Trifontsompanis-lagadas.gr

Στον Αϊ Θανάση της Χωρούδας Μέρος Β2

ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
ΤΗΣ ΠΑΜΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ

 

 

H Χω­ρο­ύ­δα εἶ­ναι χω­ριό τῆς ἐ­παρ­χί­ας Λαγ­κα­δᾶ καί βρί­σκε­ται στά βό­ρει­α τῆς ἐ­παρ­χί­ας, ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά δέ α­νή­κει στήν Ἱ­ε­ρά Μη­τρό­πο­λη Λαγ­κα­δᾶ, Λη­τῆς καί Ρεν­τί­νης. Σή­με­ρα σώ­ζε­ται οἰ­κι­σμός μέ σα­ράν­τα πε­ρί­που νε­ό­δμη­τες κα­τοι­κί­ες, μιά καί τό 1957 κα­ταρ­γεῖ­ται ὡς Κοι­νό­τη­τα καί προ­σαρ­τᾶ­ται στήν Κοι­νό­τη­τα Βερ­τί­σκου.

Βρί­σκε­ται σέ ὑ­ψό­με­τρο 850 μέ­τρων, στό ὅ­ρος Βερ­τί­σκος καί σέ ἀ­πό­στα­ση 36 χι­λι­ο­μέ­τρων ἀ­πό τόν Λαγ­κα­δᾶ. Μέ­σα σέ ἕ­να κα­τα­πρά­σι­νο καί εἰ­δυλ­λι­α­κό το­πί­ο, στέ­κει ἀ­γέ­ρω­χος μέ­σα στόν χρό­νο, ὁ Να­ός τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου τοῦ Με­γά­λου, τό μο­να­δι­κό κτί­ρι­ο πού ἐ­πέ­ζη­σε ἐ­νάν­τι­α στόν χρό­νο καί τήν ἀν­θρώ­πι­νη μα­νί­α καί ἀ­δι­α­φο­ρί­α.[1]

Ὁ Να­ός τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου ἔ­τυ­χε τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος τοῦ γρά­φον­τος ἀ­πό τό 1982, ὅ­ταν ἀ­νέ­λα­βε καί ἐκ­πό­νη­σε τήν με­τα­πτυ­χι­α­κή τοῦ ἐρ­γα­σί­α μέ θέ­μα: «Ἅ­γι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος Χω­ρο­ύ­δας. Ὁ Να­ός καί οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες του».[2] Ἡ ἐρ­γα­σί­α αὐ­τή κα­θώς καί τά σπο­ρα­δι­κά δη­μο­σι­ε­ύ­μα­τα στόν το­πι­κό τύ­πο καί τίς ἐ­φη­με­ρί­δες τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης, ἀ­κό­μα καί τη­λε­ο­πτι­κές ἐκ­πομ­πές πού ἀ­να­φε­ρό­ταν στόν Ναό τῆς Χω­ρο­ύ­δας, στά­θη­καν ἀ­φορμή νά ζων­τα­νέ­ψει τό ἐν­δι­α­φέ­ρον τῶν πα­λαι­ῶν κα­το­ί­κων, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­χαν ἐγ­κα­τα­λε­ί­ψει τήν πα­τρι­κή γῆ κα­τά τά δύ­σκο­λα με­τα­πο­λε­μι­κά χρό­νι­α, καί νά ξε­κι­νή­σει μιά προ­σπά­θει­α δι­ά­σω­σης τοῦ μο­να­δι­κοῦ αὐ­τοῦ μνη­με­ί­ου τῆς ἐ­παρ­χί­ας.

Οἱ νέ­οι τοῦ χω­ρι­οῦ, κά­τοι­κοι πλέ­ον τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης καί ἄλ­λων πό­λε­ων, σύ­στη­σαν πο­λι­τι­στι­κό φο­ρέ­α πού ἀ­νέ­λα­βε ὄ­χι μό­νο τήν δι­ά­σω­ση τῆς το­πι­κῆς πα­ρά­δο­σης καί κλη­ρο­νο­μι­ᾶς, ἀλ­λά ὑι­ο­θέ­τη­σαν κα­τά κά­ποι­ο τρό­πο τόν Ναό τοῦ Ἁ­γί­ου τους καί τόν το­πο­θέ­τη­σαν στό κέν­τρο τῶν ἐν­δι­α­φε­ρόν­των τους.[3]

Ἔτ­σι, μέ πο­λύ ἀ­γώ­να καί ἔν­το­νη προ­σπά­θει­α, ἐν­τά­χθη­καν σέ εὐ­ρω­πα­ϊ­κά προ­γράμ­μα­τα χρη­μα­το­δό­τη­σης, γιά τήν κα­τ’ ἀρ­χήν στε­ρέ­ω­ση τῆς τοι­χο­ποι­ί­ας τοῦ Να­οῦ, τήν συν­τή­ρη­ση καί τόν κα­θα­ρι­σμό τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν καί τῶν φο­ρη­τῶν εἰ­κό­νων.[4]

Πρέ­πει νά το­νι­στεῖ ὅ­τι, ἐ­πει­δή τό χω­ριό γιά ἀρ­κε­τά χρό­νι­α δέν εἶ­χε κα­το­ί­κους, οἱ φο­ρη­τές εἰ­κό­νες καί τά κι­νη­τά μέ­ρη τοῦ Να­οῦ με­τα­φέρ­θη­καν πρός δι­α­φύ­λα­ξη στήν γει­το­νι­κή Ἐ­νο­ρί­α τοῦ Βερ­τί­σκου, ὅ­που καί φυ­λάσ­σον­ται μέ ἀ­σφά­λει­α.

Ἡ μέ­ρι­μνα τῆς 9ης Ἐ­φο­ρε­ί­ας Βυ­ζαν­τι­νῶν καί Με­τα­βυ­ζαν­τι­νῶν μνη­με­ί­ων ὑ­πῆρ­ξε κα­θο­ρι­στι­κή, γιά τήν α­νά­δει­ξη τοῦ Να­οῦ τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, ἡ δέ α­πο­κα­τά­στα­ση τοῦ Να­οῦ ἄ­να­ψε τόν πό­θο τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς, σέ πολ­λο­ύς κα­το­ί­κους τοῦ χω­ρι­οῦ, στήν πα­τρῶ­α γῆ.[5]

Τε­λευ­τα­ί­α, ἡ ἐ­κλο­γή στήν κα­τά Λαγ­κα­δᾶ Ἐκ­κλη­σί­α, ὡς Μη­τρο­πο­λί­του, τοῦ κ. Ἰ­ω­άν­νου (2010), πού ἔ­δω­σε νέ­α πνοή στήν ἐ­παρ­χί­α, ἀ­να­ζω­πύ­ρω­σε τό ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τή σω­τη­ρί­α καί τήν συν­τή­ρη­ση τῶν φο­ρη­τῶν εἰ­κό­νων, ἡ Ἐ­νο­ρί­α ξα­να­πέ­κτη­σε ζωή, μέ τήν το­πο­θέ­τη­ση Ἐ­φη­με­ρί­ου (τοῦ π. Ἀ­θα­να­σί­ου Κατ­ζιγ­κᾶ, λό­γι­ου καί ρέ­κτου Κλη­ρι­κοῦ) καί ἀρ­χί­σαν οἱ πρω­το­βου­λί­ες γιά κά­θε τί πού ἦ­ταν α­πα­ραί­τη­το, προ­κει­μέ­νου νά δι­α­σω­θοῦν καί νά προ­βλη­θοῦν ὁ Να­ός, οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες καί οἱ εἰ­κό­νες. Ἤ­δη ἀ­νε­τέ­θη στήν 9η Ἐ­φο­ρε­ί­α ἡ σύν­τα­ξη με­λέ­της γιά πε­ραι­τέ­ρω ἐρ­γα­σί­ες στόν Ναό, καί ἄρ­χι­σε ἡ συν­τή­ρη­ση τῶν πρώ­των δύ­ο εἰ­κό­νων. Πρό­κει­ται γιά δύ­ο εἰ­κό­νες τῆς Πα­να­γί­ας, ἡ μί­α δι­α­στά­σε­ων 55×80 καί ἡ ἄλ­λη, αὐ­τή πού θά πα­ρου­σι­ά­σου­με, δι­α­στά­σε­ων 60×100 ἑ­κα­το­στῶν. Θέ­μα τῆς εἰ­κό­νας ἡ Πα­να­γί­α ἡ Βρε­φο­κρα­τοῦ­σα. Ἡ κα­τά­στα­ση τῆς εἰ­κό­νας δέν ἦ­ταν κα­λή, δι­ό­τι πα­ρου­σί­α­ζε ἀρ­κε­τές φθο­ρές στό χρῶ­μα καί στό ξύ­λο. Ἡ ζω­γρα­φι­κή ἐν­τάσ­σε­ται στόν 20ό αἰ­ώ­να, πε­ρί τό 1930, εἶ­ναι ἐ­λαι­ο­γρα­φί­α, μέ ἐμ­φα­νῆ ὅ­λα τά στοι­χεί­α τῆς λα­ϊ­κό­τη­τας τῆς ζω­γρα­φι­κῆς τῆς ἐ­πο­χῆς αὐ­τῆς, χω­ρίς ἁ­γι­ο­γρα­φι­κές ἤ καλ­λι­τε­χνι­κές ἀ­παι­τή­σεις καί μέ σα­φῆ δε­ίγ­μα­τα ἐ­πι­ζω­γρά­φι­σης. Ἡ φθο­ρά πού πα­ρου­σί­α­ζε σέ ὁ­ρι­σμέ­να ση­μεῖ­α τό ἔρ­γο ὤ­θη­σε τόν συν­τη­ρη­τή τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ μου­σε­ί­ου τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως κ. Δ. Ζυ­μα­τί­κα καί κα­τό­πιν συ­ζη­τή­σε­ων καί τῆς τε­λι­κῆς εὐ­λο­γί­ας τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του κ. Ἰ­ω­άν­νου, νά προ­χω­ρή­σει στόν κα­θα­ρι­σμό τῆς ἐ­πι­ζω­γρά­φι­σης.

Ὁ προ­σε­κτι­κός κα­θα­ρι­σμός μᾶς ἀ­πε­κά­λυ­ψε μιά πα­λαι­ό­τε­ρη, τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Βρε­φο­κρα­το­ύ­σης, εἰ­κό­να μέ σω­ζό­με­νη τήν ἐ­πι­γρα­φή πού ση­με­ί­ω­νε μέ ἔν­το­νο κόκ­κι­νο (κι­νά­βα­ρι) «ΜΡΘΥ Πα­να­γί­α ἡ Παμ­μα­κά­ρι­στος». Ἡ ἐ­πι­ζω­γρά­φι­ση τῆς εἰ­κό­νας ἔ­γι­νε, πι­θα­νό­τα­τα, γιά νά κα­λύ­ψει τίς σο­βα­ρές φθο­ρές πού εἶ­χε ὄν­τως ἡ εἰ­κό­να, ἀλ­λά ἡ ἐ­πι­ζω­γρά­φι­ση ἀλ­λο­ί­ω­σε τε­λε­ί­ως τό ἀρ­χι­κό σχέ­δι­ο κα­θώς καί τό θέ­μα τῆς εἰ­κό­νας, ἀλ­λά­ζον­τας ἀ­κό­μα καί τήν ἐ­πω­νυ­μί­α τῆς Πα­να­γί­ας σέ «Ἐ­λε­οῦ­σα».

Τό εὐ­χά­ρι­στο ἦ­ταν ὅ­τι σώ­ζον­ταν τό ἀρ­χι­κό σχέ­δι­ο τῆς εἰ­κό­νας, τά πε­ρι­γράμ­μα­τα καί οἱ χα­ρά­ξεις τοῦ προ­σώ­που, τά μά­τι­α, τό στό­μα, στοι­χεῖ­α τῶν προ­πλα­σμῶν καί τῶν σαρ­κω­μά­των, πού ἦ­ταν ἀρ­κε­τά γιά νά μᾶς βο­η­θή­σουν νά προ­χω­ρή­σου­με στήν αἰ­σθη­τι­κή ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς εἰ­κό­νας, μιά καί σώ­ζον­ταν ἀ­κό­μη ἡ χρω­μα­το­λο­γί­α τῶν ἐν­δυ­μά­των τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς Πα­να­γί­ας, κα­θώς ἐ­πί­σης ἡ κί­νη­ση καί ἡ στά­ση τῶν χε­ρι­ῶν τῆς Πα­να­γί­ας.

Με­τά τόν πλή­ρη κα­θα­ρι­σμό καί τήν συν­τή­ρη­ση τοῦ ξύ­λου, ὁ γρά­φων ἀ­νέ­λα­βε τήν αἰ­σθη­τι­κή ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς εἰ­κό­νος, στήν ὅ­σο τό δυ­να­τόν προ­τέ­ρα μορφή της, μέ βά­ση τό ὑ­πάρ­χον σχέ­δι­ο καί τήν ἐ­να­πο­με­ί­να­σα χρω­μα­το­λο­γί­α, ἀλ­λά, κυ­ρί­ως, μέ γνώ­μο­να τά ἄλ­λα σω­ζό­με­να ἔρ­γα πού φέ­ρουν τήν ἐ­πω­νυ­μί­α τῆς «Πα­να­γί­ας τῆς Παμ­μα­κα­ρί­στου».

Μί­α ἀ­πό τίς ἀρ­χαι­ό­τε­ρες εἰ­κό­νες, πού ἀ­να­φέ­ρον­ται μέ τήν ἐ­πω­νυ­μί­α «Πα­να­γί­α ἡ Παμ­μα­κά­ρι­στος», ἀ­παν­τᾶ­ται στήν βι­βλι­ο­γρα­φί­α, στήν Μο­νή τῆς Κρυ­πτο­φέρ­ρης,[6] ὅ­που συ­νό­δευ­ε το­ύς Βα­σι­λει­α­νούς μο­να­χο­ύς στήν με­τα­κί­νη­σή τους ἀ­πό τήν Νό­τι­α Ἰ­τα­λί­α. Κα­τά τό 1140 λε­η­λα­τεῖ­ται τό Μο­να­στή­ρι καί ἡ εἰ­κό­να χά­νε­ται, πε­ρί τό 1191 μαρ­τυ­ρεῖ­ται ἡ πα­ρου­σί­α τῆς στό Μο­να­στή­ρι καί τό 1230 ὑ­πάρ­χουν μαρ­τυ­ρί­ες ὅ­τι ὁ Πά­πας Γρη­γό­ρι­ος ὁ 11ος ἐ­πι­σκε­πτό­ταν τό Μο­να­στή­ρι χά­ριν προ­σκυ­νή­σε­ως τῆς εἰ­κό­νος. Ἡ εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Παμ­μα­κα­ρί­στου στήν Ἰ­τα­λί­α ἦ­ταν πάν­το­τε ἀν­τι­κε­ί­με­νο εὐ­λα­βε­ί­ας καί τοῦ λα­οῦ ἀλ­λά καί τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἀν­δρῶν τῆς Δυ­τι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ Πα­να­γί­α εἶ­ναι στόν τύ­πο τῆς βρε­φο­κρα­το­ύ­σας, ἔ­χον­τας τόν Χρι­στό στά δε­ξιά. Φο­ρεῖ ἱ­μά­τι­ο σέ σκου­ρό­χρω­μη κα­φέ-κε­ρα­μι­δί ἀ­πό­χρω­ση καί το­νί­ζον­ται μέ χρυ­σο­κον­τι­λι­ές τά σι­ρί­τι­α πού δι­α­κο­σμοῦν τό ἱ­μά­τιό της. Ὁ Χρι­στός φο­ρεῖ ἱ­μά­τι­ο σέ πορ­το­κα­λί ἀ­πό­χρω­ση καί ἐ­σω­τε­ρι­κά φέ­ρει χι­τώ­να σέ σκοῦ­ρο μπλέ χρῶ­μα, μέ χρυ­σο­κον­τι­λι­ές. Εὐ­λο­γεῖ μέ τό δε­ξί του χέ­ρι, ἐ­νῶ μέ τό ἀ­ρι­στε­ρό κρα­τεῖ τυ­λιγ­μέ­νο εἰ­λη­τά­ρι­ο, Εἶ­ναι ἐ­στραμ­μέ­νος καί κοι­τᾶ πρός τήν Πα­να­γί­α.

Ἡ ἄλ­λη ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Παμ­μα­κα­ρί­στου, βρί­σκε­ται στήν Κων­σταν­τι­νο­ύ­πο­λη. Ἀ­πο­τε­λοῦ­σε τό σέ­μνω­μα καί τήν προ­στα­σί­α τῆς πα­λαι­άς καί ἱ­στο­ρι­κῆς Μο­νῆς τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ὅ­που στόν πε­ρί­φη­μο Ναό τῆς Πα­να­γί­ας ἐ­φυ­λάσ­σε­το ἡ εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Παμ­μα­κα­ρί­στου (11ος αἰ­ώ­νας). Ὁ Να­ός τῆς Παμ­μα­κα­ρί­στου ἀ­πό τό 1456 μέ­χρι καί τό 1587 ἀ­πο­τε­λου­σε τήν ἔ­δρα τοῦ Πα­τρι­αρ­χε­ί­ου καί εἶ­χε τό προ­νό­μι­ο νά κα­τέ­χει μιά ἀ­πό τίς σπα­νι­ό­τε­ρες ψη­φι­δω­τές εἰ­κό­νες. Ὅ­ταν τό 1578 ὁ Στέ­φα­νος C­e­r­l­a­ch ἐ­πι­σκέ­πτε­ται τόν Ναό, κά­νει μιά πε­ρι­γρα­φή τήν ὁ­πο­ί­α δη­μο­σί­ευ­σε ὁ Μαρ­τί­νος Κρο­ύ­σι­ος.[7] Ἐ­πί­σης τήν ἴ­δι­α εἰ­κό­να ἀ­να­φέ­ρει καί ὁ Μα­νου­ήλ Μα­λα­ξός, ὁ ὁ­ποῖ­ος γρά­φει: «καὶ ἐν τῷ δε­ξι­ῷ μέ­ρει τοῦ τέμ­πλου ἡ εἰ­κό­να τῆς ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου τῆς Παμ­μα­κα­ρί­στου, ὡ­ραι­ο­τά­τη καὶ λαμ­πρή».[8] Ὅ­ταν μέ τόν και­ρό ὁ Να­ός με­τε­τρά­πη σέ τζα­μί, τό γνω­στό Φετ­χι­γιέ τζα­μί, ἡ εἰ­κό­να ἀ­κο­λο­ύ­θη­σε τήν μο­ί­ρα ὅ­λων τῶν κει­μη­λί­ων πού με­τα­φέ­ρον­ταν ἀ­πό Ναό σέ Ναό. Τε­λι­κά ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στόν ναό τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου στό Φα­νά­ρι καί το­πο­θε­τή­θη­κε σέ πε­ρί­ο­πτη θέ­ση δί­πλα στό τέμ­πλο, σέ εἰ­δι­κό προ­σκυ­νη­τά­ρι­ο, στό νό­τι­ο κλί­τος τοῦ Να­οῦ. Ἔ­κτο­τε πα­ρα­μέ­νει στό ἴ­δι­ο μέ­ρος καί ἀ­πο­λαμ­βά­νει τίς τι­μές καί τήν προ­σκύ­νη­ση τοῦ εὐ­σε­βοῦς λα­οῦ. Ἡ Πα­να­γί­α ἱ­στο­ρεῖ­ται στόν τύ­πο τῆς Ὁ­δη­γή­τρι­ας, φέ­ρει ἐ­ρυ­θρό­μαυ­ρο μα­φό­ρι­ο μέ χρυ­σο­κον­τι­λι­ές καί τά γνω­στά ἄ­στρα στήν κε­φα­λή καί το­ύς ὤ­μους. Τε­χνο­τρο­πι­κά θυ­μί­ζει με­τα­ει­κο­νο­μα­χι­κή πε­ρί­ο­δο καί πλη­σι­ά­ζει στά πρό­τυ­πα τῆς Μα­κε­δο­νι­κῆς Σχο­λῆς. Τό πρό­σω­πό της χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πό αὐ­στη­ρό­τη­τα γραμ­μῆς καί τά με­γά­λα ἀ­μυ­γδα­λω­τά μά­τι­α κοι­τοῦν κα­τά­μα­τα τόν θε­α­τή. Τό δε­ξί χέ­ρι της δε­ί­χνει τόν Χρι­στό καί τό ἀ­ρι­στε­ρό ὅ­λο μη­τρι­κή τρυ­φε­ρό­τη­τα ἀγ­κα­λι­ά­ζει καί κρα­τεῖ στα­θε­ρά τόν Υἱό της. Ὁ Χρι­στός ἔ­χει ἐ­στραμ­μέ­νο τό βλέμ­μα του πρός τήν Μη­τέ­ρα του καί εὐ­λο­γεῖ μέ τήν δε­ξιά του, ἐ­νῶ στό ἀ­ρι­στε­ρό χέ­ρι κρα­τεῖ τυ­λιγ­μέ­νο εἰ­λη­τά­ρι­ο. T­ό ἔν­δυ­μά του εἶ­ναι στήν ἀ­πό­χρω­ση τῆς βα­θι­ᾶς ὤ­χρας καί ἔ­χει ἔν­το­να γρα­ψί­μα­τα μέ χρυ­σά φω­τί­σμα­τα. Στό ἐ­πά­νω δε­ξιό μέ­ρος τῆς εἰ­κό­νας ἱ­στο­ρεῖ­ται ἡ μορφή ἑ­νός Ἀγ­γέ­λου σέ μποῦ­στο.

Στήν ἱ­στο­ρι­κή Πα­τρι­αρ­χι­κή καί Σταυ­ρο­πη­γι­α­κή Βα­σι­λι­κή Μο­νή τῆς Κο­ρώ­νης, ἀ­παν­τᾶ­ται μιά ἄλ­λη εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας πού ἀ­να­φέ­ρε­ται ὡς Παμ­μα­κά­ρι­στος.[9] Ἡ εἰ­κό­να ἀ­πο­τε­λεῖ τό σέ­μνω­μα τῆς Μο­νῆς καί πλῆ­θος προ­σκυ­νη­τῶν προ­σφε­ύ­γουν στήν χά­ρη της. Ἡ Πα­να­γί­α καί ἐ­δῶ εἰ­κο­νο­γρα­φεῖ­ται στόν τύ­πο τῆς Ὁ­δη­γή­τρι­ας, μέ βα­θυ­κόκ­κι­νο μα­φό­ρι­ο καί μέ τήν δε­ξιά της δε­ί­χνον­τας τόν Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος εὐ­λο­γεῖ μέ τήν δε­ξιά του καί κρα­τεῖ κλει­στό εἰ­λη­τά­ρι­ο μέ τό ἀ­ρι­στε­ρό χέ­ρι, ἔ­χει δέ ἐ­στραμ­μέ­νο τό βλέμ­μα του πρός τόν θε­α­τή. Ἡ μορφή τῆς Πα­να­γί­ας θά λέ­γα­με πώς ἐκ­φρα­στι­κά ἔ­χει τά στοι­χεῖ­α ἐ­κεῖ­να τῆς μορ­φῆς τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Στά 1943 ἡ ει­κό­να ρίχ­τη­κε ἀ­πό το­ύς Γερ­μα­νο­ύς κα­τα­κτη­τές στήν φω­τιά, ἀλ­λά ἔ­μει­νε ἀ­πε­ί­ραχ­τη ἀ­πό τίς φλό­γες. Πρό­κει­ται σα­φῶς γιά εἰ­κό­να πού θά μπο­ροῦ­σε νά χρο­νο­λο­γη­θεῖ ἀ­πό τόν 16ο αἰ­ώ­να καί με­τά.

Μί­α ξε­χω­ρι­στή εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Παμ­μα­κα­ρί­στου συ­ναν­τᾶ­με καί στήν Σκό­πε­λο, στήν Μό­νη τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ τῆς Θε­ο­τό­κου.[10] Ἐ­δῶ ἡ Πα­να­γί­α­εἰ­κο­νί­ζε­ται ἔν­θρο­νη κρα­τών­τας στήν ἀγ­κά­λη της τόν Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος εὐ­λο­γεῖ μέ τήν δε­ξιά του. Ἡ Θε­ο­τό­κος φο­ρεῖ βα­θυ­πρά­σι­νο ἱ­μά­τι­ο καί σέ ἀ­πό­χρω­ση ὄμ­πρας ψη­μέ­νης μα­φό­ρι­ο, τό ὁ­ποῖ­ο φω­τί­ζε­ται μέ κε­ρα­μι­δί ἀ­νοιχ­τό­χρω­μα φω­τί­σμα­τα.

Ὁ Ἰ­η­σοῦς ἐν­δε­δυ­μέ­νος τήν δό­ξαν τῆς Θε­ό­τη­τος, φο­ρεῖ λευ­κό ἱ­μά­τι­ο, μέ λε­πτή γα­λά­ζι­α ἀν­τα­ύ­γει­α, καί χι­τώ­να σέ βα­θιά πορ­το­κα­λό­χρω­μη ἀ­πό­δο­ση, πού φω­τί­ζε­ται μέ χρυ­σο­κον­τι­λιά. Ἀ­πό τόν τύ­πο τῆς εἰ­κό­νας καί τήν χρω­μα­το­λο­γί­α της μπο­ροῦ­με νά τήν το­πο­θε­τή­σου­με με­τα­ξύ 15ου καί 16ου αἰ­ῶ­νος. Ἡ εἰ­κό­να αὐ­τή τῆς Πα­να­γί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ τό σέ­μνω­μα τοῦ νη­σι­οῦ καί κα­τα­φυ­γή καί πα­ρα­μυ­θί­α τῶν χρι­στι­α­νῶν.

Ἡ εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας Παμ­μα­κα­ρί­στου τῆς Χω­ρο­ύ­δας ἔ­χει ἰ­δι­α­ί­τε­ρη ἀ­ξί­α, γι­α­τί συν­δέ­ει τήν μι­κρή πο­λί­χνη τῆς Χω­ρο­ύ­δας μέ τήν Βα­σι­λε­ύ­ου­σα. Ἡ μό­νη λο­γι­κή ἑρ­μη­νεί­α, πού θά μπο­ροῦ­σε νά στα­θεῖ, εἶ­ναι τό γε­γο­νός ὅ­τι οἱ κά­τοι­κοι ἔ­τρε­φαν μιά ἰ­δι­α­ί­τε­ρη ἀ­γά­πη καί σε­βα­σμό γιά τήν Παμ­μα­κά­ρι­στο τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, καί τοῦ­το δι­ό­τι, τόν 15ο καί 16ο αἰ­ώ­να, οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι «Λη­τῆς καί Ρεν­τί­νης», Ἀ­κά­κι­ος (1486-1509), Γεν­νά­δι­ος (1541), Ἰ­ω­ά­σαφ Ἀρ­γυ­ρο­που­λος (1547), Δα­μα­σκη­νός ὁ Στου­δί­της (1570), ἄν­θρω­ποι ἁ­γι­ό­τη­τος καί ἀ­ρε­τῆς, συν­δε­ό­με­νοι στε­νῶς μέ τήν Κων­σταν­τι­νο­ύ­πο­λη, ἐμ­φύ­ση­σαν στόν λαό μιά ι­δι­αί­τε­ρη ἀ­γά­πη γιά τήν Πό­λη. Ἡ Χω­ρο­ύ­δα ἦ­ταν ἕ­να ἀ­πό τά 11 χω­ριά τῆς Ἐ­πι­σκο­πῆς «Λη­τῆς καί Ρεν­τί­νης».[11] Ἔτ­σι ἡ Παμ­μα­κά­ρι­στος ἔ­γι­νε ἡ ἐ­φέ­στι­ος εἰ­κό­να τῆς Χω­ρο­ύ­δας, μιά καί εἶ­ναι βέ­βαι­ο πώς δέν
ἀ­πο­τε­λοῦ­σε εἰ­κό­να τοῦ τέμ­πλου, δι­ό­τι δέν συμ­πί­πτουν οἱ δι­α­στά­σεις μέ τίς ἄλ­λες εἰ­κό­νες τοῦ τέμ­πλου, ἀλ­λά ἔ­στε­κε σέ κά­ποι­ο προ­σκυ­νη­τά­ρι­ο.

Ἡ Πα­να­γί­α τῆς Χω­ρο­ύ­δας ἀν­τλεῖ ὅ­λα ἐ­κεῖ­να τά εί­κο­νο­γρα­φι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τῆς ψη­φι­δω­τῆς εἰ­κό­νας τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ἀλ­λά, ἐ­νῶ ἡ ψη­φι­δω­τή εἰ­κό­να ἔ­χει μό­νο ­ἕ­ναν Ἄγ­γε­λο ἱ­στο­ρη­μέ­νο, ἡ ὑ­πό με­λέ­τη εἰ­κό­να ἔ­χει δύ­ο Ἀγ­γέ­λους, το­ύς Μι­χα­ήλ καί Γα­βρι­ήλ, σέ μποῦ­στο καί στά­ση σε­βί­ζου­σα πρός τήν Θε­ο­τό­κο. Ὁ βα­σι­κός βέ­βαι­α τύ­πος τῆς εἰ­κό­νας μας εἶ­ναι αὐ­τός τῆς Ὁ­δη­γή­τρι­ας, ὅ­πως καί οἱ ἄλ­λες εἰ­κό­νες πού φέ­ρουν τήν ἐ­πω­νυ­μί­α τῆς Παμ­μα­κα­ρί­στου.

Ἡ Πα­να­γί­α φέ­ρει σκου­ρό­χρω­μο ἔν­δυ­μα μέ τά τρί­α γνω­στά ἀ­στέ­ρι­α, καί χρυ­σή στρόγ­γυ­λη ἐ­πω­μί­δα, στο­ύς βρα­χί­ο­νες. Μέ τό ἀ­ρι­στε­ρό χέ­ρι τῆς, ὅ­λο μη­τρι­κή τρυ­φε­ρό­τη­τα, κρα­τεῖ τόν Υἱό της καί Κύ­ρι­ο, ἐ­νῶ μέ τήν δε­ξι­ά δε­ί­χνει τόν ποι­η­τή τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καί τῆς γῆς στο­ύς εὐ­λα­βεῖς προ­σκυ­νη­τές της. Τό ἐ­σω­τε­ρι­κό ἱ­μά­τι­ο καί ὁ κε­κρύ­φα­λος εἶ­ναι σέ βα­θυ­γά­λα­ζη ἀ­πό­χρω­ση μέ λε­πτο­ύς ἀ­νοιχ­τό­χρω­μους φω­τι­σμο­ύς. Ὁ Χρι­στός, σέ στά­ση εὐ­λο­γί­ας μέ τό δε­ξί χέ­ρι, ἐ­νῶ στό ἄλ­λο κρα­τεῖ τυ­λιγ­μέ­νο εἰ­λη­τά­ρι­ο, φο­ρεῖ ἱ­μά­τι­ο χρώ­μα­τος γκρί πρός τό γα­λά­ζι­ο, ὁ δέ ἐ­ξω­τε­ρι­κός χι­τώ­νας εἶ­ναι στήν ἀ­πό­χρω­ση τῆς βα­θει­άς ὤ­χρας μέ ἔν­το­να γρα­ψί­μα­τα χρυ­σο­κον­τυ­λι­ᾶς. Τό πρό­σω­πό του εἶ­ναι ἐ­στραμ­μέ­νο πρός τήν Μη­τέ­ρα του, μέ ἕ­να βλέμ­μα τρυ­φε­ρό­τη­τας. Αὐ­τά πού ἔ­χουν ἰ­δι­α­ί­τε­ρη ὀ­μορ­φι­α εἶ­ναι τά φω­το­στέ­φα­να τῶν δύ­ο ἱ­ε­ρῶν προ­σώ­πων, πού εἶ­ναι δου­λε­μέ­να μέ τσου­κά­νι καί ἔ­χουν μί­α πο­λύ ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα καί πε­ρί­πλο­κη ἀν­θι­κή πα­ρά­στα­ση. Στό ἐ­πά­νω μέ­ρος τῆς εἰ­κό­νος, δε­ξιά καί ἀ­ρι­στε­ρά, ἡ πα­ρά­στα­ση συμ­πλη­ρώ­νε­ται ἀ­πό δύ­ο ἀγ­γε­λι­κές μορ­φές, αὐ­τές τῶν Ἀρ­χαγ­γέ­λων, οἱ ὁ­ποῖ­οι μέ ἄ­κρα εὐ­λά­βει­α σε­βί­ζουν πρός τά κυ­ρί­αρ­χα πρό­σω­πα τῆς εἰ­κό­νας. Οἱ μορ­φές τῶν Ἀγ­γέ­λων εἶ­ναι πο­λύ ὄ­μορ­φα λε­πτουρ­γή­μα­τα, πού δεί­χνουν ὄ­χι μό­νο τήν ζω­γρα­φι­κή ἱ­κα­νό­τη­τα τοῦ καλ­λι­τέ­χνη, ἀλ­λά ἐ­πει­δή σώ­ζον­ται κα­τά τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τους, μᾶς δί­νουν ση­μαν­τι­κή βο­ή­θει­α γιά νά βροῦ­με το­ύς χρω­μα­τι­κούς τό­νους τῶν προ­πλα­σμῶν καί τῶν φω­τι­σμά­των τῶν μορ­φῶν τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς Πα­να­γί­ας.

Ἡ ἐ­πι­γρα­φή, ὅ­πως προ­ε­ί­πα­με, γρά­φε­ται μέ ἔν­το­νο κι­νά­βα­ρι ΜΡ ΘΥ Η ΠΑΜ­ΜΑ­ΚΑ­ΡΙ­ΣΤΟΣ, καί στά ἀ­ρι­στε­ρά τοῦ Χρι­στοῦ ἡ ἐ­πι­γρα­φή IC XC. Λί­γο πιό κά­τω ἀ­πό τήν ἐ­πι­γρα­φή καί στό ὕ­ψος τοῦ ἀ­ρι­στε­ροῦ χε­ρι­οῦ ὑ­πάρ­χει μέ μαῦ­ρο χρῶ­μα μιά δυ­σα­νά­γνω­στη, λό­γω φθο­ρᾶς, ἐ­πι­γρα­φή. Μιά πρώ­τη ἀ­νά­γνω­ση μᾶς ὁ­δη­γεῖ στίς λέ­ξεις «Ἀ­πό Χρι­στοῦ ᾳφ­μα ἤ ᾳφμζ». Ἄν ἡ ἀ­νά­γνω­σή μας εἶ­ναι σω­στή, τό­τε θά μπο­ρο­ύ­σα­με νά ἰ­σχυ­ρι­στοῦ­με ὅ­τι ἔ­χου­με τήν χρο­νο­λό­γη­ση τοῦ ἔρ­γου, ἑ­νός ἀ­γνώ­στου καί ἐ­ξα­ί­ρε­του καλ­λι­τέ­χνη τοῦ 1541 ἤ τοῦ 1547. Πάν­τως ἄλ­λα ἔρ­γα αὐ­τῆς τῆς ἐ­πο­χῆς δέν σώ­ζον­ται στήν ἐ­παρ­χί­α Λαγ­κα­δᾶ, οὔ­τε ἔ­χου­με πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά ὕ­παρ­ξη ἁ­γι­ο­γρα­φι­ῶν ἐρ­γα­στη­ρί­ων στήν πε­ρι­ο­χή. Πι­θα­νῶς νά πρό­κει­ται γιά ἔρ­γο Ἀ­γι­ο­ρεί­τι­κου ἐρ­γα­στη­ρί­ου ἤ κά­ποι­ας ἄλ­λης Μο­νῆς ἤ εἰ­κό­νας πού με­τα­φέρ­θη­κε ἀ­πό τήν Κων­σταν­τι­νο­ύ­πο­λη.

Σή­με­ρα ἡ εἰ­κό­να ἀ­πο­λαμ­βά­νει τόν σε­βα­σμό καί τήν προ­σκύ­νη­ση τῶν πι­στῶν τῆς ἐ­παρ­χί­ας Λαγ­κα­δᾶ, κα­τά τήν ἑ­ορ­τη τῆς Πα­να­γί­ας, στίς 15 Αὐ­γο­ύ­στου, γιά λό­γους δέ ἀ­σφα­λε­ί­ας, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ἡ Χω­ρο­ύ­δα δέν κα­τοι­κεῖ­ται ἀ­πό μό­νι­μους κα­το­ί­κους, φυ­λάσ­σε­ται σέ εἰ­δι­κό χῶ­ρο.

1. Παναγία ἡ Παμμακάριστος τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

2. Παναγία ἡ Παμμακάριστος τῆς Σκοπέλου.

3. Παναγία ἡ Ἐλεοῦσα Χωρούδας, ἡ επιζωγράφιση τῆς εἰκόνος τῆς Παμμακαρίστου.

4. Ἄγγελος. Λεπτομέρεια ἀπό τήν ἐπιζωγράφιση.

5. Λεπτομέρεια ἀπό τήν ἐπιζωγράφιση.

6. Λεπτομέρεια ἀπό τήν ἐπιζωγράφιση.

7. Οἱ ἐπιγραφές τῆς εἰκόνος τῆς Παμμακαρίστου.

8. Λεπτομέρεια ἀπό τήν πρώτη φάση τῆς συντήρησης.

9. Λεπτομέρεια ἀπό τήν συντήρηση.

10. Ἀπό τήν αἰσθητική ἀποκατάσταση τῆς εἰκόνος.

11. Οἱ Ἄγγελοι μετά τήν αἰσθητική ἀποκατάσταση.

12. Λεπτομέρεια ἀπό τό φωτοστέφανο τῆς εἰκόνος.

ΕΚΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ

Α) Παπαδιαμάντικες Ἐμπειρίες.

Στόν Ἀι- Θανάση Τῆς Χωρούδας

Τρύφων Τσομπάνης

 

Εἶχον πα­ρέλ­θει πε­ρὶ τὰ τρι­ά­κον­τα ἔ­τη, ὅ­τε τὸ πρῶ­τον ἐ­πε­σκέ­φθην τὴν Χω­ρο­ύ­δαν, μι­κρὰν καὶ ἐγ­κα­τα­λει­πο­μέ­νην ἐκ τῶν κα­το­ί­κων της, πο­λί­χνην τῆς ἐ­παρ­χί­ας μας, κει­μέ­νην βο­ρει­ο­α­να­το­λι­κῶς τοῦ Λαγ­κα­δᾶ, ἐ­πὶ τοῦ ὄ­ρους Βερ­τί­σκου, εἰς μί­αν κα­τα­πλη­κτι­κὴν το­πο­θε­σί­αν, ἐν­τὸς τοῦ δα­σώ­δους τῆς πε­ρι­ο­χῆς, καὶ μί­αν δι­α­δρο­μὴν ἰ­δι­αι­τέ­ρου κά­λους,, ὅ­που ὁ φι­δω­τὸς χω­μά­τι­νος δρό­μος, θυ­μί­ζει τὰς ἐν ἁ­γί­ῳ Ὄ­ρει δι­α­δρο­μάς. Αἱ δρεῖς καὶ αἱ κα­στα­νέ­αι, με­τὰ τῆς φτε­λι­ᾶς καὶ τῆς κρα­νι­ᾶς, πλου­τί­ζουν τὸ δα­σῶ­δες τῆς πε­ρι­ο­χῆς, ἀ­ρώ­μα­τα φα­σκο­μη­λι­ᾶς καὶ ἐ­κρη­κτι­κῆς ρί­γα­νης προ­κα­λοῦν τὰς αἰ­σθή­σεις, τὰ δὲ πε­τει­νὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, ἀ­ε­τοὶ καὶ ἱ­έ­ρα­κες, καὶ ὅ­λα τὰ ἄλ­λα γλυ­κό­λα­λα πτη­νά, προ­σφέ­ρουν δό­ξαν αἰ­νέ­σε­ως καὶ εὐ­χα­ρι­στί­ας τῷ πλά­στῃ καὶ δη­μι­ουρ­γῷ. Ἡ ἀ­νά­μνη­σις καὶ μό­νον τῆς ἐ­πι­σκέ­ψε­ως ἐ­κε­ί­νης ἔ­φε­ρε εἰς τὸν νοῦν τὴν πρώ­την ἐ­κε­ί­νην γνω­ρι­μί­αν μου μὲ τὸν τό­πον ποὺ ὅ­λοι οἱ κά­τοι­κοί του, εἶ­χον ἐγ­κα­τα­λε­ί­ψει συ­νε­πε­ί­ᾳ τῶν δυ­σκό­λων πε­ρι­στά­σε­ων καὶ τοῦ ἐμ­φυ­λί­ου σπα­ραγ­μοῦ τοῦ ’­49. Τὰ σπί­τι­α εἰς ἐ­ρει­πει­ώ­δη κα­τά­στα­σιν, τὸ σχο­λεῖ­ον πε­τρό­κτι­στον καὶ ἐ­πὶ μέ­ρους ὑ­ψη­λοῦ, δέ­σπο­ζε τῆς μι­κρᾶς πο­λί­χνης, πλὴν ὅ­μως ἡ φθο­ρὰ καὶ ὁ χρό­νος εἶ­χον ἐ­πι­φέ­ρει μα­γά­λας ζη­μί­ας, εἰς τὴν στέ­γην. Σή­με­ρον δε­σπό­ζει ἀ­να­και­νι­σμέ­νον καὶ ἕ­τοι­μον νὰ δε­χθεῖ τὴν λα­ο­γρα­φι­κὴν συλ­λο­γὴν τοῦ χω­ρί­ου. Τὸ μο­να­δι­κὸν τό­τε ζω­ζό­με­νον κτί­ρι­ον τοῦ χω­ρί­ου, ἦ­το ὁ ἐ­νο­ρι­α­κὸς Να­ὸς τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου τοῦ Με­γά­λου πα­τρι­άρ­χου Ἀ­λε­ξαν­δρε­ί­ας, ὅ­στις ἔ­μει­νε, μό­νος μό­νῳ τῷ Θε­ῷ, ἄ­γρυ­πνος φύ­λαξ τῆς πο­λί­χνης, προ­στά­της καὶ πο­λι­οῦ­χος αὐ­τῆς, ὅ­πως πάν­τα. Ἡ γρα­φι­κὴ καὶ μο­να­δι­κὴ φι­γο­ύ­ρα τοῦ το­πί­ου, ὁ ἀ­ε­ί­μνη­στος κύρ­Πέ­τρος, κτη­νο­τρό­φος καὶ χοι­ρο­βο­σκός, ἦ­το ἡ μο­να­δι­κὴ πα­ρη­γο­ρί­α καὶ συν­τρο­φί­α τοῦ Ἁ­γί­ου, ὅ­στις συ­χνά­κις κα­τέ­φευ­γε καὶ αὐ­τὸς καὶ τὰ ζῷ­α του εἰς τὸν Να­όν, ὅ­ταν οἱ και­ρι­κὲς συν­θῆ­κες τοὺς ἀ­πει­λοῦ­σαν. Στὴν πα­ρα­τη­ρη­σή μου, τό­τε, γι­α­τὶ ἐ­πι­τρέ­πει νᾷ μπα­ί­νουν τὰ ζῷ­α εἰς τὸν μι­κρὸν να­ΐ­σκον, μὲ τὰ ὡ­ραι­ο­τά­τας με­τα­βυ­ζαν­τι­νὰς τοι­χο­γρα­φί­ας του, ὁ ἁ­πλοῦς ἐ­κεῖ­νος βο­σκὸς, μεθ᾽ ὅ­λης τῆς φυ­σι­κό­τη­τος ἀ­πήν­τη­σεν ὅ­τι καὶ τὰ ζων­τα­νὰ εἶ­ναι πλά­σμα­τα τοῦ Θε­οῦ, καὶ πρὸς τί­να νὰ κα­τα­φύ­γουν ἆ­ρα­γε; ἀ­φοῦ ἀλ­λοῦ δὲν ὑ­πῆρ­χε τό­πος πα­ρη­γο­ρί­ας καὶ φυ­λά­ξε­ως; Ἄλ­λω­στε καὶ ὁ Χρι­στὸς εἰς τὸ σπή­λαι­ο πρῶ­τα τὴν ἀ­γά­πη τῶν ἀ­λό­γων ζῴ­ων ἐ­δέ­χθη.

Ἔ­κτο­τε πα­ρῆλ­θον ἔ­τη ἀρ­κε­τά, μὴ δυ­νά­με­να ὅ­μως νὰ ἀ­πα­λε­ί­ψω­σιν ἀ­πὸ τὴν μνή­μην τὴν ὡ­ρα­ί­αν ἐ­κε­ί­νην ἀ­νά­μνη­σιν τῶν νε­α­νι­κῶν μου χρό­νων. Μετ᾽ οὐ πο­λὺ ἠ­σχο­λή­θην πά­λιν μὲ τὸν μι­κρὸν ναῖ­σκον, ἀλλ᾽εἰς ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸν πλέ­ον πε­δί­ον. Ἡ πρό­σφα­τος ἐ­πί­σκε­ψίς μου εἶ­χεν νὰ κά­μει μὲ τὴν θε­ί­αν Λει­τουρ­γί­αν ποὺ θὰ ἐ­τε­λεῖ­το εἰς τὸν Να­ὸν τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, ὅ­που ὁ συ­νώ­νυ­μός του πα­πα-Θα­νά­σης, μοὶ ἐ­κά­λε­σε δι­ὰ νὰ τὸν ξε­λει­τουρ­γή­σω, μὴ ἔ­χων ἄλ­λον ψάλ­την πρὸς τοῦ­το.

Τὴν προ­η­γου­μέ­νην, Σάβ­βα­το ἑ­σπέ­ρας, ὁ εὐ­λα­βὴς λευ­ί­της με­τὰ τῆς εὐ­σε­βε­στά­της καὶ πάν­το­τε συμ­πα­ρα­στά­τι­δος πρε­σβυ­τέ­ρας του, ἀ­νῆλ­θον εἰς τὸ χω­ρί­ον πρὸς εὐ­πρε­πι­σμὸν τοῦ να­ΐ­σκου, καὶ ἑ­τοι­μα­σί­αν τῶν σχε­τι­κῶν πρὸς τὴν τέ­λε­σιν τῆς ἀ­ναι­μά­κτου μυ­στα­γω­γί­ας, πραγ­μά­των. Τὴν Κυ­ρι­α­κὴν λοι­πὸν, λί­αν πρωί, ἀ­χά­ρα­γα ἀ­κό­μη, αὐ­τὸς μέν, με­τὰ τῆς πρε­σβυ­τέ­ρας του ἔ­φθα­σαν εἰς τὴν Χω­ρο­ύ­δαν, ἡ­μεῖς δὲ με­τὰ με­λῶν τῆς οἰ­κο­γε­νε­ί­ας μας, καὶ τῇ εὐ­γε­νῇ φρον­τί­δι τοῦ ὁ­δη­γοῦ μας καὶ συμ­ψάλ­του Ἀ­στε­ρί­ου, ἐ­φθά­σα­με, ὅ­τε ὁ ἐ­πί­τρο­πος τοῦ να­ΐ­σκου, ἐ­κτύ­πα τὴν πρώ­την καμ­πά­ναν δι­ὰ τὴν σύ­να­ξιν τῶν ὀ­λί­γων πι­στῶν ποὺ κα­τοι­κοῦν κα­τὰ τὸ θέ­ρος εἰς τὴν μι­κρὰν πο­λί­χνην, ποὺ ἤρ­χι­σε ὀ­λί­γον κατ᾽ ὀ­λί­γον νὰ ἀ­πο­κτᾶ ζω­ὴν καὶ κί­νη­σιν, κα­θὼς ἤ­δη ἀ­να­και­νί­σθη­σαν πε­ρὶ τὰς τρι­ά­κον­τα οἰ­κί­ας.

Ἡ συγ­κί­νη­σις με­γά­λη, δι­ό­τι ἦ­το ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ θὰ συλ­λει­τουρ­γο­ύ­σα­με εἰς τὸν Να­ὸν τοῦ Ἁ­γί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τά­φε­ρε μὲ τὴν ὑ­πο­μο­νήν του καὶ τὸν ἀ­γώ­ναν του, νὰ κρα­τή­σει τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν του ἄ­φθο­ρον, ἀ­πὸ τὸν χρό­νον ἀλ­λὰ καὶ τὴν μα­νί­αν τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀλ­λὰ ἰ­δοὺ τώ­ρα, συμ­βάλ­λει καὶ εἰς τὴν ἀ­να­ζω­πύ­ρω­σιν τῆς ἀ­γά­πης τῶν κα­το­ί­κων τοῦ χω­ρί­ου δι­ὰ τὴν γε­νέ­τει­ράν των. Ἡ­μέ­ρα λαμ­πρά, ἡ 17η Ἰ­ου­λί­ου, τῆς με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος ἁ­γί­ας Μα­ρί­νης καὶ τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων τῶν συγ­κρο­τη­σάν­των τὴν Τε­τάρ­την Οἰ­κου­με­νι­κὴ Σύ­νο­δον.

Εἰς τὸν ὄρ­θρον ἐ­ψά­λα­με τὸν κα­νό­να τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων καὶ τῆς Ἁ­γί­ας, κα­τα­κλε­ί­ον­τες μὲ τὸ ὡ­ραι­ό­τα­τον δο­ξα­στι­κὸν «Τῶν ἁ­γί­ων πα­τέ­ρων ὁ χο­ρός.­.­.­», τὸ ὁ­ποῖ­ον με­τὰ ζή­λου καὶ πό­θου ἐ­ψάλ­λα­με, πα­ρὰ τὸ βρα­χνὸν τῆς φω­νῆς καὶ τὴν μὴ ἐ­ξι­δι­α­σμέ­νην γνῶ­σιν πε­ρὶ τὴν βυ­ζαν­τι­νὴν με­λουρ­γί­αν. Πάν­τως ἐ­φρον­τί­σα­με τὸν Δ´ ἦ­χον τῆς ἡ­μέ­ρας, νὰ τὸν δι­α­φυ­λά­ξω­μεν ἕ­ως τέ­λους πα­ρὰ τὴν ἄ­γνοι­ά μας, ἐν το­ύ­τοις ὅ­τε ὁ συμ­ψάλ­της Ἀ­στέ­ρι­ος, ἀν­τε­λαμ­βέ­νε­το ὅ­τι ἐ­ξω­κο­ί­λα­με ἐκ τοῦ ἤ­χου, ἐ­μωρ­μο­ύ­ρι­ζεν χα­μη­λο­φώ­νως, «λέ­γε­τος…­», δι­ὰ νὰ ὑ­πεν­θυ­μί­ζει τοι­ου­το­τρό­πως τὸν ἦ­χον τῆς ἡ­μέ­ρας.

Ὁ ναῖ­σκος εὐ­ω­δί­α­ζεν ὅ­λος ἀ­πὸ τὸ με­λι­σο­κέ­ρι καὶ τὸ εὐ­ῶ­δες θυ­μί­α­μα. Ὁ κυρ-Βα­σί­λης, ὁ ἐ­πί­τρο­πος, ἐ­κτύ­πη­σεν τὴν καμ­πά­ναν καὶ εἰς τὰς κα­τα­βα­σί­ας καὶ εἰς τὴν δο­ξο­λο­γί­αν, μεθ᾽ ὅ­λης τῆς δυ­νά­με­ώς του, δι­ὰ νὰ ἀ­κου­στεῖ ὁ ἦ­χος καὶ εἰς τὰς ἀ­κρα­ί­ας οἰ­κί­ας καὶ τὰς πα­ρυ­φὰς τοῦ χω­ρί­ου.

Εἰ­σήλ­θο­μεν εἰς τὴν θε­ί­αν Λει­τουρ­γί­αν με­τὰ κα­τα­νύ­ξε­ως, ὁ πα­πα-Θα­νά­σης ἔ­ψαλ­λε καὶ ἀ­νε­γί­νω­σκε τὰς εὐ­χὰς με­τὰ πά­σης εὐ­λα­βε­ί­ας, καὶ ὁ λα­ὸς με­τὰ προ­σο­χῆς καὶ ἄ­κρας σι­γῆς με­τεῖ­χε τοῦ ἱ­ε­ροῦ Μυ­στη­ρί­ου. Οἱ Ἅ­γι­οι τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν λὲς καὶ ἐ­ζων­τά­νε­ψαν ἐ­ξα­ίφ­νης, ὅ­λοι λε­βέν­τες­στρα­τι­ω­τι­κοὶ Ἅ­γι­οι, στή­ριγ­μα τοῦ λα­οῦ κα­τὰ τοὺς χα­λε­ποὺς χρό­νους, μὲ τὰ κον­τά­ρι­α καὶ τὰς σπά­θεις των, ἕ­τοι­μοι λὲς νὰ συν­τρέ­ξουν τὸν λα­ὸν τοῦ Θε­οῦ, ἀ­νὰ πᾶ­σαν στιγ­μήν, ἀ­κό­μα καὶ εἰς τὴν δύ­σκο­λον αὐ­τὴν ἐ­πο­χι­κὴν συγ­κυ­ρί­αν. Ἡ ὡ­ραι­ο­τά­τη μορ­φὴ τοῦ ἁ­γί­ου Μερ­κου­ρί­ου μὲ τὸ δό­ρυ ἀ­νὰ χεῖ­ρας, καὶ τὴν γα­λη­νι­α­ί­αν μορ­φὴν του, δι­α­βε­βαι­ώ­νει θαρ­ρεῖς τὸν προ­σκυ­νη­τή, δι­ὰ τὴν δι­ά­θε­σίν του, νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει καὶ πά­λι ἐ­πι­βου­λὰς ἀλ­λο­τρί­ων καὶ νέ­ων ἐ­χθρῶν, ὡς ἄλ­λο­τε Ἰ­ου­λι­α­νὸν τὸν Πα­ρα­βά­την.

Εἰς τὸ ση­μεῖ­ον ἐ­κεῖ­νο ὅ­που ὁ Ἱ­ε­ρεὺς ἐ­μνη­μό­νευ­σε τὸ ὄ­νο­μα τοῦ οἰ­κε­ί­ου Ἐ­πι­σκό­που Ἰ­ω­άν­νου, προ­έ­τρε­ψε μετ᾽ εὐ­λα­βε­ί­ας τοὺς πι­στοὺς νὰ μνη­μο­νε­ύ­σω­σι καὶ αὐ­τοὶ τοὺς οἰ­κε­ί­ους τῶν στὸ «καὶ ὧν ἕ­κα­στος κα­τὰ δι­ά­νοι­αν ἔ­χει καὶ πάν­των καὶ πα­σῶν», κα­θὼς οἱ ψάλ­ται χα­μη­λο­φώ­νως ἔ­ψαλ­λον τὸ «Κύ­ρι­ε ἐ­λέ­η­σον».

Τὰ ὀ­λί­γα βρέ­φη ποὺ με­τεῖ­χαν τῆς λει­τουρ­γι­κῆς αὐ­τῆς συ­νά­ξε­ως, ἔ­μει­ναν ἠ­ρέ­μως εἰς τὰς ἀγ­κά­λας τῶν μη­τέ­ρων των, ὁ δὲ μι­κρὸς Στυ­λι­α­νὸς ἐ­κοι­μή­θη πρὸς στιγ­μὴν εἰς τὴν πε­ζο­ύ­λαν τοῦ ἐ­ξω­νάρ­θη­κος, δι­ό­τι τὸ πρω­ι­νὸν ξύ­πνη­μα τοῦ ἐ­στέ­ρη­σε τὸν κε­κα­νο­νι­σμέ­νον ὕ­πνον, τὸν ὁ­ποῖ­ον ἐ­συμ­πλή­ρω­νε τώ­ρα, ὑ­πὸ τὴν σκέ­πην τοῦ τα­πει­νοῦ να­ΐ­σκου τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, ἐν μέ­σῳ ἀ­ρω­μά­των καὶ χρω­μά­των τοῦ ὄ­ρους Βερ­τί­σκου. Εἰς τὸ κοι­νω­νι­κὸν οἱ μη­τέ­ρες ἡ­το­ί­μα­σαν τὰ βρέ­φη δι­ὰ τὴν θε­ί­αν Με­τά­λη­ψιν, καὶ προ­σῆλ­θον «με­τὰ φό­βου θε­οῦ πί­στε­ως καὶ ἀ­γά­πης».

Ὅ­τε ἀ­πο­λύ­σα­μεν τὴν θε­ί­αν Λει­τουρ­γί­αν καὶ ὁ πα­πα-Θα­νά­σης κα­τέ­λυ­ε, ἀ­νε­γνώ­σθη με­τὰ πά­σης αἰ­δοῦς καὶ εὐ­λα­βε­ί­ας ἡ ἀ­κο­λου­θί­α τῆς Εὐ­χα­ρι­στί­ας τῆς Με­τα­λή­ψε­ως καὶ βο­η­θο­ύ­σης τῆς πρε­σβυ­τέ­ρας ἑ­το­ί­μα­σεν τὸν μπο­ξάν του, μὲ τὰ ἄμ­φι­α καὶ τὰ σκε­ύ­η, καὶ με­τέ­βη­μεν εἰς τὴν πλη­σι­ε­στέ­ραν οἰ­κί­αν τοῦ κυρ-Βα­σι­λε­ί­ου, δι­ὰ τὸ κε­κα­νο­νι­σμέ­νον κέ­ρα­σμα καὶ τὸν κα­φέ. Πλο­ύ­σι­α τὰ ἐ­λέ­η τοῦ Θε­οῦ καὶ με­γά­λη ἡ ἀ­γά­πη καὶ ἡ εὐ­λά­βει­α τῶν ἀν­θρώ­πων.

Πε­ρὶ τὴν 12ην με­σημ­βρι­νὴν ἀ­νε­χω­ρή­σα­μεν δι­ὰ τὰς οἰ­κί­ας μας, ἐν μέ­σῳ τῆς ὡ­ραι­ο­τά­της, δα­σώ­δους δι­α­δρο­μῆς, καὶ τῶν συ­ριγ­μῶν τῶν πτη­νῶν τοῦ δά­σους, κα­θὼς καὶ τῆς μο­νό­το­νης μέν, ἀλ­λὰ γνω­στῆς με­λῳ­δί­ας τῶν τετ­ύ­γων. Ἄμ­πο­τε νὰ μᾶς ἀ­ξι­ώ­σει ὁ Θε­ὸς καὶ ὁ Ἀι-Θα­νά­σης νὰ λάβωμεν καὶ πάλιν τὴν εὐλογίαν των.

 

Ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου.

Ὁ Ναός.

Θεία Λειτουργία.

Ἀπό τήν θεία Λειτουργία. Ὁ Ἐφημέριος π. Ἀθανάσιος Κατζιγκᾶς.

Πάσχα στήν Χωρούδα. Β) 2012. Ἀνάσταση στήν ὄμορφη

καί γραφική Χωρούδα

 

Τό ἀκούγαμε καί δέν τό πίστευαν τά αὐτιά μας.

Πά­σχα στήν ὄ­μορ­φη, καί γρα­φι­κή Χω­ρού­δα, με­τά ἀ­πό 62 ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νι­α. Ἡ συγ­κί­νη­ση ἦ­ταν δε­δο­μέ­νη καί μό­νο στήν σκέ­ψη ὅ­τι με­τά ἀ­πό τό­σα χρό­νι­α, ὁ
ἱ­στο­ρι­κός Να­ός τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, θά γι­νό­ταν τό­πος λα­τρευ­τι­κῆς συ­νά­ξε­ως καί μά­λι­στα γιά τήν ἀ­να­στά­σι­μη λει­τουρ­γί­α. Βέ­βαι­α ἀ­πό τό 2010, τά κα­λο­κα­ί­ρι­α ὁ Να­ός λει­τουρ­γοῦ­σε πε­ρι­ο­δι­κά, ἀλ­λά Ἀ­νά­στα­ση εἶ­χε νά γί­νει ἀ­πό τό 1947.

Ὁ νέ­ος Ἐ­φη­μέ­ρι­ος ἐ­νη­μέ­ρω­σε ἀ­πό και­ρό το­ύς κα­το­ί­κους, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι δι­α­σκορ­πι­σμέ­νοι σέ δι­ά­φο­ρα ἄλ­λα χω­ριά καί στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη. Οί ἐ­πί­τρο­ποι φρόν­τι­σαν γιά τίς προ­μή­θει­ες τοῦ Να­οῦ.

Ὁ πα­πά-Θα­νά­σης ἀ­πό τήν Με­γα­λο­βδο­μά­δα φρόν­τι­σε γιά τόν εὐ­πρε­πι­σμό τοῦ Να­ΐ­σκου. Μέ τήν βο­ή­θει­α καί τῶν με­λῶν τοῦ Πο­λι­τι­στι­κοῦ Συλ­λό­γου κα­θα­ρί­στη­καν τά πάν­τα. Τό Με­γα­λο­σάβ­βα­το ἀ­πό νω­ρίς ἀ­νέ­βη­κε τόν γρα­φι­κό Βερ­τί­σκο καί δι­α­σχί­ζον­τας τά βου­νά, μέ τίς κα­στα­νι­ές, εἰ­σῆλ­θε εἰς τά «ἅ­γι­α τῶν ἅ­γι­ων». Στήν συ­νο­δε­ί­α του, ἐ­κτός τῆς πρε­σβυ­τέ­ρας, ὁ μο­να­χός π. Εὐ­στά­θι­ος Μο­νέφ­τσης καί ὁ Θε­ο­λό­γος-κα­θη­γη­τής Ἀ­στέ­ρι­ος Κα­ρα­γι­ο­βάν­νης, οἱ ὁ­ποῖ­οι θά ἀ­να­λάμ­βα­ναν νά δι­α­κο­νή­σουν τό ἀ­να­λό­γι­ο.

Μέ τό χτύ­πη­μα τῆς καμ­πά­νας, ἀν­τι­λά­λη­σε τό βου­νό, καί oi πρῶ­τες συ­νο­δεῖ­ες τῶν κα­το­ί­κων ἄρ­χι­σαν νά κα­τα­φθά­νουν. Ἦ­ταν ἀρ­κε­τοί τε­λι­κά αὐ­τοί πού ἀ­πο­φά­σι­σαν φέ­τος νά γι­ορ­τά­σουν στό χω­ρί­ο τήν Λαμ­πρή καί ἄλ­λοι μέν νά ξα­να­ζή­σουν τίς παι­δι­κές μνῆ­μες, ἄλ­λοι δέ νά ἀ­πο­κτή­σουν τήν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Λαμ­πρῆς στό χω­ριό.

Τά πάν­τα ἐ­ξε­λί­χθη­καν κα­τά τήν τά­ξη καί τό τυ­πι­κό τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Να­ός γε­μά­τος, ἀ­κό­μη καί στόν ἐ­ξω­νάρ­θη­κα, ὅ­που ἀ­κο­ύ­στη­κε τό, Χρι­στός Ἀ­νέ­στη! Ὅ­λοι μέ τά κε­ριά ἀ­ναμ­μέ­να καί τά μά­τι­α νά λάμ­πουν ἀ­πό χα­ρά καί συγ­κί­νη­ση, ἀν­τάλ­λασ­σαν εὐ­χές καί ἀ­σπα­σμο­ύς. Ἀ­χο­λό­γη­σε τό βου­νό ἀ­πό τήν νί­κη τοῦ Χρι­στοῦ, καί στό κοι­μη­τή­ρι­ο πί­σω ἀ­πό τό Ἱ­ε­ρό βῆ­μα τοῦ Να­οῦ, ἄ­να­ψαν oi ἀ­να­στά­σι­μες λαμ­πά­δες, με­τα­δί­δον­τας καί «τοῖς ἐν τοῖς μνή­μα­σι» τό μή­νυ­μα τοῦ ἀ­να­στάν­τος Κυ­ρί­ου. Πό­σοι ἐ­κεῖ­νοι τήν ὥ­ρα δέν θυ­μή­θη­καν το­ύς «προ­α­πελ­θόν­τες πα­τέ­ρες καί ά­δελ­φο­ύς», πού πρίν ἀ­πό 60 χρό­νι­α βί­ω­ναν τήν ἴ­δι­α ἀ­να­στά­σι­μη χα­ρά καί σέ πό­σους δέν ἀ­νέ­βη­κε ἕ­νας κόμ­πος συγ­κί­νη­σης στόν λαι­μό, κα­θώς ἔ­ψαλ­λαν ρυθ­μι­κά τό Χρι­στός Ἀ­νέ­στη; Οἱ πι­στοί με­τέ­λα­βαν τῶν ἄ­χραν­των Μυ­στη­ρί­ων μέ εὐ­λά­βει­α καί κα­τά­νυ­ξη. Ἡ θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α τέ­λει­ω­σε κα­τά τίς 01:30 με­τα­με­σο­νύχ­τι­α.

Στήν συ­νέ­χει­α στόν στε­γα­σμέ­νο χῶ­ρο ἀ­πέ­ναν­τι ἀπό τόν Ναό, πε­ρί­με­νε το­ύς συν­δαι­τυ­μό­νες τῆς πνευ­μα­τι­κῆς Τρά­πε­ζας, ἡ ὑ­λι­κή τρά­πε­ζα τῆς ἀ­γά­πης, τό ἀ­να­στά­σι­μο τρα­πέ­ζι μέ τήν μα­γει­ρίτ­σα καί τά κόκ­κι­να αὐ­γά, πού μέ πο­λύ με­ρά­κι ἑ­το­ί­μα­σαν οἱ κυ­ρί­ες τοῦ χω­ρι­οῦ. «Ἡ τρά­πε­ζα γέ­μει τρυ­φή­σα­τε πάν­τες, μη­δε­ίς ἐ­ξέλ­θει πει­νῶν.­.­.­», εἶ­χε ἀ­κου­στεῖ πρό ὀ­λί­γου στόν Κα­τη­χη­τι­κό λό­γο τοῦ ἁ­γί­ου Χρυ­σο­στό­μου, καί τώ­ρα τό τρα­πέ­ζι γε­μά­το ἀ­πό τά κα­λά τοῦ Θε­οῦ. Σκη­νές καί εἰ­κό­νες πού μα­κά­ρι νά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νον­ται συ­χνά καί σέ ἄλ­λους τό­πους.

Τά ἀ­η­δό­νι­α δέν στα­μά­τη­σαν μη­δέ στιγμή νά κε­λα­η­δοῦν θαρ­ρεῖς τόν ἀ­να­στά­σι­μο παι­ά­να. Ἡ νύχ­τα γλυ­κιά καί φω­τει­νή. Δέν σοῦ ἔ­κα­νε ὄ­ρε­ξη νά φύ­γεις. Τό φεγ­γά­ρι με­σου­ρα­νοῦ­σε καί τά ἄ­στρα ὅ­λο καί χα­μή­λω­ναν πιό σι­μά στήν γῆ, γιά νά ἀ­πο­λα­ύ­σουν τήν ἀ­να­στά­σι­μη εὐ­τυ­χί­α τῶν ἀν­θρώ­πων. «Νῦν πάν­τα πε­πλή­ρω­ται φω­τός, οὐ­ρα­νός τε καὶ γῆ καὶ τὰ κα­τα­χθό­νι­α, ἑ­ορ­τα­ζέ­τω ἡ κτί­σις τὴν ἔ­γερ­σιν Χρι­στοῦ».

Ὁ πρῶ­τος κοῦ­κος τῆς αὐ­γῆς κε­λά­η­δη­σε καί ἔ­σχι­σε τήν ἡ­συ­χί­α τῆς νύχ­τας. Σέ λί­γο θά χά­ρα­ζε ἡ και­νο­ύρ­γι­α ἀ­να­στά­σι­μη μέ­ρα, γε­μά­τη μέ τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ ἀ­να­στη­σα­μέ­νου Χρι­στοῦ καί τήν γλυ­κιά ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἀ­να­στά­σε­ως στήν Χω­ρο­ύ­δα. Ἀ­νά­στα­ση τοῦ 2012. Χόρευε νῦν καί ἀγάλλου Χωρούδα.

Τρύφων Τσομπάνης

«Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου….»

«Δεῦτε λάβετε φῶς…»

Ἀναστάσιμη θεία Λειτουργία.

«Μετά φόβου Θεοῦ…..»

 

«Ἀνέστη Χριστός καί ζωή πολιτεύεται….»

Ἡ εὐλόγηση τῶν αὐγῶν.

«Εὐλογία Κυρίου καί ἔλεος…»

  1. . Τρυ­φω­νος Τσομ­πα­νη, Ὁ ἅ­γι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος Χω­ρο­ύ­δας. Ὁ να­ός καί οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες του (με­τα­πτυ­χι­α­κή ἐρ­γα­σί­α πού ὑ­πο­βλή­θη­κε στό Τμῆ­μα Ποι­μαν­τι­κῆς-Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή Θεσ­σα­λο­νί­κης), 1988, σ. 4 (ἀ­δη­μο­σί­ευ­τη).
  2. . Του ι­δι­ου, ὅπ.π.
  3. . Ὅπ.π.
  4. . Ὅπ.π., σ. 5.
  5. . Ὅπ.π. Σή­με­ρα στήν Χω­ρο­ύ­δα ἔ­χουν χτι­στεῖ πε­ρί­που 40 νέ­ες κα­τοι­κί­ες πού ξα­να­δί­νουν ζωή στό χω­ριό.
  6. . Θ.Η.Ε, τ. 8, σ. 710 καί ἑξ. Ἐ­πί­σης βλ. γιά τό θέ­μα, Ν. Τω­μα­δα­κη, «Λα­ο­γρα­φι­κά έ­πί­θε­τα τῆς Θε­ο­τό­κου», στό Ἰ­ό­νι­ος Ἀν­θο­λο­γί­α, τ. Ε´ (1931), σ. 27 καί ἑξ. Τ. Θε­με­λη, Πε­ρί ἐ­πω­νυ­μί­ων τῆς Πα­να­γί­ας, Ἀ­θῆ­ναι 1932, σσ. 311-314. Φ. Κου­κου­λε, Ἐ­πί­θε­τα τῆς Θε­ο­τό­κου, Ή­με­ρο­λό­γι­ον Μ. Ἑλ­λά­δος, 1932, σσ. 431-444. Κ. Κα­λο­κυ­ρη, Ἡ Θε­ο­τό­κος εἰς τήν εἰ­κο­νο­γρα­φί­αν, Π.Ι.Π.Μ., Θεσ­σα­λο­νί­κη 1972, μέ πολ­λά καί ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα στοι­χεῖ­α, καί Χ. Κον­τα­κη, Εἰς τήν Θε­ο­τό­κον συ­να­γω­γή Πα­τε­ρι­κῶν ὠ­δῶν, προ­ση­γο­ρι­ῶν καί ἐ­πι­θέ­των, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1988, σ. 322. Τρ. Τσομ­πα­νη, «Ἡ Θε­ο­τό­κος στή βυ­ζαν­τι­νή τέ­χνη», περ. Πνευ­μα­τι­κή Δι­α­κο­νί­α, ἔ­τος Γ´, τεῦχ. 8ο (2000), Ἀ­μό­χω­στος-Κύ­προς, σσ. 47-51. Πε­ρί τῆς εἰ­κό­νος τῆς Κρυ­πτο­φέρ­ρης, βλ. στό w­ww. a­b­b­a­z­i­a­g­r­e­ca.it.
  7. . Ἐκ­γυ­κλο­πα­ί­δει­α Με­ί­ζο­νος Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, www.ehw.gr/ konstantinople, Παναγία ή Παμμακάριστος. Βλ. καί Ψηφιδωτή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου, www.ec-patr.org/ mones/fanarion/patr.eikones, ἐπίσης Σ. Ν. Σφυροερα, Κωνσταντινούλη, Πόλη τῆς ἱστορίας, Ἀθήνα 2006, σσ. 222-225.
  8. . www.ecpatr.org/mones/fanarion, ὅπ.π.
  9. . Μονή Κορώνης, www.e.thetokario.blospot.gr
  10. . Παναγία Παμμακάριστος Σκοπέλου, www.agioianargyroihalkidos.blospot.gr
  11. . Α. Γλαβινα, Ἡ ἐπισκοπή Λητῆς καί Ρεντίνης (ἀνάτυπο), Θεσσαλονίκη 1979, σ. 347.