Άκουγα πάντα να το αποκαλούν «το σπίτι των ανέμων» και έτσι το έλεγα και εγώ όταν με ρωτούσε η μάνα μου πού θα πάω για παιχνίδι, έλεγα:
-«όχι μακριά, να… κοντά στο σπίτι των ανέμων», και εννοούσαμε το τριώροφο εκείνο σπίτι που βρισκόταν πίσω από το Δημοτικό σχολείο, ένα σπίτι αρκετά εντυπωσιακό, με μια αισθητική που φανέρωνε αρχιτεκτονική δουλειά των αρχών του 20ου αιώνα, τότε που ο μεγάλος αρχιτέκτονας της Θεσσαλονίκης Παιονίδης, έφερε στην μικρή μας πόλη την δική του αισθητική με τα πέτρινα σχολεία του Γυμνασίου και του πρώτου Δημοτικού, καθώς και τα κτήρια της Εθνικής Τράπεζας και των Λουτρών. Δεν ήξερα γιατί το έλεγαν έτσι, όμως όταν μεγάλωσα πια είδα ότι αυτό το σπίτι ήταν ουσιαστικά ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, μια και οι πρώτοι ιδιοκτήτες του είχαν μετακομίσει από την πόλη μας και σχεδόν χάθηκαν τα ίχνη τους. Άκουσα ότι πήγαν στην Αμερική και αυτή η πληροφορία μου επιβεβαιώθηκε πολλά χρόνια αργότερα όταν μπήκε στο εργαστήριό μου κάποιος νέος κύριος άγνωστός μου για να δει τις ζωγραφιές μου, και μου είπε ότι ήταν Λαγκαδιανός στην καταγωγή, πως ζει στην Αμερική και πως το πατρικό του σπίτι ήταν το γνωστό «σπίτι των ανέμων». Όταν του το είπα χαμογέλασε, δεν ήξερε το γιατί, αλλά φαντάστηκε γιατί …οι ιδιοκτήτες του σκορπίσανε στους πέντε ανέμους, όπως είπε. Ήταν κι αυτή μια ερμηνεία! Το σπίτι αυτό για χρόνια νοικιάζονταν και κατοικούνταν από στρατιωτικούς, κυρίως δόκιμους και υπαξιωματικούς, που δεν δικαιούνταν στέγαση στην λέσχη αξιωματικών που είχε στην πόλη μας.Το διαπίστωνες άλλωστε με την πρώτη ματιά καθώς στα μπαλκόνια του κρεμόταν πάντα μπουγάδες με στρατιωτικές σκελέες και στολές. Νέοι και ελεύθεροι όλοι τους απολάμβαναν τη ζωούλα τους όπως τραβούσε η ψυχή τους, και οι μεγαλύτεροι από μας και πιο πονηρεμένοι έλεγαν ότι στο σπίτι αυτό γράφτηκαν οι πιο μεγάλες αγάπες του Λαγκαδά και εδώ οι συμπατριώτισσές μας αποχαιρέτισαν ό,τι πιο πολύτιμο διέθεταν! Κάποτε ρώτησα την μάνα του:
- -Γιατί ρε μάννα το σπίτι αυτό το λένε «των ανέμων» ;
Ξαφνιάστηκε για την ερώτηση, και απάντησε χωρίς να θέλει να δώσει θαρρείς συνέχεια.
- Ε…γιατί το χτυπάνε οι βοριάδες αφού είναι γωνιακό, αλλά… και …κόμπιασε
λίγο, γιατί … «μπάζει από παντού, παιδάκι μου, είναι όσα έρθουν κι όσα πάνε..».
Αν καταλάβατε εσείς κατάλαβα και γώ! Όταν μια μέρα όμως άκουσα να μαλλιοτραβιέται μια νεαρά με τον νοικάρη Δόκιμο και να κράζονται, κατάλαβα τα λόγια της μάνας μου.
Πάντως το σπίτι αυτό ευτύχησε αργότερα να γνωρίσει δόξες πρωτόγνωρες, αφού νοικιάστηκε για κάποιο διάστημα ως Μητρόπολη για τον πρώτο δεσπότη της πόλης, και αργότερα έγινε και αστυνομικό τμήμα, αποπλύνοντας έτσι ό,τι η μοίρα έριξε σαν φήμη στην πλάτη του. Κατόπιν συντηρήθηκε και κοσμεί την ίδια γωνιά εδώ και χρόνια, χωρίς πλέον τον αχό των «ανέμων».
Θυμήθηκα αυτό το σπίτι καθώς από τότε πολλά σπίτια στη μικρή μας πόλη έγιναν «σπίτια των ανέμων» χωρίς βέβαια το παρελθόν και την ιστορία του, αλλά απλά έμειναν με μόνη συντροφιά το σφύριγμα των ανέμων της πόλης μας και την αδυσώπητη μοναξιά.
Κάποια μέρα ένα δυνατό μπουρίνι, καλοκαιρινό, ήταν αρκετό να κλονίσει συθέμελα ένα τέτοιο σπίτι. Τα δοκάρια του δεν άντεξαν στην πίεση του ανέμου, η βροχή ξέπλυνε και τις τελευταίες πέτρες του που έχασκαν χρόνια τώρα, σα ξεδοντιασμένη γριά, τα παράθυρα δεν είχαν ούτε πλέον παντζούρια να χτυπήσουν για να ζητήσουν βοήθεια και αβοήθητο μόνο στη μοναξιά των χρόνων και της εγκατάλειψης σωριάστηκε στη γη με γδούπο. Κανείς δε νοιάστηκε για το «γκρεμίδι», μόνο οι γείτονες αλαφιάστηκαν βραδιάτικα μην έγινε κανένα κακό και έπεσε πάνω σε περαστικούς ή σε κανένα σταθμευμένο αυτοκίνητο,αλλά πού περαστικός τέτοια ώρα και με τέτοιο χαλασμό!
Δεν μπόρεσα να καταλάβω τελικά αν αυτό το σπίτι έπεσε ή αυτοκτόνησε από μελαγχολία για την εγκατάλειψη τόσων χρόνων;
Την άλλη μέρα μια μπουλντόζα περίμενε υπομονετικά την εντολή για το αποτέλειωμα και τις κόκκινες ταινίες να οριοθετούν τον τόπο του δυστυχήματος.
Πέρασα με το πρώτο φως της μέρας να το δώ.Τραγική φιγούρα μιας εποχής που κανένας δε νοιάστηκε να την περισώσει, ίσως γιατί η εποχή μας θέλει τη βολή και την άνεσή της και δε σκοτίζεται και πολύ για λαϊκές αρχιτεκτονικές και παραδοσιακές αναμνήσεις που κανέναν δε συγκινούν πια παρά μόνο ρομαντικούς και αρχαιολόγους. Περίμενα να δω πάνω στα χαλάσματα έστω ένα λουλούδι, όπως θα κάναμε σε κάθε κτήριο που θα έπεφτε με τέτοιο τραγικό τρόπο.Ύστερα είπα γελώντας στον εαυτό μου:
-Σιγά ρε φίλε δεν έπεσαν και οι δίδυμοι πύργοι!
Κάποιοι χάρηκαν για το θέαμα. Επιτέλους να ξεκαθαρίσει η γειτονιά, άλλοι είπαν ευτυχώς που δε σκότωσε και κανέναν νάχουμε και τραβήγματα, άλλοι το προσπέρασαν αδιάφορα και αναρωτήθηκαν γιατί επιτέλους δεν βρίσκεται κάποιος να το αποτελειώσει να καθαρίσει ο τόπος!Στον τοίχο έγραφε ακόμα το όνομα μιας ποδοσφαιρικής ομάδας που οι φίλαθλοι αρέσκονταν στη βεβήλωση περιουσιών που δεν τους ανήκαν. Η πρόσοψη έμεινε να στέκεται στον αέρα και να προσπαθεί θαρρείς να κρατηθεί ακόμα στο παρόν με νύχια και με δόντια. Ένας τοίχος μπαγδατί,από ξύλα και λάσπη, με τα παράθυρα ανοιχτά σαν μάτια ορθάνοιχτα από την αγωνία του τελευταίου επιθανάτιου σπασμού, ή σαν στόματα που προσπαθούν να πάρουν την τελευταία ανάσα και να την παραδώσουν στην αιωνιότητα. Ίχνος ζωής…δεν υπήρχε. Κι όμως κάποτε σ’ αυτά τα παράθυρα κάποια μάτια και πρόσωπα θα παρατηρούσαν το δρόμο και θα ομόρφυναν τη γειτονιά με την εικόνα τους, ή κάτω απ’ αυτά τα παραθύρια θ’ ακούστηκε«το παραθύρι σου άνοιξε ,ρίξε μου μια γλυκειά ματιά». Η αυλή γεμάτη σπασμένα ξύλα και κεραμίδια, καλαμωτές και σοβάδες που σκέπαζαν τα λίγα χόρτα και κάποια ξεχασμένα λουλούδια που επέμεναν στα χρόνια της εγκατάλειψης και της μοναξιάς να ανθίζουν για να κάνουν παρέα στο σπίτι, να τονίζουν την ομορφιά του και να ελπίζουν σε μιαν άλλη άνοιξη, πλην όμως ματαίως.
Έφυγα με μια θλίψη στην ψυχή. Το απόγευμα ξαναπέρασα για να το δω με το φως του εσπερινού και να το φωτογραφήσω. Ίδια εικόνα προς το μελαγχολικότερο τώρα. Το βράδυ δεν περίμενα να φτάσει και με βρήκε να χαζεύω απέναντι από τα παράθυρα το θέαμα. Το φεγγάρι μόλις είχε πάρει ν’ ανεβαίνει ψηλά και μέσα απ’ τα σπασμένα και ορθάνοιχτα παράθυρα ξεπρόβαλλε η μορφή του για να φωτίσει το γκρεμισμένο σπίτι. Καθώς δεν υπήρχε τοίχος να κόψει το φως του, το έβλεπες να περνά από το κάθε παράθυρο και δεν μπορώ να φανταστώ τι θαύμαζε το φεγγάρι; ό,τι απόμεινε ή την μοναξιά των χαλασμάτων. Πιθανόν να έβλεπε και έναν περίεργο σαν κι εμένα που θαύμαζε άραγε τι; Άναψα ένα ρεσώ πάνω στις πέτρες στη μνήμη των ανθρώπων που έζησαν κάποτε εδώ. Το λιγοστό φως γλύκανε λίγο την ατμόσφαιρα των χαλασμάτων.Τα παρμάκια του μπαλκονιού έχασκαν στον αέρα και καθώς τα φώτιζε το φεγγάρι έμοιαζαν σαν πολεμίστρες θαρρείς έτοιμες για τη μάχη ή σαν απολήξεις ενός κάστρου παλιού. Ένα βραδινό αεράκι πέρασε και δρόσισε το πρόσωπό μου, και καθώς πλησίασα πιο κοντά στα χαλάσματα άκουσα τον αγέρα να τραγουδά μέσα απ’ τις πέτρες και τα κρεμασμένα φουρούσια. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ταύτισα το τραγούδι του με ένα γνωστό κι αγαπημένο τραγούδι:
«Τα πνεύματα επιστρέφουνε τις νύχτες
φωτάκια από αλύτρωτες ψυχές
κι αν δεις εκεί ψηλά στις πολεμίστρες
θα δεις να σε κοιτάζουνε μορφές.
Και τότε ένα παράπονο σε πιάνει
και στα καντούνια μέσα σε γυρνά
η πόλη μια παλιά αγαπημένη
που συναντάς σε ξένη αγκαλιά».
Στην αγκαλιά της μάνας γης! Ίδια θαρρείς τραγική η μοίρα ανθρώπων και κτισμάτων!
Ανατρίχιασα καθώς πέρασε από το μυαλό μου ότι μπορεί απόψε όλα τα πνεύματα των ψυχών που έζησαν σ’ αυτό το σπίτι, ίσως να πλανώνται μέσ’τα χαλάσματα και να θρηνούν για το χαμό του. Και σα να βλέπω σκιές και τις μορφές των φίλων του σπιτιού και των γειτόνων, που κάποτε σ’ αυτό το αρχοντικό έζησαν τη χαρά, την ευτυχία και το δάκρυ και το μοιράστηκαν μεταξύ τους, σίγουρα δεν θα ήθελαν ν’ αφήσουν μόνους τους νοικοκυραίους στην μοναξιά μιας απώλειας. Κάποια στιγμή ακούστηκε η φωνή μιας κουκουβάγιας, που προφανώς έχασε τη φωλιά της σ’ αυτό το σπίτι και αναζητούσε αλλού πια στέγη. Όλα αυτά τα σπίτια χρόνια τώρα τα συντρόφευαν κουκουβάγιες και τριζόνια και έτσι απάλυναν την μοναξιά και έδιναν έναν τόνο ζωής στη σιωπή. Η γιαγιά μου έλεγε ότι η κραυγή της κουκουβάγιας προμηνύει θάνατο.
Να η τυφλή κυρα-Μυγδάλω που κάποτε αυτοί οι τοίχοι στήριζαν τα βήματά της, έρχεται ψαχουλεύοντας να δει με τα μάτια της ψυχής της ό,τι απόμεινε απ’ τα παλιά. Η κυρά Πασχαλίνα, η Λενκούδα, η κυρά Βαγγελιώ, ο μπαρμπα-Γιώργης, ο κυρ- Γιάννης ,ο κυρ-Βαγγέλης, ο μπαρμπα Στέργιος, μορφές και σκιές από την αιωνιότητα με βήματα αργά και κουρασμένα φτάνουν για να συντροφέψουν στο τελευταίο ξόδι της την ψυχή του σπιτιού. Το αγέρι δυνάμωσε και τώρα το τραγούδι του σαν σφύριγμα ερχόταν πλέον στα χείλη μου: «Τα πνεύματα επιστρέφουνε τις νύχτες, φωτάκια από αλύτρωτες ψυχές…κι αν δεις εκεί ψηλά στις πολεμίστρες θα δεις να σε κοιτάζουνε μορφές»…ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό, προσπάθησα να μη γίνει λυγμός για την απώλεια μιας ιστορίας ακόμα.
Πήρα το δρόμο για το σπίτι. Καθ’ οδόν συνάντησα κι άλλα σπίτια όπου ο αγέρας περιέργως πως, τραγουδούσε το ίδιο τραγούδι τώρα πιο δυνατά. Είναι τα σπίτια των ανέμων, γιατί τελικά ο άνεμος είναι η μόνη ανάσα ζωής που έχουν αυτά τα σπίτια της πόλης μας.