Trifontsompanis-lagadas.gr

Αναμνήσεις απο τον Λαγκαδά του Χρήστου Φυλάκη (Μέρος 1)

Ο Χρήστος Φυλάκης του Αθανασίου

Γεννήθηκε στο Λαγκαδά το 1917 στις 10 Οκτωβρίου.
Πήγε στο μοναδικό τότε Α΄Δημοτικό σχολείο και ασχολήθηκε με το επάγγελμα του λαχανοκηπουρού. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και ταμίας του συλλόγου λαχανοκηπουρών Λαγκαδά, του οποίου ήταν η ψυχή και ο διοργανωτής των εκδηλώσεών του για πολλά χρόνια , καθώς και ταμίας του συλλόγου Θερμοκηπίων. Δραστήριος και κοινωνικός καθώς ήταν πάντα , εκλέχτηκε αντιπρόσωπος στην αγρονομική επιτροπή Θεσσαλονίκης και διετέλεσε μέλος του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων του Γυμνασίου Λαγκαδά. Επιστρατεύθηκε τέσσερις φορές και πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο το 1940.

Είναι παντρεμένος και έχει τρία παιδιά .Συνεχίζει και σήμερα να γράφει, παρά τα 94 χρόνια του και να αρθρογραφεί στον τοπικό τύπο , γράφοντας κυρίως αναμνήσεις από το ιστορικό παρελθόν της πόλης του Λαγκαδά.

ΤΟ ΚΑΡΑΓΑΤΣΙ

Ήταν Ιούλιος μήνας του 1950 που μας επισκέφθηκε στον Μπαχτσέ μας μια μέρα, ένας παππούς από το Ηράκλειο, το γειτονικό μου χωριό, ονόματι Χρήστος Γιούτας˙ ήταν γνωστός με τους γονείς μου και ήρθε να μας δει. Καθίσαμε στην αυλή κάτω από τον ίσκιο μια μουριάς που είχαμε τότε και ο παππούς έβλεπε προς τα κάτω τον μπαχτσέ ώσπου να μας φέρει η μάνα μου τον καφέ. Και ξαφνικά μου λέει με τη Δρυμνιώτικη διάλεκτο: «Βε, συ Χρήστο τι το έκανες το μεγάλο το καραγάτσι που ήταν στη μέση του Μπαχτσιά;». Το κόψαμε του λέω παππού γιατί μας έκανε μεγάλη ζημιά. Ήταν ένα μεγάλο καραγάτσι πολύ χονδρό, 4 άτομα δεν μπορούσαν να το αγκαλιάσουν˙ ψηλό πολύ δεν ήταν αλλά είχε πλαγινούς κλόνους, πολύ μεγάλους και έκανε πολύ ίσκιο, η δε ζημιά που προκάλεσε ήταν 1 στρέμμα.

Αλλά τι σε νοιάζει εσένα παππού, κάτσε να πιούμε το καφεδάκι μας και να μου πεις πως τα πας με τα γεράματα, είσαι καλά στην υγεία σου;

Ο παππούς έσκυψε το κεφάλι του στο μπαστουνάκι του και δεν μου μιλούσε, φαίνεται ότι κάτι ήθελε να θυμηθεί από τα παλιά.

Σηκώνει το κεφάλι του και μου λέει: «άκου παιδίμ αυτό το καραγάτσι έχει μεγάλη ιστορία για μένα. Εδώ γινόταν τα περισσότερα γλέντια των Μπέηδων. Ιδίως το αφεντικό που είχε τους Μπαχτσέδες – δεν ξέρω αν τους είχε όλους στο Λαγκαδά – αλλά στην ανατολική πλευρά του Λαγκαδά τους είχε όλους, γιατί και τα χωράφια επάνω από την Χρυσαυγή ήταν δικά του˙ ήταν του Αλή Εφέντη. Αυτός ο Μπέης τους καλοκαιρινούς μήνες έφερνε το χαρέμι του για να απολαύσουν λίγη δροσιά και καθαρό αέρα, που τις είχε κλεισμένες στα καφάσια του χαρεμιού του».

Αυτά ξεκίνησε να μου λέει ο παππούς Γιούτας. Και παίρνει μια βαθιά ανάσα και μου λέει: «περισσότερο το σκέπτομαι για μένα που έχω στενάχωρες αναμνήσεις». Και εγώ που είμαι πολύ περίεργος και ήθελα πάντα να ακούω τους γέρους να διηγούνται ιστορίες από παλιά του επιμένω να μου διηγηθεί τις αναμνήσείς του.

Και μου λέει: «δεν είναι ώρα τώρα βρε παιδίμ, έχεις τώρα δλιά στο μπαχτσιά». Εγώ όμως του επέμενα να μου διηγηθεί. Και με τα πολλά που του είπα ότι θέλω να ακούσω την ιστορία με το καραγάτσι λύγισε ο παππούς και άρχισε να μου διηγείται.

Τότε που έγινε αυτό το περιστατικό που θα σου πω, ήμουν περίπου 10 – 12 χρονών. Με είχε στείλει το καλοκαίρι ο πατέρας μου από το χωριό να δουλέψω στο μπαχτσέ. Τώρα τι δουλειά θα κάνει ένα παιδί 10 – 12 χρονών; Και όμως τότε είχε δουλειά και για μεγάλους και για μικρούς. Καθόμουν σε ένα κούτσουρο κοντά στο μαγκανοπήγαδο που γύριζε το άλογο για να βγάλει νερό και όποτε στεκόταν το δόλιο για να ξεκουραστεί εγώ είχα μια βέργα ξύλο και το χτυπούσα να ξυπνήσει πάλι για να μην σταματήσει το νερό από το αυλάκι που πότιζαν˙ αυτή ήταν η δουλειά μου. Και εκεί που καθόμουν έβλεπα επάνω στο καραγάτσι που είχε πολλά πουλιά και πελαργούς που είχαν φωλιές και αυγά και όταν δεν θα είχε δουλεία στο μαγκανοπήγαδο, όταν δηλαδή θα ξέζευαν το άλογο για να ξεκουραστεί, ανέβαινα και εγώ στο δέντρο να πάρω τα αυγά από τα πουλιά. Αυτό ήταν το χόμπι μου.

Μια μέρα που έκανε πολύ ζέστη το ξέζεψαν το άλογο πολύ νωρίς. Κατά τις 10 η ώρα το πήραν το άλογο από κει και φύγανε. Σε λίγο βλέπω μια ησυχία, τίποτα, κανείς δεν ακουγότανε. Τότε βρήκα και εγώ την ευκαιρία να ανέβω στο καραγάτσι επάνω και να βρω αυγά να πάρω. Πράγματι ανέβηκα, τις φωλιές τις είχα επισημάνει από κάτω και πήγαινα κατευθείαν στο στόχο. Τα αυγά που έπαιρνα τα έβαζα στο πουκάμισό μου από μέσα που είχα δεμένη τη μέση μου με ένα σκοινί για να μην πέφτουν.

Εκεί που ετοιμαζόμουν να κατέβω σιγά – σιγά για να μην σπάσω τα αυγά, ακούω φωνές γυναικείες, γέλια και έρχονταν προς το πηγάδι. Ξαφνιάστηκα από την ησυχία που είχε πριν και τώρα από πού ερχόταν αυτές οι φωνές; Περίμενα να δω τι είναι, από πάνω βέβαια έβλεπα καλύτερα. Ξαφνικά βλέπω έφτασαν στον ίσκιο του καραγάτσι καμιά 10 κοπέλες και από πίσω ο μπέης βαριά – βαριά ερχόταν με τους υπασπιστές που ήταν και υπηρέτες του. Ξεδίπλωσαν ένα δέμα καινούριες ψάθες, έστρωσαν κάτι κιλίμια, μαξιλάρια που έφεραν από το κονάκι, τα έστρωσαν όλα. Έφεραν και κάτι καλάθια μεγάλα, μάλλον θα ήταν τρόφιμα και ποτά και έφυγαν. Αυτοί οι υπασπιστές ή υπηρέτες, τι ήταν δεν ξέρω.

Εγώ παρέμεινα ακίνητος επάνω στο δέντρο και έβγαζα μιλιά περιμένοντας να δω τι θα κάνουν. Δεν είχα δει άλλη φορά τέτοια πράγματα, πρώτη φορά ερχόμουν στο Μπαχτσέ και στο Λαγκαδά και από τον φόβο μου έμεινα ακίνητος.

Εν τω μεταξύ μόλις έφυγαν οι υπασπιστές του Μπέη έδωσε το σύνθημα ο ίδιος ότι δεν υπήρχε άνδρας και μπορούσαν να βγάλουν τους φερετζέδες και άλλα πανωφόρια που φορούσαν. Γέλια οι κοπέλες, όλες πανέμορφες ήταν, πέταξαν τους φερετζέδες, ελάφρωσαν και το ντύσιμό τους.

Αμέσως χώθηκαν στη δουλειά σαν μια κουρδισμένη μηχανή. Η κάθε μια ήξερε τη δουλειά της. Άλλη τα ποτά τα έβαλε σε ένα καλάθι και τα κρέμασε μέσα στο πηγάδι˙ το νερό να είναι κρύο, άλλες τους μεζέδες, σαλάτες κ.λ.π. Πιάτα, ποτήρια, πιρουνιά, όλα στρωμένα κάτω στα πολυτελή τραπεζομάντιλα που ήταν στρωμένα επάνω στα κιλίμια και στις ψάθες. Άπλωσαν επάνω τα διάφορα φαγητά, τα ψητά που τα έφεραν από το κονάκι, διάφορους μεζέδες, το ούζο και έβαλαν εμπρός το φαγοπότι.

Και συνεχίζει ο παππούς την αφήγηση του: Εγώ τώρα τα έβλεπα όλα πάνω από το δέντρο και είχαν αρχίσει να μου έρχονται και οι μυρωδιές από τα ψητά. Οι χανούμισσες άρχισαν να σιγοτραγουδούν κάτι αμανέδες για τον Μπέη και το γλέντι έστρωσε για τα καλά. Πέρασε αρκετή ώρα που ήμουν ακίνητος επάνω στο δέντρο και οι μυρωδιές που με χτυπούσαν, χωρίς να το θέλω έκανα μια κίνηση και πάτησα ένα ξερό κλωναράκι και έκανε κάποιο θόρυβο. Αμέσως ο Μπέης και οι κοπέλες που το άκουσαν έριξαν τα μάτια τους επάνω στο δέντρο και με είδαν. Τότε ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Ο Μπέης τράβηξε αμέσως το (ριβόλι) το πιστόλι και έριξε μια στον αέρα και φωνάζει στα τούρκικα «κατέβα κάτω γρήγορα». Καταλαβαίνεις πως κατέβηκα, ήμουν και φορτωμένος από μέσα από το πουκάμισο με αυγά από τα πουλιά. Κατεβαίνοντας μου σπάσανε όλα και έγινα μούσκεμα σαν κατουρημένος. Μόλις κατέβηκα κάτω με παρατεταμένο το ριβόλι προς τα πάνω μου με αρπάζει από το αυτί και μου δίνει δυο γερά χαστούκια, άστραψε ο ουρανός μπροστά μου˙ έκλαιγα και έτρεμα από το φόβο μου. Με την πιστολιά που έριξε ο Μπέης και τις φωνές που έβγαλαν, άκουσαν οι Σωματοφύλακες του που φυλούσαν σκοπιά γύρω από τον Μπαχτσέ και έφτασαν επί τόπου να δούνε τι συμβαίνει στο αφεντικό τους. Εν τω μεταξύ μόλις ο Μπέης έριξε την πιστολιά οι χανούμισσες αμέσως ντύθηκαν, φόρεσαν τους φερετζέδες τους γιατί ερχόταν άνδρες να δούνε τι συμβαίνει. Μετά ειδοποίησε και το αφεντικό που δούλευε στο μπαχτσέ, διότι αυτός είχε όλη την ευθύνη για τα γεγονότα που έγιναν. Τότε έρχεται και το αφεντικό δηλαδή ο ενοικιαστής που του δούλευε τον Μπαχτσέ. Σε αυτόν αγρίεψε περισσότερο γιατί δεν τήρησε τους κανονισμούς των Μπέηδων. Μάταια δικαιολογούνταν ο μισθωτής λέγοντας «μικρό παιδί ήταν, δεν το έδωσα σημασία˙ τους μεγάλους τους μάζεψα επάνω στα σπίτια τους». Τότε του λέει ο Μπέης « το λυπήθηκα που ήταν μικρό παιδί. Εάν ήταν άνω των 15 θα τον σκότωνα ακόμη επάνω στο δέντρο που ήταν». Αφού εισέπραξα και καναδυό χαστούκια και από το αφεντικό μου πήγα στο σπίτι κλαίγοντας.

Αυτή ήταν η ιστορία με το καραγάτσι που ξηλώσατε μου λέει ο παππούς˙ τα ξεχνάω αυτά που έπαθα και πως δεν με σκότωσε τότε.

Μετά άρχισα να του κάνω ερωτήσεις εγώ. Ποιος τον δούλευε τον Μπαχτσέ τότε; Και ποια χρονολογία ήταν; Έμ τώρα με φώτισες λέει ο παππούς, που να θυμάμαι πότε ήταν. Παππού του λέω πόσο χρονών είσαι τώρα; Έμ κάνει κοντά στα 85. Γυρίζω το δείκτη πίσω και βγάζω 1865 και 10 – 12 χρονών που μου είπε ότι ήταν, άρα θα ήταν το 1877. Τον μπαχτσέ τον δούλευαν της γιαγιάς μου τα αδέρφια. Τότε είχε παντρευτεί η γιαγιά μου το γένος Χ’’καλία.

Η δεύτερη ερώτηση που του έκανα ήταν: Γιατί ο Μπέης αγρίεψε πολύ εναντίον των αδερφών της γιαγιάς μου; Πρώτον λέει γιατί με άφησαν ελεύθερο χωρίς να με μαζέψουν και μένα έστω και αν ήμουν μικρός. Μου λέει ο παππούς άκου παιδίμ πως διέταζαν τότε οι Τούρκοι ότι ήθελαν. Έπρεπε να γίνει με νόμο δικό τους, όπως ήθελε ο καθένας τους. Τους προσκυνούσαμε και η ζωή μας ήταν στα χέρια τους, τίποτε δεν είχαμε δικό μας. Εκείνη την ώρα που εξαγριώθηκε με μένα το λιγότερο που είχε να κάνει ήταν να μας διώξει από το χωριό αλλά πάλι φάνηκε καλός και σε μένα και στο αφεντικό μου.

Και συνεχίζει ο παππούς να μου αφηγείται την ιστορία, πως ήταν οι κανονισμοί όταν θα επρόκειτο να επισκεφτεί ο Μπέης με το χαρέμι του και τι μέτρα θα λάβαινε ο ενοικιαστής.

Πρώτον έστελνε έναν υπηρέτη από το κονάκι του να πάει στο Μπαχτσέ και να πει στο αφεντικό που το δούλευε ότι θα το επισκεφτεί ο Μπέης με τις χανούμισσές του. Το αφεντικό που του δούλευε το Μπαχτσέ ήξερε τη δουλειά του γιατί το καλοκαίρι τακτικά τον επισκέπτονταν και δεν πήγε αλλού. Σε αυτό το καραγάτσι του άρεσε επειδή είχε πολύ ίσκιο και με μεγάλη έκταση.

Δεύτερον ειδοποιούσε όλους τους άνδρες που βρισκόταν στον Μπαχτσέ είτε δούλευαν είτε ήταν μουσαφίρια για να τους κρύψει μέσα στο σπίτι ή αν δεν δούλευαν να φύγουνε˙ ούτε αρσενικός γάτος να μην κυκλοφορεί μέσα στο Μπαχτσέ. Αυστηρότατος ο νόμος των Μπέηδων να μην δει άλλος άνδρας τις γυναίκες τους. Κατά το μεσημέρι όπως μου τα διηγούνταν ο παππούς Γιούτας, ερχόταν η άμαξα του Μπέη με τις χανούμισσες και ο Μπέης ήταν μέσα. Στην πόρτα του Μπαχτσέ τους υποδέχονταν η γυναίκα του ενοικιαστή. Αυτή έδινε την αναφορά ότι όλα είναι εντάξει. Ακόμα και οι ψάθες που θα έστρωναν έπρεπε να είναι έτοιμες. Κατέβαιναν από την άμαξα οι χανούμισσες μαζί με τον Μπέη και από πίσω ακολουθούσαν οι σωματοφύλακες και πήγαιναν προς το καραγάτσι, στον τόπο που θα γλεντούσαν.

Την συνέχεια τι γινόταν την γράφω πιο μπροστά˙ πως τα είδε το παιδί από επάνω από το δέντρο που ερχόταν γελώντας και χαρούμενες οι χανούμισσες. Το μόνο που δεν έγραψα είναι ότι οι σωματοφύλακες του δεν τελείωνε εκεί η δουλειά τους. Μόλις φθάνανε στον ίσκιο του καραγατσιού αμέσως έφευγαν γιατί οι χανούμισσες θα έβγαζαν τους φερετζέδες και απαγορεύονταν αυστηρώς να δούνε το πρόσωπό τους. Πήγαιναν στις σκοπιές τους στις τέσσερις γωνίες του Μπαχτσέ και φυλάγανε να μην μπει κανένας απρόσκλητος και θα έχανε την ζωή του χωρίς να ξέρει τίποτε. Θα τον εκτελούσε επί τόπου ο Μπέης.

Έμεινα κατάπληκτος με αυτά που μου διηγήθηκε ο παππούς. Τους τόσο αυστηρούς νόμους που είχαν οι Τούρκοι. Μου λέει ο παππούς: ο νόμος ήταν στα χέρια τους ανάλογα τον χαρακτήρα του ανθρώπου. Αλίμονο αν έπεφτες σε κανέναν τρελό και νευρικό, θα σε εκτελούσε επί τόπου, δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν.

Τελειώνοντας ο παππούς την αφήγησή του μου λέει: δύσκολα χρόνια τότε παιδίμ, τίποτε δεν είχες δικό σου. Ούτε κτήματα ούτε δικαιώματα ανθρώπου˙ όλα ήταν στα χέρια τους. Ακόμη και όμορφη γυναίκα να είχε κανείς ή κορίτσι έπρεπε να το φυλάει πολύ, να είχε μαντίλα και να κρύβει όλο το πρόσωπό της γιατί αλλιώς θα την έχανε. Είχαν φοβερά πλοκάμια οι μπέηδες, οι αγάδες και οι πασάδες. Γύριζαν παντού, αυτή ήταν η δουλειά τους και αν έβρισκαν καμιά όμορφη κοπέλα την έπαιρναν από τους γονείς της δια της βίας και πήγαιναν και την πουλούσαν σε αυτούς για ένα γερό (μπαξίσι) που τους έδιναν. Αυτή η κατάσταση κράτησε μέχρι το 1908 που έγινε το (χουριέτ) το Τουρκικό Σύνταγμα. Αυτά μου τα έλεγε η μάνα μου γιατί το σπίτι της ήταν στο Δρυμό, επάνω στο κεντρικό δρόμο του χωριού και πριν το 1908 όταν επρόκειτο να περάσει ο στρατός τα μάθαινε ο (Μουχτάρης) ο Πρόεδρος του χωριού και έβαζε τον ντελάλη και γύριζε όλο το χωριό και φώναζε με τις παλάμες κολλητές στα μαγουλά του και έλεγε: «ακούστε χωριανοί απόψε θα περάσει από το χωριό μας ασκέρ στρατός, να μαζωχτείτε και να κλειδωθείτε νωρίς». Και καταλαβαίνεις πως ερημώνονταν το χωριό από νωρίς γιατί αυτοί ήταν αδίστακτοι, έκαναν ό,τι ήθελαν. Μετά όμως με το χουριέτ άλλαξαν τα πράγματα. Περιόρισαν τους Τούρκους από τους βανδαλισμούς και την ασυδοσία που είχαν και έδωσαν μερικά δικαιώματα στους Έλληνες˙ μέχρι και την άδεια να οπλοφορούν τους έδωσαν. Καταργήθηκε και το κόκκινο φέσι αφού ήταν υποχρεωτικό σε κάθε άνδρα από παιδί να φοράει φέσι.

Πρώτος πήγε χωρίς φέσι στο Δρυμό ο Θεμιστοκλής που γράψαμε σε άλλο επεισόδιο. Και έγινε πάταγο στο χωριό ιδίως οι κοπέλες που τον είδαν πρώτες μόλις ήρθε από τη Θεσσαλονίκη που δούλευε στους Μπαχτσέδες. Έτρεξαν να το ανακοινώσουν: «Μαρή ο Θεμιστοκλής δεν φοράει φέσι αλλά φοράει φράγκικο κασκέτο»˙ έτσι έλεγαν την Τραγιάσκα. Ο Θεμιστοκλής ήταν τότε 23 χρόνων παλικάρι και καταλαβαίνεις τι γινόταν. Τα πράγματα μετά πιο ελαστικά. Δεν ήταν το παλιό βάρβαρο και αυταρχικό καθεστώς των Τούρκων.

Αυτά που σας διηγήθηκα μου τα διηγήθηκαν οι παλαιότεροι˙ ο παππούς ο Γιούτας, η μάνα μου. Καμία όμως απόδειξη γραπτή δεν βρήκα. Για την ιστορία του καραγατσιού που σας έγραψα μου είπε και μερικά πράγματα ο (Μπαρμπαμήτας Δαλόγκος), Δημήτριος Βασιλείου που ήταν το μαγαζί του στη σημερινή πολυκατοικία του Αστερίου Βασιλείου, στην αγορά.

Ήμουνα πολύ μικρός όταν έμεινα ορφανός από πατέρα και με έστειλε η μάνα μου να πάρω κάτι μπογιές από τον Μπαρμπαμήτα. Όταν πήγα στο μαγαζί του με ρώτησε ποιανού παιδί ήμουν και του είπα. Με συλλυπήθηκε για τον πατέρα που χάσαμε και μου είπε: «με τον πατέρα σου γνωριζόμασταν πολύ καλά». Αλλά μου θυμίζει στο Μπαχτσέ σας που γλεντούσε ο Μπέης με τις χανούμισσες στο μεγάλο καραγάτσι από κάτω. Εγώ τότε αν και ήμουνα 13 χρονών παιδί αλλά και λόγω του κακού που μας είχε βρει ούτε έδωσα σημασία στα λόγια του και έφυγα. Το θυμήθηκα όμως όταν μεγάλωσε και μου διηγήθηκε την ιστορία ο παππούς ο Γιούτας. Αυτά όλα που έγραψα μου τα διηγήθηκαν.

Τώρα θα σας γράψω μερικά μετά το χουριέτ γιατί ο πατέρας μου με τα αδέρφια του, το Βαγγέλη και τον Αποστόλη, τον Μπαχτσέ τον πήραν μετά το 1908, ακριβώς τη χρονιά που έγινε το καινούριο Σύνταγμα των Τούρκων. Τον είχαν αφήσει τα αδέρφια της γιαγιάς μου στα ανίψια τους γιατί και αυτοί είχανε μείνει ορφανοί από πατέρα. Εν τω μεταξύ είχε αλλάξει και ο Μπέης. Τώρα ήταν ο γιος του Αλή Εφέντη, ο Μουσά Εφέντης και όπως μου τα διηγείται η μάνα μου δεν ήταν αυτός τόσο αυστηρός όπως ο πατέρας του. Τώρα αν ήταν στο χαρακτήρα του ή στο περιορισμό των δικαιωμάτων των˙ μάλλον ήταν το δεύτερο. Γιατί αυτοί ήταν «άγρια ζώα» αλλά τους περιόριζε το χουριέτ. Ιδίως μετά το ελληνικό 1912 – 13 τα πράγματα έγιναν πολύ καλύτερα για εμάς τους Έλληνες.

Βρήκα σε ένα παλιό σεντούκι που έκρυβε η μάνα μου τα χαρτιά του πατέρα μου γιατί και οι δυο δεν ήξεραν γράμματα τίποτε. Και έλεγε ο δόλιος: «βάλτο μαρή Βαγγελή αυτό το χαρτί, να σήμερα πλήρωσα στο Μπέη το ενοίκιο από τον Μπαχτσιά» και η μάνα μου τα καταχώνιαζε σε ένα που ήταν σαν συρταράκι και το λέγανε Βαρταλαμί. Όλα τα απόρρητα εκεί τα έβαζε η μάνα μου με αυστηρή φύλαξη. Εκεί βρήκα εγώ μερικά σημαντικά χαρτιά και μια απόδειξη πληρωμής του Μπέη την δημοσιεύω σε αυτή την ιστορία μου.

Σας παρουσιάζω το γραμμάτιο του Τούρκου Μουσά Εφέντη που πλήρωσε ο πατέρας μου το ενοίκιο του Μπαχτσέ. Δεν γράφει όμως για πόσο χρονικό διάστημα πλήρωσε το ενοίκιο. Όπως βλέπετε στο γραμμάτιο ο Μπέης είχε και Έλληνα διαχειριστή να κάνει την είσπραξη. Οι Τούρκοι ήταν μέχρι το 1912 που έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών λόγω της μικρασιατικής καταστροφής. Το 1912 ελευθερωθήκαμε από τους Τούρκους αλλά αυτοί παρέμειναν μέχρι το 1922. Γιατί έμειναν 10 χρόνια δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι άφησαν όλα τα κτήματά τους όπως τα άφησαν και οι πρόσφυγες της Μικρασίας και της Θράκης και έγιναν ανταλλάξιμα. Αυτά τα διαχειρίζονταν η Εθνική Τράπεζα ωσότου έγινε η διανομή το 1930 και τα χρέωσε στο κάθε κληρούχο που πήρε το κτήμα.

Το γραμμάτιο είναι φωτοτυπία από το γνήσιο του Τούρκου.

 

Οι αναμνήσεις μου από τα παλιά

Μια χιονισμένη μέρα που καθόμουν στο σπίτι και διάβαζα κανένα περιοδικό ή εφημερίδα για να περάσει η ώρα καθόμουν κοντά στο παράθυρο και έβλεπα πως χιόνιζε. Σταμάτησα το διάβασμα χωρίς να το θέλω γιατί το μυαλό μου πήγε αλλού, στα παλιά χρόνια και μου ήρθαν όλες οι αναμνήσεις.

Τα παλιά χρόνια όταν χιόνιζε και χιόνιζε πολύ τότε, ακούγαμε τις αγριόχηνες που περνούσαν από πάνω με ένα θόρυβο κελαηδόντας σε στοιχισμένες σειρές, σαν τόξο, κοπάδια ολόκληρα. Ήταν τόσο ωραίος ο θόρυβος που νόμιζες ότι περνούσε καμιά ορχήστρα. Περνούσαν και αγριόπαπιες αλλά εκείνες περνούσαν σιωπηλά.

Τότε το μετεωρολογικό δελτίο το καταλαβαίναμε από τα πουλιά. Δύο με τρεις μέρες μπροστά από την κακοκαιρία ερχόταν οι αγριόχηνες και οι αγριόπαπιες. Μεγάλα κοπάδια από πάνω, από τα ψυχρά κράτη, Ρωσία, Ρουμανία, Βουλγαρία κατέβαιναν στην Ελλάδα, στην Ιταλία και τα μεσογειακά κράτη που ήταν πιο ζεστά και μόλις τα βλέπαμε να έρχονται λέγαμε: άιντε θα μας χαλάσει ο καιρός, θα μας χιονίσει αφού οι χήνες και οι πάπιες, μπεκάτσες, κοτσύφια έρχονται κοπάδια. Αυτά ήταν χειμωνιάτικα πτηνά. Από αυτά ένα μέρος έμενε στη λίμνη του Λαγκαδά και της Βόλβης διότι είχε πολύ τροφή εκείνα τα χρόνια και μέσα στη λίμνη και τα γύρω χωράφια που ήταν σπαρμένα σιτάρια και τα βοσκούσαν όλο το χειμώνα και το βράδυ κοιμόταν μέσα στους καλαμώνες της λίμνης που είχαν τη ζεστασιά τους και την ασφάλειά τους. Μένανε και στο Μπαξέ μας που ήταν γύρω – γύρω χαντάκια και έτρεχε νερό όλο το χειμώνα μέχρι τον Ιούνιο μήνα. Όταν χιόνιζε ερχόταν στα χαντάκια μέσα στο νερό που δεν μπορούσε να πιάσει χιόνι και έβρισκαν τροφή που είχε πολλά σκουλήκια, χορτάρια τρυφερά και βοσκούσαν εκεί αγριόπαπιες, κοτσύφια, μπεκάτσες, μαυροπούλια και άλλα μικρά πουλιά. Χήνες ερχόταν όταν είχε πολύ χιόνι και δεν τα πείραζα και όταν πήγαινα κοντά τους με έβλεπαν και έφευγαν τρομαγμένα. Το βράδυ κούρνιαζαν στα δέντρα μας. Είχαμε πολλά τότε καραγάτσια όπως ιτιές, αγριοδαμασκηνιές, ένα μικρό δασάκι.

Αυτά θυμήθηκα και λέω μέσα μου τι μεγάλη διαφορά έχει με το σήμερα. Ούτε χαντάκια έχει, ούτε νερό έχει, ούτε πάπιες, μπεκάτσες, με τις μεγάλες μύτες, κοτσύφια που θορυβούσαν συνέχεις και όμορφα, όχι πολλά μαυροπούλια που είχε τότε. Έφυγε όλη η ομορφιά της φύσης.

Όλα αυτά τα έφαγε η εξέλιξη και η πρόοδος. Τα πάντα τα εξαφάνισε και το νερό ακόμη με τη μεγάλη σπατάλη που γίνεται και αν έρθουν αυτά τα πουλιά πίσω τι νερό να πιούνε;˙ πάπιες, χήνες που θα κολυμπήσουν; Ούτε χαντάκια έμειναν, ούτε ρυάκια να τρέχει το γάργαρο νερό. Όλα τα εξαφάνισε η ανθρώπινη εξέλιξη διότι ο άνθρωπος ήθελε όλες τις ανέσεις, τις ευκολίες και να ζήσει αξιοπρεπώς με τη σύγχρονη τεχνολογία. Σε αυτή την τεχνολογία στηριζόμαστε και δεχθήκαμε να ζήσουμε έτσι που φθάσαμε γιατί δεν γίνεται αλλιώς.

Σε δύο πράγματα στηρίζεται η ζωή μας, στο ρεύμα και στο πετρέλαιο. Χάθηκαν αυτά χαθήκαμε. Ούτε τουλούμπες έχουμε, ούτε πηγάδια, ούτε ποτάμια κοντά μας να μας ξεδιψάσουν. Το νερό ίσον ζωή.

Μπορεί να σας στεναχώρεσα με τα τελευταία μου λίγα λόγια αλλά αυτή είναι η αλήθεια είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε. Θα σας γράψω ένα παράδειγμα για να επαληθεύσετε και εσείς αυτά που θυμήθηκα στο δρόμο της ζωής μου.

Όταν έγινε ο πόλεμος της Αλβανίας το 1940 έφυγαν όλοι οι νέοι στρατιώτες. Έγινε γενική επιστράτευση και επίταξη των αλόγων και των μουλαριών˙ έφυγαν όλα για το Μέτωπο. Πίσω τους άφησαν τους γέρους και τα γυναικόπαιδα. Σε αυτούς άφησαν να κρατήσουν την καλλιέργεια για τη διατροφή της οικογένειάς τους. Στους ηλικιωμένους και στα γέρικα άλογα που έμειναν.

Πράγματι οι ηλικιωμένοι επιστράτευσαν και αυτή τη λίγη δύναμη που τους είχε απομείνει και πήγανε στα χωράφια. Έζεψαν τα γέρικα άλογα και βόδια που έζευαν τότε και έσπειραν λίγα χωράφια. Αυτά τα λίγα που έσπειραν ήταν ευχάριστο για μας όταν γυρίσαμε και τα βρήκαμε σπαρμένα. Ήταν όμως πολύ λίγη η σοδειά, μόνον για τις οικογένειες τους κανόνισαν οι άνθρωποι. Τόσο μπορούσαν αφού δεν είχαν πολλά περισσεύματα να πουλήσουν και σε αυτούς που δεν ήταν αγρότες, ιδίως στις μεγάλες πόλεις που δεν υπήρχαν αγρότες. Για αυτό έγινε η πείνα του 41-42 και πέθαιναν αρκετοί στις πόλεις διότι οι φούρνοι σταμάτησαν να βγάζουν ψωμί μπροστά από τα Χριστούγεννα και μετά ο καθένας έκανε το κουμάντο του να πάει να βρει λίγο σιτάρι ή καλαμπόκι να το αλέσει στο μύλο και να το ζυμώσει, να το ψήσει και ύστερα να το φάει. Φαντάσου τι διαδικασία ήθελε. Δεν τον πείραζαν όλα, αρκεί να το εύρισκε και να είχε χρήματα γιατί αυτοί που είχαν πολλά χρήματα εύρισκαν τα πάντα από τους μαυραγορίτες. Αλίμονο στους φτωχούς.

Καταλήγω στο συμπέρασμα τότε με τον πόλεμο, ένα μόνο μας στήριξε πολύ. Στη Κατοχή δε γινόταν καμία εισαγωγή και το σιτάρι τότε δε μας έφτανε αλλά είδαμε τα δύσκολα του 41 και μετά τα άλλα χρόνια της Κατοχής κάναμε ψωμί από όλα, από κριθάρι, καλαμπόκι, σίκαλη, σιτάρι, ό,τι έβρισκες. Τη σοδειά την έβγαζαν όμως τα ζώα που όργωναν τη γη. Το νερό που ποτίζαμε τους μπαχτσέδες, τα μαγκανοπήγαδα που εζέβαμε τα άλογα και παράγαμε λαχανικά. Το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής τότε στη Κατοχή ήταν τα λαχανικά και τα ψάρια της λίμνης μας.

Φθάνω στο σήμερα. Άλογα, βόδια δεν υπάρχουν να οργώνουν τη γη. Είναι μόνο τα τρακτέρ. Απλά τα τρακτέρ δεν τρώνε άχυρο και χόρτο. Τρώνε πετρέλαιο. Επιπλέον και το νερό είναι η ζωή του κάθε είδους που βρίσκεται στη γη. Άνθρωποι, ζώα, φυτά παντός είδους, με το νερό όλα ζούνε. Εμείς τώρα δεν έχουμε ούτε πηγάδια, ούτε χαντάκια να τρέχουν νερό. Τα πάντα κινούνται με ρεύμα με το οποίο βγαίνει νερό με το οποίο πίνουμε και ποτίζουμε τις παραγωγές.

Με τη σημερινή τεχνολογία και πρόοδο σε όλα βγαίνουν μεγάλες παραγωγές και μεγάλες ευκολίες σε όλες τις δουλειές. Τα πάντα που γίνονταν με τα χέρια και με τα ζώα αντικαταστάθηκαν με τα μηχανήματα τα οποία βγάζουν μεγάλη παραγωγή σε όλους τους τομείς και ζει καλύτερα ο άνθρωπος από τα παλιά χρόνια.

Να δοξάζουμε το Θεό να είμαστε έτσι. Να μη δούνε πόλεμο τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας γιατί τότε χαθήκαμε. Δεν έχει τότε μέτωπο του πολέμου, παντού είναι τα ίδιο. Από θεομηνίες με τη φύση δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα. Οι θεομηνίες κάνουν πολύ μεγάλες ζημιές και δεν διορθώνονται γρήγορα όπως γκρινιάζουν μερικοί και από τη μια και από την άλλη μεριά της κυβέρνησης. Φροντίζουν οι κυβερνήσεις αλλά δε γίνονται οι ζημιές αμέσως.

Αυτά τα οποία έγραψα μου έδωσε το παράδειγμα η Κεφαλονιά. Ο Θεός μας δίνει τα παραδείγματα.

 

Οι αναμνήσεις μου

Από τον Λαγκαδά

Λαγκαδάς

Πως θυμάμαι το Λαγκαδά σε τρείς περιόδους.

Η πρώτη φάση ήταν προ του 1925 πριν να έρθουν οι προσφυγές.

Ο Λαγκαδάς ήταν πολύ μικρός σαν ένα χωριό, αλλά επειδή ήταν πρωτεύουσα επαρχίας είχε όλες τις διοικήσεις. Αυτήν την πρωτεύουσα φαίνεται να την είχε παλιότερα επί Τουρκοκρατίας και αυτό αποδεικνύεται από το ωραίο διοικητήριο που έκτισαν οι Τούρκοι να στεγάσουν τις Δημόσιες υπηρεσίες. Όλα λειτουργούσαν εκεί, μέσα και δικαστική αίθουσα υπήρχε η οποία λειτουργούσε ως Ειρηνοδικείο. Ήταν εδώ που κτίστηκε το καινούριο. Δεν κουραζόταν ο πολίτης για κάθε του υπόθεση.

Από πληθυσμό είχε κάτω από πέντε χιλιάδες κατοίκους αφού ήτανε κοινότητα. Δήμος έγινε μετά, όταν ήρθαν οι πρόσφυγες και πήγε μέχρι επτά χιλιάδες κατοίκους.

Για να αποδείξω μια εικόνα πως ήταν ο Λαγκαδάς, από Ματαπά και επάνω μέχρι την Αγροτική Τράπεζα δεν υπήρχε σπίτι. Ήταν όλα χωράφια. Από την Εθνική Τράπεζα όλος ο συνοικισμός μέχρι το πρώτο Δημοτικό Σχολείο, ήταν ο λαχανόκηπος του Σουλεϊμέζη. Μετά σε όλα αυτά τα χωράφια – μπαξέδες χτίστηκαν σπίτια για τους πρόσφυγες και μεγάλωσε ο Λαγκαδάς. Να σκεφτείς ότι οι γονείς μας τότε στο Δρυμό που κατάγονταν από εκεί το έδιναν μεγαλύτερη αξία, διότι περίπου σε πληθυσμό ήταν το ίδιο. Το καλοκαίρι μονάχα κατέβαζαν την Δημητρίου, μετά έφευγαν στο Δρυμό μέχρι του αγίου Γεωργίου. Εκεί ένιωθαν πιο ασφάλεια. Και είχαν σπίτια καλά. Ενώ εδώ στους μπαχτσέδες ήταν όλα τούρκικες τρώγλες, ένα δωμάτιο και ένα στάβλο (τα γράφω σε άλλο φύλο με λεπτομέρειες). Τα κτήματα ήταν όλα τούρκικα και οι γονείς μας τους πλήρωναν ενοίκιο. Μετά το 1925 περιήλθαν στην Εθνική Τράπεζα ως ανταλλάξιμα˙ μας τους χρέωσαν τους μπαχτσέδες το 1931 και τους εξοφλήσαμε με δόσεις. Αυτές ήταν οι αναμνήσεις πριν το 1925, αυτά που θυμάμαι και μερικά που διηγήθηκαν οι γονείς μου.

Για τη δεύτερη φάση του Λαγκαδά από ότι θυμάμαι μετά το 1925 που ήρθαν οι πρόσφυγες ο Λαγκαδάς μεγάλωσε. Όπως είναι φυσικό αυξήθηκε και η κίνηση του τόπου και αναπτύχθηκαν πολλά επαγγέλματα. Το κυριότερο επάγγελμα εκείνη την εποχή με το οποίο ασχολούνταν το 80% του πληθυσμού του Λαγκαδά ήταν αγρότες, ενώ στα χωριά έφτανε το 90% παραπάνω.

Τα γράμματα τότε ήταν πολυτέλεια και το λέω αυτό γιατί μόνο οι πλούσιοι μπορούσαν να στείλουν τα παιδιά τους για σπουδές ανωτέρων και ανωτάτων σχολών. Οι φτωχοί πολύ λίγοι έβγαλαν και το δημοτικό.

Τα παιδιά τα σταματούσε ο πατέρας από το σχολείο για να τον βοηθάνε στη δουλειά του ή να τα στείλει σε ξένη δουλεία για οικονομική ενίσχυση στο σπίτι. Πώς να σπουδάσει τα παιδιά του ο φτωχός αγρότης ή εργάτης. Όλα τότε ήταν με πληρωμή. Μόνο το δημοτικό ήταν δωρεάν εκτός από τα βιβλία που τα πληρώναμε. Στο Γυμνάσιο όλα με πληρωμή, δίδακτρα, βιβλία τα πάντα. Τα Πανεπιστήμια χειρότερα. Για αυτό σχεδόν όλα τα παιδιά έμεναν στις αγροτικές δουλειές και μερικά πήγαιναν να μάθουν καμιά τέχνη όπως μαραγκοί, κουρείς, ράφτες, σιδεράδες κ.α.

Μετανάστευση δεν υπήρχε τότε ούτε προς τις πόλεις της Ελλάδας.

Μια και είπαμε ότι το κυριότερο επάγγελμα ήταν αγρότες, θα αναλύσουμε πόσα επαγγέλματα ζούσαν από τους αγρότες.

Πρώτον οι γεωργικές δουλειές τότε, γινόταν όλες με τα χέρια και με τα ζώα, για αυτό είχε και πάρα πολλά ζώα για δουλειά. Τα έζευαν και καλλιεργούσαν τα χωράφια και με τα κάρα μετέφεραν τα προϊόντα τους.

Ο Λαγκαδάς και τα γύρω χωριά στον κάμπο είχαν πολλά άλογα, λίγοι έζευαν βόδια. Τα γύρω ορεινά χωριά δεν είχαν άλογα, είχαν όμως βόδια που τα χρησιμοποιούσαν για την καλλιέργεια των χωραφιών τους και πολλά γαϊδούρια και σαμάρια για τη μεταφορά των προϊόντων τους. Αυτή ήταν η κατάσταση με τους αγρότες. Όλες αυτές οι δουλειές γινόταν με τα χέρια και τα ζώα. Μηχανήματα δεν υπήρχαν.

Τα επαγγέλματα που ζούσαν από τους αγρότες ήταν πολλά.

  1. Οι καροποιοί που ήταν πάνω από δεκαπέντε στο Λαγκαδά που δούλευαν πάρα πολύ και με πολύ προσωπικό, που απασχολούσαν επί το πλείστον νέα παιδιά.
  2. Οι σαμαράδες που έκαναν τα σαμάρια για τα ζώα. Όλα τα γύρω ορεινά χωριά είχαν πολλά ζώα με σαμάρια, αλλά και στο κάμπο είχε μερικά. Ήταν πολύ επικερδές επάγγελμα στο Λαγκαδά. Είχαμε δυο – τρείς σαμαράδες που τους έμεινε το όνομα.
  3. Οι σιδεράδες. Είχαμε αρκετούς και αυτοί δούλευαν πολύ. Όλα τα εργαλεία των αγροτών, αυτοί τα κατασκεύαζαν και τα επιδιόρθωναν. Αλέτρια, τσάπες, δικέλλια, δρεπάνια, κλαδευτήρια, σβάρνες, και πολλά άλλα. Αυτοί δούλευαν πολύ το καλοκαίρι.
  4. Οι πεταλωτήδες που πετάλωναν τα ζώα και δούλευαν. Είχαμε έξι πεταλωτήρια στο Λαγκαδά που δούλευαν καλά, αλλά και αυτοί περισσότερο το καλοκαίρι γιατί τότε είχε ο αγρότης χρήματα.
  5. Οι χαντσίδες. Χάνια στο Λαγκαδά είχε αρκετά. Επτά μεγάλα και δυο – τρία μικρά. Θα αναφέρω το όνομά τους:

. Του Καστρίτση που ήταν στην πλατεία (θέση, παπούτσια Πέτρου),

. Του Γκοκοδήμου και αυτό στην πλατεία (εκεί που είναι η Εμπορική Τράπεζα).

. Του Κλήμη και αυτό στην πλατεία (εκεί που είναι το κατάστημα του Κανελλόπουλου).

. Του Χρηστάκη Εφέντη (στη θέση που είναι το φροντιστήριο ξένων γλωσσών Χαλκιοπούλου).

. Του Μάρκου (σήμερα πολυκατοικία Βασιλείου Λυκάρτση – Χαριλάου Παπαδόπουλου).

. Του Τσιώγα (σήμερα η καφετέρια απέναντι από τον Τσαγανιά).

. Του Γκουβεσνού (επάνω από τον μύλο του Γεωργιάδη, κληρονόμοι Χαλάτση – Μπαλτσή).

. Του Παπαχαρίτου (δίπλα στο ξενοδοχείο Καραγεωργίου).

Αυτά ήταν τα επαγγέλματα που δούλευαν αποκλειστικά για τους αγρότες. Σήμερα σβήσανε όλα, δεν υπάρχει τίποτα. Και αυτό πια είναι η αιτία, πρώτον η αλλαγή που έγινε σε όλους τους τομείς της γεωργίας, που γίνονται όλα με μηχανικά μέσα και εξαφανίστηκαν όλα τα ζώα που όργωναν τα χωράφια.

Όλα αυτά τα επαγγέλματα που ανέφερα παραπάνω, είχαν σχέση με τα ζώα. Στα κάρα τα έζευαν, οι πεταλωτήδες στο πετάλωμα, οι σιδεράδες στα αλέτρια, οι σαμαράδες στα σαμάρια, τα χάνια που ήταν μέρα και νύχτα γεμάτα με ζώα και οι άνθρωποι που δημιουργούσαν μια κίνηση στο Λαγκαδά.

Αυτά που σας διηγήθηκα κράτησαν μέχρι τη δεκαετία του πολέμου 1940 – 50 της Γερμανικής κατοχής και του ανταρτοπόλεμου, τα πιο φρικτά χρόνια της νιότης μου.

Η τρίτη φάση αρχίζει το 1950 που άρχισαν οι αλλαγές.

Άρχισε η μεταφορά των λαχανικών με φορτηγά αυτοκίνητα, στα χωράφια εμφανίστηκαν τα τρακτέρ και οι αλωνιστικές μηχανές. Αργότερα ήρθαν και οι θεριστικές. Τα μαγκανοπήγαδα που έζευαν με άλογα για να βγάλουν νερό, αντικαταστάθηκαν με αντλίες και μετά το 1960 αντικαταστάθηκαν με ρεύμα της ΔΕΗ.

Μετά το 1960 ήρθαν οι μεγάλες αλλαγές στους αγρότες. Εμφανίστηκαν πολλά μηχανήματα και αντικατέστησαν τα ανθρώπινα χέρια. Τρακτέρ, κομπίνες, φρέζες για σκάψιμο και σκάλισμα στους μπαχτσέδες, ραντιστικά, θερμοκήπια και πολλά άλλα. Σε αυτή την δεκαετία εξαφανίστηκαν όλα τα άλογα και τα άλλα που βοηθούσαν στις αγροτικές δουλειές. Μηχανοποιήθηκαν όλα.

Αυτά για τους αγρότες. Να πούμε και για το Λαγκαδά τι έγινε μετά το 1950. Μέχρι το 1956 ο Λαγκαδάς ήταν όπως ήταν και προπολεμικώς. Φυσικό ήταν, λόγω των πολέμων τι μπορούσε να γίνει;

Το 1956 επί Δημάρχου Γρηγοριάδη κατεδαφίζεται το κεντρικό κτίριο που ήταν στη μέση της πλατείας. Εκεί γινόταν και το παζάρι (λαϊκή αγορά κάθε Τρίτη), σκάβεται η πλατεία και γίνονται οι υπόγειες τουαλέτες όπως τις βλέπετε σήμερα, με πολλές γκρίνιες της αντιπολίτευσης τότε.

Το 1958 – 65 επί Δημάρχου Παπαγεωργίου κτίζεται η σκεπαστή αγορά και στεγάζονται σήμερα τα περισσότερα κρεοπωλεία και ψαράδικα και άλλα μαγαζιά.

Το 1965 – 74 επί Δημάρχου Μαγκλαβέρα κατασκευάζεται η αποχέτευση του Λαγκαδά. Μέχρι τότε τα νερά και οι βρωμιές ήταν όλα στην επιφάνεια.

Το 1974 – 82 επί Δημάρχου Σαμαρά κατασκευάζεται το πάρκο της πλατείας του Λαγκαδά και ξεκινάει το μεγάλο έργο της υδροδότησης, λόγω της ανομβρίας που άρχισε το 1978. άρχισαν να στερεύουν οι τουλούμπες που παίρναμε νερό.

Το 1982 – 86 επί Δημάρχου Μπιτσίμη έγιναν πολλές παιδικές χαρές, αξιοποιήθηκαν μερικά παραδοσιακά και έγιναν πλακοστρώσεις πεζοδρομίων.

Το 1986 – 94 επί Δημάρχου Χατζηπαντελή ανακαινίσθηκαν τα Λουτρά, θεμελιώθηκε το κολυμβητήριο και με ενέργειες του Δημάρχου Χατζηπαντελή έγιναν και τα καινούρια σχολεία, Λύκειο και Τεχνικό Λύκειο.

Το 1994 – 98 επί Δημάρχου Ασμάνη έγιναν πολλά έργα στα Λουτρά και πεζόδρομοι στην αγορά.

Όλοι οι Δήμαρχοι σαν Λαγκαδιανοί προσέφεραν ότι μπορούσαν για τον τόπο τους.

 

Το Τράμ το τελευταίο – Αναμνήσεις από τον Δρυμό

 

Μια αληθινή ιστορία μου διηγήθηκε ένας φίλος του πατέρα μου και γείτονάς μας, ο μπαρμπα-Παναγιώτης Περιφάντσιος, μια και είχαμε καλή σχέση και φιλία με την οικογένεια και τον γυιό του.Τον χειμώνα όταν μαζευόμασταν και καθόμασταν γύρω από το τζάκι , μας έλεγε ιστορίες και γεγονότα από τη ζωή του που τα έζησε ο ίδιος και είχαν πολύ ενδιαφέρον για μας τα παιδιά.΄Ετσι λοιπόν μια μέρα που χιόνιζε, πήγα στο σπίτι τους και μου λέει: «κάτσε να πιούμε ένα κρασάκι, έχουμε και χοιρινό κρέας να τηγανίσουμε και θα περάσουμε ωραία σήμερα με αυτό τον καιρό». Ήταν ευχάριστος άνθρωπος ο μπαρμπα-Παναγιώτης, και έκανε καλή παρέα ακόμα και με τους νέους, ταίριαζε με όλους. Μας λέει λοιπόν «μη πάτε σήμερα με τον Κώτσο στο καφενείο, θα περάσουμε καλά εδώ και θε σας πώ ιστορίες από τον παλιό Δρυμό»…και αφού στρώσαμε τον σοφρά, φέρνει και την νταμιτζάνα με το κρασί, (5 οκάδες) και το τηγάνι είχε πολλά κέφια καθώς τσιρτσίριζε τα χοιρινά και τα ρίχνει στην πιατέλα, παχιά, ψαχνά, όλα ήταν σα λουκούμια.Και καθώς τσουγκρίζουμε το πρώτο ποτήρι, με τη συνοδεία του μεζέ, ήρθε στο κέφι ο μπαρμπα-Παναγιώτης κι αρχίζει τις διηγήσεις του:

-κι απου λές Χρηστάκο, έτσι με έλεγε πάντα, κείνα τα χρόνια, πριν να έρθω στο Λαγκαδά, στον μπαχτσιά που έκανα, είμασταν στο Δρυμό και είχαμε πολύ φτώχεια, δύσκολα τα βγάζαμε πέρα. Στο χωριό ευτυχώς είχαμε το ψωμί μας και δόξα τω θεώ το κολαντρούσαμι.Το ψωμάκι το απολαμβάναμε όλο το χρόνο γιατί ο Δρυμός ήταν σιταρότοπος, έβγαζε πολλά στάρια, κι όλα ήταν Λίμνος ποικιλία, και έβγαζε και κίτρινο ψωμί, φυσικό όχι βαμμένο, που μοσχοβολούσε. Το ψωμί καλά, αλλά τα άλλα πώς να τα αγοράσουμε, βγάζαμε τότε πολύ λίγη σοδειά, και ίσι-ίσα τον μπακάλη να πληρώσουμε, τα βερεσέδια…και κανένα μεροκάματα αν έβρισκαν τα παιδιά που δούλευαν το καλοκαίρι, αυτό ήταν όλο .Το χειμώνα όμως είχαμε μεγάλα ζόρια. Ευτυχώς που είχαμε το άχυρο και φορτώναμε τα γαϊδούρια και πηγαίναμε στο ΚΑΣΤΡΟ, έτσι την έλεγαν τότε τη Σαλονίκη, γιατί είχε γύρω-γύρω κάστρα. Σηκώνονταν όλοι τρεις η ώρα τα ξημερώματα για να φορτώσουν τα γαϊδούρια και ξεκινούσαν πεζοί όλο το δρόμο ως τη Σαλονίκη. Ήταν και ευχαριστημένοι αν δεν βούλιαζε κανένα ζώο στη λάσπη και το κοκκινόχωμα που κολλούσε πολύ κι για να σηκώσουμε το ζώο που έπεφτε γινόμασταν ένα με τη λάσπη, αλλά και ποιος άκουγε τους Εβραίους να μας πειράζουν ‘’ ε…Γιώργη πάλι έπεσε το γαδούρ; ‘’.Φτάναμε στο κάστρο μόλις καλοξημέρωνε γιατί τότε άρχιζε η αγοραπωλησία.Η πιάτσα ήταν εκεί ακριβώς που είναι η διασταύρωση της Λαγκαδά με την αγίου Δημητρίου.Τότε δεν έβγαινε η αγίου Δημητρίου ως την Λαγκαδά, εκεί ήταν όλο μαγαζιά, εκεί που είναι το πάρκο σήμερα, όλο καροποιία, χυτήρια,μηχανουργεία και άλλα με είδη σιδερικών. Εκεί ακριβώς στη διασταύρωση, αριστερά και δεξιά του δρόμου της οδού Λαγκαδά, στέκονταν τα γαϊδουράκια φορτωμένα με το άχυρο ή το χόρτο που έφερναν οι Λαϊνιωτάδες και το πωλούσαν σ΄αυτούς που είχαν ζώα , γιατί είχε πολλά ζώα τότε η Σαλονίκη, προπαντός γαϊδουράκια για τους πλανόδιους πωλητές, Είχε και γελάδια πολλά και σταύλουςστις συνοικίες και χιροστάσια και πολλά χάνια, που φιλοξενούσαν ανθρώπους και ζώα που ήθελαν την τροφή τους, όσες μέρες έμειναν μέσα.Εκεί λοιπόν στη Λαγκαδά πουλούσαν το άχυρο και τα χόρτα στην τιμή της ημέρας, σαν χρηματιστήριο λειτουργούσε η αγορά, προσφορά και ζήτηση και οι τιμές κοιμαίνονταν από 5-10 δραχμές το φορτίο, πολλά λεφτά για την εποχή. Αν πήγαινε η τιμή 10 δραχμές, πράγμα πολύ σπάνιο, τότε έτρωγαν και χαλβά ή σάμαλι, 1 δραχμή ή 50 λεπτά, αν πήγαινε 5 δραχμές η αγορά, τότε και τον χαλβά τον σκέφτονταν μόνο. Και καθώς τα διηγούνταν αυτά ο Μπαρμπα-Παναγιώτης θυμήθηκε την ιστορία του ξαδέρφου του Γληγόρη,το τι έπαθε μια μέρα : « Καθώς πήγε στο Κάστρο και πούλησε το άχυρο καλά και χαρούμενος κατέφκει ζ΄πλατεία στου Βαρδάρ΄να πάρ΄χαλβά. Τότε είχε πολλά χαλβατζίδικα στο Βαρδάρι, όλο Αρβανιτάδες τα είχαν που έρχονταν πάνω από τη Σερβία», απ΄τα Σκόπια, που έκαναν τώρα κρατίδιο. Ο Γρηγόρης ήταν ξύπνιος και χωρατατζής, έβγαλε τον ντουλαμά( το παλτότου), το έριξε πάνω στο σαμάρι του γαΙδάρου και χάζευε την κίνηση στη πλατεία τα τράμ που τα τραβούσαν τα άλογα , μετά πήγε στο χαλβατζίδικο, πήρε ένα φράγκο χαλβά, ληξουρεύτηκε και κάτι σωροπιαστά που είχε μπακλαβά και κανταΪφι, κουρκουμπίνια, στραγάλια ζεστά, έπεσαν τα μάτια τ΄.Γυρίζει να φύγει από το Βαρδάρι ,τον πλησιάζει ένας Γιουβριός( Εβραίος ) και τον λέι: ‘’άλλου καινούργιου στου χουριώ;’’. Τι λέει μωρέ ο Γιουβριός δεν έδωσε σημασία.Πήγε πιο πέρα πάλι μπροστά του ο Εβραίος, ‘’άλλου καινούργιο στου χουριώ; ‘’, τον τράβηξε ένα σιχτίρ και απομακρύνθηκε. Όταν βγήκε από το Βαρδάρι, την μεγάλη κίνηση και τον κόσμο, γυρίζει πίσω στο γαϊδούρι του βλέπει ο ντουλαμάς λέιπει. Τότε τον ανέβηκε το γαίμα(αίμα) στο κεφάλι. ‘’ Βρέ τον αχάριστο τον Γιουβριό, γι τα αυτό μη ρουτούσε αν έχου κι άλλου καινούργιο στου χουριώ, μωρ΄ούτε παλιό δεν έχω, κι τώρα Γληγόρ΄τι λές τ΄ Μυγδαλώ, δα μη αφανίς΄κι μη το δίκιου τσ΄, κι πινιούμαν για ξύπνιους…’’
όταν πήγε στο χωριό και είπε στη Μυγδαλώ ότι του έκλεψαν τον ντουλαμά, ‘ακουσε της χρονιάς του.
-Πού βε κοίταζαν τα μάτια σ΄; απου πάν απού ντ΄γαδούρα να συ ντ΄πάρουν;, ντίπ χνάρ είσι, συ μένα κάμς΄τον ξύπνιου.Ποιός ξέρ΄τι σαλιάσματα έκαμις να χτάειζ, τα γλυκά απου τα αρβανιτάδις. Συ ξέρου καλά γω , που δεν μ΄αφήνεις΄ούτι λουκούμ΄να κιράσου κανέναν μουσαφίρ…
Αυτά τον στόλιζε η Μυγδαλώ και κείνος ο έρμος μιλιά δεν έβγαζε.Και τότε του έριξε τη χαριστική βολή.
– Ταχειά του προυί που δα πας Σαλουνίκ δα πουντιάεις. Αμά δα συ δώκου κείνου του κιλιμούδ΄του κατουρμένου να σκιπαστείς λιγάκι.
Αυτά έπαθε ο Γρηγόρης ο ξάδερφος και που να ξαναπάει το πρωί στο Κάστρο με κείνο το κρύο και το κατουρημένο κιλίμι που σκέπαζε η Μυγδαλώ τα παιδιά όταν ήταν μικρά, θα τον σήκωναν στο ψηλό όλοι οι χωριανοί . Μόνο στα τέλη Μαρτίου που ζέστανε ο καιρός, είπε στη Μυγδαλώ: ‘’Δα πάου στου Κάστρου άχυρου΄΄
-Να πάς , τον λέι η Μυγδαλώ, αμά κοίταζει μη συ κλέψουν κι ντ ΄γαδούρα τώρα…
-Ε…μαρή, μη ξιφτίλισεις όλους διόλου….
Γέμισε λοιπόν τα τσουβάλια την άλλη μέρα και πήγε, αλλά ήταν μόνος στο δρόμο, οι άλλοι είχαν πουλήσει σχεδόν τα άχυρα . Δεν είχε ξημερώσει ακόμη και πήγε στην πιάτσα. Οι πελάτες περίμεναν και αμέσωα πλησίασαν και μάλωναν ποιος θα τα πάρει, έτσι κατέληξε στον πλειοδότη που έδωσε 10 δραχμές. Πέταξε από τη χαρά του ο Γρηγόρης, τέτοια τιμή πρώτη φορά.Αφού ξεφόρτωσε πήρε το γαϊδουράκι του και πήγε στο Βαρδάρι για χαλβά , για να γλυκάνει τη γλώσσα της Μυγδαλώς.Α΄΄’α μόλις πήγς στο Βαρδάρι, έμεινε κόκκαλο.Τι να δεί; Τα Τράμ να πηγαίνουν χωρίς άλογα. Τρίβει τα μάτια του, κοιτάζει, τίποτα… άλογα δεν βλέπει. Παίρνει τη γαϊδούρα του, ούτε χαλβά, ούτε τίποτα, τα αφάνησε να το κρούει το ζώο, να πάει γρήγορα στο χωριό.Μόλις έφτασε στην πλατεία άρχισε να φωνάζει δυνατά:
-Ε…χουριανοί, ελάτε να σας πώ μαντάτα…απού του Κάστρου…τα τράμια παένουν μουναχά τα΄χουρίς αλόγατα…
Γέλια στην πλατεία, όλοι οι συγχωριανοί… ‘’Α… βε αυτός του κατσίρτσι. Α… βε πως παένουν μουναχά τα΄ ….χνάρ.

-Να πάτι να δγείτε μουναχοί σας, για να πιστέψτει.
έτσι και έγινε βρήκαν από λίγο άχυρο ή χόρτο, το φόρτωσαν πρωί-πρωί και βούρ στην πιάτσα του Κάστρου.Οι πελάτες περίμεναν αλλά οι τιμές χαμηλές λόγω προσφοράς.Δεν τους ένοιαζε όμως αυτό, αλλά το πούλησαν όσο-όσο και δρόμο για το Βαρδάρι .Κι όταν είδαν το γεγονός , έμειναν άφωνοι, και έδωσαν δίκιο στο Γρηγόρη που πρώτος είδε την πρόοδο της νέας τεχνολογίας.
– Είχε δίκιο ο Γρηγόρης κι μεις τον είπαμε παλαβό.
-Άλογα δεν είχι, ένα καμτσίκι είδα απού πάν, αμά πάλι μουναχά παένουν.

-Βρέ τι δα διούν τα μάτια μας ακόμα…έδωσαν καμτσικιά στα γαϊδουράκια τους και φύγαν για το χωριό.

 

ΠΩΣ ΗΡΘΑΝ ΟΙ ΔΡΥΜΙΩΤΕΣ ΣΤΟΝ ΛΑΓΚΑΔΑ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΣΑΝ ΤΟΥΣ ΜΠΑΞΕΔΕΣ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

Π ρ ό λ ο γ ο ς

Αυτά τα ιστορικά που θα διαβάσετε σ΄αυτό το μικρό βιβλίο είναι αληθινά από την καθημερινή τους ζωή πώς ζούσαν οι πρόγονοί μας πριν 100 χρόνια. Πριν από την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους και μέχρι αρχάς του Α΄παγκοσμίου πολέμου. Μου τα διηγήθηκαν δικοί μου άνθρωποι που τα έζησαν λίγο και αυτοί. Πρώτη η Μάνα μου μας έλεγε το βράδυ πολλές ιστορίες, γεγονότα που τα έζησε εκείνη, και από την πεθερά της που της τα διηγούνταν. Πιο χειρότερα ήταν πιο πίσω. Και από τον θείο μου που ήταν καβάφης από αρχάς του 1900 στην λαχαναγορά, και από τους γειτόνους μου φίλους του πατέρα μου. Ο πατέρας μου πέθανε 45 χρονών και μας άφησε πολύ μικρά 6 αδέλφια….. και δεν μάθαμε τίποτε από τον πατέρα μας. Ευτυχώς μετά αρχίσαμε λίγο να καταλαβαίνουμε, και η μάνα μου το βράδυ που έπλεκε κάλτσες κοντά στη λάμπα μαζευόμασταν γύρω της και μας έλεγε διάφορες ιστορίες πώς γινότανε οι δουλειές τους, τι παραγωγή έβγαζαν, πώς τα μετέφεραν στη Θεσσαλονίκη και με τι μέσον.

Ο θείος μου από τη λαχαναγορά μου τα είπε πώς γινόταν η διαδικασία της πώλησης των λαχανικών…. Και όταν μεγάλωσα μου τα επαλήθευσαν ακριβώς έτσι όπως μου τα είπαν η Μάνα μου και ο θείος μου. Ο μπαρμπαβαγγέλης Καμπέρης και ο μπαρμπαγιώργης Τσιτάκης τα επαλήθευσαν ακριβώς τα ίδια. Και αυτά όλα τα στοιχεία που είχα αποφάσισα να τα γράψω να τα διαβάσουν οι νεότεροι για να δουν την τεράστια διαφορά της ζωής, πώς ζούσαν τότε και πώς ζούμε εμείς σήμερα που έχουμε όλα τα αγαθά μας και παραπονιέμαστε….Τους θυμάμαι και τους λυπάμαι για τη ζωή που έζησαν. Τα γράφω γιατί θα ξεχνιούνταν, κανένας δεν θα ήξερε το παρελθόν πώς ήλθαν οι Δρυμιώτες στον Λαγκαδά. Ήταν οι πρώτοι μετανάστες τότε, οι Δρυμιγκλαβινοί και Μπαλτζιανοί. Δεν έφευγε κανένας από το χωριό του τότε. Αυστηρή Αυτοδιοίκηση. Ίσως νάταν από φόβο γιατί το χωριό τους το θεωρούσαν σαν σκέπη προστασίας, σαν την οικογένειά τους.

Και γράφω παρακάτω ποιες οικογένειες έμειναν τελευταίες μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Και ανέλαβε η Ελληνική Κυβέρνηση με φορέα την Εθνική τράπεζα που διαχειριζόταν όλα τα ανταλλάξιμα να μας τους χρεώσουν τους Μπαξέδες όσοι βρέθηκαν σ΄ αυτά τα κτήματα.. Ανεξαιρέτως πόσα χρόνια τους κατείχαν πιο μπροστά η χρέωση έγινε το 1931.

Οικογένειες που βρέθηκαν είναι : Αθανάσιος Φυλάκης, Ευάγγελος Καμπέρης, Γεώργιος Τσιτάκης, Νικόλαος Σταυρούσης, Χρήστος Κούκος, Απόστολος Φυλάκης, Κωνσταντίνος Τσιότρας, Νικόλαος Νικολής, Παναγιώτης Περιφάντσιος, Χριστόδουλος Κολιάς, Αδελφοί Ιωαννίδη Αντώνιος – Ευάγγελος – Δημήτριος και Θεόδωρος, αδελφοί Μπαλτζή, Θεμιστοκλής Μαπίτσος, και Ηλίας Λαϊνιώτης.

Δημοσιεύω επίσης και μερικές φωτογραφίες που βρήκα

Ι σ τ ο ρ ι κ ό

Θα σας γράψω μερικά ιστορικά γεγονότα που συγκέντρωσα από αφηγήσεις παλαιοτέρων που μου διηγήθηκαν όσα θυμούνταν ο καθένας και όσα τους διηγήθηκαν και αυτούς οι πιο γεροντότεροι σε ηλικία, γιατί τίποτε γραπτό ή σίγουρο δεν μπόρεσα να βρω για να βεβαιωθώ με σιγουριά, γιατί και αυτοί που μου τα διηγήθηκαν ήταν όλοι αγράμματοι.

…Το μόνο που έχω σίγουρο που έγραψα σε ένα άλλο ιστορικό το (καραγάτσι), φτάνει πίσω στο 1878. Από εκεί πίσω δεν έχω κανένα στοιχείο σίγουρο γιατί τότε βρέθηκαν να καλλιεργούν τον ίδιο μπαχτσέ, που έχω και εγώ σήμερα, τα αδέλφια της Γιαγιάς μου που ήταν ανύπαντρη ως τότε…..

Από τις αφηγήσεις που διηγούνταν οι παππούδες συγκέντρωσα κάποια στοιχεία… Μου ξεκίνησαν τα ιστορικά τους από την Θεσσαλονίκη γιατί μέχρι εκεί πήγαιναν οι άνθρωποι, που ευτυχώς και αυτή ήταν κοντά, και πήγαιναν και με τα πόδια τις περισσότερες φορές. Αν πήγαιναν με το γαϊδουράκι θα ήταν πολυτέλεια γι΄ αυτούς και πολλοί δεν το είχαν και αυτό. Η Θεσσαλονίκη γι΄ αυτούς ήταν όλος ο κόσμος. Την Θεσσαλονίκη την έλεγαν οι Μακαρίτες (ΚΑΣΤΡΟ) γιατί είχε τα Κάστρα. Την Αθήνα ούτε καν άκουγαν πουθενά. Και με το δίκιο τους γιατί η Αθήνα δεν ήταν τίποτε τότε μπροστά στην Θεσσαλονίκη. Η Αθήνα μέχρι το 1833 που έγινε πρωτεύουσα ήταν δέκα χιλιάδες (10.000) κατοίκους και η Θεσσαλονίκη είχε άνω των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) κατοίκων και μεγάλο κέντρο εμπορίου. Και πιο προοδευτικές δραστηριότητες σε όλα τα παραγωγικά αγαθά…Διότι πιο κοντά συνδέονταν με τα Βαλκανικά κράτη…Και τα ευρωπαϊκά που οι Τούρκοι είχαν τότε συναλλαγές σε όλα τα εμπορεύματα παντός τύπου και αγαθών…

Και εφόσον ήταν μεγάλη πόλη η Θεσσαλονίκη είχε ανάγκη περισσότερο από τρόφιμα και λαχανικά, γι΄ αυτό και η Θεσσαλονίκη είχε πολλούς μπαχτσέδες και τροφοδοτούνταν η πόλη από όλα τα λαχανικά της εποχής εκείνης διότι δεν είχε τότε την αφθονία ποικίλων λαχανικών όπως είναι σήμερα. Ορισμένα λαχανικά είχε τότε.

Το καλοκαίρι το κύριο προϊόν ευρείας κατανάλωσης ήταν η μπάμια. Ίσως να σας φανεί παράξενο αλλά αυτή είναι η αλήθεια, διότι από τα άλλα είδη, ντομάτα, πιπέρια, μελιτζάνα πιο λίγα σπέρνανε. Έτσι ήταν συνηθισμένος ο κόσμος γιατί τα λαχανικά πολλά μας ήρθαν από μακριά που δεν τα ξέραμε εμείς. Ντομάτα, πιπέρια από την Αμερική και πατάτα μελιτζάνα από την Κίνα, μερικά από την Ρωσία. Και ότι θέλει ο καθένας λεει χωρίς καμιά σιγουριά. Αλλά η ουσία είναι ότι αυτά είχαν εκείνα τα χρόνια και καρπούζια, πεπόνια έσπερναν στα χωράφια και τσουτσάρκες, κάτι σαν μικρά πεπονάκια χρωματιστά αλλά πολύ γλυκά που τα έτρωγαν πολύ οι Τούρκοι. Την άνοιξη έσπερναν μαρούλια, κάτι σαν καστανοκόκκινα που τα τρώγανε πολύ οι Εβραίοι. Και σπανάκια, κρομμύδια, σκόρδα που τα τρώγανε πολύ και οι δικοί μας.

Το χειμώνα λάχανα, πράσα, ρεπάνια άσπρα και (παλιά) που ήταν κάτι σαν τα παντζάρια που τα φύλλα τους ήταν σκουρόασπρα και χωρίς μεγάλο κεφάλι. Αυτά τα έτρωγαν πολύ οι Εβραίοι και Τούρκοι. Οι δικοί μας δεν τα έτρωγαν. Και κάτι άλλα που τα τρώγαν μόνο τις ρίζες τα λέγαμε (κρέμμυα) δεν έμαθα πώς τα τρώγαν αυτά γιατί δοκίμασα μια φορά και μου έκαψε την γλώσσα, και μύριζε σαν την σημερινή μουστάρδα. Ούτε ιδέα είχαμε εμείς τότε από μουστάρδα και μετά έμαθα ότι η πραγματική μουστάρδα έβγαινε από αυτές τις ρίζες και όχι σαν την σημερινή που τρωμε. Τη βγάζουν από τη (σινάπι) διότι τώρα δεν υπάρχουν κρέμμυα όπως τότε…

Αυτά ήταν τα λαχανικά της εποχής εκείνης που έτρωγε ο κόσμος τότε, που ήταν Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, Τουλμέδες, Τουρκόγυφτοι, Σλάβοι, Σκοπιανοί, Βούλγαροι, Αλβανοί. Μουσαϊκό διαφόρων φυλών είχε τότε η Θεσσαλονίκη.

Ιδιοκτήτες των μπαξέδων της Θεσσαλονίκης τότε επί τουρκοκρατίας ήταν οι (Ντολμέδες), πώς να σας τους εξηγήσω αυτήν την παράξενη ράτσα που δρούσε και εκμεταλλευόταν όλους τους πολίτες. Ήταν Εβραίοι που αλλαξοπίστησαν και έγιναν Τούρκοι (Τουρκοεβραίοι). Φαντάσου για το ατομικό τους συμφέρον παραμέρισαν και τη θρησκεία τους.

Σ΄ αυτούς πήγαιναν και δούλευαν οι Δρυμιώτες στους μπαξέδες τους και οι Μελισοχωρίτες αυτοί που δεν είχαν πολλά χωράφια, ή και οι πολύτεκνες οικογένειες διότι δεν είχε τότε άλλες δουλειές εκτός από τους μπαξέδες. Και με τα πολλά χρόνια που δούλευαν απέκτησαν κάποια πείρα στη δουλειά τους.

Αυτή η εμπειρία ήταν η αφορμή να πείσουν τον Μπέη τον δικό μας εδώ στο Λαγκαδά και να κάνει μπαξέδες και να δουλεύουν εδώ γιατί πιο βολικά τους ήταν, γιατί ήταν πιο κοντά στο χωριό τους. Έτσι μου τα διηγήθηκαν οι παππούδες. Χωρίς καμιά απόδειξη και αυτοί, έτσι τους τα είπαν οι παλαιοί….

Εγώ με αυτά που άκουσα έβγαλα τα δικά μου συμπεράσματα ότι πράγματι οι Δρυμιώτες και οι (Μπαλτζιανοί) Μελισοχωρίτες ήταν οι πρώτοι μετανάστες που ήρθαν στο Λαγκαδά, οι Δρυμιώτες και στο Ηράκλειο. Και μετά οι Μπαλτζιανοί στο Περιβολάκι (Σαράτσι). Αυτοί παρακίνησαν τους Μπέηδες να κάνει τους μπαχτσέδες και ο Μπέης τους βρήκε πιο συμφέρον να παίρνει καλύτερο ενοίκιο από τους μπαχτσέδες, διότι τα χωράφια τότε δεν του απέδιδαν πολύ εισόδημα. Σίκαλη και καλαμπόκι έσπερναν τότε στο Λαγκαδά, σιτάρι καθόλου δεν έσπερναν, μόνον στα ορεινά έσπερναν σιτάρι, διότι μόνον σκληρά σιτάρια είχε τότε.

Σιτάρι στο Λαγκαδά και σε όλα τα πεδινά έσπειραν το 1933 που ήρθε ο ιταλικός σπόρος (μεντάνα…) Στο Λαγκαδά στους μπαχτσέδες μέχρι το (1915-1920) δουλεύαν μόνον Δρυμιώτες. Λαγκαδιανός μπαχτσεβάνος δεν υπήρξε ως τότε. Το γιατί δεν ξέρω, αλλά το μόνο που ξέρω και διαπίστωσα πάλι από τους ίδιους, δεν ήθελαν πολλές σκοτούρες στο κεφάλι τους, και δεν είναι λίγες που έχει αυτό το επάγγελμα. Οι Λαγκαδιανοί ήθελαν τότε ξένοιαστες δουλειές με λίγες σκοτούρες… Έπαιρναν τον τουρβά τη Δευτέρα, το ψωμί τους για όλοι τη βδομάδα και τραβούσαν για την Λίμνη του Αγίου Βασιλείου για ψάρεμα… Είχαν μέσα στην άκρη της λίμνης, μέσα στα καλάμια μια καλύβα και αυτό ήταν το σπίτι τους για όλη την εβδομάδα. Η βάρκα τους δεμένη κοντά στην καλύβα και ψάρευαν όλη την εβδομάδα, και τα ψάρια τα πήγαιναν στη (σκάλα) του Αγίου Βασιλείου που γινόταν η πούληση προσφοράς και ζήτησης, και μάζευαν τις εισπράξεις όλη την εβδομάδα. Και τα Σαββατόβραδα γύριζαν στα σπίτια τους στο Λαγκαδά για να δουν τις οικογένειές τους και να λύσουν όλα τα προβλήματά τους. Και την Δευτέρα πάλι από την αρχή. Αυτή ήταν η δουλειά τους από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Απρίλιο, και μετά από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο πήγαιναν και έκοβαν χόρτα στα λιβάδια του Λαγκαδά που είχε πολλά τότε. Και στη Ξάνθη που είχε πολλά και εκεί. Αυτή ήταν η δουλειά τους χωρίς πολλές σκοτούρες με τους μπαχτσέδες….Όπως είχαν οι Δρυμιώτες που μερικοί και από αυτούς τους εγκατέλειπαν νύχτα και έφευγαν για το χωριό τους.

Το τι παραγωγή λαχανικών έσπερναν τα γράψαμε στο προηγούμενο φύλλο, αλλά πιο πολλοί έσπερναν μπάμια διότι περισσότερο καταναλώνονταν, την έτρωγαν πολλοί οι Ντολμέδες και αυτοί είχαν φυσικά το χρήμα τότε. Από τα άλλα πιο λίγα. Η μπάμια τότε πωλούνταν με το κομμάτι και καταλαβαίνεις τι μπελάς ήταν να τις μετρήσεις που ήταν χιλιάδες στα τσουβάλια και καθόταν νύχτα και τις μετρούσαν… Αλλά ήταν εύκολο για την μεταφορά διότι ήταν πολύ ελαφριά, από τα άλλα λαχανικά έσπερναν πιο λίγα. Αυτές ήταν οι συνήθειες τότε.

Η μεταφορά γινόταν με τα ζώα με σαμάρια. Ως επί το πλείστον γαϊδούρια πολλά. Άλογα λίγα. Πολύ δύσκολη η μεταφορά τότε. Όλη η οικογένεια στο πόδι να βοηθήσει για το φόρτωμα την ώρα που θα έφευγε μετά τις 12 νύχτα. Να κρατούν τη μια πλευρά το φορτίο ως να βάλει το άλλο μισό από την άλλη για να ζυγιστεί το φορτίο. Φόρτωναν ανάλογα την παραγωγή που είχαν. 1, 2 και 3 ζώα αν είχαν πολύ παραγωγή, αν φόρτωναν από 2 ζώα και πάνω θεωρούσαν μεγάλη παραγωγή.

Μετά ξεκινούσαν νύχτα για την Θεσσαλονίκη, ο δρόμος τότε ήταν χωματόδρομος και καταλαβαίνεις τι γινόταν. Το καλοκαίρι καλά ήταν μον το χώμα και τι σκόνη. Το χειμώνα όμως ήταν το μεγάλο δράμα, λάσπη όλο το δρόμο στα υψώματα ήταν λίγη επιφανειακά αλλά στο βάλτο απελπιστική η κατάσταση. Ιδίως στην περιοχή, εκεί που είναι το σημερινό εργοστάσιο του (ΑΓΝΟ) ήταν δραματική η κατάσταση. Βουτούσαν τα ζώα και οι άνθρωποι μέχρι το γόνατο στη λάσπη… Όταν είχε βροχές και κατέβαζε νερό πολύ, κανάλι δεν υπήρχε τότε απλώς λίγο χαντάκι είχε δίπλα στο ΑΓΝΟ και μια μικρή πέτρινη γεφυρίτσα σαν καμάρα για να φεύγουν τα μόνιμα νερά που έτρεχαν όλο το χρόνο, από αυτήν τη γεφυρίτσα περνούσαν οι άνθρωποι και τα ζώα. Όταν ερχόταν όμως πολύ νερό από τις βροχές δεν το έπαιρνε το χαντάκι και η γεφυρίτσα που κάλυπτε μόνον το χαντάκι ήταν αναγκασμένοι να βγάλουν τα τσαρούχια τους και τις κάλτσες για να βοηθήσουν τα ζώα να μην βουλιάξει κανένα και πέσει και τότε ήταν το μεγάλο δράμα. Άντε ύστερα να το ξεφορτώσεις το ζώο για να μπορέσει να σηκωθεί, και πώς να σηκωθεί, τα πόδια του γαϊδάρου είναι λεπτά και χώνονταν βαθιά στη λάσπη και με το βάρος του φορτίου πήγαιναν πιο βαθιά.-

Καταλαβαίνεις τι τραβούσαν οι μακαρίτες, τι τυράννια να το ξεφορτώσουν, να το σηκώσουν το ζώο και να το ξαναφορτώσουν και να το βγάλουν βοηθώντας από εκείνο το επικίνδυνο μέρος…..

Αυτή ήταν η κατάσταση της μεταφοράς των λαχανικών τότε, όπως μας τα διηγούνταν η μάνα μου που τα έζησε λίγο αλλά περισσότερο τα έμαθε από την πεθερά της που είχαν τα αδέλφια της μπαχτσέ από το 1860 και μετά…. Όλο το δρόμο περπατούσαν και ήταν ευχαριστημένοι να μην έπεφτε κανένα ζώο. Στην επιστροφή ερχόταν καβάλα αλλά το ζώο ήταν πάντα φορτωμένο, αν ήταν ένα. Αν ήταν δύο ή τρία τα άλλαζε στην επιστροφή.

Αυτό κράτησε μέχρι το 1914-15, έτσι υπολογίζω, γιατί η Μάνα μου δεν θυμούνταν χρονολογίες. Μας έλεγε να τότε ήρθαν οι Εγγλέζοι, ο Αγγλικός στρατός και έκαναν το (τσιατέ) τον πετροτό δρόμο όπως το έλεγαν τότε. Τότε βρήκα την χρονολογία, ήταν ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος που άρχισε το 1914 και ο στρατός δεν μπορούσε να μετακινηθεί μέσα στη λάσπη και έκανε τον δημόσιο δρόμο, έβαζαν εργάτες, έσπαγαν την πέτρα μικρά κομματάκια, την έστρωναν και κατόπιν με ένα βαρύ μηχάνημα την πατούσαν και από πάνω λίγο άμμο τον πατούσαν και αυτόν και ο δρόμος έτοιμος. Τί χαρά ένιωσε ο κόσμος τότε που γλίτωσε από εκείνο το μαρτύριο της λάσπης..… Τότε βγήκαν και τα δίτροχα κάρα, αυτό δεν μπόρεσα να το μάθω πώς τα έφεραν οι Θρακιώτες πρόσφυγες που ήρθαν τότε τον πρώτο διωγμό του 1914 ή οι Εγγλέζοι. Δεν ξέρω αλλά το μόνο που ξέρω που έλεγαν τα γεροντάκια για κείνη την εποχή ήταν πολυτέλεια, διότι πήγαιναν καβάλα και φορτωμένοι στη Θεσσαλονίκη, έγινε και ο δρόμος καλός και έτσι μετά το 1915 τα πράγματα καλυτέρευσαν…. Μετά το 1920-22 βγήκαν και τα τετράτροχα (Σούστες) που τις λέγαν, αυτά ήταν πολυτελείας γιατί τα είχαμε ώσπου βγήκαν τα αυτοκίνητα. Που ακόμη υπάρχουν αλλά τα χρησιμοποιούν σαν διακοσμητικά όπως έχει ένα έξω από το εστιατόριο (Καλύβι) πρώην τα (5Φ).. Και η μεταφορά λαχανικών με τις σούστες κράτησε μέχρι αρχάς του 1950. Μετά βγήκαν τα φορτηγά κάτι αυτοκίνητα 3,5 τόνων που έμειναν στο κράτος από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα πωλούσαν όποιος ήθελε για μεταφορές και στο Λαγκαδά που είχε μεγάλη παραγωγή λαχανικών, ερχόταν πολλά και φόρτωναν με αγώγι και γλιτώσαμε το μαρτύριο της μεταφοράς με τα κάρα…Διότι και η δική μας γενιά δεν τράβηξε λίγα. Τους μπαχτσέδες με το σύστημα το παλιό το δουλέψαμε πολλά χρόνια. Σκάψιμο με το δικέλλι και κοπριά με το κοφίνι να ρίχνουμε στο μπαχτσέ και τη νύχτα να μεταφέρουμε τα λαχανικά στη Θεσσαλονίκη με κάρα.

Να πούμε λίγα και για την λαχαναγορά και το σύστημα λειτουργίας της ως το 1912. Η λαχαναγορά ως το 1933 ήταν πίσω από το άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου στην Εγνατία οδό, στο πάρκο της Παναγίας Χαλκέων. Όλος ο χώρος εκείνος του πάρκου ήταν λαχαναγορά και κάτι πρόχειρες παράγκες που χρησιμοποιούνταν για λιανική πούληση διάφορων τροφίμων, λαχανικά, φρούτα και διάφορα άλλα. Η λαχαναγορά εκείνα τα χρόνια πωλούσε μόνο λαχανικά, όχι φρούτα. Τα φρούτα ήταν άλλη αγορά που τη λέγαν (Λεμονάδικα) και ήταν επάνω από την Εγνατία, στην Κολόμβου από πίσω. Εκεί ήταν μέχρι το 1960. ..

Τη λαχαναγορά τη θυμάμαι από 8 ετών που μου έπαιρνε καμιά φορά ο Πατέρας μου. Στα μαγαζιά της λαχαναγοράς ήταν πιο πολλοί Εβραίοι και λίγοι Έλληνες. Παλαιότερα όμως, όπως διηγούνται οι γεροντότεροι, πολλοί λίγοι ήταν οι Έλληνες προ του 1910. Αυτοί έκαναν κομάντο όπως τους βόλευε γεννημένοι στην πονηριά και την εκμετάλλευση. Οι Εβραίοι έκαναν κομάντο το περισσότερο εμπόριο της Θεσσαλονίκης γιαυτό και την λαχαναγορά την είχαν στα χέρια τους, ότι ήθελαν έκαναν με διάφορες πονηριές έκλεβαν τους αγράμματους παραγωγούς. Να σας πω τι σύστημα μεταχειρίζονταν τα παλιά χρόνια οι αθεόφοβοι έτσι που τα διηγήθηκε ένας γέρος…Πώς λειτουργούσαν την πούληση. Χαρτιά και μολύβια δεν μεταχειρίζονταν, απλά πράγματα ήθελαν οι άνθρωποι. Τον κάθε παραγωγό τον είχαν από ένα κουτί σαν κουμπαράς καμωμένο επί τούτο με καπάκι και μια κλειδαριά να κλειδώνει και από πάνω μια τρύπα για να ρίχνουν τα χρήματα μέσα όπως ο κουμπαράς. Το κλειδί το έδινε στον παραγωγό για να το έχει αυτός. Και όταν άρχιζε το πρωί η πούληση του κάθε παραγωγού τα χρήματα τα έβαζε μέσα στο κουτί του καθενός και αυτοί έφευγαν ήσυχοι πίσω στον μπαχτσέ τους να συνεχίσουν την δουλειά τους να μαζέψουν λαχανικά να πάνε την άλλη μέρα, αυτό γινόταν όλη την εβδομάδα και την Δευτέρα που έπρεπε να πάρουν το λογαριασμό όπως τον έλεγαν τότε, την εκκαθάριση όπως λέμε τώρα. Καθόταν οι παραγωγοί γύρω από το τραπέζι που είχε τα κουτιά και ο εβραίος έδινε τον καθένα το δικό του κουτί να το ανοίξει διότι αυτός είχε το κλειδί… Και λεει ο (Καβάφης) έτσι τους έλεγαν τότε. «Άϊντε Γιώργη άνοιξε το κουτίκ να δούμε πόσα έχεις αυτό του βδομάδα»….Και το άνοιγε ο δόλιος ο Γιώργης και έβλεπε ελάχιστα χρήματα μέσα στο κουτί και έλεγε μονάχα αυτά βρε Μωής από όλη την εβδομάδα; «Έ,…δεν πήγε καλό τιμή αυτό του βδομάδα και δεν έφερες πολύ ζαρζαβάτ. Αϊ του άλλου του βδομάδα μπορεί να πάει πιο καλά να φερς και πιο πολύ πράμα….». Και έφευγε ο δόλιος πίσω στο σπίτι του σκεπτόμενος στο δρόμο πού να πρωτοδόσει με αυτά τα ελάχιστα που πήρε. Είχαν εργάτες και οικογένειες μεγάλες με πολλά παιδιά….

…Αν καμιά εβδομάδα πήγαιναν καλύτερες τιμές και έβρισκε ο Γιώργης περισσότερα στο κουτί: «Είδες Γιώργη αυτού του βδομάδα πήγε καλό τιμή και έφερες και πολύ ζαρζαβάτ… Και έφευγε ο δόλιος κάπως χαρούμενος… Τί έκαναν οι αθεόφοβοι, δήθεν έδιναν στον παραγωγό το κλειδί, πού να φαντασθεί ο παραγωγός ότι είχε και αυτός κλειδί και όταν έφευγε τα έβγαζε και τα ξάφριζε τα μισά. Ιδίως όταν πήγαιναν με καλή τιμή. Τα έβγαζε δυο φορές γιατί του φαινόταν ότι πολλά τον άφησε μέσα στο κουτί…

Αυτή η κατάσταση κράτησε μέχρι το 1908 που έγινε το (χουριέτ) το καινούργιο σύνταγμα των τούρκων που έδωσε πολλές ελευθερίες στους Έλληνες. Μέχρι τότε δεν είχαν καθόλου δικαιώματα οι Έλληνες γι΄αυτό τους αλώνιζαν οι εβραίοι, ότι ήθελαν έκαναν. Μετά πήραν μαγαζιά και Έλληνες, αυτοί που δούλευαν σ΄αυτούς, και είχαν μάθει τη δουλειά. Κατήργησαν το σύστημα αυτό με τα κοτίκια και πήραν τα μολύβια και τα χαρτιά όσοι ήξεραν λίγα γράμματα. Αυτοί που δεν ήξεραν έπαιρναν ένα συνέταιρο που ήξερε γράμματα και το έλεγε αυτός που πουλούσε να γράφει του κάθε παραγωγού το είδος, τις οκάδες που ήταν τότε και την τιμή και όταν τελείωνε η αγορά καθόταν και έβγαζε την εκκαθάριση του καθενός την απόδειξη της μέρας. Πόσες οκάδες, τί τιμή πουλήθηκε το κάθε είδος και συνολικά πόσο έπιασαν τα προϊόντα της μέρας που πήγε.

Αναγκαστικά και οι εβραίοι ακολούθησαν αυτό το σύστημα μετά…. Αυτά μου τα διηγήθηκε ο θείος μου που ήταν καβάφης στην λαχαναγορά, είχε μαγαζί και πήγαιναν οι περισσότεροι Λαγκαδιανοί, διότι είχαν εμπιστοσύνη, διότι ήταν σωστός άνθρωπος, τίμιος…. Μετά πήρε μαγαζί και άλλος λαγκαδιανός, ο Κωνσταντίνος Καμπέρης που ήταν και αυτός πολύ εξαιρετικός άνθρωπος, είχαν ένα καλό όνομα στην αγορά οι δύο Λαγκαδιανοί καβάφηδες. Ο Ευάγγελος Φυλάκης και Κωνσταντίνος Καμπέρης.

Αυτή ήταν η κατάσταση των μπαξεβαναίων εκείνα τα χρόνια. Δραματική τυράννια να το παράγεις. Όλα με τα χέρια γινόταν τότε, ούτε αλέτρι δεν είχαν και δεν επιτρεπόταν τίποτε άλλο εκτός από τα δικέλλια και τις τσάπες. Τα αλέτρια βγήκαν μετά το 1920-22, τα χωράφια τα δούλευαν με κάτι ξύλινα που έβαζαν ένα σιδερένιο γενί μπροστά για να κόβει το χώμα. Μερόνυχτα δούλευαν οι Μακαρίτες, σηκώνονταν από τις 3 η ώρα ξημερώματα με το (καντήλι) ένα τενεκεδένιο αγγείο που είχε ένα φυτίλι και πετρέλαιο. Το κρεμούσαν σε έναν πάσσαλο και τους έφεγγε τάχα λίγο, και έσκαβαν με το δικέλλι μέχρι να ξημερώσει. Τη μέρα άλλες δουλειές έκαναν, τσάπιζαν ή μάζευαν ζαρζαβάτι για την αγορά…

Μέχρι ώρα 10 το βράδυ τελείωναν να καθίσουν να φάνε, να βγάλουν τα τσαρούχια τους να τα τινάξουν να τα ξαναφορέσουν πάλι και όπως ήταν με τα ρούχα που δούλευαν να πέσουν να κοιμηθούν. Ο ύπνος ήταν εύκολα να τους πιάσει έτσι πως ήτανε κατάκοποι…Και το πρωί στις 3 η ώρα πάλι από την αρχή.

Αυτή ήταν η ζωή τους μόνοι όλο το χειμώνα, η οικογένειά τους ερχόταν μόνον το καλοκαίρι από του Αγίου Γεωργίου μέχρι του Αγίου Δημητρίου πήγαιναν στο χωριό τους το Δρυμό, (Δρυμήγκλαβα) το έλεγαν τότε. Εκεί είχαν καλά σπίτια και είχαν πιο ασφάλεια από το Λαγκαδά….Μόνον το Σαββατοκύριακο πήγαιναν στο χωριό το χειμώνα. Για καθαριότητα. Αυτή τη τυραννία τραβούσαν στους μπαξέδες και κοιμούνταν σε κάτι τρώγλες συγκατοικώντας μαζί με τα ζώα…Τι να πρωτοσκεφτούν αυτοί οι άνθρωποι, τι τυράννια στους μπαξέδες, τη μεταφορά με τα ζώα τα σαμάρια, ή το πιο μαρτύριο την εκμετάλλευση από τους εβραίους στην λαχαναγορά…Και το χειρότερο ήταν να είναι πάντα προσοχή μπροστά στα αφεντικά τους, τους Μπέηδες. Γι΄αυτό οι Λαγκαδιανοί την απέφευγαν αυτή τη δουλειά από τις πολλές σκοτούρες και πολύ δουλειά. Μόνον μετά το 1915 άρχισε από κανένας Λαγκαδιανός να δουλεύει μπαχτσέ…Και μετά το 1922 που ήρθαν οι πρόσφυγες και τους έδωσαν κλήρους μερικοί Θρακιώτες από την Ανδριανούπολη και από το Ροδεστό που ήταν καλοί επαγγελματίες καλλιεργούσαν μπαξέδες…. Και όσοι Δρυμιώτες βρέθηκαν στα τούρκικα κτήματα μας τους χρέωσε το κράτος. Και έτσι μείναμε στο Λαγκαδά…….

Όλη αυτή η ιστορία που διαβάσατε είναι γεγονότα που μου τα διηγήθηκαν οι παλαιότεροι και τα γράφω γιατί αυτά θα ξεχνιούνταν σαν να μην έγιναν….Και πρέπει να θυμόμαστε τι τυράννια που τράβηξαν οι Μακαρίτες.

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ

Η ΛΙΜΝΗ ΤΟΥ ΛΑΓΚΑΔΑ

Του κ. Χρήστου Φυλάκη

Δεν μπορώ να μη σας γράψω λίγα λόγια απ΄ ότι θυμάμαι από τη λίμνη μας, το γιαλό όπως τον έλεγαν οι παλιοί λαγκαδιανοί. Έχω αναμνήσεις από 80 χρόνια παλιότερα από την εποχή που πήγαινα στο δημοτικό σχολείο, γύρω στα 1930 ,τότε που η λίμνη μας ήταν στις μεγάλες της δόξες, τότε που ήταν το στολίδι του κάμπου της Μυγδονίας και που το νερό της έφτανε κοντά στα κτήματα του Πόνη. Είχε καλάμια στην άκρη της λίμνης και χρειαζόταν 500 μέτρα και περισσότερο για να φτάσεις στο καθαρό νερό. Από την άκρη μέσα στα καλάμια κυκλοφορούσαν οι πλάβες δηλαδή βάρκες που δεν είχαν μυτερά σκαριά από κάτω ,γιατί τα νερά ήταν ρηχά. Οι καλύβες που έμεναν οι ψαράδες ήταν μέσα στα καλάμια , φτιαγμένες πάνω σε πασσάλους μέσα στο νερό, και να είναι πιο ασφαλείς οι παλιοί ψαράδες και από τα άγρια ζώα που είχε πολλά τότε , αλλά και από κλέφτες και λογίς –λογίς κακοποιούς. Αυτοί οι καλαμιώνες ήταν πραγματικός θησαυρός γιατί ήταν πραγματική προστασία για ανθρώπους , για ζώα που έβρισκαν καταφύγιο, για εκατομμύρια πουλιά που έβρισκαν τροφή και ησυχία από ανθρώπους και αγρίμια. Μόλις νύχτωνε και έπεφτε το βράδι χώνονταν μέσα στα καλάμια χιλιάδες πάπιες ,χήνες, αμέτρητες μπεκάτσες και κοτσύφια και χιλιάδες άλλα μικρά πουλιά.

Οι άνθρωποι είχαν επίσης ένα καλό εισόδημα από τα καλάμια, γιατί πολλοί ήταν αυτοί που την άνοιξη πήγαιναν τα έκοβαν ,τα έκαναν δεμάτια και οι αγωγιάτες τα μετέφεραν στο Λαγκαδά .Εκεί στα συνεργεία των εργοδοτών δούλευαν αρκετοί εργάτες και έπλεκαν καλαμωτές που ήταν απαραίτητες για τις οικοδομικές εργασίες , μια και τότε όλες οι κατασκευές στις στέγες και στα χωρίσματα των δωματίων γινόταν από καλαμωτές. Από αυτά τα καλάμια λοιπόν της λίμνης ζούσαν αρκετές οικογένειες τα καλοκαίρια .Το χειμώνα είχε απασχόληση και δουλειά και για τους κυνηγούς γιατί όπως είπαμε είχε πολλά πουλιά και άγρια ζώα ακόμα και λαγούς και αλεπούδες .Δεν ήταν ερασιτέχνες κυνηγοί αλλά επαγγελματίες οι οποίοι πωλούσαν τα κυνήγια τους για να οικονομήσουν τα προς το ζην.

Τώρα ας έρθουμε στο κυριότερο επάγγελμα της λίμνης τους ψαράδες .Το κυριότερο και πιο βασικό επάγγελμα των Λαγκαδιανών ήταν το ψάρεμα .Αυτό θεωρούνταν το πιο σίγουρο και πιο αποδοτικό επάγγελμα της εποχής εκείνης και αυτό αποδείχτηκε όταν τι 1930 έγινε διανομή κλήρων στις οικογένειες του Λαγκαδά, οι ψαράδες δεν έδειξαν ενδιαφέρον για τη γη ,παρόλο που ο κλήρος ήταν 33 στρέμματα για τετραμελή οικογένεια. Στους ψαράδες έδωσαν μόνο από 5 στρέμματα σε χωράφια τέταρτης κατηγορίας, γιατί το επάγγελμα του ψαρά θεωρούνταν καλό και προσοδοφόρο. Είναι αλήθεια ότι τότε είχε πολλά ψάρια, γριβάδια, τούρνες, γκοτζάρια φημισμένα ,τσιρόνια, σίρκες, περκιά, γουλιανούς, χέλια και πάρα πολλά λιστιά. Και ο κόσμος τότε λόγω και της φτώχειας έτρωγε πολλά ψάρια γιατί ήταν και το πιο φθηνό φαγητό. Άλλωστε εδώ εφευρέθηκε και η τσιρονόπιτα. Βέβαια αυτά που λέμε δεν ίσχυαν μόνο για τους Λαγκαδιανούς αλλά και για τους κατοίκους των γύρω χωριών που συνόρευαν με τη λίμνη. Είχε πολλούς ψαράδες λοιπόν τότε γιατί οι άνθρωποι είχαν δουλειά για όλο το χρόνο , εκτός από τις 40 μέρες της απαγόρευσης που ήταν περίοδος αναπαραγωγής των ψαριών.Τότε κάναν για λίγο τους γεωργούς και δούλευαν περιστασιακά στα χωράφια.Με λίγα λόγια η λίμνη μας εκτός από την ομορφιά της , ήταν και ένας μεγάλος εργοδότης που έδινε δουλειά σε χιλιάδες ανθρώπους.Το 1941 με τη μεγάλη πείνα η λίμνη αποδείχθηκε μεγάλη μάνα για την περιοχή , γιατί έθρεψε τους ανθρώπους και έπαιξε σπουδαίο ρόλο τα δύσκολα χρόνια. Λες και από θαύμα εκείνη τη χρονιά είχε πάρα πολλά ψάρια που έφταναν να θρέψουν και τους ντόπιους αλλά και τους Γερμανούς που είχαν επιτάξει τη δουλειά των ψαράδων για να ταΐζουν το στρατό τους. Το χειμώνα είχε παγώσει η λίμνη και πήγαινε ο κόσμος έσπαγε τον πάγο και έβγαζε ψάρια. Πήγα και εγώ με τους φίλους μου ,πήραμε βαριοπούλες, σκαρπέλα, σπάναμε τον πάγο και βγάζαμε ψάρια .Πάγος 10-15 πόντους πάχος, περπατούσαμε πάνω του,και το κυριότερο κρατούσε τη στάθμη του νερού.Όλος ο κάμπος του Λαγκαδά είχε ευεργετηθεί από τη λίμνη γιατί έκανε έφορο το χώμα λόγω της υγρασίας του και χωρίς πότισμα έκαναν μεγάλες σοδειές ,ντομάτες ,μελιτζάνες, καρπούζια ,πεπόνια, καλαμπόκια, τροφοδοτούσαν ολάκερη τη Θεσσαλονίκη με τα καλύτερα και νοστιμότερα λαχανικά .Αργότερα ήρθε και ο σύλλογος κωπηλασίας

Και γινόταν προπονήσεις και αγώνες πρωταθλήματος . ΄Υστερα ιδρύθηκε και ο κωπηλατικός σύλλογος Λαγκαδά και πήγαιναν και τα δικά μας παιδιά και γυμνάζονταν . ΄Εκαναν και κτηριακές εγκαταστάσεις ,έγινε και ασφαλτόστρωση μέχρι την παραλία της λίμνης και ήταν όνειρο να πηγαίνεις βόλτα είτε με το αυτοκίνητο είτε με το ποδήλατο για να θαυμάσεις την ομορφιά της φύσης. Εκεί μαζευόμασταν τα Θεοφάνεια όπου ο δεσπότης έριχνε το σταυρό να αγιαστούν τα νερά και βουτούσαν μάλιστα και κολυμβητές. Όλα αυτά πριν από 15 χρόνια. Τώρα έσβησαν σαν ένα όνειρο. Τελευταία που πήγα και είδα την κατάσταση έφυγα τόσο στενοχωρημένος που δεν πάτησα ξανά .Από τότε ζω με τις αναμνήσεις από εκείνα τα παλιά καλά χρόνια που σας γράφω σήμερα.

Τα καφεκουρεία της παλιάς εποχής

Τα παλιά χρόνια στα χωριά τα καφενεία τα περισσότερα συγκατοικούσαν με τα κουρεία τους (μπαρμπέρηδες) όπως τους έλεγαν τότε… Σε μια γωνιά του καφενείου είχε στημένη την πολυθρόνα του και τον καθρέφτη του με τη βιτρίνα των εργαλείων του.

Εξυπηρετούνταν οι πελάτες χωρίς να ταλαιπωρούνται. Το βράδυ ή τη μέρα πήγαιναν στο καφενείο, κάθονταν για τον καφέ τους ή το ουζάκι τους, αν ήθελαν να κουρευτούν ή να ξυριστούν φώναζαν τον κουρέα από εκεί που καθόταν.

  • Έ… Απόστολε ή Πασχάλη, όπως τον έλεγαν τον κουρέα, θέλω να κουρευτώ ή να ξυριστώ, κράτα με σειρά.

Και ο κουρέας κρατούσε τη σειρά και τους φώναζε όταν έρχονταν η σειρά του καθενός. Και έτσι δεν πήγαινε χαμένος ο χρόνος που πάμε και περιμένουμε στο κουρείο να κουρευτούμε τώρα.

Αυτά τα καφενεία με τα κουρεία ήταν μέχρι το 1950-60 στα χωριά. Και στο Λαγκαδά θυμάμαι δύο την τελευταία δεκαετία του 50-60. Του Βαγγέλη Βαρβαλιού, που συγκατοικούσε στο καφενείο του Κωνσταντίνου Κυράνου στην Αγία Παρασκευή και το άλλο του Κωνσταντίνου Μυλωνά που ήταν εκεί δίπλα στο βενζινάδικο του Αλέξανδρου Αθανασιάδη και κατεδαφίστηκε. Οι κουρείς αυτοί έχουν και άλλη ιστορία, δεν ήταν μόνο κουρείς, εκτελούσαν και καθήκοντα γιατρού. Ο Βαγγέλης Βαρβαλιός, δεν ξέρω αν είχε άλλη ειδικότητα, αλλά την ειδικότητα για τη θεραπεία της κιτρινάδας του ίκτερου ήταν μοναδικός για την εποχή εκείνη πολλούς θεράπευσε με τη δική του πρακτική μέθοδο

Ο άλλος ο κουρέας ήταν πολυτάλαντος. Ήταν κουρέας, ήταν και ιδιοκτήτης του καφενείου αλλά εκτελούσε και καθήκοντα οδοντίατρου. Ο Κυρ-Κώστας είχε μια θαυματουργή τανάλια και τα ξήλωνε αμέσως. Το τι πόνο τραβούσε ο παθών δεν το ξέρω αλλά εξυπηρετούσε τον κόσμο. Έκαναν και οι δύο κουρείς, και ο Κυρ Κώστας και ο Κυρ Βαγγέλης κοινωφελές έργο αφού δεν είχε οδοντίατρο στο Λαγκαδά.

Αυτά τα δύο καφεκουρεία θυμάμαι στο Λαγκαδά.

Άλλα κουρεία είχε πολλά και καλά. Μόνο κουρεία. Και μερικά ήταν διακοσμημένα πολύ όμορφα, στην είσοδο της πόρτας είχαν κρεμασμένα σαν κουρτίνες σε κλωστή περασμένα κομματάκια ψιλά καλαμάκια και ανάμεσα τους από ένα χάντρο χρωματιστό. Τα είχαν πυκνά κρεμασμένα στην πόρτα και για να μπεις μέσα τα άνοιγες με τα χέρια και έμπαινες. Και έδειχναν μια ξεχωριστή ομορφιά από τα άλλα μαγαζιά.

Και πιο πολύ όμορφα έδειχναν τα μικρά παιδιά που είχαν τα κουρεία τότε που πήγαιναν να μάθουν την τέχνη όταν τελείωναν το δημοτικό σχολείο ήκαι νωρίτερα αν είχαν ανάγκη να βγάζουν κανένα χαρτζιλίκι βουρτσίζοντας τους πελάτες μετά το κούρεμα. Γυμνάσιο δεν πήγαιναν τότε, πολύ λίγα πήγαιναν, όλοι τέχνες μάθαιναν.

Αυτά θυμάμαι από το Λαγκαδά.

Και από το Δρυμό θυμάμαι που πηγαίναμε τακτικά τότε λόγω της καταγωγής μας. Είχαν οι γονείς μας τους πλησιέστερους συγγενείς τους που ήθελαν να τους επισκέπτονται. Και έβλεπα όλα τα καφενεία ήταν μικτά με κουρεία. Και μου διηγήθηκε ένας φίλος μου μια ιστορία που συνέβη σε ένα καφεκουρείο.

Ο καφετζής λεγόταν Μήτσος και δούλευε αυτός το καφενείο και σε μια άκρη του καφενείου ήταν εγκατεστημένο το κουρείο του Πασχάλη. Έτσι τον έλεγαν τον κουρέα. Αγαπημένοι και οι δυο τους δούλευαν ο καθένας το επάγγελμά του, είχαν καλή πελατεία, ο κόσμος τους αγαπούσε και προτιμούσε το μαγαζί τους, και ιδίως ο καφετζής που ήταν πολύ αγαπητός γιατί είχε πολύ χιούμορ και ήταν καλαμπουρτζής. Πήγαιναν να τους πει κανένα χωρατό να γελάσουν. Ο μπαρμπέρης ήταν πιο σοβαρός αλλά πολύ καλός κύριος. Και έτσι η δουλειά τους πήγαινε καλά και ήταν πολύ αγαπημένοι.

Μια μέρα του καλοκαιριού στου θέρους τον καιρό ήρθαν δυο-τρία γεροντάκια στο καφενείο. Όλος ο κόσμος ήταν στο θέρος. Στο χωριό ήταν μόνο οι γέροι, οι γριές και τα μικρά παιδιά.

Ούτε τα βράδια έρχονταν στο χωριό γιατί κοιμόταν στα χωράφια για να μην χασομεράνε στο πάνε-έλα. Και το λεπτό ήταν χρήσιμο. Όλα γινόταν με τα χέρια. Δρεπάνι, τσάπα, αλέτρι, τα πάντα. Μηχάνημα δεν υπήρχε, τίποτε. Σηκώνονταν από τα χαράματα και δούλευαν μέχρι αργά τη νύχτα .

Εκεί που καθόταν ο Μήτσος και ο Πασχάλης και τα γεροντάκια αφού ήπιαν τον καφέ τους έφυγαν και αυτοί έμειναν μόνοι τους. Ακουμπισμένοι στο τραπέζι να καπνίζουν το τσιγαράκι τους σιωπηλοί. Και ξαφνικά λέει ο Μήτσος του Πασχάλη:

  • Βρε συ Πασχάλη, τι καθόμαστε και οι δύο εδώ και χασομεράμε. Να πάμε να διούμε κι μεις κανένα χωραφούδ’ που έχουμε να του θιρίσουμε. Να οργώσουμε και κανένα (νιάμα), να του σπείρουμε λίγου σουσάμ’. Ζι τι λες; Δεν είναι καλή γνώμ’; Να πώ γω ταχιά εδώ κοντά έχω ένα χωραφούδ –σ’ ναριμπού- να το οργώσω, να του σπείρω λίγου σουσάμ’. Κι συ αλ’ μέρα παένς. Κάτσι μοναχός εδώ στον καφενέ. Σάματι έχ’ τώρα κόσμο; Το πολύ καναδυό παππούδες θα έρτουν. Κάμ’ τις από κανένα καφούδ’. Τι θάμα, ένα καφέδ’ δεν αγρικάς να κάμεις;
  • Πως βρε δεν ξέρω να κάνω; Απολογήθηκε ο Πασχάλης

Και έτσι βρήκαν τη λύση και έφυγαν το βράδυ για τα σπίτια τους.

Την άλλη μέρα το πρωί ο Μήτσος πήγε στο χωράφι και ο Πασχάλης πήγε και άνοιξε το καφενείο πρωί-πρωί. Συγύρισε το μαγαζί και σκούπισε και έκανε και καφέ και κάθισε να πιει το καφεδάκι του αφού ήτανε μόνος. Και κατά τις 9-10 η ώρα ήρθαν μερικά γεροντάκια και φώναζαν το Μήτσο να τους κάνει καφέ. Αλλά λέει ο Πασχάλης:

  • Εγώ θα σας κάνω καφέ, ο Μήτσος πάει στο χωράφ’ να οργώσ’.
  • Ξερ’ς βρε συ να καμ’ς καφέ;
  • Πως, βέβαια ξερω. Ένα καφέ δεν ξέρου να κάνου;

Και τους έκανε καφέ και κάθισε κι αυτός κοντά τους και κουβέντιαζαν μαζί μέχρι τις 11 η ώρα περίπου. Ησυχία είχε στην πλατεία, κόσμο δεν είχε. Σε λίγο άρχισαν να φεύγουν και τα γεροντάκια για τα σπίτια τους και έμεινε πάλι μόνος ο Πασχάλης.

Εκεί που έμεινε μόνος βλέπει έξω από την πόρτα του σταμάτησε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο και κατέβηκαν δυο αξιωματικοί και έρχονται προς την πόρτα του καφενείου. Μπαίνουν μέσα στο καφενείο οι αξιωματικοί και βλέπουν μόνο το Πασχάλη να κάθεται σε μια γωνιά και τον ρωτάν:

  • Εσείς είστε ο καφετζής εδώ;
  • Ναι, εγώ είμαι, απαντά ο Πασχάλης, αφού σηκώθηκε σαν τρομαγμένος.
  • Έχει τίποτα να κολατσίσουμε, κανένα πρόχειρο φαγητό;
  • Εμ, τι να έχ’ εδώ; Μόνο καφέδες κάνω, τώρα όλος ο κόσμος στο θέρος είναι.

Κατάλαβαν οι αξιωματικοί την κατάσταση και του λένε:

  • Αυγά δεν έχεις; Χωριό είναι εδώ. Πρέπει να έχεις.
  • Πως δεν έχω, αυγά έχω. Άμα θέλ’τι να σας τηγανίσου ή να σας βράσω κάμποσα.
  • Κάνε μας μερικά αυγά μάτια, λεν οι αξιωματικοί.
    Άμα άκουσε τα μάτια ο Πασχάλης κοκάλωσε από την απορία του τι είναι αυτά τα μάτια και πως γίνονται. Και ούτε αυτός τους λέει ότι δεν ξέρει αφού δεν έκανε άλλη φορά. Φεύγει με σκυμμένο το κεφάλι, πηγαίνει στο μπουφέ. Πίσω από το μπουφέ είχε μια πορτούλα που έβγαινε στο δρόμο. Ανοίγει με τρόπο την πορτούλα να μην κάνει θόρυβο και βγαίνει έξω στο δρόμο αφού έβγαλε την ποδιά του καφενείου.Περπατά βιαστικά με κατεύθυνση προς την Αριμπού (τοποθεσία έξω από το χωριό). Αφού βγήκε από το χωριό άρχισε να τρέχει. Το χωράφι ευτυχώς ήταν κοντά και έφτασε γρήγορα. Ο Μήτσος όργωνε, τον φωνάζει ακόμα από μακριά ο Πασχάλης:

    • Βρε συ Μήτσο, στάσου βρε λίγο να συ πω.

    Σταμάτησε τα βόδια ο Μήτσος τρομαγμένος και του λέει:

    • Τι βρε ίρτις; Έγινε τίποτε στο χωριό;
    • Όχι βρε, λέει ο Πασχάλης, να ήρταν δυο αξιωματικοί και ήθελαν να φαν τίποτε και μου είπαν να τσ’ κάνω αυγά μάτια στου τηγάν’. Πως γίνουνται αυτά τα αυγά έτς;
    • Και γι’ αυτό ίρτις σα παγαδομένος μέχρι εδώ βρε χαϊβάν’… Τσάκιστα τα αυγά στου τγάν’ ένα δίπλα στο άλλο και μην τα ανακατώνς. Αυτό είναι όλο.
    • Αυτό ήταν εύκολο βε, λέει ο Πασχάλης, και παγάδοσα να έρτου μέχρι εδώ.

    Και παίρνει το δρόμο της επιστροφής ο Πασχάλης, λαχανιασμένος φτάνει στο καφενείο. Φυσικό είναι να ανησύχησαν οι αξιωματικοί που εξαφανίστηκε από το καφενείο τόση ώρα.

    Μόλις τον είδαν τον ρώτησαν γιατί έφυγε τόση ώρα και τους άφησε μόνους. Αλλά ο Πασχάλης αυτή τη φορά έκανε χρήση την εξυπνάδα του, τους λέει:

    • Να, πήγα σν’ αχυρώνα και πήρα φρέσκα αυγά που γένσαν οι όρθες να σας τγανίσου.

    Και δικαιολογήθηκε και τους ευχαρίστησε με τα δήθεν φρέσκα αυγά.

Η πορεία προς το Μέτωπο

 

Στο Σιδηρόκαστρο μείναμε δυο μήνες περίπου˙ πηγαίναμε και κάναμε τηλεφωνικές στα Βουλγαρικά σύνορα. Στις 15 Ιανουαρίου 1941 ήρθε διαταγή να φύγει η 6η Μεραρχία για την Αλβανία για την ενίσχυση του μετώπου.

Σε δυο μέρες φύγαμε˙ το ταξίδι ήταν μια νέα περιπέτεια˙ με το τραίνο πήγαμε στο Αμύνταιο˙ κάναμε δυο μέρες να φτάσουμε, παστωμένοι 70 – 80 άτομα σε εμπορικά βαγόνια, μα και όταν φτάσαμε και κατεβήκαμε, δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε, είχαμε μουδιάσει. Ο βράδυ μείναμε σ’ ένα χωριό και όταν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα ξεκινήσαμε για την Κορυτσά. Τις μέρες στρατοπεδεύσαμε στα χωριά, και τη νύχτα συνεχίζαμε την πορεία μας για να μη δίνουμε στόχο στ’ αεροπλάνα.

Στην Κορυτσά φτάσαμε αρχές Φεβρουαρίου και μείναμε μόνο μια βδομάδα˙ η νέα διαταγή μας έστελνε στο κεντρικό μέτωπο στην Κλεισούρα.

Άρχισε πάλι η νυχτερινή πορεία και μετά από 5 – 6 μέρες φτάσαμε στον προορισμό μας˙ εκεί συναντήσαμε κατά πρόσωπο τη φρίκη του πολέμου.

Κατά τις 12 τα μεσάνυχτα φτάσαμε στα στενά της Κλεισούρας. Οι Ιταλοί ξέροντας ότι μόνη διάβαση είναι αυτή, βομβάρδιζαν συνέχεια με το πυροβολικό τους˙ έτσι για να περάσουμε έπρεπε να μετράμε τη συχνότητα του χρόνου που έπεφταν οι οβίδες˙ λίγοι – λίγοι περάσαμε και τα ξημερώματα φτάσαμε στο γνωστό ύψωμα «3 αυγά». Το θέαμα ήταν ανατριχιαστικό˙ το βουνό ήταν γεμάτο πτώματα Ιταλών από την προηγούμενη μάχη, που τα εγκατέλειψαν εκεί χωρίς να τα θάψουν. Εγκατασταθήκαμε εκεί, κάναμε χαρακώματα, καμουφλάζ, στήσαμε αντίσκηνα.

Μπροστά μας ήταν το ύψωμα της Τρεμπεσίνας˙ συνδεθήκαμε με το Τάγμα Πεζικού, όπως ήταν η διαταγή, για να συνδεόμαστε με την πρώτη γραμμή και από κει με τη μεραρχία.

Φθάνουμε στο Μάρτιο˙ και στις 9 Μαρτίου οι Ιταλοί αποφασίζουν τη μεγάλη επίθεση. Αδύνατο να περιγράψει κανείς την κατάσταση˙ καίγονταν όλη η Τρεμπεσίνα!!! Ο ίδιος ο Μουσολίνι διεύθυνε τις επιχειρήσεις, χωρίς να μπορέσει να σπάσει την γραμμή του μετώπου μας. Το μακελειό κράτησε μια εβδομάδα. Ο πόλεμος όμως για εμάς κατάντησε ρουτίνα και τα γιοφύρια άρχισαν να κόβονται πίσω μας. Στις 6 Απριλίου μάθαμε τα δυσάρεστα, ότι μας επιτέθηκαν και οι Γερμανοί. Σε λίγες μέρες μάθαμε ότι οι Γερμανοί μπήκαν στη Σαλονίκη! Απελπισία! Σε δυο – τρείς μέρες ήρθε η διαταγή για οπισθοχώρηση. Οι πληροφορίες μας έλεγαν ότι η πρώτη γραμμή ήταν μέσα˙ στην Αλβανία, η Βόρειος Ήπειρος σημαιοστολίστηκε και υποδέχτηκε τον Ελληνικό στρατό. Ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων συνόδευσε το στρατό και έκαναν δοξολογία στη Μητρόπολη Αργυροκάστρου. Τώρα πια δεν έβρεχε κι όμως, όλοι ήταν μουσκεμένοι από τα δάκρυα της χαράς. Και ξαφνικά πάνω που κηρύχτηκε η απελευθέρωση της Βόρειας Ηπείρου ν’ ακούς τη λέξη «οπισθοχώρηση»!!!

Σε χρόνο μηδέν ετοιμαστήκαμε˙ πετάξαμε ακόμη και το φαγητό από τα καζάνια και ξεκινήσαμε˙ τρείς μέρες περπατούσαμε μέσα στην Αλβανία και οι Ιταλοί από κατόπι μας κυνηγούσαν. Ήταν Μεγάλη Βδομάδα του 1941 όταν άρχισε η οπισθοχώρηση˙ η μόνη ΜεγαλοΒδομάδα που είχαμε πλήρη νηστεία. Κάναμε 3 – 4 μέρες τελείως νηστικοί, μόνο το Μεγάλο Σάββατο έγινε το θαύμα!!! Ένα Ιταλικό αεροπλάνο άρχισε να ρίχνει από ψηλά. Νομίσαμε πως άρχισε βομβαρδισμός και καλυφθήκαμε. Όμως διαπιστώσαμε πως δεν έσκαγαν τα «βλήματα» που έπεφταν. Όταν έφυγε το αεροπλάνο σηκωθήκαμε και είδαμε πως δεν έριξε βόμβες, αλλά κιβώτια με τρόφιμα. Τι έγινε; Κατά λάθος μας πέρασαν για Ιταλικές μονάδες και μας έριχναν φαγητά!!!

Έτσι κάναμε «Ανάσταση» λίγες ώρες νωρίτερα! Νύχτα – πάνω – στη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου φτάσαμε στα ελληνικά σύνορα και στρατοπεδεύσαμε στην Κόνιτσα. Ξημέρωνε Πάσχα του 1941. Ήταν πραγματική Ανάσταση γιατί πατούσαμε σε ελληνικό έδαφος και κυρίως γιατί καταφέραμε να γυρίσουμε ζωντανοί.

Φάγαμε Πασχαλιάτικο κατσικάκι και πήραμε και όλοι από ένα, άσπρο όμως, αυγό, για να τσουγκρίσουμε κατά το έθιμο. Δεν προλάβαμε όλοι να αρχίσουμε το Πασχαλινό τραπέζι και η χαρά έγινε λύπη, αυτόματα.

Ένα σμήνος γερμανικών αεροπλάνων που μας είχε εντοπίσει άρχισε να βομβαρδίζει την περιοχή, πετώντας όσο πιο χαμηλά μπορούσαν, σχεδόν πάνω από τα δέντρα˙ εμείς αντιαεροπορικά δεν είχαμε και βρήκαν ευκαιρία και μας βομβάρδιζαν ως το βράδυ.

Είχαμε πολλές απώλειες, τουλάχιστον προλάβαμε και είπαμε το «Χριστός Ανέστη» με τα παιδιά που έφυγαν για πάντα από κοντά μας! Στις 11 τη νύκτα, εκεί καθώς περπατούσαμε, ένας Ιππέας μας γνωστοποίησε ότι το Γ’ σώμα στρατού, υπέγραψε συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς.

Στην αρχή χαρήκαμε που τελείωσε ο πόλεμος, όμως από σήμερα άρχιζαν τα δύσκολα, ξεκινούσε η μαύρη περίοδος της Γερμανικής κατοχής.

Μετά από 10 μέρες πεζοπορία, από τα Γιάννενα έφτασα στη Σαλονίκη και από κει με κάρο στο Λαγκαδά.

 

Λαγκαδάς 1η Μαΐου 1941

 

Την άλλη μέρα το πρωί ήρθε και ο Γιώργος ο αδερφός μου˙ η χαρά μεγάλη σε όλους, όμως από τα 100 περίπου παλικάρια στο Λαγκαδά που επιστρατεύτηκαν οι 90 μόνο γύρισαν πίσω.

10 λεβέντες μπήκαν στο βιβλίο της Ιστορίας και ανήκουν πλέον στο πάνθεον των ηρώων του Έπους του ̉40.

Από δω και κάτω δεν θα μπει
—————————————————————————————————————-

Ο Κωνσταντίνος Γκόσιος ανθυπολοχαγός του 19ου Συντάγματος Πεζικού στις 14 Μαρτίου του ̉41 έπεσε μαχόμενος στο ύψωμα 717 Ν/Δ του Μπούμπεση. Ο επίσης ανθυπολοχαγός Πεζικού Χρήστος Τσαπάρας έπεσε στο Ιστίμπεη, στο Μπέλες στις 6 Απριλίου˙ ο Σωκράτης Τσακάλης Στρατιώτης του 3ου Συντάγματος Ιππικού έπεσε στις 5 Δεκεμβρίου του ̉40 στο Πρεμετή, ο Τριαντάφυλλος Μπίλλης, Λοχίας του 19ου Συντάγματος Πεζικού συμπολεμιστής του Κωνσταντίνου Γκόσιου, σκοτώθηκε μια μέρα νωρίτερα από τον ανθυπολοχαγό του στις 13 Μαρτίου του ̉41 στο ύψωμα 717 Ν/Δ του Μπούμπεση.

Η μάννα του, η κυρά – Κασσιανή σαν το ̉μαθε πως ο πρωτότοκος της έφυγε τόσο γρήγορα, κλείστηκε στην κάμαρά της και δεν ξαναβγήκε ποτέ μέχρι τη μέρα που πέθανε. Έφυγε με τον καημό του. στο 19ο Σύνταγμα Πεζικού πολεμούσε ένα ακόμη Λαγκαδιανό παλικάρι, ο Κωνσταντίνος Ξανθόπουλος˙ ήταν Λοχίας και έπεσε μαχόμενος 11 μέρες μετά τον Τριαντάφυλλο Μπίλλη στο ίδιο ύψωμα του Μπούμπεση. Στις 9 Δεκεμβρίου του ̉40 πέφτει στη μάχη ο Χαράλαμπος Μαυροβουνιώτης, στρατιώτης του 13ου Συντάγματος Πεζικού. Στο Ιστίμπεη πέφτει και ο Λοχίας Κωνσταντίνος Ασίκης ενώ κατά την προέλαση των ελληνικών δυνάμεων προς την Αλβανία πνίγεται στα παγωμένα νερά του Αώου ποταμού ο Λοχίας και ταχυδρόμος του στρατού Φώτιος Βαρβαλιός.

Στη μάχη της Κρήτης έπεσαν άλλα δυο παλικάρια του Λαγκαδά, ο Πέτρος Γιάντσος και ο Δημήτριος Χορόσκελης. Δέκα καντήλια καίνε στη μνήμη τους για να φωτίζουν το δρόμο το δικό μας.

Άλλα 15 παιδιά γύρισαν με τραύματα, άλλος βαριά, άλλος ελαφρύτερα, όμως αξίζει τον κόπο να τιμήσουμε τον αγώνα τους και να αναφέρουμε τα ονόματά τους.

Ήταν: ο Αχιλλέας Δορβατζίκης, ο Κωνσταντίνος Καλαϊτζίδης, ο Γρηγόριος Γκουτζέλης, ο Λέανδρος Νάνος, ο Δημήτριος Κρέης, ο Σταύρος Ηλιάδης, ο Αντώνιος Κούφας, ο Κωνσταντίνος Νικολής, ο Βασίλειος Κανελόπουλος, ο Γεώργιος Μπαλόμπας, ο Γεώργιος Γαλατάς, ο Αντώνιος Μπαλτζής ο Θωμάς Στάμενης, ο Σταύρος Σταυρούσης και ο Γιάννης Σαρίκος.

Ο πόλεμος είχε τελειώσει στα βουνά˙ μα η περίοδος της Κατοχής ήταν δέκα φορές χειρότερη από τις μάχες, γιατί αφάνιζε πολύ κόσμο η πείνα και ο κατατρεγμός.

Τώρα δεν κλαίγαμε τα σκοτωμένα παιδιά˙ τώρα κλαίγαμε για τα ζωντανά, για το πώς θα κρατηθούν στη ζωή.

Να δώσει ο Θεός άλλο κακό να μην μας βρεί!!!

 

ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΜΑΠΙΤΣΟΣ

Ήταν αρχές Αυγούστου του 1942. Κατοχή από τους Γερμανούς. Όλος ο κόσμος ήταν αφοσιωμένος στη δουλειά του για να εξασφαλίσει μόνο κάτι τρόφιμα για να ζήσει, τίποτε άλλο δεν ήθελε. Ο χειμώνας που πέρασε του 1941 – 42 ήταν ο φρικτότερος χειμώνας της ζωής μας. Μας άφησε πολλές φρικτές αναμνήσεις και παθήματα από την πείνα. Από απόψεως ενημέρωσης, για τα νέα της καταστάσεως της εποχής εκείνης, είχαμε μαύρα μεσάνυχτα. Από πού να μάθουμε, τίποτε δεν υπήρχε, ούτε ραδιόφωνο, ούτε εφημερίδες… μόνο μια ψευτοεφημερίδα είχε της κατοχής (Νέα Ευρώπη) που έγραφε μόνο τις επιτυχίες του πολέμου, – τις δικές τους επιτυχίες-.

Εκείνες τις μέρες βλέπουμε μια κίνηση των Γερμανών στο Λαγκαδά, χωρίς να ξέρουμε εμείς τι συμβαίνει και από πού να ξέρουμε! Φαινόταν σαν κάτι να ψάχνουν να βρούνε. Και λέγαμε μήπως ψάχνουν κανέναν Εγγλέζο να βρούνε, γιατί μερικοί είχαν μείνει στην Ελλάδα και τους είχαν κρυμμένους στα σπίτια. Αυτά λέγαμε χωρίς να ξέρουμε τίποτε.

Εκείνη την εποχή του Αυγούστου είχε πολύ παραγωγή ντομάτας και μελιτζάνας. Αυτά ήταν τα προϊόντα του Λαγκαδά που τροφοδοτούσε στη Θεσσαλονίκη τα πιο βασικά προϊόντα διατροφής και σκέψου τι δουλειά είχαμε και δεν ευκαιρούσαμε να μάθουμε τίποτε εκείνες τις μέρες που είχε πολύ παραγωγή κηπευτικών.

Πηγαίνει στο μπαξέ του Θεμιστοκλή Μαπίτσο ένας φίλος του, ονόματι Γεώργιος Λυράκης, Δικολάβος το επάγγελμα, και τον παρακάλεσε να του μεταφέρει ένα κοφίνι ντομάτα στη Θεσσαλονίκη για κάποιον συγγενή του μαζί με τα δικά του προϊόντα, παρόλο που είχε πολύ φορτίο στο κάρο. Τι να κάνει, το φόρτωσε ο καλόκαρδος Θεμιστοκλής, αφού τον είπε είναι ανάγκη, θα τον περιμένει ένας συγγενής του στη λαχαναγορά. Το φόρτωσε το κάρο, το είχε πολύ συσκευασμένο για την εποχή εκείνη και ούτε έβαλε καμία υποψία γιατί τόση περιποίηση και το σπουδαιότερο δεν τον ρώτησε από πού τις ντομάτες, εφόσον δεν είχε δικές του ή δεν αγόρασε ένα κοφίνι από τον ίδιο. Το φόρτωσε και ξεκίνησε τη νύχτα για τη Θεσσαλονίκη. Έφθασε τα ξημερώματα στο φυλάκιο του Δημοτικού φόρου που ήταν μπροστά στη σημερινή Δημαρχία της Σταυρούπολης. Εκεί πληρώνανε το Δημοτικό φόρο εισερχομένων προϊόντων παντός τύπου τροφίμων κ.λ.π. Τον Αύγουστο που ήταν η μεγάλη παραγωγή, είχε πολλά κάρα και έπρεπε να περιμένεις στη σειρά για να έρθει η σειρά σου. Ο Θεμιστοκλής ξημερώματα βρέθηκε κοντά στο φυλάκιο του φόρου.

Και ξαφνικά έρχεται ένα περίπολο Γερμανών και του λέει να σταματήσει το κάρο για να ανοίξει το δρόμο για να περάσουν απέναντι που είχε τότε ένα μικρό λόφο στο Δημοτικό κατάστημα από πίσω. Σταμάτησε το κάρο του ο Θεμιστοκλής και έρχονται από πίσω ένα εκτελεστικό απόσπασμα Γκεσταπίτες Γερμανοί και στη μέση είχαν 5 – 6 άτομα για εκτέλεση που τους έβγαλαν από το στρατόπεδο (Παύλου Μελά).

Πέρασαν από μπροστά από το κάρο του και τους πήγαιναν στον απέναντι λόφο για εκτέλεση για αντίποινα των σαμποτάζ που έκαναν οι δικοί μας αγωνιστές. Αυτό το θέαμα ήταν φρικτό. Το βλέπαμε εμείς που πηγαίναμε με λαχανικά στη Θεσσαλονίκη πολύ τακτικά, γιατί οι εκτελέσεις γινόταν τα χαράματα και εμείς εκείνη την ώρα περίπου βρισκόμασταν εκεί. Το άγαλμα με τους τρείς ανδριάντες που είναι στημένο μπροστά στη Δημαρχία της Σταυρούπολης δεν ξέρω εάν το έχουν για αυτό το σκοπό.

Φεύγει ο Θεμιστοκλής από το φυλάκιο του φόρου και πάει στη λαχαναγορά για να ξεφορτώσει τα λαχανικά του. Εκεί τον περίμενε ένας νεαρός και παρέλαβε το κοφίνι της ντομάτας που του έστειλε ο Λυράκης από το Λαγκαδά και εκεί για το Θεμιστοκλή έληξε η αποστολή του.

Το περιεχόμενο που είχε το κοφίνι της ντομάτας από κάτω, αποκαλύφθηκε ύστερα από πέντε χρόνια, όταν διάβασα μια μέρα στην εφημερίδα (Ελληνικός Βορράς) ένα ρεπορτάζ κατοχής – που είχε κάθε μέρα από μια περίπτωση που λεγόταν «οι άγνωστοι ήρωες» – ότι στο Λαγκαδά υπήρχε το 1942 ένας πομπός ασυρμάτου που μετέδιδε τις κινήσεις των Γερμανών στη μέση Ανατολή. Και έψαχναν να τον βρούνε αλλά οι ήρωες που τον χειριζόταν, τον φευγάτιζαν μέσα σε ένα κοφίνι ντομάτας που το μετέφερε ο φιλήσυχος αγρότης από το Λαγκαδά Θεμιστοκλής Μαπίτσος που ένα αγνοία του τον μετέφερε στη Θεσσαλονίκη και ας πέρασε μπροστά από το κάρο ολόκληρο εκτελεστικό απόσπασμα. Φαντάσου εάν το ήξερε ο άνθρωπος τι κουβαλούσε με το κάρο του τι θα έκανε εκείνη την ώρα. Αν και ήταν ο Θεμιστοκλής πολύ ψύχραιμος, ποτέ δεν λύγισε στην κατοχή, ούτε από τους Γερμανούς, ούτε από τους Βούλγαρους. Αντιμετώπιζε όλους σαν εχθρούς του, μέχρι και τους έβριζε καμιά φορά χωρίς να ξέρουνε βέβαια τι τους έλεγε. Τον σέβονταν ίσως για την ηλικία του. Ήταν κοντά στα 60 και ήταν λίγο μερακλής στο ποτό. Είχε και την ευχέρεια του λόγου και τους κατάφερνε ιδίως τους Βούλγαρους, διότι ήξερε καλά τα Βουλγάρικα. Τους έβριζε κατάμουτρα αλλά δεν παρεξηγιόταν.

Αυτός ήταν ο μπάρμπα – Θεμιστοκλής. Ποιος δεν τον θυμάται από τους ηλικιωμένους. Και για να σας παρουσιάσω και μια εικόνα στην φαντασία σας, έμοιαζε σαν τον ηθοποιό Ορέστη Μακρή. Όταν έπινε κανένα ποτηράκι δεν θα αμφέβαλες αν θα μπορούσες να τον ξεχωρίσεις για την ομοιότητα.

Αυτή ήταν η ιστορία του Θεμιστοκλή που έγραψαν οι εφημερίδες της μεταφοράς του ασυρμάτου. Την περιπέτεια που πέρασε στην μεταφορά με τους Γερμανούς, μου την διηγήθηκε ο ίδιος μετά… και θέλω να σχολιάσω την απορία μου που δεν τον φώναξε κανένας από τις αρχές ούτε να του πούνε τουλάχιστον ένα ευχαριστώ. Αν οι Γερμανοί που πέρασαν τότε μπροστά από το κάρο του, είχαν τότε κανένα ανιχνευτικό μηχάνημα θα τον εκτελούσαν επί τόπου και ας δικαιολογούνταν ότι δεν ήξερε τίποτα που του το φόρτωσαν. Τα χρόνια τότε ήταν σκοτεινά στον εμφύλιο, που να δούνε οι αρχές τέτοιες λεπτομέρειες.

 

Αληθινές ιστορίες της κατοχής

Βασίλης Γκάλιος – Το αδικοσφαγμένο παλικάρι

 

Κατοχή, χειμώνας του 1941 – 42, ο βαρύτερος και φριχτότερος χειμώνας όλων των χρόνων που έζησα. Κατοχή, κακοκαιρία, πείνα, το ένα χειρότερο από το άλλο, τι να δεις πρώτα. Στην αρχή του χειμώνα είχαμε μόνο τα δύο, κατοχή και κακοκαιρία, η πείνα ήταν σε πολύ λίγα άτομα, ανήμπορα και πολύ άπορα. Όσο προχωρούσε όμως ο χειμώνας η πείνα απλώνονταν περισσότερο γιατί τελείωναν τα αποθέματα, τα λιγοστά που είχε ο κόσμος. Διότι εκείνη τη χρονιά είχε πολύ μικρή σοδειά, γενικά σε όλο το κράτος, λόγω του πολέμου και σπάρθηκαν πολύ λίγα σιτηρά.

Ποιος να τα σπείρει; Οι άνδρες που δούλευαν τα χωράφια επιστρατεύτηκαν, τα άλογα επιτάχτηκαν, έμειναν οι ηλικιωμένοι, τα γυναικόπαιδα και τα γέρικα ζώα που ήταν πολύ λίγα, τρακτέρ δεν υπήρχαν τότε ούτε ένα, μέχρι και τα γαϊδουράκια έζεψαν στο αλέτρι για να σπείρουν λίγο στάρι, κριθάρι, σίκαλη για ψωμί, τα λίγα τρόφιμα που υπήρχαν πέρασαν στα χέρια των μαυραγοριτών, αυτοί έκαναν κουμάντο στις τιμές των τροφίμων, όσο ήθελαν πουλούσαν και τους παρακαλούσαν να τους δώσουν από αυτά που υπήρχαν στάρι, καλαμπόκι, κριθάρι, σίκαλη, ό,τι να ‘ταν για να κάνουν λίγο ψωμάκι και για φαγητό φασόλια, φακές, ρεβίθια, λάδι και σουσάμι.

Για φωτισμό λόγο πετρέλαιο και εκείνο όχι άσπρο, ούτε σαν το σημερινό της θέρμανσης, μακάρι να ήταν τέτοιο, ήταν σαν το μαζούτ που έκαιγε και τι γυαλί ήταν πάντα μαύρο και τάχα υπήρχε φως.

Ζάχαρη δεν υπήρχε, ούτε καφές, για καφέ έψηναν ρεβίθι, κριθάρι, το άλεθαν και έπιναν το καφεδάκι τους. Για ζάχαρη έβαζαν χαρούπι, το ρύζι το αντικατέστησε το πληγούρι φτιαγμένο από στάρι, διότι ρύζι δεν έσπερναν στην Ελλάδα, μας έρχονταν από το εξωτερικό και ό,τι ήταν εισαγόμενο δεν μπορούσε να έρθει τίποτε.

Αυτή ήταν η κατάσταση των τροφίμων των βασικών τότε, και από τα λίγα που είχαν ή έβρισκαν οι Γερμανοί σε καμιά αποθήκη με ποσότητα τα αγόραζαν όλα τα τρόφιμα που ήταν μέσα, τρόπος που λέγει τα αγόραζαν, τα κατάσχεσαν διότι τα πλήρωναν επί τόπου˙ κύριοι οι άνθρωποι με μάρκα της κατοχής. Σε όποιο κράτος κυρίευαν έκοβαν χρήμα κατοχής και αγόραζαν τα πάντα για να τρώει ο στρατός τους˙ το χρήμα τους, τα μάρκα, δεν είχαν αντίκρυσμα, ήταν ένα ψεύτικο χρήμα, σαν ένα απλό χαρτί.

Αυτή ήταν η κατάσταση του μαύρου εκείνου χειμώνα, είχαμε και τους Γερμανούς στο κεφάλι μας, όπου και αν πήγαινες έπρεπε να έχεις άδεια κυκλοφορίας, ιδίως τη νύχτα εμείς που πηγαίναμε στη Θεσσαλονίκη τα λαχανικά, είχαμε την άδεια στη τσέπη μας σαν διαβατήριο διότι μας σταματούσαν στο δρόμο τα περιπολικά και μας έκαναν έλεγχο. Έπρεπε να ήταν υπογεγραμμένη από τον (κομαντατούρ), τον διοικητή του τόπου σου. Ευτυχώς όμως που εκείνο τον πρώτο χειμώνα ήταν και ένα καλό, ήταν ελεύθερη η κυκλοφορία της νύχτας, αργότερα δε όταν βγήκε η αντίσταση του (ΕΑΜ) απαγορεύτηκε.

Δεν μας έφταναν τα τόσα που είχαμε εκείνο το χειμώαν, μας προστέθηκε και άλλος μπελάς στο Λαγκαδά, ακριβώς στην καρδιά του χειμώνα που οι θερμοκρασίες ήταν –15 έως –20 βαθμούς Κελσίου. Άρχισαν και οι κλεψιές τη νύχτα σε τρόφιμα στάρι, καλαμπόκι και ό,τι έβρισκαν, ιδίως σε τρόφιμα γιατί αυτά είχαν μεγάλη ζήτηση και έστσι τρομοκρατήθηκε ο κόσμος γιατί αυτά τα λίγα που είχαν πήγαιναν τη νύχτα στα σπίτια και τα έκλεβαν. Κάθε βράδυ γινόταν κρούσματα και τα μαθαίναμε την άλλη μέρα, φόβος και τρόμος του κοσμάκη.

Εμείς στο σπίτι μας τα βάλαμε κάτω από τα κρεβάτια μας. Ήμασταν τέσσερα αδέρφια, είχαμε δυο μεγάλα μαντρόσκυλα και δόξα το Θεό δεν πάθαμε ζημιά.

Στη γειτονία μα στους περισσότερους τους πάτησαν τα σπίτια τους την νύχτα. Έναν γείτονα μας που είχε έρθει από τη Ρωσία το 1938-39, τότε που τους έδιωξε ο Στάλιν, νοίκιασε ένα χωράφι που ήταν μπαξές πριν και το έσπειρε καλαμπόκι και ήταν δεκαμελής οικογένεια, πρόσφυγες, καταλαβαίνεις την φτώχια τους. Εμείς κτήματα είχαμε και ζοριστήκαμε όχι αυτοί που δεν είχανε ούτε πιθαμή χωράφι. Αυτό μόνο το λίγο καλαμπόκι που έβγαλαν από το χωράφι που νοίκιαζαν και έλεγαν να περάσουν το χειμώνα, πήγαν και σε αυτούς τους ανθρώπους ένα βράδυ τα αδίστακτα κλεφτρόνια κι εκεί που τα είχαν πίσω από το σπίτι τους, σε μια αποθηκούλα, τους τα μάζεψαν όλα, ότι είχαν, το καλαμπόκι, λίγο αλεύρι και ένα αρνί που είχαν και αυτό το πήραν.

Την άλλη μέρα το πρωί ο καημένος ο παππούς ο φαμίλιας της δεκαμελούς οικογένειας, που ήταν τόσο καλός και τον σέβονταν τα παιδιά και τα εγγόνια του, που ακόμα το θυμάμαι εκείνο το σεβάσμιο γεροντάκι, έκλαιγε σα μωρό παιδί. Ήταν πρωί ακόμα και εγώ έκανα βόλτα στο μπαξέ, εκεί κοντά και φωνάζει Χρήστο – Χρήστο έλα λίγο προς τα εδώ και πήγα κοντά του και πήγα κοντά του να δω τι με θέλει. Μόλις πήγα κοντά του τον βλέπω να κλαίει ο παππούς, αμέσως έβαλα στο νου μου το κακό, μήπως έπαθε κανείς τίποτε από την οικογένειά του. Τι πάθατε του λέω παππού, μήπως αρρώστησε κανείς; Μου λέει παιδί μου εμείς είμαστε δόξα το Θεό καλά, άλλο πάθαμε, τα λίγα τρόφιμα και το αρνί που είχαμε, μας τα πήραν όλα.

Ακούγοντας αυτά τα λόγια του παππού κόπηκαν τα πόδια μου, πολύ στεναχωρέθηκα τι θα γίνουν αυτοί οι άνθρωποι; 10 μέλη οικογένεια, ξένοι πρόσφυγες, καμία γνωριμία δεν είχαν πουθενά, ούτε μπορούσε να τους βοηθήσει κανένας, το κράτος διαλυμένο και ποιος μπορούσε να βοηθήσει τότε, ο καθένας κοίταζε να βγάλει το χειμώνα. Τότε σταμάτησα και δε μιλούσα τίποτα στον παππού που έκλαιγε, το μυαλό μου πάει σε αυτά τα καθάρματα, τη συμμορία των κλεφτών που πήγαιναν και έκλεβαν το λίγο ψωμάκι που είχε ο καθένας στο σπίτι του, εγκληματίες σαν να σκότωναν ανθρώπους, κάθε βράδυ που άδειαζαν τα σπίτια. Η αστυνομία ανήμπορη να βοηθήσει, οι Γερμανοί είχαν το πάνω χέρι, αυτοί έκαναν κουμάντο, δεν τους ένοιαζε για τον κοσμάκη, αυτούς δεν τους ενδιέφερε να μην πειράξουν αυτούς, τότε αλίμονο σε σκότωναν επί τόπου.

Αυτή η κατάσταση κράτησε όλο το χειμώνα, την άνοιξη Μάρτιο μήνα λήστεψαν ένα σπίτι πάλι στη γειτονιά μας, στο δρόμο κοντά στη Χρυσαυγή. Ένας φίλος μου, νέος τότε στη κατοχή που σήμερα είναι παππούς, μου τα διηγήθηκε πως έγινε η κλεψιά. Είχαν τα τρόφιμα στο διπλανό δωμάτιο και από ένα παράθυρο τα έβγαλαν όλα έξω. Τα σπίτια τότε ήταν πολύ χαμηλά και δεν τους δυσκόλεψε να τα βγάλουν όλα έξω. Άκουσαν θόρυβο την ώρα που έφευγαν, αλλά που τα βγούνε έξω, φοβόντουσαν, τότε δεν το είχαν σε τίποτε μπορούσαν να σε σκοτώσουν και ποιος θα τους έπιανε μετά και έτσι το πρωί που βγήκαν είδαν τη ζημιά που τους είχαν κάνει οι αλήτες, τους τα σήκωσαν όλα ό,τι είχαν από είδη τροφίμων. Η οικογένεια αυτή ήταν αξιοπρεπής, με καλούς συγγενείς και τους συμπαραστάθηκαν σαν να μην έγινε τίποτα. Αλίμονο σε κάτι οικογένειες σαν την προηγούμενη τη 10μελή και πρόσφυγες και ξένοι και δεν τους ήξερε κανένας, μόνο εμείς στη γειτονιά μας που τους είχαμε δυο χρόνια, τους καταλάβαμε τους ανθρώπους και τους βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε, μα δε σώνονταν η κατάσταση, τότε με τέτοιες βοήθειες ήταν σαν να δίναμε ψίχουλα απέναντι σε μια πολυμελή οικογένεια και ο Θεός τους βοήθησε και έτσι βγάλανε το χειμώνα.

Αυτή η συμμορία των κλεφτών, ήταν πολύ οργανωμένη, σαν γκακστερική, έκαναν τόσο καλά τη δουλειά τους, που δεν μπορούσε κανείς να τους υποψιαστεί. Την ημέρα καθόταν στα καφενεία όπως όλος ο κόσμος και έπιναν το καφεδάκι τους, το ουζάκι τους, το καλαμπούρι τους και συζητούσαν και το ζήτημα των κλεφτών και έλεγαν μάλιστα χωρίς ανθρώπινο ένστικτο, «καλά αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν ανθρώπινη συνείδηση που πάνε και κλέβουν από ένα φτωχό το ψωμάκι του»˙ κάτι τέτοια έλεγαν για να μην τους υποψιαστούν. Ο αρχηγός τους ήταν πολύ διαβασμένος με πολύ μυαλό για αυτή τη δουλειά. Αφού οι Γερμανοί κάθε βράδυ γύριζαν περιπολία, έβγαιναν και οι δικοί μας χωροφύλακες και όμως δεν μπόρεσε να τους πιάσει κανένας. Πήγαιναν στα σπίτια, τα έκλεβαν, τα φόρτωναν στη πλάτη και τα πήγαιναν στην αποθήκη του κλεπταποδόχου, μα εκείνος την άλλη ημέρα τα διοχέτευε στους πελάτες του που τον παρακαλούσαν να τους τα αγοράσουν.

Τη βραδιά όμως που βγήκαν από το γειτονικό μου σπίτι, βγήκαν στο δρόμο της Χρυσαυγής και έφτασαν μπροστά στο σημερινό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Τότε βέβαια δεν υπήρχε ναός, ήταν μόνο μια τουλούμπα που έπαιρνε νερό η γειτονιά και όλη η Χρυσαυγή διότι η Χρυσαυγή δεν είχε καλό πόσιμο νερό και κουβαλούσαν οι γυναίκες με τις στάμνες από τη τουλούμπα. Κατά κακή σύμπτωση εκείνη την ώρα κατά τα μεσάνυχτα, από την απέναντι πλευρά, ανατολικά, στου Γκάλιου τον μπαξέ, που είχε τότε ένα δρομάκι δίπλα στο χαντάκι και έτρεχε νερό – δημοτικό μέρος ήταν και αργότερα κτίστηκαν σπίτια – έβγαινε ο Βασίλης Γκάλιος, με το κάρο του φορτωμένο για να πάει στη λαχαναγορά της Θεσσαλονίκης τα λαχανικά του.

Πως τα έφερε η κακιά η τύχη να ανταμωθούν ακριβώς στη τουλούμπα. Φωτισμός δεν υπήρχε καθόλου και τότε καθώς έπεσε πάνω τους, τους γνώρισε σχεδόν όλους, ήταν καμιά 10 άτομα και εκεί ακριβώς που επικρατούσε ησυχία εκείνη την ώρα, μια γριά από κοντινό σπίτι άκουσε μόνο τη φωνή του Βασίλη – γιατί τη γνώριζε, ήταν γείτονάς της και τον άκουγε κάθε μέρα – και τους λέει «ποιόν κάψατε πάλι σήμερα;» και έφυγε με το κάρο για τη Θεσσαλονίκη.

Αυτά τα κτήνη εκείνη την ώρα δεν μίλησαν τίποτα, ούτε να του αντιμιλήσουν, ούτε να τον παρακαλέσουν να μην βγάλει βρώμα τσιμουδιά, ποιος ξέρει τι εντολές είχαν από τον αρχηγό τους και τις εφάρμοζαν κατά γράμμα. Αφού ξεκουράστηκαν, φορτώθηκαν πάλι τα λάφυρα τους και συνέχισαν την πορεία τους στον προορισμό τους, όπου εκεί τους περίμενε ο κλεπταποδόχος και έκανε την παραλαβή των εμπορευμάτων, υπό την αυστηρή επίβλεψη του αρχηγού.

Αφού έγινε η παράδοση και παραλαβή κάθισαν μετά να συνεδριάσουν για την υπόθεση του Βασίλη που τους είδε. Δεν άργησε να βγεί η απόφαση. Ο αρχηγός ήταν σκληρό καρύδι και δεν σήκωνε να τον κόψεις το δρόμο του από τις επιχειρήσεις του και πρότεινε την απόφαση του που την δέχτηκαν όλοι στη συμμορία και την άλλη μέρα να την εκτελέσουν. Έφυγαν για τα σπίτια τους σαν να μην έγινε τίποτε.

Ξημέρωσε η άλλη μέρα για το Βασίλη στη λαχαναγορά. Από δω και πέρα είναι ένα σκοτεινό κενό. Όλη μέρα ο Βασίλης δεν φάνηκε να ΄ρθει στο σπίτι του θείου του, στο μπαξέ που δούλευε. Ο Χαράλαμπος Γκάλιος τον είχε ανιψιό και αφού έμεινε ορφανός από μάνα και πατέρα, αυτός και η αδερφή του, τους πήρε στο σπίτι, να δουλεύουν στο μπαξέ και να βγάλουν εκείνα τα δύσκολα χρόνια της κατοχής. Έκανε μια μεγάλη πράξη ο θείος του Βασίλη, γιατί εκείνα την εποχή δουλείες δεν υπήρχαν πουθενά, η πείνα θέριζε τον κόσμο και που να πήγαιναν αυτά τα ορφανά παιδιά. Βέβαια είχε και αυτός πέντε δικά του παιδιά, αλλά τα αγκάλιασε και τα ορφανά σαν δικά του παιδιά.

Και συνεχίζω την περιπέτεια του Βασίλη που δεν ήρθε στην ώρα του και ανησύχησε βέβαια ο θείος του που δεν ήρθε στην ώρα του, γιατί συνήθως ερχόμασταν από τη Λαχαναγορά στο Λαγκαδά 11-12, σπάνια αν είχαμε καμιά δουλειά ερχόμασταν 1-2, που να ήταν ο Βασίλης όλη τη μέρα; Κάθε ένας έλεγε ό,τι ήθελε, άλλος ότι βοσκούσε το άλογο στα λαϊνιώτικα τα λιβάδια, τότε που ήταν πολλά γύρω από το εργοστάσιο το «Αγνό».

Και ο Βασίλης ήρθε αργά το βράδυ. Πήρε να νυχτώνει στο Λαγκαδά, τον έφερε το άλογο ακυβέρνητο. Το άλογο ήξερε το δρόμο για το σπίτι, όπως όλα τα άλογα μόνα τους να τα άφηνες στο σπίτι, ήξεραν μόνα τους και πήγαιναν στο στάβλο. Όταν μπήκε στο Λαγκαδά και ήταν κοντά στο πρώτο Δημοτικό Σχολείο – από κει ήταν ο δρόμος του για το σπίτι – τον βλέπει ένας και νόμιζε ότι κοιμόταν επάνω στο κάρο, γιατί πολλές φορές κοιμόμασταν από αϋπνίες, αλλά όχι βέβαια μέσα στο Λαγκαδά, αλλά είπε ίσως να τον έπιασε πολύς ύπνος και τον φωνάζει και του λέει «ξύπνα, μέσα στο Λαγκαδά είσαι». Τίποτα όμως, απάντηση δεν πήρε, προχωρούσε το άλογο πιο πέρα και εκείνη την ώρα είχε κόσμο στο δρόμο, φώναξαν και άλλοι αλλά ο Βασίλης δεν ξύπνησε. Τότε βρέθηκε κάποιος πιο έξυπνος και το σταμάτησε το άλογο να τον ξυπνήσει και όταν είδε μέσα στο κάρο πλημμύρα από αίμα και αμέσως και οι άλλοι πλησίασαν και είδαν το φρικτό θέαμα, μένοντας άφωνοι.

Ήταν κοντά στο φαρμακείο του Λίγδα, το μοναδικό που υπήρχε τότε, αμέσως τον κατεβάζουν κάτω αιμόφυρτον όπως ήταν και τον πηγαίνουν μέσα στο φαρμακείο. Έξω δεν μπορούσαν να δούνε το τραύμα του και από πού αιμορραγούσε γιατί ήταν σχεδόν σκοτεινά. Μέσα στο φως το φως του φαρμακείου όμως τι να δούνε, ο Βασίλης σφαγμένος σαν αρνί, το φρικτότερο θέαμα και ήταν ακόμη ζωντανός – φαίνεται λίγη ώρα θα ΄χε που τον έσφαξαν τα κτήνη – και σήκωσε το χέρι του και έκανε με δυο δάχτυλα, το νόημα, δυο ήταν που τον έσφαξαν και ξεψύχησε.

Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία του και τον έκλαψε όλος ο Λαγκαδάς. Ήταν 22 χρόνων παλικάρι και ήταν ένα καλό παιδί και ορφανό από γονείς.

Έφυγε ο Βασίλης, αλλά τα ερωτήματα πολλά. Ποιος τον έσφαξε και με τέτοιο βάρβαρο τρόπο; Δεν ήξερε με βεβαιότητα κανείς, όλος ο κόσμος είχε την υποψία στη συμμορία, αλλά δεν άφησαν καμιά απόδειξη, η αστυνόμευση και η δικαιοσύνη ήταν ανύπαρκτες τότε και έτσι μείναμε με το ποιος έσφαξε τον Βασίλη.

Αλλά ο Θεός το φανέρωσε το μυστικό του φονιά όταν μετά την κατοχή αρρώστησε βαριά και φώναξε έναν ιερέα να τον κοινωνήσει, τότε εξομολογήθηκε το βάρος που είχε στη ψυχή του, ότι εκείνος έσφαξε το Βασίλη το Γκάλιο, με βοηθό του ένα συνεργό που ήταν ο αρχηγός της σπείρας που τον καταδίκασε εκείνο το βράδυ. Και ελάφρωσε η ψυχή του φονιά που εξομολογήθηκε και την άλλη μέρα ξεψύχησε.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΦΥΛΑΚΗΣ

Ένα περιστατικό του αλβανικού Μετώπου

 

Χθες είδα ένα ελληνικό έργο που είχε μερικά πλάνα από τον αλβανικό πόλεμο στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας. Έδειχνε πως περπατούσαν μια ομάδα στρατιωτών μέσα στα χιόνια που ήταν μέχρι κοντά στο γόνατο. Και θυμήθηκα ένα περιστατικό δικό μου στα αλβανικά βουνά. Το πλάνο ήταν ίδιο, γυμνό βουνό, δίχως δέντρα, που να έχεις μια κάλυψη˙ χιόνι πολύ.

Το ίδιο και εμείς ήμασταν μια ομάδα έξι ατόμων, φορτωμένοι και πηγαίναμε για αποστολή. Ήμασταν εγκαταστάτες γραμμών τηλεφωνίας και είχαμε στην πλάτη μας φορτωμένες τις μπομπίνες με τα καλώδια και τα απλώναμε να συνδέσουμε το Τάγμα μας με την πρώτη γραμμή του Πεζικού. Φυσικά είχαμε και το μόνιμο φορτίο στην πλάτη μας, τον οπλισμό μας, δηλ. το όπλο και τις μπαλάσκες γεμάτες σφαίρες.

Και εκεί που περπατούσαμε πότε σιωπηλοί, πότε να πετάξει κανένας κανένα καλαμπούρι για να γελάσουμε. Ψιλοχιόνιζε και δεν είχε και ορατότητα, μόλις στα 30 – 40 μέτρα βλέπαμε καθαρά. Βλέπουμε από μακριά δύο σκιές να έρχονται προς τα πάνω μας. Ο πρώτος που τις είδε, μας λέει τι είναι αυτό που φαίνεται να έρχεται προς τα πάνω μας. Αμέσως σταματήσαμε, κατεβάσαμε τις μπομπίνες από την πλάτη μας και πήραμε τα όπλα. Αλλά όταν πλησίασαν πιο κοντά τους καταλάβαμε ότι ήταν δικοί μας στρατιώτες. Ήταν δυο τραυματιοφορείς που μετέφεραν με φορτίο έναν τραυματία, να τον πάνε στο ορεινό χειρουργείο που ήταν στο Τάγμα.

Μόλις πλησίασαν κοντά μας χαιρετηθήκαμε και πετάει ένας δικός μας και πάλι το καλαμπούρι του. Ήταν Σερραίος από το «Εμμανουήλ Παπάς» και λέει «χαρά σε αυτόν που πάει καβαλίκα και δεν περπατάει».

  • Άσε ρε συνάδερφε τα καλαμπούρια, είναι βαριά τραυματισμένος ο άνθρωπος.

Ένας από τους (τέσσερις) τραυματιοφορείς πέταξε τότε και λέει: «ρε παιδιά κανέναν από τη Θεσσαλονίκη, από το Λαγκαδά έχετε στην παρέα σας;».

  • Μόλις άκουσα εγώ πετάχτηκα και του λέω εγώ είμαι από το Λαγκαδά.
  • Του λέω εσύ ποιος είσαι και μου λέει είμαι ο Νικόλαος Ουζούνης.
  • Και εγώ του λέω είμαι ο Χρήστος Φυλάκης.
  • Τότε λέει στους συναδέλφους του να κατεβάσουν λίγο τον τραυματία για να μου μιλήσει και να με αγκαλιάσει, αφού είχε μήνες να δει πατριώτη του.
  • Του λέω «τράβα στο δρόμο σου, ο άνθρωπος βογκάει επάνω. Πήγαινέ ον όσο μπορείς πιο γρήγορα στο χειρουργείο, να προλάβουν να τον σώσουν».

Αυτές είναι οι περιπέτειες του πολέμου, που καμιά φορά σαλεύει το μυαλό του ανθρώπου χωρίς να καλοσκεφθεί το καλό με το κακό. Ο Νικόλας εκείνη την ώρα είδε έναν συμπατριώτη του. Νόμιζε ότι είδε την οικογένειά του, το σπίτι του. Σε τέτοιες ώρες τι αξία έχει ένας συμπατριώτης σου.

 

Μνήμες Κατοχής

 

Οι μάχες τέλειωσαν , υπεγράφη η συνθηκολόγηση και άρχισε η επιστροφή των στρατιωτών μας .Τα μάτια των μανάδων που ως τώρα δάκρυζαν , στέγνωσαν ξαφνικά δεν έπρεπε τα παιδιά να τις δουν δακρυσμένες ˙ βγήκαν στα παραθύρια και τις ξώπορτες κοιτάζοντας τον δρόμο με μάτια ορθάνοιχτα τώρα ˙ θαρρείς πως μεγάλωσαν οι κόρες των ματιών από την Αγωνία ˙ ένας – ένας γύριζαν τα παιδιά ˙ αγνώριστα στην πρώτη θέα ˙ αξύριστοι , μέσα στην ψείρα και στη λάσπη , πώς να μπούνε μέσα στα σπίτι ˙ τα καζάνια έβραζαν στην αυλή για να δεχτούν τα ρούχα και να γίνει ένα πρώτο πλύσιμο ˙ κι ύστερα , ύστερα η εξιστόρηση της μάχης , η αφήγηση της ιστορίας , η θύμηση της κακουχίας πάνω στα αλβανικά βουνά ˙ άλλοι άρρωστοι , άλλοι με κρυοπαγήματα , άλλοι με τραύματα ˙ μα το μεγαλύτερο τραύμα για όλους η συνθηκολόγηση ˙ τότε βούρκωνε ο στρατιώτης που έβλεπε έναν αγώνα γενναίο να τελειώνει με μια συνθηκολόγηση . Από αύριο η προσαρμογή στην πραγματικότητα . Γερμανική κατοχή. Όσο περνούσε ο καιρός τα πράγματα χειροτέρευαν . Τα τρόφιμα εξαφανίζονταν απ’ τα μαγαζιά ˙ πρώτα χάθηκε ο καφές ! το πετρέλαιο , η ζάχαρη δεν υπήρχαν πουθενά , στις γκαζόλαμπες καίγανε ακόμα και ακάθαρτο πετρέλαιο ˙ το αλεύρι δυσεύρετο , οι φούρνοι δεν έβγαζαν πλέον ψωμί ˙ τα στάρια που υπήρχαν στις αποθήκες , τα πήραν οι Γερμανοί . Τα πράγματα ήταν χειρότερα στις μεγάλες πόλεις , η πείνα θέριζε , τα κάρα του δήμου μάζευαν τα πτώματα απ’ τον δρόμο . Καραβάνια κόσμου ξεχύθηκαν στα χωριά πουλώντας ότι είχαν και δεν είχαν για ένα κομμάτι ψωμί ή σακούλι καλαμποκίσιο αλεύρι . Χρυσαφικά ,έπιπλα ,προίκες , όλα στο σφυρί για ένα κομμάτι μπομπότα . Ένα παλικάρι απ’ τη Σαλονίκη κουβαλούσε μια ραπτομηχανή στην πλάτη του κι έψαχνε αγοραστή για λίγο αλεύρι ˙ όμως με τέτοια πείνα που να αντέξει στο βάρος της μηχανής . Στην οδό Αριστοτέλους μπροστά στο σπίτι του Ντόντσου σωριάστηκε κάτω και γύρισαν τα μάτια του . Όπως – όπως η γειτονιά το συμμάζεψε , το περιποιήθηκε τον τάϊσε ότι έτρωγαν κι αυτοί , και μετά από 15 ημέρες αφού συνήλθε του έδωσαν κι ένα καρβέλι για το σπίτι κι έφυγε .Ο χειμώνας του `41 ήταν πολύ βαρύς ˙ η λίμνη είχε παγώσει κι ο κόσμος περπατούσε πάνω στον πάγο , έσπανε τον πάγο κι έπιανε κανένα ψάρι για φαγητό . Άρχισαν να χάνονται τα πάντα , ακόμα κι οι μαυραγορίτες έμειναν χωρίς εμπόρευμα .Η άνοιξη του `42 ήταν πιο τραγική απ’ ότι περίμενε ο κόσμος .Τώρα άρχισε και στα χωριά η πείνα . Ούτε χελώνες δεν έμειναν στο κάμπο , Ούτε σκαντζόχοιροι . Μέχρι αγριάδες μάζευαν απ’ τον κάμπο , τις άλεθαν και ζύμωναν ψωμί , ο Θεός να το κάνει ψωμί . Το μόνο που έμεινε να τους κρατά ζωντανούς ήταν η πίστη για ζωή και η πίστη στο θεό . Δεν ήταν λίγα τα βράδια που ο κόσμος , κυρίως τις μέρες του πολέμου αλλά και της κατοχής , για να διασκεδάσει το φόβο του μαζεύονταν στην Αγιά – Παρασκευή για να κάνουν αγρυπνία ˙ έπαιρναν τις κουβέρτες τους κι έστρωναν στην εκκλησία ˙ όσοι ήξεραν να διαβάζουν και να ψέλνουν περνούσαν τη νύχτα ψέλνοντας ˙ πρωτοστάτες σ’ αυτό το έργο ο Γιώργης και η Ελένη Γκουγκουδήμου , η Μελπομένη , η κυρά – Λίτσα του Στοϊμένη και πολλοί άλλοι .Εκεί λοιπόν συνέβαιναν και πολλά ωραία !Ένα βράδυ καθώς προσεύχονταν και έψελναν μέσα στη μισοφωτισμένη εκκλησία ακούστηκαν έντονα βήματα μέσα στην ησυχία της νύχτας .- Σ , σ , σ , σ , είπε κάποιος ….. η Παναγία περπατάει !!!! – Σ , σ, σ , σ , μπα η Αγιά – Παρασκευή είναι ……. – Τι καλέ γαλέτσια φοράει η Αγιά – Παρασκευή ; απάντησε η άλλη . – Και όντως αυτό που ακούγονταν ήταν ήχος από γαλέτσια . Και τότε καθώς όλοι με κρατημένη την ανάσα περίμεναν να δουν τη σκιά που πλησίαζε , αντίκρισαν τη Μαγδάλω την τυφλή γειτόνισσα , που άκουσε για την αγρυπνία κι ήρθε τοίχο –τοίχο κι αυτή για να αγρυπνήσει !!! Άλλες φορές πάλι μέσα στην αγρυπνία και στο λήθαργο της νύχτας , έβλεπαν τα καλύτερα όνειρα ! και φυσικά λόγω πείνας οι νηστικοί ονειρεύονταν καρβέλια ! Έτσι άκουγες ξαφνικά να πετάγεται κάποιος απ’ τον ύπνο και να εξιστορεί πως είδε την Παναγία να του λέει πως θέλει να φάει πίτα . Οι πιο πρόθυμες γυναίκες , που είχαν και το αναγκαίο αλεύρι , αμέσως έσπευδαν να ικανοποιήσουν την εντολή της Παναγίας , και βέβαια η μόνη που δεν έτρωγε πίτα ήταν η Παναγία , γιατί ήταν τόση η πείνα των αγρυπνούντων που δεν περίσσευε γι’ αυτήν . Δύσκολα χρόνια , αλλά είχαν την ομορφάδα τους ακόμα και μες’ τον πόλεμο . Ποια δεν θυμάται τα νυχτέρια των γυναικών για το πλέξιμο μάλλινων ρούχων για το στρατό !!! ποιος δεν θυμάται το συσσίτιο στο 1ο Δημοτικό όταν τα πράγματα έσφιξαν πολύ από την πείνα !!! Το χειμώνα του ’42 ήταν κάπως καλύτερα τα πράγματα γιατί κάνανε καλύτερο κουμάντο το καλοκαίρι και τουλάχιστον είχαν αλεύρι στα σπίτια και με τη μπομπότα χόρταιναν την πείνα τους . Όμως η κατοχή είναι κατοχή ακόμα κι αν είσαι χορτάτος ˙ κι αυτό ήταν που βάραινε πιο πολύ στις καρδιές των ανθρώπων . Ήθελε ακόμα πολύ υπομονή και αγώνα για να χαράξει η λευτεριά .

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΡΑΒΟΣΚΙΑΔΗΣ, Μοίραρχος Λαγκαδά ( 2-7-42)

 

Ήταν αρχές Ιουλίου του 1942( 2-7-42), δεύτερη χρονιά της κατοχής και ήταν ο μήνας του αλωνισμού. Εκείνη την ημέρα που έγινε το κακό εγώ κουβαλούσα δεμάτια στο αλώνι, από ένα χωράφι που είχαμε στη λίμνη. Φορτωμένο το κάρο και ερχόμουν στον Λαγκαδά βαρειά-βαρειά. Όταν έφτασα στο Δασαρχείο, στο φυτώτιο, κάποιος γνωστός με σταμάτησε και μου λέει χαμηλόφωνα: στο μπαξέ σας σκότωσαν τον Διοικητή του αστυνομικού τμήματος και πήγαν επί τόπου Γερμανοί, αστυνομικοί, γίνεται ένας χαμός…
-Ποιος τον σκότωσε; Ρωτάω.
-Δεν ξέρω μου λέει και φεύγει, κάνοντάς μου την καρδιά περιβόλι.
τώρα τι γίνεται; Λέω, στενοχωρήθηκα πολύ για τους δικούς μου, την μάννα μου την οικογένειά μου, διότι το φονικό έγινε δίπλα μας, φοβόμουνα δε μήπως οι Γερμανοί κάνουν κανένα κακό στους δικούς μου. Με την ψυχή στο στόμα έφτασα στο Λαγκαδά και όσους έβρισκα στο δρόμο μου έλεγαν το μαντάτο. Τελευταία βρίσκω κι έναν γείτονά μου ρωτάω για λεπτομέρειες αλλά κι αυτός μου είπε τα ίδια με τους άλλους και ότι στον τόπο του εγκλήματος δεν είναι ακόμα οι Γερμανοί, οι οποίοι δεν νοιάστηκαν και πολύ, μια και δεν σκοτώθηκε δικός τους αλλά έλληνας.Έμειναν μόνο κάποιοι αστυνομικοί. Κάπως ησύχασα αφού δεν έμαθα κάτι κακό για τους δικούς μου και περνώντας για να πάω στα αλώνια πέρασα από τον δρόμο μας και είδα πράγματι αστυνομικούς, έκανα βιαστικά για τα αλώνια , πήγα ξεφόρτωσα και γύρισα στο σπίτι, όπου συνάντησα έναν αστυνομικό που καθόταν με τους δικούς μου στην αυλή , ήταν γνωστός μας, ο Αλέκος,και ρώτησα αμέσως με το θάρρος της γνωριμίας μας ποιος σκότωσε τον μοίραρχο Στραβοσκιάδη;
-΄Αγνωστο ,μου λέει ο Αλέκος, και το θέμα είναι ότι δεν ξέρουμε και γιατί τον σκότωσαν, δεν υπήρχε σοβαρός λόγος.Βέβαια τότε άρχισε να ιδρύεται το ΕΑΜ, αλλά και πάλι δεν είχαν λόγο να σκοτώσουν τον μοίραρχο.Ρώτησα που τον έχουν τον νεκρό και μου έδειξε δίπλα το χαντάκι. Πήγα και τον είδα μπρούμητα ξαπλωμένο. Ήταν φρικτό το θέαμα, μόνος ξαπλωμένος όπως δολοφονήθηκε, έμεινε εκεί ενώ όλοι είχαν φύγει. Στεναχωρέθηκα πολύ που τον είδα έτσι, και σε λίγο ξαναγύρισα στην αυλή με τους άλλους.
– Αλέκο, υποψιάζεστε κανέναν;
-Όχι μου λέει, και μονολογεί, και του λέγαμε πάρε κανά δυό-τρεις χωροφύλακες για συνοδεία όπου πάς… έπαιρνε πότε-πότε τον ανθυπασπιστή αλλά …τι να πείς…
πάντως αυτές οι εικόνες έμειναν χαραγμένες στο μυαλό μου για πάντα.
καθώς μιλούσαμε με τον αστυνομικό βλέπουμε να έρχονται δυό γυναίκες προς το σπίτι μας, η μια κρατούσε την άλλη και έκλαιγαν. Ρωτάω τον αστυνομικό ποιές είναι οι γυναίκες και μόλις τις είδε πετάχτηκε και έτρεξε κοντά τους, είναι η γυναίκα του διοικητή μας λέει, η οποία μόλις είδε τον Αλέκο άρχισε να σπαράζει στο κλάμα και να ρωτάει μέσα στα αναφιλητά ‘’πως έγινε βρε παιδί μου, τι έγινε;’’ ‘’ Πού είναι τώρα ο Γιώργος; Που τον έχετε; Και μόλις τον αντίκρισε, έπεσε πάνω του και τον αγκάλιασε κλαίγοντας γοερά. Προσπαθήσαμε να την τραβήξουμε από τον νεκρό, να την συνεφέρουμε λίγο, αλλά αυτή δεν ξεκολούσε από τον άνδρα της.Μαζί της είχε έλθει και το μικρό τους σκυλάκι, το οποίο μόλις είδε το αφεντικό του νεκρό πήγε και έκατσε μπρός στο πρόσωπό του και τον κοιτούσε στα μάτια λυπημένο…μου έκανε εντύπωση πως και τα ζώα νοιώθουν το κακό, και να βλέπεις μια το σκυλάκι και μια την γυναίκα να σπαράζει… δύσκολες καταστάσεις.Η μάνα μου που ήταν χαροκαμένη στη ζωή της, μας λέει, αφήστε την να ξεσπάσει,να κλάψει, πήγε κοντά της και την κρατούσε μόνο. Η μάνα μου χήρεψε στα 35 της χρόνια, με 6 παιδιά… καταλαβαίνεις τώρα τι ψυχραιμία είχε, αφού είχε περάσει τα χειρότερα.Μετά της λέει: ‘’ άντε σήκω κυρά μου τώρα, μετά θα τον κλάψεις πάλι, προσπάθησε λίγο να συνέλθεις. Την πήρε ευγενικά και την πήγε κάτω από την σκιά του δέντρου, γιατί είχε και πολύ ζέστη. Αφού κάθισαν πήγε η μάνα μου και έκανε έναν ρεβυθένιο καφέ, γιατί στην κατοχή ο καλός καφές εξαφανίστηκε, την πήρε και την πήγε στην τουλούμπα να πλυθεί λίγο να συνέλθει και κάθισαν να πιούν τον καφέ να ηρεμήσουν λίγο και να σταματήσει το κλάμα. Εκεί που ηρέμησε άρχισε να αναρωτιέται ποιος να τον σκότωσε, ήταν τόσο καλός άνθρωπος, δεν έκανε κακό σε κανέναν… είπε, είπε…πολλά στον πόνο της επάνω .Η μάνα μου της έπιασε το χέρι και της λέει, ‘’ άκου κορίτσι μου, το ποιος τον σκότωσε θα το βρούν άλλοι, εσύ τώρα κοίταξε τον άνθρωπό σου που είναι 2 ώρες τώρα ξαπλωμένος στο χαντάκι, να τον σηκώσουμε , να τον πάς σπίτι σου, να ετοιμαστεί. Η κ. Στραβοσκιάδου άρχισε πάλι να κλαίει, πως , με τι να τον πάω, όλοι έφυγαν…της λέει η μάνα μου’’ παιδιά, αδέρφια δεν έχεις;’’, όχι λέει αυτή, ‘’ παιδιά δεν έχω και τα αδέλφια μου είναι στη Αθήνα και την Πελοπόννησο, πώς να έρθουν και πότε να έρθουν;’’Εν τω μεταξύ, η κατάσταση της Ελλάδας τον δεύτερο χρόνο της κατοχής ήταν τραγική, κομμένες οι συγκοινωνίες, γκρεμισμένες γέφυρες και δρόμοι, η καημένη έμεινε ολονόναχη, ακόμα και ο Αλέκος ο χωροφύλακας πήγε στη υπηρεσία του .Απόμεινε σε μας να πάρουμε την απόφαση να βοηθήσουμε την κατάσταση.’’Αϊντε’’ λέει η μάνα μου, ‘’ εσείς θα τον πάτε σπίτι’’, κοιταχτήκαμε με τ΄αδέρφια μου, ‘’να τον πάμε αλλά πώς και με τι;’’. Με το κάρο φυσικά, άλλη λύση δεν υπήρχε. Πως θα τον σηκώσουμε ; λέω στη μάνα μου, μέχρι να πω τον λόγο μου πήγε στο σπίτι άνοιξε το μπαούλο της έβγαλε ένα καθαρό γερό σεντόνι, ‘’θα τον βάλετε πάνω, λέει. και θα τον σηκώσετε από τις άκρες του σεντονιού πιο εύκολα’’. Έτσι και έγινε, αλλά εν τω μεταξύ έφθασαν κι άλλοι γείτονες και βοήθησαν κι αυτοί και αφού τον βάλαμε στο κάρο ,η κ.Στραβοσκιάδη κλαίγοντας ευχαρίστησε και αποχαιρέτησε τη μάνα μου, η οποία αφού τη φίλησε της είπε να κάνει πέτρα την καρδιά της και να έχει υπομονή .Φύγαμε με σφιγμένη την καρδιά, εγώ μπροστά με το κάρο και οι δύο γυναίκες πίσω , με το σκυλάκι, να ακολουθούν λες και ακολουθούσαν νεκροφόρα. Θέλησαν και τα αδέλφια μου να έρθουν να βοηθήσουν στο σπίτι αλλά ευχαρίστησε πολύ ευγενικά και είπε ότι ανθρώπους στο σπίτι να την συντρέξουν, αρκετά σας κούρασα είπε, γεμάτη ευγένεια και καλοσύνη. Πήγαμε στο σπίτι τους, καθόταν πίσω από του Τζαμτζόγλου, που είναι το συνεργείο και σιδεράδικο. Το σπίτι ήταν δίπατο και ο Μοίραρχος καθόταν στο επάνω πάτωμα, η σκάλα πολύ στενή, ήρθαν κι άλλα άτομα να βοηθήσουν στο ανέβασμα , και έτσι τον ανεβάσαμε επάνω στο σαλόνι. Ήρθε αρκετός κόσμος από τη γειτονιά να βοηθήσει, προπαντός γυναίκες. Όταν θα έφευγα , έριξα μια ματιά στο σκυλάκι, το οποίο πήγε πάλι και έκατσε δίπλα στο νεκρό αφεντικό του θλιμμένο, ενώ η κ. Στραβοσκιάδη του έλεγε, κλάψε μωρό μου τον αφέντη σου, κλάψε. ( Η καημένη δεν είχε παιδιά και το σκυλάκι ήταν η μόνη συντροφιά της στο Λαγκαδά). Έφυγα αφού τέλειωσα την αποστολή μου, στην κηδεία δεν πήγα, αλλά έμαθα ότι δεν είχε πολύ κόσμο, θες γιατί ήταν καλοκαίρι και ο κόσμος είχε τον αλωνισμό, θες γιατί έγινε φονικό και ο κόσμος τρομοκρατήθηκε, εδώ και οι χωροφύλακες είχαν τρομοκρατηθεί από το φονικό και εγκατέλειψαν τον άνθρωπο στο χαντάκι τρεις ώρες περίπου χωρίς να τον πηγαίνουν στο τμήμα ή στο σπίτι του. Τους δικαιολογώ απόλυτα ,γιατί ήταν δύσκολες εποχές και δεν ήξερες από πού να φυλαχτείς πρώτα. Όταν τέλειωσαν όλα της ταφής, οι παρέες ασχολούνταν με την συζήτηση για το φονικό, ο καθένας έδινε τις δικές του εξηγήσεις. Θα σας πω λοιπόν τι άκουσα για το φονικό, αλλά δεν είναι κανένας σίγουρος αν είναι αλήθεια ή ψέματα.Την αλήθεια την ήξερε μόνο ο μακαρίτης και την πήρε μαζί του στον τάφο. Πάντως πρέπει να πούμε πως ο Λαγκαδάς δεν είχε κανένα παράπονο από τον Μοίραρχο, διότι ήταν καλός άνθρωπος. Τι είχε με τον φονιά που τον σκότωσε κανείς δεν έμαθε ποτέ. Εκείνο που κυκλοφόρησε ήταν εκείνη την ημέρα είναι ότι κάποιος πολίτης, Χαράλαμπος το όνομά του, έβλεπε για 2-3 μέρες κάποιον περίεργο τύπο να περιφέρεται έξω από το τμήμα και να κοιτάει περίεργα μέσα. Πήγε λοιπόν και το είπε στον Στραβοσκιάδη, αυτός δεν έδωσε στην αρχή σημασία, αλλά την ώρα που μιλούσαν με τον Χαράλαμπο, νάσου και ξαναπερνάει ο άγνωστος τύπος και κοιτάει προς το τμήμα, όπως έλεγε ο Χαράλαμπος.Τότε ο Μοίραρχος άρχισε να προβληματίζεται πήρε την απόφαση να τον ακολουθήσει να δει ποιος είναι. Δεν μάθαμε τι είπε στους υφισταμένους του, αλλά πήρε μαζί του μόνο τον ανθυπασπιστή και ξεκίνησαν κατόπι του στο δρόμο των Λουτρών. Ο άγνωστος αντιλήφθηκε προφανώς ότι τον παρακολουθούσαν και στη διασταύρωση Λουτρών-Σοχού, ‘εστριψε προς την οδό Σοχού.Πίσω του και ο Στραβοσκιάδης με τον ανθυπασπιστή του, όμως στο κτήμα του Περιφάντσου που είχε μια γέφυρα ,ήταν το ρέμα και είχε ένα χαντάκι που έτρεχε νερό μέχρι τον Μάϊο μήνα και ήταν δασωμένο σα ζούγκλα με ψηλά χόρτα. Φαίνεται πως ο άγνωστος είχε επισημάνει το μέρος και κρύφτηκε εκεί μέσα. Τον ακολούθησαν ο Μοίραρχος αλλά χάθηκαν με τον ανθυπασπιστή μέσα στα χόρτα και βάδιζαν στο πουθενά. Εκεί εμφανίστηκε μπροστά του ο άγνωστος φονιάς και τον πυροβόλησε σχεδόν εξ επαφής. Αυτά μου τα επιβεβαίωσε και ο Αλέκος ο αστυνομικός που υπηρετούσε στο Λαγκαδά .Ο μόνος μάρτυρας ήταν μια κοπέλα που δούλευε σε διπλανό χωράφι και πιθανόν να τα είδε όλα, δεν ξέρω τι είπε και τι έκρυψε, γιατί οι καιροί ήταν δύσκολοι και πονηροί. Πάντως εγώ την βρήκα αυτή τη γυναίκα , προσπάθησα να πάρω πληροφορίες, αλλά δεν θυμόταν τίποτα τώρα λόγω γήρατος. Ίσως και καλύτερα, μια και έκλεισαν κι όλας οι πληγές της μαύρης κατοχής.

Αληθινές ιστορίες της κατοχής

 

Το μπλόκο της 1ης Αυγούστου 1944

Καλοκαιριάτικη μέρα καλή ξεκίνησε ο κόσμος στις δουλειές του όπως κάθε μέρα τα πάντα ήταν ήρεμα ήταν και Τρίτη μέρα είχε παζάρι (λαϊκή αγορά), ήρθε κόσμος πολύς να ψωνίσει τα ψώνια της οικογένειάς του από το παζάρι. Ελάφρωσαν λίγο από τις δουλειές τους οι γεωργοί. Γιατί στα χωριά ήταν σχεδόν όλοι γεωργοί… Το θέρος είχε τελειώσει και ο αλωνισμός μέχρι τα τέλη Ιουλίου τον τελείωναν σχεδόν οι περισσότεροι και τότε είχαν κάπως μία οικονομική άνεση. Πουλώντας λίγο σιτάρι, κριθάρι στους εμπόρους του Λαγκαδά Τσιακίρη, Μαγκλαβέρα και Παπαχαρίτου, Σίσκου. Αυτό ήταν το εισόδημά τους τότε. Μόνον ο Αύγουστος ήταν ο καλύτερος μήνας του χρόνου. Αυτό το εισόδημα είχαν τα χωριά Ασυρος, Δρυμός, Μελισσοχώρι, Κριθιά… Τα άλλα χωριά από την ανατολική πλευρά του Λαγκαδά εκτός των σιτηρά έσπερναν και καπνά και είχαν και το χειμώνα εισόδημα που τα πουλούσαν…

Έκανα αυτόν τον πρόλογο γιατί είχε πολύ κόσμο στο παζάρι εκείνη την Τρίτη ενώ τα προηγούμενα Ιούνιος, Ιούλιος, δεν είχε ούτε μισό κόσμο, τώρα τον Αύγουστο ελάφρωσαν τις δουλειές τους… όπως γινόταν κάθε χρόνο και κατέβαιναν να ψωνίσουν ότι τους χρειαζόταν για τα σπίτια τους.

Τώρα τι υποψιάστηκαν οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι δεν ξέρω, ενώ οι Γερμανοί βρισκόταν στον τέταρτο χρόνο και τα έμαθαν όλα τα τυπικά του Λαγκαδά και τις κάθε δραστηριότητες που γινόταν στην αγορά και την Τρίτη που είχε παζάρι τα είχαν συνηθίσει όλες τις συνήθειές μας.

Τι όμως υποψιάστηκαν εκείνη την Τρίτη δεν ξέρω και ξαφνικά κατά τις 10 η ώρα γίνεται μια ξαφνική κίνηση των Γερμανών και Βουλγάρων προπαντός, ξεκίνησε πρώτα από το ζωοπάζαρο που είναι τώρα όλες οι καφετέριες και το κτίριο του δήμου είναι και το ΚΑΠΗ και τα γραφεία του ΚΕΠ. Όλος ο χώρος εκείνος ήταν μια αλάνα μεγάλη και εκεί γινόταν κάθε Τρίτη το ζωοπάζαρο. Σε εκείνη την αλάνα απέναντι το κτίριο που είναι κάτω τα μαγαζιά η ταβέρνα του Γιάννη. Φυλακή και δίπλα το βιβλιοπωλείο του Στέλιου Καραμανώλη. Επάνω ήταν η διοίκηση των Γερμανών όλης της επαρχίας Λαγκαδά και απέναντι στο ξενοδοχείο του Καραγεωργίου ήταν το διοικητήριο των Βουλγάρων.

Γι’ αυτό εξόρμησαν πρώτα στο ζωοπάζαρο διότι ήταν μπροστά τους όλη η κίνηση τις πρωινές ώρες είχε περισσότερο κόσμο εκεί διότι γινόταν οι περισσότερες αγοραπωλησίες από ζώα, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, βόδια, αγελάδες, μοσχάρια, γουρούνια, γαλοπούλες, κοτόπουλα, αβγά, βούτυρο γνήσιο σπιτικό, τσαρούχια, κάλτσες πλεκτές από τις Βλάχες που τις έπλεκαν επί τόπου τότε δεν υπήρχαν κοτόπουλα στα μαγαζιά, έπρεπε να τα προμηθευτεί από το παζάρι και γνήσιο βούτυρο. Γι’ αυτό είχαν κότες όλα τα σπίτια στο Λαγκαδά διότι ήταν ένα οικονομικό εισόδημα για τις γυναίκες που συναλλάσσονταν τα μικρά ψώνια τους από τους μπακάληδες με αβγά.

Εκεί που ήταν στην ακμή του το παζάρι εκείνη την ώρα, να σου βγαίνουν πρώτα οι Γκεσταμπίτες, ή πεταλάδες όπως τους λέγαμε τότε. Είχαν κρεμασμένο στο λαιμό τους σαν κολιέ ένα σαν πέταλο αλουμινένιο. Ήταν τόσο αυστηροί που Θεός φυλάξει να μην έπεφτες στα χέρια τους. Χάθηκες. Ήταν πειθαρχημένοι πάρα πολύ. Λειτουργούσαν σαν ρομπότ παρά σαν άνθρωποι. Έτσι τους έπλασε ο Χίτλερ.

Μετά βγαίνουν και οι Βούλγαροι και πολύ καβαλάρηδες από αυτούς και ένας Γερμανός φωνάζει με το χωνί όλοι οι άντρες να μαζευτούν στην κεντρική πλατεία από 16 ετών και άνω και μετά μπαίνουν οι γκεσταμπίτες μέσα στο ζωοπάζαρο και τα διέλυσαν όλα. Οι άντρες πήγαν στην πλατεία τα ζώα όμως που είχαν που τα εξαφάνισαν δεν ξέρω έμειναν μόνο γυναίκες που μάζευαν την πραμάτια τους. Πήγαν οι Γερμανοί και στην πλατεία που ήταν η λαϊκή των τροφίμων και το διέλυσαν και εκείνο σε χρόνο μηδέν, κακήν κακώς μάζεψαν τα πράγματά τους, μια που ήταν εκεί ο τόπος συγκέντρωσης. Οι άντρες είχαν την ευκαιρία και τα τακτοποίησαν, τα σκέπασαν. Οι Βούλγαροι καβαλάρηδες βγήκαν έξω στους μπαξέδες και στον κάμπο από εκεί καλούσαν τον κόσμο να συγκεντρωθεί στην πλατεία του Λαγκαδά… Ευτυχώς εμείς μάθαμε πριν να βγουν οι Βούλγαροι, ήρθαν στο μπαξέ μας από το Δρυμό κάτι συγγενείς μας και από άλλα χωριά έφεραν τα ζώα τους. Αλλιώς δεν θα ξέραμε τίποτα, η βλάστηση που είχαν οι μπαξέδες τότε που να ακούσεις και το χωνί με το στόμα φώναζαν.

Πολλά δέντρα είχε τότε και στους μπαξέδες καρποφόρα και τα χαντάκια γεμάτο καραγάτσια και ιτιές και καλαμπόκια μέσα στους μπαξέδες. Και αφού μάθαμε τα νέα ετοιμαστήκαμε και εμείς να πάμε στην πλατεία. 3 αδέρφια πήραμε νερό λίγο ψωμί για το βράδι έβαλε η μάνα μας στον Ζουρβά και μας ξεπροβόδισε η καημένη, τρία παιδιά στην Αλβανία έστειλε, τώρα γι’ αυτήν την ύποπτη συγκέντρωση μας έστειλε 3 παιδιά.

Όταν πήγαμε στην πλατεία γινόταν χαμός, πολύς κόσμος, πάρα πολύς κόσμος ήταν από τα χωριά και στριμωχτήκαμε και εμείς και ζέστη αφόρητη μεσημέρι 1 Αυγούστου στη καρδιά του καλοκαιριού.

Και αφού τη βγάλαμε τη ζέστη πότε στον ήλιο και πότε στον ίσκιο, ήρθε το απόγευμα και δρόσισε λίγο, έκανε τότε φυσιολογικές ζέστες το απόγευμα φυσούσε λίγο αεράκι, ιδίως εκείνη την εποχή που ήταν ο αλωνισμός πως θα λίχνιζαν για να καθαρίσει το σιτάρι από το άχυρο στα αλώνια.

Εκεί που καθόμασταν βλέπουμε από κάτω από την εκκλησία έρχονται τρεις Βούλγαροι οπλισμένοι και συνοδεύουν έναν άνδρα ηλικιωμένο, καταματωμένο, το πρόσωπό του και τα ρούχα του χάλια μέσα στα χώματα χωρίς τραγιάσκα. Τον κουβαλούσαν σαν κατάδικο…. Μόλις τον είδα ταράχτηκα και λέω τον αδελφό μου το Γιώργο… Αυτός δεν είναι ο γέρος που δουλεύει στον μπαξέ μας. Τον βλέπει και εκείνος και μου απαντάει ναι, αυτός είναι… Και μου λέει ο Γιώργος αφού τον είπαμε και αυτός να’ρθει στην πλατεία γιατί δεν ήρθε τι συμβαίνει που τον έπιασαν και τον έφεραν σ’ αυτά τα χάλια. Στεναχωρεθήκαμε αλλά πώς να μάθουμε εκεί που ήμασταν.

Η μέρα μας φάνηκε χρόνος εκείνη γιατί δεν μπορούσαμε να κινηθούμε. Πιαστήκαμε, μούδιασαν τα πόδια μας και το νερό που πήραμε από το σπίτι τελείωσε. Πήραμε ένα σταμνάκι αλλά δεν ήταν δικό μου, δικό σου, όλοι πίνανε και τελείωσε γρήγορα. Είχε μια τουλούμπα στην πλατεία. Αλλά και αυτή χάλασε γιατί από τις 10 η ώρα το πρωί ως το βράδυ δεν σταμάτησε ούτε λεπτό. Από τη γειτονιά καμιά γυναίκα μας έφερνε κρυφά αλλά ποιος να δώσει πρώτα. Σ’ αυτή τη δραματική κατάσταση περάσαμε όλη μέρα. Βράδιασε πια, νύχτωσε. Φως δεν υπήρχε τίποτα τη νύχτα πουθενά αυστηρή συσκότιση μόνο τα σπίτια μέσα στο δωμάτιο που καθόταν είχαν καμιά λάμπα λίγο όμως αφού έκαιγε με μαζούτ, το λίγο το φως που είχε το κάλυπτε το κατάμαυρο λαμπογιάλι και ας το καθάριζες δυο φορές το βράδυ, πάντοτε ήταν μαύρο, πάντως βλέπαμε.

Η συσκότιση έξω ήταν πολύ αυστηρή αν έβλεπαν όμως πυροβολούσαν και τον σκότωναν όποιον το κρατούσε. Στη Θεσσαλονίκη και σε ένα μαγαζί κάτι βγήκε να πάρει από την αυλή του με το καντίλι και αμέσως τον σκότωσαν… Φοβόταν πολύ τις επιδρομές των αγγλικών αεροπλάνων να μη δώσουν στόχο και βομβαρδίσουν… Κουρνιάσαμε τη νύχτα σαν τα γουρουνάκια, ο ένας κοντά στον άλλον και ήσυχα γιατί δεν μας επέτρεπαν να κάνουμε θόρυβο. Και έτσι που ήμασταν ταλαιπωρημένοι όλη τη μέρα, μας πήρε ο ύπνος, ας ήταν και επάνω στο δρόμο. Ησυχάσαμε λίγο, δεν ξέρω πόσο κοιμηθήκαμε, δεν είχε κανένας ρολόι, αλλά πως υπολογίζω πρέπει να ήταν 1 ή 2 μετά τα μεσάνυχτα. Ακούμε ένα θόρυβο μεγάλο, είχαν ξυπνήσει όλοι, ένα ποδοβολητό αλόγου που ερχόταν από την εκκλησία της Παναγίας προς τα επάνω σε μας στην πλατεία… Φυσικό είναι που φοβηθήκαμε πολύ, δεν ξέραμε τι γίνεται και σηκωθήκαμε όλοι στο πόδι… Ο θόρυβος ήταν ένας Βούλγαρος ιππέας που ερχόταν, καλπάζοντας το άλογό του προς τα πάνω σ’ εμάς και καταλαβαίνεις εμείς σχεδόν πάνω στο δρόμο κοιμόμασταν. Φυσικό ήταν να τρομάξουμε και σηκωθήκαμε στο πόδι, γίνεται ένας πανζουρλισμός, αναστατωθήκαμε όλοι, δεν ξέραμε τι ήθελε αυτός ο Βούλγαρος, εκείνη την ώρα να κάνει αυτή την αναστάτωση. Ήρθαν αμέσως και οι Γερμανοί και φαίνεται ξαφνιάστηκαν κι αυτή γι’ αυτή την αναστάτωση… Και μίλησαν μεταξύ του και σε λίγο ησύχασαν τα πράγματα…

Αλλά εμείς τη λαχτάρα που τραβήξαμε που να μας πιάσει ο ύπνος και όπως είναι μικρή η νύχτα του Αυγούστου ξημέρωσε γρήγορα… Μετά από πολλές μέρες μάθαμε ότι ξέρω πως αληθεύει αυτό δεν έχω αποδείξεις αλλά με τον τρόπο που το κατασκεύασαν το σχέδιο οι Βούλγαροι όπως έκαναν στο Δοξάτο Δράμας.

Αλλά οι Γερμανοί αυτή τη φορά μας γλίτωσαν, δεν πείστηκαν με το πανούργο σχέδιο των Βουλγάρων με τον ιππέα που ερχόταν προς τα πάνω μας αναστατωμένοι και να δικαιολογηθούν αυτοί δήθεν εξεγερθήκαμε για να φύγουμε… Και μετά να βάλουν τα πολυβόλα όπως έκαναν σε πολλά μέρη της Ελλάδος.

… Ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα, εμείς ήμασταν ράκη από την ταλαιπωρία της νύχτας, διότι όλα τα καλά τα είχαμε και κρεβάτι πάνω στο δρόμο στις πέτρες και μαξιλάρι ο ένας πάνω στον άλλον το κεφάλι του αλλά προπαντός τη λαχτάρα της νύχτας με το αφηνιασμένο άλογο. Σηκωθήκαμε, μουδιασμένοι να ρίξουμε μια χούφτα νερό στα μάτια μας. Δεν είχαμε μετά δυσκολία να πιούμε, δεν είχαμε όχι να το χαραμίσουμε για πλύσιμο. Τώρα, για τουαλέτα αν ρωτάτε ήταν τόσο συναρμολογημένα όλα, με ακριβή ισορροπία, όπως κοιμηθήκαμε και πλυθήκαμε πρέπει να είναι στην ίδια κατηγορία και η τουαλέτα και πάλι ευτυχώς αυτό για μας στην πλατεία υπήρχαν δύο χάνια του Καστρίτση. Εκεί που είναι τα παπούτσια του Πέτρου Κώστα καθαριστήριο Καραγιάννη και τα άλλα μαγαζιά και το άλλο του Κουκουδήμο εκεί που είναι η Εμπορική Τράπεζα. Σ’ αυτά τα δύο χάνια βολευτήκαμε παρ’ όλη τη δυσοσμία που είχε έπρεπε να κλείσεις τη μύτη σου για να πας μέσα… Ευτυχώς όμως που βρέθηκαν και αυτά… Όταν ξημέρωσε μετά περιμέναμε τι θα μας κάνουν έτσι που μας μάζεψαν… Κατά τις 8 η ώρα περίπου πέρασαν κάτι Βούλγαροι αξιωματικοί και παοτσίδες. Οι παοτσίδες ήταν μια παράνομη οργάνωση εναντίον των Ελλήνων που δούλευαν υπέρ των Γερμανών τάχα να κυνηγούν τους κουμμουνιστές και να τους καταδίδουν στους Γερμανούς. Αλλά αυτή έγινε το φόβητρο των Ελλήνων, ζωσμένοι με φυσεκλίκια σταυρωτά δεν μπορούσε ούτε να τους δεις. Ήταν τόσο εξουσιοδοτημένοι από τους Γερμανούς που μπορούσαν και επί τόπου να σε σκοτώσουν και κανέναν λογαριασμό δεν θα έδιναν. Καταλαβαίνεις το φόβο που τους είχαμε… Αυτούς έβαλαν οι Γερμανοί με τους Βουλγάρους να μας ελέγξουν. Κάθισε η Επιτροπή τους στο καφενείο τότε του Αστερίου Λυτσιούση, γκρεμίστηκε τώρα, είναι η καφετέρια Ζλάτου… Εκεί στο καφενείο κάθισε η επιτροπή, 3 βούλγαροι αξιωματικοί και 4 παοτσίδες που γνώριζαν καλύτερα τους Έλληνες γιατί είχε και κανά δυο από την Άσσυρο, το γειτονικό μας χωριό… Και ο διερμηνέας των Γερμανών συμπατριώτης μας… Άρχισε η ανάκριση κατά της 8.30 η ώρα… Εγώ με τα αδέλφια μου ήρθε η σειρά μας κατά τις 5 η ώρα το απόγευμα… Πλησιάσαμε την Επιτροπή όλα τα αδέρφια μας. Και μόλις είδε την ταυτότητά μας το ίδιο επώνυμο… Ταυτότητα δεν είχαμε τότε αλλά εμείς που πηγαίναμε λαχανικά νύχτα μας έδωσαν μια άδεια υπογεγραμμένη από τον κομαντατούρ, τον Γερμανό, οι άλλοι δεν ξέρω τι στοιχεία έδωσαν. Ο καθένας ανάλογα το επάγγελμά του τη νύχτα που κυκλοφορούσε… Λαχαναγορά Θες/νίκης, λίμνη, οι ψαράδες και κάθε επάγγελμα που έχει σχέση με τη νύχτα του έδιναν την άδεια. Για να δικαιολογείται από τα περίπολα της νύχτας…

Μόλις είδε το επώνυμο μας αγριέψαν, άρχισαν να μου κάνουν κάτι ερωτήσεις που εγώ τα έχασα, έμεινα άφωνος, δεν ήξερα τι συμβαίνει. Μου λένε το σπίτι σας το κάνατε αρχηγείο ανταρτών και τους μαζεύετε όλους τους πράκτορες εκεί και διάφορα επιβαρυντικά βαριάς κατηγορίας. Εγώ τα έχασα, τι συμβαίνει… Όχι τους λέω, μήπως κάνετε λάθος, δεν είναι έτσι τα πράγματα, εμείς μπαξέ έχουμε και δουλεύουμε όλα τα αδέρφια στη δουλειά μας, δεν έχω ιδέα από αυτά που μου λέτε. Αγρίεψαν περισσότερο με τα λόγια μου και μου λένε, δεν ξέρεις από το σπίτι σου βγήκε ένας αντάρτης και στην προσπάθεια να τον συλλάβουμε μας έφυγε, τον κυνηγήσαμε αλλά χάθηκε μέσα στην πυκνή βλάστηση των μπαξέδων και αναγκαστήκαμε να πυροβολούμε πίσω του οπότε τον βρήκε μια σφαίρα και τον βρήκαμε σκοτωμένο στον διπλανό μπαξέ… Ξέρεις ότι στο σπίτι σου βρήκαμε έγγραφα σχισμένα κάτω στο πάτωμα και κάναμε γενική έρευνα. Εγώ κοκκάλωσα κυριολεκτικά εκτός από αυτά που μου έλεγε. Αλλά σκέφτηκα την οικογένειά μας που αφήσαμε στο σπίτι τη μάνα μας, την αδελφή μου, τον μικρό αδελφό μας. Αυτά επανέλαβαν και τα αδέρφια μου που ήταν και αυτοί στην ίδια κατάσταση. Και τώρα τι γίνεται, σκεφτόμουν την καταδίκη μας, τι απόφαση θα πάρουν. Γιατί είχε δυο πόρτες η απόφαση η μία ήταν στου Παύλου Μελά το στρατόπεδο που ήταν φυλακές και η άλλη αθωωτική στο ζωοπάζαρο (ατ. Παζάρ) έτσι το έλεγαν παλιά…

Ευτυχώς, ο Θεός μας βοήθησε και είχαμε μεγάλη τύχη που βρίσκονταν στην επιτροπή ο διερμηνέας των Γερμανών συμπατριώτη μας και μας ήξερε καλά την οικογένειά μας και ανέλαβε την υποστήριξή μας… Και ανέλαβε το λόγο και λέει, εγγυώμαι εγώ γι’ αυτήν την οικογένεια που είναι φιλήσυχη, κοιτάζουν τη δουλειά τους και δεν μπερδεύονται πουθενά… Και λέει γι’ αυτόν τον νεαρό που σκότωσαν συμπτωματικά βρέθηκε εκεί. Ευτυχώς είχε βαρύτητα η θέση του ως διερμηνέας των Γερμανών και μας απάλλαξαν. Θα μας έστελναν στις φυλακές στου Παύλου Μελά μελλοθανάτων… Ανασάναμε από το άγχος που είχαμε και μετά μας πήγαν στο ζωοπάζαρο από εκεί που άρχισε όσοι περνούσαν από τον έλεγχο και μας πήγαιναν για να καθαρίσει η πλατεία να μην μπερδευτούμε ελεγχόμενοι και μη ελεγχόμενοι… Και εκεί που πήγαμε, η τόση μεγάλη αλάνα γέμισε από κοσμο, δεν είχε μέρος που να σταθείς.

Ευτυχώς που ήταν απόγευμα και δρόσισε λίγο, καήκαμε δύο μέρες στον ήλιο και χωρίς νερό.

Όταν τελείωσε η διαδικασία του ελέγχου της πλατείας. Μαζευτήκαμε όλοι στην αλάνα του (Ατ Παζάρ) ζωοπάζαρο από εκεί που ξεκίνησε το μπλόκο… Ήταν περίπου 6 ½ η ώρα. Βγαίνει ένας Γερμανός από το Διοικητήριο και φωνάζει με το χωνί να διαλυθούμε, να φύγουμε για τα σπίτια μας σιγά και χωρίς φωνές… Πράγματι εμείς χαρήκαμε πολύ που μας άφησαν ελεύθερους. Αλλά στεναχωρεθήκαμε γι’ αυτούς που τους έστειλαν στου Παύλου Μελά, το στρατόπεδο ευτυχώς ήταν στα τελευταία τους οι Γερμανοί γιατί τον Οκτώβρη έφυγαν και τους ελευθέρωσαν οι δικοί μας και δεν πάθαν τίποτα. Εμείς οι Λαγκαδιανοί φύγαμε και αμέσως πήγαμε στα σπίτια μας. Οι άνθρωποι όμως από τα χωριά τι να πρωτοβρούν εκείνη την ώρα, τα ζώα τους, τα ψώνια τους μερικοί ήρθαν με τις γυναίκες τους, τι να πρωτομαζέψουν και φύγαν αργά, στο κάμπο, τα χωριά ήταν με τα κάρα και υψώματα με τα γαϊδουράκια ξεκίνησαν μπουλούκια μπουλούκια για τα χωριά τους. Ένα μπουλούκι από αυτά βρέθηκε βραδιάτικα στο δρόμο κοντά στις 5 βρύσες προς την Οσσα Σοχό τον δρόμο εκεί που πήγαιναν αμέριμνοι ταλαιπωρημένοι όπως ήταν δυο μέρες και γλίτωσαν από το μπλόκο να πάνε στα σπίτια τους… Να σου εκείνη την ώρα κατεβαίνει από πάνω από το Σοχό τα υψώματα ο καπετάν Ντιμίτης με το απόσπασμά του αυτό που σας έγραψα πιο πάνω (οι παοτσίδες) ήταν διάφορα αποσπάσματα με τους καπετανέους τους. Τους σταμάτησαν τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους, τι τους είπαν, τι έγινε δεν ξέρω… Μήπως ξαφνιάστηκαν που τους είδαν τόσοι πολλοί να ανεβαίνουν στα χωριά τους. Αφού τους εξήγησαν οι άνθρωποι γιατί άργησαν και έρχονται όλοι μαζί. Αυτοί όμως επειδή δεν ήταν άνθρωποι αλλά τέρατα ανθρωπόμορφα… Δεν άκουγαν τίποτε. Άρχισαν να τους βρίζουν τουρκικά διότι οι περισσότεροι ήταν Μπαφραλήδες και δεν ήξεραν καλά την ελληνική γλώσσα.

Και εκεί που ήταν μπουρουνιασμένοι και τους έβριζαν, τραβούν την σκανδάλη του όπλου τους και εκτελούν 6 άτομα. 2 από την Οσσα και 4 από τη Χωρούδα… Τι κακό τους βρήκε τους ανθρώπους εκεί που βάδιζαν αμέριμνοι να πάνε στα σπίτια τους… Τράβηξαν τόση λαχτάρα στο Λαγκαδά, 2 μέρες και τώρα να χάσουν τη ζωή τους από αυτά τα καθάρματα.

Όπως μάθαμε αργότερα επάνω στα υψώματα του Σοχού έδωσαν μάχη με τους Ελασίτες και έπαθαν μεγάλη ζημιά και καταλαβαίνεις. Επρεπε να ξεθυμάνουν και ξέσπασαν στους αθώους ανθρώπους.

Ο ένας από την Οσσα που εκτέλεσαν ήταν πατέρας του συμπολίτη μας Γιώργου Παντέλη. Ο Γιώργος ήταν πολύ μικρός τότε που εκτέλεσαν τον πατέρα του. και δεν θυμάται τίποτε.

Τι φοβερό πράμα ήταν αυτό. Να τους σκοτώσουν τους ανθρώπους στα καλά καθούμενα και χωρίς να δώσουν λόγο σε κανέναν και να ήταν Γερμανοί, τουλάχιστον εχθροί μας ήταν, αλλά αυτά τα καθάρματα ήταν και Ελληνες τα καθίκια. Φαντάσου τόσα δικαιώματα τους έδωσαν οι Γερμανοί.

Όταν πήγαμε με τα αδέλφια μου στο σπίτι, χάρηκαν φυσικά που μας είδαν καλά. Μας ρωτούσαν πώς τα περάσαμε, τους λέμε άστα τα δικά μας. Μας μάντρωσαν δυο μέρες και ευτυχώς χωρίς μπλέξιμο γλυτώσαμε και ήρθαμε για τα δικά σας γεγονότα. Τι έγινε εδώ και μας τα παρουσίασαν πολύ τραγικά. Τι έγινε ήρθαν εδώ στο σπίτι μας Γερμανοί, Βούλγαροι και παοτσήδες. Πέστε μας.

Ναι, λέει η μάνα μας. Πάθαμε και μεις τις λαχτάρες μας και αρχίζει η μάνα μου να ξετυλίγει το κουβάρι της δικής της ιστορία… Όταν φύγατε αφήσατε τον Μπαρμπα-Χριστόδουλο εδώ αν και του είπατε να έρθει μαζί σας στην πλατεία. Αυτός δεν ήρθε και πάει πάλι στη δουλειά του. Εσκασε να φυτέψουμε πράσα.

Μετά το μεσημέρι περνούν δύο Βούλγαροι με τα άλογα καβάλα από την αυλή μας και μπαίνουν μέσα στον μπαξέ. Εκεί είδαν και το Χριστόδουλο να σκάβει. Τι του είπαν δεν ξέρω, γιατί ήταν λίγο μακριά. Ακούσαμε μερικές φωνές από τους Βούλγαρους και τον πήραν μαζί τους και έφυγαν.

Αυτά είδε η μάνα μου. Εμείς είδαμε τα υπόλοιπα στην πλατεία που τον συνόδευαν οι Βούλγαροι. Ματωμένος, λασπωμένος. Φαντάσου τι ξύλο θα έφαγε ο δόλιος. Από το κεφάλι του τα έπαθε που δεν μας άκουσε.

Και συνεχίζει η μάνα μου. Ερχεται μετά ένα νεαρό παιδί και λέει να του δώσουμε μια τσάπα να δουλέψει στον μπαξέ. Φύγε βρε αγόρι μου. Πήγαινε και συ στην πλατεία, όπως πήγαν κι τα δικά μου τα παιδιά. Τι θέλεις τον μπελά σου εδώ. Είχαμε έναν γέρο και έσκαβε και τον πήραν τώρα οι Βούλγαροι. Δεν ξέρω πού τον πήγαν. Πράγματι, το παιδί έφυγε, αλλά αντί να πάει στην πλατεία που του είπε η μάνα μου, πήγε στο διπλανό μπαξέ του Δημητρίου Περιλή τότε. Εκεί ήταν δύο κοπέλες που δούλευαν στον μπαξέ. Κάθονταν στην αυλή τα κορίτσια.

Πάει ο νεαρός και της λέει κι αυτές τα ίδια, όπως η μάνα μου, να του δώσουν μια τσάπα να δουλέψει. Τα κορίτσια τι να πουν. Εμείς εργάτριες είμαστε. Δεν ξέρω. Με το αφεντικό μας πάει στη πλατεία, γιατί δεν πήγες και συ. Αυτός δεν της έδωσε σημασία. Παίρνει μια τσάπα που ήταν κοντά στα κορίτσια και χάνεται μέσα στον μπαξέ κι έτσι που είχε βλάστηση ούτε τον είδαν πού πήγε. Τον έχασαν.

Να, όμως, η τύχη του τον κυνηγούσε. Αλλοι δυο Βούλγαροι που πέρασαν από κείνο το μέρος καβαλάρηδες και αυτοί το είδαν πως δήθεν τσάπιζε. Τον έπιασαν και τον έφεραν στην αυλή, εκεί που ήταν τα κορίτσια. Του λένε να πάει μπροστά και αυτοί από πίσω ακολουθούν να τον πάνε στην πλατεία.

Αυτός σημασία δεν τους έδωσε κι έκανε να φύγει. Τότε οι Βούλγαροι λένε στα κορίτσια να τους δώσουν ένα σχοινί να τον δέσουν και να τον πάνε στην πλατεία. Εκείνα τα δευτερόλεπτα που πήραν τα μάτια τους από πάνω του μιλώντας τα κορίτσια να τους δώσουν το σχοινί. Σε 0 χρόνο εξαφανίστηκε από τα μάτια τους. Ούτε που το κατάλαβαν πότε χάθηκε από τα μάτια τους. Ανοιξε η γη και τον κατάπιε. Είδαν δεξιά, αριστερά εκεί κοντά να μην κρύφτηκε. Τίποτε.

Άλλη λύση δεν υπήρχε σε εκείνη τη βλάστηση που είχαν οι μπαξέδες τότε. Αρχίζουν να πυροβολούν προς το σημείο που έφυγε. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή. Οσες σφαίρες είχαν επάνω τους τις έριξαν όλες. Όταν τελείωσαν τις σφαίρες, άρχισαν να ψάχνουν για το θήραμα τους.

Το παιδί ήταν πανέξυπνο και τολμηρό. Οι Βούλγαροι όταν του έλεγαν να τον πάρουν μαζί τους στην πλατεία, αυτό τα μάτια του σπίθες έβγαζαν. Κοίταξε δεξιά του που ήταν μια δεξαμενή δίπλα του και σε μια αστραπιαία κίνηση χάθηκε πίσω από τη δεξαμενή. Αυτά μου τα διηγήθηκαν τα κορίτσια που είδαν όλη εκείνη την κατάσταση πο έγινε στην αυλή τους. Το παλικάρι χώθηκε στον διπλανό μπαξέ, που ήταν ζούγκλα από καλάμια και μέσα καρποφόρα δέντρα ήταν ενός γέρου που δεν μπορούσε να τον καλλιεργήσει σωστά. Μετά την απελευθέρωση τον αγοράσαμε εμείς τα αδέλφια. Σε εκείνο το δάσος έψαχναν οι Βούλγαροι αρκετή ώρα. 1-2 ώρες δεν ξέρω. Τον βρήκαν, όμως, πίσω στο σπίτι της κυρασμαραγδής, μέσα σε πυκνά χόρτα σκοτωμένο απέναντι στου Βαγγέλη Παμουτζάκη το σπίτι. Οι σφαίρες που έπεφταν βροχή τον βρήκαν στο δρόμο που έτρεχε το παλικάρι και βαριά τραυματισμένος πήγε και έπεσε σε κάτι πυκνά χόρτα και εκεί τον βρήκαν οι Βούλγαροι σκοτωμένο.

Μετά μάθαμε ήταν ένα παλικαράκι 18 χρόνων και ήταν σύνδεσμος της ΕΠΟΝ κι είχε μαζί του έγγραφα αλληλογραφίας με τον ΕΛΑΣ και ήταν σεσημασμένος. Τον ήξεραν φαίνεται οι χαφιέδες και γι’ αυτό δεν πήγε στην πλατεία. Και μετά συνεχίζει η μάνα μου την περιπέτειά τους. Ακουσαν όλους τους πυροβολισμούς που έριχναν οι Βούλγαροι. Δεν ήξεραν, όμως, γιατί πυροβολούσαν. Για το παιδί δεν είχαν ιδέα. Δεν ήξεραν τίποτε. Αυτή νόμιζε όπως του είπε να πάει στην πλατεία. Αλλά αυτό πήγε στον διπλανό μπαξέ.

Μετά τους πυροβολισμούς δεν πέρασε καμιά μισή ώρα εκεί που στεκόμασταν ακόμα με την απορία, γιατί να πυροβολούσαν.

Νάσου και έρχονται στην αυλή μας Γερμανοί, Βούλγαροι, παοτσίδες να ελέγξουν το σπίτι μας, νομίζοντας ότι ήταν το αρχηγείο των ανταρτών και να νόμιζαν ότι από εκεί βγήκε το παιδί.

Κάτι είδαν μόλις ήρθαν οι παοτσίδες, θα κάνουμε έρευνα στο σπίτι. Εδώ κρύβετε αντάρτες. Και χωρίς άλλη κουβέντα ανεβαίνουν επάνω και το κάνουν φύλλο φτερό. Δεν άφησαν τίποτε όρθιο και χωρίς να το ελέγξουν. Ενας από τους Γερμανούς ήταν γνωστός. Ερχόταν πότε πότε η μάνα μου τον περιποιούνταν. Τον κερνούσε κάτι. Ό,τι είχε και μας έλεγε τι καλό παιδί που είναι. Αυτό το καλό παιδί της δίνει μια σπρωξιά και έπεσε κάτω και αγριεμένος και βρίζοντας. Σηηκώθηκε η καημένη και ζάρωσε σε μια γωνιά, βλέποντας να τα πετάνε όλα τα πράγματα σαν σκουπίδια. Εκεί πήρε το μάτι του, κάτω στο πάτωμα του σαλονιού ήταν κάτι κομματάκια χαρτιά από φρέσκα σχισμένα. Μόλις τα είδαν, άναψαν περισσότερο. Τι χαρτιά σχισμένα είναι αυτά, λένε στη μάνα μου οι παοτσίδες. Και η μάνα μου τους απαντά. Να το παιδί το μικρό πηγαίνει σχολείο και σχίζει καμιά φορά κανένα χαρτί που δεν του χρειάζεται. Δεν ήταν ούτε πονηρό, ούτε να δικαιολογήσει κάτι που δεν ήξερε. Είπε την αλήθεια. Είπε για το Σταύρο τον αδελφό μου, που πήγαινε στο Γυμνάσιο. Πού να ήξερε η μάνα μου ότι τα σχισμένα χαρτάκια ήταν δικά μου. Όταν θα φεύγαμε για την πλατεία τα έσχισα ήταν ένα ιστορικό που είχα γράψει για τους Βούλγαρους που ήθελαν να με εκτελέσουν και γλύτωσα εκ θαύματος. Το είχα στο συρτάρι του μπουφέ και οι Βούλγαροι τα κοσκίνισαν όλα.

Αν το έβρισκαν ολόκληρο το ιστορικό τότε, δεν ξέρω τι θα γινόταν. Το είχα σχίσει τόσο μικρά κομματάκια, που δεν μπόρεσαν να συναρμολογήσουν τίποτε. Και όταν φύγαμε εμείς για την πλατεία, δεν πήγε κανένας επάνω να τα δει να τα σκουπίσει. Αυτή ήταν η αιτία που μας θεώρησαν ύποπτους στον έλεγχο της πλατείας. Από την επιτροπή των Βουλγάρων και των παοτσίδων. Ευτυχώς είχαμε μεγάλη τύχη που βρέθηκε αυτός ο άνθρωπος και μας έσωσε ο Μιχάλης Τσιαμπάζης ο διερμηνέας των Γερμανών, που έσωσε πολύ κόσμο από το Λαγκαδά. Αφού δεν βρήκαν τίποτε ύποπτο στο σπίτι μας να μας ενοχοποιήσει, έφυγαν. Αυτά μας διηγήθηκε η μάνα μου το τι τράβηξαν εκείνη τη μέρα, που είμαστε εμείς στην πλατεία. Την άλλη μέρα μάθαμε άλλα νέα, που δεν τα έμαθαν στο σπίτι η μάνα μου, αλλά ούτε και μες φυσικά εκεί πο θα τα μαθαίναμε εκεί που ήμασταν πολιορκημένοι στην πλατεία. Τους πυροβολισμούς που έριξαν οι Βούλγαροι για το νεαρό έκαναν και άλλη ζημιά εκτός από το παιδί. Δίπλα ήταν ένας στάβλος με ανοιχτό το παράθυρο. Πήγε και εκεί μια σφαίρα και σκοτώνει ένα άλογο. Και το φρικτότερο, μια άλλη αδέσποτη σφαίρα σκοτώνει και μια γυναίκα που ήξερε και αυτή στο παζάρι. Ήταν από το Κολχικό. Και σε κείνη την αναστάτωση με τους Γερμανούς, τους Βούλγαρους και τους παοτσίδες, που φώναζα οι άντρες να πάνε στην πλατεία, οι γυναίκες που ήρθαν από τα χωριά πού να πάνε η κάθε μια σε όποιο σπίτι και αν ήταν χώθηκε ή γνωστό ή άγνωστο, οι Λαγκαδιανοί πρόθυμη τους φιλοξενούσαν. Ετσι και αυτή η γυναίκα, χώθηκε σε ένα σπίτι εκεί στη γειτονιά μας, αλλά μακριά από τα γεγονότα ήταν. Κι όμως, την βρήκε η φαρμακερή σφαίρα και την άφησε στον τόπο. Και ποια να ήταν αυτή η γυναίκα που μάθαμε ύστερα. Ηταν η γυναίκα του Σωκράτη Τσιακάλη, που σκοτώθηκε πριν 4 χρόνια στην Αλβανία.

Κοίτα τι συμπτώσεις που γράφει η μοίρα από εχθρικό βόλι να σκοτωθούν και οι δύο. Ακουσε τους πυροβολισμούς και βγήκε στην πόρτα να δει τι γίνεται έξω κι εκεί την βρήκε η σφαίρα, από το σημείο που πυροβολούσαν είχε τουλάχιστον πάνω από 2 μέτρα.

Τελειώνοντας την ιστορία αυτή του μπλόκου της 1ης Αυγούστου. Οσοι ζουν θα θυμούνται το φρικτό διήμερο που περάσαμε. Σε κάθε γεγονός που γινόταν τότε, έπρεπε κάποιος να την πληρώσει και πληρώθηκε ακριβά χάνοντας τη ζωή τους 7 ψυχές άδικα. Σ’ αυτό τι έφταιγαν αυτοί οι άνθρωποι, που τους σκότωσαν στο δρόμο κοντά στις 5 Βρύσες. Ηταν φιλήσυχοι άνθρωποι. Πέρασαν από τον έλεγχο και δεν τους βρήκαν κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο. Ηταν αγνοί άνθρωποι. Κοίταζαν τη δουλειά τους. Εφερναν με το γαϊδουράκι τους κανένα φορτίο ξύλα να πουλήσουν και να ψωνίσουν κάτι για το σπίτι. Είχαμε πολύ φτώχεια εκείνα τα χρόνια. Δεν είναι όπως σήμερα. Δύσκολα χρόνια και αυτοί επάνω στα χωριά πιο δύσκολα. Αδικα πάνε οι άνθρωποι.

Και η γυναίκα, η καημένη, έχασε τον άνδρα της στην Αλβανία, που ακόμα ήταν ανοιχτή η πληγή του πόνου της. Και τη βρήκε η αδέσποτη σφαίρα. Ετσι της έγραψε η μοίρα της. Ως αναφορά για το νεαρό από το Βερτίσκο, αυτός βέβαια είχε τους λόγους του Γιατί ήταν Επονίτης σύνδεσμος. Και ήξερε τι τον περίμενε αν πήγαινε στην Πλατεία. Τον ήξεραν αυτά τα καθάρματα, οι παοτσίδες. Ή έπρεπε καλά να κρυφτεί ή να μην κατέβει εκείνη τη μέρα αν το ήξερε. Προσπάθησε το καημένο το παιδί και κρύφτηκε μέσα στους μπαξέδες που ήταν τότε σαν ζούγκλα. Πού να φανταστεί ότι θα κοσκινίσουν τα πάντα με τα άλογα οι Βούλγαροι. Το παιδί αν και ήταν 18 χρόνων, ήταν πολύ τολμηρό και στην προσπάθειά τους οι Βούλγαροι να τον δέσουν με το σχοινί και να τον πάνε στην πλατεία, τους έφυγε από τα χέρια τους και γλίστρησε μέσα στο δασωμένο μπαξέ του τότε Αντωνιάδη. Κι όμως, κι εκεί δεν τον άφησε οι μοίρα του παιδιού. Τον κυνηγούσε. Τον βρήκε η αδέσποτη σφαίρα και τον αποτελείωσε.

Ακόμα το θυμάμαι εκείνο το παλικαράκι που πάλεψε να σώσει τη ζωή του, αλλά άμα σου γράφει, δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά.

Καμιά φορά λέμε δεν τα πιστεύουμε αυτά. Την τύχη ή έτσι του έγραψε η μοίρα του. Κι όμως, πρέπει να τα πιστέψουμε. Τα δυο περιστατικά που έγραψα στο άλλο φύλλο. Θα σας διηγηθώ όπως μου τα είπαν άνθρωποι που τα είδαν. Την ημέρα που μας μάντρωσαν στην πλατεία, είχαν στη λίστα ορισμένα άτομα σεσημασμένα να τα συλάβουν. Μέσα σ’ αυτά τα άτομα ήταν και ο Γεώργιος Χρυσομαλλίδης. Τώρα το πώς το πήρε είδηση που ήθελαν να τον συλλάβουν, δεν ξέρω. Ηταν υπάλληλος της Ενώσεως Γεωρ. Συνεταιρισμών. Εφυγε από την πίσω πόρτα που ήταν απέναντι η Εθνική Τράπεζα. Γνωστός βέβαια στην Τράπεζα έκανε ένα νόημα γιατί πήγε και κάθισε σε μια γωνιά. Και αυτός δεν πέρασε λίγη ώρα βλέπουν τους Γερμανούς έρχονται προς την Τράπεζα. Μόλις τους είδε ο Γιώργος λέει στο διευθυντή να μην σας κάψω και σας και φεύγει από άλλη πόρτα και πάει κρύβεται στο πάρκο. Οι Γερμανοί μπήκαν μέσα μαζί με τους Βούλγαρους.

Ενας αξιωματικός Βούλγαρος έμεινε έξω και ήλεγχε έξω στο πάρκο. Ο Γιώργος ήταν κρυμμένος σε κάτι δεντράκια καλλωπιστικά. Ο Βούλγαρος έπεσε σχεδόν επάνω του και τον είδε. Ο Γιώργος κοκάλωσε φυσικά. Ο Βούλγαρος τον είδε μπροστά του. Και δεν του πείραξε τίποτε. Και έφυγε μαζί με τους άλλους, χωρίς να τους πει τίποτε. Τι άνθρωπος ήταν αυτός ο αξιωματικός; Αυτά του έγραψε του Γιώργου η μοίρα του και έζησε μέχρι το φυσικό θάνατό του.

Αυτά ζήσαμε στην κατοχή τα τέσσερα χρόνια με τους Γερμανούς, τους Βούλγαρους και προ παντός με τα δικά μας τα καθάρματα, τους παοτσίδες. Διότι, ο εχθρός τουλάχιστον δικαιολογείται. Εχθρός είναι. Αλλά αυτοί Ελληνες να καταδιώκουν Ελληνες. Τι άνθρωποι ήταν αυτοί; Και να μην μπορείς να βρεις το δίκιο σου πουθενά. Να μην σε έβαζαν στο μάτι σαν ύποπτο. Χάθηκες. Εύχομαι να μην δουν τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας, τέτοια χρόνια, σαν τα δικά μας.

Χρήστος Φυλάκης

Μια περιπέτεια του 1944
( 15-1-1944)

Οι περιπέτειες της κατοχής δεν είχαν τέλος, αλλά μερικές από αυτές έμειναν στο μυαλό θαρρείς και στοίχειωσαν τα γογονότα.
Ήταν Σαββατόβραδο 14-1-44 και ανταμωθήκαμε με τους φίλους μου στην αγορά και αποφασίσαμε να πάμε για κανένα ουζάκι στο καφενείο του ‘’ΡΟΥΜΑΝΟΥ’’ στους αδελφούς Γιώργο και Κώστα Κρυωνά, τότε ακόμα ζούσε και ο πατέρας τους και το μαγαζί ήταν δίπλα στη σημερινή Εμπορική Τράπεζα, και είπαμε να πάμε εκεί γιατί το μαγαζί πάντα διέθετε και μουσική και χορό και μεις με τα νειάτα που είχαμε ,με ένα ουζάκι δεν θέλαμε πολύ να πιάσουμε το χορό. Μόνιμα επίσης είχε το μαγαζί και λατέρνα και αυτή η γλυκιά της μελωδία σε τραβούσε περισσότερο απ΄όλα. Πήγαμε λοιπόν , καθίσαμε, παραγγείλαμε τα ουζάκια μας, αλλά προλάβουμε να σηκώσουμε τα ποτήρια μας, έρχεται κάποιος γνωστός, φίλος, και μου λέει στο αυτί πολύ σιγά :’’ αύριο να πάρεις την παρέα σου και να φύγετε από το Λαγκαδά, πάνε σε κανένα χωριό, όπου θέλετε, αλλά μόνο μη βγείτε στη πιάτσα’’, δεν τόλμησα να ρωτήσω πολλά γιατί μου λέει ‘’μη ρωτάς πολλά πράγματα, κάνε αυτό που σου λέω’’ και έφυγε γρήγορα λέγοντάς μου ‘’πέστο σε όποιον εμπιστεύεσαι’’.
Μας έκανε την καρδιά λοιπόν ο φίλος.Εκεί που καθίσαμε να κάνουμε το κέφι μας και να πιούμε το ουζάκι μας, μας έκοψε τα πόδια, αλλά δεν ξέραμε και γιατί έπρεπε να εξαφανιστούμε. Τέλος κατεβάσαμε ανόρεκτα ένα ούζο και φύγαμε αμέσως γιατί η κυκλοφορία ήταν μέχρι τις 8 το βράδυ, και αφού συνεννοηθήκαμε που θα βρεθούμε φύγαμε για τα σπίτια μας.
Στο δρόμο προς το σπίτι, αντάμωσα με έναν γείτονά μου και μου λέει:’’έμαθες τίποτα απόψε;’’
-Κάτι έμαθα του λέω…αλλά δεν ξέρω για πιο λόγο να φύγουμε.
Αυτός είχε μάθει τα νέα και είχε καλύτερες πληροφορίες και μου εξήγησε ότι οι Γερμανοί θα ερχόταν να πάρουν εργάτες για τα καταναγκαστικά έργα του αεροδρομίου και δεν έπρεπε να βρούν κανέναν στο Λαγκαδά.΄Ηταν μια υποχρεωτική αποστολή κάθε 15 ημέρες , έβγαινε στη Δημαρχία μια κατάσταση για 50-100 άτομα , πηγαίναμε, βλέπαμε τα ονόματά μας, κι αν ήταν μέσα παίρναμε τα σκεπάσματά μας και ό,τι χρειαζόμασταν άλλο , και μαζευόμασταν στην πλατεία όπου θα ερχόταν τα καμιόνια να μας πάρουν.Ποιός έβγαλε αυτή την απόφαση δεν ΄ξερα τότε με σιγουριά, άλλοι είπαν πως ήταν απόφαση του Δημάρχου του Παντίρη, αλλά δεν μπορούσα να το πιστέψω γιατί ήταν μια κίνηση που σίγουρα θα έβρισκε τον μπελά του.Βέβαια, οι Γερμανοί ήρθαν στο Λαγκαδά, δεν βρήκαν καταστάσεις και εργάτες αλλά αφεντικά ήταν , μάζεψαν όσους αμέριμνους βρήκαν στην πλατεία και με το ζόρι τους πήγαν για δουλειά. Η δικιά μου περιπέτεια αρχίζει από την άλλη μέρα, Κυριακή πρωί, που ανταμώσαμε οι φίλοι και είπαμε να πάμε στο Ηράκλειο. Πήγαμε λοιπό και καθώς ήταν κι άλλοι Λαγκαδιανοί εκεί, βγάλαμε όλη τη μέρα μας εκεί γλεντώντας στα καφενεία του χωριού. Ηταν μια πολύ ευχάριστη μέρα και το βραδάκι πήραμε το δρόμο της επιστροφής, χωρίς να ξέρουμε εντωμεταξύ τι γινόταν στο Λαγκαδά. Φθάσαμε στο ποτάμι στον Μπογδάνα και σκεφτόμασταν πώς να περάσουμε το ποτάμι, που είχε πολύ νερό. Τότε μας είδε ένας βούλγαρος στρατιώτης από μακριά και έρχεται κατά πάνω μας.Εμείς μόλις τον είδαμε φοβηθήκαμε κι αρχίσαμε να τρέχουμε, όπου προλάβαινε ο καθένας, ο δε βούλγαρος νομίζοντας ότι είμαστε τίποτε αντάρτες, άρχισε να μας πυροβολεί.Εγώ ξεμοναχιάστηκα από την παρέα μου και βρέθηκα με άλλους δυο άλλους λαγκαδιανούς, οι σφαίρες έπεφταν σύνεφο κατά πάνω μας, γιατί τελικά ο στρατιώτης εμάς έβαλε στόχο. Στην απεγνωσμένη προσπάθειά μας να σωθούμε, ριχτήκαμε στο ποτάμι για να βγούμε από την άλλη μεριά στο Λαγκαδά, συνάμα το ποτάμι ήταν φουσκωμένο και το νερό παγωμένο. Βγήκαμε με τα πολλά στην άλλη μεριά, νομίζοντας ότι γλιτώσαμε, όμως πίσω μας ο Βούλγαρος, δεν το έβαλε κάτω,έπεσε κι αυτός στο νερό ουρλιάζοντας από τα νεύρα του και μουσκεμένος και απειλώντας μας με το όπλο φώναζε να σταματήσουμε, ‘’στοπ-ταμ’’, αυτό μόνο καταλαβαίναμε… και μας κάλεσε μα τα χέρια ψηλά να πάμε κοντά του. Κάναμε ό,τι μας διέταξε, τότε συνειδητοποίησα τους δυο άλλους φίλους που τρέχαμε μαζί , όταν μας έστησε απέναντί του, εγώ στη μέση και δεξιά μου ο Κώστας Κοντόπουλος και αριστερά μου ο Θανάσης Τζιταμίδης. Την παρέα μου την έχασα τελείως. Με τα χέρια ψηλά, όπως στεκόμασταν ήρθε κοντά μας ο Βούλγαρος και μας έψαξε μην και έχουμε κανένα όπλο. Μετά μας έβαλε κολλητά τα κεφάλια μας και ετοιμάστηκε να μας εκτελέσει, γιατί ήταν σίγουρος ότι ήμασταν ‘’παρτιζάν’’, όπως έλεγε, και φώναζε ότι εγώ ήμουν ‘’καπιτάν’’ δηλαδή ο αρχηγός. Όλα αυτά διαδραματίζονταν κοντά στο αμπέλι του Γρόλιου που ήταν πίσω στο ανάχωμα του Μπογδάνα, κοντά στο δρόμο της Ασσήρου, περιοχή απόμερη, μέσα σε καλαμιές, οπότε κι αν μας σκότωνε κανείς δεν θα έπαιρνε χαμπάρι, άλλωστε για τον βούλγαρο ήμασταν αντάρτες και ότι και να έκανε είχε διακαιολογία. Ευτυχώς όμως έγινε το θαύμα, γιατί ακόμα πιστεύω ότι ήταν θαύμα, όλη η ζωή μου πέρασε από το μυαλό μου σαν σε ταινία για 2-3 δευτερόλεπτα και αισθάνθηκα ότι όλα τελειώνουν, ενώ είχαμε τα κεφάλια ενωμένα έτοιμοι για εκτέλεση, τότε εμφανίζεται μέσα από τα καλάμια, σαν αστραπή, ένας έφιππος αξιωματικός του Βουλγαρικού στρατού και μόλις είδε τη σκηνή της ετοιμασίας της εκτέλεσης, άρχισε να φωνάζει αγριεμένος στον στρατιώτη και διέταξε να πάει κοντά του. Τι του είπε δεν καταλάβαμε, το που έπιασε το αυτί μας ήταν η λέξη ‘’να κουμαντά’’, δηλαδή να μας πάει στο διοικητή του. Εμείς στο άκουσμα της φράσης, νομίζαμε ότι αναστηθήκαμε, τόση χαρά πήραμε…γιατί εκεί κάτι θα γινόταν ,κάποιος θα μιλούσε ελληνικά και θα μπορούσαμε να συνενοηθούμε.Τότε ο αξιωματικός διέταξε τα περίπολα που είχαν φτάσει κι όλας και με εφ΄όπλου λόγχη μας πήγαν στους στρατώνες,(εκεί που είναι σήμερα το ΜΠΙΛΛΕΙΟ) , γιατί εκεί ήταν η βάση των βουλγάρων από το 1943, οπότε έχτισαν και τον στρατώνα. Μέσα σε αυστηρότατο κλοιό μας συνόδευαν 6 στρατιώτες και καθώς μας περνούσαν μέσα από τον κόσμο, όλοι έμειναν με την ιδέα ότι πάμε για εκτέλεση. Η εικόνα έτσι έδειχνε. Μόλις φτάσαμε στο στρατώνα μας πήγαν κατευθείαν στον Διοικητή και μας παρουσίασαν, αφού έδωσε αναφορά ο αξιωματικός, είπε τα καθέκαστα και με συστήνει κι αυτός στον διοικητή για καπετάνιο της ομάδας Ο διοικητής άκουσε με άγριο βλέμμα και κάλεσε έναν διερμηνέα, ήρθε ένας νεαρός ανθυπολοχαγός που ήξερε καλά ελληνικά για να μας πάρει ανάκριση. Χαρήκαμε που επιτέλους θα μπορούσαμε να μιλήσουμε στη γλώσσα μας και να πούμε πως έχουν τα πράγματα. Του είπαμε πως είμαστε Λαγκαδιανοί, δείξαμε τις ταυτότητές μας και είπαμε πως πήγαμε σε έναν γάμο συγγενή μας από το Ηράκλειο, και ερχόμασταν το βράδυ στο Λαγκαδά και ενώ στεκόμασταν για να δούμε πως θα περάσουμε το ποτάμι που κατέβασε πολύ νερό,μας είδε ο στρατιώτης από μακριά, και καθώς ερχόταν κατά πάνω μας με άγριες διαθέσεις, εμείς φοβηθήκαμε και αρχίσαμε να τρέχουμε, τότε αυτός άρχισε να πυροβολεί κατά πάνω μας. Φυσικά σε γάμο δεν πήγαμε, αλλά καμιά φορά χρειάζονται και τα ψέματα σε τέτοιες στιγμές.Ο διερμηνέας μεταβίβασε την κατάθεση μας στον διοικητή, ο οποίος μόλις τα άκουσε ηρέμησε κάπως και μας έκανε συστάσεις, άλλη φορά να μη ξαναγίνει και όταν μας καλεί στρατιώτης να σταθούμε, εμείς να μη φεύγουμε, γιατί από μια παρεξήγηση μπορε’ι να σκοτωθούμε ,όπως και κόντεψε να γίνει, αν δεν ερχόταν ο έφιππος αξιωματικός.Μετά μας έδωσε το ελεύθερο να φύγουμε για τα σπίτια μας.Όταν βγήκαμε από το στρατόπεδο είχε ήδη νυχτώσει, ήταν νέκρα ο Λαγκαδάς, όλος ο κόσμος κλεισμένος στα σπίτια του, γιατί πανικοβλήθηκε από την κίνηση των βουλγάρων να κάνει συλλήψεις.Ο δρόμος ήταν γεμάτος περίπολα. Πήγα στο σπίτι αργά. Δόξα τω θεώ τους βρήκα όλους καλά , ανησυχούσαν κι αυτοί για μένα, διότι είχα φύγει από πρωί και δεν ήξεραν που βρίσκομαι. Ευτυχώς τέλειωσε η περιπέτεια χωρίς κακό αποτέλεσμα.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ 15 ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Το ιστορικό μου ξεκινάει από το τελευταίο δεκαπενθήμερο της κατοχής. Τελευταία, στο Λαγκαδά, βλέπαμε τους Γερμανούς πολύ ανήσυχους. Αλλά και στη Θεσσαλονίκη που πηγαίναμε εμείς οι λαχανοκηπουροί τα ζαρζαβατικά μας, τους βλέπαμε ότι δεν ήταν όπως πριν. Δεν ξέραμε όμως τίποτε, είχαμε μαύρα μεσάνυχτα. Εξάλλου από πού να μάθουμε. Η εφημερίδα μας, η Νέα Ευρώπη, έγραφε πάντα τα καλύτερα για τα στρατεύματα του ΡΑΙΧ, ότι πάντα νικούσαν κλπ. Επομένως από πού να μάθουμε την αλήθεια.

Τελευταία βγήκε μια είδηση, ότι οι Γερμανοί οπισθοχωρούν απ’ όλα τα μέτωπα, αλλά ήταν από «ράδιο αρβύλα». Το μόνο που αρχίσαμε να πιστεύουμε ήταν ο τελευταίος χειμώνας του 1943-44. Ο πιο βαρύς χειμώνας αφού η θερμοκρασία έφτανε μέχρι και – 40ο υπό του μηδενός, γεγονός που συντελούσε στο να καθηλώσει τα στρατεύματα των Γερμανών. Το χιόνι ήταν πάρα πολύ με αποτέλεσμα να ακινητοποιήσει τα περισσότερα μηχανήματα και οχήματα. Τα κρυοπαγήματα τους θέρισαν και τους καθήλωσαν στο Στάλινγκραντ, μια πόλη που έχει για μεγαλύτερο οχυρό της την μεγάλη πτώση της θερμοκρασίας και την πολύ χιονόπτωση. Τότε έφεραν στρατό από την Σιβηρία, όπου σε εκείνα τα μέρη οι στρατιώτες ήταν συνηθισμένοι σε τέτοιου είδους θερμοκρασίες.

Οι Γερμανοί που είναι τόσο πεισματάρηδες, ήθελαν πάντα να νικούν. Εισήλθαν λοιπόν στην πόλη και έγιναν πολύ σκληρές οδομαχίες ποιος θα κερδίσει την πόλη. Εκεί οι Γερμανοί γράψανε το τέλος τους. Λόγω αυτών των καιρικών συνθηκών ήταν αδύνατον να τους φέρουν ενισχύσεις και να τους προμηθεύσουν με εφόδια.

Η εφημερίδα τους, στην αρχή έλεγε, ότι παρόλη την κακοκαιρία και τη μεγάλη πτώση της θερμοκρασίας, τα στρατεύματα μας θα καταλάβουν την πόλη του Στάλινγκραντ. Έπειτα που τα στρατεύματα άρχισαν να υποχωρούν έλεγαν ότι αμύνονται ηρωικά. Τότε αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι έφθασε το τέλος τους.

Αυτά θυμάμαι το χειμώνα του 1943 – 44. Οι Γερμανοί τους δέκα μήνες που μείνανε επιπλέον στην Ελλάδα έκαναν τα πιο φοβερά εγκλήματα της μεγαλύτερης εκτέλεσης.

Από της 15 Οκτωβρίου ήρθαν και στο Λαγκαδά τα μαύρα σύννεφα της οπισθοχώρησής τους. Ξαφνικά μια μέρα γίνεται μια αναστάτωση στο Λαγκαδά και μαθαίνουμε ότι οι Γερμανοί μαζεύουν άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και γενικά ό,τι βρούνε το παίρνουν δια της βίας. Τότε εμείς στο άκουσμα αυτής της είδησης, αμέσως κρύψαμε τα άλογά μας, όπου νομίζει ο καθένας μας, μέσα στους μπαξέδες. Όλοι οι Λαγκαδιανοί, οι περισσότεροι αγρότες είχαν άλογα τότε.

Οι Γερμανοί γύριζαν την πρώτη μέρα μέχρι το βράδυ και μάζεψαν αρκετά άλογα˙ έφθασαν μέχρι την γειτονιά μας αλλά νύχτωσε και έφυγαν. Μόνο του φίλου μου του Χαριλάου Καμπέρη, το μουλαράκι πήραν.

Εκείνο το βράδυ, στην γειτονιά μας που ήμασταν, αποφασίσαμε να φύγουμε, το πρωί για το βουνό σε μια χαράδρα. Πράγματι το πρωί από τα χαράματα μαζευτήκαμε και ετοιμαστήκαμε να ξεκινήσουμε. Εκείνη την ώρα ξαφνικά, εμφανίζεται ο φίλος μου ο Χαρίλαος με το μουλάρι του. μας λέει τρομαγμένος: Άιντε τραβάτε να φύγουμε και θα σας πω εκεί τα νέα. Τότε φύγαμε έξι άτομα και οκτώ άλογα. Αυτοί ήμασταν: Εγώ με δυο άλογα, ο Χρήστος Τσιτάκης με δύο άλογα και οι υπόλοιποι με ένα άλογα που ήταν: ο Κώστας Περηφάντσος, ο Νικόλας Ματθαίου, ο Αθανάσιος Καργιάς και ο Χαρίλαος με το μουλάρι του.

Φεύγουμε για το βουνό όπως σας είπα παραπάνω. Ευτυχώς που εκείνες τις τελευταίες μέρες δεν είχε ούτε περίπολα που να κυκλοφορούν έξω από το στρατόπεδο την νύκτα. Όλοι κλείστηκαν μέσα στο στρατόπεδο, γεγονός που προμήνυε το τέλος τους.

Όταν ξημέρωσε φθάσαμε στο βουνό, επάνω από το Κολχικό, εκεί που τώρα είναι οι εγκαταστάσεις της αεροπορίας. Από εκεί ανεβήκαμε στο βουνό και πίσω είχε μια χαράδρα από την οποία κατεβήκαμε κάτω. Εκεί είχε και κάτι ξερά χόρτα και άρχισαν τα άλογα να βοσκούν.

Τώρα πια ήμασταν ήσυχοι από τους Γερμανούς˙ που να μας έβρισκαν εκεί. Ανυπομονούσαμε όμως να μάθουμε πως έφυγε το μουλαράκι του Χαρίλαου από τους Γερμανούς. Και ο ίδιος μας λέει:

  • Το άκουσε ο πατέρας μου τις πρωινές ώρες που ήρθε στην αυλή και σηκώθηκε, το έδεσε και ήρθε με φώναξε αμέσως από τον ύπνο.
  • Σήκω Χαρίλαε, ήρθε το μουλαράκι, τρέξε να προλάβεις τους φίλους σου πριν φύγουν.

Εκεί στη χαράδρα τη βγάλαμε μέχρι το βράδυ. Τώρα όμως που θα νυχτώσει τι θα γίνει, που θα μείνουμε; Στη χαράδρα θα μας φάνε οι λύκοι. Και έτσι αρχίσαμε να ανησυχούμε. Είπαμε να γλυτώσουμε τα άλογα αλλά τον εαυτό μας δεν τον σκεφτήκαμε καθόλου. Καθόμαστε και σκεπτόμαστε τι θα γίνει. Να επιστρέψουμε να στα σπίτι μας αποκλείετε. Και φυσικά καλά που δεν κάναμε την τρέλα να γυρίσουμε πίσω. Οι Γερμανοί είχαν οργιάσει, δεν άφησαν τίποτε που να μην το ψάξουν.

Ο Αριστείδης Σίσκος το είχε καλά κρυμμένο στο σπίτι του αλλά όταν είδε στη γειτονιά του που ψάχνουν σχολαστικά πήγε και το έβγαλε από την πίσω πόρτα, το καβαλίκεψε και σαν αστραπή φεύγει. Όταν τον είδαν οι Γερμανοί, τον κυνήγησαν πυροβολώντας τον μέχρι την Χρυσαυγή. Αλλά ήταν τόσο ταχύτατο το άλογο κι έφτασε γρήγορα στο βουνό προς το Πολυδένδρι και έτσι γλίτωσε και ο ίδιος και το άλογο. Αν ζούσε θα διηγούνταν την επικίνδυνη περιπέτειά του.

Εκεί που σκεπτόμασταν τι θα γίνει για το βράδυ. Ρίχνει τη γνώμη του ο Κώστας Περιφάντσος. Έχω ένα γνωστό σπίτι στη Μπαλάφτσια, έτσι το έλεγαν το Κολχικό τότε. Να πάμε μια βραδιά να μας φιλοξενήσει. Έχουμε καλές οικογενειακές φιλίες. Και επειδή ο φίλος μας ο Κώστας, μας έλεγε και κανένα ψεμματάκι και γελούσαμε στην παρέα. Του λέω δεν τα παρατάς αυτά βρε Κώστα. Είναι καιρός για αστεία, σοβαρά μιλάμε τώρα. Εσύ το χαβά σου έχεις. Εδώ ήμαστε έξι άνθρωποι και οκτώ άλογα. Πανδοχείο θέλουμε και όχι σπίτι.

Ο Κώστας όμως επιμένει, μα σοβαρά σας μιλάω τώρα. Είναι καλός άνθρωπος. Είναι πόντιος. Θα κατέβουμε κοντά στο χωριό και θα πάω εγώ μόνος να του μιλήσω αν μας δεχτεί. Και αν δεν μας δεχτεί τα αλώνια είναι εκεί κοντά. Έχει εκεί σικαλιές πολλές και άχυρα. Θα χωθούμε μέσα και θα τη βγάλουμε τη νύχτα. Τα άλογα θα τα δέσουμε στα αλώνια να τρώνε άχυρα. Και τη βρήκε τη λύση ο Κώστας. Τι να κάνουμε και εμείς συμφωνήσαμε, όχι πως τον πιστέψαμε. Αλλά άλλη λύση δεν υπήρχε, εδώ στη χαράδρα δεν μπορούσαμε να μείνουμε. Και πήραμε την απόφαση να κατέβουμε στο χωριό και ο Θεός βοηθός.

Κατεβήκαμε στο χωριό, σχεδόν είχε αρχίσει να νυχτώνει. Σταματήσαμε στα αλώνια, που ήταν έξω από το χωριό και το σπίτι του ήταν εκεί κοντά, στο επάνω χωριό. Τότε μας λέει ο Κώστας: Καθήστε εσείς εδώ και εγώ θα πάω μόνος μου να τον μιλήσω και θα έρθω να σας φέρω τα νέα.

Έφυγε ο Κώστας και καθήσαμε εμείς και το ρίξαμε στο τσιγάρο να φύγουν να σεκλέτια μας (στεναχώρια μας). Άργησε ο Κώστας καμιά μισή ώρα. Μετά τον βλέπαμε να έρχεται όχι μόνος με κάποιον άλλον και να μας φωνάζει από μακριά: Άντε ετοιμαστείτε πάμε. Ο άλλος που τον συνόδευε μας λέει: Βρε παιδιά ελάτε απόψε σπίτι μου να μείνετε. Είχε σκοτεινιάσει βέβαια και δεν τον βλέπαμε από μακριά. Όταν ήρθε κοντά μας τον σύστησε και ξελαφρώσαμε από την στεναχώρια μας και πήγαμε σπίτι του.

Τι να πρωτοθυμηθώ από αυτόν τον άνθρωπο και τη γυναίκα του. Τη φιλοξενία που μας έκανε έξι άτομα και τα άλογά μας ακόμα και εκείνα τα φρόντιζε με πολύ ενδιαφέρον σαν ανθρώπους.

Ξημερώματα σηκωθήκαμε και φύγαμε από φόβο μήπως έρθουν στο χωριό οι Γερμανοί και πάρουν τα άλογά μας. Πήγαμε πάλι εκεί στη χαράδρα που ήμασταν χθες. Τότε στείλαμε έναν από την παρέα μας να πάει στα σπίτια μας και να μας φέρει τρόφιμα. Νερό βρίσκαμε. Επιπλέον να μας φέρει και τα νέα από το Λαγκαδά.

Ο απεσταλμένος μας ήρθε κοντά στο μεσημέρι. Καθήσαμε, φάγαμε και μας έφερε και τα νέα. Και μας λέει μην το κουνάμε από εδώ˙ οι Γερμανοί ακόμα γυρίζουν να βρούνε άλογα. Κοντά στο απόγευμα άρχισε πάλι η στεναχώρια μας. Χθες καλά περάσαμε λέμε, απόψε τι γίνεται, δεν μπορούμε να πάμε πάλι σε αυτόν τον άνθρωπο που μας περιποιήθηκε τόσο καλά.

Όχι βέβαια τους λέω, απόψε σ΄έναν δικό μου άνθρωπο που ήταν κάποτε φίλος του πατέρα μου. Δεν ξέρω φυσικά αν μας δεχτεί. Θα κάνουμε πάλι όπως χθες. Θα πάω μόνος μου πρώτα, όπως ο Κώστας και μετά θα έρθω να σας πω το ναι ή το όχι. Και έτσι έγινε το βράδυ κατεβήκαμε έξω από το χωριό. Και εγώ έφυγα να πάω στο σπίτι του γνωστού μου. Τον λέγανε μπάρμπα Ζλάτο. Ήταν ένας καλοκάγαθος άνθρωπος με καλή καρδιά. Ήταν και μερακλής στο ποτό.

Πάω σπίτι του, δεν ήταν εκεί. Ήταν η γυναίκα του, με γνώριζε βέβαια γιατί ερχόταν στον Μπαξέ μας και τους έδινε ο πατέρας μου ζαρζαβατικά και μόλις με είδε το χάρηκε. Αλλά μου λέει: Γιατί τέτοια ώρα βρε παιδί μου, τι συμβαίνει. Με το δίκιο της η γυναίκα, γιατί η κυκλοφορία ήταν μέχρι τις 8.00μ.μ. Εν τω μεταξύ είχε αρχίσει να νυχτώνει γι’ αυτό και υποψιάστηκε.

Την καθησύχασα και της είπα για τι σκοπό πήγα. Και το ρωτάς μου λέει, πήγαινε φέρε τους φίλους σου, θα βολευτούμε όσοι και να είστε. Και πράγματι γυρίζω στην παρέα μου, τους είπα τα ευχάριστα πάλι όπως ψες και πήγαμε στο σπίτι.

Ήρθε και ο μπάρμπα – Κώστας σε λίγο. Οργανωμένος γερά, με την τραγιάσκα στραβά και έβριζε συνέχεια. Φαντάσου πόσο ήπιε. Κάτι θέλησε να πει η γυναίκα του και δεν της έδωσε σημασία. Μετά του λέω εγώ: Μπαρμπά – Κώστα, μήπως σε στεναχωρήσαμε εμείς που ήρθαμε, τόσοι άνθρωποι και με τα άλογα μας, να φύγουμε αν είναι καλύτερα. Όχι Χρήστο μου, παιδί μου, αυτό μη μου το πεις ξανά, το χάρηκα πολύ που σας βρήκα. Άλλο με στενάχωρεσε έξω στο καφενείο και μάλωσα. Τι σου συμβαίνει Μπάρμπα – Κώστα και μάλωσες. Εσύ δεν είσαι τέτοιος άνθρωπος, καυγατζής. Ελάτε μέσα στον οντά (δωμάτιο), να σας τα πω όλα. Πράγματι πήγαμε μέσα, καθήσαμε και λέει πρώτα στη γυναίκα του κέρνα στα παιδιά. Αυτή μας κέρασε ένα τσιπουράκι στο δίσκο με λουκούμι, όπως γινόταν τότε.

Έπειτα αρχίζει ο Μπαρμπά – Κώστας να μας διηγείται τα γεγονότα που έγιναν στην πλατεία και τον νευρίασαν τόσο πολύ. Και μας λέει: Α που λες παιδιά μου, με τη δική του προφορά πάντα, σήμερα γλίτωσα το χωριό από το μεγάλο κακό που θα παθαίναμε. Ταραχτήκαμε εμείς με αυτήν την κουβέντα που μας είπε. Και του λέμε όλοι ταραγμένοι, τι έγινε βρε Μπαρμπά – Κώστα και μας στεναχώρεσες και μας τώρα με αυτό που μας είπες. Επίσης και η γυναίκα του ταράχτηκε και του λέει, τι έγινε βρε Κώστα μου, πρώτη φορά σε βλέπω τόσο στεναχωρημένο.

Εμείς κόλλησαν τα μάτια μας στο στόμα του για να μας πει τι συνέβη. Υποψιαστήκαμε όλοι πως κάτι σοβαρό θα έγινε και ήταν τόσο ταραγμένος και εμείς νομίζαμε από το πιοτό. Το άλλο ήταν το μεγαλύτερο βάσανο που κλονίστηκε πολύ.

Και αρχίζει ο Μπαρμπά – Κώστας: Εκεί που καθόμουνα και έπινα τη ρακί μου με καναδυό φίλους μου, βλέπω δυο άγνωστους που μπήκαν στο καφενείο και συζητούσαν με τους δικούς μας από το χωριό. Τότε εμφανίστηκε και μια μοτοσικλέτα με καλάθι δίπλα και ο Γερμανός που την οδηγούσε στάθηκε στην πλατεία.

Μόλις άκουσαν την μηχανή οι ξένοι σηκώθηκαν αμέσως κάπως αναστατωμένοι. Τι ίδιο έκαναν και οι δικοί μας.

Εμένα σαν να μου μπήκε διάολος στο μυαλό μου. Κάτι υποψιάστηκα και ρωτάω έναν δικό μας: Τι γίνεται βρε παιδιά και σηκωθήκατε τρομαγμένοι. Μπαρμπά – Κώτσιο κάθησε στο τραπέζι και μην ρωτάς πολλά. Γιατί να μην ρωτήσω, λέω εγώ και αγρίεψα κάπως. Τότε μου λέει ένας στο αυτί μου: Αυτοί οι ξένοι που βλέπεις θα σκοτώσουν τον Γερμανό που είναι εκεί έξω. Ποιον Γερμανό λέω εγώ. Μόλις το άκουσα κεραυνός έπεσε στο κεφάλι μου. Τότε ορμάω επάνω στους ξένους και τους λέω, ποιον Γερμανό θα σκοτώσετε βρε κοπρόσκυλα, το χωριό δεν το σκεφτήκατε τι θα πάθει μετά. Γέρο κάτσε στα αυγά σου γιατί θα σε πάμε στο Μαϊμούντερε και τους λέω εγώ, εμένα όπου θέλετε να με πάτε ακόμη και στο αϊντερέ. Μόνο το χωριό μου μην πειράζετε.

Με τις φωνές μου και τη φασαρία που δημιουργήθηκε φοβήθηκαν μήπως γίνουν αντιληπτοί και σηκώθηκαν και φύγανε. Ευτυχώς δεν έγινε το κακό. Τότε έφυγε και ο Γερμανός που δεν πήρε χαμπάρι τι θα γινόταν.

Θα σας εξηγήσω τι ήθελε αυτός ο Γερμανός στο χωριό και μόνος του. Ήταν ένας τύπος, αλήτης να τον πω, δεν ξέρω πώς να τον χαρακτηρίσω. Πως έφυγε κρυφά και από τους δικούς του, όλοι ήταν στο στρατόπεδο. Έπαιρνε την μοτοσικλέτα της υπηρεσίας και πήγαινε στα χωριά που έφυγε ο κόσμος και μάζευε ότι έβρισκε από τα σπίτια. Μπακίρια, τεντζερέδες, ταψιά, πλιάτσικο με λίγα λόγια και πήγαινε και τα πουλούσε στα χωριά όσο – όσο γιατί τα έπινε γερά και αυτός. Στο Κολχικό πήγαινε τακτικά.

Τα έμαθε πάνω το ΕΛΑΣ και έστειλε δυο εκτελεστές να τον καθαρίσουν, χωρίς να σκεφτούν τι θα πάθει το χωριό. Ήταν 17-04-44 δέκα μέρες πριν φύγουν οι Γερμανοί. Ήταν οι τελευταίες τους μέρες και δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους. Εάν δεν έκανε τη φασαρία ο Μπάρμπα – Κώστας την άλλη μέρα το χωριό (Μπαλάφτσια) δεν θα υπήρχε. Και όμως ο Μπάρμπα – Κώστας έμεινε στην αφάνεια.

Στην ανδραγαθεία λίγοι τον ξέρουν στο χωριό, αλλά οι ηλικιωμένοι πρέπει να τον θυμούνται ,εκτός αν δεν έδωσαν σημασία τότε, χωρίς να σκεφτούν την άλλη μέρα που τους περίμενε. Πως κατά σύμπτωση έτυχε να βρεθούμε και εμείς εκείνο το βράδυ εκεί φιλοξενούμενοι και έτσι μάθαμε και τα δυσάρεστα νέα. Και εμείς κυνηγημένοι ήμασταν από τους Γερμανούς. Ήθελαν να μας πάρουν τα άλογα. Τα γράφω σε άλλη σελίδα τα δικά μας.

Σ΄ αυτήν την κατάσταση βρεθήκαμε και εμείς εκείνο το βράδυ στο σπίτι του Μπάρμπα – Κώστα, ο οποίος ταράχτηκε τόσο πολύ που δυσκολεύτηκε να συνέλθει. Λέω πως τα φέρνει καμιά φορά η μοίρα του ανθρώπου. Εμείς πήγαμε το βράδυ μόνο να μας φιλοξενήσει για ύπνο, γιατί την ημέρα ήμασταν στη χαράδρα των βουνών. Κάναμε όμως και μεγάλο καλό στον Μπάρμπα – Κώστα αφού του αναπτερώσαμε το ηθικό που ήταν χάλια. Τι θα μπορούσε να τον κάνει η γυναίκα του˙ τα έχασε όταν τον είδε έτσι ράκος.

Ακόμη και όταν μας είχε πει όλα, ήταν ακόμη ταραγμένος. Του λέω: Άστα βρε Μπάρμπα – Κώστα αυτά μην στεναχωριέσαι, εσύ έκανες ένα μεγάλο καλό στο χωριό σου. Έσωσες τόσες ψυχές που θα χανόταν άδικα. Πες μου τώρα, φέτος έκανες καλό κρασί, να πιούμε κανένα ποτηράκι. Αυτό ήθελε ο Μπάρμπα – Κώστας και πήρε αμέσως φωτιά. Άκου λέει, αν έκανε καλό κρασί (Μεταλαβιά είναι), νάμα που λένε τώρα. Τόσο καλό το είχε. Να… μπροστά σας είναι τα βαρέλια γεμάτα.

Τότε συνήλθε κάπως ο Μπάρμπα – Κώστας και λέει τη γυναίκα του: Γυναίκα βάλε εσύ το τηγάνι και εγώ θα φέρω τα τσιρόνια που τα βρήκε εκείνη την ώρα. Τότε φέρνει σε ένα καλάθι 3 – 4 οκάδες τσιρόνια. Τα καθάρισε η γυναίκα του, γεμίζει και τις κανάτες με κρασί και καθόμαστε κάτω στο σουφρά (στρόγγυλο μικρό τραπέζι), όλοι σταυροπόδι δίπλα στο τζάκι. Τα τηγανίζει και όπως ήταν έτσι ζεστά – ζεστά τραβιόταν ακόμη πιο πολύ το κρασί. Ούτε τα ψάρια τελείωναν ούτε το κρασί που ήταν κοντά μας. Τις γέμιζε συνέχεια τις κανάτες ο αξέχαστος ο Μπάρμπα – Κώστας και ένα ψωμί ολόκληρο με 4 οκάδες τσιρόνια. Μέχρι που και μας τραγούδησε ο Μπάρμπα – Κώστας και έφυγε όλο εκείνο το προηγούμενο άγχος και η ταραχή. Ίσως ήταν το τυχερό να βρεθούμε και εμείς εκείνο το βράδυ να τον σώσουμε τον μακαρίτη.

Αυτήν την περιπέτεια περάσαμε εκείνο το βράδυ στο σπίτι του Μπάρμπα – Κώστα, του φίλου του πατέρα μου. Αθώα ψυχούλα ο μακαρίτης, πάντα φιλόξενος και καλόκαρδος. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός και μας πήγαινε οικογενειακώς ο πατέρας μου στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής. Θυσία γινόταν ο Μπάρμπα – Κώστας με τη γυναίκα του να μας περιποιηθούν.

Τελείωσε η περιπετειώδης εκείνη βραδιά. Ξημερώματα πάλι το ίδιο πρόγραμμα. Φύγαμε και πήγαμε πάλι στο λημέρι μας στη χαράδρα. Ευτυχώς είχαμε τύχη που έκανε καλό καιρό με ξέρα και δεν είχε βροχές, τότε τι θα γινόταν. Τώρα έχουμε μόνο το θέμα του ύπνου, αν έβρεχε όμως και την ημέρα τι θα κάναμε εκεί μέσα στη χαράδρα. Αλλά οι μέρες του Οκτωβρίου είναι μικρές και γρήγορα βράδιαζε. Πήγε ο απεσταλμένος μας στο Λαγκαδά και μας έφερε τρόφιμα της ημέρας καθώς και τα νέα του Λαγκαδά. Ειδικότερα μας ενδιέφερε αν μπορούσαμε να γυρίσουμε αλλά η απάντηση ήταν και πάλι αρνητική αφού δεν είχε ξεκαθαρίσει ακόμη η κίνηση των Γερμανών.

Αφού καθίσαμε και φάγαμε το μεσημέρι, μετά σκεφτόμασταν πάλι που θα πηγαίναμε το βράδυ. Απόψε δεν τις γλιτώνουμε τις συκαλιές και τα άχυρα. Θα χωθούμε εκεί μέσα και ο Θεός βοηθός. Και ο Θεός ήταν πάντα μαζί μας. Και εκεί που σκεπτόμασταν τι θα γίνει, ο φίλος μας ο Κώστας έλυσε τη σιωπή του. κάτι θυμήθηκα μας λέει αλλά να δούμε αν θα μας δεχτεί. Τη θυμήθηκες του λέμε Κώστα, όλοι μαζί, για πες μας. Έχω έναν γνωστό αλλά αυτός είναι σε άλλη κατηγορία δεν είναι σαν και εμάς. Τι θα πει αυτό βρε Κώστα, του λέω. Τι θα πει άλλη κατηγορία; άνθρωπος δεν είναι; Θέλω να πω δεν ήταν αγρότες πριν. Ήταν έμποροι υφασμάτων στη Θεσσαλονίκη και ο αδερφός του Γεωπόνος. Του έδωσαν ένα κτήμα κάτω στον κάμπο να κάνει πειραματική καλλιέργεια, όποτε καταλαβαίνεις δεν είναι σαν και εμάς. Ο πατέρας μου τους γνωρίζει περισσότερο. Έρχονται και στον μπαξέ μας. Αλλά θα πάμε και ο Θεός βοηθός.

Μόλις βράδιασε λοιπόν, καβαλάμε τα άλογα και είκοσι λεπτά βρεθήκαμε στο κτήμα. Το κτήμα ήταν περιφραγμένο και η πόρτα κλειστή. Φώναξε ο Κώστας το όνομά του (τον έλεγαν Έρη). Τώρα από πού βγαίνει αυτό το όνομα δεν ξέρω. Βγήκε ο υπάλληλος που δούλευε εκεί και ήταν γνωστός μας και αφού μας αναγνώρισε, μας λέει τι θέλετε και ήρθατε τέτοια ώρα.

Φώναξε το αφεντικό σου να έρθει και άσε τα πολλά λόγια, μετά τα λέμε. Έφυγε ο φίλος μας κάπως ταραγμένος και πήγε και έφερε αμέσως το αφεντικό του. ξαφνιάστηκε ο άνθρωπος όταν μας είδε τόσους ανθρώπους και τόσα άλογα, νόμιζε ότι ήμασταν αντάρτες από το βουνό. Γιατί οι αντάρτες τον επισκέπτονταν συχνά τότε επειδή κάτω στον κάμπο είχε δέντρα πολλά που αποτελούσαν καλή κρυψώνα. Βγαίνει ο Κώστας που τον γνώριζε και τον χαιρέτησε. Τότε συνήλθε ο άνθρωπος γιατί ήταν και σκοτεινά. Και του λέει τι σας συμβαίνει Κώστα και ήρθατε τέτοια ώρα εδώ; Πολλά λόγια να μην λέμε τώρα Έρη… Δυο λόγια θα σου πω για να ακούσω το ναι ή όχι. Μας κυνηγούν οι Γερμανοί να μας πάρουν τα άλογα και να μπορείς να μας κρατήσεις;

Για αυτό ήρθατε και με τρόμαξες, νόμιζα ότι σας συνέβη κάτι σοβαρό. Και το ρωτάς βρε Κώστα, όσο θέλετε να μείνετε και άνοιξε αμέσως την εξώπορτα και μπήκαμε με τα άλογα. Λέει τότε στον υπάλληλό του, τον Λευτέρη Αλέπα να βάλουμε τα άλογα μέσα σε μια αποθήκη που ήταν άδεια. Και αφού τακτοποιηθήκαμε πήγαμε μέσα στο σπίτι. Μα καλωσόρισε ο Έρης. Ήταν ένας νέος άνθρωπος, γύρω στα εικοσιπέντε χρόνια, δικιά μας ηλικία τότε, γεωπόνος στο επάγγελμα. Στη συνέχεια που τον γνωρίσαμε καταλάβαμε ΄τι ήταν ένα χρυσό παιδί. μας σύστησε ο Κώστας και έτσι γνωριστήκαμε μεταξύ μας. Εγώ, ο Κώστας και ο Χαρίλαος κολλητοί φίλοι και οι άλλοι γείτονες. Η υποδοχή και η γνωριμία του μαζί μας ήταν τόσο φιλική και χαρούμενη που νόμιζες ότι γνωριζόμασταν χρόνια. Έβγαλε ούζο και κρασί για να μας φιλέψει. Του λέμε εμείς δεν ήρθαμε να μας φιλέψεις και να μας κερνάς, να κοιμηθούμε ήρθαμε μόνο. Και γινόμαστε και βάρος. Και μας λέει ούτε να το σκέπτεστε παιδιά. Να μείνετε όσο θέλετε. Θα είμαστε σαν μια οικογένεια, θα τρώμε μαζί. Αυτά είπαμε εκείνο το βράδυ.

Αλλά εμείς όταν πήγαμε να κοιμηθούμε το συζητήσαμε και σκεφθήκαμε ότι δεν θα ήταν σωστό εκ μέρους, τόσα άτομα και τόσα άλογα να μείνουμε εκεί στο κτήμα για πολλές μέρες και αποφασίσαμε να φύγουμε το πρωί να πάμε στα λημέρια μας.

Το πρωί την ίδια ώρα χαράματα σηκωθήκαμε να φύγουμε, όπως τις άλλες μέρες. Ο Λευτέρης κοιμόταν μαζί μας σ’ ένα δωμάτιο και τον ξυπνήσαμε και εκείνον, παρόλο που κάναμε σιγανό θόρυβο, ήταν αδύνατον να μην μας αντιληφθεί. Μας λέει τι κάνετε βρε παιδιά; Τι είπαμε χθες με το αφεντικό ότι θα μείνετε όσο θέλετε; Και εμείς του είπαμε τι συζητήσαμε χθες , ώστε να μη γινόμαστε βάρος. Θα φωνάξω το αφεντικό και μετά θα φύγετε. Τότε πήγε και τον φώναξε και ήρθε αμέσως ο άνθρωπος από τον ύπνο, τρομαγμένος. Μόλις ήρθε και μας είδε μα λέει, τι σαν συμβαίνει βρε παιδιά; Τι είπαμε χθες; Γιατί θέλετε να φύγετε; Να μην γινόμαστε βάρος του λέμε. Τότε αυτός μας λέει ότι δεν γίνεστε βάρος, εξάλλου το χαίρομαι που ήρθατε. Τώρα όμως με προσβάλλετε τόσο πολύ που δεν το περίμενα από εσάς. Κάτι θελήσαμε να πούμε αλλά πετιέται ο Κώστας και με το θάρρος της γνωριμίας μαζί του μας λέει να μην φύγουμε παιδιά για να μην χαλάσουμε το χατίρι του Έρη. Και έτσι μείναμε. Τα άλογα τα δέσαμε έξω από το κτήμα στα χωράφια για να βοσκάνε αφού είχε χορτάρι πολύ.

Εμείς ήρθαμε στο σπίτι που μας περίμενε ο Έρης να πιούμε καφέ. Καθίσαμε στην αυλή που είχε μια μεγάλη τραπεζαρία. Είχε και μια γυναίκα ηλικιωμένη να τους κάνει τις δουλειές του σπιτιού, όπως μαγείρεμα, καθαριότητα κ. άλ. Είχε και μια κοπέλα. Ήταν ανεψιά του, του αδερφού η κόρη. Εκεί συστηθήκαμε και ο Έρης μίλησε για εμάς και το σκοπό της επίσκεψής μας. Τότε μας είπε ότι είχε άλλα δυο αδέρφια και ότι κάνανε υφασματοεμπόριο χονδρικής πωλήσεως αλλά η κατοχή τους κατέστρεψε. Ο ένας αδερφός του έρχεται και βοηθάει στις δουλειές, αφού πηγαίνει λαχανικά στη λαχαναγορά με το κάρο. Ο άλλος μένει στη Θεσσαλονίκη. Αφού του είπαμε και τα δικά μας τελείωσε η ανταπόδοση καλής γνωριμίας.

Μετά μας λέει ο Έρης, τώρα θα είμαστε σαν μια οικογένεια. Μαζί θα τρώμε σ’ αυτό το τραπέζι το μεγάλο. Τι φαγητό θέλετε σήμερα να μαγειρέψουμε; Εμείς του λέμε θα πάει ένας από εμάς στο Λαγκαδά και θα φέρει το φαγητό μας. Φυσικά ξηρά τροφή αλλά φαγητό θα είναι. Δεν ξέρω τι θα κάνετε εσείς, δεν θέλω να επέμβω στα δικά σας. Εδώ όμως φαγητό θα γίνεται όσες μέρες και αν καθίσετε.

Έτσι αποφασίσαμε να μείνουμε, αφού επέμενε τόσο πολύ. Αλλά τι θα γίνει μόνο για φαγητό θα ήμαστε εδώ; Αφού σηκωθήκαμε από το τραπέζι, πήγαμε μια βόλτα να δούμε τα άλογα˙ σε δουλειά να βρισκόμαστε. Έπειτα επιστρέψαμε στην αυλή, κάπου κοντά στο μεσημέρι. Βλέπω τη γυναίκα που είχε ο Έρης και το κοριτσάκι στο τραπέζι να καθαρίζουν πατάτες και να της ρίχνουν σε μια μεγάλη κατσαρόλα, σαν μικρό καζανάκι. Με το θάρρος που μας είχαν δώσει, της λέω, τόσο πολύ φαγητό ετοιμάζετε; Περιμένετε επισκέπτες; Και αυτή μου απαντά, μα εδώ τόσο πολλοί είστε και με τα άλογα. Δεν είπε το αφεντικό ότι θα τρώμε όλοι μαζί; Ναι έτσι είπε της λέω και έφυγα κάπως ταραγμένος, σκεπτόμενος μέσα μου, τι άνθρωπος θαυμαστός είναι αυτός και με μεγάλη καλοσύνη. Πήγα και λέω τους δικούς μου αυτά που είδα και ότι κάτι πρέπει να κάνουμε και εμείς σε αυτόν τον άνθρωπο. Να τον βοηθήσουμε όπου μπορούμε. Και λέω τότε στον φίλο μου τον Κώστα, εσύ που τον έχεις περισσότερο θάρρος, πάμε εμείς οι δυο να βοηθήσουμε στο μαγειριό και οι υπόλοιποι τέσσερις να πάτε στον Μπαξέ που γνωρίζετε κιόλας από δουλειές του Μπαξέ. Αύριο αν θέλετε αλλάζουμε. Δεν συμφωνείτε έτσι;

Φυσικά και συμφωνούμε. Ήρθαμε να καθίσουμε μόνο μια βραδιά και αυτός εκτός του ότι μας λέει να μείνουμε όσο θέλουμε μας ετοιμάζει και το φαγητό μας. Ε αυτό πάει πολύ.

Τότε πηγαίνουμε με τον Κώστα στο τραπέζι που ήταν η γυναίκα και της λέμε, άστα αυτά, πατάτες και κρεμμύδια εμείς θα καθαρίσουμε. Εσύ μόνο θα τα μαγειρέψεις. Και ξύλα θα ετοιμάσουμε για τη φωτιά. Γιατί με ξύλα μαγειρεύαμε τότε.

Ο Έρης μόλις το είδε αυτό, δυο στο μαγειριό να βοηθάνε και τέσσερις στον Μπαξέ, που ο Λευτέρης τους είχε τακτοποιήσει σε δουλειές, αντέδρασε στεναχωρημένος. Μας λέει τότε, εγώ για εργάτες δεν σας κράτησα. Για φιλοξενία σας κράτησα. Και του λέμε εμείς ή θα μας αφήσεις κάτι να ασχολούμαστε ή θα φύγουμε. Έξι άτομα ήμαστε και οκτώ άλογα, μόνο φασαρία προκαλούμε, κάποια στιγμή θα μας βαρεθείς. Όχι βρε παιδιά προς Θεού, το ευχαριστήθηκα πολύ που ήρθατε να μου κάνετε συντροφιά σε αυτή την ερημιά που ήμαστε.

Περάσαμε έξι μέρες ευχάριστα, με τα γέλια μας και με τα αστεία μας. Την άλλη μέρα ήρθε και ο άλλος αδερφός του ο Σπύρος. Καλός κύριος και εκείνος, ήταν πιο μεγάλος από εμάς και πιο σοβαρός. Εμείς οι πέντε, ο Λευτέρης και ο Έρης ήμασταν ανύπαντροι, σε ηλικία μεταξύ 25 – 30 χρόνων. Εκτός από έναν που ήταν δικός μας σύντροφος ο οποίος ήταν παντρεμένος. Καταλαβαίνεις τι γινόταν, είχαμε επισκέπτες σχεδόν κάθε μέρα. Ερχόταν κόσμος από την ελεύθερη Ελλάδα, από τα βουνά που ήταν η έδρα του ΕΛ.ΑΣ, πολιτικοί σύνδεσμοι που ερχόταν στο Λαγκαδά για να έρθουν σε επαφή με την τοπική οργάνωση του ΕΑΜ για να πάρουν πληροφορίες και να φέρουν τα νέα από πάνω, τι ακριβώς ενισχύσεις ζητούσαν.

Τις πρώτες μέρες, αυτός ο σύνδεσμος που μας επισκέπτονταν ήταν κάπως ταραγμένος που μας είδαν εκεί. Πήγαιναν στο Έρη για να μάθουν ποιοι ήμασταν. Μετά ερχόταν με τον Έρη κάπως πιο ήρεμος και αφού συστηνόμασταν του λέμε για ποιο σκοπό βρισκόμασταν εκεί. Και όταν έφυγε μας λέει ούτε με είδατε ούτε με ξέρετε.

Μια μέρα που ήταν Σάββατο ήρθε πάλι ένας σύνδεσμος που ήταν από το (Σαράτσι), το Περιβολάκι. Ήταν γνωστός μας και χάρηκε πολύ όταν μας είδε. Βέβαια μας ρώτησε τι δουλειά είχαμε εκεί και δεν βρισκόμασταν στους Μπαξέδες μας. Δεν ήξερε ο άνθρωπος γιατί είχε μέρες να κατεβεί. Τότε του είπαμε τα δυσάρεστα για τα άλογα που ήθελαν να μας τα πάρουν οι Γερμανοί. Και μας λέει το κάνουν αυτό για να μεταφέρουν τα εφόδιά τους γιατί τα μηχανήματά τους τα έφαγε το Στάλινγκραντ. Τα ήξερε αυτός καλά τα νέα γιατί επάνω στα βουνά αυτοί είχαν ασύρματο και με αυτό τον τρόπου ερχόταν σε επαφή με τη Μέση Ανατολή και μάθαιναν τις πληροφορίες.

Αυτά συζητήσαμε με τον κοντοχωριανό μας και με το θάρρος που του είχαμε μας ανέφερε και τον σκοπό για τον οποίο κατέβηκε από τα βουνά. Μας είπε πως ήθελε να παραβρεθεί σε ένα μνημόσυνο ενός συναγωνιστή του που σκοτώθηκε σε μια μάχη. Φυσικά δεν μας είπε από πού ήταν το παλικάρι μόνο ότι το μνημόσυνο θα γινόταν στην Εκκλησία του Ευαγγελισμού. Μας είπε αν θέλετε μπορείτε να έρθετε και εσείς. Επειδή λοιπόν ο Ευαγγελισμός μας βόλευε από κει κάτω που ήμασταν, στην άκρη της λίμνης, του είπαμε πως όσοι μπορούμε θα έρθουμε.

Το πρωί της Κυριακής, καβάλα στα άλογα μας, από εμάς τέσσερις και ο Έρης πέντε στο σύνολο, πήγαμε και παραβρεθήκαμε στο συναγωνιστικό μνημόσυνο. Η τελετή έγινε με τη συμπληρωματική χορωδία της ΕΠΟΝ. Διαφορετική από τις συνηθισμένες. Τώρα τραγουδούσαν μόνο τα τραγούδια του κόμματος (που πέσατε αδέρφια εσείς) και άλλα πολλά. Και τελείωσε η τελετή με το (Καλή Λευτεριά).

Στις 23 Οκτωβρίου πήγα εγώ στο Λαγκαδά για τρόφιμα. Με τα πόδια φυσικά πηγαίναμε γιατί φοβόμασταν να πάμε με τα άλογα. Όταν πήγα στο σπίτι το χάρηκαν που είχαν πολύ καιρό να με δούνε και τους λέω τι γίνεται εδώ με τους Γερμανούς μαζεύουν ακόμη άλογα; Μου λένε τα αδέρφια μου, που πηγαίνανε έξω κάθε μέρα και παρακολουθούσαν την κατάσταση, δυο μέρες τώρα έχει ησυχία, σταμάτησαν να κυκλοφορούν έξω οι Γερμανοί. Το χάρηκα πολύ αυτό που άκουσα και μου λέει ο αδερφός μου ο Γιώργος τώρα μπορείτε να επιστρέψετε. Πήγα σε όλα τα σπίτια των φίλων και πήρα τα τρόφιμά τους και αυτοί τα ίδια μου είχαν πει ότι μπορούμε να επιστρέψουμε πίσω.

Έφυγα αμέσως χαρούμενος. Για πότε πήγα στο κτήμα ούτε που το κατάλαβα. Και αμέσως μόλις πήγα είπα στους φίλους μου τα ευχάριστα νέα και το χάρηκαν πολύ. Το βράδυ φύγαμε αφού αποχαιρετήσαμε τους δυο αδερφούς τον Έρη και το Σπύρο και όλο το προσωπικό με το οποίο δεθήκαμε φιλικά αυτές τις έξι μέρες παραμονής μας εκεί.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτούς τους ανθρώπους. Αφοί Μαγκολέτσου, τους βρήκα μια φορά στην Έκθεση που είχαν δικό τους περίπτερο. Εμπορία υφασμάτων όπως πριν. Ήταν το 1968, από τότε δεν τους ξαναείδα.

Ήρθαμε το βράδυ στο Λαγκαδά και κοιμηθήκαμε στα σπίτια μας. Το πρωί μας ξύπνησαν κάτι σαν βομβαρδισμοί και σηκωθήκαμε από τα κρεβάτια μας τρομαγμένοι. Τι γίνεται πάλι; Βγαίνουμε άλλος στο μπαλκόνι, άλλος στο παράθυρο να δούμε τι συμβαίνει. Ο κρότος ακουγόταν κάθε 5 λεπτά από τον δρόμο του Σοχού. Δεν άργησε να έρθει και κοντά μας ο κρότος, όταν έφθασαν στον Μπαξέ μας που ήταν τότε η τηλεφωνική γραμμή μέσα. Τύλιγαν την κάθε κολόνα με ένα καλώδιο δυναμίτη και την ανατίναζαν επί τόπου. Πως ανατίναξαν τόσες κολόνες από το Σοχό μέχρι το Λαγκαδά; Τι μίσος είχαν αυτοί οι άνθρωποι; Τι τους έφταιγαν τόσες κολόνες; Ας έκοβαν μόνο τα καλώδια. Από το Σοχό μέχρι το Λαγκαδά δεν άφησαν ούτε κολόνα ούτε γέφυρα, όλα τα ανατίναξαν. Τότε πήγανε και κλείστηκαν στο στρατόπεδο εκεί που είναι τώρα το πολιτισμικό κέντρο «Μπίλη». Αυτά έγιναν στις 24 Οκτωβρίου.

Την άλλη μέρα στις 25 Οκτωβρίου γίνεται πάλι ένα μεγάλο γεγονός. Έγινε μια αναστάτωση με τους Γερμανούς. Το μόνο που μάθαμε εκείνη την ημέρα είναι ότι οι Γερμανοί διώξανε όλους τους κατοίκους του συνοικισμού που ήταν κοντά στο στρατόπεδο. Ακόμη και τη Γερμανίδα σύζυγο του συμπολίτη μας διευθυντή της Ε.Γ.Σ Λαγκαδά Σπύρου Αντωνιάδη, παρόλο που ήταν συμπατριώτισσά τους.

Τότε βγήκανε έξω τα περίπολα και πάλι τρομοκρατηθήκαμε εμείς. Εμείς φοβηθήκαμε μήπως γυρίσουν πάλι και μας πάρουν τα άλογα. Και πάλι επιστροφή στα λημέρια μας αλλά αυτή τη φορά δεν πήγα εγώ αλλά ο αδερφός μου ο Ηρακλής με το φίλο του Σπύρο Καμπέρη, αδερφό του φίλου μου του Χαρίλαου και μαζί τους οι άλλοι τέσσερις. Εγώ έμεινα στο σπίτι και βγήκα έξω να μάθω τον λόγο για τον οποίο έγινε αυτή η αναστάτωση.

Πρωταγωνιστής όλης αυτής της ιστορίας ήταν ο Μπάρμπα– Δημήτρης Μαυροβονιώτης. Όπως μου τα διηγήθηκαν την ημέρα εκείνη. Το σπίτι του ήταν κοντά στους στρατώνες και περνούσε κάθε μέρα από την πύλη της ανατολικής πλευράς γιατί ο Μπαξές του ήταν κοντά στο Περιβολάκι. Και εκείνη τη μέρα πέρασε πάλι από την πύλη μπροστά που ήταν οι Γερμανοί στη σκοπιά τους.

Τι ακριβώς έγινε εκείνη την μέρα ακριβώς δεν ξέρω. Ποιος προκάλεσε το γεγονός; Ο γερμανός φρουρός ή ο Μπαρμπά – Δημήτρης επειδή τους έβλεπε με μίσος και επειδή ήταν οι τελευταίες μέρες και ήθελε να ξεσπάσει, δεν ξέρω. Ήταν χαροκαμένος ο δόλιος. Ένα παλικάρι έχασε στην Αλβανία και ακόμη η πληγή του ήταν ανοιχτή. Ο Θεός ήξερε τον πόνο του. Κανένας δεν ξέρει τι έγινε μεταξύ των. Και πιάστηκαν στα χέρια, τον στρίμωξε γερά ο Μπαρμπά – Δημήτρης και τον αφόπλισε. Ήταν γερό παλικάρι ο Μπαρμπά – Δημήτρης. Μακεδονομάχος με δράση στον Μακεδονικό αγώνα. Έβγαλε το άχτι του ο καημένος, ποιος ξέρει πόσο τον χτύπησε το Γερμανό και σε μηδέν χρόνο εξαφανίστηκε από κοντά του. Πήγε και χώθηκε στο σπίτι του που ήταν εκεί κοντά.

Οι Γερμανοί όμως που είχαν καταφθάσει τον είδαν που μπήκε αφού ήταν κοντά το σπίτι του. Αμέσως τον περικύκλωσαν και τον φωνάζουν απ’ έξω να παραδοθεί. Αφού τον φώναξαν μερικές, μια και πολύ δεν παρακαλούσαν τα τέρατα, ρίχνουν μια πυροδοτημένη χειροβομβίδα και λαμπάδιασε όλο το σπίτι. Τι να κάνει και ο δόλιος ο Μπάρμπα – Δημήτρης βγήκε από το παράθυρο και αμέσως τον συνέλαβαν γιατί το σπίτι ήταν γύρω -γύρω ζωσμένο με Γερμανούς.

Τον πήγανε συνοδεία μέσα στο στρατόπεδο. Το τι έγινε και τι έκαναν εκεί μέσα ο Θεός μόνο ξέρει τι μαρτύρια τράβηξε ο μακαρίτης. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί τρεις μέρες μετά τον βρήκαμε μέσα στο ποτάμι, κοντά σε μια γέφυρα. Εκεί τον είχαν εκτελέσει.

Την πλήρωσε ο μακαρίτης για το παιδί του το Χαράλαμπο που σκοτώθηκε στην Αλβανία και ήθελε να βγάλει το άχτι του στον Γερμανό.

Αυτή ήταν η αιτία που έδιωξαν όλο το συνοικισμό για να μην τους ενοχλεί κανείς.

Αυτά έγιναν στις 25 Οκτωβρίου του ’44.

Την άλλη μέρα είχαμε ησυχία. Τίποτε, ούτε Γερμανός φαινόταν έξω. Και ξημέρωσε η πιο σημαντική μέρα 27-10-44. αφού είδαμε πως επικρατούσε ησυχία, ειδοποιήσαμε τα παιδιά να έρθουν πίσω με τα άλογα, αφού είχαν πάει πάλι στου Μαγκουλέτσου το κτήμα. Αυτός που ήρθε, όπως πάντα, να πάρει τα τρόφιμα πήγε και τους είπε για την ήσυχη κατάσταση και γύρισαν όλοι νωρίς.

Τώρα αρχίζει άλλη ιστορία στην οικογένειά μας. Το απόγευμα εκείνης της ημέρας έρχεται ένας νεαρός Λαγκαδιανός και μας φώναξε με τον Γιώργο, τον αδερφό μου, κρυφά, χωρίς να ακούσει κανένας άλλος, και μας λέει απόψε θα έχει σύσκεψη στο σπίτι σας. Θα έρθουν ανώτερα στελέχη της οργάνωσης του ΕΑΜ. Ποιος τον έστειλε δεν μας είπε. Δεν ξαφνιαστήκαμε εμείς γιατί πολλές φορές γινόταν τέτοιες συσκέψεις στο σπίτι μας. Είχε τα προσόντα για τέτοιου είδους συναντήσεις. Ήταν απομονωμένο μέσα στους Μπαξέδες και δεν φαινόταν και πολύ από τα πολλά δέντρα που είχε και για την εποχή εκείνη ήταν ένα ευρύχωρο και καλό σπίτι. Και το κυριότερο ότι ως τότε δεν είχαμε δώσει καμιά υποψία έξω, όλα τα αδέρφια λέγανε μετρημένες κουβέντες. Για αυτό μας είχε απόλυτη εμπιστοσύνη η οργάνωση.

Μόλις πήρε να νυχτώνει άρχισαν να έρχονται οι επισκέπτες μας. Πρώτα ήρθαν τρεις Λαγκαδιανοί δάσκαλοι που ήταν και αυτοί από τα κορυφαία στελέχη στο Λαγκαδά. Ο ένας ήταν πρώτος μου ξάδερφος και οι άλλοι γνωστοί μου. Στην αυλή κάτω ήμασταν όλα τα αδέρφια και τους περιμέναμε αφού πρώτα καλησπέρισαν. Μας λέει ο ξάδερφος μου, σας είπε το παιδί που στείλαμε ότι απόψε έχουμε σύσκεψη στο σπίτι σας; Και του λέμε, μας είπε. Και μετά μας λέει: θα σας παρακαλέσουμε ο μικρός ας μείνει σπίτι και εσείς οι τρεις να στήσετε τσίλιες στα τρία κυριότερα σημεία γύρω από το Μπαξέ και να δείτε κάτι να έρθετε αμέσως και να μας ενημερώσετε. Εντάξει είπαμε και συνεννοηθήκαμε ο καθένας που θα φυλάξει τη σκοπιά του. εν τω μεταξύ ερχόταν και οι υπόλοιποι. Όλοι ήταν ξένοι, κανένας Λαγκαδιανός.

Είχε νυχτώσει για τα καλά, δεν ξέρω τι ώρα ήταν. Σάμπως είχαμε ρολόγια τότε. Δεν ξέρω πόσο φυλάξαμε σκοπιά και περίπολο αλλά μας φάνηκε πολύς ο χρόνος.

Εκεί που είχε ησυχία ούτε φως δεν φαίνονταν πουθενά ξαφνικά ακούστηκε ένας κρότος που ταράχτηκαν τα πάντα. Τροχάδην εμείς στο σπίτι να τους πούμε τι ήταν αυτό που ακούστηκε. Σε μηδέν χρόνο φτάσαμε στο σπίτι μας και αφού κατέβηκαν όλοι από τις σκάλες τους λέμε τι θόρυβος ήταν αυτός που ακούστηκε.

Τότε λέει ένας από τους ξένους, την γέφυρα ανατίναξαν τα «γουρούνια». Πως το ήξερε αυτός δεν ξέρω, αλλά αμέσως μα στο είπε. Και μετά έφυγαν ένας – ένας για να μην δώσουμε υποψίες. Έμειναν δυο ο ξάδερφός μας και ένας ξένος. Και μας λέει ο ξάδερφός μας απόψε θα έχετε φιλοξενούμενο τον συναγωνιστή μας. Τον δεχτήκαμε με πολύ χαρά. Έφυγε ο ξάδερφος και ανεβήκαμε επάνω και καθίσαμε. Η μάνα μου τον κέρασε ένα καφέ. Ήταν ένας μετρίου αναστήματος, με γυαλιά, ηλικίας γύρω στα 60 περίπου, πολύ σοβαρός και λιγομίλητος. Αυτές ήταν οι πρώτες μου εντυπώσεις. Απαντούσε μόνο στις ερωτήσεις που του έκανες. Σε μια στιγμή ησυχίας μας ρωτάει ποιος από εσάς μπορεί να πάει έξω και να μάθει τα νέα. Και λέω στα αδέρφια μου, θα πάω εγώ να δω τι συμβαίνει. Τι θέλεις τον μπελά σου, λένε. Θα πάω τους λέω εδώ κοντά. Μπορεί να βρω κανέναν να μου πει τα νέα.

Έτσι αποφάσισα και πήγα παρόλο που ήταν πολύ σκοτεινά και φως δεν υπήρχε πουθενά και οι δρόμοι ήταν χωματόδρομοι με τρύπες. Πήγα σιγά – σιγά όμως και έφθασα μέχρι το σημείο που σήμερα είναι το Σούπερ Μάρκετ « Εγνατία», αλλά άνθρωπο δεν αντάμωσα μέχρι εκεί. Θα πάω ακόμη λίγο λέω, κάπου κοντά στον Καϊκλή. Βλέπω τότε έναν άνθρωπο κάπως βιαστικό και αμέσως τον ρωτάω, τι γίνεται ρε φίλε; Χαρούμενος μου λέει, έφυγαν οι Γερμανοί, ελευθερωθήκαμε. Τώρα μου λέει, μαζεύετε κόσμος στην πλατεία και έφυγε.

Αμέσως εγώ μεταβολή πίσω να πάω να τους πω τα ευχάριστα στο σπίτι. Ούτε που κατάλαβα στην επιστροφή πως βρέθηκα στο σπίτι. Ανεβαίνω επάνω στο σπίτι λαχανιασμένος και τους λέω, έφυγαν οι Γερμανοί. Ο κόσμος πηγαίνει τώρα στην πλατεία, φαίνεται πως θα μιλήσουν για την απελευθέρωσή μας.

Το χάρηκαν και αυτοί με τη σειρά τους το ευχάριστο νέο που τους μετέφερα. Και μας λέει ο ξένος που ακόμα το όνομά του δεν το ξέραμε, να πάμε όλοι μαζί στην πλατεία. Και πήγαμε όλοι μαζί στην πλατεία και τι να δούμε, κόσμος πάρα πολύς και νόμιζα πως ήμουν σε κανένα χωράφι με ανθισμένες παπαρούνες. Κοκκίνισε όλη η πλατεία, ελληνική σημαία δεν υπήρχε πουθενά. Του λέω του φίλου μας τον συναγωνιστή, τι γίνεται εδώ; Και μου λέει δεν πειράζει, χαίρεται ο κόσμος απόψε (λόγω της ημέρας). Εν τω μεταξύ είπα έναν από την οργάνωση του ΕΑΜ για τον φιλοξενούμενό μας, τον σύστησα και φαίνεται αυτός επειδή του είπε ποιος ήταν, έφυγε αμέσως. Αμέσως μετά ήρθαν δυο τρία άτομα και τον πήραν. Και μας λέει ο συναγωνιστής να με περιμένετε πάλι εδώ, μαζί θα επιστρέψουμε στο σπίτι σας.

Τότε τον ανέβασαν επάνω στο μπαλκόνι, για να μιλήσει, στου Κλήμη το πανδοχείο. Σήμερα εκεί είναι ένα αναπαλαιωμένο σπίτι και από κάτω το κατάστημα του κυρίου Κώστα Κανελόπουλου.

Με χειροκροτήματα πολλά τον υποδέχθηκαν λοιπόν, μόλις ανέβηκε στο μπαλκόνι. Εγώ με τα αδέρφια μου κοκαλώσαμε με την απορία τι άνθρωπο φιλοξενούσαμε απόψε στο σπίτι μας. Και δεν ξέραμε ποιος ήταν και πως λέγονταν.

Μίλησε καλά χωρίς κομματικούς χρωματισμούς. Έκανε μια ανασκόπηση των αγώνων της ΕΛ.ΑΣ και του ΕΠΟΝ και για την πολιτική οργάνωση που δούλευε πίσω.

Εν τω μεταξύ διακόπτονταν συνέχεια με συνθήματα του Κ.Κ.Ε. τότε λέμε με τα αδέρφια, τι γίνεται απόψε; Στο Λαγκαδά είμαστε ή στη Μόσχα; Θαμπώσαμε με τόσο κόκκινο.

Στις 11 η ώρα τελείωσαν φαίνεται οι ομιλίες των επισήμων. Ήρθε πάλι κοντά μας ο φιλοξενούμενός μας και φύγαμε για το σπίτι. Εκεί η μάνα μου μας περίμενε με έτοιμο το τραπέζι για φαγητό και ενώ τρώγαμε και κουβεντιάζαμε τον ρώτησα πως είναι το όνομά του. και μας λέει με λένε Ρώβα και είμαι γεωπόνος, άλλο τίποτε μην ρωτάτε. Μας έβαλε τελεία στην ταυτότητά του.

Συζητήσαμε πολλά κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα. Ήταν πολύ ευχάριστος στις συζητήσεις, όχι φλύαρος αλλά πολύ συγκρατημένος. Η ώρα είχε περάσει και ούτε που το καταλάβαμε. Ήταν ήδη 1 τα μεσάνυχτα.

Έτοιμο είχαν το κρεβάτι του φιλοξενούμενού μας. Η μάνα και η αδερφή μου έκαναν μια ξεχωριστή περιποίηση στους επισκέπτες τότε.

Ο συναγωνιστής μας έφυγε το πρωί και πήγε και βρήκε τα μεγάλα στελέχη του Λαγκαδά. Όταν έβγαινε τα βράδια και μιλούσε από το μπαλκόνι του «Καλεμκέρη» τότε, σήμερα του «Κώστα Μαγνίσαλη» επάνω από την κινητή τηλεφωνία «Γερμανός», τον χειροκροτούσε πολύς κόσμος.

Αυτόν φιλοξενήσαμε εκείνο το βράδυ. Το καπετάν Ρώβας ήταν ψευδώνυμο, έτσι τον έλεγαν.

Αυτά έγιναν στις 27 Οκτωβρίου του ’44. Νύχτα έφυγαν οι Γερμανοί. Τώρα πια είμαστε ελεύθεροι.

Αυτή την περιπέτεια στις 28-10-44, πρώτη μέρα της απελευθέρωσης την μοιάζω σαν ένα μεγάλο μπουρίνι που περνάει και κάνει τεράστιες ζημιές και μετά φεύγει και γίνεται ησυχία με λιακάδα. Κάθεσαι μετά και βλέπεις τις ζημιές που σου προκάλεσε.

Αυτός είναι ο πόλεμος.

Χρήστος Φυλάκης

Τέλος κατοχής

 

Τα πράγματα όσο πήγαιναν και χειροτέρευαν ˙ η πείνα και η δυστυχία συνεχίζονταν ˙ ψωμί και λαχανικά υπήρχαν , όμως τα τρόφιμα ήταν πάλι στα χέρια των μαυραγοριτών . Οι Γερμανοί άρχισαν να αγριεύουν και να γεμίζουν τις φυλακές με κόσμο ˙ στου Παύλου Μελά καθημερινά είχε εκτελέσεις . Είχε αρχίσει να οργανώνεται η εθνική αντίσταση ˙ είχε τελειώσει το ’42 και ήρθε το ’43 ˙ ο πόλεμος της Γερμανίας συνεχίζονταν σ’ όλο τον κόσμο , αλλά πληροφόρηση δεν υπήρχε . Τον Σεπτέμβριο του ’43 έρχονται και οι Βούλγαροι ως στρατός κατοχής ˙ ξέθαψαν το παλιό μίσος και άρχισαν ομαδικές εκτελέσεις ˙ ήταν χειρότεροι των Γερμανών . Εκείνο τον καιρό στο Λαγκαδά είχαν έρθει και αρκετοί πρόσφυγες από αλλά μέρη για πιο σιγουριά και ο πληθυσμός θα είχε φτάσει τις 10.000 . Οι Βούλγαροι νόμιζαν πως θα έμεναν για πάντα , άρχισαν να κτίζουν στρατόπεδα, εντωμεταξύ οι Γερμανοί άρχισαν να παίρνουν εργάτες για καταναγκαστικά έργα σε διάφορα μέρη . Οι Λαγκαδιανοί πήγαιναν στα έργα του αεροδρομίου της Μίκρας ,κάθε 15 ημέρες 100 άτομα . Οι συνθήκες άθλιες ˙ εργάτες για καταναγκαστική εργασία μαθαίναμε πως έφευγαν από τη Σαλονίκη για την Γερμανία . Ο ρόλος του τότε δημάρχου Ιωάννη Παντίρη ήταν καθοριστικός και πολλές φορές διαμαρτυρήθηκε στη γερμανική διοίκηση για τις διάφορες πράξεις των Βουλγάρων ˙ κάποια μέρα ειδοποίησε να μην πάει κανείς για καταναγκαστικά έργα και αυτός δικαιολογήθηκε ότι ναι μεν ειδοποιήθηκε ο κόσμος αλλά δεν ήρθαν . Οι πιο πολλοί κρύφτηκαν στα γύρω χωριά ˙ οι Γερμανοί αγρίεψαν αλλά είχαν αρχίσει να χάνουν τον έλεγχο .Τότε ήταν που άρχισε και το δράμα των Εβραίων .Ξαφνικά όλοι τους κυκλοφορούσαν φορώντας ένα κίτρινο άστρο ˙ στην αρχή δεν ήξερε κανένας το γιατί , ούτε μπορούσαν να φανταστούν τι έκρυβε στο πίσω μέρος του μυαλού του ο Αδόλφος ˙ όμως σε λίγο καιρό καταλάβαμε όλοι . Ο Λαγκαδάς είχε μια ακμάζουσα εβραϊκή κοινότητα . Στην απογραφεί του 1931 είχε 160 Εβραίους ˙ όλοι άνθρωποι νοικοκυραίοι και κυρίως ασχολούμενοι με το εμπόριο . Είχε και Χάβρα η οποία κτίστηκε με την οικονομική συμπαράσταση των Εβραίων του Παρισιού . Ποιος δεν θυμάται τον Μπαρούχ Μισιόν τον ταξιτζή , που το 1933 ήταν ο χορηγός του λευκώματος της Λουτροπόλεως Λαγκαδά και στη πίσω σελίδα διαφήμιζε τις υπηρεσίες του ! αλλά και ποιος ξεχνά τις πανέμορφες εβραϊοπούλες που ζούσαν στην πόλη μας . Όμως μια μέρα όλοι αυτοί οι συμπολίτες μας , που το 1940 είχαν μείνει περίπου 50 άτομα , συντροφιά με το αστέρι τους και λίγα ρούχα στοιβάχτηκαν στα βαγόνια με προορισμό την Γερμανία . Μαζί τους και πολλοί Έλληνες που στέλνονταν εκεί για να οικοδομήσουν την μεγάλη Γερμανία . Η κατάληξη γνωστή ˙ μετά από ένα διάστημα καταναγκαστικής εργασίας οι μεν Εβραίοι οδηγήθηκαν στους φούρνους του Άουσβιτς , οι δε λοιπόν Έλληνες έμειναν εκεί δουλεύοντας μέχρι το τέλος του πολέμου . Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας και της Αυστρίας είχαν μεταφερθεί και οι αιχμάλωτοι πολέμου , πολίτες , στρατιώτες , αξιωματικοί , μεταξύ τους και ο Γλαύκος Κληρίδης , ο πρώην πρόεδρος της Κύπρου , ο οποίος ως πιλότος υπηρετούσε στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και συνελήφθη όταν κατερίφθη το αεροπλάνο του σε μια αερομαχία και στάλθηκε στη Γερμανία ως αιχμάλωτος . Αφέθηκε ελεύθερος με το τέλος του πολέμου. Η λήξη του πολέμου ήταν αποτέλεσμα πολλών παραγόντων , αλλά κυρίως οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι κατακτητές λόγω της καθολικής αντίστασης των λαών και των εθνών . Η μέρα της απελευθέρωσης δεν άργησε ˙ τις τελευταίες ημέρες οι Γερμανοί εκδήλωναν μια συνεχή νευρικότητα ˙ είχαν χάσει πλέον το παιχνίδι . Έδειχναν έναν ανεξήγητο φόβο . Όταν ανακοινώθηκε η λήξη του πολέμου και η αποχώρηση τους , ο Λαγκαδάς ξαφνιάστηκε ,και ξαφνιάστηκε κυρίως από έναν δυνατό κρότο που συντάραξε την πόλη ˙ στο ερώτημα τι ήταν αυτός ο εκκωφαντικός κρότος έμαθαν όλοι , και είδαν μετά , ότι με τη φυγή τους από την πόλη μας οι κατακτητές , ανατίναξαν την γέφυρα στη είσοδο της πόλης , για να αποτρέψουν προφανώς κάποια προβλήματα κατά την ώρα της αποχώρησης . Τραυμάτισαν έτσι όχι μόνο την πόλη αλλά και το κύρος μιας κραταιάς Γερμανίας που φοβόνταν ακόμα και τη σκιά της .Ο πόλεμος τελείωσε ˙ όμως αμέτρητα καντήλια έκαιγαν στη μνήμη των πεσόντων ˙ η πατρίδα ντυμένη στα μαύρα έκλεγε τα παιδιά της , οι μανάδες σκούπιζαν τα μάτια τους και έδιναν κουράγιο στον εαυτό τους για να συνεχίσουν τη ζωή που απέμεινε μπροστά τους. Η Ελλάδα αγωνίστηκε να μαζέψει τ’ αποκαΐδια της , να βρει την ειρήνη και την ευημερία της ˙ όμως μπλέχτηκε πολύ αστόχαστα στη δίνη του εμφυλίου σπαραγμού γιατί είχε λησμονήσει το σοφό λόγο του ποιητή που έλεγε πως : ΄΄ θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία ΄΄ .

Ιστορίες της κατοχής

Μια αποτυχημένη εκτέλεση ενός προδότη.

 

Ήταν Κυριακή, Σεπτέμβριος μήνας του 1944 και ώρα 12 το μεσημέρι, ήμουν στο κουρείο περιμένοντας τη σειρά μου για να κουρευτώ. Τότε τα κουρεία ήταν ανοιχτά και την Κυριακή μέχρι το μεσημέρι και διάβαζα την εφημερίδα ΄΄ΝΕΑ ΕΥΡΩΠΗ΄΄, τη μοναδική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, γιατί τότε δεν ξέραμε αν η Αθήνα είχε εφημερίδες και τι γινόταν εκεί, δεδομένου ότι οι Γερμανοί είχαν τον απόλυτο έλεγχο, η δε ΄΄ΝΕΑ ΕΥΡΩΠΗ΄΄ ήταν υπό τον δικό τους έλεγχο και έγραφε μόνο τις επιτυχίες τους. Όμως επιτυχίες δικές τους , σήμαινε δυστυχίες δικές μας.Τότε στα κουρεία μπορούσες να έχεις πλήρη ενημέρωση,γιατί οι κουρείς έπαιρναν πάντα εφημερίδα για να απασχολούνται οι πελάτες μέχρι να έρθει η σειρά τους. Το κουρείο βρισκόταν εκεί που ήταν μέχρι πρόσφατα το κουρείο του Απόστολου Στεφανιδάκη. Καθώς καθόμουνα λοιπόν και η πόρτα του κουρείου ήταν ανοιχτή, περνάει κάποιος γνωστός απ΄έξω και μου λέει : ΄΄τι έγινε πάλι στο μπαξέσας ρε Χρήστο;΄΄, ΄΄ τι να έγινε ρωτάω τρομαγμένος΄΄, ΄΄ δεν ξέρω λεπτομέρειες λέει, πάνε στο σπίτι να μάθεις΄΄.Αυτό που είπε πάλι για τον μπαξέ, δεν μου άρεσε γιατί τελευταία είχαν γίνει στον ίδιο τόπο δυό φονικά, ένα του μοίραρχου Στραβοσκιάδη και ένα ενός παλικαριού από το Βερτίσκο, σύνδεσμο του ΕΛΑΣ. Χωρίς δεύτερη κουβέντα σηκώνομαι και φεύγω για το σπίτι, βρίσκω τη μάνα μου και τα αδέλφια μου , που έμαθαν κι αυτοί κι έτρεξαν όλοι στο σπίτι, κάθονταν όλοι στην αυλή σιγοκουβεντιάζοντας .Ρώτησα με αγωνία να μάθω τα καθέκαστα. Να λέει η μάνα μου, καθόμουνα στην αυλή και είδα έναν νέο άντρα να βγαίνει από τον μπαξέ νευριασμένος , βρίζοντας συνέχεια και χειρονομώντας και πίσω του ακολουθούσε μια γυναίκα, που μόλις ήρθαν κοντά μου είπε η κυρία : ΄΄ θεία έχεις λίγο οινόπνευμα;΄΄, ΄΄ έχω κορίτσι μου, λέω, πάω να σου φέρω και πήγα στο σπίτι και έφερα . Αμέσως αυτή τον σταμάτησε, του έπιασε το χέρι, σήκωσε το μανίκι από το πουκάμισο, που ήταν μέσα στα αίματα, του το καθάρισε και έβαλε βαμβάκι με οινόπνευμα . Της έφερα κι ένα κομμάτι πανί και του το έδεσε. Όταν τέλειωσε το δέσιμο, ρώτησα πως χτύπησε και μου είπε πως πήγε να πηδήσει το χαντάκι και έπεσε πάνω σ΄έναν πάσαλο΄΄. Φυσικά μου είπαν ψέματα για το τραύμα, αλλά μόλις του έδεσε το τραύμα απομακρύνθηκαν ενώ αυτός συνέχισε να βρίζει. Αυτό ήταν όλο το περιστατικό και σεις γιατί τόσο πολύ αναστατωθήκατε και τρομάξατε όλοι μαζί; Δεν ήταν και τίποτε σπουδαίο…΄΄.

Ναι βρε μάνα αλλά στην αγορά μας υα παρουσίασαν πολύ τραγικά, μας είπαν τι έγινε πάλι στο μπαξέ σας, και αυτό μας τρόμαξε πολύ, πήγε στο κακό ο νους μας. Εμείς ήμασταν ήδη τρομαγμένοι από τα προηγούμενα φονικά που έγιναν δίπλα στο σπίτι μας , και κυρίως από αυτό του Στραβοσκιάδη, η δε μάνα μας που ήταν πάντα στο σπίτι και σχεδόν αυτόπτης, ήταν πάντα ο καλός Σαμαρείτης γιατί έτρεχε και βοηθούσε με τον τρόπο της.

Αφού ηρεμήσαμε λίγο, ξαναβγήκα στην αγορά, γιατί δεν είχα κουρευτεί κιόλας, και κατευθύνθηκα στο κουρείο, όπου πάλι ο μπαξές μας ήταν ήταν πρώτο θέμα. Μόλις μπήκα στο κουρείο όρμηξαν όλοι να μάθουν νέα από πρώτο χέρι.
Τι έγινε μου λένε στο μπαξέ σας, πώς και δεν το καθαρίσανε το κάθαρμα, τον προδότη, πως τους ξέφυγε μέσα από τα χέρια και συνέχισαν να τον στολίζουν με πολλά ΄΄κοσμητικά΄΄ επίθετα. Εγώ άκουγα και δεν καταλάβαινα, είχα άγνοια της ιστορίας, αυτοί τα ήξεραν όλα και ρωτούσαν εμένα. Καλά δεν έμαθες τι έγινε πραγματικά; Τι να μάθω λέω, το μόνο που μας είπε η μάνα μας ήταν πως βγήκς μέσα από τον μπαξέ ένας άντρας νευριασμένος και βρίζοντας συνέχεια,και μια γυναίκα από πίσω που έτρεχε τρομαγμένη και ζήτησαν οινόπνευμα από τη μάνα μου, για να του δέσει μια πληγή στο χέρι, αυτό ήταν όλο.
-Μαύρα μεσάνυχτα έχεις Χρήστο…μου λένε, δεν ξέρεις τίποτα για τον προδότη;
-Τι να σας πω ρε παιδιά, αυτά μας είπε η μάνα μου, που πρόσφερε τις πρώτες βοήθειες.
– Και βοήθειες του χρειάζονταν του προδότη, δεν τον καθάριζαν επί τόπου;

Με τα πολλά ηρεμήσαμε και ρώτησα να μάθω κι εγώ λεπτομέρειες και άρχισαν να μου διηγούνται όλο το ιστορικό, διότι ο συνομιλητής μου τα ήξερε από πρώτο χέρι , μέσα από την οργάνωση, για την εκτέλεση του προδότη.

Μου λέει λοιπόν πως αυτός ο χαφιές, ήταν ξένος, ποιος ξέρει ποιος τον έστειλε στο Λαγκαδά, ή μόνος του ήρθε, ή οι Γερμανοί τον έφεραν , γιατί ενεργούσε σαν καταδότης των Γερμανών, τους πληροφορούσε με ό,τι ήθελαν να μάθουν. Αυτό έγινε γνωστό στην οργάνωση του ΕΑΜ του Λαγκαδά, και πήραν την απόφαση να τον βγάλουν από τη μέση.Όμως ήταν δύσκολο γιατί οι Γερμανοί τον προστάτευαν σαν δικό τους παιδί. Και πήραν μια σοφή απόφαση. Το δόλωμα ήταν μια γυναίκα πολύ όμορφη, που ήταν στην οργάνωση και ανέλαβε να παίξει δύσκολο ρόλο στην ενέδρα της εκτέλησης και τον έπαιξε μια χαρά.Γιατί όμως απέτυχε η απόπειρα θα το δούμε παρακάτω. Η γυναίκα αυτή χρησιμοποίησε στην υπόθεση το μεγαλύτερο όπλο της , τον έρωτα, όπλο που πετυχαίνει τις περισσότερες φορές, ήταν ακόμα πολύ όμορφη, και αρκετά έξυπνη και κατέστρωσε το σχέδιό της. Πρώτα της τον γνώρισαν τυχαία, δήθεν, ύστερα έμαθε τα κατατόπια του και τις διαδρομές του, τι ώρες βγαίνει και με ποιους κυκλφορεί και αρκετές άλλες λεπτομέρειες για να μπορέσει να στρώσει την παγίδα της. Από την άλλη μέρα κι όλας ξεκίνησε το σχέδιο.
Κάθε μέρα το απόγευμα, στην οδό Λουτρών έβγαιναν όλα τα κορίτσια και τα αγόρια για βόλτα και συνήθως εκεί γινόταν και οι γνωριμίες, γιατί τότε καφετέριες δεν υπήρχαν, μόνο καμιά βόλτα και νωρίς στο σπίτι γιατί η κυκλοφορία σταματούσε στις 8 το βράδυ.Βγαίνει λοιπόν και η κυρία με μια φίλη της για βόλτα σε εφαρμογή του σχεδίου της. Ο καταδότης κινούνταν πάντα γύρω στο αρχηγείο των Γερμανών, που ήταν το ξενοδοχείο ΄΄ΑΜΕΡΙΚΗ΄΄ ,έτσι το έλεγαν και ήταν απέναντι από την αστυνομία, εκεί που είναι σήμερα η ταβέρνα του Φυλάκη, σε εκείνο το κτήριο στο πάνω όροφο ήταν το αρχηγείο και κάτω το ζαχαροπλαστείο του Βασίλη του Λάτσιου, που κατάγονταν από τον Σοχό. Εκεί λοιπόν καθόταν συνήθως ο χαφιές στα τραπεζάκια που έστρωνε ο Βασίλης έξω τα καλοκαίρια. Εκεί λοιπόν στήθηκε όλη η ιστορία από την γυναίκα, η οποία πήγαινε συχνά και καθόταν στο ζαχαροπλαστείο, δήθεν για κανένα γλυκό, έριχνε τα πλοκάμια της και πεεδίωκε να είναι πάντα κοντά του και να συλλέγει πληροφορίες. Το βράδυ έδινε αναφορά στην οργάνωση για ό,τι μάθαινε.Της είπαν λοιπόν κάποτε να καταφέρει να τον βγάλει έξω από το κέντρο σε κάποιο απόμακρο σημείο. Δύσκολη αποστολή, αλλά όταν η ομορφάδα συνταιριάζονται με την εξυπνάδα, όλα γίνονται.Αποφασίστηκε το πότε και το πώς και καταστρώθηκε το σχέδιο, ώστε κι αυτό να πετύχει αλλά και η γυναίκα να μη κινδυνεύσει πολύ. Έδωσε το λόγο της να πετύχει η αποστολή της και έβαλε τα δυνατά της. Ήταν σαββατόβραδο και έγινε πάλι το αντάμωμα στο ζαχαροπλαστείο, την συνόδευε όπως πάντα και μια φίλη της κι΄αυτή στο κόλπο, και καθώς μιλούσαν και η κυρία ήταν όλο χαρά και νάζια και κρυφές ματιές, λέει η φίλη της, άχ τι κρίμα αύριο Κυριακή θα πρέπει να πάω στη Θεσσαλονίκη σε μια θεία μου, τι ωραία θα ήταν αν κάναμε πάλι παρέα; Η κυρία έκανε τη λυπημένη που θα έμενε κυριακάτικά μέσα και μόνη και τότε αυθόρμητα ήρθε η πρόταση του κυρίου να κάνουν μαζί παρέα την Κυριακή. Η συνάντηση καθορίστηκε στις 11 στο γνωστό ζαχαροπλαστείο, ο κόσμος πήγαινε κι ερχόταν πολύς και μόλις ανταμώθηκαν η γυναίκα είπε πως δεν θα ήθελε να καθήσουν ανάμεσα σε τόσο κόσμο μόνοι τους, θα ήταν καλύτερα να πάνε έναν περίπατο πιο έξω, μακριά από τα βλέμματα του κόσμου.Ξεκίνησαν προς την οδό Λουτρών μιλώντας και χαριεντιζόμενοι και μόλις έφτασαν στη διασταύρωση Λουτρών –Σοχού πρότεινε η κυρία τον πιο έρημο δρόμο του Σοχού, που δεν έχει και κόσμο…γιατί ποιος ακούει μετά τα κουτσομπολιά… Το γάντζο έπιασε καλά την αρκούδα από τη μύτη και την τραβάει ο αρκουδιάρης όπου θέλει τώρα από τη μύτη. Πάμε της λέει όπου θες και έφτασαν στο μπαξέ του Περιφάντσου. Από αριστερά που είναι τώρα του Πατσαλά ο μπαξές, τότε τον νοίκιαζε ο μπαρμπα-Χρήστος ο Φουλίδης, που είχαν έρθει από τη Ρωσία με μεγάλη και πολυμελή οικογένεια και είχαν σπαρμένο το χωράφι με όψιμο καλαμπόκι, ήταν δε ένα πολύ ωραίο και καταπράσινο χωράφι και μάλιστα χωρίς πότισμα. Τότε τα χωράφια είχαν πολύ υγρασία. Στο βάθος ήταν το δικό μας χωράφι, που ΄χε στη μέση μια βερυκοκιά με έναν παχύ και μεγάλο ίσκιο.

Σ αυτή τη βερικοκιά έμελε να παιχτεί η τελευταία πράξη της ιστορία μας, γιατί εδώ κρυμμένοι , μέσα στα καλαμπόκια οι εκτελεστές και περίμεναν την ευκαιρία για να ολοκληρώσουν το έργο τους. Η κυρία πανέξυπνη όπως πάντα, πρότεινε να καθίσουν στη σκιά στα δροσερά καλαμπόκια, για να αποφύγουν και τα περίεργα και ενοχλητικά βλέμματα του κόσμου, και φυσικά ο κύριος δέχτηκε, καθώς πιασμένοι ήδη χέρι-χέρι έψαχναν για την κρυψώνα της ηρεμίας, και εκεί στη ρίζα της βερικοκιάς κάθισαν να περάσουν την ώρα τους.Μόλις κάθισαν και ο κύριος έδειξε να γίνεται τολμηρός, ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί, που τον ξύπνησαν από το λήθαργο που βρισκόταν, καθώς πετάχτηκε απότομα και έτσι οι σφαίρες δεν τον πέτυχαν, γιατί η μια πέρασε ξώφαλτσα και η άλλη τον τραυμάτισε λίγο στο χέρι.
Το περίεργο είναι γιατί οι εκτελεστές που ήταν σε απόσταση μόλις πέντε μέτρων μακριά , δεν κατάφεραν να τον σκοτώσουν.Τώρα ο κύριος ζωντάνεψε πάλι μέσα του τον χαφιέ και τον προδότη και άρχισε να βρίζει χυδαία τη γυναίκα, και να της λέιε ότι επίτηδες με έφερες σ΄αυτό το μέρος για να μου στήσουν ενέδρα, τώρα να δεις τι έχεις τραβήξεις, θα δεις τι θα σου κάνω εγώ…και φεύγει από το καλαμπόκι, όχι από τον δρόμο που ήρθαν αλλά από το χαντάκι που ήταν στο δικό μας μπαξέ σύνορο και έτσι βρέθηκε στη δική μας αυλή, με τη γυναίκα να τρέχει πίσω του δήθεν κλαίγοντας και να του λέει πως δεν είχε καμιά σχέση με την ιστορία αυτή. Έτσι βρέθηκαν μπροστά στη μάνα μου και τότε τους πρόσφερε τις πρώτες βοήθειες, χωρίς να ξέρει τίποτα για την κυρία και τον προδότη. Αυτός βέβαια πήγε στη αστυνομία, πήγε στη γερμανική διοίκηση να καταγγείλει την απόπειρα. Οι γερμανοί πάντως δεν έδωσαν και πολύ σημασία, γιατί κι αυτοί τους χαφιέδες δεν τους είχαν και δε ιδιαίτερη εκτίμηση, και δεν τους ένοιαζε και πολύ αν σκοτωνόταν ακόμα ένας έλληνας έστω και χαφιές. Εδώ σταμάτησε η ιστορία του προδότη, όμως απ΄εδώ ξεκίνησε η ιστορία της γυναίκας, γιατί αναγκάστηκε να φύγει από τον Λαγκαδά και να ζεί κρυμμένη, αλλά ευτυχώς η αυτοεξορία της κράτησε μόνο ενάμισι μήνα, αφού στις 27 οκτωβρίου του 1944 έφυγαν από τον Λαγκαδά και ελευθερωθήκαμε. Έτσι γύρισε πάλι στο σπιτικό της και στα παιδιά της, και έζησε απλά χωρίς να μιλάει για τον ρόλο της στην κατοχή και τον αγώνα που έκανε, ξεφτιλίζοντας τον εχθρό και τους προδότες, αλλά παίζοντας ένα ρόλο τόσο υποτιμητικό, γιατί στην επαρχία. Δεν εκτιμούσαν και πολύ τις γυναίκες που μπλέκονταν σε τέτοιες δουλειές, αλλά ποιος ήξερε ότι όλα γινόταν για την πατρίδα. Δεν ξέρω αν ακόμα ζεί ή αν πέθανε, γιατί έχει χρόνια που έφυγε από τον Λαγκαδά και έμεινε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη. Πάντως την ιστορία αυτή και τις λεπτομέρειες που σας περιέγραψα μου τις διηγήθηκε κι ένας γνωστός της και πρόκειται πραγματικά για μια αληθινή ιστορία με τους αφανείς ήρωές της.

 

Πως περάσαμε στο Λαγκαδά τους πρώτους 2 ½ μήνες της απελευθέρωσης υπό τη διοίκηση της Λαϊκής Κυβέρνησης

 

Την πρώτη ημέρα της απελευθέρωσης την χαρήκαμε πολύ που έφυγε ο κατακτητής. Το χειρότερο πράγμα στον άνθρωπο είναι να είσαι σε Κατοχή, σε κατακτητή μονίμως. Αυτός ενδιαφέρεται μόνο για το στρατό του. Όχι για το λαό που κατακτάει, αυτός μόνο να κάθεται καλά γιατί η ζωή του είναι στα χέρια του.

Το χειμώνα του 1941-42 ήταν η μεγαλύτερη πείνα λόγω της Κατοχής. Οι Γερμανοί κατέσχεσαν τα σιτηρά από όλες τις αποθήκες των εμπόρων και του κράτους. Με το αζημίωτο βέβαια. Τα πλήρωναν οι άνθρωποι. Έκοβαν ψεύτικο χρήμα της Κατοχής και όσα ζητούσες στα πλήρωναν. Και νιώθανε και υπερήφανοι που τα πλήρωναν με δικό τους χρήμα (Μάρκα). Και με αυτόν τον τρόπο τα πήραν όλα τα αποθέματα που ήταν και λίγα για εκείνη τη χρονιά.

Άρχισαν τότε και οι δικοί μας που διοικούσαν στην Κατοχή να κόβουν και αυτοί. Πρωθυπουργός ήταν τότε ο Γκοτζαμάνης και τα λέγαμε τα χρήματα «γκοτζαμάνικα», ψεύτικα όλα. Και φτάσαμε στο τέλος στα χιλιάδες, εκατομμύρια, δισεκατομμύρια και τρισεκατομμύρια.

Τώρα θα σας δώσω μια εικόνα της συναλαγής που συνέβη σε μένα. Ήτανε 5 ή 6 Νοεμβρίου, ημέρα Σάββατο. Τότε πήγα λαχανικά στην λαχαναγορά που ήταν απέναντι από την αγορά Μοδιάνο, κάτω από την οδό Κομνημών, που τώρα είναι τα ανθοπωλεία. Εκείνος ο δρόμος τότε ήταν η λαχαναγορά. Εκείνη τη μέρα ήρθε η μάνα μου και η αδερφή μου μαζί για να ψωνίσουν. Βγήκαμε τότε κάπου κοντά στην οδό Βενιζέλου και στην οδό Ερμού, όπου βρίσκονται τα μεγάλα μαγαζιά υφασμάτων. Εκεί είχε πολλές μοδίστρες και ραφιάδες και γενικότερα δουλειά για πολύ κόσμο. Τα έτοιμα ραμμένα ρούχα δεν τα προτιμούσε τότε ο κόσμος πολύ. Και λογικό ήταν άλλο το έτοιμο ραμμένο και άλλο κομμένο στα μέτρα σου. Αλλά τώρα εξαφανίστηκαν όλα, ούτε ραφιάδες υπάρχουν ούτε μοδίστρες.

Έτσι μπαίνουμε σε ένα μαγαζί που είχε γυναικεία υφάσματα. Ένα είδος πουλούσε το μαγαζί ή ανδρικά η γυναικεία. Η αδερφή μου ήθελε να πάρει ένα παλτό. Αφού είδε πολλά διάλεξε ένα που τις άρεσε, καλής ποιότητας. Τα συμφωνήσαμε, το έκοψε και το έκανε δέμα. Του λέω πόσο κοστίζει και μου λέει 320 δισεκατομμύρια. Δυο τράπεζες αγοράζεις με την σημερινή αξία του αριθμού. Εντάξει του λέω αλλά τα χρήματα επειδή δεν τα έχω μαζί μου θα πάω να σου τα φέρω. Το μαγαζί που πάω τα λαχανικά είναι εδώ κοντά στα λουλουδάδικα. Τροχάδην πήγα, μου τα είχε έτοιμα της εκκαθάρισης και το λογαριασμό.

Παίρνω τα χρήματα, τα βάζω στον τουρβά και σε 15 λεπτά της ώρας ήμουν στο μαγαζί. Λαχανιασμένος του λέω, δεν άργησα πολύ. Όχι παιδί μου, μου απαντά, δεν άργησες καθόλου αλλά τα χρήματα που μου έφερες δεν τα χρειάζομαι πια.

Εγώ κοκάλωσα. Γιατί κύριε του λέω δεν συμφωνήσαμε; Δεν μετάνιωσα παιδί μου αλλά τα χρήματα αυτά αχρηστεύτηκαν, δεν έχουν πια αξία, το χρηματιστήριο έκλεισε, μόλις τώρα μου τηλεφώνησαν.

Τα χρήματα της κατοχής άχρηστα. Τώρα τι γίνεται. Η αδερφή μου η καημένη, το δέμα το είχε στα χέρια. Κρίμα και τόσο πολύ της άρεσε. Τότε της λέει, μην στεναχωριέσαι κοπέλα μου, θα σου το δώσω εγώ δώρο, να με θυμάσαι. Τι φταίτε και εσείς. Αυτά τα χρήματα που μου έφερε ο αδερφός σου, κρίμα που κατάντησαν ψεύτικα. Μια ολόκληρη βδομάδα φέρνατε λαχανικά. Τι τυρράνια και εσείς τραβάτε. Και στο φινάλε μας έμεινε ο τουρβάς με το ψεύτικο χρήμα. Ούτε για εμένα κάνουνε ούτε για εσάς. Την υγεία μας να έχουμε, το τελευταίο να είναι αυτό που μας συνέβη.

Έτσι φύγαμε αλλά ακόμη τον θυμάμαι αυτόν τον άνθρωπο λόγω της λογικότητάς του. και εδώ ήταν ένα ακόμη τέλος, αυτό του χρήματος της κατοχής. Τώρα όμως τι γίνεται.

Όταν βγήκαμε έξω η αγορά είχε νεκρώσει. Τα πάντα έκλειναν και οι καταστηματάρχες έφευγαν στα σπίτια τους για να αποφύγουν τους πελάτες να μην μπούνε στα μαγαζιά τους να ψωνίσουν. Έφυγε ο κόσμος και ερήμωσε η πόλη. Τότε δεν υπήρχαν ούτε αυτοκίνητα. Άδεια η πόλη και οι δρόμοι της.

Φύγαμε χωρίς να βρούμε ούτε ένα κουλούρι για να φάμε. Ήρθαμε στο σπίτι και φάγαμε. Η περιπετειώδης εκείνη μέρα πέρασε. Όταν όμως ξημέρωσε η άλλη μέρα θέλαμε κάτι να ψωνίσουμε από τα μαγαζιά. Τι γίνεται τώρα λέμε.

Τότε λέει η μάνα μου να πάμε να ψωνίσουμε από το μπακάλικο. Εμείς τις λέμε με τι χρήματα, αφού δεν έχουμε. Μας λέει πάρτε μόνο πέντε με έξι αυγά. Αυτά θα σας τα δώσει. Τότε οι γυναίκες κάναμε μικρά ψώνια, δεν υπήρχαν χρήματα. Ήταν πολύ φτωχά τα χρόνια.

Πράγματι πήγα στο μπακάλη και είδα ότι όλοι έτσι ψωνίζανε. Άλλος με σιτάρι, άλλος με αυγά και άλλος με καλαμπόκι. Έτσι γινόταν η ανταλλαγή. Εμείς οι αγρότες κάπως συναλλασσόμασταν. Οι υπάλληλοι όμως που δεν είχαν τίποτε στην κατοχή τους, δεν ξέρω τι έκαναν οι άνθρωποι. Πολύ δύσκολη η συναλλαγή. Κράτησε περίπου δυο μήνες μέχρι τις γιορτές των Χριστουγέννων. Μετά κυκλοφόρησε εγγλέζικο χρήμα. Χάρτινη λύρα και προπαντός