Trifontsompanis-lagadas.gr

Μεγαλοβδομαδιάτικο

Αχάραγα ακόμα της Μεγάλης Τρίτης η φωνή ξεσήκωνε την γειτονιά μας.

-Πουρνάρια καλά, πουρνάρια ξερά!!!!

-Σταμάτα βρε χριστιανέ μου ο κόσμος κοιμάται ακόμα, μπα σε καλό σου, ακόμα με τη τσίμπλα στο μάτι είμαστε όλοι, έλεγε η γιαγιά στον μπάρμπα- Θανάση που κατέβηκε χαράματα ακόμα από τον Βερτίσκο να ξεπουλήσει τα πουρνάρια του πριν ξημερώσει για τα καλά και κατεβούν κι οι άλλοι πουρναράδες από το Σωχό και τις Πέντε Βρύσσες ,το Λοφίσκο, το Κρυονέρι. Μέρες που έρχονται είναι ευκαιρία να ξεπουλήσει τα φορτία του τα οποία έσερναν τέσσερα γαϊδουράκια κατάφορτα ως πάνω, που αγκομαχώντας κατέβηκαν όλες εκείνες τις ανάποδες στροφές του δρόμου από το Βερτίσκο στο Λαγκαδά. Αν δε δούλευε τέτοιες μέρες πότε θα δούλευε; γι αυτό και απόμεινε μέρες τώρα στο βουνό για να προλάβει να κόψει όσα χρειαζόταν για να καλύψει την πελατεία του. Αυτή την περίοδο δεν έφερνε μόνο στους επαγγελματίες φουρνάρηδες πουρνάρια, αλλά ξεφόρτωνε και στα σπίτια που είχαν φούρνο στις αυλές και που ετοιμάζονταν για τα τσουρέκια και τα σιμίτια. Η μάνα βγήκε να προλάβει την παραλαβή και να τα ξεφορτώσει στην αυλή της κυρά-Λένης, μια και φέτος δεν πρόλαβε να πιάσει σειρά στο φούρνο της κυρά-Λυσάβως που ήταν και πιο μεγάλος και έπαιρνε ίσα και με τέσσερις δόσεις κουλούρες. Τα φορτία παραδόθηκαν, κέρασαν κι ένα καφέ στον κυρ-Θανάση και βάλθηκαν να προγραμματίζουν τη σειρά για το ψήσιμο. Καλά θα ήταν να ξεκινήσουν το φούρνισμα από την μεγάλη Τετάρτη για να έχουν μεγαλύτερη άνεση την Πέμπτη γιατί ως να ξεφουρνίσουν θα πρέπει να πάνε και στα δώδεκα Ευαγγέλια. Έτσι και έγινε την Μεγάλη Τετάρτη ξεκίνησαν πρώτα οι γειτόνισσες το φούρνισμα και την μεγάλη Πέμπτη άφησαν το φούρνο ελεύθερο για τους νοικοκυραίους για να μπορούν να δώσουν κι ένα χεράκι βοήθειας σε όποια γειτόνισσα το είχε ανάγκη. Τη μεγάλη Πέμπτη από νωρίς κι όλας ήταν κι η πρόβα της χορωδίας για τα εγκώμια και έπρεπε να πάνε για τις τελικές πρόβες και τις ετοιμασίες. Α…έπρεπε να προλάβουν να πάνε και στην αγορά νωρίς να πάρουν και στεφάνι για το σταυρό, που το ‘χαν τάμα κάθε χρόνο να το κρεμούν στον εσταυρωμένο με την ελπίδα να βρει γαμπρό και η κουνιάδα, η αδελφή του μπαμπά. Αν και η ίδια απελπισμένη πλέον δεν ήλπιζε ούτε με το νέο στεφάνι να συναντήσει τον πρίγκιπα που χρόνια περίμενε και ξόδεψε αρκετά για στεφάνια μεγαλοπεμπτιάτικα.  Ο θείος έλεγε πως η Ζαχαρούλα δεν έβραζε ούτε με τα διπλά φορτιά πουρνάρια που ξεφόρτωνε ο κυρ-Θανάσης, γιατί είχε μάθει να βράζει μόνη της στο δικό της ζουμί. Άλλωστε είχε συνηθίσει να κάθεται στο ράφι της και δεν της έμελε ό,τι και να γινόταν. Όμως τώρα το στεφάνι το πρόσφερε απ΄την καρδιά της για το Χριστό, όπως έλεγε, για να μην υπάρχει περίπτωση να απογοητευθεί και πάλι περιμένοντας τον δικό της νυμφίο, ο οποίος έτσι κι αλλιώς δεν εφάνηκε ούτε «εν τω μέσω της νυκτός» ούτε εν τω μέσω της ημέρας.

Η μαμά πάντως την έπαιρνε μαζί της στην αγορά για να ψωνίσουν μαζί ό,τι χρειαζόταν η οικογένεια και να της αλλάξει λίγο τη διάθεση. Εμείς στο σπίτι με τη γιαγιά ετοιμάζαμε τα αυγά πλένοντάς τα προσεκτικά και ετοιμάζοντας τις μπογιές, κυρίως από κατακόκκινα παντζάρια, η από φύλλα κρεμμυδιού,που επίσης έκαναν καλό χρώμα. Όσο είμασταν μικρά η γιαγιά τέτοιες μέρες έπαιρνε φωτιά για να βοηθήσει κι αυτή όσο μπορούσε νύφη και κόρες και φρόντιζε να μας απασχολεί για να μη δυσκολεύουμε τη μάννα στις ετοιμασίες. Κατά το μεσημέρι της Μεγάλης Πέμπτης, έλεγε στη μάννα, «άσε να πάω εγώ στο φούρνο να περιμένω τα τσουρέκια, πάρε εσύ τα μικρά για να κοιμηθούν γιατί το βράδι δεν θα αντέξουν στα δώδεκα ευαγγέλια». Αυτή η στιγμή θα μου μείνει αξέχαστη γιατί κι η μάννα είχε την ανάγκη από λίγη ξεκούραση αλλά κι εμείς απολαμβάναμε την ζεστή αγκαλιά της που μύριζε τσουρέκι, μπυρομαγιά και μαχλέπι. Παρ’ όλη την κούρασή της έγερνε δίπλα μας και αρχινούσε τις ιστορίες για τα πάθη του Χριστού, για το μυστικό δείπνο, για την προδοσία και τα ραπίσματα και τέλος για την πορεία προς το Γολγοθά. Κι ύστερα αφού τα διηγούνταν αναλυτικά αρχινούσε να τραγουδά το μοιρολόγι της ημέρας που έψελναν το βράδι οι γυναίκες στην εκκλησία δίπλα στον σταυρό του Χριστού και ολημερίς τη μεγάλη Παρασκευή, καθώς χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα: «Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα πιάσαν το Χριστό τον πάντων βασιλέα…Παίρνουν το δρόμο το δρομί, δρομί το μονοπάτι, το μονοπάτι τα’ έβγαλε στην πόρτα του Πιλάτου… Η Παναγιά σαν τ άκουσε πέφτει λιγοθυμάει, πέντε σταμνιά της περιχούν, τρία σταμνιά του μόσχου…όποιος το ακούει σώζεται, κι όποιος το λέει αγιάζει. Κι όποιος το παρασέβεται παράδεισο θα λάβει, Παράδεισο και λίβανο από τον άγιο Τάφο…». Τα δάκρυά της πολλές φορές έφταναν μέχρι το μέτωπό μας που το χάιδευε και το φιλούσε και έβγαζε όλη εκείνη την τρυφεράδα της μάνας Παναγιάς που νανούριζε τον μονογενή της. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η συγκίνηση έφτανε και στα δικά μας παιδικά μάτια και νιώθαμε να ζούμε τα πραγματικά γεγονότα ακόμα μια φορά. Το βράδι στα δώδεκα ευαγγέλια με αγωνία μετρούσαμε να σβήνουν τα κεριά μετά από κάθε ευαγγέλιο και φυσικά μας ένοιαζε πότε θα τελειώσει η ακολουθία για να ξεκινήσει το στόλισμα του επιτάφιου, στο οποίο συμμετείχαμε όλα τα παιδιά, με προεξάρχουσες βέβαια τις γυναίκες και τις μεγαλοκοπέλες της ενορίας που είχαν πάντα το γενικό πρόσταγμα. Οι γυναίκες, κυρίως οι μεγαλύτερες στην ηλικία, που δεν έπαιρναν μέρος στον στόλισμα, καθόταν γύρω από τον σταυρό στο κέντρο της εκκλησίας και όλη τη νύχτα τραγουδούσαν το μοιρολόγι της Παναγιάς, επαναλαμβάνοντάς το η μια μετά την άλλη,σαν μέλη χορού αρχαίας τραγωδίας, ενώ όσες δεν ήξεραν όλα τα λόγια απ’ έξω, ισοκρατούσαν με ρυθμό.

Κατά το ξημέρωμα ο επιτάφιος ήταν σχεδόν έτοιμος με μερικές λεπτομέρειες να εκκρεμούν και μεις τρέχαμε σπίτι να ξαπλώσουμε λιγάκι γιατί κατά τις δέκα θα ξεκινούσε η πρωινή ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής στην οποία έπρεπε να πιάσουμε θέση για να χτυπάμε ολημερίς πένθιμα την καμπάνα. To πρωί πέρασα να πάρω τον Χρήστο για να πάμε παρέα στην εκκλησία.Τον βρήκα να κοιμάται ακόμα και η μάνα του μόλις έμαθε το σκοπό της επίσκεψής μου έσκασε στα γέλια.

-Αν το καταφέρεις μου λέει σήκωσέτον και πάρτον μαζί σου. Έχει μουλαρώσει από προχθές την μεγαλοδευτέρα που πήγε στην ακολουθία και γύρισε πίσω φουρκισμένος γιατί ο παπάς που διάβαζε το ευαγγέλιο λέει πως έβριζε συνέχεια.Γελάσαμε κι οι δυό με την ευθιξία του Χρήστου αλλά πώς να του εξηγήσεις πως αυτά που έλεγε ο παπάς και του φαινόταν βρισιές τα έλεγε το ευαγγέλιο, ότι δηλαδή «εν γαρ τη βασιλεία των ουρανών, ούτε γαμούσι ούτε εκγαμίζονται» και έφαγα αρκετή ώρα να του εξηγώ το νόημα των λέξεων για να λυθεί η παρεξήγηση.Στο τέλος ήρθε μαζί μου με την απειλή ότι άμα ξαναβρίσει ο παπάς εγώ φεύγω στη στιγμή.Εμ… ξαδερφάκι μου αυτό είναι άμα δε ξέρεις καλά αρχαία ελληνικά!Κοκκίνησε και κατέβασε το κεφάλι συνεσταλμένα.

Το βραδάκι έτοιμα όλα για τα εγκώμια και την περιφορά του επιταφίου. Απολαμβάναμε πραγματικά τις ψαλμωδίες και ιδιαίτερα εκείνα τα υπέροχα λόγια των ύμνων που σε έκαναν να ψάλλεις ασυναίσθητα το «Έραναν τον τάφον αι μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι. Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;»

Καμαρώναμε για τον επιτάφιο που βάλαμε κι εμείς το χεράκι μας για το τελικό αποτέλεσμα, χαιρόμασταν την συμμετοχή και την αγάπη όλων για την ημέρα αλλά και την ευλάβεια των απλών ανθρώπων.

Χρώματα κι ευωδιές, άρωμα από αγνό μελισοκέρι, και αγιονορείτικο θυμίαμα, ψαλμοί και ύμνοι, χαρά και λύπη ανάμεικτες σε μια προοπτική ελπίδας, η χαρμολύπη του σταυρού, η ελπίδα και η σιγουριά της ανάστασης και ψαλμωδίες γεμάτες φως, «εκ του ανεσπέρου φωτός», που πλημμύριζε η πλάση, ο ουρανός και η γη και τα καταχθόνια. Έτσι μονάχα καταλαβαίνεις καλύτερα αυτό που λές κάθε φορά μηχανικά «δια του σταυρού, χαρά εν όλω τω κόσμω…».