Trifontsompanis-lagadas.gr

Κύριος Ενωματάρχης

Περασμένο απόγευμα και μόλις ο καφές άφηνε τα τελευταία του ίχνη στο φλιτζάνι, χτύπησε το τηλέφωνο. Κάποια άγνωστη γυναικεία φωνή ρωτούσε για να επιβεβαιώσει την ταυτότητά μου και με πολύ-πολύ ευγένεια ζήτησε συγνώμη για την «ενόχληση» και προχώρησε στην αυτοσύστασή της. Λέγομαι Αγγελική Πέτρου, είμαι από την Αθήνα, και θα ήθελα να μιλήσω μαζί σας για τον παππού μου. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη γιατί  η γνωριμία, η τηλεφωνική, δεν προεξοφλούσε κάποια παλιά μας γνωριμία και μάλιστα για έναν παππού που δεν τον ήξερα καν, αλλά και δεν τον είχα ακούσει ποτέ. Η άνεση μιας τηλεφωνικής συνομιλίας και η διάθεση και περιέργεια να μάθω και γω για τον παππού της κ. Αγγελικής, μου προσέφεραν μια πραγματικά μεγάλη συγκίνηση. Ο παππούς λοιπόν!!! Ο κ. Κωνσταντίνος Παπαδήμας, Ενωματάρχης του Λαγκαδά στα 1912!!!  ήταν ο αγαπημένος παππούς της άγνωστής μου εγγονής του,της κυρίας Αγγελικής, που όμως ξαφνικά η ιστορία ενός αγαπημένου παππού γι αυτήν και ενός άγνωστου παππού για μένα, φέρνει στο νου ιστορίες από ένα άγνωστο παρελθόν, που έχει πάντα την ομορφιά της ιστορικότητας αλλά και της μνήμης γεγονότων και προσώπων, που έστω για λίγο σημάδεψαν με τα βήματά τους τα χώματα της γενέτειρά μας. Σε λίγες μέρες ένας ταχυδρομικός φάκελος μου έφερνε «τα νέα του Παππού», του κυρίου Ενωματάρχη του κυρ-Κωνσταντή Παπαδήμου. Ένα βιβλίο με κάποια στοιχεία για τη ζωή του και δύο φωτογραφίες με ένα σύντομο βιογραφικό του. Γεννημένος στο Καματερό Αττικής στα 1888 εισάγεται στη Σχολή της Βασιλικής Χωροφυλακής και μετά από μια θητεία στο Παλαμήδι μετατίθεται στο Λαγκαδά, μια που μόλις τότε είχε δημιουργηθεί ο πρώτος σταθμός χωροφυλακής της περιοχής. Χρόνια δύσκολα και μαύρα από πολλές απόψεις, ο τουρκικός ζυγός παλαντζάρει ακόμα πάνω στο σβέρκο των πατριωτών μας, το βουλγαρικό κομιτάτο αλωνίζει τη μακεδονική γη, οι θύλακες του Μακεδονικού αγώνα ενισχύονται καθημερινά από λεβέντες της επαρχίας μας, ο καθηγητής Ηλίας Γεωργιάδης αγωνίζεται με την αδελφότητα ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ να αναγεννήσει το φρόνημα και να ψυχώσει τους χωριανούς του, οι ανταρτικές ομάδες των Μακεδονομάχων του Λαγκαδά αγωνίζονται για να κρατήσουν το φρόνημα ακμαίο και ο Παπα-Ιωακείμ Ανανιάδης αγωνίζεται να ιδρύσει το πρώτο σχολείο του Λαγκαδά και μόλις δώσει ο θεός τη λευτεριά να χτίσουν και το νέο διδακτήριο. Τα σχέδια ήταν ήδη έτοιμα από τον αρχιτέκτονα και μακεδονομάχο Παιονίδη, αλλά οι συνθήκες δεν επέτρεπαν ανοικοδομήσεις σχολείων. Ως τότε τα παιδιά στοιβάζονταν σε ένα μικρό χώρο που είχε παραχωρήσει η ενορία της αγίας Παρασκευής και σε ένα κείμενο του Γεωργιάδη δημοσιευμένο στα 1908 γνωρίζουμε και την πληθυσμιακή σύνθεση του μαθητόκοσμου. Ελληνική τετράτακτος μεικτή αστική σχολή με 230 μαθητές και μαθήτριες «ομιλούντων εντός και εκτός της σχολής την ελληνικήν γλώσσαν» και η κοινότητα με εξοικονόμηση από το σχολικό λαχείο μάζεψε 450 τουρκικές λίρες που τις κατέθεσε στην Τράπεζα της Ανατολής στη Θεσσαλονίκη και Μυτιλήνη, ελπίζοντας σε καλύτερες μέρες για να χτίσει το σχολείο της. Οι τούρκοι ήταν λιγότεροι με καμιά πενηνταριά μαθητές,με είκοσι μαθήτριες και με έναν Μουφτή, ενώ οι Εβραίοι ήταν ακόμα λιγότεροι  με ένα μικρό αρρεναγωγείο.

Μέσα σ’ αυτή την μικρή πόλη ο κυρ- Κωνσταντής ο Ενωματάρχης, ήταν παράγοντας τάξεως αλλά και εξουσίας της πόλης, μια και τότε, ο Παπάς, ο Δάσκαλος και ο Ενωματάρχης, συμβόλιζαν τις 3 εξουσίες της χώρας. Έντεκα χρόνια έμεινε στο Λαγκαδά ο κύριος Παπαδήμας, αλλά αυτά τα έντεκα χρόνια ήταν τα κρισιμότερα της ζωής της πόλης μας καθώς και της δικής του ζωής. Τα όσα γεγονότα διαδραματίστηκαν στην περιοχή , με όλο αυτό το χάος της παρουσίας των ξένων πληθυσμών και συν τοις άλλοις και την βουλγαρική παρουσία, σήμαινε πως το ελληνικό κράτος ήξερε πως έστειλε στην πόλη μας άνθρωπο ικανό να διοικήσει και να τα καταφέρει. Τα προβλήματα πολλά, ποιόν πρώτα να αστυνομεύσει, τους ντόπιους, τους τούρκους, τους γιοβριούς ή τους βούλγαρους; Αλλά κυρίως με τι αστυνομική δύναμη; Θυμάται αργότερα, που κάποτε έπιασε έναν τούρκο ζωοκλέφτη και έπρεπε να τον παραδώσει στη θεσσαλονίκη και τον έβαλε πάνω στο κάρο και με το όπλο προτεταμένο τον οδήγησε στην πόλη για να δικαστεί. Πολλά θυμόταν ο κυρ-Κωσταντής από την πόλη μας και πάντα την είχε στην καρδιά και στη μνήμη του ως τα γεράματά του και διηγιόταν πάντα στα εγγόνια του τα χρόνια εκείνα τα παλιά, για την ομορφιά της Σαλονίκης με τον Λευκό της Πύργο, που και τώρα ακόμα τον είχε σε κάδρο μέσα στο σαλόνι του για να θυμάται την πόλη και την απελευθέρωσή της που ήταν παρών στις 26 Οκτώβρη του 1912 και πολέμησε για τη λευτεριά της. Θυμάται ακόμα την καλοκαγαθία των Λαγκαδιανών, μα πάνω απ΄όλα η μνήμη του γλύκαινε με τη θύμηση της Δήμητρας, της κοπέλας που έκλεψε την καρδιά του και τον αγάπησε κι αυτή, όμως η μοίρα δεν θέλησε να τους ενώσει, μια και οι γονείς της δεν της επέτρεψαν να πάρει «ξένον» από μακριά και να εγκαταλείψει τον Λαγκαδά. Ο Κωσταντής έμεινε έντεκα χρόνια στην πόλη, ύστερα λόγοι οικογενειακοί τον ανάγκασαν να παραιτηθεί από την υπηρεσία και να γυρίσει στον τόπο του στο Καματερό για να στηρίξει την οικογένειά του. Από τον Λαγκαδά κράτησε μέσα στην καρδιά του τη Δήμητρα, τους απλούς ανθρώπους, κι ένα λευκό πουκάμισο με το μονόγραμμα της Δήμητρας, ένα δέλτα καλλιγραφικό, κεντημένο από τα χέρια της  και χαρισμένο σ’ αυτόν την μέρα του παντοτινού αποχωρισμού τους. Στα 1918 παντρεύτηκε και απέχτησε πέντε παιδιά. Πενηνταένα χρόνια μετά, οι αναμνήσεις του Λαγκαδά και της όμορφης θεσσαλονίκης του ζέσταιναν ακόμα τη θύμηση και την καρδιά. Πήρε λοιπόν το τραίνο και στα εβδομήντα πέντε του χρόνια έφτασε στην αγαπημένη  Θεσσαλονίκη και βούρκωσε μπροστά στη θέα του Λευκού Πύργου, καθώς οι στιγμές της απελευθέρωσης πέρασαν σαν ταινία από το μυαλό του.Περπάτησε στα σοκάκια και στις πλατείες της, μύρισε την αλμύρα της θάλασσας και κατά το απόγευμα πήγε στην οδό Φράγκων, που ήταν τότε το ΚΤΕΛ του Λαγκαδά και πήρε το λεωφορείο για πού αλλού; Για τον Λαγκαδά! Είδε την πόλη στα 1963 αλλαγμένη, διαμορφωμένη πλατεία με ένα μεγάλο φωτιστικό στη μέση,η τουλούμπα δεν υπήρχε πλεόν, τα ταβερνάκια γύρω από την πλατεία, μια αγορά γεμάτη μαγαζιά και κόσμο, μυρωδικά και γιασεμιά, αλλά τα βήματά του πήγαιναν μόνα τους πλέον προς το αστυνομικό τμήμα. Ο διοικητής, που καθόταν μόνος του στα γραφείο, είδε έναν άγνωστο κύριο να μπαίνει στο γραφείο και άκουσε να του συστήνεται: «Κωνσταντίνος Παπαδήμας, πρώτος Ενωματάρχης Λαγκαδά», δείχνοντας την αστυνομική του ταυτότητα , που κρατούσε ακόμα ως φυλαχτό, πλησίασε κοντύτερα στο γραφείο και του έδωσε το χέρι. Ο Διοικητής σηκώθηκε με σεβασμό και τον χαιρέτησε στρατιωτικά και αποδίδοντας την δέουσα τιμή τον παρακάλεσε να καθήσει στην θέση του Διοικητή του τμήματος. Και τι δεν πέρασε από τη σκέψη του, τα καλά και τα άσχημα της εποχής, ο πόλεμος, η δυστυχία του κόσμου, ο μακεδονικός αγώνας, τα προβλήματα της υπηρεσίας, η…Δήμητρα!!! Πού να ήταν άραγε; Παντρεύτηκε ή έμεινε πιστή σε εκείνη την παλιά αγάπη! Θα ήταν άδικο γι αυτήν. Πάντως αν ζούσε θα ήταν κι αυτή γύρω στα εβδομήντα τώρα. Ποιος να ξέρει άραγε; Ένας κόμπος συγκίνησης ανέβηκε στο λαιμό και τα μάτια έκρυψαν κάποιο δάκρυ. Έκανε πολλές σκέψεις για το παρελθόν, αν έμενε στο Λαγκαδά, αν συνέχιζε την καριέρα του εδώ, αν…αν… αν έπαιρνε τελικά τη Δήμητρα, σήμερα θα θεωρούνταν βέρος Λαγκαδιανός. Όμως και έτσι Λαγκαδιανός είναι, μια και η νιότη του προσφέρθηκε σ΄αυτή τη πόλη και πολέμησε για τη λευτεριά της. Στο Καματερό πέρασε, δύσκολα χρόνια αλλά ευτυχισμένα, έκανε καλή και μεγάλη οικογένεια, πρόκοψε σαν νοικοκύρης και απολάμβανε της τιμής και του σεβασμού των Καματεριοτών, καθώς ήταν ο άνθρωπος που τους βοηθούσε σε κάθε υπόθεση όταν χρειαζόταν κάποιος γραμματιζούμενος να τους συμπληρώσει αιτήσεις και εξουσιοδοτήσεις για πιστοποιητικά. Και την Κυριακή μετά την απόλυση της εκκλησιάς, στο καφενείο του Γιωργοτόλια διάβαζε φωναχτά την εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» για να ενημερωθούν οι συμπατριώτες του ,που δεν ήξεραν γράμματα, για τα νέα της εποχής. Ήταν και παρέμεινε μια ζωή  «ο κύριος ενωματάρχης».

Το βράδυ το πέρασε στο Λαγκαδά, ο Διοικητής δεν τον άφησε να φύγει, τον φιλοξένησε και πέρασε η βραδιά στου κυρ-Λάμπρου την ταβέρνα, εκεί που σύχναζαν συνήθως οι αστυνομικοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι της πόλης. Την άλλη μέρα αποχαιρετούσε τον συνάδελφο και έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής για το Καματερό. Είχε ήδη πάρει άλλα δέκα χρόνια ζωής μ΄αυτό το ταξίδι του. Στις 17 Σεπτεμβρίου του 1974, δέκα χρόνια μετά το ταξίδι του στο Λαγκαδά, έκλεινε τα μάτια του για πάντα, αφήνοντας πίσω στα εγγόνια του τις ωραίες του αναμνήσεις και εμπειρίες της ζωής του.