ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
ΤΗΣ ΠΑΜΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ
H Χωρούδα εἶναι χωριό τῆς ἐπαρχίας Λαγκαδᾶ καί βρίσκεται στά βόρεια τῆς ἐπαρχίας, ἐκκλησιαστικά δέ ανήκει στήν Ἱερά Μητρόπολη Λαγκαδᾶ, Λητῆς καί Ρεντίνης. Σήμερα σώζεται οἰκισμός μέ σαράντα περίπου νεόδμητες κατοικίες, μιά καί τό 1957 καταργεῖται ὡς Κοινότητα καί προσαρτᾶται στήν Κοινότητα Βερτίσκου.
Βρίσκεται σέ ὑψόμετρο 850 μέτρων, στό ὅρος Βερτίσκος καί σέ ἀπόσταση 36 χιλιομέτρων ἀπό τόν Λαγκαδᾶ. Μέσα σέ ἕνα καταπράσινο καί εἰδυλλιακό τοπίο, στέκει ἀγέρωχος μέσα στόν χρόνο, ὁ Ναός τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, τό μοναδικό κτίριο πού ἐπέζησε ἐνάντια στόν χρόνο καί τήν ἀνθρώπινη μανία καί ἀδιαφορία.[1]
Ὁ Ναός τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου ἔτυχε τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ γράφοντος ἀπό τό 1982, ὅταν ἀνέλαβε καί ἐκπόνησε τήν μεταπτυχιακή τοῦ ἐργασία μέ θέμα: «Ἅγιος Ἀθανάσιος Χωρούδας. Ὁ Ναός καί οἱ τοιχογραφίες του».[2] Ἡ ἐργασία αὐτή καθώς καί τά σποραδικά δημοσιεύματα στόν τοπικό τύπο καί τίς ἐφημερίδες τῆς Θεσσαλονίκης, ἀκόμα καί τηλεοπτικές ἐκπομπές πού ἀναφερόταν στόν Ναό τῆς Χωρούδας, στάθηκαν ἀφορμή νά ζωντανέψει τό ἐνδιαφέρον τῶν παλαιῶν κατοίκων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐγκαταλείψει τήν πατρική γῆ κατά τά δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, καί νά ξεκινήσει μιά προσπάθεια διάσωσης τοῦ μοναδικοῦ αὐτοῦ μνημείου τῆς ἐπαρχίας.
Οἱ νέοι τοῦ χωριοῦ, κάτοικοι πλέον τῆς Θεσσαλονίκης καί ἄλλων πόλεων, σύστησαν πολιτιστικό φορέα πού ἀνέλαβε ὄχι μόνο τήν διάσωση τῆς τοπικῆς παράδοσης καί κληρονομιᾶς, ἀλλά ὑιοθέτησαν κατά κάποιο τρόπο τόν Ναό τοῦ Ἁγίου τους καί τόν τοποθέτησαν στό κέντρο τῶν ἐνδιαφερόντων τους.[3]
Ἔτσι, μέ πολύ ἀγώνα καί ἔντονη προσπάθεια, ἐντάχθηκαν σέ εὐρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης, γιά τήν κατ’ ἀρχήν στερέωση τῆς τοιχοποιίας τοῦ Ναοῦ, τήν συντήρηση καί τόν καθαρισμό τῶν τοιχογραφιῶν καί τῶν φορητῶν εἰκόνων.[4]
Πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι, ἐπειδή τό χωριό γιά ἀρκετά χρόνια δέν εἶχε κατοίκους, οἱ φορητές εἰκόνες καί τά κινητά μέρη τοῦ Ναοῦ μεταφέρθηκαν πρός διαφύλαξη στήν γειτονική Ἐνορία τοῦ Βερτίσκου, ὅπου καί φυλάσσονται μέ ἀσφάλεια.
Ἡ μέριμνα τῆς 9ης Ἐφορείας Βυζαντινῶν καί Μεταβυζαντινῶν μνημείων ὑπῆρξε καθοριστική, γιά τήν ανάδειξη τοῦ Ναοῦ τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ἡ δέ αποκατάσταση τοῦ Ναοῦ ἄναψε τόν πόθο τῆς ἐπιστροφῆς, σέ πολλούς κατοίκους τοῦ χωριοῦ, στήν πατρῶα γῆ.[5]
Τελευταία, ἡ ἐκλογή στήν κατά Λαγκαδᾶ Ἐκκλησία, ὡς Μητροπολίτου, τοῦ κ. Ἰωάννου (2010), πού ἔδωσε νέα πνοή στήν ἐπαρχία, ἀναζωπύρωσε τό ἐνδιαφέρον γιά τή σωτηρία καί τήν συντήρηση τῶν φορητῶν εἰκόνων, ἡ Ἐνορία ξαναπέκτησε ζωή, μέ τήν τοποθέτηση Ἐφημερίου (τοῦ π. Ἀθανασίου Κατζιγκᾶ, λόγιου καί ρέκτου Κληρικοῦ) καί ἀρχίσαν οἱ πρωτοβουλίες γιά κάθε τί πού ἦταν απαραίτητο, προκειμένου νά διασωθοῦν καί νά προβληθοῦν ὁ Ναός, οἱ τοιχογραφίες καί οἱ εἰκόνες. Ἤδη ἀνετέθη στήν 9η Ἐφορεία ἡ σύνταξη μελέτης γιά περαιτέρω ἐργασίες στόν Ναό, καί ἄρχισε ἡ συντήρηση τῶν πρώτων δύο εἰκόνων. Πρόκειται γιά δύο εἰκόνες τῆς Παναγίας, ἡ μία διαστάσεων 55×80 καί ἡ ἄλλη, αὐτή πού θά παρουσιάσουμε, διαστάσεων 60×100 ἑκατοστῶν. Θέμα τῆς εἰκόνας ἡ Παναγία ἡ Βρεφοκρατοῦσα. Ἡ κατάσταση τῆς εἰκόνας δέν ἦταν καλή, διότι παρουσίαζε ἀρκετές φθορές στό χρῶμα καί στό ξύλο. Ἡ ζωγραφική ἐντάσσεται στόν 20ό αἰώνα, περί τό 1930, εἶναι ἐλαιογραφία, μέ ἐμφανῆ ὅλα τά στοιχεία τῆς λαϊκότητας τῆς ζωγραφικῆς τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, χωρίς ἁγιογραφικές ἤ καλλιτεχνικές ἀπαιτήσεις καί μέ σαφῆ δείγματα ἐπιζωγράφισης. Ἡ φθορά πού παρουσίαζε σέ ὁρισμένα σημεῖα τό ἔργο ὤθησε τόν συντηρητή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μουσείου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως κ. Δ. Ζυματίκα καί κατόπιν συζητήσεων καί τῆς τελικῆς εὐλογίας τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Ἰωάννου, νά προχωρήσει στόν καθαρισμό τῆς ἐπιζωγράφισης.
Ὁ προσεκτικός καθαρισμός μᾶς ἀπεκάλυψε μιά παλαιότερη, τῆς Παναγίας τῆς Βρεφοκρατούσης, εἰκόνα μέ σωζόμενη τήν ἐπιγραφή πού σημείωνε μέ ἔντονο κόκκινο (κινάβαρι) «ΜΡΘΥ Παναγία ἡ Παμμακάριστος». Ἡ ἐπιζωγράφιση τῆς εἰκόνας ἔγινε, πιθανότατα, γιά νά καλύψει τίς σοβαρές φθορές πού εἶχε ὄντως ἡ εἰκόνα, ἀλλά ἡ ἐπιζωγράφιση ἀλλοίωσε τελείως τό ἀρχικό σχέδιο καθώς καί τό θέμα τῆς εἰκόνας, ἀλλάζοντας ἀκόμα καί τήν ἐπωνυμία τῆς Παναγίας σέ «Ἐλεοῦσα».
Τό εὐχάριστο ἦταν ὅτι σώζονταν τό ἀρχικό σχέδιο τῆς εἰκόνας, τά περιγράμματα καί οἱ χαράξεις τοῦ προσώπου, τά μάτια, τό στόμα, στοιχεῖα τῶν προπλασμῶν καί τῶν σαρκωμάτων, πού ἦταν ἀρκετά γιά νά μᾶς βοηθήσουν νά προχωρήσουμε στήν αἰσθητική ἀποκατάσταση τῆς εἰκόνας, μιά καί σώζονταν ἀκόμη ἡ χρωματολογία τῶν ἐνδυμάτων τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας, καθώς ἐπίσης ἡ κίνηση καί ἡ στάση τῶν χεριῶν τῆς Παναγίας.
Μετά τόν πλήρη καθαρισμό καί τήν συντήρηση τοῦ ξύλου, ὁ γράφων ἀνέλαβε τήν αἰσθητική ἀποκατάσταση τῆς εἰκόνος, στήν ὅσο τό δυνατόν προτέρα μορφή της, μέ βάση τό ὑπάρχον σχέδιο καί τήν ἐναπομείνασα χρωματολογία, ἀλλά, κυρίως, μέ γνώμονα τά ἄλλα σωζόμενα ἔργα πού φέρουν τήν ἐπωνυμία τῆς «Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου».
Μία ἀπό τίς ἀρχαιότερες εἰκόνες, πού ἀναφέρονται μέ τήν ἐπωνυμία «Παναγία ἡ Παμμακάριστος», ἀπαντᾶται στήν βιβλιογραφία, στήν Μονή τῆς Κρυπτοφέρρης,[6] ὅπου συνόδευε τούς Βασιλειανούς μοναχούς στήν μετακίνησή τους ἀπό τήν Νότια Ἰταλία. Κατά τό 1140 λεηλατεῖται τό Μοναστήρι καί ἡ εἰκόνα χάνεται, περί τό 1191 μαρτυρεῖται ἡ παρουσία τῆς στό Μοναστήρι καί τό 1230 ὑπάρχουν μαρτυρίες ὅτι ὁ Πάπας Γρηγόριος ὁ 11ος ἐπισκεπτόταν τό Μοναστήρι χάριν προσκυνήσεως τῆς εἰκόνος. Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου στήν Ἰταλία ἦταν πάντοτε ἀντικείμενο εὐλαβείας καί τοῦ λαοῦ ἀλλά καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Παναγία εἶναι στόν τύπο τῆς βρεφοκρατούσας, ἔχοντας τόν Χριστό στά δεξιά. Φορεῖ ἱμάτιο σέ σκουρόχρωμη καφέ-κεραμιδί ἀπόχρωση καί τονίζονται μέ χρυσοκοντιλιές τά σιρίτια πού διακοσμοῦν τό ἱμάτιό της. Ὁ Χριστός φορεῖ ἱμάτιο σέ πορτοκαλί ἀπόχρωση καί ἐσωτερικά φέρει χιτώνα σέ σκοῦρο μπλέ χρῶμα, μέ χρυσοκοντιλιές. Εὐλογεῖ μέ τό δεξί του χέρι, ἐνῶ μέ τό ἀριστερό κρατεῖ τυλιγμένο εἰλητάριο, Εἶναι ἐστραμμένος καί κοιτᾶ πρός τήν Παναγία.
Ἡ ἄλλη ἐνδιαφέρουσα εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου, βρίσκεται στήν Κωνσταντινούπολη. Ἀποτελοῦσε τό σέμνωμα καί τήν προστασία τῆς παλαιάς καί ἱστορικῆς Μονῆς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου στόν περίφημο Ναό τῆς Παναγίας ἐφυλάσσετο ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου (11ος αἰώνας). Ὁ Ναός τῆς Παμμακαρίστου ἀπό τό 1456 μέχρι καί τό 1587 ἀποτελουσε τήν ἔδρα τοῦ Πατριαρχείου καί εἶχε τό προνόμιο νά κατέχει μιά ἀπό τίς σπανιότερες ψηφιδωτές εἰκόνες. Ὅταν τό 1578 ὁ Στέφανος Cerlach ἐπισκέπτεται τόν Ναό, κάνει μιά περιγραφή τήν ὁποία δημοσίευσε ὁ Μαρτίνος Κρούσιος.[7] Ἐπίσης τήν ἴδια εἰκόνα ἀναφέρει καί ὁ Μανουήλ Μαλαξός, ὁ ὁποῖος γράφει: «καὶ ἐν τῷ δεξιῷ μέρει τοῦ τέμπλου ἡ εἰκόνα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Παμμακαρίστου, ὡραιοτάτη καὶ λαμπρή».[8] Ὅταν μέ τόν καιρό ὁ Ναός μετετράπη σέ τζαμί, τό γνωστό Φετχιγιέ τζαμί, ἡ εἰκόνα ἀκολούθησε τήν μοίρα ὅλων τῶν κειμηλίων πού μεταφέρονταν ἀπό Ναό σέ Ναό. Τελικά ἐγκαταστάθηκε στόν ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου στό Φανάρι καί τοποθετήθηκε σέ περίοπτη θέση δίπλα στό τέμπλο, σέ εἰδικό προσκυνητάριο, στό νότιο κλίτος τοῦ Ναοῦ. Ἔκτοτε παραμένει στό ἴδιο μέρος καί ἀπολαμβάνει τίς τιμές καί τήν προσκύνηση τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ. Ἡ Παναγία ἱστορεῖται στόν τύπο τῆς Ὁδηγήτριας, φέρει ἐρυθρόμαυρο μαφόριο μέ χρυσοκοντιλιές καί τά γνωστά ἄστρα στήν κεφαλή καί τούς ὤμους. Τεχνοτροπικά θυμίζει μεταεικονομαχική περίοδο καί πλησιάζει στά πρότυπα τῆς Μακεδονικῆς Σχολῆς. Τό πρόσωπό της χαρακτηρίζεται ἀπό αὐστηρότητα γραμμῆς καί τά μεγάλα ἀμυγδαλωτά μάτια κοιτοῦν κατάματα τόν θεατή. Τό δεξί χέρι της δείχνει τόν Χριστό καί τό ἀριστερό ὅλο μητρική τρυφερότητα ἀγκαλιάζει καί κρατεῖ σταθερά τόν Υἱό της. Ὁ Χριστός ἔχει ἐστραμμένο τό βλέμμα του πρός τήν Μητέρα του καί εὐλογεῖ μέ τήν δεξιά του, ἐνῶ στό ἀριστερό χέρι κρατεῖ τυλιγμένο εἰλητάριο. Tό ἔνδυμά του εἶναι στήν ἀπόχρωση τῆς βαθιᾶς ὤχρας καί ἔχει ἔντονα γραψίματα μέ χρυσά φωτίσματα. Στό ἐπάνω δεξιό μέρος τῆς εἰκόνας ἱστορεῖται ἡ μορφή ἑνός Ἀγγέλου σέ μποῦστο.
Στήν ἱστορική Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Βασιλική Μονή τῆς Κορώνης, ἀπαντᾶται μιά ἄλλη εἰκόνα τῆς Παναγίας πού ἀναφέρεται ὡς Παμμακάριστος.[9] Ἡ εἰκόνα ἀποτελεῖ τό σέμνωμα τῆς Μονῆς καί πλῆθος προσκυνητῶν προσφεύγουν στήν χάρη της. Ἡ Παναγία καί ἐδῶ εἰκονογραφεῖται στόν τύπο τῆς Ὁδηγήτριας, μέ βαθυκόκκινο μαφόριο καί μέ τήν δεξιά της δείχνοντας τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος εὐλογεῖ μέ τήν δεξιά του καί κρατεῖ κλειστό εἰλητάριο μέ τό ἀριστερό χέρι, ἔχει δέ ἐστραμμένο τό βλέμμα του πρός τόν θεατή. Ἡ μορφή τῆς Παναγίας θά λέγαμε πώς ἐκφραστικά ἔχει τά στοιχεῖα ἐκεῖνα τῆς μορφῆς τῆς Παναγίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Στά 1943 ἡ εικόνα ρίχτηκε ἀπό τούς Γερμανούς κατακτητές στήν φωτιά, ἀλλά ἔμεινε ἀπείραχτη ἀπό τίς φλόγες. Πρόκειται σαφῶς γιά εἰκόνα πού θά μποροῦσε νά χρονολογηθεῖ ἀπό τόν 16ο αἰώνα καί μετά.
Μία ξεχωριστή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου συναντᾶμε καί στήν Σκόπελο, στήν Μόνη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.[10] Ἐδῶ ἡ Παναγίαεἰκονίζεται ἔνθρονη κρατώντας στήν ἀγκάλη της τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος εὐλογεῖ μέ τήν δεξιά του. Ἡ Θεοτόκος φορεῖ βαθυπράσινο ἱμάτιο καί σέ ἀπόχρωση ὄμπρας ψημένης μαφόριο, τό ὁποῖο φωτίζεται μέ κεραμιδί ἀνοιχτόχρωμα φωτίσματα.
Ὁ Ἰησοῦς ἐνδεδυμένος τήν δόξαν τῆς Θεότητος, φορεῖ λευκό ἱμάτιο, μέ λεπτή γαλάζια ἀνταύγεια, καί χιτώνα σέ βαθιά πορτοκαλόχρωμη ἀπόδοση, πού φωτίζεται μέ χρυσοκοντιλιά. Ἀπό τόν τύπο τῆς εἰκόνας καί τήν χρωματολογία της μποροῦμε νά τήν τοποθετήσουμε μεταξύ 15ου καί 16ου αἰῶνος. Ἡ εἰκόνα αὐτή τῆς Παναγίας ἀποτελεῖ τό σέμνωμα τοῦ νησιοῦ καί καταφυγή καί παραμυθία τῶν χριστιανῶν.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Παμμακαρίστου τῆς Χωρούδας ἔχει ἰδιαίτερη ἀξία, γιατί συνδέει τήν μικρή πολίχνη τῆς Χωρούδας μέ τήν Βασιλεύουσα. Ἡ μόνη λογική ἑρμηνεία, πού θά μποροῦσε νά σταθεῖ, εἶναι τό γεγονός ὅτι οἱ κάτοικοι ἔτρεφαν μιά ἰδιαίτερη ἀγάπη καί σεβασμό γιά τήν Παμμακάριστο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καί τοῦτο διότι, τόν 15ο καί 16ο αἰώνα, οἱ Ἐπίσκοποι «Λητῆς καί Ρεντίνης», Ἀκάκιος (1486-1509), Γεννάδιος (1541), Ἰωάσαφ Ἀργυροπουλος (1547), Δαμασκηνός ὁ Στουδίτης (1570), ἄνθρωποι ἁγιότητος καί ἀρετῆς, συνδεόμενοι στενῶς μέ τήν Κωνσταντινούπολη, ἐμφύσησαν στόν λαό μιά ιδιαίτερη ἀγάπη γιά τήν Πόλη. Ἡ Χωρούδα ἦταν ἕνα ἀπό τά 11 χωριά τῆς Ἐπισκοπῆς «Λητῆς καί Ρεντίνης».[11] Ἔτσι ἡ Παμμακάριστος ἔγινε ἡ ἐφέστιος εἰκόνα τῆς Χωρούδας, μιά καί εἶναι βέβαιο πώς δέν
ἀποτελοῦσε εἰκόνα τοῦ τέμπλου, διότι δέν συμπίπτουν οἱ διαστάσεις μέ τίς ἄλλες εἰκόνες τοῦ τέμπλου, ἀλλά ἔστεκε σέ κάποιο προσκυνητάριο.
Ἡ Παναγία τῆς Χωρούδας ἀντλεῖ ὅλα ἐκεῖνα τά είκονογραφικά χαρακτηριστικά τῆς ψηφιδωτῆς εἰκόνας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά, ἐνῶ ἡ ψηφιδωτή εἰκόνα ἔχει μόνο ἕναν Ἄγγελο ἱστορημένο, ἡ ὑπό μελέτη εἰκόνα ἔχει δύο Ἀγγέλους, τούς Μιχαήλ καί Γαβριήλ, σέ μποῦστο καί στάση σεβίζουσα πρός τήν Θεοτόκο. Ὁ βασικός βέβαια τύπος τῆς εἰκόνας μας εἶναι αὐτός τῆς Ὁδηγήτριας, ὅπως καί οἱ ἄλλες εἰκόνες πού φέρουν τήν ἐπωνυμία τῆς Παμμακαρίστου.
Ἡ Παναγία φέρει σκουρόχρωμο ἔνδυμα μέ τά τρία γνωστά ἀστέρια, καί χρυσή στρόγγυλη ἐπωμίδα, στούς βραχίονες. Μέ τό ἀριστερό χέρι τῆς, ὅλο μητρική τρυφερότητα, κρατεῖ τόν Υἱό της καί Κύριο, ἐνῶ μέ τήν δεξιά δείχνει τόν ποιητή τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς στούς εὐλαβεῖς προσκυνητές της. Τό ἐσωτερικό ἱμάτιο καί ὁ κεκρύφαλος εἶναι σέ βαθυγάλαζη ἀπόχρωση μέ λεπτούς ἀνοιχτόχρωμους φωτισμούς. Ὁ Χριστός, σέ στάση εὐλογίας μέ τό δεξί χέρι, ἐνῶ στό ἄλλο κρατεῖ τυλιγμένο εἰλητάριο, φορεῖ ἱμάτιο χρώματος γκρί πρός τό γαλάζιο, ὁ δέ ἐξωτερικός χιτώνας εἶναι στήν ἀπόχρωση τῆς βαθειάς ὤχρας μέ ἔντονα γραψίματα χρυσοκοντυλιᾶς. Τό πρόσωπό του εἶναι ἐστραμμένο πρός τήν Μητέρα του, μέ ἕνα βλέμμα τρυφερότητας. Αὐτά πού ἔχουν ἰδιαίτερη ὀμορφια εἶναι τά φωτοστέφανα τῶν δύο ἱερῶν προσώπων, πού εἶναι δουλεμένα μέ τσουκάνι καί ἔχουν μία πολύ ἐνδιαφέρουσα καί περίπλοκη ἀνθική παράσταση. Στό ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνος, δεξιά καί ἀριστερά, ἡ παράσταση συμπληρώνεται ἀπό δύο ἀγγελικές μορφές, αὐτές τῶν Ἀρχαγγέλων, οἱ ὁποῖοι μέ ἄκρα εὐλάβεια σεβίζουν πρός τά κυρίαρχα πρόσωπα τῆς εἰκόνας. Οἱ μορφές τῶν Ἀγγέλων εἶναι πολύ ὄμορφα λεπτουργήματα, πού δείχνουν ὄχι μόνο τήν ζωγραφική ἱκανότητα τοῦ καλλιτέχνη, ἀλλά ἐπειδή σώζονται κατά τό μεγαλύτερο μέρος τους, μᾶς δίνουν σημαντική βοήθεια γιά νά βροῦμε τούς χρωματικούς τόνους τῶν προπλασμῶν καί τῶν φωτισμάτων τῶν μορφῶν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας.
Ἡ ἐπιγραφή, ὅπως προείπαμε, γράφεται μέ ἔντονο κινάβαρι ΜΡ ΘΥ Η ΠΑΜΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ, καί στά ἀριστερά τοῦ Χριστοῦ ἡ ἐπιγραφή IC XC. Λίγο πιό κάτω ἀπό τήν ἐπιγραφή καί στό ὕψος τοῦ ἀριστεροῦ χεριοῦ ὑπάρχει μέ μαῦρο χρῶμα μιά δυσανάγνωστη, λόγω φθορᾶς, ἐπιγραφή. Μιά πρώτη ἀνάγνωση μᾶς ὁδηγεῖ στίς λέξεις «Ἀπό Χριστοῦ ᾳφμα ἤ ᾳφμζ». Ἄν ἡ ἀνάγνωσή μας εἶναι σωστή, τότε θά μπορούσαμε νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἔχουμε τήν χρονολόγηση τοῦ ἔργου, ἑνός ἀγνώστου καί ἐξαίρετου καλλιτέχνη τοῦ 1541 ἤ τοῦ 1547. Πάντως ἄλλα ἔργα αὐτῆς τῆς ἐποχῆς δέν σώζονται στήν ἐπαρχία Λαγκαδᾶ, οὔτε ἔχουμε πληροφορίες γιά ὕπαρξη ἁγιογραφιῶν ἐργαστηρίων στήν περιοχή. Πιθανῶς νά πρόκειται γιά ἔργο Ἀγιορείτικου ἐργαστηρίου ἤ κάποιας ἄλλης Μονῆς ἤ εἰκόνας πού μεταφέρθηκε ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη.
Σήμερα ἡ εἰκόνα ἀπολαμβάνει τόν σεβασμό καί τήν προσκύνηση τῶν πιστῶν τῆς ἐπαρχίας Λαγκαδᾶ, κατά τήν ἑορτη τῆς Παναγίας, στίς 15 Αὐγούστου, γιά λόγους δέ ἀσφαλείας, δεδομένου ὅτι ἡ Χωρούδα δέν κατοικεῖται ἀπό μόνιμους κατοίκους, φυλάσσεται σέ εἰδικό χῶρο.
1. Παναγία ἡ Παμμακάριστος τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
2. Παναγία ἡ Παμμακάριστος τῆς Σκοπέλου.
3. Παναγία ἡ Ἐλεοῦσα Χωρούδας, ἡ επιζωγράφιση τῆς εἰκόνος τῆς Παμμακαρίστου.
4. Ἄγγελος. Λεπτομέρεια ἀπό τήν ἐπιζωγράφιση.
5. Λεπτομέρεια ἀπό τήν ἐπιζωγράφιση.
6. Λεπτομέρεια ἀπό τήν ἐπιζωγράφιση.
7. Οἱ ἐπιγραφές τῆς εἰκόνος τῆς Παμμακαρίστου.
8. Λεπτομέρεια ἀπό τήν πρώτη φάση τῆς συντήρησης.
9. Λεπτομέρεια ἀπό τήν συντήρηση.
10. Ἀπό τήν αἰσθητική ἀποκατάσταση τῆς εἰκόνος.
11. Οἱ Ἄγγελοι μετά τήν αἰσθητική ἀποκατάσταση.
12. Λεπτομέρεια ἀπό τό φωτοστέφανο τῆς εἰκόνος.
ΕΚΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
Α) Παπαδιαμάντικες Ἐμπειρίες.
Στόν Ἀι- Θανάση Τῆς Χωρούδας
Τρύφων Τσομπάνης
Εἶχον παρέλθει περὶ τὰ τριάκοντα ἔτη, ὅτε τὸ πρῶτον ἐπεσκέφθην τὴν Χωρούδαν, μικρὰν καὶ ἐγκαταλειπομένην ἐκ τῶν κατοίκων της, πολίχνην τῆς ἐπαρχίας μας, κειμένην βορειοανατολικῶς τοῦ Λαγκαδᾶ, ἐπὶ τοῦ ὄρους Βερτίσκου, εἰς μίαν καταπληκτικὴν τοποθεσίαν, ἐντὸς τοῦ δασώδους τῆς περιοχῆς, καὶ μίαν διαδρομὴν ἰδιαιτέρου κάλους,, ὅπου ὁ φιδωτὸς χωμάτινος δρόμος, θυμίζει τὰς ἐν ἁγίῳ Ὄρει διαδρομάς. Αἱ δρεῖς καὶ αἱ καστανέαι, μετὰ τῆς φτελιᾶς καὶ τῆς κρανιᾶς, πλουτίζουν τὸ δασῶδες τῆς περιοχῆς, ἀρώματα φασκομηλιᾶς καὶ ἐκρηκτικῆς ρίγανης προκαλοῦν τὰς αἰσθήσεις, τὰ δὲ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ἀετοὶ καὶ ἱέρακες, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα γλυκόλαλα πτηνά, προσφέρουν δόξαν αἰνέσεως καὶ εὐχαριστίας τῷ πλάστῃ καὶ δημιουργῷ. Ἡ ἀνάμνησις καὶ μόνον τῆς ἐπισκέψεως ἐκείνης ἔφερε εἰς τὸν νοῦν τὴν πρώτην ἐκείνην γνωριμίαν μου μὲ τὸν τόπον ποὺ ὅλοι οἱ κάτοικοί του, εἶχον ἐγκαταλείψει συνεπείᾳ τῶν δυσκόλων περιστάσεων καὶ τοῦ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ τοῦ ’49. Τὰ σπίτια εἰς ἐρειπειώδη κατάστασιν, τὸ σχολεῖον πετρόκτιστον καὶ ἐπὶ μέρους ὑψηλοῦ, δέσποζε τῆς μικρᾶς πολίχνης, πλὴν ὅμως ἡ φθορὰ καὶ ὁ χρόνος εἶχον ἐπιφέρει μαγάλας ζημίας, εἰς τὴν στέγην. Σήμερον δεσπόζει ἀνακαινισμένον καὶ ἕτοιμον νὰ δεχθεῖ τὴν λαογραφικὴν συλλογὴν τοῦ χωρίου. Τὸ μοναδικὸν τότε ζωζόμενον κτίριον τοῦ χωρίου, ἦτο ὁ ἐνοριακὸς Ναὸς τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, ὅστις ἔμεινε, μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ, ἄγρυπνος φύλαξ τῆς πολίχνης, προστάτης καὶ πολιοῦχος αὐτῆς, ὅπως πάντα. Ἡ γραφικὴ καὶ μοναδικὴ φιγούρα τοῦ τοπίου, ὁ ἀείμνηστος κύρΠέτρος, κτηνοτρόφος καὶ χοιροβοσκός, ἦτο ἡ μοναδικὴ παρηγορία καὶ συντροφία τοῦ Ἁγίου, ὅστις συχνάκις κατέφευγε καὶ αὐτὸς καὶ τὰ ζῷα του εἰς τὸν Ναόν, ὅταν οἱ καιρικὲς συνθῆκες τοὺς ἀπειλοῦσαν. Στὴν παρατηρησή μου, τότε, γιατὶ ἐπιτρέπει νᾷ μπαίνουν τὰ ζῷα εἰς τὸν μικρὸν ναΐσκον, μὲ τὰ ὡραιοτάτας μεταβυζαντινὰς τοιχογραφίας του, ὁ ἁπλοῦς ἐκεῖνος βοσκὸς, μεθ᾽ ὅλης τῆς φυσικότητος ἀπήντησεν ὅτι καὶ τὰ ζωντανὰ εἶναι πλάσματα τοῦ Θεοῦ, καὶ πρὸς τίνα νὰ καταφύγουν ἆραγε; ἀφοῦ ἀλλοῦ δὲν ὑπῆρχε τόπος παρηγορίας καὶ φυλάξεως; Ἄλλωστε καὶ ὁ Χριστὸς εἰς τὸ σπήλαιο πρῶτα τὴν ἀγάπη τῶν ἀλόγων ζῴων ἐδέχθη.
Ἔκτοτε παρῆλθον ἔτη ἀρκετά, μὴ δυνάμενα ὅμως νὰ ἀπαλείψωσιν ἀπὸ τὴν μνήμην τὴν ὡραίαν ἐκείνην ἀνάμνησιν τῶν νεανικῶν μου χρόνων. Μετ᾽ οὐ πολὺ ἠσχολήθην πάλιν μὲ τὸν μικρὸν ναῖσκον, ἀλλ᾽εἰς ἐπιστημονικὸν πλέον πεδίον. Ἡ πρόσφατος ἐπίσκεψίς μου εἶχεν νὰ κάμει μὲ τὴν θείαν Λειτουργίαν ποὺ θὰ ἐτελεῖτο εἰς τὸν Ναὸν τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ὅπου ὁ συνώνυμός του παπα-Θανάσης, μοὶ ἐκάλεσε διὰ νὰ τὸν ξελειτουργήσω, μὴ ἔχων ἄλλον ψάλτην πρὸς τοῦτο.
Τὴν προηγουμένην, Σάββατο ἑσπέρας, ὁ εὐλαβὴς λευίτης μετὰ τῆς εὐσεβεστάτης καὶ πάντοτε συμπαραστάτιδος πρεσβυτέρας του, ἀνῆλθον εἰς τὸ χωρίον πρὸς εὐπρεπισμὸν τοῦ ναΐσκου, καὶ ἑτοιμασίαν τῶν σχετικῶν πρὸς τὴν τέλεσιν τῆς ἀναιμάκτου μυσταγωγίας, πραγμάτων. Τὴν Κυριακὴν λοιπὸν, λίαν πρωί, ἀχάραγα ἀκόμη, αὐτὸς μέν, μετὰ τῆς πρεσβυτέρας του ἔφθασαν εἰς τὴν Χωρούδαν, ἡμεῖς δὲ μετὰ μελῶν τῆς οἰκογενείας μας, καὶ τῇ εὐγενῇ φροντίδι τοῦ ὁδηγοῦ μας καὶ συμψάλτου Ἀστερίου, ἐφθάσαμε, ὅτε ὁ ἐπίτροπος τοῦ ναΐσκου, ἐκτύπα τὴν πρώτην καμπάναν διὰ τὴν σύναξιν τῶν ὀλίγων πιστῶν ποὺ κατοικοῦν κατὰ τὸ θέρος εἰς τὴν μικρὰν πολίχνην, ποὺ ἤρχισε ὀλίγον κατ᾽ ὀλίγον νὰ ἀποκτᾶ ζωὴν καὶ κίνησιν, καθὼς ἤδη ἀνακαινίσθησαν περὶ τὰς τριάκοντα οἰκίας.
Ἡ συγκίνησις μεγάλη, διότι ἦτο ἡ πρώτη φορὰ ποὺ θὰ συλλειτουργούσαμε εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος κατάφερε μὲ τὴν ὑπομονήν του καὶ τὸν ἀγώναν του, νὰ κρατήσει τὴν Ἐκκλησίαν του ἄφθορον, ἀπὸ τὸν χρόνον ἀλλὰ καὶ τὴν μανίαν τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἰδοὺ τώρα, συμβάλλει καὶ εἰς τὴν ἀναζωπύρωσιν τῆς ἀγάπης τῶν κατοίκων τοῦ χωρίου διὰ τὴν γενέτειράν των. Ἡμέρα λαμπρά, ἡ 17η Ἰουλίου, τῆς μεγαλομάρτυρος ἁγίας Μαρίνης καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων τῶν συγκροτησάντων τὴν Τετάρτην Οἰκουμενικὴ Σύνοδον.
Εἰς τὸν ὄρθρον ἐψάλαμε τὸν κανόνα τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῆς Ἁγίας, κατακλείοντες μὲ τὸ ὡραιότατον δοξαστικὸν «Τῶν ἁγίων πατέρων ὁ χορός...», τὸ ὁποῖον μετὰ ζήλου καὶ πόθου ἐψάλλαμε, παρὰ τὸ βραχνὸν τῆς φωνῆς καὶ τὴν μὴ ἐξιδιασμένην γνῶσιν περὶ τὴν βυζαντινὴν μελουργίαν. Πάντως ἐφροντίσαμε τὸν Δ´ ἦχον τῆς ἡμέρας, νὰ τὸν διαφυλάξωμεν ἕως τέλους παρὰ τὴν ἄγνοιά μας, ἐν τούτοις ὅτε ὁ συμψάλτης Ἀστέριος, ἀντελαμβένετο ὅτι ἐξωκοίλαμε ἐκ τοῦ ἤχου, ἐμωρμούριζεν χαμηλοφώνως, «λέγετος…», διὰ νὰ ὑπενθυμίζει τοιουτοτρόπως τὸν ἦχον τῆς ἡμέρας.
Ὁ ναῖσκος εὐωδίαζεν ὅλος ἀπὸ τὸ μελισοκέρι καὶ τὸ εὐῶδες θυμίαμα. Ὁ κυρ-Βασίλης, ὁ ἐπίτροπος, ἐκτύπησεν τὴν καμπάναν καὶ εἰς τὰς καταβασίας καὶ εἰς τὴν δοξολογίαν, μεθ᾽ ὅλης τῆς δυνάμεώς του, διὰ νὰ ἀκουστεῖ ὁ ἦχος καὶ εἰς τὰς ἀκραίας οἰκίας καὶ τὰς παρυφὰς τοῦ χωρίου.
Εἰσήλθομεν εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν μετὰ κατανύξεως, ὁ παπα-Θανάσης ἔψαλλε καὶ ἀνεγίνωσκε τὰς εὐχὰς μετὰ πάσης εὐλαβείας, καὶ ὁ λαὸς μετὰ προσοχῆς καὶ ἄκρας σιγῆς μετεῖχε τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου. Οἱ Ἅγιοι τῶν τοιχογραφιῶν λὲς καὶ ἐζωντάνεψαν ἐξαίφνης, ὅλοι λεβέντεςστρατιωτικοὶ Ἅγιοι, στήριγμα τοῦ λαοῦ κατὰ τοὺς χαλεποὺς χρόνους, μὲ τὰ κοντάρια καὶ τὰς σπάθεις των, ἕτοιμοι λὲς νὰ συντρέξουν τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ, ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν, ἀκόμα καὶ εἰς τὴν δύσκολον αὐτὴν ἐποχικὴν συγκυρίαν. Ἡ ὡραιοτάτη μορφὴ τοῦ ἁγίου Μερκουρίου μὲ τὸ δόρυ ἀνὰ χεῖρας, καὶ τὴν γαληνιαίαν μορφὴν του, διαβεβαιώνει θαρρεῖς τὸν προσκυνητή, διὰ τὴν διάθεσίν του, νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ πάλι ἐπιβουλὰς ἀλλοτρίων καὶ νέων ἐχθρῶν, ὡς ἄλλοτε Ἰουλιανὸν τὸν Παραβάτην.
Εἰς τὸ σημεῖον ἐκεῖνο ὅπου ὁ Ἱερεὺς ἐμνημόνευσε τὸ ὄνομα τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου Ἰωάννου, προέτρεψε μετ᾽ εὐλαβείας τοὺς πιστοὺς νὰ μνημονεύσωσι καὶ αὐτοὶ τοὺς οἰκείους τῶν στὸ «καὶ ὧν ἕκαστος κατὰ διάνοιαν ἔχει καὶ πάντων καὶ πασῶν», καθὼς οἱ ψάλται χαμηλοφώνως ἔψαλλον τὸ «Κύριε ἐλέησον».
Τὰ ὀλίγα βρέφη ποὺ μετεῖχαν τῆς λειτουργικῆς αὐτῆς συνάξεως, ἔμειναν ἠρέμως εἰς τὰς ἀγκάλας τῶν μητέρων των, ὁ δὲ μικρὸς Στυλιανὸς ἐκοιμήθη πρὸς στιγμὴν εἰς τὴν πεζούλαν τοῦ ἐξωνάρθηκος, διότι τὸ πρωινὸν ξύπνημα τοῦ ἐστέρησε τὸν κεκανονισμένον ὕπνον, τὸν ὁποῖον ἐσυμπλήρωνε τώρα, ὑπὸ τὴν σκέπην τοῦ ταπεινοῦ ναΐσκου τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ἐν μέσῳ ἀρωμάτων καὶ χρωμάτων τοῦ ὄρους Βερτίσκου. Εἰς τὸ κοινωνικὸν οἱ μητέρες ἡτοίμασαν τὰ βρέφη διὰ τὴν θείαν Μετάληψιν, καὶ προσῆλθον «μετὰ φόβου θεοῦ πίστεως καὶ ἀγάπης».
Ὅτε ἀπολύσαμεν τὴν θείαν Λειτουργίαν καὶ ὁ παπα-Θανάσης κατέλυε, ἀνεγνώσθη μετὰ πάσης αἰδοῦς καὶ εὐλαβείας ἡ ἀκολουθία τῆς Εὐχαριστίας τῆς Μεταλήψεως καὶ βοηθούσης τῆς πρεσβυτέρας ἑτοίμασεν τὸν μποξάν του, μὲ τὰ ἄμφια καὶ τὰ σκεύη, καὶ μετέβημεν εἰς τὴν πλησιεστέραν οἰκίαν τοῦ κυρ-Βασιλείου, διὰ τὸ κεκανονισμένον κέρασμα καὶ τὸν καφέ. Πλούσια τὰ ἐλέη τοῦ Θεοῦ καὶ μεγάλη ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εὐλάβεια τῶν ἀνθρώπων.
Περὶ τὴν 12ην μεσημβρινὴν ἀνεχωρήσαμεν διὰ τὰς οἰκίας μας, ἐν μέσῳ τῆς ὡραιοτάτης, δασώδους διαδρομῆς, καὶ τῶν συριγμῶν τῶν πτηνῶν τοῦ δάσους, καθὼς καὶ τῆς μονότονης μέν, ἀλλὰ γνωστῆς μελῳδίας τῶν τετύγων. Ἄμποτε νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεὸς καὶ ὁ Ἀι-Θανάσης νὰ λάβωμεν καὶ πάλιν τὴν εὐλογίαν των.
Ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου.
Ὁ Ναός.
Θεία Λειτουργία.
Ἀπό τήν θεία Λειτουργία. Ὁ Ἐφημέριος π. Ἀθανάσιος Κατζιγκᾶς.
Πάσχα στήν Χωρούδα. Β) 2012. Ἀνάσταση στήν ὄμορφη
καί γραφική Χωρούδα
Τό ἀκούγαμε καί δέν τό πίστευαν τά αὐτιά μας.
Πάσχα στήν ὄμορφη, καί γραφική Χωρούδα, μετά ἀπό 62 ὁλόκληρα χρόνια. Ἡ συγκίνηση ἦταν δεδομένη καί μόνο στήν σκέψη ὅτι μετά ἀπό τόσα χρόνια, ὁ
ἱστορικός Ναός τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, θά γινόταν τόπος λατρευτικῆς συνάξεως καί μάλιστα γιά τήν ἀναστάσιμη λειτουργία. Βέβαια ἀπό τό 2010, τά καλοκαίρια ὁ Ναός λειτουργοῦσε περιοδικά, ἀλλά Ἀνάσταση εἶχε νά γίνει ἀπό τό 1947.
Ὁ νέος Ἐφημέριος ἐνημέρωσε ἀπό καιρό τούς κατοίκους, οἱ ὁποῖοι εἶναι διασκορπισμένοι σέ διάφορα ἄλλα χωριά καί στήν Θεσσαλονίκη. Οί ἐπίτροποι φρόντισαν γιά τίς προμήθειες τοῦ Ναοῦ.
Ὁ παπά-Θανάσης ἀπό τήν Μεγαλοβδομάδα φρόντισε γιά τόν εὐπρεπισμό τοῦ Ναΐσκου. Μέ τήν βοήθεια καί τῶν μελῶν τοῦ Πολιτιστικοῦ Συλλόγου καθαρίστηκαν τά πάντα. Τό Μεγαλοσάββατο ἀπό νωρίς ἀνέβηκε τόν γραφικό Βερτίσκο καί διασχίζοντας τά βουνά, μέ τίς καστανιές, εἰσῆλθε εἰς τά «ἅγια τῶν ἅγιων». Στήν συνοδεία του, ἐκτός τῆς πρεσβυτέρας, ὁ μοναχός π. Εὐστάθιος Μονέφτσης καί ὁ Θεολόγος-καθηγητής Ἀστέριος Καραγιοβάννης, οἱ ὁποῖοι θά ἀναλάμβαναν νά διακονήσουν τό ἀναλόγιο.
Μέ τό χτύπημα τῆς καμπάνας, ἀντιλάλησε τό βουνό, καί oi πρῶτες συνοδεῖες τῶν κατοίκων ἄρχισαν νά καταφθάνουν. Ἦταν ἀρκετοί τελικά αὐτοί πού ἀποφάσισαν φέτος νά γιορτάσουν στό χωρίο τήν Λαμπρή καί ἄλλοι μέν νά ξαναζήσουν τίς παιδικές μνῆμες, ἄλλοι δέ νά ἀποκτήσουν τήν ἐμπειρία τῆς Λαμπρῆς στό χωριό.
Τά πάντα ἐξελίχθηκαν κατά τήν τάξη καί τό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ναός γεμάτος, ἀκόμη καί στόν ἐξωνάρθηκα, ὅπου ἀκούστηκε τό, Χριστός Ἀνέστη! Ὅλοι μέ τά κεριά ἀναμμένα καί τά μάτια νά λάμπουν ἀπό χαρά καί συγκίνηση, ἀντάλλασσαν εὐχές καί ἀσπασμούς. Ἀχολόγησε τό βουνό ἀπό τήν νίκη τοῦ Χριστοῦ, καί στό κοιμητήριο πίσω ἀπό τό Ἱερό βῆμα τοῦ Ναοῦ, ἄναψαν oi ἀναστάσιμες λαμπάδες, μεταδίδοντας καί «τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι» τό μήνυμα τοῦ ἀναστάντος Κυρίου. Πόσοι ἐκεῖνοι τήν ὥρα δέν θυμήθηκαν τούς «προαπελθόντες πατέρες καί άδελφούς», πού πρίν ἀπό 60 χρόνια βίωναν τήν ἴδια ἀναστάσιμη χαρά καί σέ πόσους δέν ἀνέβηκε ἕνας κόμπος συγκίνησης στόν λαιμό, καθώς ἔψαλλαν ρυθμικά τό Χριστός Ἀνέστη; Οἱ πιστοί μετέλαβαν τῶν ἄχραντων Μυστηρίων μέ εὐλάβεια καί κατάνυξη. Ἡ θεία Λειτουργία τέλειωσε κατά τίς 01:30 μεταμεσονύχτια.
Στήν συνέχεια στόν στεγασμένο χῶρο ἀπέναντι ἀπό τόν Ναό, περίμενε τούς συνδαιτυμόνες τῆς πνευματικῆς Τράπεζας, ἡ ὑλική τράπεζα τῆς ἀγάπης, τό ἀναστάσιμο τραπέζι μέ τήν μαγειρίτσα καί τά κόκκινα αὐγά, πού μέ πολύ μεράκι ἑτοίμασαν οἱ κυρίες τοῦ χωριοῦ. «Ἡ τράπεζα γέμει τρυφήσατε πάντες, μηδείς ἐξέλθει πεινῶν...», εἶχε ἀκουστεῖ πρό ὀλίγου στόν Κατηχητικό λόγο τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, καί τώρα τό τραπέζι γεμάτο ἀπό τά καλά τοῦ Θεοῦ. Σκηνές καί εἰκόνες πού μακάρι νά ἐπαναλαμβάνονται συχνά καί σέ ἄλλους τόπους.
Τά ἀηδόνια δέν σταμάτησαν μηδέ στιγμή νά κελαηδοῦν θαρρεῖς τόν ἀναστάσιμο παιάνα. Ἡ νύχτα γλυκιά καί φωτεινή. Δέν σοῦ ἔκανε ὄρεξη νά φύγεις. Τό φεγγάρι μεσουρανοῦσε καί τά ἄστρα ὅλο καί χαμήλωναν πιό σιμά στήν γῆ, γιά νά ἀπολαύσουν τήν ἀναστάσιμη εὐτυχία τῶν ἀνθρώπων. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια, ἑορταζέτω ἡ κτίσις τὴν ἔγερσιν Χριστοῦ».
Ὁ πρῶτος κοῦκος τῆς αὐγῆς κελάηδησε καί ἔσχισε τήν ἡσυχία τῆς νύχτας. Σέ λίγο θά χάραζε ἡ καινούργια ἀναστάσιμη μέρα, γεμάτη μέ τήν εὐλογία τοῦ ἀναστησαμένου Χριστοῦ καί τήν γλυκιά ἐμπειρία τῆς ἀναστάσεως στήν Χωρούδα. Ἀνάσταση τοῦ 2012. Χόρευε νῦν καί ἀγάλλου Χωρούδα.
Τρύφων Τσομπάνης
«Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου….»
«Δεῦτε λάβετε φῶς…»
Ἀναστάσιμη θεία Λειτουργία.
«Μετά φόβου Θεοῦ…..»
«Ἀνέστη Χριστός καί ζωή πολιτεύεται….»
Ἡ εὐλόγηση τῶν αὐγῶν.
«Εὐλογία Κυρίου καί ἔλεος…»
- . Τρυφωνος Τσομπανη, Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Χωρούδας. Ὁ ναός καί οἱ τοιχογραφίες του (μεταπτυχιακή ἐργασία πού ὑποβλήθηκε στό Τμῆμα Ποιμαντικῆς-Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης), 1988, σ. 4 (ἀδημοσίευτη). ↑
- . Του ιδιου, ὅπ.π. ↑
- . Ὅπ.π. ↑
- . Ὅπ.π., σ. 5. ↑
- . Ὅπ.π. Σήμερα στήν Χωρούδα ἔχουν χτιστεῖ περίπου 40 νέες κατοικίες πού ξαναδίνουν ζωή στό χωριό. ↑
- . Θ.Η.Ε, τ. 8, σ. 710 καί ἑξ. Ἐπίσης βλ. γιά τό θέμα, Ν. Τωμαδακη, «Λαογραφικά έπίθετα τῆς Θεοτόκου», στό Ἰόνιος Ἀνθολογία, τ. Ε´ (1931), σ. 27 καί ἑξ. Τ. Θεμελη, Περί ἐπωνυμίων τῆς Παναγίας, Ἀθῆναι 1932, σσ. 311-314. Φ. Κουκουλε, Ἐπίθετα τῆς Θεοτόκου, Ήμερολόγιον Μ. Ἑλλάδος, 1932, σσ. 431-444. Κ. Καλοκυρη, Ἡ Θεοτόκος εἰς τήν εἰκονογραφίαν, Π.Ι.Π.Μ., Θεσσαλονίκη 1972, μέ πολλά καί ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα, καί Χ. Κοντακη, Εἰς τήν Θεοτόκον συναγωγή Πατερικῶν ὠδῶν, προσηγοριῶν καί ἐπιθέτων, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 322. Τρ. Τσομπανη, «Ἡ Θεοτόκος στή βυζαντινή τέχνη», περ. Πνευματική Διακονία, ἔτος Γ´, τεῦχ. 8ο (2000), Ἀμόχωστος-Κύπρος, σσ. 47-51. Περί τῆς εἰκόνος τῆς Κρυπτοφέρρης, βλ. στό www. abbaziagreca.it. ↑
- . Ἐκγυκλοπαίδεια Μείζονος Ἑλληνισμοῦ, www.ehw.gr/ konstantinople, Παναγία ή Παμμακάριστος. Βλ. καί Ψηφιδωτή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου, www.ec-patr.org/ mones/fanarion/patr.eikones, ἐπίσης Σ. Ν. Σφυροερα, Κωνσταντινούλη, Πόλη τῆς ἱστορίας, Ἀθήνα 2006, σσ. 222-225. ↑
- . www.ecpatr.org/mones/fanarion, ὅπ.π. ↑
- . Μονή Κορώνης, www.e.thetokario.blospot.gr ↑
- . Παναγία Παμμακάριστος Σκοπέλου, www.agioianargyroihalkidos.blospot.gr ↑
- . Α. Γλαβινα, Ἡ ἐπισκοπή Λητῆς καί Ρεντίνης (ἀνάτυπο), Θεσσαλονίκη 1979, σ. 347. ↑