Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ (εἰκ. 13)
Στήν ἱστόρηση τοῦ θέματος τῆς Γεννήσεως ὁ ἁγιογράφος εἶναι λιτός. Ὁ χῶρος πού τοῦ προσφερόταν γιά νά ἀναπτύξει τό θέμα του ἦταν βέβαια περιορισμένος, ἀλλά αὐτός ἐνδιαφέρεται γι᾽αὐτό καθ᾽ αὐτό τό θέμα τῆς θείας ἐνανθρωπίσεως. Ἡ Παναγία γονυκλινής πρό τῆς φάτνης μέ τό θεῖο Βρέφος «ἐσπαργανωμένον» (εἰκ. 14). Στά δεξιά τῆς εἰκόνος καί σχεδόν στή γωνία τῆς παραστάσεως ὁ Ἰωσήφ ἐξίσταται γιά τό γεγονός. Ἡ στάση καί ἡ ἀπορία του δείχνουν ὅτι αὐτός δέν ἔχει θέση στή θεία σάρκωση πού ἔγινε «ἐκ πνεύματος ἁγίου».
Πίσω του στέκεται καί τόν συντροφεύει ἕνας γεροβοσκός ἤ ἡ προσωπο-ποίηση τοῦ πειρασμοῦ καί τοῦ λογισμοῦ πού στηρίζεται στήν ράβδο του. Στά ἀριστερά τῆς παραστάσεως καί πίσω ἀπό τήν Παναγία ὑπάρχει ἄλλος ἕνας βοσκός τοῦ ὁποίου σώζεται μόνο τό κάτω μέρος τοῦ σώματος.
Τό σπήλαιο πού σκεπάζει τήν ὅλη παράσταση εἶναι δοσμένο μέ τά χρώματα τοῦ καφέ-κόκκινου. Ὁ ἀστέρας στέλνει τίς ἀκτίνες του πάνω στό Βρέφος. Ἡ παράσταση σώζεται μόνο ἡ μισή καί ἔτσι δέν μποροῦμε νά ἐντοπίσουμε ἄλλα πρόσωπα πού ἴσως νά πλαισιώνουν τό θέμα. Αὐτό ὅμως πού παρατηροῦμε εἶναι ἡ ἀπάλειψη τῆς σκηνῆς τοῦ λουτροῦ καί ἡ ἀπουσία τῶν Μάγων.[1] Ἐδῶ ὁ ἁγιογράφος ἀκολουθεῖ τούς ἄλλους μεταβυζαντινούς ὁμοτέχνους του καί εἰκονίζει τήν Θεοτόκο γονυκλινή πρό τοῦ Βρέφους.
Εἰκ. 13. Ἄνω: Γέννηση, Ὑπαπαντή. Κάτω: Προφήτης
Ἠλίας, ἅγιος Παντελεήμων, ἅγιος Κοσμᾶς.
Εἰκ. 14. Ἡ Γέννηση. (Λεπτομέρεια).
Ἡ φορητή εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τῆς μονῆς Σταυρονικήτα, ἡ Γέννηση τῆς Δοχειαρίου καί τοῦ Παρεκκλησίου τοῦ ἁγίου Νικολάου τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἴσως νά ἀποτέλεσαν τόν ὁδηγό γιά τόν ἀνώνυμο τεχνίτη τῆς Χωρούδας. Ὅμως αὐτός δουλεύει μέ μεγάλη ἀφαιρετική διάθεση, καί κρατᾶ μόνο τά βασικά καί ἀπαραίτητα πρόσωπα γιά νά ἱστορήσει τό θέμα του·
Ἡ Ὑπαπαντή (εἰκ. 13)
Σάν συνέχεια φυσική θά λέγαμε τῆς Γεννήσεως, ἔρχεται ἡ εἰκόνα τῆς Ὑπαπαντῆς. Κατεστραμμένο ὅλο τό μισό ἄνω μέρος τῆς παραστάσεως μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά μελετήσουμε μόνο τά ὑπάρχοντα στοιχεῖα, κι αὐτά εἶναι ἡ ὕπαρξη τεσσάρων προσώπων καί ἡ σχηματική παράσταση τοῦ Ναοῦ. Ἡ διάταξη τῶν σωμάτων, ἡ κίνηση καί τό σχέδιο τῆς εἰκόνας μᾶς φέρνουν στό νοῦ τήν Ὑπαπαντή τοῦ Θεοφάνους στή φορητή εἰκόνα τῆς Μονῆς Σταυρονικήτα. Εἶναι ὁ καθιερωμένος μεταβυζαντινός τύπος,[2] μέ τόν Χριστό στά χέρια τοῦ Συμεών δεξιά, τήν Παναγία ἀριστερά μέ τά χέρια ἁπλωμένα πρός τό παιδί, τόν Ἰωσήφ νά ἀκολουθεῖ κρατώντας μέσα στό ροῦχο του δυό περιστέρια καί τήν προφήτιδα Ἄννα νά προβάλλει ἀνάμεσά τους κρατώντας εἰλητάριο πού γράφει: «τοῦτο τὸ Βρέφος οὐρανὸν καὶ γῆν ἐστερέωσε». Τά πρόσωπα εἶναι κατεστραμμένα καί δέν μποροῦμε νά σχολιάσουμε τό ὕφος καί τή χρωματική τους ἀπόδοση. Ἡ ἱστόρηση τῆς παραστάσεως στόν γνωστό αὐτό τύπο ξεκινᾶ ἀπό τόν 15ο αἰώνα καί συνεχίζεται ἀπό ὅλους τούς ζωγράφους τῆς κρητικῆς σχολῆς, ἀλλά καί ἀπό τούς μεταγενέστερους. Ἡ εἰκόνα τοῦ Νικολάου Ρίτζου στό Σεράγεβο,[3] τοῦ Θεοφάνη στόν Ἀναπαυσᾶ, καί τῆς μονῆς τῶν Φιλανθρωπινῶν,[4] θά λέγαμε ὅτι ἀποτελοῦν τούς χαρακτηριστικούς τύπους πού μιμεῖται ὁ τεχνίτης μας.
Ἡ παράσταση τῆς Βαπτίσεως πού ἀκολουθεῖ δέν μᾶς δίνει τή δυνατότητα γιά σχόλια καί παρατηρήσεις. Σώζεται μόνο ἕνα μικρό τμῆμα της, στό κάτω ἀριστερό μέρος, πού φανερώνει τήν ὕπαρξη μέσα στήν παράσταση, βουνῶν καί
ποταμίων ὑδάτων. Στήν κάτω μεγάλη ζώνη ἔχουμε τίς παραστάσεις ὁλόσωμων
Ἁγίων.
Ὁ Προφήτης Ἠλίας (εἰκ. 13)
Σέ μετωπική στάση ἱστορημένος, ὁ «πρὸ συλλήψεως ὢν ἡγιασμένος, ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, ὁ νοῦς ὁ πύρινος, ὁ ἐπουράνιος ἄνθρωπος». Εὐλογεῖ μέ τή δεξιά ἐνῶ ἡ ἀριστερά του εἶναι κατεστραμμένη καὶ ἐπιχρισμένη. Φορεῖ ἱμάτιο στήν ἀπόχρωση τοῦ γκρί καί τῆς ὤχρας καὶ χιτώνα χρώματος χονδροκόκκινου, στίς δέ ἄκρες τοῦ χιτώνα καὶ γύρω ἀπό τό λαιμό φέρει μηλωτή.
Οἱ ἅγιοι Παντελεήμων, Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός, οἱ ἀνάργυροι, ἀκολουθοῦν στήν ἴδια μετωπική στάση. Ὁ ἅγιος Δαμιανός εἶναι κατεστραμμένος καὶ σώζεται μόνο ἡ ἐπιγραφή τοῦ ὀνόματός του «Ο ΑΓΙΟΣ ΔΑΜΗΑΝΟΣ». Οἱ ἅγιοι Παντελεήμων καί Κοσμᾶς φοροῦν πλούσια ἱερατικοῦ τύπου ἐνδύματα, στήν ἀπόχρωση τοῦ κόκκινου καί τοῦ σταχτοπράσινου ἀντίστοιχα, στό δεξί χέρι κρατοῦν λαβίδα πού ἀπολήγει σέ σταυρό, ἐνῶ μέ τό ἀριστερό κρατοῦν κιβωτίδια ἀνοιχτά, προφανῶς μέ φάρμακα «τὴν τῶν ψυχῶν ἐπιμέλειαν καὶ τῶν σωμάτων τὴν θεραπείαν ἐπιδεικνύμενοι» (εἰκ. 13). Ὁ ἅγιος Παντελεήμων νέος, ἀγένειος καὶ σγουροκέφαλας, ἐνῶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς «νέος ἀρχιγένειος, φαλακρίζων καὶ σγουρακίζων, τὰς τρίχας ἔχων ἄνωθεν τῶν ὠτίων» ὅπως τούς περιγράφει ὁ Διονύσιος στήν Ἑρμηνεία του.
Ἡ ἴδια φόρμα, ὅμοια κίνηση τῶν σωμάτων καί τῶν χεριῶν συναντᾶται σέ πολλές ἄλλες περιοχές. Οἱ Ἅγιοι εἶναι ἰδιαιτέρα ἀγαπητοί καί ἡ παράστασή τους ἔχει θέση στή διακόσμηση πολλῶν Ναῶν. Πλησιέστερη τυπολογική συγγένεια ἔχουν μέ τίς παραστάσεις στό ΝΑGΟRΙCΙΝΟ,[5] στόν ἅγιο Νικόλαο Καστοριᾶς,[6] καί στό NEREZI.[7]
Οἱ τρεῖς ἅγιοι αὐτοί Ἅγιοι μαζί μέ τούς ἁγίους Ἰωάννη Ἐλεήμονα, Χαράλαμπο καί Ἰάκωβο Ἀδελφόθεο, εἶναι ἔργα τῆς ἴδιας χειρός ἤ δέχτηκαν ἐπιζωγράφιση
ἀ
από τόν ἴδιο τεχνίτη. Ἡ διαφορά τους εἶναι καταφανής στό χρῶμα τῶν ἱματίων, στούς προπλασμούς καί στά πλατιά σαρκώματα.
Ὁ Ἅγιος πού ἀκολουθεῖ εἶναι, πιθανότατα ὁ ἅγιος Εὐστάθιος. Ἡ δεξιά του πλευρά εἶναι ἐπιχρισμένη καί σώζεται μόνο ἡ κατάληξη τῆς ἐπιγραφῆς -ΘΙΟΣ. Στήν ταύτιση τῆς μορφῆς τοῦ Ἁγίου ὁδηγούμαστε ἀπό τόν γνωστό στίς βυζαντινές τοιχογραφίες τύπο τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου (εἰκ. 15). Ὥριμος στήν ἡλικία, μέ κοντή γενειάδα, «μιξαιπόλιος στρογγυλογένης», ὅπως γράφει ἡ Ἑρμηνεία (σ. 185 & 270). Φέρει ἱμάτιο κοσμημένο, στό ὕψος τῶν γονάτων καί στήν κάτω ἄκρη, μέ κεντήματα, καί φορεῖ χιτώνα πρασίνου χρώματος. Κρατεῖ στό δεξί χέρι σταυρό καί στό ἀριστερό δόρυ. Εἶναι ὁ γνωστός τύπος τοῦ 16ου αἰώνα καί μετά, ὅπου ὁ Ἅγιος παριστάνεται ὡς μάρτυρας μέ τόν σταυρό στό χέρι.[8]
Εἰκ. 15. Νότιος τοῖχος: ἅγιος Εὐστάθιος, ἅγιος Τρύφων,
ἁγία Παρασκευή, ἁγία Κυριακή.
Ὁ ἅγιος Τρύφων – ΑΓΙΟΣ ΤΡΥΦΩΝ (εἰκ. 15)
Εἰκονίζεται σέ κατά μέτωπο στάση μέ ἐλαφρά κλίση τῆς κεφαλῆς του πρός τόν ἅγιο Εὐστάθιο. Νέος, ἀγένειος, κατσαρομάλης, φορεῖ παρόμοιο μέ τόν ἅγιο
Εὐστάθιο ἱμάτιο, κοσμημένο ἐπίσης μέ σχέδια, καί χιτώνα στήν ἀπόχρωση τοῦ κινάβαρι. Κρατεῖ στό δεξί χέρι σταυρό, ἐνῶ μέ τό ἀριστερό δείχνει τό σύμβολο τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου. Παρόμοιο τύπο, μέ ἐλάχιστες διαφορές, συναντᾶμε στήν SOΡOCΑNI[9] Σερβίας καί μέ παρόμοια κίνηση τῶν χεριῶν στήν Ἀναπαυσᾶ μέσα σέ μετάλιο, ὅπως ἐπίσης διαφοροποιημένο στήν χρωματική ἀπόδοση τόν συναντᾶμε στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τῆς Βέρροιας στόν ἐξωνάρθηκα (βόρειος τοῖχος) στόν Ναό τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν τῆς Μονῆς Βαρλαάμ τῶν Μετεώρων καί στόν Ναό τῆς Παναγίας (Μητρόπολη) Καλαμπάκας (ἀδημοσίευτες).
Ἡ ἁγία Παρασκευή (εἰκ. 15)
Ἡ ἁγία σέ μετωπική στάση φορεῖ σκουρόχρωμο ἔνδυμα πού καλύπτει τήν κεφαλή. Οἱ πλούσιες πτυχές τοῦ ἐνδύματος γράφονται μέ ὄμπρα ὠμή (σταχτοπράσινο). Κρατεῖ στή δεξιά σταυρό, ἐνῶ σηκώνει τήν ἀριστερά καί διδάσκει τούς δημίους της, «τοὺς φιλοσόφους καταπλήττουσα, τὸ θάρσος τοῦ Ἀντωνίου καταταράξασα καὶ τὸν Χριστὸν ἐν σταδίῳ μέσῳ ἀνομούντων διαγγέλουσα εὐσταθῶς».[10] Ἡ Ἁγία πού ἀκολουθεῖ ταυτίζεται μέ τήν ἁγία Κυριακή. Σώζεται μόνο τό πορτραῖτο τῆς Ἁγίας καί ἡ ἐπιγραφή Η ΑΓΙΑ ΚΗΡΙ (ΑΚΗ). Εἰκονίζεται νέα μανδηλοφοροῦσα μέ πλούσια κόμη βοστρυχωτή ἡ ὁποία ἁπλώνεται πάνω στούς ὤμους τῆς Ἁγίας. Κρατεῖ δέ σταυρό στό δεξί της χέρι. Πρόκειται γιά ἕνα θαυμάσιο πορτραῖτο τῆς Ἁγίας. Ἐδῶ ὁ ἁγιογράφος βρίσκεται στίς καλύτερες στιγμές τῆς δημιουργίας του, ὅπως καί στόν ἅγιο Σπυρίδωνα καί στούς στρατιωτικούς Ἁγίους, πού θά ἐξετάσουμε παρακάτω (εἰκ. 16).
Εἰκ. 16. Ἡ ἁγία Κυριακή.
Ἡ τελειότητα τῶν γραψιμάτων, ἡ μελετημένη γραμμή, ἡ ἐλεύθερη πινελιά, κάτι ἀρκετά δύσκολο ὅταν πρόκειται γιά νωπογραφία, δείχνουν τή μαστοριά καί τήν πείρα τοῦ ζωγράφου. Τά χρώματα δένουν σωστά καί οἱ προπλασμοί καί τά σαρκώματα σέ μιά τέλεια ἁρμονία μᾶς δίνουν ἕνα σωστό καί ὄμορφο ἔργο.
Μέ τήν ἁγία Κυριακή κλείνουν οἱ παραστάσεις τοῦ νοτίου τοίχου. Κάποια «εὐσεβὴς χείρ», βλέποντας ἴσως τήν καταστροφή πού ὑπέστησαν οἱ τοιχογραφίες ἀπό τήν ὑγρασία, ἔχρισε μέ ἄσβεστη τίς ὑπόλοιπες παραστάσεις, οἱ ὁποῖες ἀκόμα δέν ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ.
ΒΟΡΕΙΟΣ ΤΟΙΧΟΣ
Ὁ βόρειος τοῖχος τοῦ Ναοῦ εἶναι αὐτός πού φέρει τίς περισσότερες καί καλύτερα διατηρημένες παραστάσεις (εἰκ. 17). Στήν ὑψηλότερη ζώνη εἰκονίζονται σκηνές ἀπό τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή, Μυστικός Δεῖπνος, ἡ προδοσία, ἡ ἀπόνιψη τοῦ Πιλάτου, ἡ Σταύρωση, ὁ Ἐπιτάφιος καί μέρος τῆς Ἀναστάσεως, ἐνῶ στήν κάτω πλατύτερη ζώνη εἰκονίζονται σέ φυσικό σχεδόν μέγεθος οἱ ἅγιοι Ἀρτέμιος, Νικήτας, Ἰάκωβος ὁ Πέρσης, Χριστόφορος, Μερκούριος, Θεόδωρος ὁ στρατηλάτης, Θεόδωρος ὁ Τήρων, Προκόπιος, Νέστωρ, Δημήτριος καί Γεώργιος.
Εἰκ. 17. Βόρειος τοῖχος.
Οἱ παραστάσεις τοῦ Δωδεκαόρτου βέβαια εἶναι κατεστραμμένες στό ἄνω μέρος, ἐξ αἰτίας τῆς ψευδοροφῆς καί ἔτσι καθιστᾶ ἀδύνατη τή μελέτη τῶν παραστάσεων ὁλοκληρωμένα. Γι᾽ αὐτό θά περιοριστοῦμε στήν παρουσίαση καί τόν σχολιασμό τῶν ὑπαρχόντων μόνο προσώπων.
Ὁ Μυστικός Δεῖπνος (εἰκ. 18)
Στό ἡμικυκλικό τραπέζι ὁ Χριστός μᾶλλον κάθεται στό μέσον, (δέν σώζεται ἡ παράστασή του). Οἱ μαθητές κάθονται γύρω ἀπό τό τραπέζι. Ὁ Ἰούδας μισοσηκωμένος σκύβει πάνω στό τραπέζι «ἁπλώνων τὸ χέρι του εἰς τὸ σκουτέλι».[11]
Σέ πρῶτο πλάνο τρεῖς μορφές συζητοῦν μέ ἀπορία, οἱ ὑπόλοιποι ὅπως τουλάχιστον φαίνεται ἀπό τίς κινήσεις τῶν χεριῶν, συζητοῦν χαμηλόφωνα μεταξύ τους «εὐφροσύνης λαθόντες, ἀγωνίᾳ καὶ λύπῃ συνείχοντο, τὶς οὗτος; Φράσον…».[12] Ἡ κλειστή ἀλληλένδετη σύνθεση τῶν προσώπων ὑπογραμμίζει τό μυστικό χαρακτήρα τοῦ Δείπνου. Πάνω στό τραπέζι ὑπάρχουν σκεύη. Στό κεντρικό σκεῦος ξεχωρίζει ἡ κεφαλή ἑνός ζώου –πρόκειται γιά κεφαλή ἀρνίου· ἐμφανής ἐδῶ ἡ προτύπωση τῆς θυσίας τοῦ «Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ». «Συνεσθίων, Δέσποτα, τοῖς μαθηταῖς σου, μυστικῶς ἐδήλωσας τὴν παναγίαν σου σφαγήν…».[13]
Εἰκ. 18. Ὁ Μυστικός Δεῖπνος.
Τά πρόσωπα τῶν περισσοτέρων μαθητῶν καί τοῦ Χριστοῦ εἶναι κατεστραμμένα· ξεχωρίζουν μόνο οἱ μορφές τῶν τριῶν μαθητῶν ποὺ κάθονται μπροστά σέ χαμηλό ἕδρανο καὶ συζητοῦν καθώς καὶ ἡ μορφή τοῦ Ἰούδα. Ὁ ἄγνωστος τεχνίτης βαδίζει στά ἴχνη τοῦ Θεοφάνη καί ἀποδίδει τά θέματά του στόν εἰκονογραφικό τύπο τοῦ ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ. Τύπος καθιερωμένος ἀπό τόν 15ο ἤδη αἰώνα, διαμόρφωνεται μέ πρότυπο τήν εἰκόνα τοῦ «ἐπὶ σοὶ χαίρει» τοῦ βυζαντινοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν.[14]
Θά ἦταν εὐχῆς ἔργο, ὅταν ἀποκατασταθοῦν οἱ τοιχογραφίες καί καθαριστοῦν, νά μπορέσουμε νά κάνουμε τίς συγκρίσεις ὁλοκληρωμένες καί σέ κάθε τους λεπτομέρεια.
Τόν ἴδιο τύπο τοῦ Ἀναπαυσᾶ χρησιμοποιεῖ καί ὁ ζωγράφος τῆς Μονῆς Φιλανθρωπινῶν,[15] καί τῆς Ρασιώτισσας.[16] Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τό ὕφασμα πού ἀναδιπλώνεται στήν παρυφή τοῦ τραπεζίου, μπροστά στά χέρια τῶν μαθητῶν. Μέ τήν ἴδια ἔμφαση, ἀλλά καί στόν ἴδιο τύπο παρατηρεῖται στίς παραστάσεις τῶν Φιλανθρωπινῶν, τῆς Μονῆς Βαρλαάμ, Ρασιώτισσας, στόν Μυστικό Δεῖπνο τοῦ παλιοῦ Καθολικοῦ τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ἀλλά ἀκόμη καί στήν μνημειώδη σύνθεση τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου τῆς Μονῆς τῆς Λαύρας.[17]
Ἡ Προδοσία (εἰκ. 19)
Εἶναι ἡ παράσταση πού ἀκολουθεῖ ἐκείνη τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Ἡ δραματική συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μέ τόν Ἰούδα καί τήν σπείρα τῶν ὑπηρετῶν τῶν ἀρχιερέων καί τῶν Φαρισαίων, πού ἔρχονται νά συλλάβουν τόν Κύριο, περιγράφεται ζωηρά ἀπό τόν Ἰωάννη.[18] Ὁ διάλογος τοῦ Χριστοῦ μέ τή σπείρα ὑποβάλλεται μέσα ἀπό τήν εἰκόνα· «Τί δὲ μαχαιρῶν, τί ξύλων, λαοπλάνοι, πρὸς τὸ θανεῖν πρόθυμον εἰς κό σμον λύτρον;».[19]
Ὁ Χριστός εἶναι ἐν κινήσει, τό ἱμάτιό του ἀνεμίζει πίσω, οἱ στρατιῶτες πάνοπλοι μέ σπαθιά καί τόξα τόν κυκλώνουν, ἐνῶ ὁ Ἰούδας «ὁ προδότης καὶ δόλιος ὤν, δολίῳ φιλήματι παραδίδει τὸν Σωτῆρα Κύριον…».[20]
Μέ κίνηση ποὺ προδίδει ταραχή καί βιασύνη ἀγκαλιάζει καί ἀσπάζεται τόν Χριστό. Ὁ Πέτρος στό κάτω ἀριστερό μέρος τῆς παραστάσεως γονατιστός ἔχει καθηλωμένο κάτω τόν Μάλχο καί τό μαχαίρι ἕτοιμο γιά νά τοῦ ἀφαιρέσει τό αὐτί, τό δέ βλέμμα του εἶναι στραμμένο πρός τόν Χριστό.
Ἡ θέση τῶν προσώπων φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ κλασσική μιά καί ἡ ἑρμηνεία τοῦ Διονυσίου ἀναφέρει:
«Κῆπος καὶ ἐν μέσῳ ὁ Ἰούδας ἀγκαλιαζόμενος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀσπαζόμενος αὐτὸν καὶ ὄπισθεν τοῦ Ἰούδα ὁ Πέτρος γονατιστὸς ἔχων ὑποκάτω του ἕναν νέον στρατιώτην, κόπτων μὲ τὴν μάχαιραν τὸ ἀφτὶ του· καὶ γύρωθεν τοῦ Χριστοῦ στρατιῶται».[21] Πέρα ἀπό τά ἑπτά πρόσωπα τῆς παραστάσεως πού βρίσκονται στό κέντρο, δεξιά κι ἀριστε-
ρά ξεχωρίζουν βουνά, ἐνῶ δέν μποροῦμε νά ποῦμε μέ βεβαιότητα γιά τήν ὕπαρξη ἄλλων προσώπων ἤ τή θέση τῶν μαθητῶν στήν ὅλη παράσταση λόγῳ τῆς καταστροφῆς τοῦ θέματος.
Εἰκ. 19. Ἡ προδοσία.
Τό ἐπεισόδιο τοῦ Πέτρου καί τοῦ Μάλχου ὑπάρχει μέ ἀνάλογη σύνθεση στά παλαιά λόγια ἔργα, ὅπως στόν Ὀρφανό,[22] στόν Ταξιάρχη Μητροπόλεως Καστοριᾶς,[23] σέ διαφορετική στάση στό παλιό Καθολικό τοῦ Μεγάλου Μετεώρου.
Βέβαια στίς περισσότερες ἀπό τίς παραστάσεις αὐτές τό θέμα τῆς προδοσίας συνδέεται μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ καί μέ παρουσία περισσοτέρων προσώπων, κυρίως στρατιωτικῶν, δούλων, κ.λπ., ὅπως στόν Ἀναπαυσᾶ, στή Λαύρα, στή μονή Φιλανθρωπινῶν. Στόν Ἀναπαυσᾶ, στή Σταυρονικήτα καί στή Λαύρα, ὁ Θεοφάνης ἀναπαράγει τό ἴδιο θέμα ὅπως ἀκριβῶς τό βρίσκει στό «ἐπὶ σοὶ χαίρει···» τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν.[24] Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στά ἔργα τοῦ Θεοφάνη λείπουν οἱ στρατιῶτες πού ὑπάρχουν σέ ἄλλες ἀπεικονίσεις τοῦ θέματος ὅπως στή Μονή Φιλανθρωπινῶν, στό Πρωτάτο, τό Βατοπέδι, τό ΝΑGΟRΙCΙΝΟ, τόν ἅγιο Νικόλαο Καστοριᾶς. Μέ τήν παράσταση ὅμως πού ἔχουμε κάποια σαφή ὁμοιότητα ὡς πρός τήν κίνηση καί τή γραμμή τῶν σωμάτων τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ Ἰούδα καί τοῦ δεξιά τοῦ Ἰησοῦ στρατιώτου, εἶναι τῆς MILESEVA. Βεβαίως ἡ παράσταση τῆς MILESEVA εἶναι πολυπρόσωπη, ἡ σκηνή τοῦ Πέτρου καί τοῦ Μάλχου λείπει, ἀλλά τό πλάσιμο τῶν σωμάτων κινεῖται στήν ἴδια φόρμα.[25]
Ἡ ἀπόνιψη τοῦ Πιλάτου (εἰκ. 20)
Ἡ ἀπόνιψη τοῦ Πιλάτου ἔρχεται νά συμπληρώσει τίς πρό τῆς σταυρώσεως σκηνές ἀπό τή ζωή τοῦ Χριστοῦ.
Κεντρικό πρόσωπο τῆς παραστάσεως ὁ Πιλάτος, ὁ ὁποῖος κάθεται σέ ἡμικυκλικά Θρόνο. Στ᾽ ἀριστερά του ἕνας νεαρός συνομιλεῖ μαζί του, ἐνῶ ἕνας ἄλλος ὑπηρέτης κρατώντας μέ τό ἀριστερό χέρι λεκάνη καί μέ τό δεξί κανάτι, βοηθᾶ τόν Πιλάτο νά νίψει τά χέρια του. Στόν ὦμο τοῦ νεαροῦ δούλου ὑπάρχει ριγμένο προσόψι. Ὁ Πιλάτος βρίσκεται σέ δραματική στιγμή. Ἐνῶ ἀκούει τόν δοῦλο του καί νίπτει τά χέρια του, εἶναι γυρισμένος πρός τόν Χριστό, τόν ὁποῖο σύρουν στήν κυριολεξία μπροστά του δύο στρατιῶτες κι ἕνα ἀκόμη πρόσωπο.
Ἡ εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στήν εἰκόνα γίνεται ἀπό τά ἀριστερά τῆς παραστάσεως.
Ὁ Χριστός εἶναι δεμένος στά χέρια καί στόν λαιμό, ὁ δέ στρατιώτης προπορεύεται ζωγραφισμένος σέ στάση προφίλ καί, ἐνῶ συνομιλεῖ μέ τόν στρατιώτη πού ἀκολουθεῖ, τραβᾶ τόν Χριστό ἀπό τό σχοινί πού σφίγγει τό λαιμό του. Ἐδῶ βλέπουμε τόν προφανή ἐπηρεασμό τοῦ τεχνίτη ἀπό τήν παράσταση τοῦ ἑλκόμενου, ὅπου ἐκεῖ συνήθως ὁ Χριστός δεμένος μέ σχοινί σύρεται ἀπό τόν λαιμό. Ἡ ἴδια ἀκριβῶς κίνηση τοῦ σώματος καί τῶν χεριῶν, παρατηρεῖται στόν ἑλκόμενο τῆς Φιλανθρωπινῶν, τοῦ Ταξιάρχη τῆς Καστοριᾶς, καί μέ κάποια ὑπερβολή στήν κίνηση, στήν Περίβλεπτο τοῦ Μιστρᾶ.
Πίσω ὑπάρχουν κτίρια πού περιβάλλουν τήν παράσταση. Ἡ κίνηση τοῦ σώματος, τῶν χεριῶν καί τῆς κεφαλῆς τοῦ Πιλάτου δείχνουν τήν ἀνησυχία του καί τήν ἀτολμία του, ἐνῶ ἡ μειλίχια καί ἡ γεμάτη πόνο καί κατανόηση μορφή τοῦ Χριστοῦ κάνουν ἀκόμη πιό δύσκολη τή θέση τοῦ Πιλάτου.
Κι ἐδῶ ὁ τεχνίτης, ἀφαιρεῖ τό πλῆθος τῶν στρατιωτῶν καί τῶν Φαρισαίων πού εἰκονίζοντα σέ ἄλλες παραστάσεις. Ἐνδιαφέρεται μόνο γιά τό γεγονός τῆς ἀπονίψεως τοῦ Πιλάτου καί αὐτό μόνο παριστᾶ.
Ὁ Χριστός, ὁ Πιλάτος, δύο
δοῦλοι, δύο στρατιῶτες κι ἕνας λαϊκός, πιθανόν ἐκπρόσωπος τῶν Φαρισαίων, εἶναι ἀρκετοί γιά τόν τεχνίτη, προκειμένου νά ἀποδώσει τό θέμα του. Ὁ ἁγιογράφος ἔχει ὑπόψη του ἴσως κι ἄλλες παραστάσεις καί χρησιμοποιεῖ ὅσο μπορεῖ πιό ἀφαιρετικά τά στοιχεῖα πού ἔχει γιά τό θέμα. Ἡ ἑρμηνεία τοῦ Διονύσου, καθώς μᾶς περιγράφει τήν παράσταση (σ. 106), δέν ἀπέχει καί πολύ ἀπό τή δική μας εἰκόνα. Λείπουν βέβαια οἱ Φαρισαῖοι καί τά παιδιά, ὅπως καί τό τραπέζι μέ τό χαρτί, τήν ἀπόφαση δηλαδή τῆς καταδίκης, στοιχεῖα πού τά συναντοῦμε, στή Μονή Φιλανθρωπινῶν.[26] Ἡ διάταξη ἐξ ἄλλου τῶν προσώπων τοῦ Χριστοῦ ἀριστερά καί τοῦ Πιλάτου δεξιά εἶναι συνήθης στίς Παλαιολόγειες παραστάσεις, ὅπως στήν STUDENICA, STARO NAGORICINO, στόν Ὀρφανό.[27]
Εἰκ. 20. Ἡ ἀπόνιψη τοῦ Πιλάτου.
Ἡ Σταύρωση (εἰκ. 21)
Τό κέντρο τῆς εἰκόνας καταλαμβάνει ὁ Ἐσταυρωμένος Χριστός. Οἱ φθορές τοῦ ἄνω μέρους τῆς παραστάσεως δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά σχολιάσουμε τά τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ, δηλαδή κλίση κεφαλῆς, ὕφος, ἐπιγραφή κ.λπ.
Ἡ εἰκονογραφία τῆς σταυρώσεως ἐπαναλαμβάνει τόν διαμορφωμένο τύπο τῶν Κρητικῶν ζωγράφων. Περιορίζει τά πρόσωπα στά ἐντελῶς ἀπαραίτητα. Ἡ ἐπίδραση τῆς ἰταλοκρητικῆς ζωγραφικῆς εἶναι ἐμφανής στήν ἀπόδοση τοῦ Χριστοῦ. Ἕνα ὕφασμα καλύπτει τήν μέση τοῦ σώματος τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἀφήνοντας ἕνα μέρος του νά ἀνεμίζει πρός τά δεξιά τῆς εἰκόνας. Τά πόδια τοῦ Χριστοῦ πατοῦν στήν κάτω ἐγκάρσια δοκό πού ἔχει ἐλαφρά κλίση καί εἶναι καρφωμένα τό ἕνα πάνω στό ἄλλο.
Εἰκ. 21. Ἡ Σταύρωση.
Τά πρόσωπα πού συμπληρώνουν τό θέμα εἶναι ἡ Παναγία καί μιά ἀκόμα γυναικεία μορφή πού φέρει φωτοστέφανο καί ὁ Ἰωάννης μέ τόν ἑκατόνταρχο πού ἐπίσης ἔχει φωτοστέφανο. Στήν ἀπεικόνιση τῆς Παναγίας ὑπερισχύει τό δραματικό στοιχεῖο. Ἡ Θεοτόκος φαίνεται νά μήν ἀντέχει στή θέα τοῦ ἐσταυρωμένου Υἱοῦ καί Θεοῦ της καί δέχεται τήν περιποίηση καί τόν στηριγμό τῆς παρακείμενης γυναίκας, ἐνῶ ὁ Ἰωάννης ἔχοντας μιά συγκρατημένη θλίψη φέρει τό δεξί του χέρι στό πρόσωπο. Πίσω του ὁ ἑκατόνταρχος κρατώντας ἀκόμη τό καλάμι μέ τόν σπόγγο, ἔχει ἀρχίσει νά ἀπορεῖ γιά τά γενόμενα καί μέ δέος κοιτᾶ πρός τόν Χριστό. Πίσω ὑπάρχουν τά τείχη τῆς πόλεως καί κάποια ἀκόμη οἰκήματα.
Ὁ Ἐπιτάφιος θρῆνος (εἰκ. 22)
Στή μέση τῆς παραστάσεως βρίσκεται τό σῶμα τοῦ Κυρίου, ἁπλωμένο πάνω σέ νεκρικό κρεββάτι.
Ἡ Παναγία καθισμένη στό προσκέφαλο τοῦ Χριστοῦ, ἀριστερά, φωλιάζει πάνω του, καί τόν φιλεῖ κρατώντας τον στήν ἀγκαλιά της, ἐνῶ τό γεμάτο πόνο βλέμμα της χάνεται πρός τή μεριά τοῦ Ἰωσήφ τοῦ ἀπό Ἄριμαθαίας, ὁ ὁποῖος κατασπάζεται τά πόδια τοῦ Κυρίου κρατώντας τα μέσα στό ἱμάτιό του. Ὁ Ἰωάννης κρατεῖ τό χέρι τοῦ διδασκάλου καί, ὅσο μᾶς ἐπιτρέπει ἡ φθορά νά διακρίνουμε, σκύβει νά τόν φιλήσει·
Πίσω ἀπό τήν Παναγία ὑπάρχουν δύο γυναῖκες (ἴσως καί κάποια τρίτη πού ἔχει ὅμως καταστραφεῖ καί ἄφησε ὡς ἴχνος ἕνα μισοκατεστραμμένο περίγραμμα), πού συμπαραστέκονται στή Θεοτόκο «θρηνολογοῦσαι».
Εἰκ. 22. Ὁ Ἐπιτάφιος θρῆνος.
Μπροστά στό νεκρικό κρεββάτι ὑπάρχει ἕνα πεταμένο πανί πού ἀνεμίζει καί δίπλα ἕνα καλάθι μέσα στό ὁποῖο διακρίνεται σφυρί καί τέσσερα καρφιά. Πίσω ὑπάρχουν κτίρια τῶν ὁποίων ὅμως τίς διαστάσεις καί τή μορφή δέν μποροῦμε νά ἐξετάσουμε πλήρως. Τά νερά τῆς βροχῆς ἔχουν καταστρέψει σχεδόν ὅλο τό πάνω μέρος τῆς παραστάσεως.
Ἡ παράστασή μας ὡς πρός τή διάταξη τῶν σωμάτων τοῦ Κυρίου, τῆς Θεοτόκου, τοῦ Ἰωσήφ καί τοῦ Ἰωάννου ἔχει στενή τυπολογική σχέση μέ τήν ἴδια παράσταση τῆς Σταυρονικήτα, τοῦ Ἀναπαυσᾶ καί τῆς Μονῆς Φιλανθρωπινῶν.[28]
Στήν Φιλανθρωπινῶν μάλιστα βρίσκεται μπροστά στό σκήνωμα τοῦ Ἰησοῦ καί τό σεντόνι, τό ὁποῖο βέβαια συναντᾶται καί σέ ἄλλες ὅμοιες παραστάσεις,
ὅπως στόν ἅγιο Νικόλαο τῆς CURTEA DE ARGES[29] καί στόν ἅγιο Ἠλία τῆς SUCΕΑVΑ.[30]
Στόν Ἀναπαυσᾶ ὁ Ἰωάννης κρατεῖ μέ τό ἀριστερό του χέρι τό χέρι τοῦ Κυρίου, ἐνῶ μέ τό δεξί του στηρίζεται πάνω στή μαρμάρινη σαρκοφάγο, ὅπως ἐδῶ ἀντίστοιχα πάνω στό νεκρικό κρεββάτι. Ἄγνωστος εἶναι ὁ λόγος πού ὁ ζωγράφος ἐδῶ χρησιμοποιεῖ νεκρικό κρεββάτι, κάτι παρόμοιο δηλαδή μέ αὐτό τῆς εἰκόνας τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Καί ἀκόμη ὁ μικρός χωρίς πλάτη θρόνος πάνω στόν ὁποῖο κάθεται ἡ Παναγία, πατώντας σέ τετράγωνο ὑποπόδιο. Οἱ συνήθεις παραστάσεις, στή Σταυρονικήτα, Ἀναπαυσᾶ, Φιλανθρωπινῶν, Βατοπεδίου, Λαύρας, Ἁγίου Παντελεήμονος, NEREZI, Ἁγίου Γεώργιου KURDI-NOVO, Μαυριώτισσας Καστοριᾶς, ἔχουν μαρμάρινη σαρκοφάγο πάνω στήν ὁποία κεῖται ὁ Χριστός.
Ἡ Ἀνάσταση (εἰκ. 23)
Ἡ παράσταση τῆς Ἀναστάσεως δέν σώζεται ὁλόκληρη. Μποροῦμε ὅμως νά ξεχωρίσουμε τόν τάφο σφραγισμένο, τούς στρατιῶτες «ὑπνοῦντες» καί κάποιον νά πατεῖ πάνω στόν τάφο. Ἡ φθορά δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά μιλήσουμε μέ ἀκρίβεια γιά τό ἄν εἶναι Ἄγγελος πού μεταφέρει τό ἀναστάσιμο μήνυμα ἤ γιά τό ἄν εἶναι ὁ Χριστός, θέμα σαφῶς ἐπηρεασμένο ἀπό τήν τέχνη τῆς Δύσης.
Ἡ ψευδοροφή, ἡ ὑγρασία καί ἡ τοποθέτηση τοῦ Τέμπλου ἔβλαψαν σημαντικά τό θέμα. Εἶναι σαφές πάντως ὅτι ἡ Ἀνάσταση δέν ἱστορεῖται μέ τήν γνωστή κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη. Κάποια κοινά στοιχεῖα, ὡς πρός τήν θέση καί κίνηση τῶν στρατιωτῶν – φρουρῶν, ἀλλά καί ὡς πρός τήν κάλυψη καί τήν σφράγιση τοῦ τάφου συναντᾶμε στήν Σταυρονικήτα.
Στή μεσαία μεγάλη ζώνη τοῦ βορείου τοίχου, εἰκονίζονται στρατιωτικοί ἅγιοι· ἄλλοι φοροῦν πλήρη στρατιωτική στολή καί ἄλλοι κρατοῦν ἀπό τή μία τό σταυρό κι ἀπό τήν ἄλλη τό ξίφος, φορώντας στολή μάρτυρος.
Οἱ Ἅγιοι εἰκονίζονται σέ φυσικό μέγεθος καί τό ὕφος τῶν κεφαλῶν τους εἶναι στήν ἴδια εὐθεία. Ὅλοι ἐλαφροπατοῦν στό ἔδαφος καί εἶναι ζωγραφισμένοι σέ κατά μέτωπο στάση πλήν τοῦ ἁγίου Μερκουρίου καί τοῦ ἁγίου Νέστορος. Ἀπό τίς σωζόμενες παραστάσεις, ἀπό τό Β.Δ. μέρος τοῦ τοίχου, βρίσκονται:
Εἰκ. 23. Ἡ Ἀνάσταση.
Ὁ ἅγιος Ἀρτέμιος (εἰκ. 24)
Σώζεται μόνο τό ἄνω μέρος τοῦ σώματός του. Φορεῖ ἱμάτιο κοκκινόχρωμο καί ἀχειρίδωτο χιτώνα, στή δέ δεξιά Του κρατεῖ σταυρό. Στήν κεφαλή φέρει διάδημα. Ἡ ἐπιγραφή σώζεται μόνο τμηματικά, δηλαδή, ..Τ..ΜΗΟΣ.
Ὁ χιτώνας εἶναι στήν ἀπόχρωση τῆς ὤχρας καί στήν ἄκρη καταλήγει σέ μάλλινο. Μορφολογικά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ταυτίζεται μέ τόν ἅγιο Ἀρτέμιο ὅπως τουλάχιστον τόν περιγράφει ἡ Ἑρμηνεία. Παρόμοιο θέμα μέ τήν αὐτή κίνηση συναντᾶμε στά Μετέωρα στό παλαιό Καθολικό τῆς Μονῆς τοῦ ἁγίου Στεφάνου, ἐνῶ στή Μονή Σταυρονικήτα ὁ Ἅγιος δέν εἰκονίζεται ὡς μάρτυρας ἀλλά φέρει πλήρη στρατιωτική ἐξάρτηση.
Ὁ ἅγιος Νικήτας (εἰκ. 25)
Εἰκ. 25. Ὁ ἅγιος Νικήτας.
Εἰκ. 24. Ὁ ἅγιος Ἀρτέμιος.
Εἰκονίζεται σέ ἀνάλογη μέ τόν ἅγιο Ἀρτέμιο στάση, λεβεντόκορμος μέ αὐστηρή καί διεισδυτική ματιά. Φορεῖ ἱμάτιο καί κοντό χειριδωτό χιτώνα, ἐνῶ ἕνας πλούσιος μανδύας, πού οἱ ἄκρες του καταλήγουν σέ μάλλινο σάν εἶδος γούνας, καλύπτει τόν ἀριστερό του ὦμο καί ἀφήνει ἐλεύθερο τό δεξί του χέρι πού κρατεῖ τόν Σταυρό. Στό ἀριστερό χέρι κρατεῖ ξίφος μέσα σέ θήκη. Ὁ ποδήρης χιτώνας καί ὁ κοντός χειριδωτός στίς ἀπολήξεις τους φέρουν κεντητή διακόσμηση. Τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου
ἔχει ὡραῖο πλάσιμο στά χρώματα, ἐκεῖ ὅμως πού δημιουργεῖται κάποια ἀντίθεση εἶναι τό δυσανάλογο ἄνοιγμα τοῦ κάτω μέρους, δηλαδή τό κράσπεδο τοῦ ἱματίου, πού δείχνει κάποια ἀσυμμετρία, καθώς καί τό σκληρό φώτισμα τοῦ μανδύα.
Πιθανό κατά τή φάση τῆς ἐπιζωγραφίσεως ὁ Ἅγιος δέχτηκε κάποιες ἐπιδιορθώσεις, ἴσως καί ἀλλαγές.
Πάντως ὁ τύπος τοῦ ἁγίου Νικήτα ὅπως ἐμφανίζεται στό Βατοπέδι, στή Φιλανθρωπινῶν,[31] στά Μετέωρα καί στό ΝΑGΟRΙCΙΝΟ, ἔχει μόνο ὡς πρός τή
μορφή τοῦ προσώπου ὁμοιότητα, κι ὄχι ὡς πρός τήν ὅλη ἐμφάνιση, δεδομένου ὅτι ἐδῶ ὁ Ἅγιος δέν φέρει πλήρη στρατιωτική ἐξάρτηση.
Ἀπό τά ἀνωτέρω μνημεῖα λείπει ὁ Σταυρός ἀπό τό χέρι τοῦ Ἁγίου, ἐνῶ στή Σταυρονικήτα ὁ Ἁγιος κρατεῖ τό σπαθί του γυμνό μέ τά δυό του χέρια σέ διαγώνια θέση ὡς πρός τό σῶμα του.[32] Στόν ἴδιο περίπου τύπο μέ τῆς Χωρούδας ὅπου, ὁ Ἅγιος ἱστορεῖται ὡς Μάρτυρας, συναντᾶται στό παλαιό Καθολικό τῆς Μονῆς Ἁγίου Στεφάνου τῶν Μετεώρων (ἀδημοσίευτη).
Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Πέρσης (εἰκ. 26, 27, 28)
Παριστάνεται σέ στάση βαδίσματος, πρός τά δεξιά καί τό βλέμμα στραμμένο πρός τόν θεατή. Φορεῖ στρατιωτική στολή, μέ θώρακα καί προστατευτικό περίβλημα στό κάτω μέρος τοῦ κορμιοῦ, πού τό πλέξιμό του μιμεῖται φτερά. Στό δεξί χέρι κρατεῖ ὑψωμένο ξίφος πού συγκρατεῖται μέ τό ἀριστερό, σέ ἴδια ἀκριβῶς κίνηση μέ τόν ἅγιο Νικήτα τῆς Σταυρονικήτα καί τόν ἅγιο Προκόπιο τῆς Φιλανθρωπινῶν.
Εἰκ. 26. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Πέρσης.
Στόν ἀριστερό του ὦμο κρέμεται ἀσπίδα καί στόν δεξί εἶναι περασμένο τό τόξο ἐνῶ μέ τόν βραχίονα συγκρατεῖ τό δόρυ του. Στή μέση του κρέμεται ἡ θήκη τοῦ ξίφους καί πίσω του κρέμεται μανδύας ὁ ὁποῖος συγκρατεῖται προφανῶς
ἀπό τόν θώρακα. Στό κεφάλι φορεῖ ἰδιότυπο κάλυμμα. Εἶναι νέος μαυροδιχαλογένης καθώς τόν περιγράφει ἡ Ἑρμηνεία. Πρόκειται γιά μιά παράσταση τεχνικότατα ζωγραφισμένη, μέ ἐξαιρετικό πλάσιμο τῶν χρωμάτων καί τῶν σαρκωμάτων.
Φυσιογνωμικά ἡ παράστασή μας ἔχει στενότερη συγγένεια μέ τόν ἅγιο Ἰάκωβο τοῦ Ἀναπαυσᾶ ὅπου, ὅμως ἐκεῖ ὁ Ἅγιος παριστάνεται ὡς Μάρτυρας μέ τόν Σταυρό στήν δεξιά, ὅπως καί στήν ἀνάλογη παράσταση τῆς Σταυρονικήτα καί τῆς Τραπέζης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου.
Τό κάλυμμα τῆς κεφαλῆς τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τῆς Χωρούδας δέν συναντᾶται σέ καμιά ἄλλη παράσταση. Μέ τόν ἅγιο Ἰάκωβο τῆς Φιλανθρωπινῶν ἔχει ἀρκετή ὁμοιότητα ὡς πρός τή στρατιωτική ἐξάρτηση καθώς καί μέ τόν
τῆς Βατοπεδίου, ὁ ὁποῖος σχεδόν ταυτίζεται μέ τόν ἅγιο Ἰάκωβο τῆς Φιλανθρωπινῶν. Συγγενεῖς παραστάσεις συναντᾶμε στή Μονή Βαρλαάμ καί στό Μεγάλο Μετέωρο.
Εἰκ. 27. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Πέρσης, λεπτομέρεια.
Εἰκ. 28. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Πέρσης,
Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα.
Ὡς Μάρτυρας παριστάνεται ὁ ἅγιος στή ΖΙCΑ[33] καί στό ΝΑCORΙCΙΝO μέ τελείως διαφορετικό κάλυμμα τῆς κεφαλῆς[34] ὅπως καί στό παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στή Μαυριώτισσα τῆς Καστοριᾶς.[35]
Ὁ ἅγιος Χριστοφόρος (εἰκ. 29)
Εἰκονογραφεῖται σέ ἀνάλογη μέ τόν ἅγιο Ἰάκωβο στάση. Φέρει πλήρη στρατιωτική στολή, στό δεξί χέρι κρατᾶ τό δόρυ του ἐνῶ στό ἴδιο χέρι εἶναι περασμένο τό τόξο. Στόν ἀριστερό ὦμο του εἶναι δεμένη καί κρεμασμένη ἡ ἀσπίδα του, μέ σφυρίλατες παραστάσεις, ἐνῶ στό ἀριστερό του χέρι στό ὕψος τῆς μέσης κρατεῖ τό σπαθί πού εἶναι τοποθετημένο σέ μακριά, ἕως τήν κνήμη, θήκη. Φέρει θώρακα πού φυλάσσει τό ἄνω καί κάτω μέρος τοῦ σώματός του καί καλύπτει ἐν μέρει τούς ὤμους του. Κάτω ἀπό τό θώρακα ὁ Ἅγιος φορεῖ κοντό ὡς τά γόνατα χιτώνα, πού καταλήγει σέ κεντημένη διακόσμηση. Τά πόδια του, ὅπως καί τοῦ ἁγίου Ἰακώβου εἶναι καλυμμένα.
Ἕνας μανδύας πρασίνου χρώματος τυλίγει τόν λαιμό καί τίς πλάτες τοῦ Ἁγίου καί πέφτει μέχρι κάτω, ἀπό τόν δεξί ὦμο του. Ἡ ἐπιγραφή πού ὑπάρχει στά ἀριστερά τῆς παραστάσεως γράφει: «Ὁ ἅΓΙΟΣ ΧΡΙΣΤΩΦόΡΟΣ». Ὁ τύπος τοῦ ἁγίου Χριστοφόρου, ὅπως παριστάνεται ἐδῶ, εἶναι βεβαίως τελείως διάφορος ἀπό τόν τύπο τοῦ Ἁγίου πού καθιέρωσε ὁ Θεοφάνης στόν Ἀναπαυσᾶ, στή Λαύρα καί στή Σταυρονικήτα ὅπου, ὁ Ἅγιος φέρει στόν ὦμο τόν μικρό Χριστό καί κρατεῖ ἀνθισμένο ραβδί στό χέρι, διασχίζοντας τόν ποταμό.
Εἰκ. 29. Ὁ ἅγιος Χριστοφόρος.
Στό ΝΑCORΙCΙΝO ὁ Ἅγιος εἰκονίζεται ὡς στρατιωτικός κρατώντας στό δεξί του χέρι τό δόρυ ἐνῶ στόν ἀριστερό του ὦμο κρέμεται μεγάλη ἀσπίδα. Τά μαλλιά μακριά πέφτουν στόν δεξιό ὦμο τοῦ Ἁγίου, ὅπως καί στήν δική μας παράσταση.[36]
Τά προσωπογραφικά στοιχεῖα βέβαια καί στίς τρεῖς παραστάσεις τοῦ Θεοφάνη εἶναι τά ἴδια, ἐδῶ ἁπλῶς ἔχουμε νά κάνουμε μέ στρατιωτικό Ἅγιο.
Εἰκ. 31. Ὁ ἅγιος Μερκούριος.
Ὁ ἅγιος Μερκούριος (εἰκ. 30, 31)
Ὁ Στρατηλάτης Ἅγιος εἰκονίζεται πάνοπλος, φορεῖ θώρακα πού καταλήγει λίγο πιό κάτω ἀπό τή μέση σέ ἀπομίμηση φτερῶν. Ἡ πανοπλία του καλύπτει ὅλο τό πάνω μέρος τοῦ σώματος καί τούς ὤμους τοῦ Ἁγίου. Ἡ φαρέτρα στά δεξιά του γεμάτη βέλη, ἐνῶ στήν ἀριστερή του πλευρά ἔχει ζωσμένο τό σπαθί του. Στόν δεξί ὦμο κρέμεται τό τόξο του καί μέ τόν βραχίονα συγκρατεῖ τό δόρυ του.
Εἰκ. 30. Ὁ ἅγιος Μερκούριος, λεπτομέρεια.
Ἡ ἀσπίδα του στόν ἴδιο τύπο μέ τοῦ ἁγίου Χριστοφόρου κρέμεται στ᾽ ἀριστερά του, ἐνῶ μέ τά δυό του χέρια κρατεῖ κοντό δόρυ καί σημαδεύει τόν Ἰουλιανό τόν Παραβάτη. Φορεῖ μεγαλόπρεπη περικεφαλαία πού καλύπτει καί τόν λαιμό του. Εἶναι ὀλιγογένειος, νέος, πανύψηλος, ὄμορφος μέ ἤρεμο βλέμμα.
Σύμφωνα μέ τό συναξάριό του «ἦν δὲ ὃτε τοὺς ἀγῶνας διήθλησεν ἐτῶν κε´, μέγεθος ἔχων σώματος, τὴν ὄψιν διαπρεπής, τὴν κόμην ξανθός, συνεπιτρέποντος αὐτῷ τοῦ κατὰ τὰς παρειὰς ἐρυθήματος».[37] Πρόκειται γιά μιά θαυμάσια παράσταση πού ἑρμηνεύει μέ ζωντάνια τίς πληροφορίες τοῦ συναξαρίου· «οὗτος ἦν
ἐπὶ Δεκίου καὶ Βαλερίου τῶν βασιλέων, ἐκ γῆς ἀνατολῶν... Ἀριστεύσας δὲ ποτὲ κατὰ τῶν βαρβάρων, προοφθέντος αὐτῷ ἀγγέλου καὶ θάρσος ἐνθέντος, εἰς τὴν τοῦ στρατηλάτου παρὰ τοῦ βασιλέως τάξιν προσήχθη».[38] Ὁ ἅγιος Μερκούριος ἰδιαίτερα ἀγαπητός στίς βόρειες περιοχές, ἀπαντᾶ συχνά στίς εἰκονογραφίσεις ἀπό τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων.
Παραστάσεις τοῦ ἰδίου τύπου μέ ἐλάχιστες διαφορές στή διακόσμηση εἶναι τῆς Μονῆς Φιλανθρωπινῶν,[39] ἐπίσης συναντᾶται στή Μαυριώτισσα τῆς Καστοριᾶς,[40] στόν ἅγιο Ἀνδρέα Ρουσούλη Καστοριᾶς,[41] στή Μονή Ντίλιου,[42] στή Μονή Βαρλαάμ καί μέ παραλλαγές στή Σταυρονικήτα, ὅπου διαφέρουν στήν περικεφαλαία καί στήν ἔλλειψη τῆς ἀσπίδας. Στόν Ἀναπαυσᾶ,[43] ὁ ἅγιος Μερκούριος ἱστορεῖται σέ διαφορετικό τύπο, στή δέ Μολυβοκκλησιά εἰκονίζεσαι στόν τύπο τῶν Ναῶν τοῦ ἁγίου Κλήμη τῆς Ἀχρίδας, τοῦ ΝΑGΟRΙCΙΝΟ, καί τοῦ Πρωτάτου,[44] ὅπως καί στήν Βατοπεδίου σέ κατά μέτωπο στάση κρατώντας στό δεξί τό ξίφος καί στό ἀριστερό στρόγγυλη ἀσπίδα. Στόν ἴδιο τύπο μέ τόν ἅγιο Μερκούριο τῆς Βατοπεδίου παριστάνεται ὁ Ἅγιος καί στήν Τράπεζα τῆς Μονῆς Διονυσίου,[45] ἐνῶ ὁ ἅγιος Μερκούριος τῆς Μονῆς Μυρτιᾶς καί τῆς Χελανδαρίου εἶναι ἀσκεπής (εἰκ. 32).
Εἰκ. 32. Ὁ ἅγιος Μερκούριος,
Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα.
Ἐπίσης ὁ ἅγιος Μερκούριος τοῦ παλαιοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Ἁγίου Στεφάνου Μετεώρων, ἔχει κάποια κοινά σημεῖα μέ τόν ἅγιο Μερκούριο τῆς Χωρούδας. Ἡ ἴδια σχεδόν μορφή τοῦ πορτραίτου τοῦ Ἁγίου, ἡ ταυτότητα τῶν χρωμάτων στίς δύο παραστάσεις, ὁ πράσινος χειριδωτός χιτώνας, ὁ κόκκινος μανδύας πού τόν περιβάλλει, ἡ ἴδια συγκράτηση τοῦ δόρατος, καί ὁ αὐτός σχεδιασμός στήν κάλυψη τῶν ποδιῶν συνδέει τίς δύο παραστάσεις (εἰκ. 32). Μία ἀπό τίς διαφορές εἶναι ὁ τρόπος πού ὁ Ἅγιος τῆς Μετεωρίτικης Μονῆς κρατεῖ τό μικρό δόρυ πού τοξεύει. Ἡ κίνησή αὐτή εἶναι ταυτόσημη μέ τήν ἀνάλογη παράσταση τῆς Σταυρονικήτα.
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος
ὁ Στρατηλάτης (εἰκ. 33)
Παριστάνεται σέ κατά μέτωπο στάση στόν τύπο τοῦ ἁγίου Νικήτα καί μέ παρόμοια ἀμφίεση. Στή δεξιά κρατεῖ τόν Σταυρό ἐνῶ ἡ ἀριστερά εἶναι ἀνεστραμμένη κατά τό συνήθη τύπο τῶν Μαρτύρων. Δέν κρατεῖ ξίφος οὔτε φέρει ἄλλο στρατιωτικό ἔμβλημα παρ᾽ ὅτι ἡ εἰκόνα ἐπιγράφεται ὡς «ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ». Σύμ-
φωνα μέ τήν περιγραφή τῆς Ἑρμηνείας,[46] ὁ Ἅγιος εἰκονίζονταν ὡς
«νέος σγουροκέφαλος, βουρλογένης» καί σέ ἄλλο σημεῖο «σγουροκέφαλος διχαλογένης» (εἰκ. 34).
Εἰκ. 33. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος
ὁ Στρατηλάτης.
Εἰκ. 34. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος
ὁ Στρατηλάτης, λεπτομέρεια.
Ἡ παράστασή μας κινεῖται στόν ἴδιο ἀκριβῶς προσωπογραφικό τύπο πού μᾶς δίνει ἡ Ἑρμηνεία, ἀλλά καί συγκρινόμενος μέ τίς ἀντίστοιχες παραστάσεις τῆς Σταυρονικήτα, τῆς Φιλανθρωπινῶν,[47] τῆς Μονῆς Βαρλαάμ (ἀδημοσίευτη), καί τῆς Ρασιώτισσας[48] βλέπουμε ὅτι ταυτίζονται ὡς πρός τή μορφή. Βέβαια ὁ καθιερωμένος στή βυζαντινή παράδοση τύπος τοῦ ἁγίου Θεοδώρου εἶναι ὁ τοῦ στρατιωτικοῦ Ἁγίου, ὅπως τουλάχιστον εἶναι γνωστός ἀπό τήν παλαιολόγεια ἀκόμη ἐποχή στό Πρωτάτο,[49] στό Χελανδάρι,[50] στόν Ὀρφανό,[51] καί ἀργότερα στή Σταυρονικήτα,[52] καί στά ἄλλα μνημεῖα τῆς μεταβυζαντινῆς περίοδου. Στήν δέ Τράπεζα τῆς Διονυσίου εἰκονίζεται μέ στολή ἀρχοντική διακοσμημένη μέν ἀλλά χωρίς στρατιωτικά διάσημα.
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Τήρων (εἰκ. 35, 36)
«Μαυρογένης τὰ μαλία ἄνωθεν τῶν ὤτων ἔχων», καθώς ὁ Διονύσιος τόν περιγράφει εἰκονίζεται σέ κατά μέτωπο στάση. Κρατεῖ Σταυρό κοσμημένο στή δεξιά, ἐνῶ μέ τήν ἀριστερά του κρατεῖ τόν μανδύα του, ποὺ ἑνώνεται μπροστά στό στῆθος καί καλύπτει τίς πλάτες τοῦ ἁγίου καί τό ἀριστερό του χέρι.
Τά ἐνδύματά του φαίνονται πλούσια, ἀρχοντικά καί φέρουν πάνω διακοσμήσεις μέ ἀνθικές παραστάσεις, ἔργο προφανῶς
ἐπιζωγραφίσεως, δεδομένου ὅτι εἶναι ὁ μόνος Ἅγιος πού ἔχει παρόμοιο διάκοσμο στά ἐνδύματά του, μέ ἐξαίρεση ἴσως τόν παρακείμενο ἅγιο Θεόδωρο τόν Στρατηλάτη πού ὑπάρχουν κάποια ἴχνη παρόμοιας διακοσμήσεως στόν ποδήρη χιτώνα του. Ἀνάλογη διακόσμηση ἐνδυμάτων συναντᾶμε καί στά ἐπιζωγραφηθέντα ἔργα τοῦ παλαιοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Ἁγίου Στεφάνου Μετεώρων καί ἰδιαίτερα στόν χῶρο τοῦ Ἱεροῦ, στήν παράσταση τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως καί σέ ἄλλους Ἱεράρχες.
Εἰκ. 35. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Τήρων.
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Τήρων, δέν φέρει στρατιωτική στολή, παρά τό σύνηθες τοῦ εἰκονογραφικοῦ τόπου του ὡς στρατιωτικοῦ Ἁγίου, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τίς παραστάσεις τοῦ Πρωτάτου, τῆς Χελανδαρίου, τοῦ Ὀρφανοῦ, καί κατόπιν στά ἔργα τῶν Κρητῶν ζωγράφων τῆς Σταυρονικήτα, τῆς Φιλανθρωπινῶν, τοῦ Βαρλαάμ, τῆς Ρασιώτισσας[53] καί ἄλλων.
Εἰκ. 36. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος
ὁ Τήρων, λεπτομέρεια.
Ὁ ἅγιος Προκόπιος – ΠΡΟΚΟΠΗΟΣ (εἰκ. 37)
Μέ τήν παράσταση τοῦ ἁγίου Προκοπίου ἐπανερχόμαστε στήν σειρά τῶν Ἁγίων πού φέρουν στρατιωτική περιβολή.
Ζωγραφισμένος σέ κατά μέτωπο στάση, φέρει πλήρη στρατιωτική στολή, παρόμοια καί μέ ἐλάχιστες διαφορές μέ τήν τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Πέρσου. Ψηλός, νεαρός, μέ εὐγενική φυσιογνωμία, κρατεῖ στό δεξί του χέρι διαγωνίως τό δόρυ του, ἐνῶ μέ τό ἀριστερό συγκρατεῖ τήν ἀσπίδα του. Ἕνας κόκκινος χιτώνας σκεπάζει τίς πλάτες του καί σχηματίζει κόμπο κάτω ἀπό τό ἀριστερό του χέρι, ὁ δέ θώρακας προστατεύει ὅλο τό ἄνω μέρος τοῦ σώματος. Στήν κεφαλή φορεῖ ἁπλό διάδημα, ἐνῶ τά σγουρά μαλλιά του στρωμένα μαζεύονται πίσω ἀπό τά αὐτιά ὡς τή μέση τοῦ λαιμοῦ, στόν ἴδιο δηλαδή τύπο πού συναντᾶται στίς τοιχογραφίες τοῦ Πρωτάτου, τῆς Χελανδαρίου, τῆς Μονῆς τῆς Χώρας, τοῦ ΝΑCORΙCΙΝO, τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στή Μουζάκη, τῆς Βατοπεδίου, ἀλλά καί στή Σταυρονικήτα, Ἀναπαυσᾶ, Βαρλαάμ καί Μονή Φιλανθρωπινῶν. Στήν ἀνάλογη παράσταση τοῦ παλαιοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Ἁγίου Στεφάνου Μετεώρων ὁ Ἅγιος εἰκονίζεται κρατώντας μέ τό δεξί χέρι τό σπαθί στραμμένο πρός τά κάτω, ἐνῶ μέ τό ἀριστερό του, πού καλύπτεται ἀπό ἀσπίδα, συγκρατεῖ τό δόρυ του. Ἕνας κόκκινος δέ μανδύας, ἀνάλογος μέ τόν δικό μας, καλύπτει τόν Ἅγιο (εἰκ. 38).
Εἰκ. 37. Ὁ ἅγιος Προκόπιος
Θέμα πολύ ἀγαπητό στούς τεχνίτες ὁ ἅγιος Προκόπιος, ἔχει πάντοτε θέση στήν εἰκονογράφιση τῶν Ναῶν, ἴσως γιατί τό ὄνομά του συνδέθηκε ἀπό τή λαϊκή συνείδηση μέ τήν κατά Χριστόν προκοπή καί τήν κατά Θεόν τελείωση.
Εἰκ. 38. Ὁ ἅγιος Προκόπιος, λεπτομέρεια.
Ὁ ἅγιος Νέστωρ (εἰκ. 39, 40)
Εἰκονίζεται σέ στάση παρόμοια μέ τόν ἅγιο Ἰάκωβο τόν Πέρση. Τό δεξί του πόδι σέ στάση βαδίσματος, ἡ δέ στάση τῶν χεριῶν του καί τό κράτημα τοῦ ξίφους ταυτίζονται ἀπόλυτα μέ τόν ἅγιο Ἰάκωβο, εἶναι ἡ ἴδια ἀκριβῶς κίνηση πού συναντᾶμε στόν ἅγιο Προκόπιο τῆς Φιλανθρωπινῶν καί στόν ἅγιο Νικήτα τῆς Μονῆς Σταυρονικήτα (εἰκ. 41).
Φορεῖ στρατιωτική στολή καί θώρακα πλούσια διακοσμημένο. Ἕνα βαθύχρωμο κόκκινο ἱμάτιο σκεπάζει τίς πλάτες τοῦ Ἁγίου ἐνῶ στρογγυλή ἀσπίδα κρέμεται στόν δεξιό του ὦμο. Φέρει ἁπλό διάδημα στήν κεφαλή, μέ σταυρικό κόσμημα στή μέση, τά μαλλιά μαζεύονται πίσω ἐλεύθερα καί ἀφήνουν ἀνοιχτό τό νειανικό πρόσωπο τοῦ Μάρτυρα. Μορφή εὐγενική, ρωμαλέα, γεμάτη δυναμισμό καί ἀποφασιστικότητα. Τήν ἴδια ἀκριβῶς κίνηση τῆς κεφαλῆς συναντᾶμε καί στή Σταυρονικήτα, ὅπου ἐκεῖ ὁ Θεοφάνης τοποθετεῖ ἐν στάσει τόν Ἅγιο, κρατώντας τή θήκη μέ
τό ἀριστερό καί τραβώντας τό ξίφος μέ τό δεξί χέρι, ἕτοιμος νά ἀντιμετωπίσει τόν Λυαῖο. Σέ ἐντονώτερη κίνηση καί μέ τά αὐτά προσωπογραφικά χαρακτηριστικά ἱστορεῖται ὁ Ἅγιος στή RΕSΑVΑ[54] τῆς Σερβίας.
Εἰκ. 39. Ὁ ἅ¬γι¬ος Νέ¬στωρ.
Ὁ ἅγιος Δημήτριος (εἰκ. 42)
Δίπλα στόν ἅγιο Νέστορα ἴσως εἶναι ἡ φυσικώτερη θέση τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Ἄλλωστε ἡ κατεύθυνση τῶν βημάτων
Εἰκ. 40. Ὁ ἅ¬γι¬ος Νέ¬στωρ,
λεπτομέρεια.
τοῦ ἁγίου Νέστορος πρός τόν ἅγιο Δημήτριο δείχνει αὐτό τό δεσμό τῶν δύο Ἁγίων.
Σοβαρό νεανικό πρόσωπο μέ σγουρά κοντοκομμένα μαλλιά καί διάδημα πού κοσμεῖ τήν κεφαλή τοῦ Ἁγίου, μέ σταυρικό κόσμημα στή μέση, εἶναι μερικά ἀπό τά χαρακτηριστικά τοῦ εἰκονιζομένου. Ἡ Ἑρμηνεία περιγράφοντας τή μορφή τοῦ Ἁγίου λέει: «μαλλία ἄνωθεν τῶν ὠτίων, καὶ ὀλίγον στενώτερα, ὅταν κατ᾽ εὐθεῖαν βλέπει».[55]
Εἰκονίζεται πάνοπλος, κρατώντας μέ τό δεξί χέρι τό ὀρθοστημένο δόρυ, ἐνῶ τό ἀριστερό στό ὕψος τῆς μέσης κρατεῖ τό ξίφος του. Πλούσιος μανδύας πρασίνου χρώματος πέφτει ἀπό τούς ὤμους, δεμένος μέ κόμπο δεξιά.
Ἡ ἀσπίδα του κρέμεται στόν ἀριστερό του ὦμο, ὁ θώρακας εἶναι πλούσια διακοσμημένος καί ἀπολήγει σέ μίμηση φτερῶν, ἐνῶ ἕνας κόκκινος χιτώνας καλύπτει τό ὑπόλοιπο, μέχρι τά γόνατα, μέρος τοῦ σώματός του.
Στόν ἴδιο εἰκονογραφικό τύπο ἱστορεῖται ὁ Ἅγιος στίς Παλαιολόγειες καί στίς Κρητικές τοιχογραφίες. Ἐνδεικτικά σημειώνουμε τίς
τοιχογραφίες τοῦ ἁγίου Δημητρίου στόν ἅγιο Κλήμη Ἀχρίδας,[56] στό Πρωτᾶτο καί στό Χελανδάρι,[57] στήν Περίβλεπτο τοῦ Μυστρᾶ[58] καί στόν ἅγιο Ἀθανάσιο τοῦ Μουζάκη.[59]
Εἰκ. 41. Ὁ ἅγιος Νέστωρ,
Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα.
Στίς τοιχογραφίες τοῦ Θεοφάνη ὁ ἅγιος Δημήτριος ἀποδίδεται διαφορετικά, σέ σύγκριση μέ τίς παλαιολόγειες παραστάσεις, ὡς πρός τή στολή, τή στάση, τόν ὁπλισμό. Στόν Ἀναπαυσᾶ κρατεῖ δόρυ, καί ξίφος στή Μονή τῆς Λαύρας. Δόρυ ἐπίσης κρατεῖ στή Σταυρονικήτα, ἐνῶ μέ τό ἀριστερό του χέρι συγκρατεῖ τό ξίφος πού πατεῖ στό ἔδαφος (εἰκ. 43).
Εἰκ. 43. Οἱ ἅγιοι Δημήτριος καί Γεώργιος, Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα.
Στή Φιλανθρωπινῶν[60] παρατηροῦμε
τήν ἴδια παλαιολόγεια στάση μέ ὀρθοστημένο τό δόρυ καί ὑψωμένο τό χέρι, ἐνῶ στόν ἀριστερό ὦμο τοῦ Ἁγίου κρέμεται ἡ περικεφαλαία του, κάτι πού συναντᾶμαι καί στόν ἅγιο Γεώργιο τῆς Σταυρονικήτα.[61] Ὁ ἅγιος Δημήτριος τῆς Χωρούδας δέν σχετίζεται ἄμεσα μέ τόν ἅγιο Δημήτριό τῆς Κρητικῆς σχολῆς, παρά μόνο ὡς πρός τό γενικό εἰκονογραφικό τύπο τῆς μορφῆς.
Εἰκ. 42. Ὁ ἅγιος Δημήτριος, Περίβλεπτος Μυστρᾶ
Ἀντλεῖ πολλά στοιχεῖα ἀπό τήν παλαιολόγεια ζωγραφική ἀλλά χρησιμοποιεῖ τήν κλίμακα τῶν χρωμάτων τῆς μεταβυζαντινῆς ζωγραφικῆς.
Ὁ ἅγιος Γεώργιος (εἰκ. 44)
Ἡ παράσταση τοῦ ἁγίου Γεωργίου δέν σώζεται ὁλόκληρη. Ἡ καταστροφή της ὀφείλεται στήν τοποθέτηση τοῦ Τέμπλου τό ὁποῖο καρφώθηκε ἄκομψα πάνω στίς τοιχογραφίες. Τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου εἶναι κατεστραμμένο ὅμως σώζεται ἕνα σημαντικό μέρος τοῦ σώματός του. Εἰκονίζεται μέ στρατιωτική στολή στόν τύπο τοῦ ἁγίου Δημητρίου καί φορεῖ θώρακα· ὁ πλούσιος μανδύαςτου, κοκκίνου χρώματος, κρέμεται ἀπό τίς πλάτες τοῦ Ἁγίου ὡς τό ὕψος τῆς κνήμης, καί κρατεῖ δόρυ μέ τό δεξί του χέρι.
Ὁ τύπος τῆς παραστάσεως εἶναι γνωστός, ἀλλά ἐκεῖνος πού φαίνεται συγγενέστερος πρός τόν ἅγιο Γεώργιο τῆς Χωρούδας εἶναι τῆς Μονῆς Σταυρονικήτα, δεδομένου ὅτι ὑπάρχει ταυτότητα στήν κίνηση, ἄλλά καί στή γκάμα τῶν χρωμάτων πού χρησιμοποιεῖ ὁ τεχνίτης (εἰκ. 45).
Εἰκ. 44. Ὁ ἅγιος Γεώργιος.
Εἰκ. 45. Οἱ ἅγιοι Δημήτριος καί Γεώργιος, Ἱερά Μονή Σταυ¬ρο¬νι¬κή¬τα.
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΙΚΟΥ ΔΙΑΚΟΣΜΟΥ
Μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει ἀτομική σωτηρία· σώζεσαι μόνο ὡς πρόσωπο καί πρόσωπο εἶσαι μόνο ὅταν εἶσαι συνομιλητής τοῦ Θεοῦ, ἀκροατής τοῦ Θεοῦ, κοινωνός τῆς Χάρης Του, μέτοχος τῆς Βασιλείας Του, συγκληρονόμος τοῦ Χριστοῦ.
Δέν μπορεῖς μόνος ν᾽ ἀγωνιστεῖς, νά ζήσεις, νά θεολογήσεις, νά ἁγιαστεῖς, παρά «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις», πού ἀποτελοῦν τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ἀληθινό σῶμα ὅλων μας.
Ἕνας Ρῶσος ἐπίσκοπος τοῦ 19ου αἰώνα, ὁ Ἰγνάτιος Μπριανχανίνοφ ἔλεγε πώς σήμερα ἔχει χαθεῖ ἀπό τούς ἀνθρώπους ἡ γνώση πώς καί τό ἀνθρώπινο σῶμα ἔχει τήν ἱκανότητα νά ἁγιασθεῖ.[62]
Ἡ ὀρθόδοξη, λοιπόν, εἰκονογραφία εἶναι ἀπόδειξη τούτου τοῦ γεγονότος, πού τό ζεῖ ὁ πιστός μέ τόν ἁγιασμό τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος καί τήν μεταμόρφωσή του. Στόν ἀγώνα τοῦ ἁρπαγμοῦ πού διεξάγει ὁ πιστός, ἔρχεται ἐπίκουρη ἡ εἰκονογραφία. Παρουσιάζει τόν πρωταθλητή καί ἀγωνοθέτη Κύριο, μαζί μέ τούς συναθλητές του Ἁγίους, Ὁσίους, Ὁμολογητές, Μάρτυρες, καί διδάσκει περί τῆς ζωῆς καί τῶν ἀγώνων τῶν εἰκονιζομένων: «Ἃ γὰρ ὁ λόγος τῆς ἱστορίας διὰ τῆς ἀκοῆς παρίστησι, ταῦτα γραφὴ σιωπῶσα διὰ μιμήσεως δείκνυσι».[63]
Συντελεῖ ἑπομένως ἡ εἰκονογραφία στό νά βιώνει ὁ πιστός τόν δεσμό τῆς ἑνότητας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού ξεκινᾶ ἀπό τήν κεφαλή πού δεσπόζει στόν τροῦλο ἤ στήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, περνᾶ ἀπό τά μέλη πού δοξάστηκαν καί ἀποτυπώθηκαν στούς τοίχους καί τούς κίονες τοῦ Ναοῦ καί καταλήγει στό πλῆθος τῶν ἀγωνιζομένων πιστῶν πού πληροῦν τόν Ναό καί συμπληρώνουν τό μυστικό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτή τήν συγκλονιστική ἀλήθεια τή ζεῖ ὁ πιστός καθώς εἰσέρχεται μέσα στόν Ναό τοῦ Θεοῦ καί συγκεκριμένα στόν μικρό Ναό τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Χωρούδας.
Κι ὅταν ἀκόμα στέκει «μόνος μόνῳ Θεῷ», αἰσθάνεται πώς δίπλα του στέκει ἡ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, οἱ ἱερουργοῦντες Ἱεράρχες, οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι, οἱ πάνοπλοι λεβεντόκορμοι στρατιωτικοί Ἅγιοι, καί ζεῖ κι αὐτός σ᾽ ὅλη τήν ἔντασή της τήν ἐρώτηση τοῦ Πέτρου Ἀλεξανδρείας, «τίς σου Σῶτερ τὸν χιτῶνα διῆλε;» καί τήν ἐκστατική ἀγωνία τοῦ Μωυσῆ πρό τῆς «καιομένης καὶ μὴ φλεγόμενης βάτου». Ἔτσι τοῦ ἀποκαλύπτεται τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, τό μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ (εἰκ. 1).
Ναός μικρός σέ διαστάσεις ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, δέν προσφέρονταν γιά μεγάλη θεματολογική ἀνάπτυξη. Οἱ ἄγνωστοι τεχνίτες, ὑπηρετώντας ὅσο πιό εὐλαβικά γινόταν τήν πάντιμη τέχνη τους, ἱστόρησαν θέματα καί μορφές πού ἦταν προσιτά στόν ἁπλό λαό της Ἐπαρχίας, μέ μιά χαρακτηριστική μαστοριά, ἀλλά καί μέ χαρακτηριστική ἐπίσης λιτότητα. Ἀπέφυγαν τίς πολυπρόσωπες παραστάσεις, πού ἴσως δέν εἶχαν τή δυνατότητα νά ἀναπτύξουν στό μικρό χῶρο πού τούς προσφέρονταν· ὑπάρχουν μόνο τά ἀπαραίτητα, τά βασικά πρόσωπα πού εἶχαν πρωτεύοντα ρόλο στήν ἱστόρηση τῶν γεγονότων, κυρίως τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ.
Στίς σωζόμενες σήμερα τοιχογραφίες μετρᾶμε τήν ὕπαρξη 82 προσώπων.
Ἄν ὑπολογίσουμε κάποιες σκηνές τοῦ δωδεκαόρτου καί ὁρισμένους Ἁγίους πού ἔχουν καταστραφεῖ, ὁ συνολικός ἀριθμός τῶν εἰκονιζομένων προσώπων σέ ὅλο τόν Ναό, δέν θά πρέπει νά ξεπερνοῦσε τά 120-130.
Ξεκινώντας ἀπό τό Ἱερό Βῆμα οἱ τεχνίτες ἱστόρησαν κατά τήν παράδοση τήν Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν, ἔχοντας «ἐν κόλποις» τόν Χριστό μέσα σέ κυκλική δόξα, καί συμπληρώνουν τόν χῶρο τῆς κόγχης μέ τή Λειτουργία τῶν Ἱεραρχῶν. Πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα τό ἅγιο Ποτήριο καί ὁ «Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ» ὁ «μελιζόμενος καὶ μὴ διαιρούμενος»[64] (εἰκ. 2).
Εἰκ. 1. Τοιχογραφίες, βόρειος τοίχος.
Οἱ στάσεις τῶν Ἱεραρχῶν, οἱ εὐλαβικές κινήσεις τῶν σωμάτων, ἡ ἐπιβλητικότητα τῶν μορφῶν καί τῆς ἀμφιέσεως, ἡ ἀνάπτυξη τῶν λειτουργικῶν τους εἰληταρίων, δηλώνουν πώς κάτι «μυστικὸν ἐν σιγῇ καὶ ἀληθείᾳ ἱερουργεῖται».[65]
Φανερώνεται κεκρυμένως τό μυστήριο, καθώς ὁ Ἀμνός-Χριστός σκεπάζεται ἀπό μανδήλιο ἐνῶ ὁ Ἀστερίσκος ὁδηγεῖ στή φανέρωση τοῦ μυστηρίου.
Οἱ Ἱεράρχες ἅγιος Νικόλαος, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Βασίλειος ὁ Μέγας, ἱερός Χρυσόστομος, Μέγας Ἀθανάσιος καί Κύριλλος Ἀλεξανδρείας δέν ἀκουμποῦν στό ἔδαφος, καί τοῦτο τονίζεται ἀπό τό ὅτι ἡ παράσταση τῆς λεγομένης ποδιᾶς, ἀφήνει ἕνα κενό καί ἀρχίζει λίγο παρακάτω[66] (εἰκ. 3).
Στήν κόγχη τῆς Προθέσεως, ἡ σκηνή τῆς Ἀποκαθηλώσεως εἶναι ἀπό τίς λίγες εἰκόνες πού ἔχουν ἔντονο τό δραματικό στοιχεῖο. Εἶναι μία ἀπό τίς δύο παραστάσεις ἡ ἄλλη εἶναι τῆς Σταυρώσεως, ὅπου ἡ Παναγία ἔχει ἔντονα τά σημάδια τοῦ μητρικοῦ πόνου, ἐνῶ ἀντίθετα ἡ ἤρεμη μορφή τοῦ Χριστοῦ δηλώνει τό «ἀπαθὲς τῆς θεότητος»[67] (εἰκ. 4).
Εἰκ. 2. Ὁ χῶρος τῆς κόγχης μέ τήν Λειτουργία τῶν Ἱεραρχῶν.
Ὁ πρακτικός νοῦς δέν ἔλειψε ἀπό τό κτίσιμο τοῦ Ναοῦ καί βλέπουμε δίπλα ἀπό τήν Πρόθεση νά ὑπάρχει νιπτήρας μέ εἰδικό ἀγγεῖο χωνευτά τοποθετημένο, πού οδηγεί στό χωνευτήριο.
Στήν ἄλλη πλευρά στό Διακονικό ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας μέ χέρια ἀνοιχτά ὑποδέχεται τίς προσφορές τῶν πιστῶν. Ὁ λόγος πού ἱστορήθηκε ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας στό Διακονικό μπορεῖ νά μήν εἶναι ἰδιαίτερος, ἴσως ὅμως παλαιότερα ὁ Ναός νά ἐτιμᾶτο ἐπ᾽ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἔτσι ὁ Ἅγιος εἶναι αὐτός πού δέχεται ὅ,τι οἱ πιστοί προσφέρουν στόν Ναό του.[68] (εἰκ. 5)
Στόν βόρειο τοῖχο μέσα στό Ἱερό Βῆμα εἰκονίζεται τό ὅραμα τοῦ Πέτρου Ἀλεξανδρείας καί, πάνω καί κάτω ἀπό τήν παράσταση, θέματα παλαιοδιαθηκικά. Εἶναι τά μόνα θέματα πού σώζονται, ὁ Μωυσῆς πρό τῆς βάτου καί ὁ Ἰωνᾶς «ἐξερχόμενος ἐκ τῆς κοιλίας τοῦ κήτους».[69] (εἰκ. 6)
Στήν ἀντίστοιχη νότια πλευρά εἰκονίζονται Ἱεράρχες, στήν κάτω ζώνη ὑπάρχει ρομβοειδής ποδιά, ἐνῶ πάνω ὑπάρχει κατεστραμμένη παράσταση πού ἀφήνει νά ξεχωρίζουν τά πόδια ἑνός ἄνδρα καί ἡ κεφαλή ἑνός ζώου. Ἴσως νά πρόκειται γιά τήν ἀναχώρηση τοῦ Ἰωσήφ καί τῆς Θεοτόκου γιά τή Βηθλεέμ προκειμένου νά ἀπογραφοῦν.
Εἰκ. 3. Οἱ ἅγιοι Νικόλαος καί Γρηγόριος.
Στόν νότιο τοῖχο ἐξέχουσα θέση ἔχουν Ἅγιοι πού εἶναι κοντά στόν ἀνθρώπινο πόνο. Οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι, Παντελεήμων, Κοσμᾶς καί Δαμιανός, Εὐστάθιος, Τρύφων, Παρασκευή καί Κυριακή (εἰκ. 7).
Ὁ τεχνίτης δέν καταπιάνεται μέ θέματα καί Ἁγίους πού ἴσως ἦταν ἄγνωστοι στόν λαό· ἐπιθυμία του εἶναι νά φέρει τούς Ἁγίους κοντά στόν ἄνθρωπο καί τόν ἄνθρωπο κοντά στούς Ἁγίους καί στόν Θεό.
Στόν βόρειο τοῖχο ἱστοροῦνται στρατιωτικοί Ἅγιοι. Οἱ ὁλόσωμοι Ἅγιοι στούς δύο τοίχους ἐπιβάλλονται στό ὅλο ζωγραφικό ἔργο, μέ τό φυσικό τους σχεδόν μέγεθος, τή στάση τῶν προσώπων, τήν κίνηση, τόν πλούσιο στολισμό, τή λαμπρή θωριά, καί τή δυναμική τους ἔκφραση. Εἶναι τά πρότυπα στή ζωή τῶν πιστῶν, ἀλλά καί ἐμψυχωτές στό κρυφό ὄνειρο τῆς λευτεριᾶς τοῦ γένους. (εἰκ. 8 καί εἰκ. 9).
Ἡ φυσιογνωμία, ἡ στάση καί οἱ χειρονομίες τῶν Ἁγίων δίνουν πράγματι τήν ἐντύπωση μιᾶς κοντινῆς στά ἀνθρώπινα παρουσίας. Τό πλάσιμο τῶν χρωμάτων στά πρόσωπα ἀξίζει νά προσεχθεῖ ἰδιαίτερα·
Εἰκ. 4. Ἡ Ἀποκαθήλωση, στήν Πρόθεση.
Οἱ προπλασμοί δουλεμένοι μέ ὤμπρα ὠμή καί ὤχρα, δίνουν κάποια σοβαρότητα στή μορφή, ἐνῶ τά ἔντεχνα καμωμένα σαρκώματα, δουλεμέ-να λεπτά σάν σέ φορητή εἰκόνα δένουν ἁπαλά μέ τόν προπλασμό.
Εἰκ. 5. Τό Διακονικό. Ὁ ἅγιος Σπυρίδων.
Εἰκ. 6. Τό χωνευτήριο, βόρειος τοῖχος.
Τά πρόσωπα φωτίζονται ὅλα, τά βλέφαρα φωτίζονται κι αὐτά μέ δύο λεπτές γραμμές στήν ἴδια ἀπόχρωση τοῦ σαρκώματος καί δέν ἀφήνουν τά μάτια στή σκιά ὅπως συμβαίνει σέ πολλά κρητικά ἔργα (εἰκ. 10).
Ἐδῶ τά πρόσωπα τῶν Ἁγίων εἶναι λουσμένα στό φῶς. Ἴσως ἡ χρησιμοποίηση αὐτοῦ τοῦ χαρακτηριστικοῦ προπλασμοῦ, οὔτε πολύ σκούρου, οὔτε πολύ ἀνοιχτοῦ, δίνει τή δυνατότητα νά χρησιμοποιεῖ ὁ τεχνίτης τίς κάπως ψηλότερες κλίμακες χρωμάτων. Τά μάτια στενεύουν στίς ἄκρες, οἱ κόρες ἐφάπτονται στό κάτω βλέφαρο, ἐνῶ τά φρύδια ξεκινοῦν ἀπό τό πάνω ἄκρο τῆς μύτης καί σχηματίζουν μιά παράλληλη καμπύλη μέ τό πάνω βλέφαρο.
Εἰκ. 7. Ὁ νότιος τοῖχος.
Ἔτσι μέσα ἀπό αὐτή τήν ἁρμονία τῶν γραμμῶν δίνεται στίς μορφές ἕνα γαλήνιο βλέμμα, γεμάτο παρηγοριά, συμπάθεια καί ἐλπίδα γιά τούς πιστούς.
Τά αὐτιά δουλεμένα μέ τήν ἴδια ἀρτιότητα, ἄλλοτε φανερώνουν τό κάτω μόνο μέρος τους κι ἄλλοτε ζωγραφίζονται ὁλόκληρα, ἀνάλογα μέ τήν κόμη τοῦ Ἁγίου. Δουλεμένα μέ λεπτή πινελιά, κλείνουν ὁμαλά μέ διπλή ψιμιθιά, ἀποκτώντας ἔτσι
τόν ἀπαραίτητο ὄγκο καί τό ἀνάλογο φώτισμα. Τά μαλλιά κυλοῦν ἄλλοτε μέ κυμα- τισμούς στήν πλάτη τῶν Ἁγίων, (ἅγιος Χριστόφορος, ἁγία Κυριακή), ἄλλοτε κυματίζουν στό ὕψος τοῦ λαιμοῦ, (ἅγιος Τρύφων, ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Πέρσης), καί ἄλλοτε πάλι δένονται σφιχτά πίσω σέ καλοκαμωμένους συμμετρικούς βοστρύχους (εἰκ. 11).
Εἰκ. 8. Ὁ ἅγιος Δημήτριος.
Εἰκ. 9. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος.
Ἐξαίρετες συνθέσεις δουλεμένες μέ ὤμπρα ὠμή καί ψημένη, μέ ὤχρα κυρίως στή διακόσμηση τῶν πανοπλιῶν καί τήν ἐπένδυση τῶν ποδιῶν, σταχτοπράσινο καί πράσινο τοῦ τσιμέντου καθώς καί σιέννα ψημένη στή διακόσμηση τῶν ἐνδυμάτων, κόκκινο καί καφέ-πράσινο στήν ἀπόδοση τῶν χιτώνων κι ἕνα χαρακτηριστικό κινάβαρη στά ἐνδύματα τῶν ἁγίων Παντελεήμονος καί Τρύφωνος.
Εἰκ. 10. Ὁ ἅγιος Νέστωρ.
Τό γκρί-μπλέ δίνει σάν προπλασμός τό σωστό χρῶμα στίς μεταλλικές πανοπλίες, πού εἶναι κοσμημένες μέ σφυρήλατες παραστάσεις (εἰκ. 12).
Τά φωτοστέφανο εἶναι δουλεμένα στό χρῶμα τῆς χρυσοειδοῦς ὤχρας ἐνῶ μιά στενή ἀπό χονδροκόκκινο γραμμή καί μία φαρδύτερη λευκή, κλείνουν τόν φωτεινό κύκλο γύρω ἀπό τή μορφή τῶν Ἁγίων.
Τά Ἐπιτραχήλια τῶν Ἱεραρχῶν, καθώς καί τά κράσπεδα τῶν ἐνδυμάτων ἔχουν ρομβοειδή σχήματα καί ἀπομιμήσεις κλώνων, κάτι πού θυμίζει παρόμοιες διακοσμήσεις τῆς παλαιολόγειας ἐποχῆς, τά ἔργα τῶν Ἀστραπάδων καί τοῦ Θεοφάνη στή διακόσμηση τῶν ἐνδυμάτων Πατριαρχῶν καί Προφητῶν τῆς Σταυρονικήτα[70] (εἰκ. 13).
Εἰκ. 11. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Πέρσης.
Ἡ ἴδια γκάμα χρωμάτων παρατηρεῖται καί στίς παραστάσεις τῆς ψηλότερης ζώνης μέ τίς σκηνές ἀπό τή ζωή τοῦ Χριστοῦ· ἡ μόνη διαφορά πού παρατηρεῖται ἐδῶ εἶναι ὅτι τά φωτίσματα τῶν ἐνδυμάτων εἶναι σκληρότερα στήν ἀπόδοση, ὅπως ἄλλωστε καί τά ἐνδύματα τῶν ἁγίων Ἰακώβου τοῡ Ἀδελφοθέου, Χαραλάμπους, Ἰωάννου τοῦ ἐλεήμονος, προφήτου Ἠλιού καί Ἀναργύρων.
Τό πλάσιμο των χρωμάτων καί οἱ διακοσμήσεις τῶν κτιρίων στή ζώνη τοῦ δωδεκαόρτου θυμίζει ἔντονα παραστάσεις εἰκονογραφημένων χειρογράφων. Καί τοῦτο γίνεται φανερό ἀπό τίς βίαιες πινελιές πού προσπαθοῦν μέ διάφορα ἀνθικά σχήματα νά διακοσμήσουν τά κτίρια τῆς Σταυρώσεως, τῆς Ἀπονίψεως τοῦ Πιλάτου καί τοῦ Ἐπιταφίου θρήνου.
Κάνοντας κάποιες παρατηρήσεις καί συγκρίσεις καταλήξαμε στό συμπέρασμα ὅτι ἡ ἁγιογράφηση τοῦ Ναοῦ δέν ἦταν ἔργο μόνο ἑνός τεχνίτου. Πιθανόν νά ἐργάστηκαν 2 καί 3 τεχνίτες. Πάντως εἶναι σαφής ἡ διαφορά ἀνάμεσα στίς μορφές.
Εἰκ. 12. Ὁ ἅγιος Χριστόφορος.
Ἀπό τόν ἴδιο χρωστήρα θά πρέπει νά ἔγιναν οἱ ἅγιοι, Ἰάκωβος ὁ Πέρσης, Χριστοφόρος, Μερκούριος, Προκόπιος, Νέστωρ, Δημήτριος, Γεώργιος, Τρύφωνας καί Κυριακή, ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας καί οἱ παραστάσεις τῆς κόγχης καί τῆς Προθέσεως καθώς καί ἡ μορφή ἀδιάγνωστου Ἁγίου, στόν νότιο τοῖχο, πού σύμφωνα μέ τά προσωπογραφικά χαρακτηριστικά θά μποροῦσε νά εἶναι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Πρόκειται γιά ἕνα πραγματικά ὡραῖο πορτρέτο μέ ἔντονη ἐκφραστικότητα. Τό σῶμα τοῦ Ἁγίου εἶναι κατεστραμμένο ἀπό τίς ἐργασίες τοποθέτησης τοῦ νέου τέμπλου περί τό 1860. Οἱ νέες εἰκόνες τοῦ τέμπλου χρονολογοῦνται περί τό 1840 μέ 1860, ἐνῶ οἱ παλαιότερες πού φυλάσσονται στήν ἐνορία τοῦ Βερτίσκου χρονολογοῦνται ἀπό τό 1600 καί μετά (εἰκ. 14). Δύο σπαράγματα εἰκόνων ἀπό τό πρῶτο τέμπλο, πού βρίσκεται στό Ἐκκλησιαστικό Μουσεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, σαφῶς ἀνήκουν στό α΄μισό τοῦ 17ου αἰώνα.
Εἰκ. 13. Ὁ νότιος τοῖχος.
Ἀντίθετα στίς μορφές πού συναντᾶμε κάποια σκληρότητα στά φωτίσματα τῶν ἐνδυμάτων, παρατηροῦμε καί κάποια διαφορά στά πρόσωπα, ὅπου ἐμφανίζουν πλατύτερα σαρκώματα.
Καί ὁ μέν χρωστήρας πού ἱστόρησε τίς μορφές τῶν στρατιωτικῶν Ἁγίων πού προαναφέραμε καί τούς Ἱεράρχες τῆς κόγχης θά πρέπει νά ἦταν ὁ χρωστήρας τοῦ δασκάλου τοῦ συνεργείου. Ἔτσι μόνο μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ ἡ τελειότητα στό σχέδιο, τό ἁρμονικό πλάσιμο τῶν χρωμάτων, ἀλλά κυρίως ἡ τέλεια ἀπόδοση τῶν προσωπογραφικῶν στοιχείων τοῦ κάθε Ἁγίου. Ἀναμφισβήτητα ὁ πρωτομάστορας τῆς συνοδείας τῶν ἁγιογράφων, εἶχε τήν τέλεια γνώση τοῦ σχεδίου, πράγμα πού τόν βοηθᾶ στήν σωστή καί σύμφωνα μέ τήν παράδοση ἀπόδοση τῶν μορφῶν.
Εἰκ. 15. Ὁ ἅγιος Χριστόφορος.
Εἰκ. 14. Ἀδιάγνωστος Ἅγιος.
Εἰκ. 16. Ὁ ἅγιος Μερκούριος.
Αὐτό πού ἐπίσης διαφοροποιεῖ αἰσθητά τόν χρωστήρα τοῦ πρωτομάστορα, εἶναι ἡ μεγάλη ἐλευθερία πού τόν διακρίνει ὄχι μόνο στά γραψίματα τῶν μορφῶν, ἀλλά καί τῶν ἐνδυμάτων, κυρίως δέ στήν σχεδίαση τῶν πανοπλιῶν καί τῶν ἐξαρτημάτων τῶν στολῶν τῶν στρατιωτικῶν Ἁγίων (εἰκ. 15).
Θά τολμούσαμε νά ποῦμε πώς καί χωρίς ἐπιγραφή ἄν ἄφηνε τά ἔργα του, θά μπορούσαμε νά γνωρίσουμε τούς εἰκονιζόμενους Ἁγίους. Ἁπτή ἀπόδειξη τῶν ἀνωτέρω εἶναι μιά προσεκτική μελέτη τῶν μορφῶν τῶν Ἱεραρχῶν στήν κόγχη τοῦ Βήματος. Οἱ καλοσχεδιασμένες μορφές τῶν Πατέρων δέν ἀφήνουν καμιά ἀπορία γιά τήν ταυτότητά τους.
Ἐκεῖ ὅμως πού ὁ τεχνίτης ξεπερνᾶ τόν ἑαυτό του, εἶναι οἱ μορφές τῶν στρατιωτικῶν Ἁγίων καί κυρίως τῶν ἁγίων Μερκουρίου, Ἰακώβου τοῦ Πέρσου, Χριστοφόρου, Νέστορος ἀλλά καί τό πορτραῖτο τῆς ἁγίας Κυριακῆς (εἰκ. 16).
Εἰκ. 17. Ἡ ἁγία Κυριακή.
Τελειότητα στό σχέδιο, καταπληκτικό πλάσιμο προπλασμῶν καί σαρκωμάτων, καλοβαλμένες ψιμιθιές πού φωταγωγοῦν τά πρόσωπα, χειραφέτηση ἀπό ἄλλους μαστόρους, πρᾶγμα πού φαίνεται στήν ἀπόδοση τῶν πανοπλιῶν, ἀλλά καί τῶν καλυμμάτων τῆς κεφαλῆς τῶν ἁγίων Μερκουρίου καί Ἰακώβου τοῦ Πέρσου, ματιές εἰρηνικές πού ἔχουν ἄμεση ἐπίδραση στόν πιστό προσκυνητή.
Ἡ μορφή τῆς ἁγίας Κυριακῆς ἔρχεται νά συμπληρώσει τά παραπάνω καί νά ἀποδείξει τήν καλλιτεχνική δύναμη τοῦ πρωτομάστορα (εἰκ. 17).
Ἕνα πορτραῖτο δεῖγμα ἑνός πνευματοκίνητου ρεαλισμοῦ, πού κινεῖται μέσα στά ὅρια τῆς παράδοσης καί τῆς θεολογίας τῆς Εἰκόνας.
Ἐκεῖ πού ἴσως ὁ δάσκαλος τῆς συνοδείας τῶν ζωγράφων εἶχε λιγότερη συμμετοχή εἶναι οἱ παραστάσεις τοῦ δωδεκαόρτου.
Ἀρκετές ἀδυναμίες στό σχέδιο παρατηροῦμε στό Μυστικό Δεῖπνο, στήν ἀπόδοση τῶν μορφῶν, ἀλλά καί τῶν χεριῶν τῶν Ἀποστόλων ὅπου τά σαρκώματα τοποθετοῦνται χωρίς πολύ μαστοριά (εἰκ. 18).
Μιά δυσαναλογία στά σώματα ἐμφανίζεται στήν Σταύρωση, ὅπου ἡ ἀναλογία κεφαλῆς καί σώματος εἶναι 1 πρός 6, ἐνῶ στούς ἄλλους Ἁγίους κινεῖται στή φυσιολογική κλίμακα τοῦ 1 πρός 8.
Ἡ ἴδια δυσαναλογία ἐμφανίζεται καί στήν προδοσία καθώς καί στήν ἀπόνιψη τοῦ Πιλάτου, ἀλλά σέ κλίμακα τοῦ 1 πρός 6 1/2 καί 1 πρός 7.
Στήν πτυχολογία γενικά θά παρατηρούσαμε τή σπουδή γιά τήν ἀλάνθαστη ἀπόδοση μέ τή φωτοσκίαση τῆς δομῆς, τοῦ ὄγκου, τῆς διαρθρώσεως καί τῆς κινήσεως τῶν σωμάτων. Τό σκιερό βάθος τῆς πτυχῆς ἀποδίδεται μέ πλατιά γραμμή σέ βαθύτερο τόνο τοῦ τοπικοῦ χρώματος τοῦ ὑφάσματος, ἐνῶ ἡ φωτεινή ἀκμή τῆς πτυχῆς δηλώνεται μέ λεπτή γραμμή ὑπόλευκη ἤ λευκή.
Μ᾽ αὐτό δέν θέλουμε νά ἀποδείξουμε ὅτι ὁ τεχνίτης μας μέ τήν σοφή πτυχολογία του ἀποδεικνύεται σέ μελετητή τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἀλλά ὅτι εἶναι μελετητής τῆς τέχνης τῶν παλιῶν δασκάλων, πού ἡ σωστή πτυχολογία εἶναι δική τους κατάκτηση.
Τό προσωπικό κατόρθωμα τοῦ καλλιτέχνη μας εἶναι ἡ κυριαρχία καί ἡ γνώση αὐτῆς τῆς τεχνικῆς μεθόδου, ὥστε ἡ ἐφαρμογή της νά μήν γίνεται μέ μηχανικό τρόπο πού ὁδηγεῖ σέ σφάλματα. Πρᾶγμα πού φαίνεται πώς δέν εἶχαν κατορθώσει ἀκόμη οἱ βοηθοί καί μαθητές τοῦ ἀνώνυμου πρωτομάστορα.
Παρατηρώντας τούς ἄλλους εἰκονιζομένους, βλέπουμε πώς ὁρισμένοι Ἅγιοι δέχτηκαν κάποια ἐπιζωγράφηση κατά τά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα.
Εἰκ. 18. Ὁ Μυστικός Δεῖπνος.
Ὁ Ναός εἶχε ἀρκετή ὑγρασία, μέ ἀποτέλεσμα ἄλλες παραστάσεις νά καταστραφοῦν τελείως κι ἄλλες νά ὑποστοῦν σοβαρές ζημιές. Ἕνα μέρος αὐτῶν τῶν παραστάσεων καί διακοσμήσεων, ἦταν ἡ χαμηλότερη ζώνη, ἡ ποδιά, ἡ ὁποία σώζεται μόνο σέ ἐλάχιστα τμήματα στό Ἱερό Βῆμα.
Παρόμοια σχηματική κάλυψη τοῦ χώρου αὐτοῦ μέ τήν ἴδια ὀφιοειδή γραμμή, συναντᾶμαι στόν Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Γαρδικίου τῆς Μεσσηνίας,[71] (μνημεῖο τοῦ τέλους τοῦ 16ου αἰώνα), καθώς καί στή Σταυρονικήτα στό χῶρο της Λιτῆς, ὅπως καί στό Παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου Προδρόμου τῆς ἴδιας Μονῆς, στόν βόρειο τοῖχο τοῦ Ἱεροῦ, ἀλλά καί σέ πολλά ἄλλα μνημεῖα τῆς ἴδιας περιόδου.[72]
Κάτω ἀπό τήν Πρόθεση ὑπάρχει ζωγραφισμένη ποδιά μέ χονδρές κόκκινες γραμμές σέ ἀπομίμηση ὑφάσματος. Ἄλλες καθαρά διακοσμητικές παραστάσεις συναντᾶμε στή ψηλότερη ζώνη τοῦ Δωδεκαόρτου ὅπου ἀνά δύο θέματα παρεμβάλλεται μία λωρίδα 40 περίπου ἑκατοστῶν, μέ ἀρκετά ἔντεχνο ἀνθικό σχέδιο σέ διχρωμία. (εἰκ. 19)
Εἰκ. 19. Διακοσμητική παράσταση.
Ἐκεῖ πού ὡραιότερα διακοσμεῖται ὁ χῶρος εἶναι ἡ Λάρνακα, μέσα ἀπ᾽ τήν ὁποία προβάλλει ὁ Χριστός τῆς Ἀποκαθηλώσεως στήν Πρόθεση, ἀλλά καί στόν πεσσό στήριξης τῆς ἁγίας Τράπεζας.
Ὑπάρχει μία στενή λωρίδα μέ ὡραῖο λεπτό κέντημα, καί τήν ὑπόλοιπη ἐπιφάνεια καλύπτει κεφαλή λέοντος ἀπό τό στόμα τοῦ ὁποίου ξεπροβάλλουν κλωνάρια πού συμπλέκονται μεταξύ τους (εἰκ. 20).
Εἰκ. 20. Διακοσμητική παράσταση.
Ἀκόμα πάνω ἀπό τό νιπτήρα ὑπάρχει ζωγραφισμένο ἕνα ἀνθοδοχεῖο ἀπ᾽ τό ὁποῖο ξεπηδοῦν ἐπίσης φυτά καί κλῶνοι.
Ὡς πρός τίς ἐπιγραφές τῶν εἰκονιζομένων Ἁγίων καί τῶν λειτουργικῶν εἰληταρίων, μποροῦμε νά παρατηρήσουμε τόν ἴδιο γραφικό χαρακτήρα μέ ἀρκετές ἀνορθογραφίες τοῦ τύπου: «ΟΥΔΗΣ ΑΞΗΟΣ...», «ΟΠΟΣ ΗΠΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΟΥ...». «ΠΑΛΙΝ Κ(ΑΙ) ΠΟΛΑΚΟΙΣ ΣΗ ΠΡΟΣΠΟΙΠΤΟ (ΜΕΝ)». «ΟΤΗ ΣΕ ΑΙΝΟΥΣΟΙ ΠΑΣΕ Ε ΔΥΝΑΜΗΣ» καθώς καί στήν ἀπόδοση τῶν ὀνομάτων διαβάζουμε: «Ο ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΟΒΟΣ»,«Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΟΡΟΣ»,«Ο ΑΓΙΟΣ ΧΡΙΣΤΩΦόΡΟΣ»,«Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΟΚΟΠΗΟΣ»,«Ο ΑΓΙΟΣ ΤΡΗΦΩΝ», κ. ἄ.
Κάποια διαφορά στό γραφικό χαρακτήρα παρατηρεῖται μόνο στούς Ἱεράρχες τῆς κόγχης τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὅπου τό καλλι- γραφικό στοιχεῖο ἀτονεῖ.
Ὁ διάκοσμος τοῦ Ναοῦ τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Χωρούδας, φανέρωνει τίς καλλιτεχνικές ἀρετές τοῦ ἀνώνυμου ζωγράφου· ἡ πλαστικότητα, ἡ ζωντάνια, οἱ ἤρεμοι χρωματικοί τόνοι, ἡ ρεαλιστική κίνηση τῶν σωμάτων, τεκμηριώνουν τό συμπέρασμα πώς πρόκειται γιά τεχνίτη φτασμένο. Δέχεται ἐπιδράσεις ἀπό, πολλούς, ἀλλά ἔχει καί τήν ἱκανότητα νά ἀφομοιώνει καί νά δημιουργεῖ ἔργα πού φέρουν τήν σφραγίδα του. Τό εἰκονογραφικό του πρόγραμμα λιτό, περιεκτικό ἀλλά διδακτικό, ἱκανοποιεῖ τόν λαό τοῦ Θεοῦ, γιατί καί τούς ἀγράμματους διδάσκει ἀλλά καί τούς ἐκλεκτικούς ἐντυπωσιάζει.
- . Γιά περισσότερα βλ. Καλοκυρη Κ., Ἄθως – Θέματα Ἀρχαιολογίας καί Τέχνης, ἐκδ.
ΑΣΤΗΡ, Ἀθήνα 1963, σ. 2- 45. ↑ - . Τύπος Ε´ κατά Ξυγγόπουλο (Ὑπαπαντή Ε.Ε.Β.Σ., ΣΤ´(Ι929), σελ. 328 κ.ἑ.. ↑
- . Χατζηδακη, «Εἰκόνες τῆς Πάτμου», πίν. 202, ἔκδ. Ἐθνικῆς Τράπεζας Ἑλλάδος, 1977. ↑
- . Αχειμαστου – Ποταμιανου Μυρταλη, Ἡ Μονή τῆς Φιλανθρωπινῶν, Ἀθήνα 1983, σ. 58, εἰκ. 33. ↑
- . Millet-Frolow ΙΙΙ, πίν. 118, 2. ↑
- . Πελεκανίδης Στ´. «Καστοριά», πίν. 187, α-β. ↑
- . Νεrεζι, «ΒΥΖΑΝΤΙNISCHE FRΕSΚΕΝ ΙΝ JUGOSLAVIΕΝ», εἰκ. Ι. ↑
- . Αχειμαστου-Ποταμιανου Μυρταλη, Ἡ Μονή τῆς Φιλανθρωπινῶν, Ἀθήνα 1983, σ. 99. ↑
- . Boislav J. Duric, VSOPOCANI, BEOGRAD, 1963, εἰκ. 137. ↑
- . Ἑσπερινός 26ης Ἰουλίου. ↑
- . Διονυσιου εκ Φουρνα, «Ἑρμηνεία», σ. 104. ↑
- . Τροπάριο Ζ´ ὠδῆς Μεγάλης Τετάρτης. ↑
- . Κάθισμα Ἦχος α´ Μεγάλης Πέμπτης. ↑
- . Cηατζidακιs, FRUΗΕ ΙΚΟΝΕΝ, εἰκ. 88. ↑
- . Αχειμαστου-Ποταμιανου Μυρταλη, «Μονή τῶν Φιλανθρωπινῶν» εἰκ. 48 β.) ↑
- . Πελεκανιδης Στ´ Καστοριά, πίν. 218 β.) καί Γουναρης Γ. Οἱ τοιχογραφίες τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῆς Παναγίας Ρασιώτισσας, σ. 121, πίν. 27 β. ↑
- . Καλοκυρη K., «Ἄθως», πίν. III, 27, 28 α καί 29. ↑
- . Ἰωάν., κεφ. 18, στ. 3-8. ↑
- . Στίχος τοῦ οἴκου εἰς τήν προδοσίαν. Ὄρθρος Μεγάλης Πέμπτης. ↑
- . γ´ τροπάριο Αἴνων Ὄρθρου Μεγάλης Πέμπτης. ↑
- . Διονυσιου, «Ἑρμηνεία», σ. 104. ↑
- . Ξυγγοπουλος, «Οἱ τοιχογραφίες τοῦ ἁγίου Νικολάου Ὀρφανοῦ», εἰκ. 43. ↑
- . Πελεκανιδη, «Καστοριά», πίν. 123 α. ↑
- . Millet, «ATHΟS», πίν. 126, 2. ↑
- . Cvετoζα Ραdοj- Cic, Mileseva, ΒΕΟGRΑD, Ι967, σ. 85, εἰκ. 15. ↑
- . Αχειμαστου-Ποταμιανου Μυρταλη, Ἡ Μονή Φιλανθρωπινῶν, εἰκ. 53 α. ↑
- . Αχειμαστου-Ποταμιανου Μυρταλη, Ἡ Μονή Φιλανθρωπινῶν, σ. 81. ↑
- . Αχειμαστου-Ποταμιανου Μυρταλη, Ἡ Μονή Φιλανθρωπινῶν, σ. 89, πίν. 57α. ↑
- . O Tafrali, MONUMENTS BYZANTINES DE CURTEA DE ARGES, PARIS 1931, πίν. LI, I. ↑
- . MONUMENTELOR REPENTORIUL, SI OBIECTELOR DE ARTA DIN TIMPUL LUI STEFAN CEL MARE, 1958, εἰκ. 39. ↑
- . Αχειμαστου-Ποταμιανου Μυρταλη, Ἡ Μονή Φιλανθρωπινῶν, σ. 98. ↑
- . Χατζηδακης Μ., «Ὁ κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης», φωτ. 164. ↑
- . Milliet-Frolan I, πίν. 57,1. ↑
- . Duric, «BYZANTINISCHE FRESKEN IN YUGOSLAVIA», HIRMER, MUNSEN 1976,», σ. 55-57. ↑
- . Μουτσοπουλου Ν., «Καστοριά – Παναγία ἡ Μαυριώτισσα», εἰκ. 6. ↑
- . Milkovic-Perek, «L᾽ OEUVRE DES PEINTRES MICHEL ET EU TUCH», SKORIE 1967, σ. 161. ↑
- . Delehaye, «SYNAXARIUM», σ. 259. Πίνακας 33. Ὁ ἅγιος Μερκούριος, λεπτομέρεια. ↑
- . Delehaye, «SYNAXARIUM», σ. 258. ↑
- . Αχειμαστου-Ποταμιανου Μυρταλη, Ἡ Μονή Φιλανθρωπινῶν, εἰκ. 65. ↑
- . Μουτσοπουλου Ν., «Καστοριά – Παναγία ἡ Μαυριώτισσα», εἰκ. 6. ↑
- . Πελεκανιδης, «Καστοριά», εἰκ. 166 β. ↑
- . Λιβα Ξανθακη, Οἱ τοιχογραφίες τῆς Μονῆς Ντίλιου, εἰκ. 45. ↑
- . Χατζηδακης, Μ., «ΤΗΕΟΡΗΑΝΕS», εἰκ. 4. ↑
- . Millet, «ATHΟS», πίν. 158,3. ↑
- . Καλοκυρη Κ., Ἄθως, εἰκ. VI. ↑
- . Διονυσιου, «Ἑρμηνεία», σ. 157, 200, 295. ↑
- . Αχειμαστου-Ποταμιανου Μυρταλη, Ἡ Μονή Φιλανθρωπινῶν, σ. 106. ↑
- . Γούναρη Γ., «Οἱ τοιχογραφίες τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί Παναγίας Ρασιώτισσας», σ. 149, πίν. 40β. ↑
- . Millet, «ATHΟS», πίν. 49,2. ↑
- . Millet, «ATHΟS», πίν. 74,3. ↑
- . Ξυγγοπουλος, «Οἱ τοιχογραφίες τοῦ ἁγίου Νικολάου Ὀρφανοῦ», εἰκ. 139. ↑
- . Χατζηδακης Μ., «Ὁ κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης», φωτ. 167. ↑
- . Γούναρης Γ.,«Οἱ τοιχογραφίες τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί Παναγίας Ρασιώτισσας», σ. 149, πίν. 41α. ↑
- . Duric, «BYZANTINISCHE FRESKEN IN YUGOSLAVIA», HIRMER, MUNSEN 1976, σ. 93. ↑
- . Διονυσιου, «Ἑρμηνεία», σ. 238. ↑
- . Milkovic-Perek, «L᾽ OEUVRE DES PEINTRES MICHEL ET EUTUCH », εἰκ. 1. ↑
- . Millet, «ATHΟS», εἰκ. 48,1 καί 74,4. ↑
- . Millet, «MISTRA», πίν. 131, 1. ↑
- . Πελεκανιδη, «Καστοριά», πίν. 152 α. ↑
- . Αχειμαστου-Ποταμιανου Μυρταλη, Ἡ Μονή Φιλανθρωπινῶν, σ. 13. ↑
- . Χατζηδακης Μ., «Ὁ κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης», εἰκ. 151. ↑
- . Ουσπένσκυ Λ., «Εἰκόνα», μτφ. Κόντογλου, Ἀστήρ 1952, σ. 51. ↑
- . Γερμανου Κωνσταντινουπολεως, P.G, 98, 1720. ↑
- . Εὐχή θείας λειτουργίας. ↑
- . Βλ. σχετ. Καλοκυρη Κ, Ἡ οὐσία τῆς ὀρθοδόξου ἁγιογραφίας, Ἀθήνα 1960, σ. 18. Ἡ πληροφορία ὅτι οἱ ζωγράφοι ἦταν Μελενικιῶτες, διασώθηκε στήν προφορική παράδοση τῶν κατοίκων τῆς Χωρούδας καί στίς μνῆμες πού ἔφεραν ἀπό τούς προγόνους τους περί τοῦ Ναοῦ τους. ↑
- . Βλ. σχετ. Καλοκυρη Κ, Ἡ οὐσία τῆς ὀρθοδόξου ἁγιογραφίας, Ἀθήνα 1960, σ. 20. Ἡ πληροφορία ὅτι οἱ ζωγράφοι ἦταν Μελενικιῶτες, διασώθηκε στήν προφορική παράδοση τῶν κατοίκων τῆς Χωρούδας καί στίς μνῆμες πού ἔφεραν ἀπό τούς προγόνους τους περί τοῦ Ναοῦ τους. ↑
- . Βλ. σχετ. Καλοκυρη Κ, Ἡ οὐσία τῆς ὀρθοδόξου ἁγιογραφίας, Ἀθήνα 1960, σ. 34. Ἡ πληροφορία ὅτι οἱ ζωγράφοι ἦταν Μελενικιῶτες, διασώθηκε στήν προφορική παράδοση τῶν κατοίκων τῆς Χωρούδας καί στίς μνῆμες πού ἔφεραν ἀπό τούς προγόνους τους περί τοῦ Ναοῦ τους. ↑
- . Ἡ γιορτή τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος ἦταν δύσκολο νά τιμηθεῖ μέσα στόν χειμώνα (12 Δεκεμβρίου) ἀπό τούς ποιμένες – κατοίκους τῆς Χωρούδας, ἡ ἀλλαγή πιθανόν τοῦ τιμωμένου Ἁγίου μέ τό ὄνομα τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ἄν καί συμπίπτει πάλι μέ τόν χειμώνα, τούς διευκόλυνε ὡς πρός τό γεγονός ὅτι μποροῦσαν νά γιορτάζουν τόν Ἅγιό τους τήν ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ λειψάνου του στίς 2 Μαΐου. ↑
- . Στό σημεῖο αὐτό ἡ καταστροφή κυρίως συντελέστηκε ἀπό τήν ὑγρασία καί τίς ἐργασίες τοποθέτησης τοῦ νέου τέμπλου. ↑
- . Χατζηδακη Μ., Ὁ Κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης, ἐκδ. Ι. Μ. Σταυρονικήτα, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 1986, εἰκ. 75-77. ↑
- . Καλοκύρη Κ., «Βυζαντιναί Ἐκκλησίαι Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσσηνίας», σ. l65, εἰκ. 132. ↑
- . Χατζηδακη Μ., Ὁ Κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης, ἐκδ. Ι. Μ. Σταυρονικήτα, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 1986, σ. 222. ↑