Τρύφων Τσομπάνης Αθανάσιος Κατσιγκάς
Επικουρος Καθηγητης ΑΠΘ πρωτοππρεσβύτερος Mr Θεολογίας
Ο ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΧΩΡΟΥΔΑΣ
ΧΩΡΟΥΔΑ 2014
Ἀξίζουν πολλά συγχαρητήρια καί εὔσημα σέ ὅλους τούς Χωρουδιανούς καί ἰδιαίτερα στόν Πολιτιστικό Σύλλογο γιά τόν ἀγώνα καί τήν προσπάθεια πού καταβάλλουν ἐδῶ καί χρόνια, προκειμένου νά διατηρήσουν ζωντανή τήν ἱστορία καί τήν παράδοση τοῦ οἰκισμοῦ, ἀλλά παράλληλα νά κρατήσουν ὑψηλά καί τό θρησκευτικό ὀρθόδοξο φρόνημα πού πηγάζει ἀπό τόν ἱστορικό αὐτό Ναό, τόν ὁποῖο προσπαθοῦν νά προβάλλουν καί νά διαφυλάξουν, ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: Στό διάβα τῶν καιρῶν
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: Ὁ μεταβυζαντινός Ναός ἁγίου Ἀθανασίου
1. Ὁ Ναός
2. Οἱ τοιχογραφίες
3. Ὁ νότιος τοῖχος
4. Ὁ βόρειος τοῖχος
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: Αἰσθητική θεώρηση τοῦ ζωγραφικοῦ διακόσμου
ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ: Καταγραφή τῶν φορητῶν Εἰκόνων
ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ: Ἡ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου
ΕΚΤΟ ΜΕΡΟΣ: Λειτουργικές ἐμπειρίες
Α) Παπαδιαμάντικες Ἐμπειρίες στόν Ἀι-Θανάση τῆς Χωρούδας
Β) 2012. Ἀνάσταση στήν ὄμορφη καί γραφική Χωρούδα
ΕΒΔΟΜΟ ΜΕΡΟΣ: Καρτέλες φωτογραφιῶν 9ης Ἐφορίας Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων
ΟΓΔΟΟ ΜΕΡΟΣ: Φάσεις ἐργασιῶν ἀποκατάστασης
1. Ἐργασίες Ἀποκατάστασης τῆς στέγης
2. Φωτογραφικό ὑλικό ἐργασιῶν ἀποκατάστασης τῆς στέγης
3. Ἐργασίες Ἀποκατάστασης ἁγίας Τραπέζης
4. Ἐργασίες Ἀπεντόμωσης
ΕΝΑΤΟ ΜΕΡΟΣ : Πηγές – Βοηθήματα
Ο Αγιος Αθανάσιος Ο Μέγας
̔O ἅγιος Ἀθανάσιος γεννήθηκε κατά τό ἔτος 295 μ.Χ. στήν Ἀλεξάνδρεια ἀπό Χριστιανούς γονεῖς. Ἔτυχε ἐπιμελημένης ἐκπαιδεύσεως φιλοσοφικῆς καί θεολογικῆς. Κατά τήν νεανική του ἡλικία συνδέθηκε μέ τόν Μέγα Ἀντώνιο καί ἀσκήτευσε μαζί του στήν ἔρημο.
Στήν ἀρχή χειροθετήθηκε ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας καί τό 318 μ.Χ. ἦταν ἤδη Διάκονος. Τό ἔτος 325 μ.Χ. συνοδεύει τόν γέροντα Πατριάρ-χη Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο στήν Νίκαια, ὅπου συγκλήθηκε ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, «τοῦ χοροῦ τῶν διακόνων ἡγούμενος». Ἐκεῖ, χάρη στήν μόρφωσή του καί μάλιστα στήν θερμουργό καί ἀκλόνητη πίστη του, ἀναδείχθηκε ἕνας ἀπό τούς θαρραλέους ἀγωνιστές κατά τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Μάλιστα δέ, ὅπως ἀποφάνθηκε ἡ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Σύνοδος τοῦ 399 μ.Χ., κυρίως ὁ Ἀθανάσιος «τὴν νόσον τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἔστησεν». Κανένας, ἴσως, ἄλλος ἀπό τούς Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, τῆς περιόδου ἐκείνης, δέν ἀντιμετώπισε τόσο σπουδαῖα ἐκκλησιαστικά καί θεμελιώδη προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἦταν τά περί Θεοῦ, κόσμου, ἀνθρώπου, δημιουργίας, τριαδολογίας, ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, σωτηρίας, χριστολογίας, πνευματολογίας, Οἰκουμενικῆς Συνόδου κ.ἄ.
Ἡ φήμη τοῦ Ἀθανασίου ἑδραιώθηκε τόσο πολύ κατά τήν Σύνοδο τῆς Νίκαιας, ὥστε μετά ἀπό λίγο, ὅταν πέθανε ὁ γέροντας Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος († 17 Ἀπριλίου 328 μ.Χ.), ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας πιθανότατα τόν ἴδιο χρόνο.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, κατά τά 46 ἔτη τῆς ἀρχιερατείας του, ὑπῆρξε ὁ στύλος τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ κατ’ ἐξοχήν Πατήρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Μερίμνησε δραστήρια γιά τήν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας του. Περιηγούμενος τήν ἐπαρχία του, μετέβη στήν Θηβαΐδα, τήν Πεντάπολη, τήν Κάτω Αἴγυπτο γιά νά δεῖ ἀπό κοντά τίς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, τό ὁποῖο τόν ὑποδεχόταν παντοῦ μέ ἐνθουσιασμό. Ἐγκαθιστοῦσε στίς διάφορες πόλεις ἄξιους καί ἱκανούς Ἐπισκόπους, μεταξύ τῶν
ὁποίων καί τόν Ἅγιο Φρουμέντιο († 30 Νοεμβρίου), τόν ὁποῖο χειροτόνησε Ἐπίσκοπο Ἀξώμης.
Ὅμως, οἱ Ἀρειανοί, δημιούργησαν πολλές ταραχές καί ὀχλήσεις στόν Ἅγιο, τόν ὁποῖο συκοφαντοῦσαν. Ὁ Ἅγιος ἐξορίστηκε πέντε φορές καί διῆλθε περισσότερα ἀπό δεκαέξι χρόνια τῆς ἀρχιερατείας του στήν ἐξορία. Ἐσύρθη κατ’ ἐπανάληψη ἀπό τούς Ἀρειανούς ἐνώπιον Συνόδων καί καθαιρέθηκε. Καταδιώχθηκε
ἀπό αὐτοκράτορες, ὑπέφερε ἀνεκδιήγητες ταλαιπωρίες καί στερήσεις, εἶδε πολλούς ἀπό τούς συνεργάτες του νά ὑποκύπτουν στίς πιέσεις καί τήν βία τῶν Ἀρειανῶν καί τόν Ἐπίσκοπο Ρώμης Λιβέριο (352-366 μ.Χ) νά ὑπογράψει ἀρειανικό ὅρο πίστεως, γιά νά ἀποφύγει τήν ἐξορία. Ἦλθαν στιγμές, κατά τίς ὁποῖες ὁ χριστιανικός κόσμος φαινόταν ἀντίθετος πρός τόν Ἅγιο, ἀλλά αὐτός ποτέ δέν κάμφθηκε καί ἀγωνιζόταν γιά τήν ἀλήθεια.
Ἀφορμή γιά τίς διώξεις κατά τοῦ Ἁγίου, ἔδωσε ἡ ἄρνησή του νά ἀποκαταστήσει στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία τόν ὑπό τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθαιρεθέντα Ἄρειο, ὁ ὁποῖος παρουσιαζόταν ὑποκριτικά ὡς ἀποδεχόμενος τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ὅταν ὁ Ἄρειος ἀνακλήθηκε ἀπό τήν ἐξορία ὑπέβαλε τό 330 ἤ 331 μ.Χ. ὁμολογία πίστεως, στήν ὁποία ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νά ἀναφέρει τίς ἀρειανικές ἐκφράσεις. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος εἶδε τήν ἀπάτη καί τό δόλο τοῦ Ἀρείου καί ἀρνήθηκε κατηγορηματικά νά δεχθεῖ σέ κοινωνία τόν Ἄρειο παρά τήν διαταγή τοῦ αὐτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μετά τήν ἄρνηση τοῦ Ἁγίου, οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν νά ὀργανώνουν συστηματικά τόν κατ’ αὐτοῦ ἀγώνα. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος, ἄν καί τιμοῦσε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο γιά τό ἦθος καί τό θάρρος του, παρασύρθηκε τελικά ἀπό τίς συνεχεῖς ἐναντίον του μηχανορραφίες τῶν Ἀρειανῶν καί διέταξε τήν σύγκλιση Συνόδου στήν Καισάρεια, τό 335 μ.Χ., μέ σκοπό τήν ἐξέταση τῶν κατηγοριῶν κατά τοῦ Ἀθανασίου. Ἡ Σύνοδος τελικά συγκλήθηκε στήν Τύρο τῆς Φοινίκης. Ὁ Ἀθανάσιος συνῆλθε στήν Σύνοδο, στήν ὁποία παρέστησαν 60 Ἀρειανοί Ἐπίσκοποι. Οἱ κατηγορίες δέν ἦταν δυνατόν νά σταθοῦν παρά τά ἐφευρήματα τῶν αἱρετικῶν. Ἐπειδή, ὅμως, ἔγινε ἀντιληπτό ὅτι οἱ ἐχθροί τοῦ Ἀθανασίου ζητοῦσαν νά τόν φονεύσουν, οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλέως, πού εἶχαν ἐπιφορτισθεῖ τήν τήρηση τῆς τάξεως καί τῆς εἰρήνης, τόν φυγάδευσαν κρυφά. Ἔτσι κατέφυγε στήν Κωνσταντινούπολη καί ζήτησε νά δεῖ τόν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος λόγω τῶν διαβολῶν, ἀρνήθηκε νά τόν δεχθεῖ σέ ἀκρόαση καί διέταξε τήν ἐξορία του στήν Γαλατία. Ἐπανῆλθε στήν ἕδρα του μετά τόν θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, στίς 23 Νοεμβρίου 337 μ.Χ. Πλήν ὅμως καί πάλι οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν τίς κατ’ αὐτοῦ διαβολές καί συκοφαντίες. Τότε ὁ Ἀθανάσιος συγκάλεσε Σύνοδο στήν Ἀλεξάνδρεια, τό 339 μ.Χ στήν ὁποία ἔλαβαν μέρος 100 Ἐπίσκοποι. Οἱ ἐχθροί του τότε, συγκρότησαν ἀρειανική Σύνοδο στήν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία τόν καθαίρεσε καί ὅρισε ὡς Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας τόν Εὐσέβιο τόν Ἐμισηνό, ἀντ’ αὐτοῦ δέ, ἐπειδή δέν ἀποδέχθηκε τήν ἐκλογή, τόν Καππαδόκη Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος ἐγκαταστάθηκε στήν Ἀλεξάνδρεια διά τῆς βίας μετά τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.
Τότε ὁ Ἅγιος κατέφυγε στήν Ρώμη, ὅπου εὑρίσκονταν καί ἄλλοι ἐξόριστοι Ἱερεῖς καί Ἐπίσκοποι. Ἐκεῖ, τόν δέχθηκαν ὅλοι μέ τιμή καί ἀναγνώρισαν τούς ἀγῶνες του ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι, ὁ Πάπας Ἰούλιος συγκάλεσε, τό ἔτος 341 μ.Χ., Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀναγνώρισε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο ὡς κανονικό Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας καί τόν κήρυξε ἀθῶο ἀπό ὅλες τίς κατηγορίες τῶν ἐχθρῶν του.
Ὅταν τό 345 μ.Χ. πέθανε ὁ Ἀλεξανδρείας Γρηγόριος, κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ Κώνσταντος, ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος ἀνακάλεσε τόν ἅγιο Ἀθανάσιο ἀπό τήν ἐξορία. Ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε γενόμενος δεκτός θριαμβευτικά ἀπό τό ποίμνιό του. Ἀλλά καί αὐτή τήν φορά μόνο γιά λίγο ἔμεινε ἀδιατάρακτος στήν ἕδρα του, διότι μετά τήν δολοφονία τοῦ Κώνσταντος, τό ἔτος 350 μ.Χ., ὁ Κωνστάντιος, πεισθείς σέ νέες διαβολές καί πιέσεις τῶν φίλων τῶν Ἀρειανῶν, καταδίκασε συνοδικῶς τόν ἅγιο Ἀθανάσιο. Ἀπέστειλε μάλιστα καί στρατιῶτες, γιά νά τόν συλλάβουν τήν νύκτα τῆς 9ης Φεβρουαρίου 356 μ.Χ., ἐνῶ τελοῦσε παννυχίδα μέ πλῆθος πιστῶν στόν Ναό τοῦ ἁγίου Θεωνᾶ. Ὁ Ἅγιος φυγαδεύτηκε στήν ἔρημο, ὅπου παρέμεινε ἕξι χρόνια, παρακολουθώντας τίς κινήσεις καί ἐνέργειες τῶν Ἀρειανῶν καί στηρίζοντας τούς κλονιζόμενους Χριστιανούς.
Τέλος, ἐπί αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.) μπόρεσε νά ἐπανέλθει στήν Ἀλεξάνδρεια καί νά συγκροτήσει Σύνοδο ἡ ὁποία ἀποτέλεσε σημαντικότατο σταθμό στήν ἱστορία τῶν ἀγώνων τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
Οἱ διωγμοί συνεχίστηκαν καί ἐπί αὐτοκράτορα Οὐάλη, πού ἐξόρισε τόν Ἅγιο. Φοβούμενος ὅμως ἐξέγερση τοῦ λαοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀναγκάσθηκε νά ἀνακαλέσει τόν Ἅγιο ἀπό τήν ἐξορία.
Ἀγωνιζόμενος γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη μέχρι τό τέλος τοῦ βίου του, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη στίς 2 Μαΐου 373 μ.Χ., σέ ἡλικία 75 ἐτῶν, ἀφοῦ κατεκόσμησε τόν θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας.
Ἡ Ἐκκλησία πολύ νωρίς τοῦ ἀπένειμε τόν τίτλο τοῦ Μεγάλου Πατρός αὐτῆς. Εἶναι ἐκεῖνος πού διαισθάνθηκε καί ἀντιλήφθηκε ἄριστα τίς λεπτεπίλεπτες σχέσεις ἀλληλεξαρτήσεως τῶν ἐπί μέρους ἀληθειῶν τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖες στήν σκέψη του ἀποτελοῦν τμήματα μιᾶς καί τῆς αὐτῆς ἀλήθειας, ὥστε ἡ πλάνη περί τήν μία ἐπί μέρους ἀλήθεια, νά συνεπάγεται ἀναπότρεπτα τήν ἀνατροπή ὁλόκληρου τοῦ συστήματος τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καί τήν δημιουργία αἱρέσεως.
Ἀλλά ὁ Ἅγιος καί μέ τόν καθόλου βίο του, ἀπέδειξε τό ἐνάρετο καί τό εὐσεβές τοῦ ἤθους αὐτοῦ σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε τό ὄνομά του νά ἀποβεῖ ταυτόσημο πρός τήν ἀρετή. Γι’ αὐτό λέγει ἐπιγραμματικά ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός: «Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετὴν ἐπαινέσομαι· ταὐτὸν γὰρ ἐκεῖνόν τε εἰπεῖν καὶ ἀρετὴν ἐπαινέσαι». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος συνεχίζοντας παρατηρεῖ ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔγινε κατ’ ἐξοχήν δέκτης τοῦ θείου φωτισμοῦ, ἔφθασε σέ ὕψος βιβλικῶν προσώπων καί ἴσως μάλιστα κάποια ἀπό αὐτά νά ὑπερέβαλε, γιατί κυριολεκτικά ἑνώθηκε καί ἔγινε ἕνα μέ τό θεῖο φῶς. Καί ἔτσι μόνο κατόρθωσε νά ἀντιμετωπίσει τίς μεγάλες κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Εργοις λάμψαντες Ὀρθοδοξίας, πᾶσαν σβέσαντες, κακοδοξίαν, νικηταὶ τροπαιοφόροι γεγόνατε· τῇ εὐσεβείᾳ τὰ πάντα πλουτήσαντες, τὴν Ἐκκλησίαν μεγάλως κοσμήσαντες, ἀξίως εὕρατε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, δωρούμενον πᾶσι τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Ως βρύσις δίκρουνος, λαμπρῶς βλυστάνετε, δογμάτων πέλαγος, πᾶσι τοῖς πέρασιν, Ἱεραρχῶν ἡ ξυνωρίς, ἐκφάντορες τῶν ἀρρήτων, Πάτερ Ἀθανάσιε, τῆς Τριάδος τὸ ὄργανον, καὶ θεόφρον Κύριλλε, Θεοτόκου ὁ πρόμαχος, σοφίας οὐρανίου κρατῆρες, πᾶσι ζωῆς κιρνῶντες πόμα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ιεράρχαι μέγιστοι τῆς εὐσεβείας, καὶ γενναῖοι πρόμαχοι, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πάντας φρουρεῖτε τοὺς ψάλλοντας· Σῶσον Οἰκτίρμον, τοὺς πίστει τιμῶντάς σε.
Μεγαλυνάριον.
Ανθραξ Ἀθανάσιος νοητός, ὤφθη καταφλέγων, τὴν Ἀρείου ὕλην σαθράν· κῦρος δὲ δογμάτων, ὁ Κύριλλος παρέχει, ἐλέγχων Νεστορίου, τὴν ἀθεότητα.
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ
Γιά νά μήν χαθοῦν
τά ἴχνη τῶν προγόνων μας
καί τά δικά μας βήματα.[1]
Η Χωρούδα, χωριό τῆς Ἐπαρχίας Λαγκαδᾶ, ἔπαψε νά ὑπάρχει τό 1947. «Διαπιστώσαντες ὅτι καθημερινῶς συμμορῖται ἐπισκέπτονται τὸ χωρίον Χωροῦδα καὶ λαμβάνωσιν ἐξ αὐτοῦ τρόφιμα, πληροφορίας καὶ πεισθέντες ὅτι ἡ σύμπτυξις τοῦ χωρίου θὰ δυσχεράνῃ τὴν τροφοδοσίαν καὶ κίνησιν τῶν συμμοριτῶν παραγγέλλομεν ὅπως ἐντὸς 5θημέρου ἀπὸ τῆς λήψεως τῆς παρούσης ὑποχρεώσατε ἅπαντας τοὺς κατοίκους τοῦ ἀνωτέρω χωρίου νὰ μετοικήσωσι εἰς Βερτίσκον ἢ ἕτερα χωρία τῆς περιφερείας Νηγρίτης προσωρινῶς καὶ μέχρι νεωτέρας διαταγῆς ἡμῶν…».[2] Τό 1918 μέ Βασιλικό Διάταγμα, ὡς συνοικισμός ἑνώνεται μέ τήν Κοινότητα τῆς Μπέροβας (Βερτίσκου).[3] Τό 1927 μέ Προεδρικό Διάταγμα ἀναγνωρίζεται ὡς ἀνεξάρτητα Κοινότητα. «Ἀναγνωρίζεται ἐν τῷ Νομῷ Θεσσαλονίκης, Ὑποδιοικήσει Λαγκαδᾷ εἰς ἰδίαν Κοινότητα ὁ συνοικισμὸς Χωρούδα ὑπό τὸ ὄνομα «Κοινότης Χωρούδας» καὶ μὲ ἕδραν τὸν ὁμώνυμον συνοικισμὸν ἀποσπώμενος τῆς Κοινότητος Μπερόβης».[4] Τό 1957 καταργεῖται ὡς ἀνεξάρτητη Κοινότητα καί πάλι ἑνώνεται μέ τήν Κοινότητα Βερτίσκου. «Αἱ Κοινότητες Κυδωνέας Χωρούδας ἐν τῇ Ἐπαρχίᾳ Λαγκαδᾷ Θεσσαλονίκης καὶ τῷ Νομῷ Θεσσαλονίκης καταργοῦνται καὶ ἑνοῦνται ἀντιστοίχως μετὰ τῶν Κοινοτήτων Λαχανᾶ καὶ Βερτίσκου».[5]
Τά ὑπάρχοντα ἐρείπια τῶν σπιτιῶν, τοῦ μεγάλου σχολείου –δεῖγμα ζωντάνιας τοῦ χωριοῦ– ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Ἀθανάσιου τοῦ Μεγάλου, τό μοναδικό κτίριο πού ἄντεξε στήν φθορά τοῦ χρόνου καί στήν μανία τῶν ἀνθρώπων, ἔμειναν οἱ μοναδικοί καί σιωπηλοί μάρτυρες τῆς ἱστορίας της.
Ἕνα χωριό πού σήμερα, ἄν ἄντεχε στόν χρόνο καί κατόρθωνε νά ξεπεράσει τά δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, θά ἦταν δεῖγμα γραφικότητας, δημιουργικότητας καί ὀμορφιᾶς.
Μιά τοποθεσία βουτηγμένη στό πράσινο, σέ ὑψόμετρο 640 περίπου μέτρων, τριγυρισμένη ἀπό δασώδη βουνά, σπίτια χτισμένα μέ μεράκι καί καλλιτεχνική εὐαισθησία, δουλεμένα μέ ξύλο καί πέτρα, μαρτυροῦν γιά τήν ἱστορία, τήν ζωή καί τό ἦθος τῶν ἀνθρώπων. Αὐτῶν πού ἀγάπησαν τό μικρό τους χωριό, ἀγάπησαν τόν ἅγιο Ἀθανάσιο, τοῦ ἀφιέρωσαν τόν μοναδικό Ναό τους, τόν κόσμησαν, τόν συντήρησαν, τόν τίμησαν. Καί ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος φρουρός τοῦ χωριοῦ καί φύλακας, ἀνέλαβε μετά ἀπό τόσους χρόνους νά διαιωνίσει τήν ἱστορία τους, σώζοντας ὄχι μόνο τόν Ναό καί τίς ἐξαίρετες τοιχογραφίες του, ἀλλά διατηρώντας ἄσβηστη τήν ἱστορία καί τήν μνήμη τοῦ χωριοῦ.[6] (Φωτ. 1)
Ἴσως ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ Ναός του, σήμερα κανείς δέν θά μιλοῦσε γιά τήν μικρή Χωρούδα, κανείς δέν θά ἀναφερόταν στήν ζωή καί τήν ἱστορία τοῦ χωριοῦ καί τῶν ἀνθρώπων του, πού, ἐνῶ τόσο ἀγάπησαν τό χωριό τους, ξεριζώθηκαν ἄδικα καί μετανάστευσαν μέσα στήν ἴδια τους τήν πατρίδα. «Τὰ βέλη τοῦ δυνατοῦ ἠκονημένα, σὺν τοῖς, ἄνθραξι τοῖς ἐρημικοῖς.
Οἴμοι! ὅτι ἡ παροικία μου ἐμακρύνθη, κατεσκήνωσα μετὰ τῶν σκηνωμάτων Κηδάρ, πολλὰ παρῴκησεν ἡ ψυχή μου. Μετὰ τῶν μισούντων τὴν εἰρήνην ἤμην εἰρηνικός, ὅταν ἐλάλουν αὐτοῖς, ἐπολέμουν με δωρεάν».[7] Τοῦτο τό ψαλμικό χωρίο λέει πολλά.
Φωτ 1. Γενική ἄποψη τοῦ Ναοῦ.
Ἡ ἱστορία τοῦ «παλαιοῦ Ἰσραήλ» πολλές φορές ἐπαναλαμβάνεται στήν ζωή τοῦ «νέου Ἰσραήλ», στήν ζωή τῆς χριστιανοσύνης, πού κατορθώνει πάντα νά ἐπιβιώνει καί καταφέρνει μέσα ἀπό τούς πόνους τοῦ ξεριζωμοῦ νά ψελλίζει δοξαλογικά στόν Θεό: «ἡ ψυχὴ ἡμῶν, ὡς στρουθίον ἐῤῥύσθη ἐκ τῆς παγίδος τῶν θηρευόντων· ἡ παγὶς συνετρίβη καὶ ἡμεῖς ἐῤῥύσθημεν, ἡ βοήθεια ἡμῶν ἐν ὀνόματι Κυρίου, τοῦ ποιήσαντος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν».[8]
Ἡ Χωρούδα δέν ἀνῆκε μόνο διοικητικά στήν Ἐπαρχία Λαγκαδᾶ, ἀλλά καί ἐκκλησιαστικά. Σήμερα βρίσκεται μέσα στά ὅρια τῆς Μητροπόλεως «Λαγκαδᾶ», ἡ ὁποία ἀριθμεῖ περίπου σαράντα ἐνορίες. Ὅμως καί κατά τό παρελθόν, ὅταν δέν ὑπῆρχε αὐτοτελής Μητρόπολη «Λαγκαδᾶ», ἀλλά ἡ περιοχή ὑπαγόταν διοικητικά καί ἐκκλησιαστικά στήν Θεσσαλονίκη ἡ Χωρούδα ἦταν ἕνα ἀπό τά δεκατρία χωριά πού ἀποτελοῦσαν τήν Ἐπισκοπή «Λητῆς καί Ρεντίνης», ἡ ὁποία ἦταν ὑποκείμενη στήν Μητρόπολη Θεσσαλονίκης.
Ἡ ὕπαρξη τῆς Ἐπισκοπῆς «Λητῆς καί Ρεντίνης» μαρτυρεῖται γιά πρώτη φορά τό ἔτος 980. Στά πρό τοῦ 980 «τακτικά», μεταξύ τῶν Ἐπισκοπῶν τῆς Θεσσαλονίκης δέν ἀναφέρεται ἡ Ἐπισκοπή «Λητῆς».[9]
Ἐδῶ πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἡ Λητή εἶναι μιά ἀπό τίς ἀρχαιότερες πόλεις τῆς περιοχῆς καί ἐμφανίζεται στίς πηγές ἀπό τόν 6ο π.Χ. αἰώνα, μέχρι τόν 3ο μ.Χ. αἰώνα. Κειμένη σέ ἐπίκαιρη θέση ἦταν μιά ἀπό τίς πιό σημαντικές πόλεις τῆς Μυγδονίας, ὅπως λεγόταν τότε ἡ περιοχή Λαγκαδᾶ. Ἀργότερα συνεχίζει τήν ζωή της σιωπηλά καί δημιουργικά ὡς τίς μέρες μας.[10]
Στήν «τάξιν πρωτοκαθεδρίας τῶν ὑπὸ τὸν ἀποστολικὸν θρόνον τῆς Κωνσταντουπόλεως τελούντων μητροπολιτῶν καὶ τῶν ὑπ᾽ αὐτούς ἐπισκόπων» τοῦ 980 μ.Χ. ἀναφέρονται ἕντεκα Ἐπισκοπές ὑπό τόν Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης: ὁ Κίτρους, ὁ Βερροίας, ὁ Δραγουβιτίων, ὁ Σερβίων, ὁ Κασσανδρείας, ὁ Καμπανίας ἤτοι Καστρίων, ὁ Πέτρας, ὁ Ἑρκουλίων ἤτοι Ἀρδαμέρεως, ὁ Ἱερισσοῦ ἤτοι Ἁγίου ὄρους, ὁ Λίτης καὶ Ῥεντίνης, ὁ Βαρδαριωτῶν ἤτοι Τούρκων.[11]
Ἔκτοτε καί μέχρι τόν 17ο αἰώνα, ἡ Ἐπισκοπή ἀναφέρεται σέ ὅλα τά «τακτικά». Άπό τά μέσα του Ι7ου αἰώνα, μέχρι τά μέσα του 19ου αἰώνα, ἡ Ἐπισκοπή «Λητῆς καὶ Ῥεντίνης» δέν αναφέρεται στούς καταλόγους τῶν Ἐπισκόπων Θεσσαλονίκης.[12]
Κατά τό β´ μισό ὅμως τοῦ 18ου αἰώνα, ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Θεοδόσιος (1767-1769) ἐπανίδρυσε τήν Ἐπισκοπή «Λητῆς καὶ Ῥεντίνης» καί ἐξέλεξε ὡς ἐπίσκοπο τόν Πρωτοσύγκελλό του Κύριλλο. Στό γράμμα πού ἀπευθύνει ὁ Θεοδόσιος στούς Κληρικούς καί γέροντες τῆς περιοχῆς ἀναφέρεται καί τό ὄνομα τῆς Χωρούδας ὡς ἑνός ἐκ τῶν δεκατριῶν χωριῶν πού ὑπόκεινται στήν Ἐπισκοπή.
Τὸ γράμμα ὁποὺ ἐδόθη παρὰ τοῦ Ἁγίου Θεσσαλονίκης κυρ Θεοδοσίου
πρὸς τὸν νέον Ἐπίσκοπον Λιτῆς καὶ Ῥενδίνης
Θεοδόσιος
ἐλέῳ Θ(εο)ῦ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκ(ης) ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πά(σης) Θετταλί(ας).
«Ἐντιμώτατοι κληρικοὶ τῆς ἁγιωτάτης Ἐπισκοπῆς Λιτῆς καὶ Ῥενδίνης καὶ εὐλαβέστατοι ἱερεῖς, τίμιοι καὶ χρήσιμοι γέροντες πάντων τῶν ὑποκειμένων αὐτῇ χωρί(ων) καὶ λοιποὶ πάντες εὐλογημένοι χριστιανοὶ τῆς ἐπαρχί(ας) ταύτης, τέκνα ἐν κ(υρί)ῳ ἀγαπητὰ καὶ περιπόθητα τῆς ἡμῶν μετριότητος· χάρις εἴη ὑμῖν ἅπασιν εἰρήνη τε καὶ ἔλεος ἀπὸ Θ(εο)ῦ παντοκράτορας κυ[ρίου] δὲ ἡμῶν Ἰησοῦ Χ(ριστο)ῦ, παρ᾽ ἡμῶν δὲ εὐλογία καὶ συγχώρησις.
Διὰ τοῦ παρόντος ἡμῶν δηλοποιοῦμεν ἁπαξάπασιν τοῖς ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ταύτῃ Λιτῆς καὶ Ῥενδίνης διατελοῦσι καὶ ἐν τοῖς δεκατρισὶν αὐτῆς χωρίοις οἰκοῦσιν εὐσεβέσι καὶ Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς ὅτι τῇ τοῦ Θ(εο)ῦ ἐπινεύσει ὑποταγέντες καὶ τῇ Πατριαρχικῇ καὶ Συνοδικῇ ἀποφάσει ὑποκλιθέντες ἀνεδέχθημεν καὶ προεβιβάσθημεν εἰς τὸν ἁγιώτατον τοῦτον θρόνον τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Μ(ητ)ροπόλ(εως) Θεσσαλονίκης καὶ γνήσιος αὐτῆς ποιμὴν καὶ ἀρχιερεὺς ἀπεκατέστημεν. Κατὰ τὸ ὀφειλόμενον τοίνυν χρέος ὑμῖν τε καὶ παντὶ τῷ λαοῦ...προϊσταμένῳ ἐρευ νήσαντες καὶ ἐξετάσαντες εὕρομεν εἰς τε παλαιὰ [καὶ] νέα συνταγμάτια ὅτι ἡ εἰρημένη αὕτη ἐπισκοπὴ Λιτῆς καὶ Ῥενδίνης πάλαι...ἐξ ἀρχῆς ἐκυβερνᾶτο παρὰ τοῦ ἰδίου αὐτῆς ἐπισκόπου καὶ ἀρχιερέως [ἔχου]σα ὑποκείμενα αὐτῇ χωρία δεκατρία: ἅπερ εἰσὶ ταῦτα: Μόδι, Σταυρός, [Μπε]σήκια, Προφήτη Ἠλί(ας), Σωχός, Βισῶκα, Χωρούδα, Μπέροβα, Ζάρβα, Μπάσικιοΐ, Λιγκοβάντι, Λαγκαδᾶς, καὶ Γενίκιοϊ καὶ εὐλόγει καὶ ἡγίαζε τοὺς ἐν αὐτοῖς ἅπαντας Χριστιανοὺς καὶ ἐλάμβανε παρ᾽ αὐτῷ πάντα τὰ ἀνήκοντα ἐκκλησιαστικὰ αὐτῷ εἰσοδήματα καὶ δικαιώματα. Μετὰ ταῦτα δὲ μερικοὶ προαρχιερατεύσαντες εἰς τὴν καθ᾽ ἡμᾶς Μ(ητ)ρόπολιν Θεσσαλονίκης, οὐκ οἴδαμεν ποίῳ τρόπῳ ἐξουσίασαν ταύτην τὴν ἐπισκοπὴν ὁμοῦ μὲ τὰ ὑποκείμενα αὐτῇ χωρία καὶ εἰς παντελῆ λήθην καὶ ἀμνημονίαν ἐνέβαλον τὸ ὄνομα τῆς ἐπισκοπῆς ταύτης, ἐλαττώσαντες διὰ φιλοκέρδιαν τοὺς ἐννέα ἐπισκόπους εἰς ὀκτὼ· τὸ ὁποῖον ἄτοπον ἡμεῖς θέλοντες νὰ τὸ διορθώσωμεν καὶ νὰ φέρωμεν ταύτην τὴν ἁγιωτάτην ἐπισκοπὴν Λιτῆς καὶ Ῥενδίνης εἰς τὴν ἀρχαίαν αὐτῆς ἀξίαν καὶ βαθμόν, ἐρευνήσαμεν καὶ ἔγνωμεν ὅτι μὴ ὄντος ἐν αὐτῇ κατ᾽ ἰδίαν ἐπίσκοπος καὶ κατὰ μέρος ἀρχιερεὺς καὶ ποιμήν, ἠκολούθησαν πολλὰ ἄτοπα καὶ παρὰ κανόνα πράγματα.
Ὅθεν ἡ μετριότης ἡμῶν φροντίδα οὐ τὴν τυχοῦσαν κατεβάλετο ἐπὶ εὑρέσει ἀξίου ὑποκειμένου τοῦ ἀναδεξαμένου τὴν ποιμαντικὴν ράβδον τῆς εἰρημένης ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς Λιτῆς καὶ Ῥενδίνης. Διὸ καὶ δοῦσα ἄδειαν τοῖς ἐνδημοῦσιν ἐν τῇ καθ᾽ ἡμᾶς πόλει Θεσσαλονίκης: θεοφιλεστάτοις ἐπισκόποις τοῖς ἐν ἁγίῳ πν(εύματ)ι ἀγαπητοῖς καὶ συλλειτουργοῖς τῆς ἡμῶν μετριότητος: τῷ τε Κύτρους κὺρ Διονυσίῳ, τῷ Σερβίων κὺρ Ἱγνατίῳ καὶ τῷ Ἱερησσοῦ καὶ Ἁγίου Ὄρους κὺρ Ἰακώβῳ, ἐχόντων καὶ τὴν γνώμην τοῦ Ἀρδαμερίου κὺρ Γρηγορίου καὶ τοῦ Πολλιανῆς κὺρ Ἰγνατίου, οἵτινες τῇ ἡμετέρᾳ προτροπῇ εἰσελθόντες ἐν τῷ πανσέπτῳ ναῷ τοῦ ἁγίου ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ μυροβλήτου καὶ κανονικὰς ψήφους ποιησάμενοι κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν διατύπωσιν περὶ ἐκλογῆς καὶ εὑρέσεως ἀξίου ὑποκειμένου τοῦ ἀναδεχθῆναι τὴν εἰρημένην ἐπισκοπὴν Λιτῆς καὶ Ῥενδίνης καὶ προβιβασθῆναι νομίμως εἰς τὸν θρόνον αὐτῆς, ἐν αἷς ἐκρίθη ἁρμοδιώτερος καὶ σεμνὸς καὶ ἀκαταγώνιστος τῷ βίῳ τῆς τε καθ᾽ ἡμᾶς παιδεύσεως ἱκανῶς ἔχων καὶ τῶν θύραθεν παιδευμάτων οὐκ ἀμέτοχος ὁ πανοσιώτατος ἐν ἱερομονάχοις καὶ ἡμέτερος πρωτοσύγκελλος κὺρ Κύριλλος: Τοῦτον τῇ δυνάμει καὶ ἐπικλήσει τοῦ παναγίου πνεύματος ἡ μετριότης ἡμῶν εἰς τὸν θρόνον τῆς ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς Λιτῆς καὶ Ῥενδίνης κεχειροτόνηκεν ὥστε εἶναι καὶ ὑπάρχειν αὐτὸν εἰς τὸ ἑξῆς γνήσιον καὶ νόμιμον καὶ κανονικὸν ἀρχιερέα ἐν πά[σῃ τῇ] ἐπαρχίᾳ ταύτῃ· ὅστις καὶ ἔρχεται μετ᾽ ὀλίγον ἀπολαῦσαι τοῦ [λογικοῦ] αὐτοῦ ποιμνίου καὶ ἀρχιερατεύειν ἐφ᾽ ἡμᾶς, εὐλογεῖν τε καὶ ἁγιάζειν πάν[τας] τοὺς ἐν τοῖς ῥηθεῖσι δεκατρισὶ χωρίοις διατελοῦντας εὐσεβεῖς καὶ ὀρθοδόξους χριστια[νοὺς] κατὰ τὸ ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης καὶ ποιμαίνειν ὑμᾶς ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ πατρικῶς καὶ νομίμως.
Ὅθεν καὶ γράφοντες ἀποφαινόμεθα συνοδικῶς μετὰ τῶν παρ᾽ ἡμᾶς θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων τῶν ἐν ἁγίῳ πν(εύματ)ι ἀγαπητῶν ἡμῶν ἀδελφῶν καὶ συλλειτουργῶν, ὅπως ἁπαξάπαντες ὑμεῖς, ἐρχομένου αὐτόθι ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ αὐτοῦ Λιτῆς καὶ Ῥενδίνης ὁ διαληφθεὶς θεοφιλέστατος ἐπίσκοπος Λιτῆς καὶ Ῥενδίνης ὁ ἐν ἁγίῳ πν(εύματ)ι ἀγαπητὸς ἡμῶν ἀδελφὸς καὶ συλλειτουργὸς κὺρ Κύριλλος ὑποδεχθῆτε τὴν αὐτοῦ θεοφιλίαν μετὰ πάσης ἀγάπης καὶ περιποιήσεως γιγνώσκοντες αὐτὸν ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς αὐτὸν μόνον γνήσιον καὶ ἐπίσκοπον νόμιμον πάσης αὐτῆς τῆς ἐπισκοπῆς καὶ κανονικὸν καὶ τιμᾶτε καὶ ἀγαπᾶτε αὐτὸν καὶ εὐλαβεῖσθε καὶ μνημονεύετε τοῦ κανονικοῦ αὐτοῦ ὀνόματος ἐν πάσαις ταῖς ἱεραῖς τελεταῖς καὶ πείθεσθε καὶ ὑποτάσσεσθε αὐτῷ καὶ παρέχετε εἰρηνικῶς καὶ εὐπειθῶς πάντα τὰ ἀνήκοντα αὐτῷ ἐκκλησιαστικὰ εἰσοδήματα καὶ δικαιώματα κανονικὰ φημί, συνοικέσια, πανηγύρεις, ζητήσεις καὶ εἴ τι ἄλλο τῷ τόπῳ σύνηθες, ἄδειαν ἔχοντι καὶ ἐξουσίαν ἐκκλησιαστικὴν δεσπόζειν ἐκκλησιαστικῶς τῆς αὐτῆς ἐπισκοπῆς εὐλογεῖν τε καὶ ἁγιάζειν πάντας τοὺς ἐν αὐτῇ χριστιανοὺς καὶ ποιμαίνειν ἀρχιερατικῶς τὸ λογικὸν αὐτοῦ ποίμνιον καὶ πάντα τὰ ἀρχιε…».[13]
Ἡ Ἐπισκοπή «Λητῆς καὶ Ῥεντίνης» (ἡ Ρεντίνα ἦταν πόλη πού βρισκόταν ἀνατολικά τῆς λίμνης Βόλβης στά ὁμώνυμα στενά, καί στό μέρος πού βρίσκεται τό σημερινό χωριό Ρεντίνα), γνώρισε πολλούς καί ἄξιους Ἐπισκόπους. Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε μερικά ὀνόματα: Λέων 1295. Γερβάσιος 1335. Χριστόδουλος 1416. Ἀκάκιος 1486, γιά τόν ὁποῖο ἀναφέρεται «τοῦτον δὲ τὸν ἐπίσκοπον Ἀκάκιον ἐχειροτόνησεν Ἀρχιερέα ὁ ἁγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως θεῖος Νήφων, Θεσσαλονίκης Μητροπολίτης ἔτι ὢν· Ὅθεν ὲκ τούτου ἦν φίλος γνήσιος τοῦ ἁγίου Νήφωνος ὁ θεῖος Ἀκάκιος».[14]
Κοντά στόν Ἀκάκιο ἦρθε καὶ ἔμεινε ὁ ἐκ Ζίχνης τῆς Μακεδονίας καταγόμενος ὅσιος Θεόφιλος Μυροβλήτης, διότι «εὗρε τὸν Ἀκάκιον εὐλαβῆ καὶ ἐνάρετον».[15]
Στήν συνέχεια ἀκολουθοῦν ὁ Γεννάδιος 1541. Ὁ Ἰωάσαφ Ἀργυρόπουλος 1547. Ὁ Δαμασκηνός ὁ Στουδίτης 1577 (ὁ συγγραφέας τοῦ «Θησαυροῦ»). Ὁ Κύριλλος 1768. Ὁ Ζαχαρίας 1769.
Στό ἐγκύκλιο γράμμα τοῦ Πατριάρχου Νεοφύτου τοῦ Ζ´ πρός τόν Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης καί τούς ὑπ᾽ αὐτόν Ἐπισκόπους (10 Ἰουλίου 1793) δέν ἀναφέρεται τό ὄνομα τοῦ Ἐπισκόπου «Λητῆς καὶ Ῥεντίνης», πρᾶγμα πού σημαίνει πώς ἡ ἐπισκοπή καταργήθηκε καί πάλι.[16]
Κατά τήν δεύτερη πατριαρχεία τοῦ Ἰωακείμ Β´ μετατέθηκε στήν Μητρόπολη Θεσσαλονίκης (9 Ἰανουαρίου 1874) ὁ μέχρι τότε Μητροπολίτης Βάρνης Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος στήν συνέχεια σέ ἡλικία μόλις 44 ἐτῶν, ἐξελέγη Οἰκουμενικός Πατριάρχης (4 Ὀκτωβρίου 1878) ὁ ἐπωνομασθείς Ἰωακείμ Γ´ ὁ Μεγαλοπρεπής. Ἄφησε τήν τελευταία του πνοή, ὕστερα ἀπό ὀλιγοήμερη ἀσθένεια, τήν Τρίτη 13 Νοεμβρίου 1912.
Ὁ Ἰωακείμ ὡς Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης στέλνει:
Μέ ἀριθμ. 88, φ. 64-65, ἐπιστολή πρός τόν Ἐπίσκοπο Ἱερισσοῦ καί Ἁγίου Ὄρους Διονύσιο (Λαγκαδᾶς, 3 Σεπτεμβρίου 1874), διαφωνώντας μέ τήν οἰκονομική ρύθμιση τοῦ διαζυγίου τοῦ ἐκ Χωρούδας Δημ. Βασιλείου καί τῆς θυγατρός Γ. Κιοπέκη, στήν ὁποία εἶχαν προβεῖ οἱ (πρόκριτοι) χωρικοί τῆς Χωρούδας. Ἀλλιῶς, γράφει, ὁρίζουν οἱ νόμοι γιά τήν περίπτωση.
Μέ ἀριθμ. 254, φ. 220, ἐπιστολή πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη (30 Αὐγούστου 1875) μέ τήν ὁποία ζητεῖ νά φροντίσει ὁ Οἰκουμενικός γιά τήν ἔκδοση βεζυρικοῦ διατάγματος προκειμένου νά περιορίσει ἡ Ἐκκλησία εἰς Ἅγιον Ὄρος τόν Ἱερέα Νάνο Γεώργιο ἀπό τήν Χωρούδα τοῦ Ναχιέ Λαγκαδᾶ, ὁ ὅποιος εἶναι ὁ φόβος καί ὁ τρόμος τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς συνεργαζόμενος μέ ληστές καί ἐνεργῶν ὡς κλεπταποδόχος.[17]
Τό 1924, ὅταν κρίθηκε εὔλογο νά ἀποκατασταθοῦν οἱ Μητροπολίτες πού ἔχασαν τούς θρόνους των λόγῳ τῆς μικρασιατικῆς καταστροφῆς, ἐπανασυστάθηκε ἡ Ἐπισκοπή μέ τον τίτλο τῆς «Μητροπόλεως Λαγκαδᾶ» καί μέ Μητροπολίτη τόν μέχρι τότε Κυκλάδων καί πρώην Κορυτσᾶς Γερμανό Ἀναστασιάδη. Ὁ Γερμανός ἔμεινε στόν θρόνο μέχρι τό 1932 ὁπότε καί παραιτήθηκε.
Το 1967 ἐπανιδρύεται ἡ καταργηθεῖσα Μητρόπολη «Λαγκαδᾶ» μέ Μητροπολίτη τόν Ἀρχιμανδρίτη Σπυρίδωνα Τραντέλη.[18]
Τήν 10η Μαΐου τοῦ 2010 ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδας ἐξελέγη Μητροπολίτης «Λαγκαδᾶ» ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἰωάννης Τασιᾶς, Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.
Μέ τήν ὑπ᾽ ἀριθμ. πρωτ. 1016/1-11-2010 Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, μετά ἀπό φωτισμένη πρόταση τοῦ Μητροπολίτου «Λαγκαδᾶ» κ. Ἰωάννου, μετονομάσθηκε ἀπό Μητρόπολη «Λαγκαδᾶ», σέ Μητρόπολη «Λαγκαδᾶ, Λητῆς καί Ρεντίνης». Ἡ ἐνέργεια αὐτή τοῦ διορατικοῦ καί πολυχαρισματούχου Μητροπολίτου κ. Ἰωάννου εἶναι ἱστορικῆς σημασίας καί ἀποκαθιστᾶ τήν Ἱερά Μητρόπολη στήν ἀρχαία ὀνομασία καί αἴγλη της καί στήν ἐπί δέκα αἰώνων Ἐκκλησιαστική της παράδοση.
Ἡ ζωή καί ἡ ἱστορία τῆς Χωρούδας ἦταν ὁπωσδήποτε ἄμεσα συνδεδεμένη μέ τήν ζωή καί τήν ἱστορία τῶν Ἐπισκόπων της.Ἔτσι τήν ἐποχή πού τόν θρόνο τῆς Ἐπισκοπῆς κοσμοῦσαν ὁ Ἰωάσαφ Ἀργυρόπουλος (1547) καί ὁ Δαμασκηνός ὁ Στουδίτης (1577), οἱ εὐλαβεῖς κάτοικοι τῆς Χωρούδας οἰκοδομοῦσαν τόν Ναό τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου.
Ἱστορικά στοιχεῖα ἀπό ἔγγραφες πηγές δέν σώζονται σήμερα. Ἄλλωστε ἡ Χωρούδα καί τά γύρω χωριά δημιουργήθηκαν, ὅπως τουλάχιστον διασώζει ἡ προφορική παράδοση, κάτω ἀπό δύσκολες συνθῆκες, καί μέ δύσκολες ἐπίσης συνθῆκες συνέχισαν νά ζοῦν.
Ὁμάδες καί χωριά ἀπό τά νότια τῆς Μακεδονίας, ἀλλά ἀκόμη καί ἀπό τήν Ναύπακτο, μπροστά στόν κίνδυνο τοῦ ἐξισλαμισμοῦ κατέφευγαν στά δασώδη βουνά τῆς περιοχῆς τῆς Χωρούδας καί δημιούργησαν τούς νέους οἰκισμούς τους. Μέσα στό δάσος τῆς περιοχῆς σώζονται ἀκόμη ἴχνη παλαιῶν σπιτιῶν. Κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας παραδίδεται ἀκόμη, ὅτι πολλοί κάτοικοι αὐτῶν τῶν οἰκισμῶν, ζοῦσαν σάν ληστές (χαϊ – ντούτ). Ἦταν ἴσως ὁ μόνος δυνατός τρόπος γιά νά ἀντιμετωπίσουν τούς Τούρκους.
Κατά τήν περίοδο τοῦ 1821 πολλοί κάτοικοι μή ἀντέχοντας τίς πιέσεις τῶν κατακτητῶν ἔπαιρναν τόν δρόμο πρός τά γύρω βουνά, ἀρκετοί δέ ἐγκαστάθηκαν καί στήν περιοχή τῆς Νιγρήτας. Πρέπει νά σημειωθεῖ πώς στήν Χωρούδα καί στήν διπλανή Μπέροβα (σημερινό Βερτίσκο), δέν κατοικοῦσαν Τοῦρκοι ἤ Βούλγαροι, κάτι πού συνέβαινε στά γειτονικά χωριά, Ζάρβα (σημερινή Νικόπολη) καί Λιγκοβάνι (σηρερινή Ξυλούπολη).[19]
Πάντως οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς εἶχαν ἔντονη συμμετοχή στόν ἀπελευθερωτικό ἀγῶνα. Μετά τήν Γερμανική Κατοχή δέν μπόρεσαν νά ἀποκτήσουν τήν ἠρεμία τους. Ὁ ἐμφύλιος ἄφησε πολλά τραύματα στήν περιοχή καί κυρίως στήν Χωρούδα. Τό 1947 τό χωριό ἐγκαταλείφθηκε ἀπό τούς κατοίκους γιά μερικά χρόνια μέχρι τήν λήξη τοῦ ἐμφυλίου.
Ἡ ἐπιστροφή λίγων οἰκογενειῶν στίς πατρογονικές τους ρίζες δέν κράτησε γιά πολύ καιρό, γιατί περί τό 1958 ἡ Χωρούδα μέ βασιλικό διάταγμα προσαρτήθηκε στήν Κοινότητα τοῦ Βερτίσκου.[20]
Σήμερα καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια ἀνασύστασης τοῦ χωριοῦ μέ πρωτοβουλία του Πολιτιστικοῦ Συλλόγου. Ἤδη ἔγινε ἡ ἐπισκευή καί ἡ συντήρηση τῆς στέγης τοῦ Ναοῦ. Μέσω τῆς Κοινοτικῆς Πρωτοβουλίας LEADER+ἐπιδοτήθηκε ἡ ἀποκατάσταση, ἡ ἀνάδειξη καί ἡ μετατροπή τοῦ παλιοῦ σχολείου σέ λαογραφικό μουσεῖο.
Παράλληλα γίνονται προσπάθειες προκειμένου:
1. Ἡ Χωρούδα νά χαρακτηρισθεῖ οἰκισμός.
2. Μέσῳ ειδικῆς μελέτης τῆς 9ης Ἐφορίας Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων νά γίνει ἡ συντήρηση τῶν ἐξαιρετικῶν τοιχογραφιῶν τοῦ Ναοῦ και ἡ ἐπαναφορά του στήν ἀρχική του κατάσταση.
3. Νά ἐπιστρωθεῖ μέ ἄσφαλτο ὁ δασικός δρόμος Βερτίσκου – Χωρούδας μήκους 6 χιλιομέτρων.
4. Νά τοποθετηθεῖ ξύλινη κατασκευή στόν αὔλειο χῶρο τοῦ Ναοῦ γιά τήν διαμονή τοῦ Ἐφημερίου.
Ἡ νοσταλγία τῶν Χωρουδιανῶν, γιά τό μεγαλεῖο τοῦ παρελθόντος, καί ἡ ἀγάπη γιά τήν γενέτειρά τους εἶναι ἡ κινητήρια δύναμη, πού τούς ὤθησε νά ἀναστήσουν μέσα ἀπό τά ἀποκαΐδια τῆς ἐμφύλιας καταστροφῆς τό δικό τους πανέμορφο χωριό. Νά ἀναστηλώσουν μέ νεόδμητα κτίρια (40 περίπου τόν ἀριθμό) τό πατρικό τους σπίτι. Γιά νά μήν χαθοῦν τά ἴχνη τῶν προγόνων τους καί τά δικά τους βήματα. Γιά νά βρίσκονται...στό χωριό τους. Αὐτός ὁ τόπος ἀξίζει κάτι καλύτερο!
Φωτ 1. Γενική ἄποψη τοῦ Ναοῦ.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Ο ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Μέσα σέ μιά θαυμάσια τοποθεσία εἶναι χτισμένος ὁ Ναός τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου· σέ ἀπόσταση 300 περίπου μέτρων ἀπό τό σχολεῖο καί τά σπίτια τοῦ χωριοῦ, θά λέγαμε στά ὄριά του, οἱ κάτοικοι τῆς Χωρούδας «εὗρον τόπον Κυρίῳ, σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ».
Ὁ Ναός, κτίσμα τοῦ β´ μισοῦ τοῦ 16ου αἰῶνος, δέν ἔχει νά παρουσιάσει ἐξωτερικά τίποτα τό ἰδιαίτερο, ἀπ᾽ ὅ,τι ἄλλοι Ναοί τῆς περιοχῆς.
Εἶναι χαρακτηριστικός τύπος Ναοῦ τῆς Τουρκοκρατίας ἕνα μονόχωρο κτήριο ξυλόστεγης βασιλικῆς πού ἡ νοτιοδυτική πλευρά περιβάλλεται ἀπό ἐξωνάρθηκα (φωτ. 1).
Ὁ Ναός εἶναι κεραμοσκεπής σήμερα, ἀλλά εἶναι βέβαιο πώς κατά τήν πρώτη του φάση, δηλαδή μέχρι τό β´ μισό τοῦ 19ου αἰώνα ἦταν πλακοσκεπής, ὅπως τουλάχιστον μποροῦμε νά εἰκάσουμε ἀπό τό τύμπανο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, πού εἶναι ἀκόμη σκεπασμένο μέ λίθινες πλάκες (φωτ. 2).
Τά ὑλικά δόμησης εἶναι ἡ πέτρα καί ἀσβεστοκονίαμα (κουρασάνι) δουλεμένα μέ τό σύστημα της ἀργολιθαδομῆς. Ἕνα ἁπλό χτίσιμο χωρίς ἰδιαίτερη τέχνη καί διάκοσμο. Πρόκειται γιά πέτρα τῆς περιοχῆς πού ὑπάρχει ἄφθονη στά γύρω βουνά, ἕνα εἶδος μαλακοῦ σχιστόλιθου πού μπορεῖ νά δουλευτεῖ εὔκολα. Ἡ πέτρα ἄλλωστε ἦταν καί τό βασικότερο ὑλικό δόμησης τοῦ χωριοῦ, ἀφοῦ βλέπουμε πώς ὅλα τά σπίτια ἀλλά καί τό σχολεῖο, ἦταν οἰκοδομημένα μέ πέτρα.
Στίς γωνίες οἱ πέτρες ἔχουν μεγαλύτερα σχήματα, τά γνωστά ἀγκωνάρια, ἔτσι ὥστε νά βοηθοῦνται οἱ τεχνίτες στό δέσιμο τοῦ κτηρίου.
Φωτ 1. Γενική ἄποψη τοῦ Ναοῦ.
Κάτι πού βοηθᾶ ἐπίσης στό δέσιμο τῆς τοιχοποιίας εἶναι οἱ τρεῖς παράλληλες σειρές ξύλων, περίπου 1010 ἑκατοστῶν, πού παίζουν τόν ρόλο συνδετικῶν διαζωμάτων (φωτ. 3). Τά ξύλινα αὐτά διαζώματα βρίσκονται μεταξύ τους σέ ἀπόσταση περίπου 80 ἑκατοστῶν.
Ὁ ἐξωτερικός διάκοσμος τοῦ Ναοῦ δέν εἶναι πλούσιος. Πέρα ἀπό τήν ὀμορφιά πού δημιουργεῖ ἡ πέτρα δεμένη μέ τό ξύλο, στόν ἀνατολικό τοῖχο τοῦ Ναοῦ, πάνω ἀκριβῶς ἀπό τήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, παρατηροῦμε ἴχνη τά τριῶν ἐντοιχισμένων καραμεικῶν, μέ μᾶλλον λαϊκά σχέδια, ὅπως μποροῦμε νά ὑπολογίσουμε ἀπό τό μικρό τεμάχιο κεραμεικοῦ πού ἀπόμεινε.
Ὁ Ναός ἔχει σήμερα δύο εἰσόδους, μία νότια (190 x 95) καί μία δυτικά (190 x 80) καί τρία παράθυρα, ἐπίσης νότια καί δυτικά.
Τό δυτικό παράθυρο (95 x 60) δημιουργήθηκε ἐξ ἀρχῆς ὅπως καί τό μεγάλο νότιο (150 x 80) γιά νά φωτίζει καί νά βοηθᾶ στόν ἐξαερισμό τοῦ Ναοῦ. Τό μικρό ὅμως παράθυρο (57 x 24) στό ἀνατολικό μέρος τοῦ νοτίου τοίχου καί στό ὕψος τοῦ Ἱεροῦ ἀνοίχτηκε πολύ ἀργότερα κατά τό β´ μισό τοῦ 18ου αἰῶνος, ὅταν ἔγινε κάποια συντήρηση τοῦ Ναοῦ καί τροποποιήσεις στό ἐσωτερικό.
Πρέπει δέ νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι τό ἄνοιγμα τοῦ νοτίου παραθύρου πού ἔγινε πιθανῶς γιά νά ἔχει φωτισμό ὁ χῶρος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, τραυμάτισε τίς ὑπάρχουσες τοιχογραφίες τοῦ Ἱεροῦ καί μάλιστα κατέστρεψε ἕναν ὁλόσωμο Ἅγιο, τοῦ ὁποίου σήμερα σώζεται μόνο ἕνα μικρό μέρος τῶν κάτω ἄκρων, καί μιά παράσταση τῆς ἄνω σειρᾶς τοῦ δωδεκαόρτου.
Φωτ. 2. Ἀνατολική πλευρά τοῦ Ναοῦ.
Ὁ ἐξωνάρθηκας τοῦ Ναοῦ καταλαμβάνει τό μισό τοῦ δυτικοῦ τοίχου καί σχεδόν ὅλο τόν νότιο τοῖχο, μέχρι τό ὕψος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος.
Οἱ διαστάσεις τοῦ ἐξωνάρθηκα εἶναι 2,50 x 3,60 μ., δυτικά καί 2,50 x 10,50 μ. νότια. Γύρω ὑπάρχει μικρό τοιχίο, πάνω στό ὁποῖο στηρίζονται οἱ ξύλινοι δοκοί τοῦ ἐξωνάρθηκα. Κάτω μεγάλες λίθινες πλάκες σέ ἀκανόνιστα σχήματα δίνουν μιά ἁπλότητα καί φυσική ὀμορφιά στόν χῶρο.
Οἱ διαστάσεις τοῦ Κυρίως Ναοῦ ἐσωτερικά εἶναι 5,00 x 8,50 μ., τοῦ Ἱεροῦ Βήματος 3,00 x 5,00 μ., τοῦ δέ ἐσωνάρθηκα 5,00 x 3,70 μ.. Ὅλος ὁ Ναός εἶναι 14,50 x 5,00 δηλαδή καταλαμβάνει 72,50 τετραγωνικά μέτρα (σχέδια 1, 2, 3). Ἡ δυτική πύλη τοῦ Ναοῦ ὁδηγεῖ σέ χαμηλό ἐσωνάρθηκα ἀλλά καί στόν γυναικωνίτη, ὁ ὁποῖος καλύπτει τόν ἐσωνάρθηκα σ᾽ ὅλες του τίς διαστάσεις (5,00 x 3,70). Τό ξύλινο χώρισμα τοῦ γυναικωνίτη πού ὑπάρχει σήμερα εἶναι ἔργο του 19ου αἰώνα, σύγχρονο τοῦ σημερινοῦ Τέμπλου καί τοῦ δεσποτικοῦ Θρόνου, κατασκευασμένα ἀπό ξύλο, μέ λαϊκότροπες ζωγραφιές ἐμπνευσμένες ἀπό τό φυτικό βασίλειο. Τό καφασωτό πού ὑπῆρχε στόν γυναικωνίτη δέν σώζεται σήμερα παρά μόνο ἐλάχιστο τμῆμα πού μαρτυρεῖ ἁπλῶς τήν ὕπαρξη τοῦ καφασωτοῦ.
Ἐδῶ θά πρέπει νά τονίσουμε ὅτι αὐτή ἡ «ἐπιδιορθωτική» μανία τῶν ὑπευθύνων τοῦ Ναοῦ κατά τόν 19ο αἰώνα, τραυμάτισε σοβαρά τήν φυσιογνωμία τοῦ μνημείου,
καί τοῦτο διότι πρῶτα κατέστρεψε τό παλαιό, σύμφωνα μέ πληροφορίες μας, ξυλόγλυπτο Τέμπλο, δέν ἄφησε ἴχνη ἀπό τήν πρώτη μορφή τοῦ γυναικωνίτη καί ἀλλοίωσε τελείως τήν πλακόστρωση τοῦ Ναοῦ.
Σήμερα ὁ Ναός εἶναι ἐπιστρωμένος μέ πλακίδια βιομηχανοποιημένου μωσαϊκοῦ, ἔργο κάποιων ἄλλων «ἀνακαινιστῶν» τῶν ἀρχῶν τοῦ αἰώνα μας, ἐνῶ μόνο ὁ χώρος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος διατηρεῖ τήν πλακόστρωσή του μέ φυσική ἀκανόνιστη πέτρα.
Φωτ. 3. Ἄποψη βόρειας πλευρᾶς τοῦ Ναοῦ.
Ἐκεῖ ὅμως πού ἡ «ἀνακαινιστική» μανία ὁδηγεῖ σέ θλίψη εἶναι ἡ δημιουργία ψευδοροφῆς. Οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ Ναοῦ κατά τόν 19ο αἰώνα, ἐνοχλούμενοι προφανῶς ἀπό τήν θέα τῶν δοκῶν στηρίξεως τῆς σκεπῆς, δηλαδή τῶν μπαμπάδων, ἀντιρίδων κ.λπ., ἤ προσπαθώντας νά καλύψουν τίς χαλασμένες σανίδες πάνω στίς ὁποῖες ἁπλωνόταν οἱ λίθινες πλάκες, ἔκαναν τήν ξύλινη αὐτή ψευδοροφή ἡ ὁποία καλύπτει ὅλο τόν Ναό. Δέν ὑπολόγισαν ὅμως ὅτι μ᾽ αὐτό τόν τρόπο κατέστρεψαν τίς ὡραιότατες παραστάσεις τοῦ δωδεκαόρτου πού κοσμοῦσαν τήν ἄνω ζώνη τοῦ τοιχογραφικοῦ διακόσμου. Ἔτσι ὄχι μόνο τραυμάτισαν τίς τοιχογραφίες, ἀλλά κάλυψαν κατά τό ἥμισυ τήν ἄνω ζώνη τῶν τοιχογραφιῶν. Ἀπό ὅσο μπορέσαμε νά δοῦμε στό μέσα μέρος τῆς ψευδοροφῆς, μεταξύ αὐτῆς καί τῆς σκεπῆς οἱ δοκοί ἔχουν τήν γνωστή διάταξη τῶν βασιλικῶν, κατά τό σχῆμα (σχέδιο 2). Τό Τέμπλο τοῦ Ναοῦ καί ὁ δεσποτικός Θρόνος ἔργα κι αὐτά τοῡ 19ου αἰώνα, χωρίς καλλιτεχνική πνοή, ἀρκετά λαϊκότροπα, διακοσμημένοι μέ ἀνθικές παραστάσεις, τοποθετήθηκαν στόν Ναό χωρίς πρόνοια γιά τίς τοιχογραφίες, πάνω στίς ὁποῖες καρφώθηκαν ἄτεχνα, μέ ἀποτέλεσμα τό σοβαρό τραυματισμό τῶν τοιχογραφιῶν. Ἡ Ἁγία Τράπεζα στηρίζεται πάνω σέ χτιστό ἀπό πέτρες κίονα διαστάσεων 45 x 45 ἑκατοστῶν, ἡ δέ πλάκα τῆς Ἁγίας Τραπέζης εἶναι λαξευμένη πέτρα διαστάσεων 80 x 70 καί πάχους 10 ἑκατοστῶν,
Σχέδιο 1, κάτοψη
Σχέδιο 2, τομή Α-Α, κατά πλάτος
Σχέδιο 3, το¬μή Β-Β, κα¬τά μῆ¬κος
Στήν βορειοανατολική γωνία τοῦ Ναοῦ, ἀκριβῶς δίπλα στήν Πρόθεση, ὑπάρχει μικρή κόγχη, πού χρησίμευε γιά τήν νίψη τῶν Ἱερέων, ἀλλά
καί ὡς χωνευτήριο. Μέσα σέ λαξευμένη θέση ὑπάρχει πήλινο ἀγγεῖο τό ὁποῖο διοχέτευε τό νερό σέ εἰδικό ἀποχετευτικό χῶρο – χωνευτήρι ἔξω τοῦ Ναοῦ.
Στόν ἀνατολικό τοῖχο του Ναοῦ (σχέδιο 4), στόν χῶρο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, σχηματίζεται ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά ἡμικυκλική κόγχη ἐνῶ δεξιά καί ἀριστερά αὐτῆς σχηματίζονται ἐσωτερικά ἡ Πρόθεση καί τό Διακονικό. Πρέπει νά ποῦμε πώς στήν ἐσωτερική κατασκευή τῶν δύο αὐτῶν κογχῶν βοηθᾶ ὁ τοῖχος τοῦ Ναοῦ, τοῦ ὁποίου τό πάχος φθάνει τά 85 ἑκατοστά.
Σχέδιο 4, ἀνατολική ὄψη τοῦ Ναοῦ
Σχέδιο 2, τομή Α-Α, κατά πλάτος
ΟΙ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ
Ὁ διάκοσμος τοῦ Ναοῦ καλύπτει κυρίως τίς ἐπιφάνειες τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καί τόν βόρειο καί νότιο τοῖχο τοῦ κυρίως Ναοῦ, ὡς τόν χῶρο τοῦ ἐσωνάρθηκα·
Στό Ἱερό Βῆμα, στήν κόγχη, ἱστορεῖται ἡ Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ στήν κάτω μεγάλη ζώνη οἱ ἱερουργοῦντες Ἱεράρχες,
Στήν Πρόθεση ἡ παράσταση τῆς Ἄκρας Ταπεινώσεως, πού ἐπιγράφεται ὡς «ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΙΣ» καί εἰκονίζει συγχρόνως τήν Παναγία καί τόν Ἰωάννη. Ἕνας Διάκονος καί ἕνας Στυλίτης καλύπτουν τούς διπλανούς χώρους, ἐνῶ στήν ἀντίθετη πλευρά στό Διακονικό, εἰκονίζεται ὁ ἅγιος Σπυρίδων καί ἄλλοι Ἱεράρχες. Ἡ ψηλότερη ζώνη ἔχει ὑποστεῖ καταστροφές καί δυσκολεύει τήν ἀναγνώριση τῶν ἔργων, μερικά ἴχνη ὅμως ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα ὅτι πρέπει νά εἰκονίζονταν οἱ Εὐαγγελιστές συγγράφοντες καί ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου.
Ὁ βόρειος τοῖχος εἶναι αὐτός πού διέσωσε τίς περισσότερες παραστάσεις. Στήν ἄνω ζώνη ὑπάρχουν σκηνές ἀπό τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ, ὁ Μυστικός Δεῖπνος, ἡ ἀπόνιψη τοῦ Πιλάτου, ἡ Προδοσία, ἡ Σταύρωση, ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος, ἐνῶ στήν μεσαία μεγάλη ζώνη παριστάνονται μέ ἱεραρχημένη τάξη ὁλόσωμοι Ἅγιοι, Μάρτυρες καί ἀθλητές τῆς πίστεως.
Ἡ ποδιά εἶναι τελείως κατεστραμμένη καί τόν χῶρο της καλύπτει σήμερα μιά σειρά στασιδίων.
Στό βόρειο ἀνατολικό τμῆμα τοῦ τοίχου, μέσα δηλαδή στόν χῶρο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος παριστάνεται τό ὅραμα τοῦ Πέτρου Ἀλεξανδρείας στήν μεσαία ζώνη, καί πάνω ὁ Μωυσῆς πρό τῆς βάτου, ἐνῶ στήν κάτω ζώνη, ἐκεῖ πού στίς ἄλλες περιπτώσεις ὑπάρχει ποδιά, ἐδῶ μόλις καί διακρίνεται ὁ Ἰωνᾶς νά «ἐξέρχεται ἐκ τῆς κοιλίας τοῦ κήτους». Οἱ παραστάσεις τοῦ Μωυσῆ καί τοῦ Ἰωνᾶ εἶναι οἱ μοναδικές παλαιοδιαθηκικές παραστάσεις πού σώζονται.
Στόν νότιο τοῖχο παρατηροῦμε, στήν ψηλότερη ζώνη, σκηνές τοῦ δωδεκαόρτου, σήμερα ὅμως σώζοντα μόνο ἡ Γέννηση, ἡ Ὑπαπαντή καί ἕνα ἐλάχιστο τμῆμα πού ὑποθέτουμε πώς ἱστοροῦσε τήν Βάπτιση.
Στήν μεσαία ζώνη ξεκινώντας ἀπό τό Ἱερό Βῆμα σημειώνουμε τούς δύο Ἱεράρχες, ὁ ἕνας τελείως κατεστραμμένος ἀπό τήν διάνοιξη τοῦ παραθύρου καί στήν συνέχεια, ἡ κεφαλή ἑνός Ἁγίου, μᾶλλον τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ὁ προφήτης Ἠλίας καί ἀκολουθοῦν οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι, ὁ ἅγιος Παντελεήμων, οἱ ἅγιοι Κοσμᾶς καί Δαμιανός, (σώζεται μόνο ἡ ἐπιγραφή), ὑπάρχει ἕνα κατεστραμμένο μέρος καί συνεχίζουν οἱ ἅγιοι Εὐστάθιος, Τρύφων, Παρασκευή καί Κυριακή.
Τό εἰκονογραφικό πρόγραμμα τοῦ Ναοῦ ξετυλίγεται λιτά καί μέ χαρακτηριστική ἁπλότητα. Οἱ ἄγνωστοι τεχνίτες δέν προσπαθοῦν νά ἐντυπωσιάσουν μέ τήν θεματολογία τους, ἀλλά νά διδάξουν στόν λαό τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καί μέ τίς θαυμαστές παραστάσεις τῶν στρατιωτικῶν Ἁγίων καί τῶν ἄλλων Μαρτύρων νά στηρίξουν καί νά ἐνδυναμώσουν τό δοῦλο γένος.
Κτητορική ἐπιγραφή ἤ ἐπιγραφή τῆς ἱστορήσεως τοῦ Ναοῦ δέν σώζεται. Ἡ μοναδική ἐπιγραφή πού ὑπάρχει εἶναι στήν Πρόθεση. Εἶναι ἀρκετά κατεστραμμένη ἀλλά ἀπό τά λίγα στοιχεῖα πού ἀπόμειναν, δηλαδή κάποια ἴχνη γραμμάτων, βλέπουμε νά παρατίθενται κάποια ὀνόματα, ὅπως Γεωργίου, Γεωργάκη, Στέργιου. Μιά πρώτη σκέψη ὁδηγεῖ στήν κτητορική ἐπιγραφή πράγμα μᾶλλον ἀπίθανο, γιατί δέν δικαιολογεῖται μιά τόσο εὐρεία παράθεση ὀνομάτων. Τό πιθανότερο εἶναι πώς στήν επιγραφή ἀναγράφονται ὀνόματα εὐεργετῶν καί δωρητῶν τοῦ Ναοῦ, κάτι πού διευκόλυνε τους Ἱερεῖς νά μνημονεύουν σέ κάθε Λειτουργία τά ὀνόματά τους.
Ἄν θά θέλαμε βέβαια νά χρονολογήσουμε τίς τοιχογραφίες, δέν θά μπορούσαμε νά μιλήσουμε μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα, πρίν ἀπό τόν συστηματικό καθαρισμό καί τήν συντήρηση τοῦ μνημείου.
Ὅμως μέ τά ὑπάρχοντα στοιχεῖα καί τήν προσεκτική παρατήρηση καταλήγουμε στό συμπέρασμα ὅτι ὁ Ναός εἶναι κτίσμα τῶν μέσων χρόνων του 16ου αἰώνα, οἱ δέ τοιχογραφίες ἱστοροῦνται χωρίς χρονολογική ἀκρίβεια στό α´ μισό τοῦ 17ου αἰώνα. Δέν πρέπει βέβαια νά λησμονοῦμε ὅτι ἀρκετά θέματα δέχτηκαν κάποια ἐπιζωγράφιση μέ σκοπό τήν συντήρησή τους. Ἄλλωστε ὁ Ναός εἶχε αρκετή ὑγρασία καί ἀπό βεβαιωμένες πληροφορίες ξέρουμε πώς μέχρι καί πρό ὀλίγων ἐτῶν, κατά τήν περίοδο τοῦ χειμώνα ὁ Νάρθηκας γέμιζε μέ νερά, πού ἀνέβλυζαν κάθε φορά πού ἀνέβαινε ἡ στάθμη τῶν ὑπογείων ὑδάτων τῆς περιοχῆς.
Οἱ ἀλλαγές πού συνέβησαν ἐπίσης στόν Ναό μέ τήν τοποθέτηση νέου Τέμπλου καί Γυναικωνίτου, μέ τήν καταστροφή τῆς ποδιᾶς καί τήν τοποθέτηση στασιδίων, καθώς καί ἀπό τήν χρονολόγηση τῶν εἰκόνων τοῦ νέου Τέμπλου πού κινοῦνται μεταξύ τῶν ἐτῶν 1760-Ι780 μᾶς κάνουν νά πιστεύουμε πώς τό μνημείο εἶχε προηγούμενη ζωή τουλάχιστον 100 -150 χρόνων.
Στήν συνέχεια ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάλυση καί παρουσίαση τοῦ διακόσμου, μέ τήν τάξη πού ὁρίζει τό εἰκονογραφικό πρόγραμμα τοῦ Ναοῦ. Ἐξετάζονται οἱ παραστάσεις τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου καί τῆς ἁψίδας τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ἀκολουθοῦν οἱ παραστάσεις τοῦ νοτίου τοίχου καί τέλος ἐξετάζουμε τά θέματα τοῦ βορείου τοίχου τοῦ Ναοῦ.
ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ ΤΟΙΧΟΣ
Ἡ Πλατυτέρα (εἰκ. 1), μέ τά χέρια ὑψωμένα σέ δέηση, ἀλλά καί σέ κάλεσμα τῶν πιστῶν γιά μιά πνευματική ἀνάβαση, «Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας», εἰκονίζεται στόν τύπο τῆς Βλαχερνίτισσας ἔχοντας στόν κόλπο της τόν Χριστό «ἐν δόξῃ». Ἕνα τέλειο γραμμικό σχέδιο ἡ ὅλη παράσταση τῆς Πλατυτέρας, πλουτίζεται μέ τό βαθύ κόκκινο χρῶμα τοῦ ἐνδύματος τῆς Θεοτόκου καί τήν ὡραία πτυχολογία του.
Ὁ Χριστός μέ χιτώνα χρώματος γκρί-μπλέ, πού καταλήγει σέ ὑπόλευκες ψιμιθιές καί ἱμάτιο χρώματος χρυσοειδοῦς ὤχρας, κρατεῖ εἰλητάριο στό ἀριστερό του χέρι, ἐνῶ εὐλογεῖ μέ τό δεξί.
Τά πρόσωπα προπλασμένα μέ ὄμπρα ὠμή, πού κλίνει στήν ἀπόχρωση τοῦ σταχτοπράσινου, εἶναι δουλεμένα ἔτσι, ὥστε νά δημιουργοῦν κατάνυξη, δέος καί παραμυθία.
Ὁ Χριστός μέσα σέ κυκλική δόξα φέρει τήν
ἐπιγραφή ΙC XC, ἐνῶ στό σκοῦρο κάμπο τῆς κόγχης γράφει ΜΡ ΘΟΥ, Η ΠΛΑΤΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ. Εἶναι ἡ «ὄντως Θεοτόκος», γιά τήν ὁποία οἱ Θεοφόροι Πατέρες τῆς τρίτης οἰκουμενικῆς Συνόδου «τῷ θείῳ πνεύματι συνδιασκεψάμενοι ἐδογμάτι-
σαν».[21]
Εἰκ. 1. Ἡ Πλατυτέρα.
Ἐδῶ ἡ Κυρία Θεοτόκος γίνεται ἡ κλίμακα ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στόν οὐρανό, ἑνώνει τόν Ναό τόν ἐπίγειο μέ τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ καί κρατώντας μέσα στόν κόλπο της τόν Χριστό κηρύττει τό μέγα μυστήριο τῆς θείας σαρκώσεως, γίνεται ἡ «καθέδρα τοῦ βασιλέως»[22] αὐτή ἡ ὁποία ἀξιώνεται νά χωρέσει μέσα της τόν «ἀχώρη τον παντί».[23]
Κάτω ἀκριβῶς ἀπό τήν Πλατυτέρα ἱστορεῖται ἡ παράσταση τοῦ Ἀμνοῦ (εἰκ. 2). Τό ἅγιο Ποτήριο πάνω σέ πεσίσκο καί πάνω στά χείλη τοῦ ἁγίου Ποτηρίου ὁ Ἀμνός-Χριστός, γυμνός μέ τά χέρια σταυρωμένα στό στῆθος. Τόν Χριστό πού παριστάνεται σέ βρεφική ἡλικία, καλύπτει μανδήλιο καί πάνω ἀκριβῶς παριστάνεται ὁ Ἀστερίσκος. Προφανής ἐδῶ ὁ ἐπηρεασμός ἀπό τήν τελετουργία τῆς Προσκομιδῆς καθώς ὁ Ἱερέας καλύπτει τά Δῶρα λέγοντας: «τῷ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν καὶ τῷ πνεύματι τοῡ στόματος αὐτοῡ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν».
Ἡ παράσταση τοῦ Ἀμνοῦ ἐμφανίζεται ἀπό τόν 12ο αἰώνα. Οἱ παραλλαγές βεβαίως ποικίλλουν κατά περιοχές καί κατά ἐποχές. Χαρακτηριστικά δείγματα τῆς παραστάσεως μποροῦμε νά δοῦμε στό Ἀρτοφόριο τῆς Μονῆς Ξηροποτάμου,[24] σέ τοιχογραφία στό Σάμαρι τῆς Μεσσηνίας,[25] στό καθολικό τῆς Μονῆς Χιλανδαρίου,[26] στήν Καστοριά στό παρεκκλήσιο τῆς Μαυριώτισσας ὅπου, ὁ μέγας Βασίλειος μέ τή λόγχη κεντᾶ τήν πλευρά τοῦ Ἀμνοῦ-Χριστοῦ πού κρατᾶ στό χέρι του,[27] σέ τοιχογραφία τῆς Περιβλέπτου τοῦ Μυστρᾶ[28] καί τῆς ἁγίας Σοφίας Μυστρᾶ,[29] στήν κόγχη τοῦ Ναοῦ τῆς ἁγίας Φωθιᾶς[30] στήν Κρήτη καί σέ πολλά ἄλλα μέρη, παραστάσεις ἐξ ἴσου ἀξιόλογες.
Εἰκ. 2. Ἡ Κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος.
Ἡ παράσταση τοῦ Ἀμνοῦ κρατᾶ ζωντανή στή μνήμη μας τή θυσία τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, ὁ ὁποῖος «μελίζεται καὶ διαμερίζεται καὶ παρατίθεται εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς».
Ὁ ἅγιος Νεῖλος στή λθ´ ἐπιστολή του γράφει κάτι πού θά μποροῦσε νά ἀποτελεῖ τήν ἐπιγραφή τῆς παραστάσεως τοῦ Ἀμνοῦ: «Μὴ ὡς ψιλῷ ἀρτῷ προσερχόμεθα τῷ ἄρτῳ τῷ μυστικῷ· Σὰρξ γὰρ ὑπάρχει Θεοῦ. Σὰρξ τιμίᾳ καὶ προσκυνητὴ καὶ ζωοποιός».[31] Δεξιά καί ἀριστερά του Ἀμνοῦ οἱ Ἱεράρχες, σεβίζοντες πρό τοῦ
φρικτοῦ μυστηρίου, κρατοῦν τίς λειτουργικές τους δέλτους, ὅπου ἀναγράφονται φράσεις ἀπό τή θεία Λειτουργία. Στά πρόσωπά τους ἀποδίδονται τά χαρακτηριστικά ἀνθρώπων μεταρσιωμένων, πού ζοῦν τό μυστήριο, πού μετέχουν στή θεία ἀποκάλυψη. Γίνονται ὄργανα τοῦ πνεύματος τοῦ Ἁγίου καί Λειτουργοί τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας. Ἀσάλευτοι, εὐλαβικοί, φέρουν τό βάρος τῶν ὠμοφορίων τους καί τῶν πολυσταύρων φαιλονίων,
τό βάρος τῆς εκκλησιαστικῆς τους εὐθύνης (εἰκ. 3).
Εἰκ. 3. Οἱ Ἱεράρχες.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί ὁ Μέγας Βασίλειος δεξιά· καί ἀριστερά τοῦ Ἀμνοῦ, πίσω ἀπό τόν ἅγιο Βασίλειο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος συλλειτουργεῖ κι αὐτός. Εἶναι οἱ τῆς «Χάριτος διαπρύσιοι κήρυκες, οἱ ὁδηγοὶ πρὸς τὰ ἄνω, τοῦ παραδείσου αἱ εἴσοδοι· οἱ οὐρανοβάμονες, οἱ χρυσολόγοι οἱ ἔνθεοι, πλάκες οἱ θεαχάρακτοι, μαζοὶ οἱ ἐκβλύζοντες τῆς σωτηρίας τὸ γάλα».[32]
Φοροῦν πολυσταύρια φαιλόνια λευκοῦ χρώματος μέ μαύρους σταυρούς, λευκά ὠμοφόρια, γκρίζα στιχάρια μέ παρεμβαλλόμενες κόκκινες γραμμές καί πλούσια πτύχωση. Τά ἐπιτραχήλια καί τά ἐπιγονάτια ἔχουν σάν βάση τό χρῶμα τῆς ὤχρας μέ ὁρισμένες γραμμές σέ ἀνοιχτόχρωμους τόνους καί εἶναι κοσμημένα μέ γραμμικά σχέδια.
Τό εἰλητάριο τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου γράφει τήν εὐχή τῆς Προθέσεως «Ο ΘC O ΘC ΗΜΩΝ Ο ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΙΟΝ ΑΡΤΟΝ» («Ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν ὁ τὸν οὐράνιον ἄρτον»), καί ἡ δεξιά τοῦ Ἁγίου εὐλογεῖ τόν Ἀμνό, δηλώνοντας τή στιγμή πού λέγει ὁ Ἱερουργός τό· «καὶ ποίησον τὸν μὲν ἄρτον τοῦτον τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου».
Ὁ μέγας Βασίλειος διαβάζει τήν εὐχή· «ΟΥΔΗΣ ΑΞΗΟΣ Τ(ων) ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΟΝ ΤΑΙΣ» («Οὐδεὶς ἄξιος τῶν συνδεδεμένων ταῖς σαρκικαῖς ἐπιθυμίαις καὶ ἡδοναῖς»).[33]
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τόν ἀκολουθεῖ ἔχοντας στό εἰλητάριό του τό· «ΟΠΟΣ ΗΠΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥ ΣΟΥ ΠΑΝΤΟΤΕ ΦΥΛΑΤΤΟ...» («Ὅπως ὑπὸ τοῦ κράτους σου πάντοτε φυλαττόμενοι....»). (Ἐκφώνηση β´ εὐχῆς τῶν πιστῶν.)
Ἀκολουθοῦν πίσω ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο ὁ ἅγιος Νικόλαος (εἰκ. 4), «ὁ θεῖος τῆς θειοτάτης ἱερωσύνης κανὼν», ἰσχνός, ἀσκητικός, εὐλαβικός πρό τοῦ Ἀμνοῦ, πραγματικός «κανόνας πίστεως καὶ εἰκόνα πραότητος»,[34] μέ τήν δεξιά εὐλογεῖ, ἐνῶ στό ἀριστερό του χέρι κρατεῖ εἰλητάριο πού γράφει: «ΕΔΟ(ΚΕ) ΤΗΣ ΑΓΙΟΙΣ ΑΥΤΟΥ ΜΑΘΗΤΕΣ» («Ἔδωκε τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ μαθηταῖς…»).[35]
Εἰκ. 4. Ὁ ἅγιος Νικόλαος καί
ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Στά δεξιά πίσω ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο παριστάνονται οἱ «στῦλοι τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἱεραρχῶν (εἰκ. 5) ἀρχηγοί, πατριαρχῶν οἱ ἀκρέμονες, καὶ παμ
φαεῖς φωστῆρες τῆς οἰκουμένης, τῶν ἐννοιῶν τοῦ Χριστοῦ οἱ ἐκφάντορες».[36]
Οἱ ἅγιοι Ἀθανάσιος καί Κύριλλος Ἀλεξανδρείας· ὁ ἅγιος Άθανάσιος ἔχει τήν δεξιά σέ στάση εὐλογίας στό ὕψος τοῦ στήθους καί κρατεῖ ἀνεπτυγμένο εἰλητάριο πού γράφει: «ΕΛΑΜΨΟΝ ΕΝ ΤΕΣ ΚΑΡΔΗΕΣ ΗΜΩΝ», (Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν…).[37] Ὁ δέ ἅγιος Κύριλλος τείνει τό δεξί χέρι εὐλογώντας καί τό εἰλητάριό του γράφει: «ΠΑΛΙΝ Κ(ΑΙ) ΠΟΛΑΚΟΙΣ ΣΗ ΠΡΟΣΠΟΙΠΤΟ (ΜΕΝ)», («Πάλιν καὶ πολλάκις σοὶ προσπίπτομεν…»).[38] Ἔχει καλυμμένη τήν κεφαλή του μέ σκουφί, τό ὁποῖο ἔχει σταυρούς, τό δέ Φαιλόνιό του διαφέρει τῶν ἄλλων Ἱεραρχῶν ὡς πρός τό μέγεθος τῶν σταυρῶν. Φαίνεται πώς ὁ ἁγιογράφος ἦταν γνώστης τῆς σχετικῆς παραδόσεως περί τῆς ζωγραφικῆς παραστάσεως τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας.[39]
«Εἰς χειρόγραφον βιβλίον τῆς ἁγιογραφικῆς τέχνης εὕρηκα γραμμένον τοῦτο τό ἱστορικόν: Πρόσεχε δὲ ἀκριβῶς, ὅταν κάμνῃς τὸν ἅγιον Κύριλλον Ἀλεξανδρείας, νὰ ποιήσῃς ἄλλην βαφὴν τὸ φελόνιον αὐτοῦ καὶ ἄλλην τῆς κεφαλῆς του τὸ κάλυμμα. Ὅτι αὐτὸ εἶναι ξένον, καὶ εἶναι ἀνάγκῃ να μὴ ὁμοιάζῃ. Ἐπειδὴ φαίνεται εἰς τὴν ἱστορίαν ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος εἶχεν ὑποψίαν διὰ τὸν Χρυσόστομον, ὅτι τὰ συγγράμματά του νὰ εἶναι νοθευμένα ἀπό τοῦ Ὠριγένους, καθὼς ἤθελον τοῦ εἰπῆ κάποιοι κακότροποι ἄνθρωποι. Ὁ δὲ ἅγιος Κύριλλος, χωρίς νὰ διαβάσῃ καὶ νὰ δοκιμάσῃ τὰ τοῦ Χρυσοστόμου, λαβῶν ἅπαντα ὅσα τοῦ εὑρέθησαν, τὰ ἔκαυσεν. Καὶ εὐθὺς τὸν ἐπίασε μία δυνατὴ κεφαλαλγία, καὶ τόσος πόνος τοῦ ἦλθε εἰς τὴν κεφαλήν, ὁποῦ δὲν εἶχε ποτὲ ἀνάπαυσιν. Κατανοήσας λοιπὸν τὸ αἴτιον, καὶ ἐπικαλεσάμενος τὸν ἅγιον Χρυσόστομον, καὶ ζητήσας συγχώρησιν εἰς τὸ ἁμάρτημά του, ὁρᾷ τὸν Χρυσόστομον, ἐν ὁράματι, δικαζόμενον μετ᾽ αὐτοῦ διὰ τὴν αἰτίαν τῆς καύσεως τοῦ τοσούτου αὐτοῦ κόπου τῶν ψυχωφελῶν αὐτοῦ βιβλίων. Ὁ μὲν ἅγιος Κύριλλος, μὲ δάκρυα καὶ μὲ ταπείνωσιν ἐζήτει συγχώρησιν. Ὁ δὲ ἱερὸς Χρυσόστομος εὐλογήσας αὐτὸν, ἀπέστη ἀπ᾽ αὐτοῦ· Ὁ δὲ Κύριλλος, κρατήσας μέρος τοῦ Φελονίου τοῦ Χρυσοστόμου, χάριν προσκυνήσεως, καὶ γενόμενος ἔξυπνος, ὁρᾷ ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸ μέρος τοῦ Φελονίου μὲ τὸ πολυσταύριον, καὶ ἀσπαζόμενος αὐτὸ, καὶ βαλὼν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ παρευθὺς ἐλατρεύθη. Καὶ ἀπὸ τότε καὶ ἔμπροσθεν, ἐσκέπαζε τὴν κεφαλὴν ἐν ταῖς θείαις ἱερουργίαις μὲ αὐτὸ τὸ ἁγιώτατον μέρος τοῦ Φελονίου, εἰς εὐλογίαν καὶ ἔνδειξιν τοῦ θαύματος. Διὰ τοῦτο, λοιπόν, γίνεται μὲ ἄλλην βαφὴν τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς του».
Εἰκ. 5. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος
καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας.
Οἱ παραστάσεις συνεχίζονται καί ἔξω ἀπό τήν κόγχη μέ Ἱεράρχες καί Διακόνους, καθώς καί τήν παράσταση τῆς Ἄκρας Ταπεινώσεως στήν Πρόθεση (εἰκ. 6). Συγκεκριμένα στό ἀριστερό μέρος τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου βλέπουμε τόν ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη ἐπάνω στόν χαρακτηριστικό κίονα. Ὁ ἅγιος εἰκονίζεται μέχρι τή μέση, σάν νά κάθεται, μέσα στή χτιστή ἑξαγωνική ἀπόληξη τοῦ κίονα, σέ τύπο φωλεᾶς. Φορεῖ μοναχικό ἔνδυμα πού καλύπτει τήν κεφαλή του, είναι στρογγυλογένης καί αὐστηρός στήν ὄψη, τά δέ χέρια του σέ στάση πού δηλώνουν ὅτι ὁ Ἅγιος συζητᾶ ἡ κηρύττει.
Εἰκ. 6. Ἡ Πρόθεση.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τῆς Προθέσεως ὁ Διάκονος Στέφανος, νέος, ἀγένειος, μέ Στηχάριο, κρατεῖ θυμιατό σάν νά διακονεῖ στήν προετοιμασία τῶν Δώρων. Πάνω ἀπό τόν ἅγιο Στέφανο, προσπαθώντας ὁ τεχνίτης νά καλύψει τόν κενό χώρο
πού ὑπολείπεται, ζωγραφίζει ἕνα δοχεῖο μέσα ἀπό τό ὁποῖο βγαίνει μιά ἀνθική παράσταση.
Ἡ παράσταση πού δεσπόζει ὅμως ἐδῶ εἶναι ἡ κόγχη τῆς Προθέσεως πού ἐπιγράφεται ὡς «Ἀποκαθήλωσις». Ὁ Χριστός, σέ σαρκοφάγο ὡραιότατα διακοσμημένη μέ δύο σειρές σχεδίων, μία στενή ἄνω καί μία πού καλύπτει ὅλη τήν πλευρά τῆς σαρκοφάγου καί εἰκονίζει σέ τριχρωμία τήν κεφαλή λεονταριοῦ, ἀπό τό στόμα τοῦ ὁποίου ξεπροβάλλει διάκοσμος πού δίνει τήν ἐντύπωση φυτοῦ. Ὁ νεκρός Χριστός, ὁρατός ὡς καί τό κάτω μέρος τοῦ κορμιοῦ, εἶναι ζωσμένος στή μέση μέ ἔνδυμα λευκοῦ χρώματος καί τά χέρια σταυρωμένα μπροστά μέ θέση πρός τά πάνω, σάν νά δείχνει τούς τύπους τῶν ἥλων (εἰκ. 7). Ἡ κεφαλή ἔχει κλίση πρός τά δεξιά. Δίπλα του μέ ἔκφραση ὀδύνης ἡ Παναγία μητέρα τόν κρατεῖ στήν ἀγκαλιά της, σέ κίνηση ἀσπασμοῦ, ἐνῶ ὁ «ἠγαπημένος μαθητής», ὁ Ἰωάννης, στήν γνωστή στάση μέ τό χέρι στό πρόσωπο, θρηνεῖ γιά τό μαρτύριο τοῦ διδασκάλου. Παρ᾽ ὅλα αὐτά στό πρόσωπο του διαφαίνεται ἠρεμία καί βεβαιότητα γιά τήν προσδοκόμενη ἀνάσταση. Τό ἔνδυμα τῆς Παναγίας εἶναι στήν
ἀπόχρωση τοῦ χονδροκόκκινου, ἐνῶ τοῦ Ἰωάννη σέ σκοῦρο μπλέ μέ κάποιους ἀνοιχτότερους τόνους. Πίσω δεσπόζει ὁ σταυρός.
Εἰκ. 7. Ἡ Ἀποκαθήλωση.
Στόν ἴδιο περίπου εἰκονογραφικό τύπο εἶναι οἱ παραστάσεις τῆς μονῆς Φιλανθρωπινῶν,[40] τῆς μονῆς Ντίλιου,[41] καί τῆς μονῆς ΜΑRCO,[42] ὅπως ἐπίσης καί τῆς μονῆς Μελέ Ἀλαγονίας,[43] χωρίς βέβαια νά ὑπάρχουν σ᾽ αὐτές τίς παραστάσεις ὁ Ἰωάννης καί ἡ Θεοτόκος.
Στήν ἀντίστοιχη πλευρά τοῦ Διακονικοῦ δεσπόζουν μορφές Ἱεραρχῶν.[44] Ὁ ἅγιος Σπυρίδων, «ὁ πραὺς καὶ ἀκέραιος, ὁ ἁπλότητι ἀληθεῖ καλλυνόμενος, ὁ ἐπίγειος ἄγγελος καὶ τοῦ ἀμπελῶνος ἐργάτης»,[45] κατέχει τή θέση τῆς κόγχης τοῦ Διακονικοῦ.
Φορεῖ πολυσταύριο Φαιλόνιο, λευκό μέ μαύρους σταυρούς. Ἔχει καλυμένη τήν κεφαλή μέ τό γνωστό ψάθινο σκοῦφο, καί τά χέρια του ἀνοιχτά, ὑποδεχόμενος προφανῶς τίς προσφορές τῶν πιστῶν πού κατέτεθαν στό Διακονικό (εἰκ. 8).
Ἐδῶ ὁ τεχνίτης προσπάθησε νά ἀποδώσει ὅλη τήν πραότητα καί γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου στήν εἰκόνα του.
Ἔτσι ἡ παράσταση τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος ἑρμηνεύει θαυμάσια τήν ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς του. Στήν ἀριστερά κρατεῖ Εὐαγγέλιο. Πάνω ἀκριβῶς ἀπό τήν κόγχη τοῦ Διακονικοῦ, ἱστορεῖται ὁ ἅγιος Χαράλαμπος κρατώντας στό ἀριστερό του χέρι τό ἱερό Εὐαγγέλιο καί εὐλογώντας μέ τό δεξί. Φορεῖ κόκκινο Φαιλόνιο χωρίς σταυρούς.
Εἰκ. 8. Διακονικό. Ὁ ἅγιος Σπυρίδων.
Δίπλα του ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος κρατεῖ ἀναπτυγμένο εἰλητάριο πού γράφει: «ΟΤΗ ΣΕ ΑΙΝΟΥΣΙ ΠΑΣΕ Ε ΔΗΝΑΜΗΣ», («Ὅτι Σὲ αἰνοῦσι πᾶσαι αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν»).[46]
Ἐδῶ θά πρέπει νά τονίσουμε τή διαφορά πού ὑπάρχει στίς παραστάσεις τῶν δύο αὐτῶν Ἁγίων, μέ τήν παρουσία καί τήν τεχνική ἀπόδοση τῶν ἄλλων Ἱεραρχῶν τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Εἶναι ἐμφανές κάποιο δεύτερο χέρι ζωγράφου. Οἱ προπλασμοί τῶν προσώπων, ἡ πτυχολογία καί τό χρῶμα τῶν ἐνδυμάτων, μαρτυροῦν πώς εἶναι ἔργα ὄχι του ἴδιου τεχνίτου ἤ καρπός κάποιας μεταγενέστερης ἐπιζωγραφήσεως. Βέβαια ὁ νέος τεχνίτης προσπαθεῖ νά μείνει πιστός στή φόρμα καί τό χρῶμα τοῦ πρώτου ζωγράφου, ἀλλά δέν τό κατορθώνει μέ ἐπιτυχία. Τό Φαιλόνιο τοῦ ἁγίου Ἰακώβου, ἄν καί προσπαθεῖ νά ἔχει τήν πτυχολογία καί τό χρῶμα τῶν ἄλλων Ἱεραρχῶν, βλέπουμε νά διαφοροποιεῖται. Οἱ σταυροί ἐδῶ βρίσκονται μέσα σέ κύκλο, κάτι πού δέν συμβαίνει στά πολυσταύρια Φαιλόνια τῶν ἄλλων Ἱεραρχῶν. Τά σαρκώματα στά πρόσωπα ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τά ἀντίστοιχα ἄλλων Ἁγίων. Ἐδῶ σάρκωμα καί προπλασμός δέν δένουν ἁρμονικά ἀλλά καί δέν ἔχουν τό ἁπαλό χρῶμα τίς ὤχρας τό ὁποῖο ἐπικρατεῖ στά ἄλλα πρόσωπα καί γλυκαίνει τήν ἀντίθεση προπλασμοῦ καί σάρκας, ἀλλά ἐπιπλέον δίνει φῶς καί ἠρεμία στά πρόσωπα τῶν Ἁγίων. Ἡ ἀντίθεση γίνεται ἔντονα φανερή, γιατί ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας, ἔξοχο δεῖγμα δουλειᾶς τοῦ πρώτου τεχνίτη ὁδηγεῖ μοιραῖα σέ σύγκριση μέ τούς ἄλλους δύο Ἁγίους πού τόν περιβάλλουν. Ὁ λόγος αὐτῆς τῆς ἐπιζωγραφήσεως μπορεῖ ἴσως νά ἐξηγηθεῖ ἀπό τό γεγονός τῆς διανοίξεως παραθύρου στό Ν.Α. μέρος τοῦ νοτίου τοίχου. Κατά τήν διάνοιξη τοῦ παραθύρου ὅπως εἴπαμε, καταστράφηκαν τοιχογραφίες. Ἔτσι προσπαθώντας νά διορθώσουν τίς ζημιές πού ὑπέστησαν οἱ παραστάσεις, κάποιο χέρι ἀνέλαβε νά διορθώσει τή δημιουργηθεῖσα κατάσταση.
Τή φροντίδα, λοιπόν, τοῦ νέου ζωγράφου δέχτηκε καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων (εἰκ. 9). Ζωγραφισμένος κοντά στό Διακονικό ἐξηγεῖ ἴσως τόν λόγο, γιά τόν ὁποῖο ἀπεκλήθη Ἐλεήμων. Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἀπό τό Διακονικό ξεκίνησε ἡ πρώτη μορφή φιλανθρωπίας, ὅπου γινόταν ἡ διανομή τῶν προσφορῶν στά φτωχότερα μέλη τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας.
Ὁ Ἅγιος φορεῖ κοκκινόχρωμο μητρόσχημο σκοῦφο, μέ τήν δεξιά εὐλογεῖ, ἐνῶ μέ τήν ἀριστερά του θά πρέπει νά κρατεῖ Εὐαγγέλιο, ἄν μποροῦμε νά ὑπολογίσουμε σωστά ἀπό τήν πρός τά ἄνω κίνηση του χεριοῦ, καί ὅσο μᾶς ἐπιτρέπει νά διακρίνουμε ἡ ὑγρασία καί ἡ ἐπίχριση τοῦ καταστραμένου μέρους. Φορεῖ ἐπίσης λευκό Ὠμοφόριο μέ κόκκινους σταυρούς καί πολυσταύριο Φαιλόνιο. Τό Ἐπιτραχήλιο καί τό Ἐπιγονάτιο φέρουν παραστάσεις ὅμοιες μέ τά τῶν ἄλλων Ἱεραρχῶν τό δέ Στιχάριο εἶναι χρώματος σκούρου μπλέ, μέ ἀνοίγματα στό γκρί-μπλέ.
Ἀπέναντι ἀκριβῶς, δηλαδή στόν βόρειο τοῖχο καί συγκεκριμένα στό βόρειο-ἀνατολικό τμῆμα, μέσα στόν χῶρο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, παρατηροῦμε τήν παράσταση τοῦ ἁγίου Πέτρου Ἀλεξανδρείας μέ τό γνωστό ὅραμα. Ὑπάρχει τράπεζα πού στηρίζεται σέ κιονίσκο. Πάνω της βρίσκεται τό ἱερό Εὐαγγέλιο, κι ἕνα ὕφασμα ὅπου πατεῖ ὁ Χριστός, μικρός στήν ἡλικία, γυμνός καί περιβεβλημένος μόνο γύρω ἀπό τή μέση καί τήν ἀριστερή ὠμοπλάτη τό διερρηγμένο χιτώνα. Πίσω ἀκριβῶς ἀπό τόν Χριστό ὑπάρχει Κιβώριο καί στό βάθος οἰκήματα (εἰκ. 10). Ὁ ἅγιος Πέτρος στρογγυλογένης, μέ πυκνά σγουρά μαλλιά, πολυσταύριο Φαιλόνιο καί λευκό Ὠμοφόριο, σέ κατάσταση ἐκστάσεως, τά δέ χέρια του σέ στάση δεήσεως, ἐρωτᾶ τόν Χριστό: «τίς σου τὸν χιτῶνα διῆλεν;» ὁ δέ Χριστός ἀπαντᾶ: «οὗτος ὁ πανκάκιστος Ἄρειος, Πέτρε».[47]
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τά λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι γραμμένα μέ τήν ἀντίθετη φορά (κατά τήν ἀραβική γραφή) καί βγαίνουν ἀπ’ εὐθείας ἀπό τό στόμα τοῦ Χριστοῦ.
Εἰκ. 9. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων.
Τό θέμα εἶναι γνωστό ἀπό τό τέλος τοῦ 14ου αἰώνα. Τό 1384 τό συναντᾶμε στόν ἅγιο Ἀθανάσιο Καστοριᾶς καί κατόπιν γίνεται προσφιλές θέμα τῶν ἁγιογράφων τῆς Κρητικῆς σχολῆς.[48]
Παρόμοιες συνθέσεις μέ ἐλάχιστες διαφορές συναντᾶμε στόν Ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Πηγῶν-Μεσσηνίας, ὅπου ὁ Χριστός εἰκονίζεται σέ μεγάλη ἡλικία καί ὄχι ὡς νήπιο. Στό καθολικό τῆς Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ὅμως ὁ Χριστός εὐλογεῖ, στόν ἅγιο Νικόλαο Ἀναπαυσᾶ στά Μετέωρα καί σέ πολλούς ἐπίσης Ναούς τῆς ἐποχῆς αὐτῆς καί μεταγενέστερους.
Μεταξύ τῆς παραστάσεως τοῦ ἁγίου Πέτρου Ἀλεξανδρείας καί τοῦ Διακόνου Στεφάνου ὑπάρχει χῶρος γιά τή νίψη τῶν Ἱερέων καί ἐπέχει θέση χωνευτηρίου, ὁ ὁποῖος εἶναι διακοσμημένος ἁπλά μέ ρομβοειδή σχήματα (εἰκ. 10).
Κάτω ἀκριβῶς ἀπό τήν παράσταση τοῦ ὁράμα -
τος τοῦ ἁγίου Πέτρου, ὑπάρχουν ἴχνη ἀπό τήν παρά-
σταση τοῦ Ἰωνᾶ καθώς ἐξέρχεται ἀπό τήν κοιλιά τοῦ κήτους (εἰκ. 10). Δυστυχῶς ὅμως ἡ φθορά ἄφησε μόνο ἕνα μέρος τῆς κεφαλῆς τοῦ κήτους καί τῶν ἱματίων τοῦ Ἰωνᾶ καί κατέστρεψε τήν ὑπόλοιπη παράσταση.
Εἰκ. 10. Ὅραμα ἁγίου Πέτρου Ἀλεξανδρείας.
Ὁ Μωυσῆς πρό τῆς βάτου. Τό χωνευτήρι.
Ἴχνη ἀπό τήν παράσταση τοῦ Ἰωνᾶ.
Στό ὕψος τῆς παραστάσεως τοῦ Ἰωνᾶ συνεχίζεται ἡ γνωστή ποδιά ἡ ὁποία καλύπτει ὅλο τόν χῶρο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Εἶναι τριγωνικά σχήματα μέ ὀφιοειδή γραμμή σέ ἀποχρώσεις χονδροκόκκινου καί σκούρου μπλέ, πάνω σέ λευκό φόντο (εἰκ. 12).
Στήν ψηλότερη ζώνη των τοιχογραφιῶν δέν μποροῦμε νά σταθοῦμε, γιατί ἡ ψευδοροφή τίς ἔχει καλύψει, ἀλλά καί ἡ ὑγρασία τίς ἔχει καταστρέψει σέ μεγάλο βαθμό.
Εἰκ. 12. Ν. Δ. πλευρά νοτίου τοίχου, κάτω ἡ ποδιά.
Εἰκ. 11. Ἀδιάγνωστος Ἅγιος. (Λεπτομέρεια).
Πάνω ἀπό τήν Πρόθεση καί τό Διακονικό ὑπάρχουν ἀδιάγνωστες παραστάσεις. Σώζονται μόνο τά κάτω ἄκρα τῶν εἰκονιζομένων μᾶλλον Εὐαγγελιστῶν, καί πιθανῶς τοῦ Ἀγγέλου καί τῆς Θεοτόκου ἀπό τήν παράσταση τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, σέ θέση λίγο πιό πάνω ἀπό τήν Πλατυτέρα, καί στήν ἐξωτερική πλευρά τοῦ τόξου τῆς κόγχης.
Ἡ μοναδική παράσταση πού διατηρεῖται εἶναι στό βόρειο τοῖχο, πάνω ἀπό τό ὅραμα τοῦ ἁγίου Πέτρου Ἀλεξανδρείας, καί εἰκονίζει τόν Μωυσῆ πρό τῆς καιομένης βάτου (εἰκ. 10). Ὁ Μωυσῆς ἔκθαμβος ἀκουμπᾶ τό ραβδί στόν ὦμο του καί γονατίζει γιά νά λύσει τά σανδάλιά του (εἰκ. 10). Γύρω του ὑπάρχουν λοφίσκοι καί χόρτα, ἐνῶ μπροστά του ἡ «καιομένη καὶ μὴ φλεγομένη βάτος» μέσα ἀπό τήν ὁποία ξεπηδᾶ ἡ Παναγία, σέ στάση πού δηλώνει πώς ὁμιλεῖ πρός τόν Μωυσῆ, καί μορφοποιεῖ τήν βάτο κατά τό Ἀναστάσιμο Δοξαστικό τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ β´ ἤχου, πού λέγει «ὡς γὰρ ἡ βάτος οὐκ ἐκαίετο καταφλεγομένη, οὕτω Παρθένος ἔτεκες καὶ Παρθένος ἔμεινας».
Ὁ Μωυσῆς ἰσχνός, ὀλιγογένειος, φορεῖ βαθυπράσινο κατασάρκιο καί ἱμάτιο σέ σκοῦρο κόκκινο χρῶμα.
ΝΟΤΙΟΣ ΤΟΙΧΟΣ
Ὁ νότιος τοῖχος τοῦ Ναοῦ εἶναι αὐτός πού ὑπέστη τίς περισσότερες φθορές καί καταστροφές ἀπό τόν χρόνο.
Οἱ τοιχογραφίες χωρίζονται σέ δύο ζῶνες καί σέ μιά χαμηλότερη, τήν ποδιά, ἡ ὁποία ὅμως ἐλάχιστα διακρίνεται σήμερα. Στήν ψηλότερη ζώνη διασώζονται ἐλάχιστες παραστάσεις τοῦ δωδεκαόρτου, ὅπως ἡ Γέννηση, ἡ Ὑπαπαντή, ἡ Βάπτιση. Οἱ ὑπόλοιπες παραστάσεις, ἴσως ἐπειδή ὑπέστησαν κάποιες φθορές, ἐπιχρίστηκαν μέ ἀσβέστη.
Στήν μεσαία μεγάλη ζώνη καί σάν συνέχεια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος καί τοῦ κατεστραμμένου Ἁγίου ἀπό τή διάνοιξη τοῦ παραθύρου, σώζεται μιά μορφή ἀδιάγνωστη, πιθανόν του ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, καί λέμε πιθανόν γιατί σώζεται μόνον ἡ κεφαλή τοῦ Ἁγίου καί τό μόνο μέρος τῆς ἐπιγραφῆς εἶναι ἡ συλλαβή -Γος (εἰκ. 12). Τό ὑπόλοιπο σῶμα τοῦ Ἁγίου ἔχει καταστραφεῖ ἀπό τήν τοποθέτηση τοῦ Τέμπλου. Ἡ κεφαλή τοῦ Ἁγίου εἶναι δουλεμένη μέ πολύ ἐπιμέλεια. Εἶναι ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τοῦ φτασμένου καλλιτέχνη, καί τῆς ἐπιδεξιότητάς του. Ὁ Ἅγιος ἱστορεῖται «γέρων φαλακρός, μακρυγένης οὐ πολλὰ» ὅπως θά ἔγραφε καί ἡ ἑρμηνεία τοῦ Διονυσίου. Μορφή πού ἔχει ὅλα τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού χαρακτηρίζουν τόν εἰκονογραφικό τύπο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.
Στήν συνέχεια σώζονται οἱ ἅγιοι Ἠλίας, Παντελεήμων, Κοσμᾶς καί Δαμιανός, Εὐστάθιος, Παρασκευή καί Κυριακή.
Μεταξύ τῶν ἁγίων Δαμιανοῦ καί Εὐσταθίου ὑπάρχει ὁ Δεσποτικός θρόνος, ἔργο λαϊκό χωρίς καλλιτεχνική ἀξία, τῆς αὐτῆς ἐποχῆς μέ τό Τέμπλο.
Στό διάστημα, λοιπόν, μεταξύ τῶν δύο Ἁγίων ὁ τοῖχος εἶναι ἐπιχρισμένος μέ παχύ στρῶμα ἀσβέστου. Τό ἴδιο συμβαίνει καί πέρα ἀπό τήν παράσταση τῆς ἁγίας Κυριακῆς μέ ἀποτέλεσμα νά μᾶς εἶναι ἄγνωστα τά θέματα πού ὑπῆρχαν.
Στό ἀνατολικό μέρος τοῦ νοτίου τοίχου καί μέσα στό Ἱερό Βῆμα, ὡς πρῶτο θέμα τῆς ἄνω ζώνης ἱστορεῖται μιά ἀδιάγνωστη σήμερα παράσταση. Εἶναι κατεστραμμένη στό μεγαλύτερο μέρος της καί τά μόνα ἴχνη ζωγραφικῆς πού ὑπάρχουν εἶναι τά κάτω ἄκρα τοῦ σώματος ἑνός ἀνδρός καί ἡ κεφαλή ἑνός ζώου (εἰκ. 12). Χωρίς μεγάλη βεβαιότητα θά μπορούσαμε νά ὑποθέσουμε πώς πρόσκειται περί τῆς παραστάσεως τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ Ἰωσήφ καί τῆς Μαρίας γιά τήν Βηθλεέμ μέ σκοπό νά ἀπογραφοῦν, καί ἡ ὑπόθεση αὐτή γίνεται μέ τήν σκέψη ὅτι εἶναι τό μόνο θέμα πού συνδέεται στενότερα μέ τήν παράσταση τῆς Γεννήσεως πού ἀκολουθεῖ.
- . Τό ὑλικό γιά τήν συγγραφή τοῦ παρόντος ἀντλήθηκε ἀπό τήν Μεταπτυχιακή ἐργασία τοῦ Λέκτορος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Τρύφωνος Τσομπάνη (1988), πού εἶχε γιά θέμα της: «Ἅγιος Ἀθανάσιος Χωρούδας, ὁ Ναός καί οἱ τοιχογραφίες του». «...Ὅταν πρίν ἀπό δέκα χρόνια εἶχα ἐπισκεφθεῖ γιά πρώτη φόρα τή Χωρούδα, δέν μπόρεσα ἀκόμη νά γνωρίσω – ἀξιολογήσω πλήρως τήν ὀμορφιά τῆς τέχνης της. Ὁ ἀείμνηστος δάσκαλος μου Θωμᾶς Προβατάκης ἦταν αὐτός πού μέ προέτρεψε ν᾽ ασχοληθῶ μέ τό μνημεῖο μιλώντας μέ πολύ θαυμασμό γιά τίς ἐξαίρετες τοιχογραφίες του καί γιά τόν ἀνώνυμο τεχνίτη τους. Ἀπό τότε ἄρχισε μιά ἀργή ἀλλά σταθερή μελέτη τοῦ Ναοῦ, ἡ ὁποία αὔξησε καί τό ἐνδιαφέρον μου γιά τήν διάσωσή του...». (Ἀπόσπασμα ἀπό τά Προλεγόμενα.) ↑
- . Ὁ Διοικητής τῆς Περιοχῆς Κερδυλλίων καί Βερτίσκου, Β. Κορρες Ἀντ/ρχης, Πρός τόν Σταθμόν Χωρ/κῆς Βερτίσκου, Ἐν Λαγκαδᾷ τῇ 16 Ἀπριλίου 1947. ↑
- . Ἐφημερὶς τῆς Κυβερνήσεως τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος, τεῦχος πρῶτον, ἀρ. φύλ. 152, 9
Ἰουλίου 1918. ↑ - . Ἐφημερὶς τῆς Κυβερνήσεως, τεῦχος πρῶτον, ἀρ. φύλ. 232, 27 Ὀκτωβρίου 1927. ↑
- . Ἐφημερὶς τῆς Κυβερνήσεως τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος, τεῦχος πρῶτον, ἀρ. φύλ. 129, 25
Ἰουλίου 1957. ↑ - Τουραλη Ζ., Πολιτιστικός Ἄτλας, ἐκδ. Γέν. Γραμματείας Ν. Γενιᾶς, Ἀθήνα 2000, σ. 225. ↑
- . Ψαλμός ριθ´ (119ος). ↑
- . Ψαλμός ρκγ´ (123ος). ↑
- . Γλαβινα Α., Ἡ ἐπισκοπή Λητῆς καί Ρενδίνης, Ε.Ε.Θ.Σ. Α.Π.Θ. τ. 24, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 331. ↑
- . Παπαγεωργιου Α., Ἡ ἀρχαία Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 117 βλ. στό ἴδιο καί πληροφορίες περί τῆς Ἀρχαίας Λητῆς. ↑
- . Αποστολου Αθ. Γλαβινα, Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ἡ Ἐπισκοπὴ Λητῆς καὶ Ῥεντίνης, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ., τ. 24, σ. 331, Ἀνάτυπο, Θεσσαλονίκη 1979. Hieroclis synecdemus et notitiae graecae episcopatuum (ex recognitione Gustavi Pathey), Amsterdam 1976 (Nachdruck der Ausgabe Beglin 1866), σ. 109-110. Πρβλ. Th. L. Fr. Tafel, De Thessalonica ejusque argo, Berolini 1839, σ. 91 καί O. Tafrali, Thessalonique au quatorzieme siecle, Paris 1912, a.XXVIII-XXIX. ↑
- . Γλαβινα Α., Ἡ ἐπισκοπή Λητῆς καί Ρενδίνης, Ε.Ε.Θ.Σ. Α.Π.Θ. τ. 24, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 331. ↑
- . Αποστολου Αθ. Γλαβινα, Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ἡ Ἐπισκοπὴ Λητῆς καὶ Ῥεντίνης, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ., τ. 24, σ. 346, Ἀνάτυπο, Θεσσαλονίκη 1979. Μιχαηλ Αθ. Καλινδερη, Τά λυτά ἔγγραφα τῆς Δημοτικῆς Βιβλιοθήκης Κοζάνης 1676-1808, ἐν Θεσσαλονίκῃ 1951, σ. 8-10. ↑
- . Γλαβινα Α., Ἡ ἐπισκοπή Λητῆς καί Ρενδίνης, Ε.Ε.Θ.Σ. Α.Π.Θ. τ. 24, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 331 καί Βικτωρος Ματθαιου, Ὁ μέγας συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Κερατέα Ἀττικῆς 1950, τ. Ζ1950, σ. 130. ↑
- . Βικτωρος Ματθαιου, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ. Ζ´, μήνας Ἰούλιος, Κερατέα Ἀττικῆς 1950, σ. 130. ↑
- 16. Αλεξανδρου Λαυριωτου, Τό Ἅγιον Ὄρος μετά τήν Ὀθωμανικήν κατάκτηση, Ἐπετηρίδα Ἐταιρίας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, τ. 32(1963), σ. 164. ↑
- . Αθανασιου Ε. Καραθαναση, συνεργασία ἀρχιμ. Γεωργιος Τριανταφυλλιδης, «Ἰωακείμ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Ἡ ἐπίσημος ἀλληλογραφία 1874-1876», ἐκδ. ἀδελφῶν Κυριακίδη. ↑
- . Γλαβινα Α., Ἡ ἐπισκοπή Λητῆς καί Ρενδίνης, Ε.Ε.Θ.Σ. Α.Π.Θ. τ. 24, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 354. ↑
- . Τουραλη Ζ., Πολιτιστικός Ἄτλας, ἐκδ. Γέν. Γραμματείας Ν. Γενιᾶς, Ἀθήνα 2000, σ. 225. ↑
- . Τουραλη Ζ., Πολιτιστικός Ἄτλας, ἐκδ. Γέν. Γραμματείας Ν. Γενιᾶς, Ἀθήνα 2000, σ. 225 καί περί τῆς δράσης τοῦ Μακεδονομάχου Παπα-Ντάκου βλ. Μακεδονική Ζωή, τεῦχ. 329 (1993) σ. 17-21. ↑
- . Αἶνοι Κυριακῆς Ἁγίων Πατέρων. ↑
- 6. Ἀκολουθία Ἀκαθίστου Ὕμνου. ↑
- 7. Κάθισμα Ὄρθρου Χριστουγέννων. ↑
- 9. C. Diehl, Manuel, II2, εἰκ., 335, Kontakov, Pamaton, σ. 225-227, πίν. ΧΧΧ. ↑
- 10. Millet, ICONOGRAPHIE, σελ. 499, εἰκ. 536. ↑
- 11. Μ. Σ. Θεοχαρη, περ. «Θεολογία», τ. 27 (1956), σ. 132. ↑
- 12. Μουτσοπουλου Ν., «Καστοριά – Παναγία ἡ Μαυριώτισσα», Ἀθήνα 1967, σ. 26 καί Ορλανδου, Ἀρχεῖο Βυζαντινῶν Μνημείων, Δ´ (1946), σ. 72, εἰκ. 51. ↑
- 13. Μ. Σ. Θεοχαρη, περ. «Θεολογία», τ. 27 (1956), σ. 72, εἰκ. 51. ↑
- 14. Μ. Σ. Θεοχαρη, περ. «Θεολογία», τ. 27 (1956), σ. 135. ↑
- 15. Μ. Σ. Θεοχαρη, περ. «Θεολογία», τ. 27 (1956), σ. 135. ↑
- 16. Νειλου, «Ἐπιστολαὶ» βιβλ. Γ´, ἐπιστολή λθ´, ἔκδ. 1648, σ. 322· βλ. ἐπίσης καί Σαμωνα ἐπισκόπου Γάζης Migne P. G., τ. 120, 821. ↑
- 18. Ἀπόστιχα προσόμοια Ἑσπερινοῦ 30ης Ἰανουαρίου. ↑
- 19. Εὐχή τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου. ↑
- 21. Ἀπολυτίκιο ἑορτῆς ἁγίου Νικολάου. ↑
- 22. Β´ Εὐχή θείας Λειτουργίας ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. ↑
- 24. Δοξαστικό Ἑσπερινοῦ τῆς 19ης Ἰανουαρίου. ↑
- 25. Εὐχή τοῦ Εὐαγγελίου. ↑
- 26. Β´ Εὐχή τῶν πιστῶν. ↑
- 27. Κοντογλου Φωτιου, «Ἔκφραση», ἔκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀθήνα 1960, σ. 135-136. ↑
- . Αχειμαστου-Ποταμιανου Μυρταλη, Ἡ Μονή τῆς Φιλανθρωπινῶν, Ἀθήνα 1983, σ. 47, (σχέδιο Α´). ↑
- . Λιβα Ξανθακη, Οἱ τοιχογραφίες τῆς Μονῆς Ντίλιου, σ. 24, πίνακας 6α. ↑
- . Millet – Velmans, «LA PEINTURE DU MΟΥΕΝ ΑGΕ ΕΝ ΥΟYGΟSLA VI Ε» (SΕRΒΙΕ, ΜΑCΕDΟΝIΕ ΕΤ ΜΟΝΤΕΝΕGRO), ΙV, ΡΑRΙS 1969, πίνακας 99, 187. ↑
- . Καλοκυρη Κ., Βυζαντιναὶ Ἐκκλησίαι τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Θεσσαλονίκη 1973, πίνακας 194. ↑
- . Πίνακας 11. Τό Διακονικό. Ἅγιος Σπυρίδων, Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, Ἅγιος Χαράλαμπος. ↑
- . Στιχηρὸ Προσόμοιο Ἑσπερινοῦ Ι2 Δεκεμβρίου. ↑
- . Ἐκφώνηση τῆς μικρᾶς Συναπτῆς. ↑
- . Βλέπε γιά τό Θέμα G. Millet, ἐν «ΜΕLΑΝGΕS GΗ. DΙΕΗL» τ. ΙΙ, σ., 99 κ.ἑ. ↑
- 44. Καλοκυρη Κ., Βυζαντιναὶ Ἐκκλησίαι τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 248. ↑