Το κρύο από νωρίς περόνιαζε τα κόκαλα και αυτή η Λαγκαδιανή υγρασία θαρρείς πως έκανε ακόμη πιο παγωμένη την ατμόσφαιρα της πόλης. Το τραινάκι κουκουλωμένο με την ναϋλον επένδυσή του, σφύριζε για να μαζέψει τους τελευταίους ξεχασμένους επιβάτες μετά την ρόκ συναυλία, που προσπάθησε ,πλην ματαίως, να δώσει χριστουγεννιάτικο κλίμα στην ατμόσφαιρα. Όπως–όπως τα τελευταία παιδιά στριμώχτηκαν στο βαγόνι και ξεκίνησαν για το Λαγκαδά, κόβοντας απαλά την πυκνή ομίχλη που εδώ και ώρα είχε αρχίσει να καλύπτει τα σπίτια, τα αυτοκίνητα, τους ανθρώπους και μαζί μ’ αυτούς, τους καημούς , τα πάθη και τα προβλήματα της καθημερινότητας. Μόνο τα θαμπά φώτα έμειναν να φωτίζουν και να δίνουν στόχο ύπαρξης και παρουσίας σπιτιών και κτηρίων. Οι τελευταίοι υπάλληλοι άρχισαν βιαστικά να μαζεύουν τα τραπέζια και τις καρέκλες που ήταν εκτεθειμένες έξω στην υγρασία και τρέχοντας σχεδόν, για να αποφύγουν το κρύο, έκλειναν τα σπιτάκια της «πόλης των αγγέλων» και αποχωρούσαν για το σπιτικό τους, κουβαλώντας την κούραση και την ορθοστασία της μέρας που πέρασε. Άλλοι χαρούμενοι, άλλοι προβληματισμένοι, άλλοι κουρασμένοι, άλλοι ανήσυχοι για την αυριανή μέρα που ξημέρωνε, γιατί ειν’ αλήθεια στην πατρίδα μας τελευταία δεν μπορείς να ξέρεις τι σου ξημερώνει. Τα φώτα της πόλης και τα πολύχρωμα λαμπιόνια της διακόσμησης, πρόσφεραν μιαν ονειρική εικόνα μέσα στην πυκνή ομίχλη, μπλε κόκκινα, κίτρινα, πράσινα λαμπιόνια χρωμάτιζαν και το χώρο αλλά και τα όνειρα των μικρών παιδιών που επισκεπτόταν την πόλη. Στην είσοδο δυό άγγελοι καμωμένοι με λαμπιόνια, φύλαγαν θαρρείς το χώρο από κάθε κακό, « αγγέλων πόλις» γαρ, άρα ο χώρος δικαιωματικά τους ανήκε και έστω και ψεύτικοι είχαν «καθήκον» να τον φυλάγουν. Ο αϊ-Βασίλης, έμεινε ακόμα καθηλωμένος σε μια καρέκλα, προσπαθώντας να μαζέψει το κουράγιο του και τα πόδια του από την κούραση και την ορθοστασία της ημέρας, καθώς έπρεπε να στέκει πότε όρθιος και πότε γονατιστός για να φωτογραφηθεί με τους μικρούς επισκέπτες του και να προσφέρει «εκών-άκων» χαμόγελα και ατμόσφαιρα παραμυθένια, τι να έκανε άλλωστε, αλλιώς δεν έχει μεροκάματο. Η μικρή καφετέρια έκλεινε κι αυτή, αλλά μόλις είδε τον «άγιο» να κάθετε σ’ ένα τραπεζάκι μόνος του, γερμένος πάνω του, λυπήθηκε να του υπενθυμίσει ότι «κλείνουμε» παρά… τον άφησε να ξαποστάσει και να ζεσταθεί , μια και η μεγάλη ξυλόσομπα είχε ακόμα αρκετά ξύλα για να κάψει για αρκετή ώρα. «Μεγάλε εμείς φεύγουμε» του είπαν τα παιδιά, κάτσε όσο θές και όσο έχει ζέστη, πιές και κανένα τσάϊ που έχει πάνω στη σόμπα κι άμα φύγεις δώσε τα κλειδιά στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, «άντε κι αύριο έχει μέρα και μας περιμένει αρκετή κούραση». Μια βαριά καληνύχτα ήταν η τελευταία κουβέντα κι έφτανε να τυλίξει η σιωπή το χώρο αλλά και το χωριό ολόκληρο. Είδε τα φώτα έξω από το παράθυρο πως χαμήλωσαν λίγο, οι φωνές σώπασαν, ένα τελευταίο μαρσάρισμα κάποιου αυτοκινήτου τον έκανε να πεταχτεί τρομαγμένος και έκανε ακόμα και τα αδέσποτα της «αγγέλων πόλης» να αρχίσουν να αλυχτούν νευρικά μέσα στη βραδινή ησυχία. Έμεινε μόνος, κατάμονος μέσα σε μια «πόλη αγγέλων», τι είχε να φοβηθεί αυτός ένας «άγιος»- έστω εποχιακός και άνευ συμβάσεως- σε μια έρημη πόλη ; Βγήκε λίγο έξω από το σπιτάκι και είδε τα αδέσποτα να τριγυρνούν μέσα στην ομίχλη, τα λυπήθηκε, άνοιξε την πόρτα και τα φώναξε κοντά του πετώντας κάτι κομμάτια κρουασάν που βρήκε κάτω πεταμένα. Πεινούσαν κι αυτά τα έρημα σαν κι αυτόν, αλλά δεν ήθελε να τα στερήσει το γεύμα και να στερηθεί τη συντροφιά τους. Πήρε το μικρότερο και το χάϊδεψε κρατώντας το στην αγκαλιά του κι αυτό κούρνιασε χαδιάρικα στα χέρια του. Κάποιος του είπε ότι στην Αμέρικα οι άστεγοι κρατούν ένα σκύλο πάντα στην αγκαλιά τους τις κρύες νύχτες του χειμώνα, γιατί τους προσφέρει ζεστασιά, αλλά κι αν –ό μη γένοιτο- πάθουν κάτι, ο σκύλος γαυγίζει και ζητά βοήθεια για χάρη τους. Μαζί με τα σκυλιά τρύπωσε στο σπιτάκι κι ο Νικόλας…Ναι αυτόν τον είχε ξεχάσει, πως μένει μήνες τώρα στο χώρο αυτό χειμώνα- καλοκαίρι και συντροφεύει τα αδέσποτα , μοιράζοντας το φαγί του μαζί με τα σκυλιά. Μοναχικός κι αμίλητος, χαμογελαστός και ατημέλητος, άφοβος στο κρύο ή τη ζέστη, «παραθερίζει» και «παραχειμάζει» στην «πόλη των αγγέλων», λες και τον άφησαν μόνιμο φύλακα οι άγγελοι των χριστουγέννων ή τα ξωτικά των Θεοφανείων.Κάποτε και οι άγγελοι και τα ξωτικά θα αποσυρθούν, ο Νικόλας όμως θα παραμείνει στον τόπο του . Είχε βολέψει μάλιστα και το βραδινό γεύμα, τόσο το δικό του, όσο και των σκύλων που τον ακολουθούσαν, από τους κάδους που κάθε βράδι ξεχείλιζαν από την απληστία , όχι των αγγέλων, αλλά των ανθρώπων. Χαμογέλασε κάτω από τα αξύριστα γένια του, καθώς ο «άγιος» παιδευόταν να ξεμπλέξει τα ψεύτικα γένια της στολής του. «Αλήθεια ρε Νικόλα, εσένα έπρεπε να ντύσουμε άγιο-βασίλη που έχεις αληθινά γένια, κι όχι εμένα»….Ο Νικόλας γέλασε πικρά ψιθυρίζοντας, «εγώ δεν κάνω για άγιος» και άρχισε να γελάει νευρικά γιατί θυμήθηκε ότι ένα από τα σουξέ που ακούγονταν απόψε από τα μεγάφωνα της εκδήλωσης έλεγε « δεν σου κάνω τον άγιο…» . «Γελάς μπαγάσα, σ’ άρεσε απόψε ο τραγουδιστής, είχε πολύ τζερτζελέ, λές και είμασταν σε σκυλάδικο και διασκεδάζαμε, δεν είπε και τίποτα χριστουγεννιάτικο… μόνο σαμπάνιες δεν ανοίξαμε…νάχαμε και κανένα ουισκάκι καλά θα ήταν, αλλά σάματις κάνω εγώ για άγιος»; αναρωτήθηκε, «αλλά ανάθεμα την κρίση» είπε μέσα απ’ τα μουστάκια του.Ο Νικόλας δε μίλησε μον’ άνοιξε την πόρτα και μια παρέα σκύλων τον ακολούθησε στη νυχτερινή του περιπολία στους κάδους των απορριμμάτων, κάτι θα κονομούσαν ακόμα για φαγητό, μπορεί να εξασφάλιζαν και το αυριανό γεύμα.
-«Μη γυρνάς βρε μες την υγρασία, θα παγώσεις κάτσε εδώ μέσα να ζεσταθείς,,,να ξανάρθεις…μη μείνεις έξω…». Ο αϊ-Βασίλης, ρούφηξε την τελευταία γουλιά του τσαγιού του και άραξε όσο πιο άνετα μπορούσε στην πολυθρόνα του. Τώρα τέτοια ώρα πού να πάει σπίτι; κι αν πάει ποιόν να βρεί; και με τι να ζεσταθεί με τέτοιο κρύο; Εδώ τουλάχιστον μέχρι το πρωί θα έχει ζέστη και τα κούτσουρα θα καίνε όλη νύχτα. Έριξε μια ματιά από το παράθυρο. Απόλυτη γαλήνη. Ησυχία παντού. Η ομίχλη όλο και πιο πυκνή, έκανε ακόμη πιο δυσθεώρητα τα κτήρια, τα δέντρα, την «πόλη των αγγέλων». Στην είσοδο οι δυό άγγελοι έλαμπαν ακόμα και σηματοδοτούσαν την πόλη «των αγγέλων». Ήθελε με κάποιον να μιλήσει, γύρισε προς τη μεριά των φωτισμένων αγγέλων και φώναξε:
-« Έ…καληνύχτα , καλό ξημέρωμα, χρόνια πολλά, αύριο ξημερώνει παραμονή…». Δεν του απάντησε κανείς, πώς άλλωστε; Εκείνος όμως με τη φαντασία του και καθώς έβλεπε θολά μέσα στην ομίχλη κι ο βραδινός αγέρας να φυσά και να κουνά τα φτερά τον αγγέλων, νόμισε πως τον αντικαληνύχτισαν, γύρισε ευχαριστημένος και απλώθηκε φαρδύς-πλατύς στην πλαστική πολυθρόνα του. Πήρε και μια ακόμα καρέκλα, την έβαλε μπροστά και αφού έβγαλε τις μπότες του και έτριψε λίγο τα ξυλιασμένα δάχτυλά του τα άπλωσε στην καρέκλα. Πάνω στο τραπέζι είχε μαζέψει αρκετά αποτσίγαρα από τα σταχτοδοχεία, τα άνοιξε, έβγαλε τον καπνό, βρήκε κάτι χαρτάκια αποδείξεων ξεχασμένα και άρχισε να στρίβει τσιγάρο. Η μυρωδιά σκόρπισε στο χώρο και βάραινε την ατμόσφαιρα, τα μάτια του είχαν αρχίσει να βαραίνουν και να κλείνουν τα βλέφαρα. Έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω να ξεκουραστεί και σε λίγο παραδόθηκε στην αγκαλιά του ύπνου και της ξεκούρασης.
Ξάφνου άνοιξε η πόρτα δειλά-δειλά και είδε να ξεπροβάλλει μπροστά του η μορφή ενός Αγγέλου. Ταράχτηκε, δεν το περίμενε, επίσκεψη τέτοια ώρα…πέταξε κάτω από το τραπεζάκι τα τελευταία αποτσίγαρα που είχε μαζέψει, αισθάνθηκε ντροπή αυτός ένας αϊ-Βασίλης να καπνίζει, έβαλε ξανά τα γένια του που είχε ακουμπήσει στο διπλανό τραπέζι , έσιαξε όπως-όπως τη στολή του και χαιρέτισε με συστολή.
-«Είχαμε πεί καληνύχτα προηγουμένως…»ψέλλισε, «αλλά φαίνεται και σας δεν σας κολλάει ό ύπνος». Ο άγγελος χαμογέλασε, και του υπενθύμισε πως «οι άγγελοι δεν κοιμούνται ποτέ γιατί είναι πνεύματα και αν κοιμόταν αυτοί ,αλλοίμονο στους ανθρώπους». Απόρησε με την αντοχή τους, γιατί κι αυτός παρ’ ότι άγιος και μάλιστα «Μέγας Βασίλειος» δεν είχε τέτοιες αντοχές…Βέβαια, είπε, αν ήταν να δουλέψει διπλή βάρδια η αγιοσύνη του και να πληρωθεί διπλά, ίσως έκανε κουράγιο για ένα βαρβάτο μεροκάματο, αλλά πού τέτοια τύχη. «Τρία χρόνια κάνω τον άγιο και τα δύο είμαι απλήρωτος, ελπίζω φέτος κάτι να γίνει και να πάρω κανένα φράγκο, αλλιώς κλάφτεμε άγγελοι». Ο Άγγελος τον κοίταζε χωρίς να μιλάει, όμως αυτός ξανοίχτηκε και άρχισε να λέει τα δικά του, να διηγείται τα πάθια του και τους καημούς του, τη φτώχεια του, που τον ανάγκασε να γίνει «καρναβάλι-άγιος» για ένα μεροκάματο, τη σκληρότητα του κόσμου, τα προβλήματα των αναγκεμένων ανθρώπων που ζορίζονται πολύ με την κρίση, την ανέχεια που βασανίζει τους εργάτες της Πόλης, ακόμα και αυτής των Αγγέλων, τα πρεζόνια που κρύβονται στα σπιτάκια για να τρυπηθούν , την υποκρισία των ανθρώπων που θέλουν να γιορτάσουν Χριστούγεννα και ξεγελούν τα παιδιά τους με ψέματα και ξωτικά, με Φουρέιρα και Σταν ή με Τσαλίκη και Ανεμοσκορπίσματα. Ξέρεις τι έλεγε η γιαγιά μου άγιε άγγελε; «ανεμοσκορπίσματα, διαβολομαζώματα», ναι «έτσι καταντήσαμε».Και το αίμα του ανέβαινε στο κεφάλι σαν έμαθε πως όλοι οι τραγουδιστάδες θα έπαιρναν τόσα πολλά λεφτά, όσα δεν θα μάζευε αυτός σε 5 χρόνια αν δούλευε.
Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, προσπάθησε να τα κρύψει μα δεν κρυβόταν πια η πίκρα του, όχι τόσο για τα δικά του βάσανα όσο για αυτά των άλλων ανθρώπων. «Ξέρεις τι βλέπω κάθε μέρα εδώ; Ανθρώπους που ψάχνουν για χαρά και δεν ξέρουν που να τη βρούν. Ανθρώπους που ψάχνουν για φαγητό και ανασκαλεύουν τους κάδους, προχτές το βράδυ μου έλεγε κάποιος πως έγινε κλέφτης και κλέβει τα αποκέρια από τα ξωκλήσια για να έχει φως και λίγη ζεστασιά στο σπίτι του. Ζητούν αγάπη και αξιοπρέπεια και δεν την δίνει κανείς κι αυτό με πνίγει, άγγελε». Τον πήρε το παράπονο, δεν μπορούσε πια να μιλήσει, ένας κόμπος του έκλεινε το λαιμό. Σταμάτησε και έβαλε το πρόσωπο στα δυο του χέρια. Ξέσπασε σε κλάμα βουβό. Κάποτε ηρέμησε και αισθάνθηκε το χέρι του Αγγέλου να του χαϊδεύει τα μαλλιά. ΄Ανοιξε τα μάτια του θέλοντας να ευχαριστήσει τον άγγελο που τον άκουσε. Είδε δίπλα του τον Νικόλα να τον σκουντά ελαφρά και να τον ρωτά τι έχει.
-Νόμισα ότι έκλαιγες στον ύπνο σου είπε.
-Τι έγινε ξημέρωσε ; ρώτησε.
-Σε λίγο χαράζει, ξημερώνει παραμονή Χριστουγέννων.
Και τότε έγιναν και οι δυό παιδιά, κι άρχισαν να τραγουδούν μ όλη τη φωνή τους:
«Χριστούγεννα πρωτούγεννα
πρώτη γιορτή του χρόνου,
για βγάτε, δέτε ,μάθετε, πως ο Χριστός γεννιέται….»
Κοίταξε από το παράθυρο προς τη μεριά των αγγέλων, χαμογέλασε…
-Είπα κι εγώ….ψιθύρισε και ξέσπασε σε γέλια…..Καλά Χριστούγεννα ρε Νικόλα και του χρόνου γεροί.