­σιν τῶν νε­α­νι­κῶν μου χρό­νων. Μετ᾽ οὐ πο­λὺ ἠ­σχο­λή­θην πά­λιν μὲ τὸν μι­κρὸν ναῖ­σκον, ἀλλ᾽εἰς ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸν πλέ­ον πε­δί­ον. Ἡ πρό­σφα­τος ἐ­πί­σκε­ψίς μου εἶ­χεν νὰ κά­μει μὲ τὴν θε­ί­αν Λει­τουρ­γί­αν ποὺ θὰ ἐ­τε­λεῖ­το εἰς τὸν Να­ὸν τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, ὅ­που ὁ συ­νώ­νυ­μός του πα­πα-Θα­νά­σης, μοὶ ἐ­κά­λε­σε δι­ὰ νὰ τὸν ξε­λει­τουρ­γή­σω, μὴ ἔ­χων ἄλ­λον ψάλ­την πρὸς τοῦ­το.

Τὴν προ­η­γου­μέ­νην, Σάβ­βα­το ἑ­σπέ­ρας, ὁ εὐ­λα­βὴς λευ­ί­της με­τὰ τῆς εὐ­σε­βε­στά­της καὶ πάν­το­τε συμ­πα­ρα­στά­τι­δος πρε­σβυ­τέ­ρας του, ἀ­νῆλ­θον εἰς τὸ χω­ρί­ον πρὸς εὐ­πρε­πι­σμὸν τοῦ να­ΐ­σκου, καὶ ἑ­τοι­μα­σί­αν τῶν σχε­τι­κῶν πρὸς τὴν τέ­λε­σιν τῆς ἀ­ναι­μά­κτου μυ­στα­γω­γί­ας, πραγ­μά­των. Τὴν Κυ­ρι­α­κὴν λοι­πὸν, λί­αν πρωί, ἀ­χά­ρα­γα ἀ­κό­μη, αὐ­τὸς μέν, με­τὰ τῆς πρε­σβυ­τέ­ρας του ἔ­φθα­σαν εἰς τὴν Χω­ρο­ύ­δαν, ἡ­μεῖς δὲ με­τὰ με­λῶν τῆς οἰ­κο­γε­νε­ί­ας μας, καὶ τῇ εὐ­γε­νῇ φρον­τί­δι τοῦ ὁ­δη­γοῦ μας καὶ συμ­ψάλ­του Ἀ­στε­ρί­ου, ἐ­φθά­σα­με, ὅ­τε ὁ ἐ­πί­τρο­πος τοῦ να­ΐ­σκου, ἐ­κτύ­πα τὴν πρώ­την καμ­πά­ναν δι­ὰ τὴν σύ­να­ξιν τῶν ὀ­λί­γων πι­στῶν ποὺ κα­τοι­κοῦν κα­τὰ τὸ θέ­ρος εἰς τὴν μι­κρὰν πο­λί­χνην, ποὺ ἤρ­χι­σε ὀ­λί­γον κατ᾽ ὀ­λί­γον νὰ ἀ­πο­κτᾶ ζω­ὴν καὶ κί­νη­σιν, κα­θὼς ἤ­δη ἀ­να­και­νί­σθη­σαν πε­ρὶ τὰς τρι­ά­κον­τα οἰ­κί­ας.

Ἡ συγ­κί­νη­σις με­γά­λη, δι­ό­τι ἦ­το ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ θὰ συλ­λει­τουρ­γο­ύ­σα­με εἰς τὸν Να­ὸν τοῦ Ἁ­γί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τά­φε­ρε μὲ τὴν ὑ­πο­μο­νήν του καὶ τὸν ἀ­γώ­ναν του, νὰ κρα­τή­σει τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν του ἄ­φθο­ρον, ἀ­πὸ τὸν χρό­νον ἀλ­λὰ καὶ τὴν μα­νί­αν τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀλ­λὰ ἰ­δοὺ τώ­ρα, συμ­βάλ­λει καὶ εἰς τὴν ἀ­να­ζω­πύ­ρω­σιν τῆς ἀ­γά­πης τῶν κα­το­ί­κων τοῦ χω­ρί­ου δι­ὰ τὴν γε­νέ­τει­ράν των. Ἡ­μέ­ρα λαμ­πρά, ἡ 17η Ἰ­ου­λί­ου, τῆς με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος ἁ­γί­ας Μα­ρί­νης καὶ τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων τῶν συγ­κρο­τη­σάν­των τὴν Τε­τάρ­την Οἰ­κου­με­νι­κὴ Σύ­νο­δον.

Εἰς τὸν ὄρ­θρον ἐ­ψά­λα­με τὸν κα­νό­να τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων καὶ τῆς Ἁ­γί­ας, κα­τα­κλε­ί­ον­τες μὲ τὸ ὡ­ραι­ό­τα­τον δο­ξα­στι­κὸν «Τῶν ἁ­γί­ων πα­τέ­ρων ὁ χο­ρός.­.­.­», τὸ ὁ­ποῖ­ον με­τὰ ζή­λου καὶ πό­θου ἐ­ψάλ­λα­με, πα­ρὰ τὸ βρα­χνὸν τῆς φω­νῆς καὶ τὴν μὴ ἐ­ξι­δι­α­σμέ­νην γνῶ­σιν πε­ρὶ τὴν βυ­ζαν­τι­νὴν με­λουρ­γί­αν. Πάν­τως ἐ­φρον­τί­σα­με τὸν Δ´ ἦ­χον τῆς ἡ­μέ­ρας, νὰ τὸν δι­α­φυ­λά­ξω­μεν ἕ­ως τέ­λους πα­ρὰ τὴν ἄ­γνοι­ά μας, ἐν το­ύ­τοις ὅ­τε ὁ συμ­ψάλ­της Ἀ­στέ­ρι­ος, ἀν­τε­λαμ­βέ­νε­το ὅ­τι ἐ­ξω­κο­ί­λα­με ἐκ τοῦ ἤ­χου, ἐ­μωρ­μο­ύ­ρι­ζεν χα­μη­λο­φώ­νως, «λέ­γε­τος…­», δι­ὰ νὰ ὑ­πεν­θυ­μί­ζει τοι­ου­το­τρό­πως τὸν ἦ­χον τῆς ἡ­μέ­ρας.

Ὁ ναῖ­σκος εὐ­ω­δί­α­ζεν ὅ­λος ἀ­πὸ τὸ με­λι­σο­κέ­ρι καὶ τὸ εὐ­ῶ­δες θυ­μί­α­μα. Ὁ κυρ-Βα­σί­λης, ὁ ἐ­πί­τρο­πος, ἐ­κτύ­πη­σεν τὴν καμ­πά­ναν καὶ εἰς τὰς κα­τα­βα­σί­ας καὶ εἰς τὴν δο­ξο­λο­γί­αν, μεθ᾽ ὅ­λης τῆς δυ­νά­με­ώς του, δι­ὰ νὰ ἀ­κου­στεῖ ὁ ἦ­χος καὶ εἰς τὰς ἀ­κρα­ί­ας οἰ­κί­ας καὶ τὰς πα­ρυ­φὰς τοῦ χω­ρί­ου.

Εἰ­σήλ­θο­μεν εἰς τὴν θε­ί­αν Λει­τουρ­γί­αν με­τὰ κα­τα­νύ­ξε­ως, ὁ πα­πα-Θα­νά­σης ἔ­ψαλ­λε καὶ ἀ­νε­γί­νω­σκε τὰς εὐ­χὰς με­τὰ πά­σης εὐ­λα­βε­ί­ας, καὶ ὁ λα­ὸς με­τὰ προ­σο­χῆς καὶ ἄ­κρας σι­γῆς με­τεῖ­χε τοῦ ἱ­ε­ροῦ Μυ­στη­ρί­ου. Οἱ Ἅ­γι­οι τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν λὲς καὶ ἐ­ζων­τά­νε­ψαν ἐ­ξα­ίφ­νης, ὅ­λοι λε­βέν­τες­στρα­τι­ω­τι­κοὶ Ἅ­γι­οι, στή­ριγ­μα τοῦ λα­οῦ κα­τὰ τοὺς χα­λε­ποὺς χρό­νους, μὲ τὰ κον­τά­ρι­α καὶ τὰς σπά­θεις των, ἕ­τοι­μοι λὲς νὰ συν­τρέ­ξουν τὸν λα­ὸν τοῦ Θε­οῦ, ἀ­νὰ πᾶ­σαν στιγ­μήν, ἀ­κό­μα καὶ εἰς τὴν δύ­σκο­λον αὐ­τὴν ἐ­πο­χι­κὴν συγ­κυ­ρί­αν. Ἡ ὡ­ραι­ο­τά­τη μορ­φὴ τοῦ ἁ­γί­ου Μερ­κου­ρί­ου μὲ τὸ δό­ρυ ἀ­νὰ χεῖ­ρας, καὶ τὴν γα­λη­νι­α­ί­αν μορ­φὴν του, δι­α­βε­βαι­ώ­νει θαρ­ρεῖς τὸν προ­σκυ­νη­τή, δι­ὰ τὴν δι­ά­θε­σίν του, νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει καὶ πά­λι ἐ­πι­βου­λὰς ἀλ­λο­τρί­ων καὶ νέ­ων ἐ­χθρῶν, ὡς ἄλ­λο­τε Ἰ­ου­λι­α­νὸν τὸν Πα­ρα­βά­την.

Εἰς τὸ ση­μεῖ­ον ἐ­κεῖ­νο ὅ­που ὁ Ἱ­ε­ρεὺς ἐ­μνη­μό­νευ­σε τὸ ὄ­νο­μα τοῦ οἰ­κε­ί­ου Ἐ­πι­σκό­που Ἰ­ω­άν­νου, προ­έ­τρε­ψε μετ᾽ εὐ­λα­βε­ί­ας τοὺς πι­στοὺς νὰ μνη­μο­νε­ύ­σω­σι καὶ αὐ­τοὶ τοὺς οἰ­κε­ί­ους τῶν στὸ «καὶ ὧν ἕ­κα­στος κα­τὰ δι­ά­νοι­αν ἔ­χει καὶ πάν­των καὶ πα­σῶν», κα­θὼς οἱ ψάλ­ται χα­μη­λο­φώ­νως ἔ­ψαλ­λον τὸ «Κύ­ρι­ε ἐ­λέ­η­σον».

Τὰ ὀ­λί­γα βρέ­φη ποὺ με­τεῖ­χαν τῆς λει­τουρ­γι­κῆς αὐ­τῆς συ­νά­ξε­ως, ἔ­μει­ναν ἠ­ρέ­μως εἰς τὰς ἀγ­κά­λας τῶν μη­τέ­ρων των, ὁ δὲ μι­κρὸς Στυ­λι­α­νὸς ἐ­κοι­μή­θη πρὸς στιγ­μὴν εἰς τὴν πε­ζο­ύ­λαν τοῦ ἐ­ξω­νάρ­θη­κος, δι­ό­τι τὸ πρω­ι­νὸν ξύ­πνη­μα τοῦ ἐ­στέ­ρη­σε τὸν κε­κα­νο­νι­σμέ­νον ὕ­πνον, τὸν ὁ­ποῖ­ον ἐ­συμ­πλή­ρω­νε τώ­ρα, ὑ­πὸ τὴν σκέ­πην τοῦ τα­πει­νοῦ να­ΐ­σκου τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, ἐν μέ­σῳ ἀ­ρω­μά­των καὶ χρω­μά­των τοῦ ὄ­ρους Βερ­τί­σκου. Εἰς τὸ κοι­νω­νι­κὸν οἱ μη­τέ­ρες ἡ­το­ί­μα­σαν τὰ βρέ­φη δι­ὰ τὴν θε­ί­αν Με­τά­λη­ψιν, καὶ προ­σῆλ­θον «με­τὰ φό­βου θε­οῦ πί­στε­ως καὶ ἀ­γά­πης».

Ὅ­τε ἀ­πο­λύ­σα­μεν τὴν θε­ί­αν Λει­τουρ­γί­αν καὶ ὁ πα­πα-Θα­νά­σης κα­τέ­λυ­ε, ἀ­νε­γνώ­σθη με­τὰ πά­σης αἰ­δοῦς καὶ εὐ­λα­βε­ί­ας ἡ ἀ­κο­λου­θί­α τῆς Εὐ­χα­ρι­στί­ας τῆς Με­τα­λή­ψε­ως καὶ βο­η­θο­ύ­σης τῆς πρε­σβυ­τέ­ρας ἑ­το­ί­μα­σεν τὸν μπο­ξάν του, μὲ τὰ ἄμ­φι­α καὶ τὰ σκε­ύ­η, καὶ με­τέ­βη­μεν εἰς τὴν πλη­σι­ε­στέ­ραν οἰ­κί­αν τοῦ κυρ-Βα­σι­λε­ί­ου, δι­ὰ τὸ κε­κα­νο­νι­σμέ­νον κέ­ρα­σμα καὶ τὸν κα­φέ. Πλο­ύ­σι­α τὰ ἐ­λέ­η τοῦ Θε­οῦ καὶ με­γά­λη ἡ ἀ­γά­πη καὶ ἡ εὐ­λά­βει­α τῶν ἀν­θρώ­πων.

Πε­ρὶ τὴν 12ην με­σημ­βρι­νὴν ἀ­νε­χω­ρή­σα­μεν δι­ὰ τὰς οἰ­κί­ας μας, ἐν μέ­σῳ τῆς ὡ­ραι­ο­τά­της, δα­σώ­δους δι­α­δρο­μῆς, καὶ τῶν συ­ριγ­μῶν τῶν πτη­νῶν τοῦ δά­σους, κα­θὼς καὶ τῆς μο­νό­το­νης μέν, ἀλ­λὰ γνω­στῆς με­λῳ­δί­ας τῶν τετ­ύ­γων. Ἄμ­πο­τε νὰ μᾶς ἀ­ξι­ώ­σει ὁ Θε­ὸς καὶ ὁ Ἀι-Θα­νά­σης νὰ λάβωμεν καὶ πάλιν τὴν εὐλογίαν των.

 

Ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου.

Ὁ Ναός.

Θεία Λειτουργία.

Ἀπό τήν θεία Λειτουργία. Ὁ Ἐφημέριος π. Ἀθανάσιος Κατζιγκᾶς.

Πάσχα στήν Χωρούδα. Β) 2012. Ἀνάσταση στήν ὄμορφη

καί γραφική Χωρούδα

 

Τό ἀκούγαμε καί δέν τό πίστευαν τά αὐτιά μας.

Πά­σχα στήν ὄ­μορ­φη, καί γρα­φι­κή Χω­ρού­δα, με­τά ἀ­πό 62 ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νι­α. Ἡ συγ­κί­νη­ση ἦ­ταν δε­δο­μέ­νη καί μό­νο στήν σκέ­ψη ὅ­τι με­τά ἀ­πό τό­σα χρό­νι­α, ὁ
ἱ­στο­ρι­κός Να­ός τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, θά γι­νό­ταν τό­πος λα­τρευ­τι­κῆς συ­νά­ξε­ως καί μά­λι­στα γιά τήν ἀ­να­στά­σι­μη λει­τουρ­γί­α. Βέ­βαι­α ἀ­πό τό 2010, τά κα­λο­κα­ί­ρι­α ὁ Να­ός λει­τουρ­γοῦ­σε πε­ρι­ο­δι­κά, ἀλ­λά Ἀ­νά­στα­ση εἶ­χε νά γί­νει ἀ­πό τό 1947.

Ὁ νέ­ος Ἐ­φη­μέ­ρι­ος ἐ­νη­μέ­ρω­σε ἀ­πό και­ρό το­ύς κα­το­ί­κους, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι δι­α­σκορ­πι­σμέ­νοι σέ δι­ά­φο­ρα ἄλ­λα χω­ριά καί στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη. Οί ἐ­πί­τρο­ποι φρόν­τι­σαν γιά τίς προ­μή­θει­ες τοῦ Να­οῦ.

Ὁ πα­πά-Θα­νά­σης ἀ­πό τήν Με­γα­λο­βδο­μά­δα φρόν­τι­σε γιά τόν εὐ­πρε­πι­σμό τοῦ Να­ΐ­σκου. Μέ τήν βο­ή­θει­α καί τῶν με­λῶν τοῦ Πο­λι­τι­στι­κοῦ Συλ­λό­γου κα­θα­ρί­στη­καν τά πάν­τα. Τό Με­γα­λο­σάβ­βα­το ἀ­πό νω­ρίς ἀ­νέ­βη­κε τόν γρα­φι­κό Βερ­τί­σκο καί δι­α­σχί­ζον­τας τά βου­νά, μέ τίς κα­στα­νι­ές, εἰ­σῆλ­θε εἰς τά «ἅ­γι­α τῶν ἅ­γι­ων». Στήν συ­νο­δε­ί­α του, ἐ­κτός τῆς πρε­σβυ­τέ­ρας, ὁ μο­να­χός π. Εὐ­στά­θι­ος Μο­νέφ­τσης καί ὁ Θε­ο­λό­γος-κα­θη­γη­τής Ἀ­στέ­ρι­ος Κα­ρα­γι­ο­βάν­νης, οἱ ὁ­ποῖ­οι θά ἀ­να­λάμ­βα­ναν νά δι­α­κο­νή­σουν τό ἀ­να­λό­γι­ο.

Μέ τό χτύ­πη­μα τῆς καμ­πά­νας, ἀν­τι­λά­λη­σε τό βου­νό, καί oi πρῶ­τες συ­νο­δεῖ­ες τῶν κα­το­ί­κων ἄρ­χι­σαν νά κα­τα­φθά­νουν. Ἦ­ταν ἀρ­κε­τοί τε­λι­κά αὐ­τοί πού ἀ­πο­φά­σι­σαν φέ­τος νά γι­ορ­τά­σουν στό χω­ρί­ο τήν Λαμ­πρή καί ἄλ­λοι μέν νά ξα­να­ζή­σουν τίς παι­δι­κές μνῆ­μες, ἄλ­λοι δέ νά ἀ­πο­κτή­σουν τήν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Λαμ­πρῆς στό χω­ριό.

Τά πάν­τα ἐ­ξε­λί­χθη­καν κα­τά τήν τά­ξη καί τό τυ­πι­κό τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Να­ός γε­μά­τος, ἀ­κό­μη καί στόν ἐ­ξω­νάρ­θη­κα, ὅ­που ἀ­κο­ύ­στη­κε τό, Χρι­στός Ἀ­νέ­στη! Ὅ­λοι μέ τά κε­ριά ἀ­ναμ­μέ­να καί τά μά­τι­α νά λάμ­πουν ἀ­πό χα­ρά καί συγ­κί­νη­ση, ἀν­τάλ­λασ­σαν εὐ­χές καί ἀ­σπα­σμο­ύς. Ἀ­χο­λό­γη­σε τό βου­νό ἀ­πό τήν νί­κη τοῦ Χρι­στοῦ, καί στό κοι­μη­τή­ρι­ο πί­σω ἀ­πό τό Ἱ­ε­ρό βῆ­μα τοῦ Να­οῦ, ἄ­να­ψαν oi ἀ­να­στά­σι­μες λαμ­πά­δες, με­τα­δί­δον­τας καί «τοῖς ἐν τοῖς μνή­μα­σι» τό μή­νυ­μα τοῦ ἀ­να­στάν­τος Κυ­ρί­ου. Πό­σοι ἐ­κεῖ­νοι τήν ὥ­ρα δέν θυ­μή­θη­καν το­ύς «προ­α­πελ­θόν­τες πα­τέ­ρες καί ά­δελ­φο­ύς», πού πρίν ἀ­πό 60 χρό­νι­α βί­ω­ναν τήν ἴ­δι­α ἀ­να­στά­σι­μη χα­ρά καί σέ πό­σους δέν ἀ­νέ­βη­κε ἕ­νας κόμ­πος συγ­κί­νη­σης στόν λαι­μό, κα­θώς ἔ­ψαλ­λαν ρυθ­μι­κά τό Χρι­στός Ἀ­νέ­στη; Οἱ πι­στοί με­τέ­λα­βαν τῶν ἄ­χραν­των Μυ­στη­ρί­ων μέ εὐ­λά­βει­α καί κα­τά­νυ­ξη. Ἡ θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α τέ­λει­ω­σε κα­τά τίς 01:30 με­τα­με­σο­νύχ­τι­α.

Στήν συ­νέ­χει­α στόν στε­γα­σμέ­νο χῶ­ρο ἀ­πέ­ναν­τι ἀπό τόν Ναό, πε­ρί­με­νε το­ύς συν­δαι­τυ­μό­νες τῆς πνευ­μα­τι­κῆς Τρά­πε­ζας, ἡ ὑ­λι­κή τρά­πε­ζα τῆς ἀ­γά­πης, τό ἀ­να­στά­σι­μο τρα­πέ­ζι μέ τήν μα­γει­ρίτ­σα καί τά κόκ­κι­να αὐ­γά, πού μέ πο­λύ με­ρά­κι ἑ­το­ί­μα­σαν οἱ κυ­ρί­ες τοῦ χω­ρι­οῦ. «Ἡ τρά­πε­ζα γέ­μει τρυ­φή­σα­τε πάν­τες, μη­δε­ίς ἐ­ξέλ­θει πει­νῶν.­.­.­», εἶ­χε ἀ­κου­στεῖ πρό ὀ­λί­γου στόν Κα­τη­χη­τι­κό λό­γο τοῦ ἁ­γί­ου Χρυ­σο­στό­μου, καί τώ­ρα τό τρα­πέ­ζι γε­μά­το ἀ­πό τά κα­λά τοῦ Θε­οῦ. Σκη­νές καί εἰ­κό­νες πού μα­κά­ρι νά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νον­ται συ­χνά καί σέ ἄλ­λους τό­πους.

Τά ἀ­η­δό­νι­α δέν στα­μά­τη­σαν μη­δέ στιγμή νά κε­λα­η­δοῦν θαρ­ρεῖς τόν ἀ­να­στά­σι­μο παι­ά­να. Ἡ νύχ­τα γλυ­κιά καί φω­τει­νή. Δέν σοῦ ἔ­κα­νε ὄ­ρε­ξη νά φύ­γεις. Τό φεγ­γά­ρι με­σου­ρα­νοῦ­σε καί τά ἄ­στρα ὅ­λο καί χα­μή­λω­ναν πιό σι­μά στήν γῆ, γιά νά ἀ­πο­λα­ύ­σουν τήν ἀ­να­στά­σι­μη εὐ­τυ­χί­α τῶν ἀν­θρώ­πων. «Νῦν πάν­τα πε­πλή­ρω­ται φω­τός, οὐ­ρα­νός τε καὶ γῆ καὶ τὰ κα­τα­χθό­νι­α, ἑ­ορ­τα­ζέ­τω ἡ κτί­σις τὴν ἔ­γερ­σιν Χρι­στοῦ».

Ὁ πρῶ­τος κοῦ­κος τῆς αὐ­γῆς κε­λά­η­δη­σε καί ἔ­σχι­σε τήν ἡ­συ­χί­α τῆς νύχ­τας. Σέ λί­γο θά χά­ρα­ζε ἡ και­νο­ύρ­γι­α ἀ­να­στά­σι­μη μέ­ρα, γε­μά­τη μέ τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ ἀ­να­στη­σα­μέ­νου Χρι­στοῦ καί τήν γλυ­κιά ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἀ­να­στά­σε­ως στήν Χω­ρο­ύ­δα. Ἀ­νά­στα­ση τοῦ 2012. Χόρευε νῦν καί ἀγάλλου Χωρούδα.

Τρύφων Τσομπάνης

«Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου….»

«Δεῦτε λάβετε φῶς…»

Ἀναστάσιμη θεία Λειτουργία.

«Μετά φόβου Θεοῦ…..»

 

«Ἀνέστη Χριστός καί ζωή πολιτεύεται….»

Ἡ εὐλόγηση τῶν αὐγῶν.

«Εὐλογία Κυρίου καί ἔλεος…»

  1. . Τρυ­φω­νος Τσομ­πα­νη, Ὁ ἅ­γι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος Χω­ρο­ύ­δας. Ὁ να­ός καί οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες του (με­τα­πτυ­χι­α­κή ἐρ­γα­σί­α πού ὑ­πο­βλή­θη­κε στό Τμῆ­μα Ποι­μαν­τι­κῆς-Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή Θεσ­σα­λο­νί­κης), 1988, σ. 4 (ἀ­δη­μο­σί­ευ­τη).
  2. . Του ι­δι­ου, ὅπ.π.
  3. . Ὅπ.π.
  4. . Ὅπ.π., σ. 5.
  5. . Ὅπ.π. Σή­με­ρα στήν Χω­ρο­ύ­δα ἔ­χουν χτι­στεῖ πε­ρί­που 40 νέ­ες κα­τοι­κί­ες πού ξα­να­δί­νουν ζωή στό χω­ριό.
  6. . Θ.Η.Ε, τ. 8, σ. 710 καί ἑξ. Ἐ­πί­σης βλ. γιά τό θέ­μα, Ν. Τω­μα­δα­κη, «Λα­ο­γρα­φι­κά έ­πί­θε­τα τῆς Θε­ο­τό­κου», στό Ἰ­ό­νι­ος Ἀν­θο­λο­γί­α, τ. Ε´ (1931), σ. 27 καί ἑξ. Τ. Θε­με­λη, Πε­ρί ἐ­πω­νυ­μί­ων τῆς Πα­να­γί­ας, Ἀ­θῆ­ναι 1932, σσ. 311-314. Φ. Κου­κου­λε, Ἐ­πί­θε­τα τῆς Θε­ο­τό­κου, Ή­με­ρο­λό­γι­ον Μ. Ἑλ­λά­δος, 1932, σσ. 431-444. Κ. Κα­λο­κυ­ρη, Ἡ Θε­ο­τό­κος εἰς τήν εἰ­κο­νο­γρα­φί­αν, Π.Ι.Π.Μ., Θεσ­σα­λο­νί­κη 1972, μέ πολ­λά καί ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα στοι­χεῖ­α, καί Χ. Κον­τα­κη, Εἰς τήν Θε­ο­τό­κον συ­να­γω­γή Πα­τε­ρι­κῶν ὠ­δῶν, προ­ση­γο­ρι­ῶν καί ἐ­πι­θέ­των, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1988, σ. 322. Τρ. Τσομ­πα­νη, «Ἡ Θε­ο­τό­κος στή βυ­ζαν­τι­νή τέ­χνη», περ. Πνευ­μα­τι­κή Δι­α­κο­νί­α, ἔ­τος Γ´, τεῦχ. 8ο (2000), Ἀ­μό­χω­στος-Κύ­προς, σσ. 47-51. Πε­ρί τῆς εἰ­κό­νος τῆς Κρυ­πτο­φέρ­ρης, βλ. στό w­ww. a­b­b­a­z­i­a­g­r­e­ca.it.
  7. . Ἐκ­γυ­κλο­πα­ί­δει­α Με­ί­ζο­νος Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, www.ehw.gr/ konstantinople, Παναγία ή Παμμακάριστος. Βλ. καί Ψηφιδωτή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου, www.ec-patr.org/ mones/fanarion/patr.eikones, ἐπίσης Σ. Ν. Σφυροερα, Κωνσταντινούλη, Πόλη τῆς ἱστορίας, Ἀθήνα 2006, σσ. 222-225.
  8. . www.ecpatr.org/mones/fanarion, ὅπ.π.
  9. . Μονή Κορώνης, www.e.thetokario.blospot.gr
  10. . Παναγία Παμμακάριστος Σκοπέλου, www.agioianargyroihalkidos.blospot.gr
  11. . Α. Γλαβινα, Ἡ ἐπισκοπή Λητῆς καί Ρεντίνης (ἀνάτυπο), Θεσσαλονίκη 1979, σ. 347.

Στον Αϊ Θανάση της Χωρούδας Μέρος Β2 Read More »

Στον Αϊ Θανάση της Χωρούδας Μέρος A2

Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ (εἰκ. 13)

Στήν ἱ­στό­ρη­ση τοῦ θέ­μα­τος τῆς Γεν­νή­σε­ως ὁ ἁ­γι­ο­γρά­φος εἶ­ναι λι­τός. Ὁ χῶ­ρος πού τοῦ προ­σφε­ρό­ταν γιά νά ἀ­να­πτύ­ξει τό θέ­μα του ἦ­ταν βέ­βαι­α πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νος, ἀλ­λά αὐ­τός ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται γι᾽αὐ­τό καθ᾽ αὐ­τό τό θέ­μα τῆς θε­ί­ας ἐ­ναν­θρω­πί­σε­ως. Ἡ Πα­να­γί­α γο­νυ­κλι­νής πρό τῆς φάτ­νης μέ τό θεῖ­ο Βρέ­φος «ἐ­σπαρ­γα­νω­μέ­νον» (εἰκ. 14). Στά δε­ξιά τῆς εἰ­κό­νος καί σχε­δόν στή γω­νί­α τῆς πα­ρα­στά­σε­ως ὁ Ἰ­ω­σήφ ἐ­ξί­στα­ται γιά τό γε­γο­νός. Ἡ στά­ση καί ἡ ἀ­πο­ρί­α του δε­ί­χνουν ὅ­τι αὐ­τός δέν ἔ­χει θέ­ση στή θε­ί­α σάρ­κω­ση πού ἔ­γι­νε «ἐκ πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου».

Πί­σω του στέ­κε­ται καί τόν συν­τρο­φε­ύ­ει ἕ­νας γε­ρο­βο­σκός ἤ ἡ προσωπο-ποίηση τοῦ πειρασμοῦ καί τοῦ λογισμοῦ πού στη­ρί­ζε­ται στήν ρά­βδο του. Στά ἀ­ρι­στε­ρά τῆς πα­ρα­στά­σε­ως καί πί­σω ἀ­πό τήν Πα­να­γί­α ὑ­πάρ­χει ἄλ­λος ἕ­νας βο­σκός τοῦ ὁ­πο­ί­ου σώ­ζε­ται μό­νο τό κά­τω μέ­ρος τοῦ σώ­μα­τος.

EIKONES0045 EIKONES0015

Τό σπή­λαι­ο πού σκε­πά­ζει τήν ὅ­λη πα­ρά­στα­ση εἶ­ναι δο­σμέ­νο μέ τά χρώ­μα­τα τοῦ κα­φέ-κόκ­κι­νου. Ὁ ἀ­στέ­ρας στέλ­νει τίς ἀ­κτί­νες του πά­νω στό Βρέ­φος. Ἡ πα­ρά­στα­ση σώ­ζε­ται μό­νο ἡ μι­σή καί ἔτ­σι δέν μπο­ροῦ­με νά ἐν­το­πί­σου­με ἄλ­λα πρό­σω­πα πού ἴ­σως νά πλαι­σι­ώ­νουν τό θέ­μα. Αὐ­τό ὅ­μως πού πα­ρα­τη­ροῦ­με εἶ­ναι ἡ ἀ­πά­λει­ψη τῆς σκη­νῆς τοῦ λου­τροῦ καί ἡ ἀ­που­σί­α τῶν Μά­γων.[1] Ἐ­δῶ ὁ ἁ­γι­ο­γρά­φος ἀ­κο­λου­θεῖ το­ύς ἄλ­λους με­τα­βυ­ζαν­τι­νο­ύς ὁ­μο­τέ­χνους του καί εἰ­κο­νί­ζει τήν Θε­ο­τό­κο γο­νυ­κλι­νή πρό τοῦ Βρέ­φους.

Εἰκ. 13. Ἄνω: Γέννηση, Ὑπαπαντή. Κάτω: Προφήτης
Ἠλίας, ἅγιος Παντελεήμων, ἅγιος Κοσμᾶς.

Εἰκ. 14. Ἡ Γέννηση. (Λεπτομέρεια).

Ἡ φο­ρη­τή εἰ­κό­να τῆς Γεν­νή­σε­ως τῆς μο­νῆς Σταυ­ρο­νι­κή­τα, ἡ Γέν­νη­ση τῆς Δο­χει­α­ρί­ου καί τοῦ Πα­ρεκ­κλη­σί­ου τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου τῆς Με­γί­στης Λα­ύ­ρας, ἴ­σως νά ἀ­πο­τέ­λε­σαν τόν ὁ­δη­γό γιά τόν ἀ­νώ­νυ­μο τε­χνί­τη τῆς Χω­ρο­ύ­δας. Ὅ­μως αὐ­τός δου­λε­ύ­ει μέ με­γά­λη ἀ­φαι­ρε­τι­κή δι­ά­θε­ση, καί κρα­τᾶ μό­νο τά βα­σι­κά καί ἀ­πα­ρα­ί­τη­τα πρό­σω­πα γιά νά ἱ­στο­ρή­σει τό θέ­μα του·

Ἡ Ὑπαπαντή (εἰκ. 13)

Σάν συ­νέ­χει­α φυ­σι­κή θά λέ­γα­με τῆς Γεν­νή­σε­ως, ἔρ­χε­ται ἡ εἰ­κό­να τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς. Κα­τε­στραμ­μέ­νο ὅ­λο τό μι­σό ἄ­νω μέ­ρος τῆς πα­ρα­στά­σε­ως μᾶς δί­νει τή δυ­να­τό­τη­τα νά με­λε­τή­σου­με μό­νο τά ὑ­πάρ­χον­τα στοι­χεῖ­α, κι αὐ­τά εἶ­ναι ἡ ὕ­παρ­ξη τεσ­σά­ρων προ­σώ­πων καί ἡ σχη­μα­τι­κή πα­ρά­στα­ση τοῦ Να­οῦ. Ἡ δι­ά­τα­ξη τῶν σω­μά­των, ἡ κί­νη­ση καί τό σχέ­δι­ο τῆς εἰ­κό­νας μᾶς φέρ­νουν στό νοῦ τήν Ὑ­πα­παντή τοῦ Θε­ο­φά­νους στή φο­ρη­τή εἰ­κό­να τῆς Μο­νῆς Σταυ­ρο­νι­κή­τα. Εἶ­ναι ὁ κα­θι­ε­ρω­μέ­νος με­τα­βυ­ζαν­τι­νός τύ­πος,[2] μέ τόν Χρι­στό στά χέ­ρι­α τοῦ Συ­με­ών δε­ξιά, τήν Πα­να­γί­α ἀ­ρι­στε­ρά μέ τά χέ­ρι­α ἁ­πλω­μέ­να πρός τό παι­δί, τόν Ἰ­ω­σήφ νά ἀ­κο­λου­θεῖ κρα­τών­τας μέ­σα στό ροῦ­χο του δυό πε­ρι­στέ­ρι­α καί τήν προ­φή­τι­δα Ἄν­να νά προ­βάλ­λει ἀ­νά­με­σά τους κρα­τών­τας εἰ­λη­τά­ρι­ο πού γρά­φει: «τοῦ­το τὸ Βρέ­φος οὐ­ρα­νὸν καὶ γῆν ἐ­στε­ρέ­ω­σε». Τά πρό­σω­πα εἶ­ναι κα­τε­στραμ­μέ­να καί δέν μπο­ροῦ­με νά σχο­λι­ά­σου­με τό ὕ­φος καί τή χρω­μα­τι­κή τους ἀ­πό­δο­ση. Ἡ ἱ­στό­ρη­ση τῆς πα­ρα­στά­σε­ως στόν γνω­στό αὐ­τό τύ­πο ξε­κι­νᾶ ἀ­πό τόν 15ο αἰ­ώ­να καί συ­νε­χί­ζε­ται ἀ­πό ὅ­λους τούς ζω­γρά­φους τῆς κρη­τι­κῆς σχο­λῆς, ἀλ­λά καί ἀ­πό τούς με­τα­γε­νέ­στε­ρους. Ἡ εἰ­κό­να τοῦ Νι­κο­λά­ου Ρίτ­ζου στό Σε­ρά­γε­βο,[3] τοῦ Θε­ο­φά­νη στόν Ἀ­να­παυ­σᾶ, καί τῆς μο­νῆς τῶν Φι­λαν­θρω­πι­νῶν,[4] θά λέ­γα­με ὅ­τι ἀ­πο­τε­λοῦν το­ύς χα­ρα­κτη­ρι­στι­κο­ύς τύ­πους πού μι­μεῖ­ται ὁ τε­χνί­της μας.

Ἡ πα­ρά­στα­ση τῆς Βα­πτί­σε­ως πού ἀ­κο­λου­θεῖ δέν μᾶς δί­νει τή δυ­να­τό­τη­τα γιά σχό­λι­α καί πα­ρα­τη­ρή­σεις. Σώ­ζε­ται μό­νο ἕ­να μι­κρό τμῆ­μα της, στό κά­τω ἀ­ρι­στε­ρό μέ­ρος, πού φα­νε­ρώ­νει τήν ὕ­παρ­ξη μέ­σα στήν πα­ρά­στα­ση, βου­νῶν καί
πο­τα­μί­ων ὑ­δά­των. Στήν κά­τω με­γά­λη ζώ­νη ἔ­χου­με τίς πα­ρα­στά­σεις ὁ­λό­σω­μων
Ἁ­γί­ων.

Ὁ Προφήτης Ἠλίας (εἰκ. 13)

Σέ με­τω­πι­κή στά­ση ἱ­στο­ρη­μέ­νος, ὁ «πρὸ συλ­λή­ψε­ως ὢν ἡ­γι­α­σμέ­νος, ὁ ἔν­σαρ­κος ἄγ­γε­λος, ὁ νοῦς ὁ πύ­ρι­νος, ὁ ἐ­που­ρά­νι­ος ἄν­θρω­πος». Εὐ­λο­γεῖ μέ τή δε­ξιά ἐ­νῶ ἡ ἀ­ρι­στε­ρά του εἶ­ναι κα­τε­στραμ­μέ­νη καὶ ἐ­πι­χρι­σμέ­νη. Φο­ρεῖ ἱ­μά­τι­ο στήν ἀ­πό­χρω­ση τοῦ γκρί καί τῆς ὤ­χρας καὶ χι­τώ­να χρώ­μα­τος χον­δρο­κόκ­κι­νου, στίς δέ ἄ­κρες τοῦ χι­τώ­να καὶ γύ­ρω ἀ­πό τό λαι­μό φέ­ρει μη­λω­τή.

Οἱ ἅ­γι­οι Παν­τε­λε­ή­μων, Κο­σμᾶς καὶ Δα­μι­α­νός, οἱ ἀ­νάρ­γυ­ροι, ἀ­κο­λου­θοῦν στήν ἴ­δι­α με­τω­πι­κή στά­ση. Ὁ ἅ­γι­ος Δα­μι­α­νός εἶ­ναι κα­τε­στραμ­μέ­νος καὶ σώ­ζε­ται μό­νο ἡ ἐ­πι­γρα­φή τοῦ ὀ­νό­μα­τός του «Ο Α­ΓΙ­ΟΣ ΔΑ­ΜΗ­Α­ΝΟΣ». Οἱ ἅ­γι­οι Παν­τε­λε­ή­μων καί Κο­σμᾶς φο­ροῦν πλο­ύ­σι­α ἱ­ε­ρα­τι­κοῦ τύ­που ἐν­δύ­μα­τα, στήν ἀ­πό­χρω­ση τοῦ κόκ­κι­νου καί τοῦ σταχ­το­πρά­σι­νου ἀν­τί­στοι­χα, στό δε­ξί χέ­ρι κρα­τοῦν λα­βί­δα πού ἀ­πο­λή­γει σέ σταυ­ρό, ἐ­νῶ μέ τό ἀ­ρι­στε­ρό κρα­τοῦν κι­βω­τί­δι­α ἀ­νοιχτά, προ­φα­νῶς μέ φάρ­μα­κα «τὴν τῶν ψυ­χῶν ἐ­πι­μέ­λει­αν καὶ τῶν σω­μά­των τὴν θε­ρα­πε­ί­αν ἐ­πι­δει­κνύ­με­νοι» (εἰκ. 13). Ὁ ἅ­γι­ος Παν­τε­λε­ή­μων νέ­ος, ἀ­γέ­νει­ος καὶ σγου­ρο­κέ­φα­λας, ἐ­νῶ ὁ ἅ­γι­ος Κο­σμᾶς «νέ­ος ἀρ­χι­γέ­νει­ος, φα­λα­κρί­ζων καὶ σγου­ρα­κί­ζων, τὰς τρί­χας ἔ­χων ἄ­νω­θεν τῶν ὠ­τί­ων» ὅ­πως το­ύς πε­ρι­γρά­φει ὁ Δι­ο­νύ­σι­ος στήν Ἑρ­μη­νε­ί­α του.

Ἡ ἴ­δι­α φόρ­μα, ὅ­μοι­α κί­νη­ση τῶν σω­μά­των καί τῶν χε­ρι­ῶν συ­ναν­τᾶ­ται σέ πολ­λές ἄλ­λες πε­ρι­ο­χές. Οἱ Ἅ­γι­οι εἶ­ναι ἰ­δι­αι­τέ­ρα ἀ­γα­πη­τοί καί ἡ πα­ρά­στα­σή τους ἔ­χει θέ­ση στή δι­α­κό­σμη­ση πολ­λῶν Να­ῶν. Πλη­σι­έ­στε­ρη τυ­πο­λο­γι­κή συγ­γέ­νει­α ἔ­χουν μέ τίς πα­ρα­στά­σεις στό ΝΑGΟRΙCΙΝΟ,[5] στόν ἅ­γι­ο Νι­κό­λα­ο Κα­στο­ρι­ᾶς,[6] καί στό NEREZI.[7]

Οἱ τρεῖς ἅ­γι­οι αὐ­τοί Ἅ­γι­οι μα­ζί μέ το­ύς ἁ­γί­ους Ἰ­ω­άν­νη Ἐ­λε­ή­μο­να, Χα­ρά­λαμ­πο καί Ἰ­ά­κω­βο Ἀ­δελ­φό­θε­ο, εἶ­ναι ἔρ­γα τῆς ἴ­δι­ας χει­ρός ἤ δέχ­τη­καν ἐ­πι­ζω­γρά­φι­ση
ἀ­ EIKONES0071

από τόν ἴ­δι­ο τε­χνί­τη. Ἡ δι­α­φο­ρά τους εἶ­ναι κα­τα­φα­νής στό χρῶ­μα τῶν ἱ­μα­τί­ων, στο­ύς προ­πλα­σμο­ύς καί στά πλα­τιά σαρ­κώ­μα­τα.

Ὁ Ἅ­γι­ος πού ἀ­κο­λου­θεῖ εἶ­ναι, πι­θα­νό­τα­τα ὁ ἅ­γι­ος Εὐ­στά­θι­ος. Ἡ δε­ξιά του πλευ­ρά εἶ­ναι ἐ­πι­χρι­σμέ­νη καί σώ­ζε­ται μό­νο ἡ κα­τά­λη­ξη τῆς ἐ­πι­γρα­φῆς -ΘΙΟΣ. Στήν τα­ύ­τι­ση τῆς μορ­φῆς τοῦ Ἁ­γί­ου ὁ­δη­γο­ύ­μα­στε ἀ­πό τόν γνω­στό στίς βυ­ζαν­τι­νές τοι­χο­γρα­φί­ες τύ­πο τοῦ ἁ­γί­ου Εὐ­στα­θί­ου (εἰκ. 15). Ὥ­ρι­μος στήν ἡ­λι­κί­α, μέ κοντή γε­νει­ά­δα, «μι­ξαι­πό­λι­ος στρογ­γυ­λο­γέ­νης», ὅ­πως γρά­φει ἡ Ἑρ­μη­νε­ί­α (σ. 185 & 270). Φέ­ρει ἱ­μά­τι­ο κο­σμη­μέ­νο, στό ὕ­ψος τῶν γο­νά­των καί στήν κά­τω ἄ­κρη, μέ κεν­τή­μα­τα, καί φο­ρεῖ χι­τώ­να πρα­σί­νου χρώ­μα­τος. Κρα­τεῖ στό δε­ξί χέ­ρι σταυ­ρό καί στό ἀ­ρι­στε­ρό δό­ρυ. Εἶ­ναι ὁ γνω­στός τύ­πος τοῦ 16ου αἰ­ώ­να καί με­τά, ὅ­που ὁ Ἅ­γι­ος πα­ρι­στά­νε­ται ὡς μάρ­τυ­ρας μέ τόν σταυ­ρό στό χέ­ρι.[8]

Εἰκ. 15. Νότιος τοῖχος: ἅγιος Εὐστάθιος, ἅγιος Τρύφων,
ἁγία Παρασκευή, ἁγία Κυριακή.

 

Ὁ ἅγιος Τρύφων – ΑΓΙΟΣ ΤΡΥΦΩΝ (εἰκ. 15)

Εἰ­κο­νί­ζε­ται σέ κα­τά μέ­τω­πο στά­ση μέ ἐ­λα­φρά κλί­ση τῆς κε­φα­λῆς του πρός τόν ἅ­γι­ο Εὐ­στά­θι­ο. Νέ­ος, ἀ­γέ­νει­ος, κατ­σα­ρο­μά­λης, φο­ρεῖ πα­ρό­μοι­ο μέ τόν ἅ­γι­ο EIKONES0022

Εὐ­στά­θι­ο ἱ­μά­τι­ο, κο­σμη­μέ­νο ἐ­πί­σης μέ σχέ­δι­α, καί χι­τώ­να στήν ἀ­πό­χρω­ση τοῦ κι­νά­βα­ρι. Κρα­τεῖ στό δε­ξί χέ­ρι σταυ­ρό, ἐ­νῶ μέ τό ἀ­ρι­στε­ρό δε­ί­χνει τό σύμ­βο­λο τοῦ Πά­θους τοῦ Κυ­ρί­ου. Πα­ρό­μοι­ο τύ­πο, μέ ἐ­λά­χι­στες δι­α­φο­ρές, συ­ναν­τᾶ­με στήν S­O­ΡO­C­Α­NI[9] Σερ­βί­ας καί μέ πα­ρό­μοι­α κί­νη­ση τῶν χε­ρι­ῶν στήν Ἀ­να­παυ­σᾶ μέ­σα σέ με­τά­λι­ο, ὅ­πως ἐ­πί­σης δι­α­φο­ρο­ποι­η­μέ­νο στήν χρω­μα­τι­κή ἀ­πό­δο­ση τόν συ­ναν­τᾶ­με στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ τῆς Βέρ­ροι­ας στόν ἐ­ξω­νάρ­θη­κα (βό­ρει­ος τοῖ­χος) στόν Ναό τῶν τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν τῆς Μο­νῆς Βαρ­λα­άμ τῶν Με­τε­ώ­ρων καί στόν Ναό τῆς Πα­να­γί­ας (Μη­τρό­πο­λη) Κα­λαμ­πά­κας (ἀ­δη­μο­σί­ευ­τες).

Ἡ ἁγία Παρασκευή (εἰκ. 15)

Ἡ ἁ­γί­α σέ με­τω­πι­κή στά­ση φο­ρεῖ σκου­ρό­χρω­μο ἔν­δυ­μα πού κα­λύ­πτει τήν κε­φα­λή. Οἱ πλο­ύ­σι­ες πτυ­χές τοῦ ἐν­δύ­μα­τος γρά­φον­ται μέ ὄμ­πρα ὠ­μή (σταχ­το­πρά­σι­νο). Κρα­τεῖ στή δε­ξιά σταυ­ρό, ἐ­νῶ ση­κώ­νει τήν ἀ­ρι­στε­ρά καί δι­δά­σκει το­ύς δη­μί­ους της, «τοὺς φι­λο­σό­φους κα­τα­πλήτ­του­σα, τὸ θάρ­σος τοῦ Ἀν­τω­νί­ου κα­τα­τα­ρά­ξα­σα καὶ τὸν Χρι­στὸν ἐν στα­δί­ῳ μέ­σῳ ἀ­νο­μο­ύν­των δι­αγ­γέ­λου­σα εὐ­στα­θῶς».[10] Ἡ Ἁ­γί­α πού ἀ­κο­λου­θεῖ ταυ­τί­ζε­ται μέ τήν ἁ­γί­α Κυ­ρι­α­κή. Σώ­ζε­ται μό­νο τό πορ­τραῖ­το τῆς Ἁ­γί­ας καί ἡ ἐ­πι­γρα­φή Η Α­ΓΙ­Α ΚΗ­ΡΙ (Α­ΚΗ). Εἰ­κο­νί­ζε­ται νέ­α μαν­δη­λο­φο­ροῦ­σα μέ πλο­ύ­σι­α κό­μη βο­στρυ­χω­τή ἡ ὁ­πο­ί­α ἁ­πλώ­νε­ται πά­νω στο­ύς ὤ­μους τῆς Ἁ­γί­ας. Κρα­τεῖ δέ σταυ­ρό στό δε­ξί της χέ­ρι. Πρό­κει­ται γιά ἕ­να θαυ­μά­σι­ο πορ­τραῖ­το τῆς Ἁ­γί­ας. Ἐ­δῶ ὁ ἁ­γι­ο­γρά­φος βρί­σκε­ται στίς κα­λύ­τε­ρες στιγ­μές τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας του, ὅ­πως καί στόν ἅ­γι­ο Σπυ­ρί­δω­να καί στο­ύς στρα­τι­ω­τι­κο­ύς Ἁ­γί­ους, πού θά ἐ­ξε­τά­σου­με πα­ρα­κά­τω (εἰκ. 16).

Εἰκ. 16. Ἡ ἁγία Κυριακή.

Ἡ τε­λει­ό­τη­τα τῶν γρα­ψι­μά­των, ἡ με­λε­τη­μέ­νη γραμ­μή, ἡ ἐ­λε­ύ­θε­ρη πι­νε­λιά, κά­τι ἀρ­κε­τά δύ­σκο­λο ὅ­ταν πρό­κει­ται γιά νω­πο­γρα­φί­α, δε­ί­χνουν τή μα­στο­ριά καί τήν πε­ί­ρα τοῦ ζω­γρά­φου. Τά χρώ­μα­τα δέ­νουν σω­στά καί οἱ προ­πλα­σμοί καί τά σαρ­κώ­μα­τα σέ μιά τέ­λει­α ἁρ­μο­νί­α μᾶς δί­νουν ἕ­να σω­στό καί ὄ­μορ­φο ἔρ­γο.

Μέ τήν ἁ­γί­α Κυ­ρι­α­κή κλε­ί­νουν οἱ πα­ρα­στά­σεις τοῦ νο­τί­ου το­ί­χου. Κά­ποι­α «εὐ­σε­βὴς χε­ίρ», βλέ­πον­τας ἴ­σως τήν κα­τα­στρο­φή πού ὑ­πέ­στη­σαν οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες ἀ­πό τήν ὑ­γρα­σί­α, ἔ­χρι­σε μέ ἄ­σβε­στη τίς ὑ­πό­λοι­πες πα­ρα­στά­σεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­κό­μα δέν ἔ­χουν ἀ­πο­κα­λυ­φθεῖ.

EIKONES0060

ΒΟΡΕΙΟΣ ΤΟΙΧΟΣ

Ὁ βό­ρει­ος τοῖ­χος τοῦ Να­οῦ εἶ­ναι αὐ­τός πού φέ­ρει τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες καί κα­λύ­τε­ρα δι­α­τη­ρη­μέ­νες πα­ρα­στά­σεις (εἰκ. 17). Στήν ὑ­ψη­λό­τε­ρη ζώ­νη εἰ­κο­νί­ζον­ται σκη­νές ἀ­πό τή ζωή τοῦ Χρι­στοῦ, δη­λα­δή, Μυ­στι­κός Δεῖ­πνος, ἡ προ­δο­σί­α, ἡ ἀπό­νι­ψη τοῦ Πι­λά­του, ἡ Στα­ύ­ρω­ση, ὁ Ἐ­πι­τά­φι­ος καί μέ­ρος τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, ἐ­νῶ στήν κά­τω πλα­τύ­τε­ρη ζώ­νη εἰ­κο­νί­ζον­ται σέ φυ­σι­κό σχε­δόν μέ­γε­θος οἱ ἅ­γι­οι Ἀρ­τέ­μι­ος, Νι­κή­τας, Ἰ­ά­κω­βος ὁ Πέρ­σης, Χρι­στό­φο­ρος, Μερ­κο­ύ­ρι­ος, Θε­ό­δω­ρος ὁ στρα­τη­λά­της, Θε­ό­δω­ρος ὁ Τή­ρων, Προ­κό­πι­ος, Νέ­στωρ, Δη­μή­τρι­ος καί Γε­ώρ­γι­ος.

Εἰκ. 17. Βόρειος τοῖχος.

Οἱ πα­ρα­στά­σεις τοῦ Δω­δε­κα­όρ­του βέ­βαι­α εἶ­ναι κα­τε­στραμ­μέ­νες στό ἄ­νω μέ­ρος, ἐξ αἰ­τί­ας τῆς ψευ­δο­ρο­φῆς καί ἔτ­σι κα­θι­στᾶ ἀ­δύ­να­τη τή με­λέ­τη τῶν πα­ρα­στά­σε­ων ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­να. Γι᾽ αὐ­τό θά πε­ρι­ο­ρι­στοῦ­με στήν πα­ρου­σί­α­ση καί τόν σχο­λι­α­σμό τῶν ὑ­παρ­χόν­των μό­νο προ­σώ­πων.

Ὁ Μυστικός Δεῖπνος (εἰκ. 18)

Στό ἡ­μι­κυ­κλι­κό τρα­πέ­ζι ὁ Χρι­στός μᾶλ­λον κά­θε­ται στό μέ­σον, (δέν σώ­ζε­ται ἡ πα­ρά­στα­σή του). Οἱ μα­θη­τές κά­θον­ται γύ­ρω ἀ­πό τό τρα­πέ­ζι. Ὁ Ἰ­ο­ύ­δας μι­σο­ση­κω­μέ­νος σκύ­βει πά­νω στό τρα­πέ­ζι «ἁ­πλώ­νων τὸ χέ­ρι του εἰς τὸ σκου­τέ­λι».[11]

EIKONES0023

Σέ πρῶ­το πλά­νο τρεῖς μορ­φές συ­ζη­τοῦν μέ ἀ­πο­ρί­α, οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ὅ­πως του­λά­χι­στον φα­ί­νε­ται ἀ­πό τίς κι­νή­σεις τῶν χε­ρι­ῶν, συ­ζη­τοῦν χα­μη­λό­φω­να με­τα­ξύ τους «εὐ­φρο­σύ­νης λα­θόν­τες, ἀ­γω­νί­ᾳ καὶ λύ­πῃ συ­νε­ί­χον­το, τὶς οὗ­τος; Φρά­σον…».[12] Ἡ κλει­στή ἀλ­λη­λέν­δε­τη σύν­θε­ση τῶν προ­σώ­πων ὑ­πο­γραμ­μί­ζει τό μυ­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα τοῦ Δε­ί­πνου. Πά­νω στό τρα­πέ­ζι ὑ­πάρ­χουν σκε­ύ­η. Στό κεν­τρι­κό σκεῦ­ος ξε­χω­ρί­ζει ἡ κε­φα­λή ἑ­νός ζώ­ου –πρό­κει­ται γιά κε­φα­λή ἀρ­νί­ου· ἐμ­φα­νής ἐ­δῶ ἡ προ­τύ­πω­ση τῆς θυ­σί­ας τοῦ «Ἀ­μνοῦ τοῦ Θε­οῦ». «Συ­νε­σθί­ων, Δέ­σπο­τα, τοῖς μα­θη­ταῖς σου, μυ­στι­κῶς ἐ­δή­λω­σας τὴν πα­να­γί­αν σου σφα­γήν…».[13]

Εἰκ. 18. Ὁ Μυστικός Δεῖπνος.

Τά πρό­σω­πα τῶν πε­ρισ­σο­τέ­ρων μα­θη­τῶν καί τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι κα­τε­στραμ­μέ­να· ξε­χω­ρί­ζουν μό­νο οἱ μορ­φές τῶν τρι­ῶν μα­θη­τῶν ποὺ κά­θον­ται μπρο­στά σέ χα­μη­λό ἕ­δρα­νο καὶ συ­ζη­τοῦν κα­θώς καὶ ἡ μορφή τοῦ Ἰ­ο­ύ­δα. Ὁ ἄ­γνω­στος τε­χνί­της βα­δί­ζει στά ἴ­χνη τοῦ Θε­ο­φά­νη καί ἀ­πο­δί­δει τά θέ­μα­τά του στόν εἰ­κο­νο­γρα­φι­κό τύ­πο τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ. Τύ­πος κα­θι­ε­ρω­μέ­νος ἀ­πό τόν 15ο ἤ­δη αἰ­ώ­να, δι­α­μόρ­φω­νε­ται μέ πρό­τυ­πο τήν εἰ­κό­να τοῦ «ἐ­πὶ σοὶ χα­ί­ρει» τοῦ βυ­ζαν­τι­νοῦ Μου­σε­ί­ου Ἀ­θη­νῶν.[14]

Θά ἦ­ταν εὐ­χῆς ἔρ­γο, ὅ­ταν ἀ­πο­κα­τα­στα­θοῦν οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες καί κα­θα­ρι­στοῦν, νά μπο­ρέ­σου­με νά κά­νου­με τίς συγ­κρί­σεις ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νες καί σέ κά­θε τους λε­πτο­μέ­ρει­α.

Τόν ἴ­δι­ο τύ­πο τοῦ Ἀ­να­παυ­σᾶ χρη­σι­μο­ποι­εῖ καί ὁ ζω­γρά­φος τῆς Μο­νῆς Φι­λαν­θρω­πι­νῶν,[15] καί τῆς Ρα­σι­ώ­τισ­σας.[16] Ἐν­δι­α­φέ­ρον πα­ρου­σι­ά­ζει τό ὕ­φα­σμα πού ἀ­να­δι­πλώ­νε­ται στήν πα­ρυ­φή τοῦ τρα­πε­ζί­ου, μπρο­στά στά χέ­ρι­α τῶν μα­θη­τῶν. Μέ τήν ἴ­δι­α ἔμ­φα­ση, ἀλ­λά καί στόν ἴ­δι­ο τύ­πο πα­ρα­τη­ρεῖ­ται στίς πα­ρα­στά­σεις τῶν Φι­λαν­θρω­πι­νῶν, τῆς Μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, Ρα­σι­ώτισ­σας, στόν Μυ­στι­κό Δεῖ­πνο τοῦ πα­λι­οῦ Κα­θο­λι­κοῦ τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, ἀλ­λά ἀ­κό­μη καί στήν μνη­μει­ώ­δη σύν­θε­ση τοῦ Μυ­στι­κοῦ Δε­ί­πνου τῆς Μο­νῆς τῆς Λα­ύ­ρας.[17]

Ἡ Προδοσία (εἰκ. 19)

Εἶ­ναι ἡ πα­ρά­στα­ση πού ἀ­κο­λου­θεῖ ἐ­κε­ί­νη τοῦ Μυ­στι­κοῦ Δε­ί­πνου. Ἡ δρα­μα­τι­κή συ­νάν­τη­ση τοῦ Χρι­στοῦ μέ τόν Ἰ­ο­ύ­δα καί τήν σπε­ί­ρα τῶν ὑ­πη­ρε­τῶν τῶν ἀρ­χι­ε­ρέ­ων καί τῶν Φα­ρι­σα­ί­ων, πού ἔρ­χον­ται νά συλ­λά­βουν τόν Κύ­ρι­ο, πε­ρι­γρά­φε­ται ζω­η­ρά ἀ­πό τόν Ἰ­ω­άν­νη.[18] Ὁ δι­ά­λο­γος τοῦ Χρι­στοῦ μέ τή σπε­ί­ρα ὑ­πο­βάλ­λε­ται μέ­σα ἀ­πό τήν εἰ­κό­να· «Τί δὲ μα­χαι­ρῶν, τί ξύ­λων, λα­ο­πλά­νοι, πρὸς τὸ θα­νεῖν πρό­θυ­μον εἰς κό σμον λύ­τρον;».[19]

Ὁ Χρι­στός εἶ­ναι ἐν κι­νή­σει, τό ἱ­μά­τιό του ἀ­νε­μί­ζει πί­σω, οἱ στρα­τι­ῶ­τες πά­νο­πλοι μέ σπα­θιά καί τό­ξα τόν κυ­κλώ­νουν, ἐ­νῶ ὁ Ἰ­ο­ύ­δας «ὁ προ­δό­της καὶ δό­λι­ος ὤν, δο­λί­ῳ φι­λή­μα­τι πα­ρα­δί­δει τὸν Σω­τῆ­ρα Κύ­ρι­ον…».[20]

Μέ κί­νη­ση ποὺ προ­δί­δει τα­ρα­χή καί βι­α­σύ­νη ἀγ­κα­λι­ά­ζει καί ἀ­σπά­ζε­ται τόν Χρι­στό. Ὁ Πέ­τρος στό κά­τω ἀ­ρι­στε­ρό μέ­ρος τῆς πα­ρα­στά­σε­ως γο­να­τι­στός ἔ­χει κα­θη­λω­μέ­νο κά­τω τόν Μάλ­χο καί τό μα­χα­ί­ρι ἕ­τοι­μο γιά νά τοῦ ἀ­φαι­ρέ­σει τό αὐ­τί, τό δέ βλέμ­μα του εἶ­ναι στραμ­μέ­νο πρός τόν Χρι­στό.

EIKONES0072

Ἡ θέ­ση τῶν προ­σώ­πων φα­ί­νε­ται ὅ­τι εἶ­ναι ἡ κλασ­σι­κή μιά καί ἡ ἑρ­μη­νε­ί­α τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου ἀ­να­φέ­ρει:

«Κῆ­πος καὶ ἐν μέ­σῳ ὁ Ἰ­ο­ύ­δας ἀγ­κα­λι­α­ζό­με­νος τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἀ­σπα­ζό­με­νος αὐ­τὸν καὶ ὄ­πι­σθεν τοῦ Ἰ­ο­ύ­δα ὁ Πέ­τρος γο­να­τι­στὸς ἔ­χων ὑ­πο­κά­τω του ἕ­ναν νέ­ον στρα­τι­ώ­την, κό­πτων μὲ τὴν μά­χαι­ραν τὸ ἀφ­τὶ του· καὶ γύ­ρω­θεν τοῦ Χρι­στοῦ στρα­τι­ῶ­ται».[21] Πέ­ρα ἀ­πό τά ἑ­πτά πρό­σω­πα τῆς πα­ρα­στά­σε­ως πού βρί­σκον­ται στό κέν­τρο, δε­ξιά κι ἀ­ρι­στε­-
ρά ξε­χω­ρί­ζουν βου­νά, ἐ­νῶ δέν μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με μέ βε­βαι­ό­τη­τα γιά τήν ὕ­παρ­ξη ἄλ­λων προ­σώ­πων ἤ τή θέ­ση τῶν μα­θη­τῶν στήν ὅ­λη πα­ρά­στα­ση λό­γῳ τῆς κα­τα­στρο­φῆς τοῦ θέ­μα­τος.

Εἰκ. 19. Ἡ προδοσία.

Τό ἐ­πει­σό­δι­ο τοῦ Πέ­τρου καί τοῦ Μάλ­χου ὑ­πάρ­χει μέ ἀ­νά­λο­γη σύν­θε­ση στά πα­λαιά λό­γι­α ἔρ­γα, ὅ­πως στόν Ὀρ­φα­νό,[22] στόν Τα­ξι­άρ­χη Μη­τρο­πό­λε­ως Κα­στο­ρι­ᾶς,[23] σέ δι­α­φο­ρε­τι­κή στά­ση στό πα­λιό Κα­θο­λι­κό τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου.

Βέ­βαι­α στίς πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πό τίς πα­ρα­στά­σεις αὐ­τές τό θέ­μα τῆς προ­δο­σί­ας συν­δέ­ε­ται μέ τήν προ­σευ­χή τοῦ Ἰ­η­σοῦ καί μέ πα­ρου­σί­α πε­ρισ­σο­τέ­ρων προ­σώ­πων, κυ­ρί­ως στρα­τι­ω­τι­κῶν, δο­ύ­λων, κ.λπ., ὅ­πως στόν Ἀ­να­παυ­σᾶ, στή Λα­ύ­ρα, στή μο­νή Φι­λαν­θρω­πι­νῶν. Στόν Ἀ­να­παυ­σᾶ, στή Σταυ­ρο­νι­κή­τα καί στή Λα­ύ­ρα, ὁ Θε­ο­φά­νης ἀ­να­πα­ρά­γει τό ἴ­δι­ο θέ­μα ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς τό βρί­σκει στό «ἐ­πὶ σοὶ χα­ί­ρει·­·­·» τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν.[24] Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ὅ­τι στά ἔρ­γα τοῦ Θε­ο­φά­νη λε­ί­πουν οἱ στρα­τι­ῶ­τες πού ὑ­πάρ­χουν σέ ἄλ­λες ἀ­πει­κο­νί­σεις τοῦ θέ­μα­τος ὅ­πως στή Μο­νή Φι­λαν­θρω­πι­νῶν, στό Πρω­τά­το, τό Βα­το­πέ­δι, τό ΝΑ­G­Ο­R­Ι­C­Ι­ΝΟ, τόν ἅ­γι­ο Νι­κό­λα­ο Κα­στο­ρι­ᾶς. Μέ τήν πα­ρά­στα­ση ὅ­μως πού ἔ­χου­με κά­ποι­α σα­φή ὁ­μοι­ό­τη­τα ὡς πρός τήν κί­νη­ση καί τή γραμ­μή τῶν σω­μά­των τοῦ Ἰ­η­σοῦ, τοῦ Ἰ­ο­ύ­δα καί τοῦ δε­ξιά τοῦ Ἰ­η­σοῦ στρα­τι­ώ­του, εἶ­ναι τῆς M­I­L­E­S­E­VA. Βε­βα­ί­ως ἡ πα­ρά­στα­ση τῆς M­I­L­E­S­E­VA εἶ­ναι πο­λυ­πρό­σω­πη, ἡ σκη­νή τοῦ Πέ­τρου καί τοῦ Μάλ­χου λε­ί­πει, ἀλ­λά τό πλά­σι­μο τῶν σω­μά­των κι­νεῖ­ται στήν ἴ­δι­α φόρ­μα.[25]

 

Ἡ ἀπόνιψη τοῦ Πιλάτου (εἰκ. 20)

Ἡ ἀπό­νι­ψη τοῦ Πι­λά­του ἔρ­χε­ται νά συμ­πλη­ρώ­σει τίς πρό τῆς σταυ­ρώ­σε­ως σκη­νές ἀ­πό τή ζωή τοῦ Χρι­στοῦ.

Κεν­τρι­κό πρό­σω­πο τῆς πα­ρα­στά­σε­ως ὁ Πι­λά­τος, ὁ ὁ­ποῖ­ος κά­θε­ται σέ ἡ­μι­κυ­κλι­κά Θρό­νο. Στ᾽ ἀ­ρι­στε­ρά του ἕ­νας νε­α­ρός συνομιλεῖ μαζί του, ἐ­νῶ ἕ­νας ἄλ­λος ὑ­πη­ρέ­της κρα­τών­τας μέ τό ἀ­ρι­στε­ρό χέ­ρι λε­κά­νη καί μέ τό δε­ξί κα­νά­τι, βο­η­θᾶ τόν Πι­λά­το νά νί­ψει τά χέ­ρι­α του. Στόν ὦ­μο τοῦ νε­α­ροῦ δο­ύ­λου ὑ­πάρ­χει ριγ­μέ­νο προ­σό­ψι. Ὁ Πι­λά­τος βρί­σκε­ται σέ δρα­μα­τι­κή στιγμή. Ἐ­νῶ ἀ­κο­ύ­ει τόν δοῦ­λο του καί νί­πτει τά χέ­ρι­α του, εἶ­ναι γυ­ρι­σμέ­νος πρός τόν Χρι­στό, τόν ὁ­ποῖ­ο σύ­ρουν στήν κυ­ρι­ο­λε­ξί­α μπρο­στά του δύ­ο στρα­τι­ῶ­τες κι ἕ­να ἀ­κό­μη πρό­σω­πο.

Ἡ εἴ­σο­δος τοῦ Χρι­στοῦ στήν εἰ­κό­να γί­νε­ται ἀπό τά ἀ­ρι­στε­ρά τῆς πα­ρα­στά­σε­ως.

Ὁ Χρι­στός εἶ­ναι δε­μέ­νος στά χέ­ρι­α καί στόν λαι­μό, ὁ δέ στρα­τι­ώ­της προ­πο­ρε­ύ­ε­ται ζω­γρα­φι­σμέ­νος σέ στά­ση προ­φίλ καί, ἐ­νῶ συ­νο­μι­λεῖ μέ τόν στρα­τι­ώ­τη πού ἀ­κο­λου­θεῖ, τρα­βᾶ τόν Χρι­στό ἀ­πό τό σχοι­νί πού σφίγ­γει τό λαι­μό του. Ἐ­δῶ βλέ­που­με τόν προ­φα­νή ἐ­πη­ρε­α­σμό τοῦ τε­χνί­τη ἀ­πό τήν πα­ρά­στα­ση τοῦ ἑλ­κό­με­νου, ὅ­που ἐ­κεῖ συ­νή­θως ὁ Χρι­στός δε­μέ­νος μέ σχοι­νί σύ­ρε­ται ἀ­πό τόν λαι­μό. Ἡ ἴ­δι­α ἀ­κρι­βῶς κί­νη­ση τοῦ σώ­μα­τος καί τῶν χε­ρι­ῶν, πα­ρα­τη­ρεῖ­ται στόν ἑλ­κό­με­νο τῆς Φι­λαν­θρω­πι­νῶν, τοῦ Τα­ξι­άρ­χη τῆς Κα­στο­ρι­ᾶς, καί μέ κά­ποι­α ὑ­περ­βο­λή στήν κί­νη­ση, στήν Πε­ρί­βλε­πτο τοῦ Μι­στρᾶ.

EIKONES0046

Πί­σω ὑ­πάρ­χουν κτί­ρι­α πού πε­ρι­βάλ­λουν τήν πα­ρά­στα­ση. Ἡ κί­νη­ση τοῦ σώ­μα­τος, τῶν χε­ρι­ῶν καί τῆς κε­φα­λῆς τοῦ Πι­λά­του δε­ί­χνουν τήν ἀ­νη­συ­χί­α του καί τήν ἀ­τολ­μί­α του, ἐ­νῶ ἡ μει­λί­χι­α καί ἡ γε­μά­τη πό­νο καί κα­τα­νό­η­ση μορφή τοῦ Χρι­στοῦ κά­νουν ἀ­κό­μη πιό δύ­σκο­λη τή θέ­ση τοῦ Πι­λά­του.

Κι ἐ­δῶ ὁ τε­χνί­της, ἀ­φαι­ρεῖ τό πλῆ­θος τῶν στρα­τι­ω­τῶν καί τῶν Φα­ρι­σα­ί­ων πού εἰ­κο­νί­ζον­τα σέ ἄλ­λες πα­ρα­στά­σεις. Ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται μό­νο γιά τό γε­γο­νός τῆς ἀ­πο­νί­ψε­ως τοῦ Πι­λά­του καί αὐ­τό μό­νο πα­ρι­στᾶ.

Ὁ Χρι­στός, ὁ Πι­λά­τος, δύ­ο
δοῦ­λοι, δύ­ο στρα­τι­ῶ­τες κι ἕ­νας λα­ϊ­κός, πι­θα­νόν ἐκ­πρό­σω­πος τῶν Φα­ρι­σα­ί­ων, εἶ­ναι ἀρ­κε­τοί γιά τόν τε­χνί­τη, προ­κει­μέ­νου νά ἀ­πο­δώ­σει τό θέ­μα του. Ὁ ἁ­γι­ο­γρά­φος ἔ­χει ὑ­πό­ψη του ἴ­σως κι ἄλ­λες πα­ρα­στά­σεις καί χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὅ­σο μπο­ρεῖ πιό ἀ­φαι­ρε­τι­κά τά στοι­χεῖ­α πού ἔ­χει γιά τό θέ­μα. Ἡ ἑρ­μη­νε­ί­α τοῦ Δι­ο­νύ­σου, κα­θώς μᾶς πε­ρι­γρά­φει τήν πα­ρά­στα­ση (σ. 106), δέν ἀ­πέ­χει καί πο­λύ ἀ­πό τή δι­κή μας εἰ­κό­να. Λε­ί­πουν βέ­βαι­α οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι καί τά παι­διά, ὅ­πως καί τό τρα­πέ­ζι μέ τό χαρτί, τήν ἀ­πό­φα­ση δη­λα­δή τῆς κα­τα­δί­κης, στοι­χεῖ­α πού τά συ­ναν­τοῦ­με, στή Μο­νή Φι­λαν­θρω­πι­νῶν.[26] Ἡ δι­ά­τα­ξη ἐξ ἄλ­λου τῶν προ­σώ­πων τοῦ Χρι­στοῦ ἀ­ρι­στε­ρά καί τοῦ Πι­λά­του δε­ξιά εἶ­ναι συ­νή­θης στίς Πα­λαι­ο­λό­γει­ες πα­ρα­στά­σεις, ὅ­πως στήν S­T­U­D­E­N­I­CA, S­T­A­RO N­A­G­O­R­I­C­I­NO, στόν Ὀρ­φα­νό.[27]

Εἰκ. 20. Ἡ ἀπόνιψη τοῦ Πιλάτου.

Ἡ Σταύρωση (εἰκ. 21)

Τό κέν­τρο τῆς εἰ­κό­νας κα­τα­λαμ­βά­νει ὁ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νος Χρι­στός. Οἱ φθο­ρές τοῦ ἄ­νω μέ­ρους τῆς πα­ρα­στά­σε­ως δέν μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νά σχο­λι­ά­σου­με τά τοῦ προ­σώ­που τοῦ Ἰ­η­σοῦ, δη­λα­δή κλί­ση κε­φα­λῆς, ὕ­φος, ἐ­πι­γρα­φή κ.λπ.

EIKONES0062

Ἡ εἰ­κο­νο­γρα­φί­α τῆς σταυ­ρώ­σε­ως ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει τόν δι­α­μορ­φω­μέ­νο τύ­πο τῶν Κρη­τι­κῶν ζω­γρά­φων. Πε­ρι­ο­ρί­ζει τά πρό­σω­πα στά ἐν­τε­λῶς ἀ­πα­ρα­ί­τη­τα. Ἡ ἐ­πί­δρα­ση τῆς ἰ­τα­λο­κρη­τι­κῆς ζω­γρα­φι­κῆς εἶ­ναι ἐμ­φα­νής στήν ἀ­πό­δο­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Ἕ­να ὕ­φα­σμα κα­λύ­πτει τήν μέ­ση τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου, ἀ­φή­νον­τας ἕ­να μέ­ρος του νά ἀ­νε­μί­ζει πρός τά δε­ξιά τῆς εἰ­κό­νας. Τά πό­δι­α τοῦ Χρι­στοῦ πα­τοῦν στήν κά­τω ἐγ­κάρ­σι­α δο­κό πού ἔ­χει ἐ­λα­φρά κλί­ση καί εἶ­ναι καρ­φω­μέ­να τό ἕ­να πά­νω στό ἄλ­λο.

Εἰκ. 21. Ἡ Σταύρωση.

Τά πρό­σω­πα πού συμ­πλη­ρώ­νουν τό θέ­μα εἶ­ναι ἡ Πα­να­γί­α καί μιά ἀ­κό­μα γυ­ναι­κε­ί­α μορφή πού φέ­ρει φω­το­στέ­φα­νο καί ὁ Ἰ­ω­άν­νης μέ τόν ἑ­κα­τόν­ταρ­χο πού ἐ­πί­σης ἔ­χει φω­το­στέ­φα­νο. Στήν ἀ­πει­κό­νι­ση τῆς Πα­να­γί­ας ὑ­πε­ρι­σχύ­ει τό δρα­μα­τι­κό στοι­χεῖ­ο. Ἡ Θε­ο­τό­κος φα­ί­νε­ται νά μήν ἀν­τέ­χει στή θέ­α τοῦ ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου Υἱ­οῦ καί Θε­οῦ της καί δέ­χε­ται τήν πε­ρι­πο­ί­η­ση καί τόν στη­ριγ­μό τῆς πα­ρα­κε­ί­με­νης γυ­να­ί­κας, ἐ­νῶ ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἔ­χον­τας μιά συγ­κρα­τη­μέ­νη θλί­ψη φέ­ρει τό δε­ξί του χέ­ρι στό πρό­σω­πο. Πί­σω του ὁ ἑ­κα­τόν­ταρ­χος κρα­τών­τας ἀ­κό­μη τό κα­λά­μι μέ τόν σπόγ­γο, ἔ­χει ἀρ­χί­σει νά ἀ­πο­ρεῖ γιά τά γε­νό­με­να καί μέ δέ­ος κοι­τᾶ πρός τόν Χρι­στό. Πί­σω ὑ­πάρ­χουν τά τε­ί­χη τῆς πό­λε­ως καί κά­ποι­α ἀ­κό­μη οἰ­κή­μα­τα.

Ὁ Ἐπιτάφιος θρῆνος (εἰκ. 22)

Στή μέ­ση τῆς πα­ρα­στά­σε­ως βρί­σκε­ται τό σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, ἁ­πλω­μέ­νο πά­νω σέ νε­κρι­κό κρεβ­βά­τι.

EIKONES0047

Ἡ Πα­να­γί­α κα­θι­σμέ­νη στό προ­σκέ­φα­λο τοῦ Χρι­στοῦ, ἀ­ρι­στε­ρά, φω­λι­ά­ζει πά­νω του, καί τόν φι­λεῖ κρα­τών­τας τον στήν ἀγ­κα­λιά της, ἐ­νῶ τό γε­μά­το πό­νο βλέμ­μα της χά­νε­ται πρός τή με­ριά τοῦ Ἰ­ω­σήφ τοῦ ἀ­πό Ἄ­ρι­μα­θαί­ας, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τα­σπά­ζε­ται τά πό­δι­α τοῦ Κυ­ρί­ου κρα­τών­τας τα μέ­σα στό ἱ­μά­τιό του. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης κρα­τεῖ τό χέ­ρι τοῦ δι­δα­σκά­λου καί, ὅ­σο μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει ἡ φθο­ρά νά δι­α­κρί­νου­με, σκύ­βει νά τόν φι­λή­σει·

Πί­σω ἀ­πό τήν Πα­να­γί­α ὑ­πάρ­χουν δύ­ο γυ­ναῖ­κες (ἴ­σως καί κά­ποι­α τρί­τη πού ἔ­χει ὅ­μως κα­τα­στρα­φεῖ καί ἄ­φη­σε ὡς ἴ­χνος ἕ­να μι­σο­κα­τε­στραμ­μέ­νο πε­ρί­γραμ­μα), πού συμ­πα­ρα­στέ­κον­ται στή Θε­ο­τό­κο «θρη­νο­λο­γοῦ­σαι».

Εἰκ. 22. Ὁ Ἐπιτάφιος θρῆνος.

Μπρο­στά στό νε­κρι­κό κρεβ­βά­τι ὑ­πάρ­χει ἕ­να πε­τα­μέ­νο πα­νί πού ἀ­νε­μί­ζει καί δί­πλα ἕ­να κα­λά­θι μέ­σα στό ὁ­ποῖ­ο δι­α­κρί­νε­ται σφυ­ρί καί τέσ­σε­ρα καρ­φιά. Πί­σω ὑ­πάρ­χουν κτί­ρι­α τῶν ὁ­πο­ί­ων ὅ­μως τίς δι­α­στά­σεις καί τή μορφή δέν μπο­ροῦ­με νά ἐ­ξε­τά­σου­με πλή­ρως. Τά νε­ρά τῆς βρο­χῆς ἔ­χουν κα­τα­στρέ­ψει σχε­δόν ὅ­λο τό πά­νω μέ­ρος τῆς πα­ρα­στά­σε­ως.

Ἡ πα­ρά­στα­σή μας ὡς πρός τή δι­ά­τα­ξη τῶν σω­μά­των τοῦ Κυ­ρί­ου, τῆς Θε­ο­τό­κου, τοῦ Ἰ­ω­σήφ καί τοῦ Ἰ­ω­άν­νου ἔ­χει στε­νή τυ­πο­λο­γι­κή σχέ­ση μέ τήν ἴ­δι­α πα­ρά­στα­ση τῆς Σταυ­ρο­νι­κή­τα, τοῦ Ἀ­να­παυ­σᾶ καί τῆς Μο­νῆς Φι­λαν­θρω­πι­νῶν.[28]

Στήν Φι­λαν­θρω­πι­νῶν μά­λι­στα βρί­σκε­ται μπρο­στά στό σκή­νω­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ καί τό σεν­τό­νι, τό ὁ­ποῖ­ο βέ­βαι­α συ­ναν­τᾶ­ται καί σέ ἄλ­λες ὅ­μοι­ες πα­ρα­στά­σεις,
ὅ­πως στόν ἅ­γι­ο Νι­κό­λα­ο τῆς C­U­R­T­EA DE A­R­G­ES[29] καί στόν ἅγιο Ἠλία τῆς SUCΕΑVΑ.[30]

Στόν Ἀ­να­παυ­σᾶ ὁ Ἰ­ω­άν­νης κρα­τεῖ μέ τό ἀ­ρι­στε­ρό του χέ­ρι τό χέ­ρι τοῦ Κυ­ρί­ου, ἐ­νῶ μέ τό δε­ξί του στη­ρί­ζε­ται πά­νω στή μαρ­μά­ρι­νη σαρ­κο­φά­γο, ὅ­πως ἐ­δῶ ἀν­τί­στοι­χα πά­νω στό νε­κρι­κό κρεβ­βά­τι. Ἄ­γνω­στος εἶ­ναι ὁ λό­γος πού ὁ ζω­γρά­φος ἐ­δῶ χρη­σι­μο­ποι­εῖ νε­κρι­κό κρεβ­βά­τι, κά­τι πα­ρό­μοι­ο δη­λα­δή μέ αὐ­τό τῆς εἰ­κό­νας τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου.

Καί ἀ­κό­μη ὁ μι­κρός χω­ρίς πλά­τη θρό­νος πά­νω στόν ὁ­ποῖ­ο κά­θε­ται ἡ Πα­να­γί­α, πα­τών­τας σέ τε­τρά­γω­νο ὑ­πο­πό­δι­ο. Οἱ συ­νή­θεις πα­ρα­στά­σεις, στή Σταυ­ρο­νι­κή­τα, Ἀ­να­παυ­σᾶ, Φι­λαν­θρω­πι­νῶν, Βα­το­πε­δί­ου, Λα­ύ­ρας, Ἁ­γί­ου Παν­τε­λε­ή­μο­νος, N­E­R­E­ZI, Ἁ­γί­ου Γε­ώρ­γι­ου K­U­R­DI-N­O­VO, Μαυ­ρι­ώ­τισ­σας Κα­στο­ρι­ᾶς, ἔ­χουν μαρ­μά­ρι­νη σαρ­κο­φά­γο πά­νω στήν ὁ­ποί­α κεῖ­ται ὁ Χρι­στός.

Ἡ Ἀνάσταση (εἰκ. 23)

Ἡ πα­ρά­στα­ση τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως δέν σώ­ζε­ται ὁ­λό­κλη­ρη. Μπο­ροῦ­με ὅ­μως νά ξε­χω­ρί­σου­με τόν τά­φο σφρα­γι­σμέ­νο, το­ύς στρα­τι­ῶ­τες «ὑ­πνοῦν­τες» καί κά­ποι­ον νά πα­τεῖ πά­νω στόν τά­φο. Ἡ φθο­ρά δέν μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νά μι­λή­σου­με μέ ἀ­κρί­βει­α γιά τό ἄν εἶ­ναι Ἄγ­γε­λος πού με­τα­φέ­ρει τό ἀ­να­στά­σι­μο μή­νυ­μα ἤ γιά τό ἄν εἶ­ναι ὁ Χρι­στός, θέ­μα σα­φῶς ἐ­πη­ρε­α­σμέ­νο ἀ­πό τήν τέ­χνη τῆς Δύ­σης.

Ἡ ψευ­δο­ρο­φή, ἡ ὑ­γρα­σί­α καί ἡ το­πο­θέ­τη­ση τοῦ Τέμ­πλου ἔ­βλα­ψαν ση­μαν­τι­κά τό θέ­μα. Εἶ­ναι σα­φές πάν­τως ὅ­τι ἡ Ἀ­νά­στα­ση δέν ἱ­στο­ρεῖ­ται μέ τήν γνω­στή κά­θο­δο τοῦ Χρι­στοῦ στόν Ἅ­δη. Κά­ποι­α κοι­νά στοι­χεῖ­α, ὡς πρός τήν θέ­ση καί κί­νη­ση τῶν στρα­τι­ω­τῶν – φρου­ρῶν, ἀλ­λά καί ὡς πρός τήν κά­λυ­ψη καί τήν σφρά­γι­ση τοῦ τά­φου συ­ναν­τᾶ­με στήν Σταυ­ρο­νι­κή­τα.

EIKONES0064

Στή με­σα­ί­α με­γά­λη ζώ­νη τοῦ βο­ρε­ί­ου το­ί­χου, εἰ­κο­νί­ζον­ται στρα­τι­ω­τι­κοί ἅ­γι­οι· ἄλ­λοι φο­ροῦν πλή­ρη στρα­τι­ω­τι­κή στο­λή καί ἄλ­λοι κρα­τοῦν ἀ­πό τή μί­α τό σταυ­ρό κι ἀ­πό τήν ἄλ­λη τό ξί­φος, φο­ρών­τας στο­λή μάρ­τυ­ρος.

Οἱ Ἅ­γι­οι εἰ­κο­νί­ζον­ται σέ φυ­σι­κό μέ­γε­θος καί τό ὕ­φος τῶν κε­φα­λῶν τους εἶ­ναι στήν ἴ­δι­α εὐ­θε­ί­α. Ὅ­λοι ἐ­λα­φρο­πα­τοῦν στό ἔ­δα­φος καί εἶ­ναι ζω­γρα­φι­σμέ­νοι σέ κα­τά μέ­τω­πο στά­ση πλήν τοῦ ἁ­γί­ου Μερ­κου­ρί­ου καί τοῦ ἁ­γί­ου Νέ­στο­ρος. Ἀ­πό τίς σω­ζό­με­νες πα­ρα­στά­σεις, ἀ­πό τό Β.Δ. μέ­ρος τοῦ το­ί­χου, βρί­σκον­ται:

Εἰκ. 23. Ἡ Ἀνάσταση.

Ὁ ἅγιος Ἀρτέμιος (εἰκ. 24)

Σώ­ζε­ται μό­νο τό ἄ­νω μέ­ρος τοῦ σώ­μα­τός του. Φο­ρεῖ ἱ­μά­τι­ο κοκ­κι­νό­χρω­μο καί ἀ­χει­ρί­δω­το χι­τώ­να, στή δέ δε­ξιά Του κρα­τεῖ σταυ­ρό. Στήν κε­φα­λή φέ­ρει δι­ά­δη­μα. Ἡ ἐ­πι­γρα­φή σώ­ζε­ται μό­νο τμη­μα­τι­κά, δη­λα­δή, ..Τ..ΜΗΟΣ.

Ὁ χι­τώ­νας εἶ­ναι στήν ἀ­πό­χρω­ση τῆς ὤ­χρας καί στήν ἄ­κρη κα­τα­λή­γει σέ μάλ­λι­νο. Μορ­φο­λο­γι­κά μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με ὅ­τι ταυ­τί­ζε­ται μέ τόν ἅ­γι­ο Ἀρ­τέ­μι­ο ὅ­πως του­λά­χι­στον τόν πε­ρι­γρά­φει ἡ Ἑρ­μη­νε­ί­α. Πα­ρό­μοι­ο θέ­μα μέ τήν αὐ­τή κί­νη­ση συ­ναν­τᾶ­με στά Με­τέ­ω­ρα στό πα­λαιό Κα­θο­λι­κό τῆς Μο­νῆς τοῦ ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, ἐ­νῶ στή Μο­νή Σταυ­ρο­νι­κή­τα ὁ Ἅ­γι­ος δέν εἰ­κο­νί­ζε­ται ὡς μάρ­τυ­ρας ἀλ­λά φέ­ρει πλή­ρη στρα­τι­ω­τι­κή ἐ­ξάρ­τη­ση.

Ὁ ἅγιος Νικήτας (εἰκ. 25)

Εἰκ. 25. Ὁ ἅγιος Νικήτας.

Εἰκ. 24. Ὁ ἅγιος Ἀρτέμιος.

EIKONES0063 EIKONES0048

Εἰ­κο­νί­ζε­ται σέ ἀ­νά­λο­γη μέ τόν ἅ­γι­ο Ἀρ­τέ­μι­ο στά­ση, λε­βεν­τό­κορ­μος μέ αὐ­στη­ρή καί δι­εισ­δυ­τι­κή μα­τι­ά. Φο­ρεῖ ἱ­μά­τι­ο καί κοντό χει­ρι­δω­τό χι­τώ­να, ἐ­νῶ ἕ­νας πλο­ύ­σι­ος μαν­δύ­ας, πού οἱ ἄ­κρες του κα­τα­λή­γουν σέ μάλ­λι­νο σάν εἶ­δος γο­ύ­νας, κα­λύ­πτει τόν ἀ­ρι­στε­ρό του ὦ­μο καί ἀ­φή­νει ἐ­λε­ύ­θε­ρο τό δε­ξί του χέ­ρι πού κρα­τεῖ τόν Σταυ­ρό. Στό ἀ­ρι­στε­ρό χέ­ρι κρα­τεῖ ξί­φος μέ­σα σέ θή­κη. Ὁ πο­δή­ρης χι­τώ­νας καί ὁ κον­τός χει­ρι­δω­τός στίς ἀ­πο­λή­ξεις τους φέ­ρουν κεν­τη­τή δι­α­κό­σμη­ση. Τό πρό­σω­πο τοῦ Ἁ­γί­ου

ἔ­χει ὡ­ραῖ­ο πλά­σι­μο στά χρώ­μα­τα, ἐ­κεῖ ὅ­μως πού δη­μι­ουρ­γεῖ­ται κά­ποι­α ἀν­τί­θε­ση εἶ­ναι τό δυ­σα­νά­λο­γο ἄ­νοιγ­μα τοῦ κά­τω μέ­ρους, δη­λα­δή τό κρά­σπε­δο τοῦ ἱ­μα­τί­ου, πού δε­ί­χνει κά­ποι­α ἀ­συμ­με­τρί­α, κα­θώς καί τό σκλη­ρό φώ­τι­σμα τοῦ μαν­δύ­α.

Πι­θα­νό κα­τά τή φά­ση τῆς ἐ­πι­ζω­γρα­φί­σε­ως ὁ Ἅ­γι­ος δέχ­τη­κε κά­ποι­ες ἐ­πι­δι­ορ­θώ­σεις, ἴ­σως καί ἀλ­λα­γές.

Πάν­τως ὁ τύ­πος τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κή­τα ὅ­πως ἐμ­φα­νί­ζε­ται στό Βα­το­πέ­δι, στή Φι­λαν­θρω­πι­νῶν,[31] στά Με­τέ­ω­ρα καί στό ΝΑ­G­Ο­R­Ι­C­Ι­ΝΟ, ἔ­χει μό­νο ὡς πρός τή EIKONES0049

μορφή τοῦ προ­σώ­που ὁ­μοι­ό­τη­τα, κι ὄ­χι ὡς πρός τήν ὅ­λη ἐμ­φά­νι­ση, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ἐ­δῶ ὁ Ἅ­γι­ος δέν φέ­ρει πλή­ρη στρα­τι­ω­τι­κή ἐ­ξάρ­τη­ση.

Ἀ­πό τά ἀ­νω­τέ­ρω μνη­μεῖ­α λε­ί­πει ὁ Σταυ­ρός ἀ­πό τό χέ­ρι τοῦ Ἁ­γί­ου, ἐ­νῶ στή Σταυ­ρο­νι­κή­τα ὁ Ἁ­γι­ος κρα­τεῖ τό σπα­θί του γυ­μνό μέ τά δυό του χέ­ρι­α σέ δι­α­γώ­νι­α θέ­ση ὡς πρός τό σῶ­μα του.[32] Στόν ἴ­δι­ο πε­ρί­που τύ­πο μέ τῆς Χω­ρο­ύ­δας ὅ­που, ὁ Ἅ­γι­ος ἱ­στο­ρεῖ­ται ὡς Μάρ­τυ­ρας, συ­ναν­τᾶ­ται στό πα­λαιό Κα­θο­λι­κό τῆς Μο­νῆς Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου τῶν Με­τε­ώ­ρων (ἀ­δη­μο­σί­ευ­τη).

Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Πέρσης (εἰκ. 26, 27, 28)

Πα­ρι­στά­νε­ται σέ στά­ση βα­δί­σμα­τος, πρός τά δε­ξιά καί τό βλέμ­μα στραμ­μέ­νο πρός τόν θε­α­τή. Φο­ρεῖ στρα­τι­ω­τι­κή στο­λή, μέ θώ­ρα­κα καί προ­στα­τευ­τι­κό πε­ρί­βλη­μα στό κά­τω μέ­ρος τοῦ κορ­μι­οῦ, πού τό πλέ­ξι­μό του μι­μεῖ­ται φτε­ρά. Στό δε­ξί χέ­ρι κρα­τεῖ ὑ­ψω­μέ­νο ξί­φος πού συγ­κρα­τεῖ­ται μέ τό ἀ­ρι­στε­ρό, σέ ἴ­δι­α ἀ­κρι­­βῶς κί­­νη­ση μέ τόν ἅ­γι­ο Νι­κή­τα τῆς Σταυ­ρο­νι­κή­τα καί τόν ἅ­γι­ο Προ­κό­πι­ο τῆς Φι­λαν­θρω­πι­νῶν.

Εἰκ. 26. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Πέρσης.

Στόν ἀ­ρι­στε­ρό του ὦ­μο κρέ­με­ται ἀ­σπί­δα καί στόν δε­ξί εἶ­ναι πε­ρα­σμέ­νο τό τό­ξο ἐ­νῶ μέ τόν βρα­χί­ο­να συγ­κρα­τεῖ τό δό­ρυ του. Στή μέ­ση του κρέ­με­ται ἡ θή­κη τοῦ ξί­φους καί πί­σω του κρέ­με­ται μαν­δύ­ας ὁ ὁ­ποῖ­ος συγ­κρα­τεῖ­ται προ­φα­νῶς
ἀ­πό τόν θώ­ρα­κα. Στό κε­φά­λι φο­ρεῖ ἰ­δι­ό­τυ­πο κά­λυμ­μα. Εἶ­ναι νέ­ος μαυ­ρο­δι­χα­λο­γέ­νης κα­θώς τόν πε­ρι­γρά­φει ἡ Ἑρ­μη­νε­ί­α. Πρό­κει­ται γιά μιά πα­ρά­στα­ση τε­χνι­κό­τα­τα ζω­γρα­φι­σμέ­νη, μέ ἐ­ξαι­ρε­τι­κό πλά­σι­μο τῶν χρω­μά­των καί τῶν σαρ­κω­μά­των.

Φυ­σι­ο­γνω­μι­κά ἡ πα­ρά­στα­σή μας ἔ­χει στε­νό­τε­ρη συγ­γέ­νει­α μέ τόν ἅ­γι­ο Ἰ­ά­κω­βο τοῦ Ἀ­να­παυ­σᾶ ὅ­που, ὅ­μως ἐ­κεῖ ὁ Ἅ­γι­ος πα­ρι­στά­νε­ται ὡς Μάρ­τυ­ρας μέ τόν Σταυ­ρό στήν δε­ξιά, ὅ­πως καί στήν ἀ­νά­λο­γη πα­ρά­στα­ση τῆς Σταυ­ρο­νι­κή­τα καί τῆς Τρα­πέ­ζης τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Δι­ο­νυ­σί­ου.

Τό κά­λυμ­μα τῆς κε­φα­λῆς τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­α­κώ­βου τῆς Χω­ρο­ύ­δας δέν συ­ναν­τᾶ­ται σέ κα­μιά ἄλ­λη πα­ρά­στα­ση. Μέ τόν ἅ­γι­ο Ἰ­ά­κω­βο τῆς Φι­λαν­θρω­πι­νῶν ἔ­χει ἀρ­κε­τή ὁ­μοι­ό­τη­τα ὡς πρός τή στρα­τι­ω­τι­κή ἐ­ξάρ­τη­ση κα­θώς καί μέ τόν
EIKONES0065 EIKONES0016

τῆς Βα­το­πε­δί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος σχε­δόν ταυ­τί­ζε­ται μέ τόν ἅ­γι­ο Ἰ­ά­κω­βο τῆς Φι­λαν­θρω­πι­νῶν. Συγ­γε­νεῖς πα­ρα­στά­σεις συ­ναν­τᾶ­με στή Μο­νή Βαρ­λα­άμ καί στό Με­γά­λο Με­τέ­ω­ρο.

Εἰκ. 27. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Πέρσης, λεπτομέρεια.

Εἰκ. 28. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Πέρσης,
Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα.

Ὡς Μάρ­τυ­ρας πα­ρι­στά­νε­ται ὁ ἅ­γι­ος στή ΖΙCΑ[33] καί στό ΝΑ­C­O­R­Ι­C­Ι­ΝO μέ τε­λε­ί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κό κά­λυμ­μα τῆς κε­φα­λῆς[34] ὅ­πως καί στό πα­ρεκ­κλή­σι­ο τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου στή Μαυ­ρι­ώ­τισ­σα τῆς Κα­στο­ρι­ᾶς.[35]

EIKONES0017

Ὁ ἅγιος Χριστοφόρος (εἰκ. 29)

Εἰ­κο­νο­γρα­φεῖ­ται σέ ἀ­νά­λο­γη μέ τόν ἅ­γι­ο Ἰ­ά­κω­βο στά­ση. Φέ­ρει πλή­ρη στρα­τι­ω­τι­κή στο­λή, στό δε­ξί χέ­ρι κρα­τᾶ τό δό­ρυ του ἐ­νῶ στό ἴ­δι­ο χέ­ρι εἶ­ναι πε­ρα­σμέ­νο τό τό­ξο. Στόν ἀ­ρι­στε­ρό ὦ­μο του εἶ­ναι δε­μέ­νη καί κρε­μα­σμέ­νη ἡ ἀ­σπί­δα του, μέ σφυ­ρί­λα­τες πα­ρα­στά­σεις, ἐ­νῶ στό ἀ­ρι­στε­ρό του χέ­ρι στό ὕ­ψος τῆς μέ­σης κρα­τεῖ τό σπα­θί πού εἶ­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νο σέ μα­κριά, ἕ­ως τήν κνή­μη, θή­κη. Φέ­ρει θώ­ρα­κα πού φυ­λάσ­σει τό ἄ­νω καί κά­τω μέ­ρος τοῦ σώ­μα­τός του καί κα­λύ­πτει ἐν μέ­ρει το­ύς ὤ­μους του. Κά­τω ἀ­πό τό θώ­ρα­κα ὁ Ἅ­γι­ος φο­ρεῖ κοντό ὡς τά γό­να­τα χι­τώ­να, πού κα­τα­λή­γει σέ κεν­τη­μέ­νη δι­α­κό­σμη­ση. Τά πό­δι­α του, ὅ­πως καί τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­α­κώ­βου εἶ­ναι κα­λυμ­μέ­να.

Ἕ­νας μαν­δύ­ας πρα­σί­νου χρώ­μα­τος τυ­λί­γει τόν λαι­μό καί τίς πλά­τες τοῦ Ἁ­γί­ου καί πέφ­τει μέ­χρι κά­τω, ἀ­πό τόν δε­ξί ὦ­μο του. Ἡ ἐ­πι­γρα­φή πού ὑ­πάρ­χει στά ἀ­ρι­στε­ρά τῆς πα­ρα­στά­σε­ως γρά­φει: «Ὁ ἅΓΙΟΣ ΧΡΙΣΤΩΦόΡΟΣ». Ὁ τύ­πος τοῦ ἁ­γί­ου Χρι­στο­φό­ρου, ὅ­πως πα­ρι­στά­νε­ται ἐ­δῶ, εἶ­ναι βε­βα­ί­ως τε­λε­ί­ως δι­ά­φο­ρος ἀ­πό τόν τύ­πο τοῦ Ἁ­γί­ου πού κα­θι­έ­ρω­σε ὁ Θε­ο­φά­νης στόν Ἀ­να­παυ­σᾶ, στή Λα­ύ­ρα καί στή Σταυ­ρο­νι­κή­τα ὅ­που, ὁ Ἅ­γι­ος φέ­ρει στόν ὦ­μο τόν μι­κρό Χρι­στό καί κρα­τεῖ ἀν­θι­σμέ­νο ρα­βδί στό χέ­ρι, δι­α­σχί­ζον­τας τόν πο­τα­μό.

Εἰκ. 29. Ὁ ἅγιος Χριστοφόρος.

Στό ΝΑ­C­O­R­Ι­C­Ι­ΝO ὁ Ἅ­γι­ος εἰ­κο­νί­ζε­ται ὡς στρα­τι­ω­τι­κός κρα­τών­τας στό δε­ξί του χέ­ρι τό δό­ρυ ἐ­νῶ στόν ἀ­ρι­στε­ρό του ὦ­μο κρέ­με­ται με­γά­λη ἀ­σπί­δα. Τά μαλ­λιά μα­κριά πέφ­τουν στόν δε­ξιό ὦ­μο τοῦ Ἁ­γί­ου, ὅ­πως καί στήν δι­κή μας πα­ρά­στα­ση.[36]

Τά προ­σω­πο­γρα­φι­κά στοι­χεῖ­α βέ­βαι­α καί στίς τρεῖς πα­ρα­στά­σεις τοῦ Θε­ο­φά­νη εἶ­ναι τά ἴ­δι­α, ἐ­δῶ ἁ­πλῶς ἔ­χου­με νά κά­νου­με μέ στρα­τι­ω­τι­κό Ἅ­γι­ο.

EIKONES0009

Εἰκ. 31. Ὁ ἅγιος Μερκούριος.

Ὁ ἅγιος Μερκούριος (εἰκ. 30, 31)

EIKONES0004

Ὁ Στρα­τη­λά­της Ἅ­γι­ος εἰ­κο­νί­ζε­ται πά­νο­πλος, φο­ρεῖ θώ­ρα­κα πού κα­τα­λή­γει λί­γο πιό κά­τω ἀ­πό τή μέ­ση σέ ἀ­πο­μί­μη­ση φτε­ρῶν. Ἡ πα­νο­πλί­α του κα­λύ­πτει ὅ­λο τό πά­νω μέ­ρος τοῦ σώ­μα­τος καί το­ύς ὤ­μους τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἡ φα­ρέ­τρα στά δε­ξιά του γε­μά­τη βέ­λη, ἐ­νῶ στήν ἀ­ρι­στε­ρή του πλευ­ρά ἔ­χει ζω­σμέ­νο τό σπα­θί του. Στόν δε­ξί ὦ­μο κρέ­με­ται τό τό­ξο του καί μέ τόν βρα­χί­ο­να συγ­κρα­τεῖ τό δό­ρυ του.

Εἰκ. 30. Ὁ ἅγιος Μερκούριος, λεπτομέρεια.

Ἡ ἀ­σπί­δα του στόν ἴ­δι­ο τύ­πο μέ τοῦ ἁ­γί­ου Χρι­στο­φό­ρου κρέ­με­ται στ᾽ ἀ­ρι­στε­ρά του, ἐ­νῶ μέ τά δυό του χέ­ρι­α κρα­τεῖ κοντό δό­ρυ καί ση­μα­δε­ύ­ει τόν Ἰ­ου­λι­α­νό τόν Πα­ρα­βά­τη. Φο­ρεῖ με­γα­λό­πρε­πη πε­ρι­κε­φα­λα­ί­α πού καλύ­πτει καί τόν λαι­μό του. Εἶ­ναι ὀ­λι­γο­γέ­νει­ος, νέ­ος, πα­νύ­ψη­λος, ὄ­μορ­φος μέ ἤ­ρε­μο βλέμ­μα.

Σύμ­φω­να μέ τό συ­να­ξά­ρι­ό του «ἦν δὲ ὃ­τε τοὺς ἀ­γῶ­νας δι­ή­θλη­σεν ἐ­τῶν κε´, μέ­γε­θος ἔ­χων σώ­μα­τος, τὴν ὄ­ψιν δι­α­πρε­πής, τὴν κό­μην ξαν­θός, συ­νε­πι­τρέ­πον­τος αὐ­τῷ τοῦ κα­τὰ τὰς πα­ρει­ὰς ἐ­ρυ­θή­μα­τος».[37] Πρό­κει­ται γιά μιά θαυ­μά­σι­α πα­ρά­στα­ση πού ἑρ­μη­νε­ύ­ει μέ ζων­τά­νι­α τίς πλη­ρο­φο­ρί­ες τοῦ συ­να­ξα­ρί­ου· «οὗ­τος ἦν
ἐ­πὶ Δε­κί­ου καὶ Βα­λε­ρί­ου τῶν βα­σι­λέ­ων, ἐκ γῆς ἀ­να­το­λῶν.­.. Ἀ­ρι­στε­ύ­σας δὲ πο­τὲ κα­τὰ τῶν βαρ­βά­ρων, προ­ο­φθέν­τος αὐ­τῷ ἀγ­γέ­λου καὶ θάρ­σος ἐν­θέν­τος, εἰς τὴν τοῦ στρα­τη­λά­του πα­ρὰ τοῦ βα­σι­λέ­ως τάξιν προσήχθη».
[38] Ὁ ἅ­γι­ος Μερ­κο­ύ­ρι­ος ἰ­δι­α­ί­τε­ρα ἀ­γα­πη­τός στίς βό­ρει­ες πε­ρι­ο­χές, ἀ­παν­τᾶ συ­χνά στίς εἰ­κο­νο­γρα­φί­σεις ἀ­πό τῆς ἐ­πο­χῆς τῶν Πα­λαι­ο­λό­γων.

EIKONES0056

Πα­ρα­στά­σεις τοῦ ἰ­δί­ου τύ­που μέ ἐ­λά­χι­στες δι­α­φο­ρές στή δι­α­κό­σμη­ση εἶ­ναι τῆς Μο­νῆς Φι­λαν­θρω­πι­νῶν,[39] ἐ­πί­σης συ­ναν­τᾶ­ται στή Μαυ­ρι­ώ­τισ­σα τῆς Κα­στο­ρι­ᾶς,[40] στόν ἅ­γι­ο Ἀν­δρέ­α Ρου­σο­ύ­λη Κα­στο­ρι­ᾶς,[41] στή Μο­νή Ντί­λι­ου,[42] στή Μο­νή Βαρ­λα­άμ καί μέ πα­ραλ­λα­γές στή Σταυ­ρο­νι­κή­τα, ὅ­που δι­α­φέ­ρουν στήν πε­ρι­κε­φα­λα­ί­α καί στήν ἔλ­λει­ψη τῆς ἀ­σπί­δας. Στόν Ἀ­να­παυ­σᾶ,[43] ὁ ἅ­γι­ος Μερ­κο­ύ­ρι­ος ἱ­στο­ρεῖ­ται σέ δι­α­φο­ρε­τι­κό τύ­πο, στή δέ Μο­λυ­βοκ­κλη­σιά εἰ­κο­νί­ζε­σαι στόν τύ­πο τῶν Να­ῶν τοῦ ἁ­γί­ου Κλή­μη τῆς Ἀ­χρί­δας, τοῦ ΝΑ­G­Ο­R­Ι­C­Ι­ΝΟ, καί τοῦ Πρω­τά­του,[44] ὅ­πως καί στήν Βα­το­πε­δί­ου σέ κα­τά μέ­τω­πο στά­ση κρα­τών­τας στό δε­ξί τό ξί­φος καί στό ἀ­ρι­στε­ρό στρόγ­γυ­λη ἀ­σπί­δα. Στόν ἴ­δι­ο τύ­πο μέ τόν ἅ­γι­ο Μερ­κο­ύ­ρι­ο τῆς Βα­το­πε­δί­ου πα­ρι­στά­νε­ται ὁ Ἅ­γι­ος καί στήν Τρά­πε­ζα τῆς Μο­νῆς Δι­ο­νυ­σί­ου,[45] ἐ­νῶ ὁ ἅ­γι­ος Μερ­κο­ύ­ρι­ος τῆς Μο­νῆς Μυρ­τι­ᾶς καί τῆς Χε­λαν­δα­ρί­ου εἶ­ναι ἀ­σκε­πής (εἰκ. 32).

Εἰκ. 32. Ὁ ἅγιος Μερκούριος,
Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα.

Ἐ­πί­σης ὁ ἅ­γι­ος Μερ­κο­ύ­ρι­ος τοῦ πα­λαι­οῦ Κα­θο­λι­κοῦ τῆς Μο­νῆς Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου Με­τε­ώ­ρων, ἔ­χει κά­ποι­α κοι­νά ση­μεῖ­α μέ τόν ἅ­γι­ο Μερ­κού­ρι­ο τῆς Χω­ρο­ύ­δας. Ἡ ἴ­δι­α σχε­δόν μορφή τοῦ πορ­τρα­ί­του τοῦ Ἁ­γί­ου, ἡ ταυ­τό­τη­τα τῶν χρω­μά­των στίς δύ­ο πα­ρα­στά­σεις, ὁ πρά­σι­νος χει­ρι­δω­τός χι­τώ­νας, ὁ κόκ­κι­νος μαν­δύ­ας πού τόν πε­ρι­βάλ­λει, ἡ ἴ­δι­α συγ­κρά­τη­ση τοῦ δό­ρα­τος, καί ὁ αὐ­τός σχε­δι­α­σμός στήν κά­λυ­ψη τῶν πο­δι­ῶν συν­δέ­ει τίς δύ­ο πα­ρα­στά­σεις (εἰκ. 32). Μί­α ἀ­πό τίς δι­α­φο­ρές εἶ­ναι ὁ τρό­πος πού ὁ Ἅ­γι­ος τῆς Με­τε­ω­ρί­τι­κης Μο­νῆς κρα­τεῖ τό μι­κρό δό­ρυ πού το­ξε­ύ­ει. Ἡ κί­νη­σή αὐ­τή εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μη μέ τήν ἀ­νά­λο­γη πα­ρά­στα­ση τῆς Σταυ­ρο­νι­κή­τα.

Ὁ ἅγιος Θεόδωρος

ὁ Στρατηλάτης (εἰκ. 33)

EIKONES0050

Πα­ρι­στά­νε­ται σέ κα­τά μέ­τω­πο στά­ση στόν τύ­πο τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κή­τα καί μέ πα­ρό­μοι­α ἀμ­φί­ε­ση. Στή δε­ξιά κρα­τεῖ τόν Σταυ­ρό ἐ­νῶ ἡ ἀ­ρι­στε­ρά εἶ­ναι ἀ­νε­στραμ­μέ­νη κα­τά τό συ­νή­θη τύ­πο τῶν Μαρ­τύ­ρων. Δέν κρα­τεῖ ξί­φος οὔ­τε φέ­ρει ἄλ­λο στρα­τι­ω­τι­κό ἔμ­βλη­μα παρ᾽ ὅ­τι ἡ εἰ­κό­να ἐ­πι­γρά­φε­ται ὡς «Α­ΓΙ­ΟΣ ΘΕ­Ο­ΔΩ­ΡΟΣ Ο ΣΤΡΑ­ΤΗ­ΛΑ­ΤΗΣ». Σύμ­-
φω­να μέ τήν πε­ρι­γρα­φή τῆς Ἑρ­μη­νε­ί­ας,[46] ὁ Ἅ­γι­ος εἰ­κο­νί­ζον­ταν ὡς

«νέ­ος σγου­ρο­κέ­φα­λος, βουρ­λο­γέ­νης» καί σέ ἄλ­λο ση­μεῖ­ο «σγου­ρο­κέ­φα­λος δι­χα­λο­γέ­νης» (εἰκ. 34).

Εἰκ. 33. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος
ὁ Στρατηλάτης.

Εἰκ. 34. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος
ὁ Στρατηλάτης, λεπτομέρεια.

EIKONES0052

Ἡ πα­ρά­στα­σή μας κι­νεῖ­ται στόν ἴ­δι­ο ἀ­κρι­βῶς προ­σω­πο­γρα­φι­κό τύ­πο πού μᾶς δί­νει ἡ Ἑρ­μη­νε­ί­α, ἀλ­λά καί συγ­κρι­νό­με­νος μέ τίς ἀν­τί­στοι­χες πα­ρα­στά­σεις τῆς Σταυ­ρο­νι­κή­τα, τῆς Φι­λαν­θρω­πι­νῶν,[47] τῆς Μο­νῆς Βαρ­λα­άμ (ἀ­δη­μο­σί­ευ­τη), καί τῆς Ρα­σι­ώ­τισ­σας[48] βλέ­που­με ὅ­τι ταυ­τί­ζον­ται ὡς πρός τή μορφή. Βέ­βαι­α ὁ κα­θι­ε­ρω­μέ­νος στή βυ­ζαν­τι­νή πα­ρά­δο­ση τύ­πος τοῦ ἁ­γί­ου Θε­ο­δώ­ρου εἶ­ναι ὁ τοῦ στρα­τι­ω­τι­κοῦ Ἁ­γί­ου, ὅ­πως του­λά­χι­στον εἶ­ναι γνω­στός ἀ­πό τήν πα­λαι­ο­λό­γει­α ἀ­κό­μη ἐ­πο­χή στό Πρω­τά­το,[49] στό Χελανδάρι,[50] στόν Ὀρφανό,[51] καί ἀργότερα στή Σταυ­ρονικήτα,[52] καί στά ἄλ­λα μνη­μεῖ­α τῆς με­τα­βυ­ζαν­τι­νῆς πε­ρί­ο­δου. Στήν δέ Τρά­πε­ζα τῆς Δι­ο­νυ­σί­ου εἰ­κο­νί­ζε­ται μέ στο­λή ἀρ­χον­τι­κή δι­α­κο­σμη­μέ­νη μέν ἀλ­λά χω­ρίς στρα­τι­ω­τι­κά δι­ά­ση­μα.

Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Τήρων (εἰκ. 35, 36)

«Μαυ­ρο­γέ­νης τὰ μα­λί­α ἄ­νω­θεν τῶν ὤ­των ἔ­χων», κα­θώς ὁ Δι­ο­νύ­σι­ος τόν πε­ρι­γρά­φει εἰ­κο­νί­ζε­ται σέ κα­τά μέ­τω­πο στά­ση. Κρα­τεῖ Σταυ­ρό κο­σμη­μέ­νο στή δε­ξιά, ἐ­νῶ μέ τήν ἀ­ρι­στε­ρά του κρα­τεῖ τόν μαν­δύ­α του, ποὺ ἑ­νώ­νε­ται μπρο­στά στό στῆ­θος καί κα­λύ­πτει τίς πλά­τες τοῦ ἁ­γί­ου καί τό ἀ­ρι­στε­ρό του χέ­ρι.

Τά ἐν­δύ­μα­τά του φα­ί­νον­ται πλο­ύ­σι­α, ἀρ­χον­τι­κά καί φέ­ρουν πά­νω δι­α­κο­σμή­σεις μέ ἀν­θι­κές πα­ρα­στά­σεις, ἔρ­γο προ­φα­νῶς
ἐ­πι­ζω­γρα­φί­σε­ως, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι εἶ­ναι ὁ ­μό­νος Ἅ­γι­ος πού ἔ­χει πα­ρό­μοι­ο δι­ά­κο­σμο στά ἐν­δύ­μα­τά του, μέ ἐ­ξα­ί­ρε­ση ἴ­σως τόν πα­ρα­κε­ί­με­νο ἅ­γι­ο Θε­ό­δω­ρο τόν Στρα­τη­λά­τη πού ὑ­πάρ­χουν κά­ποι­α ἴ­χνη πα­ρό­μοι­ας δι­α­κο­σμή­σε­ως στόν πο­δή­ρη χι­τώ­να του. Ἀ­νά­λο­γη δι­α­κό­σμη­ση ἐν­δυ­μά­των συ­ναν­τᾶ­με καί στά ἐ­πι­ζω­γρα­φη­θέν­τα ἔρ­γα τοῦ πα­λαι­οῦ Κα­θο­λι­κοῦ τῆς Μο­νῆς Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου Με­τε­ώ­ρων καί ἰ­δι­α­ί­τε­ρα στόν χῶ­ρο τοῦ Ἱ­ε­ροῦ, στήν πα­ρά­στα­ση τοῦ ἁ­γί­ου Γερ­μα­νοῦ Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως καί σέ ἄλ­λους Ἱ­ε­ράρ­χες.

Εἰκ. 35. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Τήρων.

EIKONES0053

Ὁ ἅ­γι­ος Θε­ό­δω­ρος ὁ Τή­ρων, δέν φέ­ρει στρα­τι­ω­τι­κή στο­λή, πα­ρά τό σύ­νη­θες τοῦ εἰ­κο­νο­γρα­φι­κοῦ τό­που του ὡς στρα­τι­ω­τι­κοῦ Ἁ­γί­ου, ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με ἀ­πό τίς πα­ρα­στά­σεις τοῦ Πρω­τά­του, τῆς Χε­λαν­δα­ρί­ου, τοῦ Ὀρ­φα­νοῦ, καί κα­τό­πιν στά ἔρ­γα τῶν Κρη­τῶν ζω­γρά­φων τῆς Σταυ­ρο­νι­κή­τα, τῆς Φι­λαν­θρω­πι­νῶν, τοῦ Βαρ­λα­άμ, τῆς Ρα­σι­ώ­τισ­σας[53] καί ἄλλων.

Εἰκ. 36. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος
ὁ Τήρων, λεπτομέρεια.

EIKONES0031

Ὁ ἅγιος Προκόπιος – ΠΡΟΚΟΠΗΟΣ (εἰκ. 37)

Μέ τήν πα­ρά­στα­ση τοῦ ἁ­γί­ου Προ­κο­πί­ου ἐ­πα­νερ­χό­μα­στε στήν σει­ρά τῶν Ἁ­γί­ων πού φέ­ρουν στρα­τι­ω­τι­κή πε­ρι­βο­λή.

Ζω­γρα­φι­σμέ­νος σέ κα­τά μέ­τω­πο στά­ση, φέ­ρει πλή­ρη στρα­τι­ω­τι­κή στο­λή, πα­ρό­μοι­α καί μέ ἐ­λά­χι­στες δι­α­φο­ρές μέ τήν τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­α­κώ­βου τοῦ Πέρ­σου. Ψη­λός, νε­α­ρός, μέ εὐ­γε­νι­κή φυ­σι­ο­γνω­μί­α, κρα­τεῖ στό δε­ξί του χέ­ρι δι­α­γω­νί­ως τό δό­ρυ του, ἐ­νῶ μέ τό ἀ­ρι­στε­ρό συγ­κρα­τεῖ τήν ἀ­σπί­δα του. Ἕ­νας κόκ­κι­νος χι­τώ­νας σκε­πά­ζει τίς πλά­τες του καί σχη­μα­τί­ζει κόμ­πο κά­τω ἀ­πό τό ἀ­ρι­στε­ρό του χέ­ρι, ὁ δέ θώ­ρα­κας προ­στα­τε­ύ­ει ὅ­λο τό ἄ­νω μέ­ρος τοῦ σώ­μα­τος. Στήν κε­φα­λή φο­ρεῖ ἁ­πλό δι­ά­δη­μα, ἐ­νῶ τά σγου­ρά μαλ­λιά του στρω­μέ­να μα­ζε­ύ­ον­ται πί­σω ἀ­πό τά αὐ­τιά ὡς τή μέ­ση τοῦ λαι­μοῦ, στόν ἴ­δι­ο δη­λα­δή τύ­πο πού συ­ναν­τᾶ­ται στίς τοι­χο­γρα­φί­ες τοῦ Πρω­τά­του, τῆς Χε­λαν­δα­ρί­ου, τῆς Μο­νῆς τῆς Χώ­ρας, τοῦ ΝΑ­C­O­R­Ι­C­Ι­ΝO, τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου στή Μου­ζά­κη, τῆς Βα­το­πε­δί­ου, ἀλ­λά καί στή Σταυ­ρο­νι­κή­τα, Ἀ­να­παυ­σᾶ, Βαρ­λα­άμ καί Μο­νή Φι­λαν­θρω­πι­νῶν. Στήν ἀ­νά­λο­γη πα­ρά­στα­ση τοῦ πα­λαι­οῦ Κα­θο­λι­κοῦ τῆς Μο­νῆς Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου Με­τε­ώ­ρων ὁ Ἅ­γι­ος εἰ­κο­νί­ζε­ται κρα­τών­τας μέ τό δε­ξί χέ­ρι τό σπα­θί στραμ­μέ­νο πρός τά κά­τω, ἐ­νῶ μέ τό ἀ­ρι­στε­ρό του, πού κα­λύ­πτε­ται ἀ­πό ἀ­σπί­δα, συγ­κρα­τεῖ τό δό­ρυ του. Ἕ­νας κόκ­κι­νος δέ μαν­δύ­ας, ἀ­νά­λο­γος μέ τόν δι­κό μας, κα­λύ­πτει τόν Ἅ­γι­ο (εἰκ. 38).

Εἰκ. 37. Ὁ ἅγιος Προκόπιος

EIKONES0066

Θέ­μα πο­λύ ἀ­γα­πη­τό στο­ύς τε­χνί­τες ὁ ἅ­γι­ος Προ­κό­πι­ος, ἔ­χει πάν­το­τε θέ­ση στήν εἰ­κο­νο­γρά­φι­ση τῶν Να­ῶν, ἴ­σως γι­α­τί τό ὄ­νο­μά του συν­δέ­θη­κε ἀ­πό τή λα­ϊ­κή συ­νε­ί­δη­ση μέ τήν κα­τά Χρι­στόν προ­κο­πή καί τήν κα­τά Θε­όν τε­λε­ί­ω­ση.

Εἰκ. 38. Ὁ ἅγιος Προκόπιος, λεπτομέρεια.

EIKONES0054

Ὁ ἅγιος Νέστωρ (εἰκ. 39, 40)

Εἰ­κο­νί­ζε­ται σέ στά­ση πα­ρό­μοι­α μέ τόν ἅ­γι­ο Ἰ­ά­κω­βο τόν Πέρ­ση. Τό δε­ξί του πό­δι σέ στά­ση βα­δί­σμα­τος, ἡ δέ στά­ση τῶν χε­ρι­ῶν του καί τό κρά­τη­μα τοῦ ξί­φους ταυ­τί­ζον­ται ἀ­πό­λυ­τα μέ τόν ἅ­γι­ο Ἰ­ά­κω­βο, εἶ­ναι ἡ ἴ­δι­α ἀ­κρι­βῶς κί­νη­ση πού συ­ναν­τᾶ­με στόν ἅ­γι­ο Προ­κό­πι­ο τῆς Φι­λαν­θρω­πι­νῶν καί στόν ἅ­γι­ο Νι­κή­τα τῆς Μο­νῆς Σταυ­ρο­νι­κή­τα (εἰκ. 41).

Φο­ρεῖ στρα­τι­ω­τι­κή στο­λή καί θώ­ρα­κα πλο­ύ­σι­α δι­α­κο­σμη­μέ­νο. Ἕ­να βα­θύ­χρω­μο κόκ­κι­νο ἱ­μά­τι­ο σκε­πά­ζει τίς πλά­τες τοῦ Ἁ­γί­ου ἐ­νῶ στρογ­γυ­λή ἀ­σπί­δα κρέ­με­ται στόν δε­ξιό του ὦ­μο. Φέ­ρει ἁ­πλό δι­ά­δη­μα στήν κε­φα­λή, μέ σταυ­ρι­κό κό­σμη­μα στή μέ­ση, τά μαλ­λιά μα­ζε­ύ­ον­ται πί­σω ἐ­λε­ύ­θε­ρα καί ἀ­φή­νουν ἀ­νοιχ­τό τό νει­α­νι­κό πρό­σω­πο τοῦ Μάρ­τυ­ρα. Μορφή εὐ­γε­νι­κή, ρω­μα­λέ­α, γε­μά­τη δυ­να­μι­σμό καί ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα. Τήν ἴ­δι­α ἀ­κρι­βῶς κί­νη­ση τῆς κε­φα­λῆς συ­ναν­τᾶ­με καί στή Σταυ­ρο­νι­κή­τα, ὅ­που ἐ­κεῖ ὁ Θε­ο­φά­νης το­πο­θε­τεῖ ἐν στά­σει τόν Ἅ­γι­ο, κρα­τών­τας τή θή­κη μέ EIKONES0067

τό ἀ­ρι­στε­ρό καί τρα­βών­τας τό ξί­φος μέ τό δε­ξί χέ­ρι, ἕ­τοι­μος νά ἀν­τι­με­τω­πί­σει τόν Λυ­αῖ­ο. Σέ ἐν­το­νώ­τε­ρη κί­νη­ση καί μέ τά αὐ­τά προ­σω­πο­γρα­φι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἱ­στο­ρεῖ­ται ὁ Ἅ­γι­ος στή RΕSΑVΑ[54] τῆς Σερβίας.

Εἰκ. 39. Ὁ ἅ¬γι¬ος Νέ¬στωρ.

Ὁ ἅγιος Δημήτριος (εἰκ. 42)

Δί­πλα στόν ἅ­γι­ο Νέ­στο­ρα ἴ­σως εἶ­ναι ἡ φυ­σι­κώ­τε­ρη θέ­ση τοῦ ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου. Ἄλ­λω­στε ἡ κα­τε­ύ­θυν­ση τῶν βη­μά­των

Εἰκ. 40. Ὁ ἅ¬γι¬ος Νέ¬στωρ,
λεπτομέρεια.

τοῦ ἁ­γί­ου Νέ­στο­ρος πρός τόν ἅ­γι­ο Δη­μή­τρι­ο δεί­χνει αὐ­τό τό δε­σμό τῶν δύ­ο Ἁ­γί­ων.

EIKONES0068

Σο­βα­ρό νε­α­νι­κό πρό­σω­πο μέ σγου­ρά κον­το­κομ­μέ­να μαλ­λιά καί δι­ά­δη­μα πού κο­σμεῖ τήν κε­φα­λή τοῦ Ἁ­γί­ου, μέ σταυ­ρι­κό κό­σμη­μα στή μέ­ση, εἶ­ναι με­ρι­κά ἀ­πό τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τοῦ εἰ­κο­νι­ζο­μέ­νου. Ἡ Ἑρ­μη­νε­ί­α πε­ρι­γρά­φον­τας τή μορφή τοῦ Ἁ­γί­ου λέ­ει: «μαλ­λί­α ἄ­νω­θεν τῶν ὠ­τί­ων, καὶ ὀ­λί­γον στε­νώ­τε­ρα, ὅ­ταν κατ᾽ εὐ­θεῖ­αν βλέ­πει».[55]

Εἰ­κο­νί­ζε­ται πά­νο­πλος, κρα­τών­τας μέ τό δε­ξί χέ­ρι τό ὀρ­θο­στη­μέ­νο δό­ρυ, ἐ­νῶ τό ἀ­ρι­στε­ρό στό ὕ­ψος τῆς μέ­σης κρα­τεῖ τό ξί­φος του. Πλο­ύ­σι­ος μαν­δύ­ας πρα­σί­νου χρώ­μα­τος πέφ­τει ἀ­πό το­ύς ὤ­μους, δε­μέ­νος μέ κόμ­πο δε­ξιά.

Ἡ ἀ­σπί­δα του κρέ­με­ται στόν ἀ­ρι­στε­ρό του ὦ­μο, ὁ θώ­ρα­κας εἶ­ναι πλο­ύ­σι­α δι­α­κο­σμη­μέ­νος καί ἀ­πο­λή­γει σέ μί­μη­ση φτε­ρῶν, ἐ­νῶ ἕ­νας κόκ­κι­νος χι­τώ­νας κα­λύ­πτει τό ὑ­πό­λοι­πο, μέ­χρι τά γό­να­τα, μέ­ρος τοῦ σώ­μα­τός του.

Στόν ἴ­δι­ο εἰ­κο­νο­γρα­φι­κό τύ­πο ἱ­στο­ρεῖ­ται ὁ Ἅ­γι­ος στίς Πα­λαι­ο­λό­γει­ες καί στίς Κρη­τι­κές τοι­χο­γρα­φί­ες. Ἐν­δει­κτι­κά ση­μει­ώ­νου­με τίς
τοι­χο­γρα­φί­ες τοῦ ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου στόν ἅ­γι­ο Κλή­μη Ἀ­χρί­δας,[56] στό Πρω­τᾶ­το καί στό Χε­λαν­δά­ρι,[57] στήν Πε­ρί­βλε­πτο τοῦ Μυ­στρᾶ[58] καί στόν ἅ­γι­ο Ἀ­θα­νά­σι­ο τοῦ Μου­ζά­κη.[59]

Εἰκ. 41. Ὁ ἅγιος Νέστωρ,
Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα.

Στίς τοι­χο­γρα­φί­ες τοῦ Θε­ο­φά­νη ὁ ἅ­γι­ος Δη­μή­τρι­ος ἀ­πο­δί­δε­ται δι­α­φο­ρε­τι­κά, σέ σύγ­κρι­ση μέ τίς πα­λαι­ο­λό­γει­ες πα­ρα­στά­σεις, ὡς πρός τή στο­λή, τή στά­ση, τόν ὁ­πλι­σμό. Στόν Ἀ­να­παυ­σᾶ κρα­τεῖ δό­ρυ, καί ξί­φος στή Μο­νή τῆς Λα­ύ­ρας. Δό­ρυ ἐ­πί­σης κρα­τεῖ στή Σταυ­ρο­νι­κή­τα, ἐ­νῶ μέ τό ἀ­ρι­στε­ρό του χέ­ρι συγ­κρα­τεῖ τό ξί­φος πού πα­τεῖ στό ἔ­δα­φος (εἰκ. 43).

Εἰκ. 43. Οἱ ἅγιοι Δημήτριος καί Γεώργιος, Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα.

EIKONES0069

Στή Φιλανθρωπινῶν[60] πα­ρα­τη­ροῦ­με
τήν ἴδι­α πα­λαι­ο­λό­γει­α στά­ση μέ ὀρ­θο­στη­μέ­νο τό δό­ρυ καί ὑ­ψω­μέ­νο τό χέ­ρι, ἐ­νῶ στόν ἀ­ρι­στε­ρό ὦ­μο τοῦ Ἁ­γί­ου κρέ­με­ται ἡ πε­ρι­κε­φα­λα­ί­α του, κά­τι πού συ­ναν­τᾶ­μαι καί στόν ἅ­γι­ο Γε­ώρ­γι­ο τῆς Σταυ­ρο­νι­κή­τα.[61] Ὁ ἅ­γι­ος Δη­μή­τρι­ος τῆς Χω­ρο­ύ­δας δέν σχε­τί­ζε­ται ἄ­με­σα μέ τόν ἅ­γι­ο Δη­μή­τριό τῆς Κρη­τι­κῆς σχο­λῆς, πα­ρά μό­νο ὡς πρός τό γε­νι­κό εἰ­κο­νο­γρα­φι­κό τύ­πο τῆς μορ­φῆς.

Εἰκ. 42. Ὁ ἅγιος Δημήτριος, Περίβλεπτος Μυστρᾶ

EIKONES0057

Ἀν­τλεῖ πολ­λά στοι­χεῖ­α ἀ­πό τήν πα­λαι­ο­λό­γει­α ζω­γρα­φι­κή ἀλ­λά χρη­σι­μο­ποι­εῖ τήν κλί­μα­κα τῶν χρω­μά­των τῆς με­τα­βυ­ζαν­τι­νῆς ζω­γρα­φι­κῆς.

Ὁ ἅγιος Γεώργιος (εἰκ. 44)

Ἡ πα­ρά­στα­ση τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου δέν σώ­ζε­ται ὁ­λό­κλη­ρη. Ἡ κα­τα­στρο­φή της ὀ­φε­ί­λε­ται στήν το­πο­θέ­τη­ση τοῦ Τέμ­πλου τό ὁ­ποῖ­ο καρ­φώ­θη­κε ἄ­κομ­ψα πά­νω στίς τοι­χο­γρα­φί­ες. Τό πρό­σω­πο τοῦ Ἁ­γί­ου εἶ­ναι κα­τε­στραμ­μέ­νο ὅ­μως σώ­ζε­ται ἕ­να ση­μαν­τι­κό μέ­ρος τοῦ σώ­μα­τός του. Εἰ­κο­νί­ζε­ται μέ στρα­τι­ω­τι­κή στο­λή στόν τύ­πο τοῦ ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου καί φο­ρεῖ θώ­ρα­κα· ὁ πλο­ύ­σι­ος μαν­δύ­ας­του, κοκ­κί­νου χρώ­μα­τος, κρέ­με­ται ἀ­πό τίς πλά­τες τοῦ Ἁ­γί­ου ὡς τό ὕ­ψος τῆς κνή­μης, καί κρα­τεῖ δό­ρυ μέ τό δε­ξί του χέ­ρι.

Ὁ τύ­πος τῆς πα­ρα­στά­σε­ως εἶ­ναι γνω­στός, ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νος πού φα­ί­νε­ται συγ­γε­νέ­στε­ρος πρός τόν ἅ­γι­ο Γε­ώρ­γι­ο τῆς Χω­ρο­ύ­δας εἶ­ναι τῆς Μο­νῆς Σταυ­ρο­νι­κή­τα, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ὑ­πάρ­χει ταυ­τό­τη­τα στήν κί­νη­ση, ἄλ­λά καί στή γκά­μα τῶν χρω­μά­των πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ τε­χνί­της (εἰκ. 45).

EIKONES0055

EIKONES0057

Εἰκ. 44. Ὁ ἅγιος Γεώργιος.

Εἰκ. 45. Οἱ ἅγιοι Δημήτριος καί Γεώργιος, Ἱερά Μονή Σταυ¬ρο¬νι¬κή¬τα.

EIKONES0002

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΙΚΟΥ ΔΙΑΚΟΣΜΟΥ

Μέσα στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α δέν ὑ­πάρ­χει ἀ­το­μι­κή σω­τη­ρί­α· σώ­ζε­σαι μό­νο ὡς πρό­σω­πο καί πρό­σω­πο εἶ­σαι μό­νο ὅ­ταν εἶ­σαι συ­νο­μι­λη­τής τοῦ Θε­οῦ, ἀ­κρο­α­τής τοῦ Θε­οῦ, κοι­νω­νός τῆς Χά­ρης Του, μέ­το­χος τῆς Βα­σι­λε­ί­ας Του, συγ­κλη­ρο­νό­μος τοῦ Χρι­στοῦ.

Δέν μπο­ρεῖς μό­νος ν᾽ ἀ­γω­νι­στεῖς, νά ζή­σεις, νά θε­ο­λο­γή­σεις, νά ἁ­γι­α­στεῖς, πα­ρά «σὺν πᾶ­σι τοῖς ἁ­γί­οις», πού ἀ­πο­τε­λοῦν τό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, τό ἀ­λη­θι­νό σῶ­μα ὅ­λων μας.

Ἕ­νας Ρῶ­σος ἐ­πί­σκο­πος τοῦ 19ου αἰ­ώ­να, ὁ Ἰ­γνά­τι­ος Μπρι­αν­χα­νί­νοφ ἔ­λε­γε πώς σή­με­ρα ἔ­χει χα­θεῖ ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους ἡ γνώ­ση πώς καί τό ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα ἔ­χει τήν ἱ­κα­νό­τη­τα νά ἁ­γι­α­σθεῖ.[62]

Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη, λοι­πόν, εἰ­κο­νο­γρα­φί­α εἶ­ναι ἀ­πό­δει­ξη το­ύ­του τοῦ γε­γο­νό­τος, πού τό ζεῖ ὁ πι­στός μέ τόν ἁ­γι­α­σμό τοῦ ἀν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος καί τήν με­τα­μόρ­φω­σή του. Στόν ἀ­γώ­να τοῦ ἁρ­παγ­μοῦ πού δι­ε­ξά­γει ὁ πι­στός, ἔρ­χε­ται ἐ­πί­κου­ρη ἡ εἰ­κο­νο­γρα­φί­α. Πα­ρου­σι­ά­ζει τόν πρω­τα­θλη­τή καί ἀ­γω­νο­θέ­τη Κύ­ρι­ο, μα­ζί μέ τούς συ­να­θλη­τές του Ἁ­γί­ους, Ὁ­σί­ους, Ὁ­μο­λο­γη­τές, Μάρ­τυ­ρες, καί δι­δά­σκει πε­ρί τῆς ζω­ῆς καί τῶν ἀ­γώ­νων τῶν εἰ­κο­νι­ζο­μέ­νων: «Ἃ γὰρ ὁ λό­γος τῆς ἱ­στο­ρί­ας δι­ὰ τῆς ἀ­κο­ῆς πα­ρί­στη­σι, ταῦ­τα γρα­φὴ σι­ω­πῶ­σα δι­ὰ μι­μή­σε­ως δε­ί­κνυ­σι».[63]

Συν­τε­λεῖ ἑ­πο­μέ­νως ἡ εἰ­κο­νο­γρα­φί­α στό νά βι­ώ­νει ὁ πι­στός τόν δε­σμό τῆς ἑ­νό­τη­τας τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος, τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, πού ξε­κι­νᾶ ἀ­πό τήν κε­φα­λή πού δε­σπό­ζει στόν τροῦ­λο ἤ στήν κόγ­χη τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Βή­μα­τος, περ­νᾶ ἀ­πό τά μέ­λη πού δο­ξά­στη­καν καί ἀ­πο­τυ­πώ­θη­καν στο­ύς το­ί­χους καί τούς κί­ο­νες τοῦ Να­οῦ καί κα­τα­λή­γει στό πλῆ­θος τῶν ἀ­γω­νι­ζο­μέ­νων πι­στῶν πού πλη­ροῦν τόν Ναό καί συμ­πλη­ρώ­νουν τό μυ­στι­κό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Αὐ­τή τήν συγ­κλο­νι­στι­κή ἀ­λή­θει­α τή ζεῖ ὁ πι­στός κα­θώς εἰ­σέρ­χε­ται μέ­σα στόν Ναό τοῦ Θε­οῦ καί συγ­κε­κρι­μέ­να στόν μι­κρό Ναό τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου Χω­ρο­ύ­δας.

Κι ὅ­ταν ἀ­κό­μα στέ­κει «μό­νος μό­νῳ Θε­ῷ», αἰ­σθά­νε­ται πώς δί­πλα του στέ­κει ἡ θρι­αμ­βε­ύ­ου­σα Ἐκ­κλη­σί­α, οἱ ἱ­ε­ρουρ­γοῦν­τες Ἱ­ε­ράρ­χες, οἱ ἅ­γι­οι Ἀ­νάρ­γυ­ροι, οἱ πά­νο­πλοι λε­βεν­τό­κορ­μοι στρα­τι­ω­τι­κοί Ἅ­γι­οι, καί ζεῖ κι αὐ­τός σ᾽ ὅ­λη τήν ἔν­τα­σή της τήν ἐ­ρώ­τη­ση τοῦ Πέ­τρου Ἀ­λε­ξαν­δρε­ί­ας, «τίς σου Σῶ­τερ τὸν χι­τῶ­να δι­ῆ­λε;» καί τήν ἐκ­στα­τι­κή ἀ­γω­νί­α τοῦ Μω­υ­σῆ πρό τῆς «και­ο­μέ­νης καὶ μὴ φλε­γό­με­νης βά­του». Ἔτ­σι τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται τό μυ­στή­ρι­ο τῆς θε­ί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας, τό μυ­στή­ρι­ο τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ (εἰκ. 1).

EIKONES0011

Να­ός μι­κρός σέ δι­α­στά­σεις ὁ ἅ­γι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος, δέν προ­σφέ­ρον­ταν γιά με­γά­λη θε­μα­το­λο­γι­κή ἀ­νά­πτυ­ξη. Οἱ ἄ­γνω­στοι τε­χνί­τες, ὑ­πη­ρε­τών­τας ὅ­σο πιό εὐ­λα­βι­κά γι­νό­ταν τήν πάν­τι­μη τέ­χνη τους, ἱ­στό­ρη­σαν θέ­μα­τα καί μορ­φές πού ἦ­ταν προ­σι­τά στόν ἁ­πλό λαό της Ἐ­παρ­χί­ας, μέ μιά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή μα­στο­ριά, ἀλ­λά καί μέ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ἐ­πί­σης λι­τό­τη­τα. Ἀ­πέ­φυ­γαν τίς πο­λυ­πρό­σω­πες πα­ρα­στά­σεις, πού ἴ­σως δέν εἶ­χαν τή δυ­να­τό­τη­τα νά ἀ­να­πτύ­ξουν στό μι­κρό χῶ­ρο πού τούς προ­σφέ­ρον­ταν· ὑ­πάρ­χουν μό­νο τά ἀ­πα­ρα­ί­τη­τα, τά βα­σι­κά πρό­σω­πα πού εἶ­χαν πρω­τε­ύ­ον­τα ρό­λο στήν ἱ­στό­ρη­ση τῶν γε­γο­νό­των, κυ­ρί­ως τῆς ζω­ῆς τοῦ Χρι­στοῦ.

Στίς σω­ζό­με­νες σή­με­ρα τοι­χο­γρα­φί­ες με­τρᾶ­με τήν ὕ­παρ­ξη 82 προ­σώ­πων.

Ἄν ὑ­πο­λο­γί­σου­με κά­ποι­ες σκη­νές τοῦ δω­δε­κα­όρ­του καί ὁ­ρι­σμέ­νους Ἁ­γί­ους πού ἔ­χουν κα­τα­στρα­φεῖ, ὁ συ­νο­λι­κός ἀ­ριθ­μός τῶν εἰ­κο­νι­ζο­μέ­νων προ­σώ­πων σέ ὅ­λο τόν Να­ό, δέν θά πρέ­πει νά ξε­περ­νοῦ­σε τά 120-130.

Ξε­κι­νών­τας ἀ­πό τό Ἱ­ε­ρό Βῆ­μα οἱ τε­χνί­τες ἱ­στό­ρη­σαν κα­τά τήν πα­ρά­δο­ση τήν Πλα­τυ­τέ­ρα τῶν Οὐ­ρα­νῶν, ἔ­χον­τας «ἐν κόλ­ποις» τόν Χρι­στό μέ­σα σέ κυ­κλι­κή δό­ξα, καί συμ­πλη­ρώ­νουν τόν χῶ­ρο τῆς κόγ­χης μέ τή Λει­τουρ­γί­α τῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν. Πά­νω στήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα τό ἅ­γι­ο Πο­τή­ρι­ο καί ὁ «Ἀ­μνὸς τοῦ Θε­οῦ»«με­λι­ζό­με­νος καὶ μὴ δι­αι­ρο­ύ­με­νος»[64] (εἰκ. 2).

Εἰκ. 1. Τοιχογραφίες, βόρειος τοίχος.

EIKONES0012

Οἱ στά­σεις τῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν, οἱ εὐ­λα­βι­κές κι­νή­σεις τῶν σω­μά­των, ἡ ἐ­πι­βλη­τι­κό­τη­τα τῶν μορ­φῶν καί τῆς ἀμ­φι­έ­σε­ως, ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη τῶν λει­τουρ­γι­κῶν τους εἰ­λη­τα­ρί­ων, δη­λώ­νουν πώς κά­τι «μυ­στι­κὸν ἐν σι­γῇ καὶ ἀ­λη­θε­ί­ᾳ ἱ­ε­ρουρ­γεῖ­ται».[65]

Φα­νε­ρώ­νε­ται κε­κρυ­μέ­νως τό μυ­στή­ρι­ο, κα­θώς ὁ Ἀ­μνός-Χρι­στός σκε­πά­ζε­ται ἀ­πό μαν­δή­λι­ο ἐ­νῶ ὁ Ἀ­στε­ρί­σκος ὁ­δη­γεῖ στή φα­νέ­ρω­ση τοῦ μυ­στη­ρί­ου.

Οἱ Ἱ­ε­ράρ­χες ἅ­γι­ος Νι­κό­λα­ος, Γρη­γό­ρι­ος ὁ Θε­ο­λό­γος, Βα­σί­λει­ος ὁ Μέ­γας, ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος, Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σι­ος καί Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρε­ί­ας δέν ἀ­κουμ­ποῦν στό ἔ­δα­φος, καί τοῦ­το το­νί­ζε­ται ἀ­πό τό ὅ­τι ἡ πα­ρά­στα­ση τῆς λε­γο­μέ­νης πο­δι­ᾶς, ἀ­φή­νει ἕ­να κε­νό καί ἀρ­χί­ζει λί­γο πα­ρα­κά­τω[66] (εἰκ. 3).

Στήν κόγ­χη τῆς Προ­θέ­σε­ως, ἡ σκη­νή τῆς Ἀ­πο­κα­θη­λώ­σε­ως εἶ­ναι ἀ­πό τίς λί­γες εἰ­κό­νες πού ἔ­χουν ἔν­το­νο τό δρα­μα­τι­κό στοι­χεῖ­ο. Εἶ­ναι μί­α ἀ­πό τίς δύ­ο πα­ρα­στά­σεις ἡ ἄλ­λη εἶ­ναι τῆς Σταυ­ρώ­σε­ως, ὅ­που ἡ Πα­να­γί­α ἔ­χει ἔν­το­να τά ση­μά­δι­α τοῦ μη­τρι­κοῦ πό­νου, ἐ­νῶ ἀν­τί­θε­τα ἡ ἤ­ρε­μη μορφή τοῦ Χρι­στοῦ δη­λώ­νει τό «ἀ­πα­θὲς τῆς θε­ό­τη­τος»[67] (εἰκ. 4).

Εἰκ. 2. Ὁ χῶρος τῆς κόγχης μέ τήν Λειτουργία τῶν Ἱεραρχῶν.

EIKONES0013

Ὁ πρα­κτι­κός νοῦς δέν ἔ­λει­ψε ἀ­πό τό κτί­σι­μο τοῦ Να­οῦ καί βλέ­που­με δί­πλα ἀ­πό τήν Πρό­θε­ση νά ὑ­πάρ­χει νι­πτή­ρας μέ εἰ­δι­κό ἀγ­γεῖ­ο χω­νευ­τά το­πο­θε­τη­μέ­νο, πού ο­δη­γεί στό χω­νευ­τή­ρι­ο.

Στήν ἄλ­λη πλευ­ρά στό Δι­α­κο­νι­κό ὁ ἅ­γι­ος Σπυ­ρί­δω­νας μέ χέ­ρι­α ἀ­νοιχτά ὑ­πο­δέ­χε­ται τίς προ­σφο­ρές τῶν πι­στῶν. Ὁ λό­γος πού ἱ­στο­ρή­θη­κε ὁ ἅ­γι­ος Σπυ­ρί­δω­νας στό Δι­α­κο­νι­κό μπο­ρεῖ νά μήν εἶ­ναι ἰ­δι­α­ί­τε­ρος, ἴ­σως ὅ­μως πα­λαι­ό­τε­ρα ὁ Να­ός νά ἐ­τι­μᾶ­το ἐπ᾽ ὀ­νό­μα­τι τοῦ ἁ­γί­ου Σπυ­ρί­δω­νος, ἔτ­σι ὁ Ἅ­γι­ος εἶ­ναι αὐ­τός πού δέ­χε­ται ὅ,τι οἱ πι­στοί προ­σφέ­ρουν στόν Ναό του.[68] (εἰκ. 5)

Στόν βό­ρει­ο τοῖ­χο μέ­σα στό Ἱ­ε­ρό Βῆ­μα εἰ­κο­νί­ζε­ται τό ὅ­ρα­μα τοῦ Πέ­τρου Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας καί, πά­νω καί κά­τω ἀ­πό τήν πα­ρά­στα­ση, θέ­μα­τα πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κά. Εἶ­ναι τά μό­να θέ­μα­τα πού σώ­ζον­ται, ὁ Μω­υ­σῆς πρό τῆς βά­του καί ὁ Ἰ­ω­νᾶς «ἐ­ξερ­χό­με­νος ἐκ τῆς κοι­λί­ας τοῦ κή­τους».[69] (εἰκ. 6)

Στήν ἀν­τί­στοι­χη νό­τι­α πλευ­ρά εἰ­κο­νί­ζον­ται Ἱ­ε­ράρ­χες, στήν κά­τω ζώ­νη ὑ­πάρ­χει ρομ­βο­ει­δής πο­διά, ἐ­νῶ πά­νω ὑ­πάρ­χει κα­τε­στραμ­μέ­νη πα­ρά­στα­ση πού ἀ­φή­νει νά ξε­χω­ρί­ζουν τά πό­δι­α ἑ­νός ἄν­δρα καί ἡ κε­φα­λή ἑ­νός ζώ­ου. Ἴ­σως νά πρό­κει­ται γιά τήν ἀ­να­χώ­ρη­ση τοῦ Ἰ­ω­σήφ καί τῆς Θε­ο­τό­κου γιά τή Βη­θλε­έμ προ­κει­μέ­νου νά ἀ­πο­γρα­φοῦν.

Εἰκ. 3. Οἱ ἅγιοι Νικόλαος καί Γρηγόριος.

Στόν νό­τι­ο τοῖ­χο ἐ­ξέ­χου­σα θέ­ση ἔ­χουν Ἅ­γι­οι πού εἶ­ναι κοντά στόν ἀν­θρώ­πι­νο πό­νο. Οἱ ἅ­γι­οι Ἀ­νάρ­γυ­ροι, Παν­τε­λε­ή­μων, Κο­σμᾶς καί Δα­μι­α­νός, Εὐ­στά­θι­ος, Τρύ­φων, Πα­ρα­σκευ­ή καί Κυ­ρι­α­κή (εἰκ. 7).

EIKONES0029

Ὁ τε­χνί­της δέν κα­τα­πι­ά­νε­ται μέ θέ­μα­τα καί Ἁ­γί­ους πού ἴ­σως ἦ­ταν ἄ­γνω­στοι στόν λαό· ἐ­πι­θυ­μί­α του εἶ­ναι νά φέ­ρει τούς Ἁ­γί­ους κοντά στόν ἄν­θρω­πο καί τόν ἄν­θρω­πο κοντά στο­ύς Ἁ­γί­ους καί στόν Θεό.

Στόν βό­ρει­ο τοῖ­χο ἱ­στο­ροῦν­ται στρα­τι­ω­τι­κοί Ἅ­γι­οι. Οἱ ὁ­λό­σω­μοι Ἅ­γι­οι στο­ύς δύ­ο το­ί­χους ἐ­πι­βάλ­λον­ται στό ὅ­λο ζω­γρα­φι­κό ἔρ­γο, μέ τό φυ­σι­κό τους σχε­δόν μέ­γε­θος, τή στά­ση τῶν προ­σώ­πων, τήν κί­νη­ση, τόν πλο­ύ­σι­ο στο­λι­σμό, τή λαμ­πρή θω­ριά, καί τή δυ­να­μι­κή τους ἔκ­φρα­ση. Εἶ­ναι τά πρό­τυ­πα στή ζωή τῶν πι­στῶν, ἀλ­λά καί ἐμ­ψυ­χω­τές στό κρυ­φό ὄ­νει­ρο τῆς λευ­τε­ρι­ᾶς τοῦ γέ­νους. (εἰκ. 8 καί εἰκ. 9).

Ἡ φυ­σι­ο­γνω­μί­α, ἡ στά­ση καί οἱ χει­ρο­νο­μί­ες τῶν Ἁ­γί­ων δί­νουν πράγ­μα­τι τήν ­ἐν­τύ­πω­ση μι­ᾶς κον­τι­νῆς στά ἀν­θρώ­πι­να πα­ρου­σί­ας. Τό πλά­σι­μο τῶν χρω­μά­των στά πρό­σω­πα ἀ­ξί­ζει νά προ­σε­χθεῖ ἰ­δι­α­ί­τε­ρα·

Εἰκ. 4. Ἡ Ἀποκαθήλωση, στήν Πρόθεση.

EIKONES0030 EIKONES0014

Οἱ προ­πλα­σμοί δου­λε­μέ­νοι μέ ὤμ­πρα ὠ­μή καί ὤ­χρα, δί­νουν κά­ποι­α σο­βα­ρό­τη­τα στή μορφή, ἐ­νῶ τά ἔν­τε­χνα κα­μω­μέ­να σαρ­κώ­μα­τα, δου­λε­μέ­-να λε­πτά σάν σέ φο­ρη­τή εἰ­κό­να δέ­νουν ἁ­πα­λά μέ τόν προ­πλα­σμό.

Εἰκ. 5. Τό Διακονικό. Ὁ ἅγιος Σπυρίδων.

Εἰκ. 6. Τό χωνευτήριο, βόρειος τοῖχος.

EIKONES0015

Τά πρό­σω­πα φω­τί­ζον­ται ὅ­λα, τά βλέ­φα­ρα φω­τί­ζον­ται κι αὐ­τά μέ δύ­ο λε­πτές γραμ­μές στήν ἴ­δι­α ἀ­πό­χρω­ση τοῦ σαρ­κώ­μα­τος καί δέν ἀ­φή­νουν τά μά­τι­α στή σκιά ὅ­πως συμ­βα­ί­νει σέ πολ­λά κρη­τι­κά ἔρ­γα (εἰκ. 10).

EIKONES0031 EIKONES0026

Ἐ­δῶ τά πρό­σω­πα τῶν Ἁ­γί­ων εἶ­ναι λου­σμέ­να στό φῶς. Ἴ­σως ἡ χρη­σι­μο­πο­ί­η­ση αὐ­τοῦ τοῦ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κοῦ προ­πλα­σμοῦ, οὔ­τε πο­λύ σκο­ύ­ρου, οὔ­τε πο­λύ ἀ­νοιχ­τοῦ, δί­νει τή δυ­να­τό­τη­τα νά χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ τε­χνί­της τίς κά­πως ψη­λό­τε­ρες κλί­μα­κες χρω­μά­των. Τά μά­τι­α στε­νε­ύ­ουν στίς ἄ­κρες, οἱ κό­ρες ἐ­φά­πτον­ται στό κά­τω βλέ­φα­ρο, ἐ­νῶ τά φρύ­δι­α ξε­κι­νοῦν ἀ­πό τό πά­νω ἄ­κρο τῆς μύ­της καί σχη­μα­τί­ζουν μιά πα­ράλ­λη­λη καμ­πύ­λη μέ τό πά­νω βλέ­φα­ρο.

Εἰκ. 7. Ὁ νότιος τοῖχος.

Ἔτ­σι μέ­σα ἀ­πό αὐ­τή τήν ἁρ­μο­νί­α τῶν γραμ­μῶν δί­νε­ται στίς μορ­φές ἕ­να γα­λή­νι­ο βλέμ­μα, γε­μά­το πα­ρη­γο­ριά, συμ­πά­θει­α καί ἐλ­πί­δα γιά τούς πι­στο­ύς.

Τά αὐ­τιά δου­λε­μέ­να μέ τήν ἴ­δι­α ἀρ­τι­ό­τη­τα, ἄλ­λο­τε φα­νε­ρώ­νουν τό κά­τω μό­νο μέ­ρος τους κι ἄλ­λο­τε ζω­γρα­φί­ζον­ται ὁ­λό­κλη­ρα, ἀ­νά­λο­γα μέ τήν κό­μη τοῦ Ἁ­γί­ου. Δου­λε­μέ­να μέ λε­πτή πι­νε­λιά, κλε­ί­­νουν ὁ­μα­λά μέ δι­πλή ψι­μι­θιά, ἀ­πο­κτών­τας ἔτ­σι

EIKONES0067

τόν ἀ­πα­ρα­ί­τη­το ὄγ­κο καί τό ἀ­νά­λο­γο φώ­τι­σμα. Τά μαλ­λιά κυ­λοῦν ἄλ­λο­τε μέ κυ­μα-­ τι­σμο­ύς στήν πλά­τη τῶν Ἁ­γί­ων, (ἅ­γι­ος Χρι­στό­φο­ρος, ἁ­γί­α Κυ­ρι­α­κή), ἄλ­λο­τε κυ­μα­τί­ζουν στό ὕ­ψος τοῦ λαι­μοῦ, (ἅ­γι­ος Τρύ­φων, ἅ­γι­ος Ἰ­ά­κω­βος ὁ Πέρ­σης), καί ἄλ­λο­τε πά­λι δέ­νον­ται σφιχτά πί­σω σέ κα­λο­κα­μω­μέ­νους συμ­με­τρι­κο­ύς βο­στρύ­χους (εἰκ. 11).

Εἰκ. 8. Ὁ ἅγιος Δημήτριος.

Εἰκ. 9. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος.

EIKONES0016

Ἐ­ξα­ί­ρε­τες συν­θέ­σεις δου­λε­μέ­νες μέ ὤμ­πρα ὠ­μή καί ψη­μέ­νη, μέ ὤ­χρα κυ­ρί­ως στή δι­α­κό­σμη­ση τῶν πα­νο­πλι­ῶν καί τήν ἐ­πέν­δυ­ση τῶν πο­δι­ῶν, σταχ­το­πρά­σι­νο καί πρά­σι­νο τοῦ τσι­μέν­του κα­θώς καί σι­έν­να ψη­μέ­νη στή δι­α­κό­σμη­ση τῶν ἐν­δυ­μά­των, κόκ­κι­νο καί κα­φέ-πρά­σι­νο στήν ἀ­πό­δο­ση τῶν χι­τώ­νων κι ἕ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό κι­νά­βα­ρη στά ἐν­δύ­μα­τα τῶν ἁ­γί­ων Παν­τε­λε­ή­μο­νος καί Τρύ­φω­νος.

Εἰκ. 10. Ὁ ἅγιος Νέστωρ.

Τό γκρί-μπλέ δί­νει σάν προ­πλα­σμός τό σω­στό χρῶ­μα στίς με­ταλ­λι­κές πα­νο­πλί­ες, πού εἶ­ναι κο­σμη­μέ­νες μέ σφυ­ρή­λα­τες πα­ρα­στά­σεις (εἰκ. 12).

Τά φω­το­στέ­φα­νο εἶ­ναι δου­λε­μέ­να στό χρῶ­μα τῆς χρυ­σο­ει­δοῦς ὤ­χρας ἐ­νῶ μιά στε­νή ἀ­πό χον­δρο­κόκ­κι­νο γραμ­μή καί μί­α φαρ­δύ­τε­ρη λευ­κή, κλε­ί­νουν τόν φω­τει­νό κύ­κλο γύ­ρω ἀ­πό τή μορφή τῶν Ἁ­γί­ων.

Τά Ἐ­πι­τρα­χή­λι­α τῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν, κα­θώς καί τά κρά­σπε­δα τῶν ἐν­δυ­μά­των ἔ­χουν ρομ­βο­ει­δή σχή­μα­τα καί ἀ­πο­μι­μή­σεις κλώ­νων, κά­τι πού θυ­μί­ζει πα­ρό­μοι­ες δι­α­κο­σμή­σεις τῆς πα­λαι­ο­λό­γει­ας ἐ­πο­χῆς, τά ἔρ­γα τῶν Ἀ­στρα­πά­δων καί τοῦ Θε­ο­φά­νη στή δι­α­κό­σμη­ση τῶν ἐν­δυ­μά­των Πα­τρι­αρ­χῶν καί Προ­φη­τῶν τῆς Σταυ­ρο­νι­κή­τα[70] (εἰκ. 13).

Εἰκ. 11. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Πέρσης.

EIKONES0017

Ἡ ἴ­δι­α γκά­μα χρω­μά­των πα­ρα­τη­ρεῖ­ται καί στίς πα­ρα­στά­σεις τῆς ψη­λό­τε­ρης ζώ­νης μέ τίς σκη­νές ἀ­πό τή ζωή τοῦ Χρι­στοῦ· ἡ μό­νη δι­α­φο­ρά πού πα­ρα­τη­ρεῖ­ται ἐ­δῶ εἶ­ναι ὅ­τι τά φω­τί­σμα­τα τῶν ἐν­δυ­μά­των εἶ­ναι σκλη­ρό­τε­ρα στήν ἀ­πό­δο­ση, ὅ­πως ἄλ­λω­στε καί τά ἐν­δύ­μα­τα τῶν ἁ­γί­ων Ἰ­α­κώ­βου τοῡ Ἀ­δελ­φο­θέ­ου, Χα­ρα­λάμ­πους, Ἰ­ω­άν­νου τοῦ ἐ­λε­ή­μο­νος, προ­φή­του Ἠ­λι­ού καί Ἀ­ναρ­γύ­ρων.

Τό πλά­σι­μο των χρω­μά­των καί οἱ δι­α­κο­σμή­σεις τῶν κτι­ρί­ων στή ζώ­νη τοῦ δω­δε­κα­όρ­του θυ­μί­ζει ἔν­το­να πα­ρα­στά­σεις εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­νων χει­ρο­γρά­φων. Καί τοῦ­το γί­νε­ται φα­νε­ρό ἀ­πό τίς βί­αι­ες πι­νε­λι­ές πού προ­σπα­θοῦν μέ δι­ά­φο­ρα ἀν­θι­κά σχή­μα­τα νά δι­α­κο­σμή­σουν τά κτί­ρι­α τῆς Σταυ­ρώ­σε­ως, τῆς Ἀ­πο­νί­ψε­ως τοῦ Πι­λά­του καί τοῦ Ἐ­πι­τα­φί­ου θρή­νου.

Κά­νον­τας κά­ποι­ες πα­ρα­τη­ρή­σεις καί συγ­κρί­σεις κα­τα­λή­ξα­με στό συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι ἡ ἁ­γι­ο­γρά­φη­ση τοῦ Να­οῦ δέν ἦ­ταν ἔρ­γο μό­νο ἑ­νός τε­χνί­του. Πι­θα­νόν νά ἐρ­γά­στη­καν 2 καί 3 τε­χνί­τες. Πάν­τως εἶ­ναι σα­φής ἡ δι­α­φο­ρά ἀ­νά­με­σα στίς μορ­φές.

Εἰκ. 12. Ὁ ἅγιος Χριστόφορος.

EIKONES0018

Ἀ­πό τόν ἴ­δι­ο χρω­στή­ρα θά πρέ­πει νά ἔ­γι­ναν οἱ ἅ­γι­οι, Ἰ­ά­κω­βος ὁ Πέρ­σης, Χρι­στο­φό­ρος, Μερ­κο­ύ­ρι­ος, Προ­κό­πι­ος, Νέ­στωρ, Δη­μή­τρι­ος, Γε­ώρ­γι­ος, Τρύ­φω­νας καί Κυ­ρι­α­κή, ὁ ἅ­γι­ος Σπυ­ρί­δω­νας καί οἱ πα­ρα­στά­σεις τῆς κόγ­χης καί τῆς Προ­θέ­σε­ως κα­θώς καί ἡ μορφή ἀ­δι­ά­γνω­στου Ἁ­γί­ου, στόν νό­τι­ο τοῖ­χο, πού σύμ­φω­να μέ τά προ­σω­πο­γρα­φι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­ναι ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Θε­ο­λό­γος. Πρό­κει­ται γιά ἕ­να πραγ­μα­τι­κά ὡ­ραῖ­ο πορ­τρέ­το μέ ἔν­το­νη ἐκ­φρα­στι­κό­τη­τα. Τό σῶ­μα τοῦ Ἁ­γί­ου εἶ­ναι κα­τε­στραμ­μέ­νο ἀ­πό τίς ἐρ­γα­σί­ες το­πο­θέ­τη­σης τοῦ νέ­ου τέμ­πλου πε­ρί τό 1860. Οἱ νέ­ες εἰ­κό­νες τοῦ τέμ­πλου χρο­νο­λο­γοῦν­ται πε­ρί τό 1840 μέ 1860, ἐ­νῶ οἱ πα­λαι­ό­τε­ρες πού φυ­λάσ­σον­ται στήν ἐ­νο­ρί­α τοῦ Βερ­τί­σκου χρο­νο­λο­γοῦν­ται ἀ­πό τό 1600 καί με­τά (εἰκ. 14). Δύο σπαράγματα εἰκόνων ἀπό τό πρῶτο τέμπλο, πού βρίσκεται στό Ἐκκλησιαστικό Μουσεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, σαφῶς ἀνήκουν στό α΄μισό τοῦ 17ου αἰώνα.

Εἰκ. 13. Ὁ νότιος τοῖχος.

Ἀν­τί­θε­τα στίς μορ­φές πού συ­ναν­τᾶ­με κά­ποι­α σκλη­ρό­τη­τα στά φω­τί­σμα­τα τῶν ἐν­δυ­μά­των, πα­ρα­τη­ροῦ­με καί κά­ποι­α δι­α­φο­ρά στά πρό­σω­πα, ὅ­που ἐμ­φα­νί­ζουν πλα­τύ­τε­ρα σαρ­κώ­μα­τα.

EIKONES0019 EIKONES0021 EIKONES0020

Καί ὁ μέν χρω­στή­ρας πού ἱ­στό­ρη­σε τίς μορ­φές τῶν στρα­τι­ω­τι­κῶν Ἁ­γί­ων πού προ­α­να­φέ­ρα­με καί τούς Ἱ­ε­ράρ­χες τῆς κόγ­χης θά πρέ­πει νά ἦ­ταν ὁ χρω­στή­ρας τοῦ δα­σκά­λου τοῦ συ­νερ­γεί­ου. Ἔτ­σι μό­νο μπο­ρεῖ νά ἐ­ξη­γη­θεῖ ἡ τε­λει­ό­τη­τα στό σχέ­δι­ο, τό ἁρ­μο­νι­κό πλά­σι­μο τῶν χρω­μά­των, ἀλ­λά κυ­ρί­ως ἡ τέ­λει­α ἀ­πό­δο­ση τῶν προ­σω­πο­γρα­φι­κῶν στοι­χε­ί­ων τοῦ κά­θε Ἁ­γί­ου. Ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα ὁ πρω­το­μά­στο­ρας τῆς συ­νο­δε­ί­ας τῶν ἁ­γι­ο­γρά­φων, εἶ­χε τήν τέ­λει­α γνώ­ση τοῦ σχε­δί­ου, πράγ­μα πού τόν βο­η­θᾶ στήν σω­στή καί σύμ­φω­να μέ τήν πα­ρά­δο­ση ἀ­πό­δο­ση τῶν μορ­φῶν.

Εἰκ. 15. Ὁ ἅγιος Χριστόφορος.

Εἰκ. 14. Ἀδιάγνωστος Ἅγιος.

Εἰκ. 16. Ὁ ἅγιος Μερκούριος.

Αὐ­τό πού ἐ­πί­σης δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ αἰ­σθη­τά τόν χρω­στή­ρα τοῦ πρω­το­μά­στο­ρα, εἶ­ναι ἡ με­γά­λη ἐ­λευ­θε­ρί­α πού τόν δι­α­κρί­νει ὄ­χι μό­νο στά γρα­ψί­μα­τα τῶν μορ­φῶν, ἀλ­λά καί τῶν ἐν­δυ­μά­των, κυ­ρί­ως δέ στήν σχε­δί­α­ση τῶν πα­νο­πλι­ῶν καί τῶν ἐ­ξαρ­τη­μά­των τῶν στο­λῶν τῶν στρα­τι­ω­τι­κῶν Ἁ­γί­ων (εἰκ. 15).

Θά τολ­μο­ύ­σα­με νά ποῦ­με πώς καί χω­ρίς ἐ­πι­γρα­φή ἄν ἄ­φη­νε τά ἔρ­γα του, θά μπο­ρο­ύ­σα­με νά γνω­ρί­σου­με τούς εἰ­κο­νι­ζό­με­νους Ἁ­γί­ους. Ἁ­πτή ἀ­πό­δει­ξη τῶν ἀ­νω­τέ­ρω εἶ­ναι μιά προ­σε­κτι­κή με­λέ­τη τῶν μορ­φῶν τῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν στήν κόγ­χη τοῦ Βή­μα­τος. Οἱ κα­λο­σχε­δι­α­σμέ­νες μορ­φές τῶν Πα­τέ­ρων δέν ἀ­φή­νουν κα­μιά ἀ­πο­ρί­α γιά τήν ταυ­τό­τη­τά τους.

EIKONES0022

Ἐ­κεῖ ὅ­μως πού ὁ τε­χνί­της ξε­περ­νᾶ τόν ἑ­αυ­τό του, εἶ­ναι οἱ μορ­φές τῶν στρα­τι­ω­τι­κῶν Ἁ­γί­ων καί κυ­ρί­ως τῶν ἁ­γί­ων Μερ­κου­ρί­ου, Ἰ­α­κώ­βου τοῦ Πέρ­σου, Χρι­στο­φό­ρου, Νέ­στο­ρος ἀλ­λά καί τό πορ­τραῖ­το τῆς ἁ­γί­ας Κυ­ρι­α­κῆς (εἰκ. 16).

Εἰκ. 17. Ἡ ἁγία Κυριακή.

Τε­λει­ό­τη­τα στό σχέ­δι­ο, κα­τα­πλη­κτι­κό πλά­σι­μο προ­πλα­σμῶν καί σαρ­κω­μά­των, κα­λο­βαλ­μέ­νες ψι­μι­θι­ές πού φω­τα­γω­γοῦν τά πρό­σω­πα, χει­ρα­φέ­τη­ση ἀ­πό ἄλ­λους μα­στό­ρους, πρᾶγ­μα πού φα­ί­νε­ται στήν ἀ­πό­δο­ση τῶν πα­νο­πλι­ῶν, ἀλ­λά καί τῶν κα­λυμ­μά­των τῆς κε­φα­λῆς τῶν ἁ­γί­ων Μερ­κου­ρί­ου καί Ἰ­α­κώ­βου τοῦ Πέρ­σου, μα­τι­ές εἰ­ρη­νι­κές πού ἔ­χουν ἄ­με­ση ἐ­πί­δρα­ση στόν πι­στό προ­σκυ­νη­τή.

Ἡ μορφή τῆς ἁ­γί­ας Κυ­ρι­α­κῆς ἔρ­χε­ται νά συμ­πλη­ρώ­σει τά πα­ρα­πά­νω καί νά ἀ­πο­δεί­ξει τήν καλ­λι­τε­χνι­κή δύ­να­μη τοῦ πρω­το­μά­στο­ρα (εἰκ. 17).

Ἕ­να πορ­τραῖ­το δεῖγ­μα ἑ­νός πνευ­μα­το­κί­νη­του ρε­α­λι­σμοῦ, πού κι­νεῖ­ται μέ­σα στά ὅ­ρι­α τῆς πα­ρά­δο­σης καί τῆς θε­ο­λο­γί­ας τῆς Εἰ­κό­νας.

Ἐ­κεῖ πού ἴ­σως ὁ δά­σκα­λος τῆς συ­νο­δε­ί­ας τῶν ζω­γρά­φων εἶ­χε λι­γό­τε­ρη συμ­με­το­χή εἶ­ναι οἱ πα­ρα­στά­σεις τοῦ δω­δε­κα­όρ­του.

Ἀρ­κε­τές ἀ­δυ­να­μί­ες στό σχέ­δι­ο πα­ρα­τη­ροῦ­με στό Μυ­στι­κό Δεῖ­πνο, στήν ἀ­πό­δο­ση τῶν μορ­φῶν, ἀλ­λά καί τῶν χε­ρι­ῶν τῶν Ἀ­πο­στό­λων ὅ­που τά σαρ­κώ­μα­τα το­πο­θε­τοῦν­ται χω­ρίς πο­λύ μα­στο­ριά (εἰκ. 18).

Μιά δυ­σα­να­λο­γί­α στά σώ­μα­τα ἐμ­φα­νί­ζε­ται στήν Στα­ύ­ρω­ση, ὅ­που ἡ ἀ­να­λο­γί­α κε­φα­λῆς καί σώ­μα­τος εἶ­ναι 1 πρός 6, ἐ­νῶ στο­ύς ἄλ­λους Ἁ­γί­ους κι­νεῖ­ται στή φυ­σι­ο­λο­γι­κή κλί­μα­κα τοῦ 1 πρός 8.

Ἡ ἴ­δι­α δυ­σα­να­λο­γί­α ἐμ­φα­νί­ζε­ται καί στήν προ­δο­σί­α κα­θώς καί στήν ἀ­πό­νι­ψη τοῦ Πι­λά­του, ἀλ­λά σέ κλί­μα­κα τοῦ 1 πρός 6 1/2 καί 1 πρός 7.

Στήν πτυ­χο­λο­γί­α γε­νι­κά θά πα­ρα­τη­ρο­ύ­σα­με τή σπου­δή γιά τήν ἀ­λάν­θα­στη ἀ­πό­δο­ση μέ τή φω­το­σκί­α­ση τῆς δο­μῆς, τοῦ ὄγ­κου, τῆς δι­αρ­θρώ­σε­ως καί τῆς κι­νή­σε­ως τῶν σω­μά­των. Τό σκι­ε­ρό βά­θος τῆς πτυ­χῆς ἀ­πο­δί­δε­ται μέ πλα­τιά γραμ­μή σέ βα­θύ­τε­ρο τό­νο τοῦ το­πι­κοῦ χρώ­μα­τος τοῦ ὑ­φά­σμα­τος, ἐ­νῶ ἡ φω­τει­νή ἀ­κμή τῆς πτυ­χῆς δη­λώ­νε­ται μέ λε­πτή γραμ­μή ὑ­πό­λευ­κη ἤ λευ­κή.

Μ᾽ αὐ­τό δέν θέ­λου­με νά ἀ­πο­δε­ί­ξου­με ὅ­τι ὁ τε­χνί­της μας μέ τήν σο­φή πτυ­χο­λο­γί­α του ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται σέ με­λε­τη­τή τοῦ ἀν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος, ἀλ­λά ὅ­τι εἶ­ναι με­λε­τη­τής τῆς τέ­χνης τῶν πα­λι­ῶν δα­σκά­λων, πού ἡ σω­στή πτυ­χο­λο­γί­α εἶ­ναι δι­κή τους κα­τά­κτη­ση.

EIKONES0023

Τό προ­σω­πι­κό κα­τόρ­θω­μα τοῦ καλ­λι­τέ­χνη μας εἶ­ναι ἡ κυ­ρι­αρ­χί­α καί ἡ γνώ­ση αὐ­τῆς τῆς τε­χνι­κῆς με­θό­δου, ὥ­στε ἡ ἐ­φαρ­μο­γή της νά μήν γί­νε­ται μέ μη­χα­νι­κό τρό­πο πού ὁ­δη­γεῖ σέ σφάλ­μα­τα. Πρᾶγ­μα πού φα­ί­νε­ται πώς δέν εἶ­χαν κα­τορ­θώ­σει ἀ­κό­μη οἱ βο­η­θοί καί μα­θη­τές τοῦ ἀ­νώ­νυ­μου πρω­το­μά­στο­ρα.

 

­ EIKONES0024

Πα­ρα­τη­ρών­τας τούς ἄλ­λους εἰ­κο­νι­ζο­μέ­νους, βλέ­που­με πώς ὁρι­σμέ­νοι Ἅ­γι­οι δέχ­τη­καν κά­ποι­α ἐ­πι­ζω­γρά­φη­ση κα­τά τά τέ­λη τοῦ 18ου αἰ­ώ­να.

Εἰκ. 18. Ὁ Μυστικός Δεῖπνος.

Ὁ Να­ός εἶ­χε ἀρ­κε­τή ὑ­γρα­σί­α, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἄλ­λες πα­ρα­στά­σεις νά κα­τα­στρα­φοῦν τε­λε­ί­ως κι ἄλ­λες νά ὑ­πο­στοῦν σο­βα­ρές ζη­μι­ές. Ἕ­να μέ­ρος αὐ­τῶν τῶν πα­ρα­στά­σε­ων καί δι­α­κο­σμή­σε­ων, ἦ­ταν ἡ χα­μη­λό­τε­ρη ζώ­νη, ἡ πο­διά, ἡ ὁ­πο­ί­α σώ­ζε­ται μό­νο σέ ἐ­λά­χι­στα τμή­μα­τα στό Ἱ­ε­ρό Βῆ­μα.

Πα­ρό­μοι­α σχη­μα­τι­κή κά­λυ­ψη τοῦ χώ­ρου αὐ­τοῦ μέ τήν ἴ­δι­α ὀ­φι­ο­ει­δή γραμ­μή, συ­ναν­τᾶ­μαι στόν Ναό Κοι­μή­σε­ως Θε­ο­τό­κου Γαρ­δι­κί­ου τῆς Μεσ­ση­νί­ας,[71] (μνη­μεῖ­ο τοῦ τέ­λους τοῦ 16ου αἰ­ώ­να), κα­θώς καί στή Σταυ­ρο­νι­κή­τα στό χῶ­ρο της Λι­τῆς, ὅ­πως καί στό Πα­ρεκ­κλή­σι­ο τοῦ ἁ­γί­ου Προ­δρό­μου τῆς ἴ­δι­ας Μο­νῆς, στόν βό­ρει­ο τοῖ­χο τοῦ Ἱ­ε­ροῦ, ἀλ­λά καί σέ πολ­λά ἄλ­λα μνη­μεῖ­α τῆς ἴ­δι­ας πε­ρι­ό­δου.[72]

EIKONES0025

Κά­τω ἀ­πό τήν Πρό­θε­ση ὑ­πάρ­χει ζω­γρα­φι­σμέ­νη πο­διά μέ χον­δρές κόκ­κι­νες γραμ­μές σέ ἀ­πο­μί­μη­ση ὑ­φά­σμα­τος. Ἄλ­λες κα­θα­ρά δι­α­κο­σμη­τι­κές πα­ρα­στά­σεις συ­ναν­τᾶ­με στή ψη­λό­τε­ρη ζώ­νη τοῦ Δω­δεκα­όρ­του ὅ­που ἀ­νά δύ­ο θέ­μα­τα πα­ρεμ­βάλ­λε­ται μί­α λω­ρί­δα 40 πε­ρί­που ἑ­κα­το­στῶν, μέ ἀρ­κε­τά ἔν­τε­χνο ἀν­θι­κό σχέ­δι­ο σέ δι­χρω­μί­α. (εἰκ. 19)

Εἰκ. 19. Διακοσμητική παράσταση.

Ἐ­κεῖ πού ὡ­ραι­ό­τε­ρα δι­α­κο­σμεῖ­ται ὁ χῶ­ρος εἶ­ναι ἡ Λάρ­να­κα, μέ­σα ἀπ᾽ τήν ὁ­πο­ί­α προ­βάλ­λει ὁ Χρι­στός τῆς Ἀ­πο­κα­θη­λώ­σε­ως στήν Πρό­θε­ση, ἀλλά καί στόν πεσσό στήριξης τῆς ἁγίας Τράπεζας.

Ὑ­πάρ­χει μί­α στε­νή λω­ρί­δα μέ ὡ­ραῖ­ο λε­πτό κέν­τη­μα, καί τήν ὑ­πό­λοι­πη ἐ­πι­φά­νει­α κα­λύ­πτει κε­φα­λή λέ­ον­τος ἀ­πό τό στό­μα τοῦ ὁ­πο­ί­ου ξε­προ­βάλ­λουν κλω­νά­ρι­α πού συμ­πλέ­κον­ται με­τα­ξύ τους (εἰκ. 20).

Εἰκ. 20. Διακοσμητική παράσταση.

Ἀ­κό­μα πά­νω ἀ­πό τό νι­πτή­ρα ὑ­πάρ­χει ζω­γρα­φι­σμέ­νο ἕ­να ἀν­θο­δο­χεῖ­ο ἀπ᾽ τό ὁ­ποῖ­ο ξε­πη­δοῦν ἐ­πί­σης φυ­τά καί κλῶ­νοι.

Ὡς πρός τίς ἐ­πι­γρα­φές τῶν εἰ­κο­νι­ζο­μέ­νων Ἁ­γί­ων καί τῶν λει­τουρ­γι­κῶν εἰ­λη­τα­ρί­ων, μπο­ροῦ­με νά πα­ρα­τη­ρή­σου­με τόν ἴ­δι­ο γρα­φι­κό χα­ρα­κτή­ρα μέ ἀρ­κε­τές ἀ­νορ­θο­γρα­φί­ες τοῦ τύ­που: «ΟΥ­ΔΗΣ Α­ΞΗ­ΟΣ.­.­.­», «Ο­ΠΟΣ Η­ΠΟ ΤΟΥ ΚΡΑ­ΤΟΥΣ ΣΟΥ.­.­.­». «ΠΑ­ΛΙΝ Κ(ΑΙ) ΠΟ­ΛΑ­ΚΟΙΣ ΣΗ ΠΡΟ­ΣΠΟΙ­ΠΤΟ (ΜΕΝ)­». «Ο­ΤΗ ΣΕ ΑΙ­ΝΟΥ­ΣΟΙ ΠΑ­ΣΕ Ε ΔΥ­ΝΑ­ΜΗΣ» κα­θώς καί στήν ἀ­πό­δο­ση τῶν ὀ­νο­μά­των δι­α­βά­ζου­με: «Ο Α­ΓΙ­ΟΣ Ι­Α­ΚΟ­ΒΟΣ»­,«Ο Α­ΓΙ­ΟΣ ΘΕ­Ο­ΔΟ­ΡΟΣ»­,«Ο Α­ΓΙ­ΟΣ ΧΡΙ­ΣΤΩ­Φό­ΡΟΣ»­,«Ο Α­ΓΙ­ΟΣ ΠΡΟ­ΚΟ­ΠΗ­ΟΣ»­,«Ο Α­ΓΙ­ΟΣ ΤΡΗ­ΦΩΝ», κ. ἄ.

Κά­ποι­α δι­α­φο­ρά στό γρα­φι­κό χα­ρα­κτή­ρα πα­ρα­τη­ρεῖ­ται μό­νο στο­ύς Ἱ­ε­ράρ­χες τῆς κόγ­χης τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Βή­μα­τος, ὅ­που τό καλ­λι- γρα­φι­κό στοι­χεῖ­ο ἀ­το­νεῖ.

Ὁ δι­ά­κο­σμος τοῦ Να­οῦ τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου Χω­ρο­ύ­δας, φα­νέ­ρω­νει τίς καλ­λι­τε­χνι­κές ἀ­ρε­τές τοῦ ἀ­νώ­νυ­μου ζω­γρά­φου· ἡ πλα­στι­κό­τη­τα, ἡ ζων­τά­νι­α, οἱ ἤ­ρε­μοι χρω­μα­τι­κοί τό­νοι, ἡ ρε­α­λι­στι­κή κί­νη­ση τῶν σω­μά­των, τε­κμη­ρι­ώ­νουν τό συμ­πέ­ρα­σμα πώς πρό­κει­ται γιά τε­χνί­τη φτα­σμέ­νο. Δέ­χε­ται ἐ­πι­δρά­σεις ἀ­πό, πολ­λο­ύς, ἀλ­λά ἔ­χει καί τήν ἱ­κα­νό­τη­τα νά ἀ­φο­μοι­ώ­νει καί νά δη­μι­ουρ­γεῖ ἔρ­γα πού φέ­ρουν τήν σφρα­γί­δα του. Τό εἰ­κο­νο­γρα­φι­κό του πρό­γραμ­μα λι­τό, πε­ρι­ε­κτι­κό ἀλ­λά δι­δα­κτι­κό, ἱ­κα­νο­ποι­εῖ τόν λαό τοῦ Θε­οῦ, γι­α­τί καί τούς ἀ­γράμ­μα­τους δι­δά­σκει ἀλ­λά καί τούς ἐ­κλε­κτι­κο­ύς ἐν­τυ­πω­σι­ά­ζει.

  1. . Γιά πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. Κα­λο­κυ­ρη Κ., Ἄ­θως – Θέ­μα­τα Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­ας καί Τέ­χνης, ἐκδ.
    Α­ΣΤΗΡ, Ἀ­θή­να 1963, σ. 2- 45.
  2. . Τύ­πος Ε´ κα­τά Ξυγ­γό­που­λο (Ὑ­πα­παντή Ε.Ε.Β.Σ., ΣΤ´(Ι­9­29), σελ. 328 κ.ἑ..
  3. . Χατ­ζη­δα­κη, «Εἰ­κό­νες τῆς Πά­τμου», πίν. 202, ἔκδ. Ἐ­θνι­κῆς Τρά­πε­ζας Ἑλ­λά­δος, 1977.
  4. . Α­χει­μα­στου – Πο­τα­μι­α­νου Μυρ­τα­λη, Ἡ Μο­νή τῆς Φι­λαν­θρω­πι­νῶν, Ἀ­θή­να 1983, σ. 58, εἰκ. 33.
  5. . M­i­l­l­et-F­r­o­l­ow Ι­Ι­Ι, πίν. 118, 2.
  6. . Πε­λε­κα­νί­δης Στ´. «Κα­στο­ριά», πίν. 187, α-β.
  7. . Νε­r­ε­ζι, «ΒΥ­ΖΑΝ­ΤΙ­N­I­S­C­HE F­R­Ε­S­ΚΕΝ ΙΝ J­U­G­O­S­L­A­V­I­ΕΝ», εἰκ. Ι.
  8. . Α­χει­μα­στου-Πο­τα­μι­α­νου Μυρ­τα­λη, Ἡ Μο­νή τῆς Φι­λαν­θρω­πι­νῶν, Ἀ­θή­να 1983, σ. 99.
  9. . B­o­i­s­l­av J. D­u­r­ic, V­S­O­P­O­C­A­NI, B­E­O­G­R­AD, 1963, εἰκ. 137.
  10. . Ἑ­σπε­ρι­νός 26ης Ἰ­ου­λί­ου.
  11. . Δι­ο­νυ­σι­ου εκ Φουρ­να, «Ἑρ­μη­νε­ί­α», σ. 104.
  12. . Τρο­πά­ρι­ο Ζ´ ὠ­δῆς Με­γά­λης Τε­τάρ­της.
  13. . Κά­θι­σμα Ἦ­χος α´ Με­γά­λης Πέμ­πτης.
  14. . C­η­ατ­ζi­d­α­κιs, F­R­U­Η­Ε Ι­ΚΟ­ΝΕΝ, εἰκ. 88.
  15. . Α­χει­μα­στου-Πο­τα­μι­α­νου Μυρ­τα­λη, «Μο­νή τῶν Φι­λαν­θρω­πι­νῶν» εἰκ. 48 β.)
  16. . Πε­λε­κα­νι­δης Στ´ Κα­στο­ριά, πίν. 218 β.) καί Γου­να­ρης Γ. Οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων καί τῆς Πα­να­γί­ας Ρα­σι­ώ­τισ­σας, σ. 121, πίν. 27 β.
  17. . Κα­λο­κυ­ρη K., «Ἄ­θως», πίν. I­II, 27, 28 α καί 29.
  18. . Ἰ­ω­άν., κεφ. 18, στ. 3-8.
  19. . Στί­χος τοῦ οἴ­κου εἰς τήν προ­δο­σί­αν. Ὄρ­θρος Με­γά­λης Πέμ­πτης.
  20. . γ´ τρο­πά­ρι­ο Αἴ­νων Ὄρ­θρου Με­γά­λης Πέμ­πτης.
  21. . Δι­ο­νυ­σι­ου, «Ἑρ­μη­νε­ί­α», σ. 104.
  22. . Ξυγ­γο­που­λος, «Οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ὀρ­φα­νοῦ», εἰκ. 43.
  23. . Πε­λε­κα­νι­δη, «Κα­στο­ριά», πίν. 123 α.
  24. . M­i­l­l­et, «A­T­H­ΟS», πίν. 126, 2.
  25. . C­v­ε­τo­ζα Ρα­d­οj- C­ic, M­i­l­e­s­e­va, ΒΕ­Ο­G­R­ΑD, Ι­9­67, σ. 85, εἰκ. 15.
  26. . Α­χει­μα­στου-Πο­τα­μι­α­νου Μυρ­τα­λη, Ἡ Μο­νή Φι­λαν­θρω­πι­νῶν, εἰκ. 53 α.
  27. . Α­χει­μα­στου-Πο­τα­μι­α­νου Μυρ­τα­λη, Ἡ Μο­νή Φι­λαν­θρω­πι­νῶν, σ. 81.
  28. . Α­χει­μα­στου-Πο­τα­μι­α­νου Μυρ­τα­λη, Ἡ Μο­νή Φι­λαν­θρω­πι­νῶν, σ. 89, πίν. 57α.
  29. . O T­a­f­r­a­li, M­O­N­U­M­E­N­TS B­Y­Z­A­N­T­I­N­ES DE C­U­R­T­EA DE A­R­G­ES, P­A­R­IS 1931, πίν. LI, I.
  30. . M­O­N­U­M­E­N­T­E­L­OR R­E­P­E­N­T­O­R­I­UL, SI O­B­I­E­C­T­E­L­OR DE A­R­TA D­IN T­I­M­P­UL L­UI S­T­E­F­AN C­EL M­A­RE, 1958, εἰκ. 39.
  31. . Α­χει­μα­στου-Πο­τα­μι­α­νου Μυρ­τα­λη, Ἡ Μο­νή Φι­λαν­θρω­πι­νῶν, σ. 98.
  32. . Χατ­ζη­δα­κης Μ., «Ὁ κρη­τι­κός ζω­γρά­φος Θε­ο­φά­νης», φωτ. 164.
  33. . M­i­l­l­i­et-F­r­o­l­an I, πίν. 57,1.
  34. . D­u­r­ic, «B­Y­Z­A­N­T­I­N­I­S­C­HE F­R­E­S­K­EN IN Y­U­G­O­S­L­A­V­IA», H­I­R­M­ER, M­U­N­S­EN 1976,­», σ. 55-57.
  35. . Μουτ­σο­που­λου Ν., «Κα­στο­ρι­ά – Πα­να­γί­α ἡ Μαυ­ρι­ώ­τισ­σα», εἰκ. 6.
  36. . M­i­l­k­o­v­ic-P­e­r­ek, «L᾽ O­E­U­V­RE D­ES P­E­I­N­T­R­ES M­I­C­H­EL ET EU T­U­CH», S­K­O­R­IE 1967, σ. 161.
  37. . D­e­l­e­h­a­ye, «S­Y­N­A­X­A­R­I­UM», σ. 259. Πί­να­κας 33. Ὁ ἅ­γι­ος Μερ­κο­ύ­ρι­ος, λε­πτο­μέ­ρει­α.
  38. . D­e­l­e­h­a­ye, «S­Y­N­A­X­A­R­I­UM», σ. 258.
  39. . Α­χει­μα­στου-Πο­τα­μι­α­νου Μυρ­τα­λη, Ἡ Μο­νή Φι­λαν­θρω­πι­νῶν, εἰκ. 65.
  40. . Μουτ­σο­που­λου Ν., «Κα­στο­ρι­ά – Πα­να­γί­α ἡ Μαυ­ρι­ώ­τισ­σα», εἰκ. 6.
  41. . Πε­λε­κα­νι­δης, «Κα­στο­ριά», εἰκ. 166 β.
  42. . Λιβα Ξαν­θακη, Οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες τῆς Μο­νῆς Ντί­λι­ου, εἰκ. 45.
  43. . Χατ­ζη­δα­κης, Μ., «ΤΗ­Ε­Ο­ΡΗ­Α­ΝΕS», εἰκ. 4.
  44. . M­i­l­l­et, «A­T­H­ΟS», πίν. 158,3.
  45. . Κα­λο­κυ­ρη Κ., Ἄ­θως, εἰκ. VI.
  46. . Δι­ο­νυ­σι­ου, «Ἑρ­μη­νε­ί­α», σ. 157, 200, 295.
  47. . Α­χει­μα­στου-Πο­τα­μι­α­νου Μυρ­τα­λη, Ἡ Μο­νή Φι­λαν­θρω­πι­νῶν, σ. 106.
  48. . Γού­να­ρη Γ., «Οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων καί Πα­να­γί­ας Ρα­σι­ώ­τισ­σας», σ. 149, πίν. 40β.
  49. . M­i­l­l­et, «A­T­H­ΟS», πίν. 49,2.
  50. . M­i­l­l­et, «A­T­H­ΟS», πίν. 74,3.
  51. . Ξυγ­γο­που­λος, «Οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ὀρ­φα­νοῦ», εἰκ. 139.
  52. . Χατ­ζη­δα­κης Μ., «Ὁ κρη­τι­κός ζω­γρά­φος Θε­ο­φά­νης», φωτ. 167.
  53. . Γού­να­ρης Γ.­,«Οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων καί Πα­να­γί­ας Ρα­σι­ώ­τισ­σας», σ. 149, πίν. 41α.
  54. . D­u­r­ic, «B­Y­Z­A­N­T­I­N­I­S­C­HE F­R­E­S­K­EN IN Y­U­G­O­S­L­A­V­IA», H­I­R­M­ER, M­U­N­S­EN 1976, σ. 93.
  55. . Δι­ο­νυ­σι­ου, «Ἑρ­μη­νε­ί­α», σ. 238.
  56. . M­i­l­k­o­v­ic-P­e­r­ek, «L᾽ O­E­U­V­RE D­ES P­E­I­N­T­R­ES M­I­C­H­EL ET E­U­T­U­CH », εἰκ. 1.
  57. . M­i­l­l­et, «A­T­H­ΟS», εἰκ. 48,1 καί 74,4.
  58. . M­i­l­l­et, «M­I­S­T­RA», πίν. 131, 1.
  59. . Πε­λε­κα­νι­δη, «Κα­στο­ριά», πίν. 152 α.
  60. . Α­χει­μα­στου-Πο­τα­μι­α­νου Μυρ­τα­λη, Ἡ Μο­νή Φι­λαν­θρω­πι­νῶν, σ. 13.
  61. . Χατ­ζη­δα­κης Μ., «Ὁ κρη­τι­κός ζω­γρά­φος Θε­ο­φά­νης», εἰκ. 151.
  62. . Ου­σπέν­σκυ Λ., «Εἰ­κό­να», μτφ. Κόν­το­γλου, Ἀ­στήρ 1952, σ. 51.
  63. . Γερ­μα­νου Κων­σταν­τι­νου­πο­λε­ως, P.G, 98, 1720.
  64. . Εὐ­χή θε­ί­ας λει­τουρ­γί­ας.
  65. . Βλ. σχετ. Κα­λο­κυ­ρη Κ, Ἡ οὐ­σί­α τῆς ὀρ­θο­δό­ξου ἁ­γι­ο­γρα­φί­ας, Ἀ­θή­να 1960, σ. 18. Ἡ πλη­ρο­φο­ρί­α ὅ­τι οἱ ζω­γρά­φοι ἦ­ταν Με­λε­νι­κι­ῶ­τες, δι­α­σώ­θη­κε στήν προ­φο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση τῶν κα­το­ί­κων τῆς Χω­ρο­ύ­δας καί στίς μνῆ­μες πού ἔ­φε­ραν ἀ­πό το­ύς προ­γό­νους τους πε­ρί τοῦ Να­οῦ τους.
  66. . Βλ. σχετ. Κα­λο­κυ­ρη Κ, Ἡ οὐ­σί­α τῆς ὀρ­θο­δό­ξου ἁ­γι­ο­γρα­φί­ας, Ἀ­θή­να 1960, σ. 20. Ἡ πλη­ρο­φο­ρί­α ὅ­τι οἱ ζω­γρά­φοι ἦ­ταν Με­λε­νι­κι­ῶ­τες, δι­α­σώ­θη­κε στήν προ­φο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση τῶν κα­το­ί­κων τῆς Χω­ρο­ύ­δας καί στίς μνῆ­μες πού ἔ­φε­ραν ἀ­πό το­ύς προ­γό­νους τους πε­ρί τοῦ Να­οῦ τους.
  67. . Βλ. σχετ. Κα­λο­κυ­ρη Κ, Ἡ οὐ­σί­α τῆς ὀρ­θο­δό­ξου ἁ­γι­ο­γρα­φί­ας, Ἀ­θή­να 1960, σ. 34. Ἡ πλη­ρο­φο­ρί­α ὅ­τι οἱ ζω­γρά­φοι ἦ­ταν Με­λε­νι­κι­ῶ­τες, δι­α­σώ­θη­κε στήν προ­φο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση τῶν κα­το­ί­κων τῆς Χω­ρο­ύ­δας καί στίς μνῆ­μες πού ἔ­φε­ραν ἀ­πό το­ύς προ­γό­νους τους πε­ρί τοῦ Να­οῦ τους.
  68. . Ἡ γι­ορτή τοῦ ἁ­γί­ου Σπυ­ρί­δω­νος ἦ­ταν δύ­σκο­λο νά τι­μη­θεῖ μέ­σα στόν χει­μώ­να (12 Δε­κεμ­βρί­ου) ἀ­πό το­ύς ποι­μέ­νες – κα­το­ί­κους τῆς Χω­ρο­ύ­δας, ἡ ἀλ­λα­γή πι­θα­νόν τοῦ τι­μω­μέ­νου Ἁ­γί­ου μέ τό ὄ­νο­μα τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, ἄν καί συμ­πί­πτει πά­λι μέ τόν χει­μώ­να, το­ύς δι­ευ­κό­λυ­νε ὡς πρός τό γε­γο­νός ὅ­τι μπο­ροῦ­σαν νά γι­ορ­τά­ζουν τόν Ἅ­γιό τους τήν ἡ­μέ­ρα τῆς ἀ­να­κο­μι­δῆς τοῦ λει­ψά­νου του στίς 2 Μα­ΐ­ου.
  69. . Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό ἡ κα­τα­στρο­φή κυ­ρί­ως συν­τε­λέ­στη­κε ἀ­πό τήν ὑ­γρα­σί­α καί τίς ἐρ­γα­σί­ες το­πο­θέ­τη­σης τοῦ νέ­ου τέμ­πλου.
  70. . Χατ­ζη­δα­κη Μ., Ὁ Κρη­τι­κός ζω­γρά­φος Θε­ο­φά­νης, ἐκδ. Ι. Μ. Σταυ­ρο­νι­κή­τα, Α­ΓΙ­ΟΝ Ο­ΡΟΣ 1986, εἰκ. 75-77.
  71. . Κα­λο­κύ­ρη Κ., «Βυ­ζαν­τι­ναί Ἐκ­κλη­σί­αι Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Μεσ­ση­νί­ας», σ. l­65, εἰκ. 132.
  72. . Χατ­ζη­δα­κη Μ., Ὁ Κρη­τι­κός ζω­γρά­φος Θε­ο­φά­νης, ἐκδ. Ι. Μ. Σταυ­ρο­νι­κή­τα, Α­ΓΙ­ΟΝ Ο­ΡΟΣ 1986, σ. 222.

Στον Αϊ Θανάση της Χωρούδας Μέρος A2 Read More »