Trifontsompanis-lagadas.gr

Ο Λαγκαδάς και η Προσφυγιά

Ο ΛΑΓΚΑΔΑΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ

100 χρόνια από την ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

1922- 2022

Λένε πως από τότες που ξοριστήκανε οι πρωτόπλαστοι απ’ τη παράδεισο, τόχει θαρρείς η μοίρα των ανθρώπων να εξορίζονται, να διώχνονται, να προσφυγεύουν.

Πόσες φορές ο άνθρωπος δε πήρε το δρόμο του μισεμού, είτε για μια καλύτερη μοίρα, είτε για τη καλή του ή τη κακή του τύχη, είτε για αιτία πολέμου. Και τούτη δω η τελευταία αιτία, είναι απ’ όλους τους ξεριζωμούς η πιο σκληρή και πιο βαριά προσφυγιά.

Διαβάζοντας τις ιστορίες και το ριζικό των ανθρώπων, θαρρείς πια πως καμιά γης δε πατιέται από εδικούς της ανθρώπους μονάχα, αλλά όλη η πλάση μια προσφυγομάνα και ο κόσμος όλος κι ο ντουνιάς “πάροικος και παρεπίδημος”, όπως λένε κι γραφές της πίστης μας.

Ψάχνοντας μες’ τα βιβλία τη φύτρα και την ιστορία της πόλης μας, μαθαίνεις με τα πολλά ότι και τούτος ο τόπος, η επαρχία μας, μια τέτοια γης ήτανε, που δέχτηκε στους κόρφους της, λογίς-λογίς ανθρώπους, Μύγδονες και Θράκες, Παλιοελλαδίτες και Ηπειρώτες, κι όταν πια μεγάλωσε η ράτσα και πλήθηνε, άρχισε να μεταφυτεύεται σε άλλες πατρίδες, ίσως πιο πλούσιες και πιο φανταχτερές, και ξενιτεύτηκαν οι δικοί μας, ακόμα και στη Βυθινία στη Μικρασία, κι έκαμαν αποικίες και χτίσανε πόλεις και χωριά, κι έζησαν εκεί χρόνους πολλούς με μόνη έγνοια, τη ρίζα της φυλής αμάραντη να κρατήσουν.

Κι ύστερα άμα πέρασαν χρόνοι και καιροί κι ήρθαν εχτροί και καταχτητές, εκείνοι έμειναν πιστοί στο φρόνημα και στη λαλιά τους την ελληνική.

Τόπος εύφορος η επαρχία Λαγκαδά κι όλος ο κάμπος της Μυγδονίας, δεν δυσκολεύτηκαν να ριζώσουν εδώ όσοι κατά καιρούς ζήτησαν καταφύγιο και νέα πατρίδα. Πόντιοι, Θρακιώτες, Μικρασιάτες, Πελοπονήσιοι, Ηπειρώτες, άνοιξαν κάποτε τα άρμενά τους κι η μοίρα τους έφερε στον απάνεμο γιαλό της Κορώνειας και στις παραλίμνιες περιοχές του γιαλού.

Χρόνια δύσκολα, γιατί κάθε νέα προσφυγιά τα τελευταία χρόνια, ήταν μια πορεία που άφηνε ξοπίσω της ίχνη αίματος. Κοκκίνισε η Ανατολή, η Ιωνία, τα νησιά, ο Πόντος, η Κωνσταντινούπολη, η Θράκη. Μαυροφόρεσαν οι ανθρώποι, χαθήκανε παιδιά από τις αγκαλιές των μανάδων τους, χώρισαν ζευγάρια, ορφάνεψαν μικρά παιδιά, η φωτιά του πολέμου έκαψε τα όνειρα και τις ψυχές των ανθρώπων, σκόρπισαν παντού σαν αποκαΐδια που τα φυσά ο άνεμος στα πέρατα του κόσμου. Όμως αυτό ήταν το θαύμα, δεν απόκαμαν,δε φοβήθηκαν, δε χάθηκαν. Παίρναν τα εικονίσματά τους και τα κόκαλα των εδικών τους και ξεκινούσαν για μια νέα ζωή, σαν εκείνους τους παλιούς αργοναύτες που πήγαιναν να βρουν το χρυσόμαλο δέρας. Άλλοι το ’βρισκαν άλλοι όχι. Μα ήθελε χρόνια και πολύ καιρό να ξεχάσουνε τα βάσανα και τον πόνο γι αυτούς που χάσανε, όμως πνίγαν το ντέρτι τους μες΄το κρασάκι και το δάκρυό τους κι άλλοτε πάλι όταν απάλυνε ο πόνος της καρδιάς, πιάνανε ένα λυπητερό τραγούδι της πατρίδας: “εψές το βράδι πέρνουνα στου χάροντα τη πόρτα, κι άκουσα τη χαρόντισσα, που μάλωνε το χάρο. Οπού ‘ναι πέντε παίρνε δυό, κι όπού ΄ναι τρείς τον έναν, κι όπου ‘ναι δύο μοναχοί, μη τους ξεζευγαρώνεις”, και η άλλη παρέα άρχιζε το δικό της τραγούδι: “τούτη η γής που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε,

τούτη η γής με τα χορτάρια τρώει νιές και παλικάρια.

τούτη η γής με τα λουλούδια, τρώει νιές και κοπελούδια.

τούτη η γής που θα μας φάει, βάρατη με το ποδάρι”,

και δός του να βαρούν το ποδάρι τους στη γη, λες και βγάζαν το άχτι τους.

Κι ήρθε το ΄22, η καταστροφή της Μικρασίας, η φωτιά της Σμύρνης, ο ξεριζωμός. Ξανά αίμα, ξανά φωτιά, ξανά δάκρυα, πόνος, πείνα, φτώχεια, χαλασμός. Κι όπως όλη η Ελλάδα, έτσι κι η επαρχία Λαγκαδά δέχτηκε το νέο κύμα της προσφυγιάς. Όχι πως ήτανε εύκολη υπόθεση, στην τόση φτώχια που είχε ο κόσμος τότες, ήτανε πολύ δύσκολο όσο μεγάλη καρδιά και να’ χεις να δεχτείς να μοιραστείς τον τόπο σου με νέους κατοίκους.

Οι ντόπιοι είχανε το δικό τους τρόπο ζωής, οι πρόσφυγες φέρνανε μαζί τους μόνο αγωνία, φόβο, πόνο, αναμνήσεις που πονούσαν και μάτωναν τη καρδιά και λίγα όνειρα. Ό,τι απ’ όλα αυτά φυτέψεις, μόνο τα όνειρα μπορούν να πετάξουν φύτρα.

Φύτεψαν το λοιπόν τα όνειρά τους στον κάμπο της Μυγδονίας, βάλαν μαζί και μια πικροδάφνη στον τενεκέ με ένα κλωνί βασιλικό και καρτερούσαν την άνοιξη…

Και η άνοιξη ήρθε. Πέρασε βέβαια ένας βαρύς χειμώνας και δύσκολος συνάμα, και αφού πρώτα ανθίσανε οι μυρσίνες και τα βασιλικά, σιγά-σιγά ανθίσανε και τα όνειρα του κάθε πρόσφυγα. Έτσι άρχισε με τον καιρό να γλυκαίνει ο πόνος, οι πληγές να κλείνουν, οι χαμένες οικογένειες να ξανασμίγουν και μαζί με τα λούλουδα άνθιζε και το γέλιο στα χείλη των προσφύγων κι άκουγες με νοσταλγία να τραγουδούν τα ήρεμα εκείνα βραδάκια στον καφενέ της γειτονιάς: “η Σμύρνη κι αν εκάηκε κι αν γίνηκε βεράνι, ας ειν’ καλά μία Σμυρνιά, πάλι την ξαναφκιάνει…”.

Α… ποιός δε θυμάται τις Σμυρνιές, περήφανες και μεσ’ τη φτώχια τους, φωνακλούδες, χωρατατζούδες, τσαούσες και πάντα ζωηρές. Πολύ σύντομα οργανώθηκαν σε σωματεία και συλλόγους. Η “Φιλόπτωχος αδελφότης Κυριών- Παναγία η Ελεούσα”, ξεκίνησε από τις γυναίκες της προσφυγιάς.( όπως η Χαρίτωνος, η Φαρφουρή, η Αρβανιτίδου,η Ελ.Σπορίδου, η Νίνα Κεφαλοπούλου, η Βακαλοπούλου, η Κυράνα Παπουτσόγλου, ο Ολ. Παντίρη,) Αντίστοιχα οι άνδρες ίδρυσαν τον “Παμπροσφυγικό Σύλλογο”, για την προώθηση των θεμάτων των προσφύγων, με πρώτα μέλη τον Ιωάννη Παντίρη, Δήμαρχο τότε του Λαγκαδά. μικρασιάτη, τον Ι. Γκιουλέκα, τον Σπορίδη, τον Διαμαντίδη, τον Καλιφατίδη, τον Κεφαλά, και πολλούς άλλους.

Ο πόνος της προσφυγιάς δεν ξεχνιόταν εύκολα. Όλοι πίστευαν ότι κάποτε κάποιο καράβι θα τους ξαναγυρνούσε στην πατρική γή και την κληρονομιά τους. Διηγείται η Αγγέλα Παπάζογλου στο βιβλίο της για τη Σμύρνη, «Τα χαϊρια μας εδώ», πως ο πατέρας της, μέχρι που να φύγει από τούτο τον κόσμο, μια φορά το μήνα που τον έπιανε ο καημός της Σμύρνης, κλειδαμπάρωνε πόρτες και παράθυρα του σπιτιού ,για να μη ενοχλεί τους γειτόνους, και έβγαζε τον καημό του φωνάζοντας με όλη του τη δύναμη τα ονόματα των ανθρώπων, συγγενών και φίλων που χάθηκαν στην καταστορφή : « Σπύρο, Γιώργη, Μιχάλη, μας πήρανε τη Σμύρνη μωρέ, …μας κάψανε την πόλη μας Βαγγέλη…» κι αναλυόταν σε λυγμούς, μέχρι να ηρεμήσει και να γαληνέψει η ψυχή του, μ αυτό το πρωτότυπο προσκλητήριο πεσόντων. Κι η κυρά Αγγέλα με τη μάννα της κατέβαιναν στην παραλία στον Πειραιά, και προσπαθούσαν να προσανατολιστούν κατά πού πέφτει η Σμύρνη και ρωτούσαν τους ψαράδες και τους περαστικούς, «πούθε πέφτει η Σμύρνη ; από δω ή από κεί ; άμα ρίξω το γιασεμί από την μπουτουνιέρα μου θα πάγει ; άραγε τα θαλασσοπούλια παγαίνουν στη Σμύρνη να στείλω χαιρετίσματα με το φτερό ;

Ναι μια φορά ο ήλιος πάει ,το φεγγάρι πάει. Ο ήλιος πάει, το φεγγάρι πάει, αλλά δεν αγαπάει. Κι η Σμύρνη θέλει αγάπη για να ζήσει στις καρδιές μας». Και καθόταν με τις ώρες στη θάλασσα και της μιλούσαν , σαν να έστελναν μηνύματα με τον τηλέγραφο και των κυμάτων τους αφρούς.

Οι ντόπιοι έβλεπαν στη αρχή με επιφύλαξη της υπόθεση των προσφύγων, όμως με τον καιρό άρχισαν να το συνηθίζουν πως η μοίρα των ανθρώπων είναι κοινή όπου γης. Δεν ξεχνούσαν κι όλας πως και η ίδια η πόλη τους είχε το δικό της μερτικό στο φόρο αίματος, στη υπόθεση της Μικρασίας. Από το 1921 κι όλας μια αρμαθιά παλικαριών του Λαγκαδά, βρέθηκαν στη Μικρασία με τις Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, συμμετέχοντας στο όνειρο να φτάσουν στη “κόκκινη μηλιά”, και ο Σύλλογος Εφέδρων πολέμιστών που έγινε στο Λαγκαδά το 1936, έγινε από τα παιδιά που πολέμησαν στο Μικρασιατικό μέτωπο. Ο Καραβίδας, Χατζησάββας, Χέλμης, Ανωμελιώτης, Σαράφης, Κοκωνίδης, ο παπα-Κύριλλος Μυρόβαλης, έδωσαν το παρόν στη Μικρασιατική εκστρατία. Ο Χ. Βαφειάδης, αδελφός του Στρατή δε γύρισε ποτέ. Τον Μάρτιο του ’22 στην εφημερίδα ΦΩΣ δημοσιεύεται φωτογραφία του Χρ. Βαφειάδη με την σημείωση “έπεσεν ηρωϊκώς μαχόμενος την 13 η Αυγούστου 1921 εις τας πέραν του Σαγγαρίου μάχας”. Έτσι μπόρεσα να καταλάβω και να δικαιολογήσω γιατί συχνά όταν τα παλικάρια τα έπιανε ο σεβντάς τραγουδούσαν το τραγούδι “Εσκί-Σεχίρι τρομερό και τρισκαταραμένο, μας έχεις κάψει την καρδιά παναθεματισμένο. Στην Πόλη σφάζουνε τ’ αρνιά. Στη Σμύρνη τα κριάρια και μέσα στο Σαγγάριο σφάζονται παλικάρια”.

Από τότες πέρασαν κοντά 100 χρόνια δύσκολα, για ντόπιους και πρόσφυγες. Η ιστορία συνεχίζει να μας διδάσκει τον σεβασμό στον πόνο του πρόσφυγα και πως κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τη γη που πατάει.

Ό,τι μας ανήκει το λοιπόν και ό,τι είναι κατάδικό μας, είναι μονάχα οι θύμησες και τα όνειρα, οι μνήμες και ό,τι αγαπήσαμε, μια πικροδάφνη και ίσως μια γλάστρα με ένα κλωνί βασιλικού, που όταν το χαϊδεύεις σου προσφέρει απλόχερα την ευωδιά του.

Μακάρι να ήταν έτσι κι ανθρώποι. Όμως η ζωή είναι πάντα σκληρή και δύσκολη.

Εδώ στα χώματα που ρίζωσαν οι πρόσφυγες, δεν έσβυσαν ποτέ οι πυρκαγιές, δεν στέγνωσαν τα δάκρυα, οι πλημμύρες. Νοτιάς δε φύσηξε. Εδώ στη Μακεδονία, στη Χαλκιδική, στη Καλαμαριά, στο Καραμπουρνού, στη Μεσήμβρια, στην Αγχίαλο , στον Ευαγγελισμό, το Λαγκαδά και στα άλλα προσφυγοχώρια, δεν σκύβει το κεφάλι οπόνος, δεν μεταναστεύει η πίκρα, δεν ξενιτεύεται ο καημός, ο πόλεμος… δεν τελειώνει.Αν αφήσεις το χαράκωμα χάθηκες. Εδώ δε διαλέγεις, δεν πεθαίνεις. Ζείς… ζείς και χορεύεις έναν ωραίο σμυρναίϊκο σκοπό

Γ. Μαγνήσαλης (ΦΑΡΟΥΚ)