Είν’ αλήθεια πως το ΄λεγαν και το καμάρωναν ότι κάθονταν στη «Μικρά Ελβετία» του Λαγκαδά και ήταν γι αυτούς τίτλος ιδιαίτερης τιμής και χαράς που ο μαχαλάς τους είχε τέτοιο σπουδαίο όνομα, γιατί ήταν σαν να παραδέχονταν όλοι την υπεροχή της γειτονιάς τους, γιατί περί μιας γειτονιάς επρόκειτο που ήταν όμως η παλαιότερη και αρχαιότερη γειτονιά της πόλης. Βέβαια πρέπει να πούμε πως μέχρι τη δεκαετία του 1960 ήταν το κέντρο των δραστηριοτήτων των ντόπιων Λαγκαδιανών, μια και στο κέντρο του μαχαλά ήταν η εκκλησία της πολιούχου που ήταν και η μητρόπολη, εδώ υπήρχαν τα περισσότερα αρχοντικά διώροφα και τριώροφα σπίτια, υπήρχε το αρχαιότερο, το πρώτο Δημοτικό σχολείο που χτίστηκε και με χορηγία της οικογένειας του Παύλου Μελά στα 1911 με τη φροντίδα του παπα-Ιωακείμ Ανανιάδη και από τον καλύτερο αρχιτέκτονα της εποχής τον Παιονίδη, το πρώτο νηπιαγωγείο και από το σχολείο και πέρα , κυρίως από την εκκλησία, που άρχιζε η επικράτεια της Μικράς Ελβετίας μέχρι τα κοιμητήρια περίπου, υπήρχαν εννιά μπακάλικα, δύο κουρεία, ένας φούρνος, τέσσερις ταβέρνες, δύο ξυλεμπορικά, ένα καρνάγιο που έκανε τις ψαρόβαρκες για τη λίμνη, ένας αλευρόμυλος και ο μύλος του Γεωργιάδη στην άκρη του μαχαλά, και φυσικά το κονσερβοποιείο, αλλά αυτό που έδειχνε την πληθυσμιακή υπεροχή, ήταν ότι στην Μικρά Ελβετία υπήρχαν οι περισσότερες γεροντοκόρες της πόλης, καμιά πενηνταριά περίπου, γιατί η καλή οικονομική άνεση των οικογενειών απέτρεπε τα κορίτσια να παντρευτούν όποιον κι όποιον, κι έτσι το «ράφι» πήγαινε σύννεφο, γιατί όλες ονειρεύονταν αξιωματικούς και δημοσίους υπαλλήλους. Οι περισσότερες οικογένειες ήταν πάππου προς πάππου κάτοικοι της μεγάλης αυτής γειτονιάς, αλλά βέβαια σε κάποια φάση και μετά το 1922 που ήρθαν οι πρόσφυγες άρχισαν να αλλάζουν τα ποσοστά. Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, χαρούμενοι, με μεγάλες κατά το πλείστον οικογένειες και πολλά παιδιά, και βέβαια παντοτινά μέλη της κάθε οικογένειας, μέχρι να μιλήσει ο Θεός, οι παπούδες και οι γιαγιάδες, που αποτελούσαν και την ζωντανή ιστορία της κάθε οικογένειας και των οποίων ο ρόλος και ο λόγος ήταν καθοριστικός σε κάποιες οικογένειες, δεδομένου ότι κρατούσαν τον κορβανά της οικογένειας, τον μπεζαχτά όπως έλεγαν. Το στοιχείο αυτό ήταν και ο γερός συνδετικός κρίκος της κάθε μεγάλης οικογένειας και μάλιστα όταν τα σπίτια ήταν μεγάλα, συγκατοικούσαν όλοι μαζί, αγόρια, κόρες, γαμπροί και νύφες, παιδιά και εγγόνια. Περιδιαβαίνοντας τη γειτονιά ξεκινούσες με την αίσθηση της όσφρησης μια και στο καρνάγιο του Βενιώτη καθημερινά έβραζαν οι πίσσες για να καλαφατίσουν τις ψαρόβαρκες. Πιο πίσω ο φούρνος του Στέργιου με την φίρμα « Ο ΑΣΣΟΣ» μοσχοβολούσε φρέσκο ψωμί και φαγητά, κυρίως τις Κυριακές που έφερναν οι νοικοκυρές τα ταψιά με τα φαγητά τους για ψήσιμο. Έξω από τον φούρνο στoίβες ολάκερες τα πουρνάρια, που ξεφόρτωναν κάθε τόσο οι μεταφορείς με τα γαϊδουράκια τους από το Σωχό ,την Όσσα, τις Πέντε Βρύσσες και τα άφηναν έξω από τον φούρνο και το κάθε σπιτικό, γιατί τότε τα περισσότερα σπίτια είχαν στις αυλές τον φούρνο τους.
Τα μπακάλικα τη γειτονιάς δεν ήταν απλά για τον επισιτισμό των οικογενειών αλλά καθημερινά λειτουργούσαν ως μικρά καφενεία για τους πελάτες τους, που περιμένοντας τη σειρά τους να εξυπηρετηθούν φρόντιζαν, οι άντρες κυρίως, να βρέξουν το λαρύγγι τους με λίγη ρετσίνα ή ρακί, δυο ελιές, λίγο τυράκι και μια-δυο λιπαριές. Έβλεπες λοιπόν έξω από κάθε μπακάλικο, έναν αναποδογυρισμένο τενεκέ, ή κάποιο τελάρο για τραπεζάκι, και εκεί στηνόταν το σκηνικό πάνω στη λαδόκολλα. Μερικοί φρόντιζαν να χάνουν συχνά τη σειρά τους ή να την προσφέρουν ευγενικά στις γειτόνισσές τους, ώστε να προλάβουν να κατεβάσουν κι ένα δεύτερο ή τρίτο ρακί, με αποτέλεσμα μετά να ξεχνάν και το σπίτι και τα ψώνια. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η Μικρά Ελβετία διέθετε τα πιο γερά ποτήρια της πόλης και είχε παράδοση σε καταστάσεις ουζοκατάνυξης. Αν τυχόν και υπήρχε παρέα έξω από μπακάλικο και περνούσε κάποιος γείτονας για να πάει στο σπιτικό του, πάντα τον καλούσαν για ένα ποτήρι.
-Πόσα ρε ήπιατε; Ρωτούσε.
-Α…κανά δυό μόνο.
– Καλά, τότε “φέρε ένα για ξεροσφύρι και συνεχίζουμε απ΄την αρχή” , έλεγε με νόημα το νέο μέλος της παρέας, που συνήθως ήταν φτιαγμένος από τα καφενεία της αγοράς.
Ήταν παγιωμένη η άποψη ότι μόνο τα βόδια πίνουν νερό και οι άνθρωποι μόνο ούζο! Γι αυτό συνήθως μετά «τα…ψώνια» παρακαλούσαν κάποιον να τους συνοδέψει στο σπίτι γιατί έχαναν την πόρτα. Ο κυρ-Φώτης πάντα ευγενής έλεγε στον περαστικό, «αγαπητέ μου γείτονα, σας χαιρετώ εγκαρδίως, μπορώ να σας πιάσω αγκαζέ;»
Ο μπαρμπα-Τάκης ο καντηλανάφτης, έβραζε παρακάτω στο υπόγειο το κερί για την εκκλησία, αλλά συχνά έπεφτε στον πειρασμό των γειτόνων που δεν τον άφηναν να αγιάσει, στο δε καφενείο του Κυράννου, πίσω από την αγιά-Παρασκευή όλη μέρα τραγουδούσε το γραμμόφωνο ή η λατέρνα. Όταν τέλειωνε ο μεζές έβρισκαν πάντα τρόπο να τον ενισχύσουν ή από τον μανάβη που θα περνούσε και του έκλεβαν καμιά ντομάτα ή από τον ψαρά άρπαζαν κανένα γριβαδάκι ή θα έβρισκαν άλλους τρόπους. Μια μέρα ας πούμε η κυρά-Λίτσα πήγαινε στο χωράφι το φαγητό για τον άντρα της. Πέρασε από την εκκλησία και καθότι ευσεβής και φιλόθεος καθώς ήταν, μπήκε να ανάψει ένα κερί και να προσευχηθεί, αφήνοντας έξω από την εκκλησία το καλάθι με το φαγητό. Από μακριά ο κυρ-Κώτσος αντιλήφθηκε το μέγα λάθος της κυρά-Λίτσας και φρόντισε να αδειάσει το καλάθι από τις τηγανιτές μελιτζάνες και τα κολοκυθάκια με το τυρί και να το γεμίσει με πέτρες. Έτσι ο μεζές ήταν πλουσιότατος αλλά η γυναικούλα κόντεψε να φάει ξύλο απ΄τον άνδρα της που του πήγε πέτρες για φαγητό. Πολλά τέτοια έχουν να διηγηθούν οι άνθρωποι της γειτονιάς που ζούσαν καθημερινά τέτοιες καταστάσεις. Όπως όταν πήγαν να ξενυχτήσουν τον γέρο Μπάρτζο τον γείτονα που πέθανε, ζήτησαν να πιούν ένα κονιάκ για τη μνήμη του, που σημειωτέων ο μακαρίτης ήταν από τα καλά ποτήρια της γειτονιάς.Τι ήταν να πει η χήρα, δεν ξέρω που το έχω, ψάξτε και πάρτε το. Ό,τι βρήκαν, κονιάκ, κρασί, ρετσίνες, τα πήραν και τα έβαλαν στο τραπέζι, σε δε λίγη ώρα τα ποτήρια κατέβαιναν το ένα μετά το άλλο, μέχρι που σε κάποια φάση κατά το ξημέρωμα άρχισαν το τραγούδι «σαν βγαίνει ο Χότζας στο τζαμί αργά σαν σουρουπώνει…». Έντρομη η χήρα άρχισε να παρακαλάει να σταματήσουν γιατί φοβήθηκε ότι σε λίγο θα σηκωνόταν κι ο πεθαμένος να τραγουδάει μαζί τους! Γενικά γύρω από την αγιά-Παρασκευή χτυπούσε πολύ έντονα η καρδιά της γειτονιάς, συχνά σε ρυθμούς ταχυκαρδίας. Πιο κάτω το αρχοντικό των Βοσνάκηδων, ψηλό και τρίπατο με τα φουρούσια να τα χτυπά ο αγέρας και το στενάκι μπροστά στο σπίτι, η οδός Μιχαήλ Βοσνακίδη, του εικοσιτριάχρονου μακεδονομάχου που τον σκότωσαν οι κομιτατζήδες μπροστά στην πόρτα του. Εδώ χτυπούσε βέβαια παλιότερα και η καρδιά του μακεδονικού αγώνα μια και τα περισσότερα παιδιά της γειτονιάς ήταν ενταγμένα στις ανταρτικές ομάδες των μακεδονομάχων και το υπόγειο της εκκλησίας έκρυβε τα μυστικά του αγώνα.
Γενικά η γειτονιά είχε στους κόλπους της τα καλύτερα ποτήρια, τα καλύτερα λαρύγγια, γιατί διέθετε χαρισματούχους σε φωνή νέους, αλλά και τους καλύτερους χορευτές, και μετράει το γεγονός ότι μεταπολεμικά μια παρέα παιδιών από τη γειτονιά έλαβαν μέρος σε φεστιβάλ χορού στη Δράμα και ο Οδυσσέας με τον Κώστα απέσπασαν το πρώτο βραβείο χορού, χορεύοντας μάλιστα ως ζευγάρι, ελλείψει κοριτσιών, και διακρίθηκαν στο ταγκό. Οι κανταδόροι της γειτονιάς ήταν περιζήτητοι σε άλλες γειτονιές και πήγαιναν πάντα να συντρέξουν όσα παλικάρια ήταν χτυπηθεί από τα βέλη του έρωτα και ξενυχτούσαν κάτω απ’ τα παράθυρα των κοριτσιών τους τραγουδώντας «χαράματα η ώρα τρεις θα’ ρθω να σε ξυπνήσω, κρυφά από τη μάνα σου να σε χαρώ, να σε γλυκοφιλήσω». Τα νεανικά πάρτυ πήγαιναν σύννεφο μετά τον πόλεμο και μάλιστα όταν οι αδερφοί Φούρκα φέρανε και το πρώτο γραμμόφωνο, τότε το σπίτι τους έγινε κέντρο διερχομένων. Τα καφενεία της γειτονιάς πάντα γεμάτα με κόσμο και γλεντζέδες που δεν ήθελαν πολλά για να κάνουν κέφι, παρά ένα αυγό, λίγες ελιές, ένα κομμάτι τυρί με λαδορίγανη και έφτανε να ανάψουν τα κέφια και να αρχίσουν τα τραγούδια και οι χοροί. Το καφενείο με το όνομα ΕΞΟΧΙΚΟ πίσω από το σπίτι της Μαρίκας της επιλεγομένης «μις- taper», της κόλλησαν το παρατσούκλι γιατί ήταν η πρώτη που έφερε στο χωριό τα πλαστικά της taper και έκανε επιδείξεις, έφερνε κατά καιρούς και μουσικά σχήματα αλλά και θεατρικές παραστάσεις, ενώ το καφενείο του Λαϊμήττα, απέναντι στο Δημοτικό, εκεί που είναι τώρα το κινέζικο μαγαζί, έμπαινε στον ανταγωνισμό με δικά του μουσικά σχήματα σε στυλ Καφέ-Σαντάν, αλλά έκανε και παραστάσεις Καραγκιόζη για τα παιδιά. Γενικά η νεολαία του μαχαλά είχε μια έντονη δραστηριότητα που ενώ τα αγόρια πήγαιναν σε φεστιβάλ χορού, τα κορίτσια συμμετείχαν σε διαγωνισμούς ομορφιάς, όταν κατά καιρούς διοργανώνονταν χοροί και απρέ , όπως τα έλεγαν τα πάρτυ. Έτσι της κόλλησε και της Βαγγελιώς το παρατσούκλι «Μις-Λαγκαδά» επειδή διακρίθηκε σε κάποιον διαγωνισμό ομορφιάς, κατά σύμπτωση δε την εποχή εκείνη ο Μάνος Χατζηδάκις γράφει για το θέατρο εντελώς τυχαία το γνωστό τραγούδι «Οι αδελφές Τατά από το Λαγκαδά». Από τότε λοιπόν η Βαγγελιώ με την Tούλα την αδερφή της καθιερώθηκαν ως «οι αδελφές Τατά» και πέθαναν με αυτό το όνομα.
Στου Κυράννου την ταβέρνα σύχναζαν τα δυνατότερα ποτήρια, ντόπια και μικρασιάτικα, όπου η λατέρνα χτυπούσε ακόμα και τα μεσημέρια.Οι γυρολόγοι σε καθημερινή βάση διαλαλούσαν την πραμάτεια τους που συνήθως ήταν αυγά, ζαρζαβατικά, ψάρια, αλλά και είδη οικιακής χρήσης και υφάσματα. Ο Φούντος, ο Κανελόπουλος και ο κυρ-Σταύρος, στα πρώτα χρόνια με το κάρο διασκευασμένο σε κατάστημα περνούσαν τουλάχιστον μέρα παρά μέρα, χτυπώντας το κουδούνι και προσκαλώντας τις νοικοκυρές στο τροχήλατο μαγαζί τους, ενώ όταν αργότερα βγήκαν τα πικάπ το κουδουνάκι αντικαταστάθηκε από τα τραγούδια του Καζαντίδη και του Αγγελόπουλου «Καρδιά πληγωμένη πως βαστάς και δε ραγίζεις…». Μετά το ‘65 ο Δημητράρας πήρε τα σκήπτρα της εργασίας και ανάμεσα στα τραγούδια του κασετόφωνου πλέον, τον άκουγες να φωνάζει έξω φωνή «κάλτσες καλές κάλτσες, τέτοιες πήρε κι η ωραία Ελένη και την κλέψαν την καημένη»! Το γραφικότερο πρόσωπο των γυρολόγων ήταν ο διάσημος «Συμπέθερος», ένας τύπος μπον-βιβέρ από τη θεσσαλονίκη, που όλες τις γυναίκες τις αποκαλούσε συμπεθέρες, με το μαλλί κολλημένο με την μπριγιαντίνη, λεπτό μουστακάκι γεμάτο πονηριά, κοστούμι με γραβάτα πάντα, πρόθυμος για παντός είδους εξυπηρετήσεις και όλες οι γειτόνισσες έτρεχαν να ακούσουν τα κοπλιμέντα του και να ψωνίσουν από καρφίτσες, παραμάνες και φυτιλάκια με μοσχοθυμίαμα, μέχρι καθρεφτάκια και τσατσάρες, κάλτσες και πιατσράκια για τα μαλλιά, ακόμα και ωρολόγια αλλά και τραντζιστοράκια με δόσεις. Προσπαθούσε πάντα να πάρει πληροφορίες αν έχουν στο σπίτι παλιά νομίσματα, παλιές εικόνες απ’ την πατρίδα ή την γιαγιά και αναλάμβανε να τις αντικαταστήσει με καινούργιες, που ήταν δουλεμένες με χρυσόσκονη και ασημόχαρτα.
-Τι να τις κάνετε τις παλιατζούρες ,έλεγε. Θα σας φέρω γω καινούργιες να λαμποκοπάνε. Αργότερα ακούστηκε πως συνελήφθη για αρχαιοκαπηλία βυζαντινών εικόνων και όχι μόνο. Κάθε απόγευμα Τρίτης, Πέμπτης και Σαββάτου περνούσε με το κάρο του ο κυρ-Γιάννης, ο οποίος δεν άλλαξε τον γαϊδαράκο του με άλογο όπως έκαναν οι άλλοι, και πωλούσε την πραμάτεια του που ήταν τσίγκινες λεκάνες, κουβάδες, πλαστικά, σκούπες κλπ, ένα τέλειο γαϊδουροκινούμενο εμπορικό.
Η Δυνατή φωνή του «γλυκατζή-Παπαγεωργίου» που περνούσε Σάββατο ή Κυριακή, με μια μηχανή που δίπλα είχε καλάθι αρκετά ευρύχωρο, διαλαλούσε τα γλυκά του και ξεσήκωνε τη γειτονιά. Δεν προλάβαινες να ηρεμήσεις από τις φωνές των «εμπορικών καταστημάτων» ξαμολιόταν στη γειτονιά ο παγωτατζής, ο τυροπιτάς, ο Γιαννάκης ο Τζίτζιρας, πρώτα με γλυκά και παγωτά κι ύστερα με σάντουιτς, ενώ ο κυρ-Δημητρός ο Μπαλτάς παρέμεινε στο είδες του πιστός και πωλούσε μόνο τυρόπιτες, σάμαλι και φοινίκια . Φρίγκο-φράγκο το παγωτό φρίγκο- φράγκο φώναζε ο μπαρμπα-Νίκος, βανίλια, λεμόνι, πορτοκάλι! Να σου τρέχουν τα σάλια, και μέσα σε όλο αυτό το σαματά νάσου και η καταβρεχτήρα του Δήμου να ποτίζει το χωματόδρομο της γειτονιάς γιατί σε λίγο θα γυρνούσαν τα κάρα από τα χωράφια ή τα ζώα από τη βοσκή, και έπρεπε να μη σηκώνεται σκόνη.
Οι μανάβηδες και οι ψαράδες συνήθως περνούσαν νωρίς το πρωϊ, με τα κάρα γεμάτα από ζαρζαβατικά, κι επειδή στη γειτονιά υπήρχαν και διακεκριμένα άτομα της λαγκαδιανής κοινωνίας, ήτοι δημόσιοι υπάλληλοι ή έμποροι, η επιλογή τους αποτελούσε διαφήμιση κι ο κυρ-Στέργιος φώναζε δυνατά να τ’ ακούσουν όλες οι νοικοκυρές : «Πάρτε κυράδες μου ντομάτες και μελιτζάνες καλές, πάρτε. Πήρε κι η κυρά-Αλεξάνδρα Νταλόγκου, κι ο κυρ-Κωστάκης Αϊβασιλιώτης, πήρε κι η κυρά-Παπαδιά να φάει ο παπά-Κύρος»! Ας σημειωθεί δε πως οι λαγκαδιώτικες μελιτζάνες και ντομάτες αναφέρονταν ακόμα και στα τραγούδια τους πως οι «τρεις ντομάτες λαγκαδιώτικες κάμνουν μιάμιση οκά»!
Ο μεγαλύτερος αριθμός των γειτόνων ήταν άνθρωποι που δούλευαν ως ψαράδες και γεωργοί, ή και τα δυό μαζί, γιατί στη λίμνη δεν επιτρέπονταν πάντα το ψάρεμα, και τότε οι γεωργικές ενασχολήσεις κατείχαν το κύριο μέρος των απασχολήσεων. Είναι αλήθεια ότι δούλευαν καλά στη λίμνη, η οποία ήταν «μάννα» για όλη την πόλη και τα γύρω χωριά, αφού ήταν από τις πλουσιότερες σε ψάρια. Γύρω στο 1925 λέγανε πως είχε ξεκινήσει η ανέγερση της νέας εκκλησίας, γιατί από τότε που οι Τούρκοι έκαψαν τον παλιό βυζαντινό ναό, λόγω της συμμετοχής των Λαγκαδιανών στην επανάσταση της Μακεδονίας υπό τον Εμμανουήλ Παππά στα 1823, ο ναός λειτουργούσε σε ένα ξύλινο παράπηγμα. Άρχισε λοιπόν η ανοικοδόμηση με πολλές θυσίες, μεταφέρθηκαν τότε και τα νεκροταφεία στον νέο τους χώρο και ξεκίνησε η τοιχοποιϊα του ναού. Όταν έφτασαν στον τρούλο τα πράγματα δυσκόλεψαν, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν ούτε τα μέσα ούτε τις ναοδομικές γνώσεις για να φτιάξουν τον τρούλο, ο οποίος έπεφτε. Ο πρωτομάστορας ένας αρβανίτης στην καταγωγή πήγαινε να σκάσει. Τότε ανέβηκε ο ίδιος να επιμεληθεί το χτίσιμο και έγινε το μοιραίο, έπεσε και σκοτώθηκε. Από τότε κανένας δεν ανέβαινε στη σκαλωσιά να συνεχίσει το έργο. Ο ναός σχεδόν εγκαταλείφθηκε, ξεσκέπαστος καθώς ήταν γέμιζε νερά το χειμώνα, φύτρωσαν δέντρα, μέχρι και λαγοί και κουνέλια κρύβονταν μέσα στα χόρτα του και οι πιτσιρικάδες έτρεχαν και τους κυνηγούσαν στην αυλή. Το βλέπανε οι γειτόνοι και μαύριζε η καρδιά τους. Αυτό τράβηξε αρκετά χρόνια. Τότε κατά το 1945 αποφάσισαν να αναλάβουν την συνέχιση του έργου, αλλά η κατοχή κι πόλεμος δεν άφησε γρόσι για γρόσι στα θυλάκια των ανθρώπων. Σε μάζωξη που έγινε στην εκκλησία, ο παπα-Γιάννης και ο παπα-Δημήτρης, είπαν πως αν βοηθήσετε όλοι, ο μαστρο-Τριαντάφυλλος και ο μαστρο-Κοσμάς θα αναλάμβαναν να ολοκληρώσουν το έργο. Ο μαστρο-Τριαντάφυλλος το έβαλε γινάτι γιατί έλεγε πως αρβανίτης ξεκίνησε τον ναό, αρβανίτης πρέπει να τον τελειώσει, ήταν θέμα τιμής της ράτσας τους να τελειώσει το έργο. Οι γεωργοί, έφεραν στάρι ή καλαμπόκι που πουλήθηκε στον έμπορο και μαζεύτηκαν τα πρώτα λεφτά, οι ψαράδες μαζεύτηκαν κι αυτοί ένα βράδι στην εκκλησία και αποφάσισαν να πάνε στη λίμνη για δέκα μέρες και ό,τι ψαρέψουν να το πουλήσουν για την εκκλησία. Πήγαν μάλιστα απ΄τη μεριά του Αγίου Βασιλείου και νοίκιασαν ψαροκαλύβες για τις μέρες που ήθελαν και μόλις ψάρευαν πουλούσαν την ψαριά τους στους εμπόρους που έρχονταν στην αποβάθρα. Αυτά τα λεφτά έγιναν η πρώτη συρμαγιά για να ξεκινήσει το έργο της ολοκλήρωσης του ναού. Έτσι ολοκληρώθηκε τελικά η εκκλησία και εγκαινιάστηκε βέβαια πολύ αργότερα, γύρω στα 1952 από τον δεσπότη της Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα τον Παπαγεωργίου.
Το γεγονός ότι ο μαστρο-Τριαντάφυλλος που είχε αρβανίτικη καταγωγή ανέλαβε και τέλειωσε επιτυχώς το ναό, είχε πολύ μεγάλη απήχηση γιατί τον καταξίωσε στα μάτια των ντόπιων οι οποίοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι τους πρόσφυγες που είχαν έρθει στο χωριό τους, διωγμένοι από τις εστίες τους λόγω των πολέμων. Μάταια οι άνθρωποι προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι όσοι ήρθαν από τη Μικρασία δεν ήταν τούρκοι, όσοι ήρθαν απ΄τα νότια ήταν αρβανίτες και όχι Αλβανοί, ή όσοι ήρθαν από τη Θράκη δεν ήταν βούλγαροι, ούτε κι όσοι ήρθαν πρόσφυγες από τη ρωσία ήταν ρώσοι και κομουνιστές.
Έλεγαν με παράπονο ότι στις πατρίδες τους ήταν έλληνες και γι αυτό διωγμένοι, και στη μητέρα πατρίδα τους λογάριαζαν για ξένους. Το γεγονός του χτισίματος του ναού από όλους, έφερε μια ενότητα και μια σύμπνοια των γειτόνων. Βέβαια δεν μπορούμε να πούμε πως τα πολιτικά μίση και πάθη δεν δίχαζαν συχνά την μικρή κοινωνία τους και δεν υπήρχαν πάντα οι θύλακες της κακίας και τις καχυποψίας που συχνά δηλητηρίαζε τις σχέσεις τους. Πάντα κάποιος «κακοθελητής» θα κάρφωνε κάποιον ως επίβουλο της εθνικής ανεξαρτησίας και φυσικά την πλήρωνε όλη η οικογένεια μέχρι τρίτης γενεάς. Έκανε κάτι ο αδερφός στο στρατό, ή έλεγε κάτι στην αγορά; Όλο το σόι ήταν υπόλογο για την συμπεριφορά του. Αυτά είναι αλήθεια συχνά πλήγωναν τις καθημερινές σχέσεις, ιδιαίτερα μέσα στο εμφυλιοπολεμικό κλίμα που δημιουργήθηκε από τη δικτατορία του Μεταξά και μετά. Όχι βέβαια πως τα πράγματα ήταν καλύτερα πιο μπροστά όπου όλο το χωριό ήταν χωρισμένο σε Βενιζελικούς και Βασιλόφρονες και δυό Μαρκεζινικούς, τον μπαρμπα Χρήστο και τον Γαλάνη, κάθε άλλο, αλλά θαρρείς πως η μοίρα αυτού του λαού είναι να τρώει τις σάρκες του μόνος του και μετά να βρίζει τους άλλους ότι του φταίνε. Ο μπαρμπα-Πέτρος που γύρισε με ένα πόδι από τη μικρασία, μετά από τέσσερα χρόνια στο μέτωπο, δεν δικαιούνταν σύνταξη γιατί ήταν πρόσφυγας από την Ουκρανία. Και τόλεγε ο έρμος με παράπονο πως άφησε τη γυναίκα του έγκυο στο έκτο παιδί του και όταν γύρισε από το μέτωπο το παιδί ήταν τεσσάρων χρονών και δεν τον ήξερε για πατέρα! Κάποιοι καλοθελητάδες σταματούσαν τα χαρτιά του στη Θεσσαλονίκη και στο δρόμο χάνονταν. Όταν η γυναίκα του τον φορτώθηκε μια μέρα στην πλάτη και τον πήγε στην Αθήνα, βρήκε έναν αξιωματικό στο δρόμο και του είπε πού είναι το υπουργείο για να πάω να βγάλω τη σύνταξη του άνδρα μου. Ο αξιωματικός είδε την κατάσταση του ανθρώπου, ρώτησε έμαθε την ιστορία του και σταμάτησε ένα ταξί και τον έστειλε στο υπουργείο, πληρώνοντας αυτός την κούρσα με την εντολή να χρησιμοποιήσουν το όνομά του για ότι χρειαστεί. Εκεί έμαθαν ότι η σύνταξη είχε βγει, αλλά μεταξύ θεσσαλονίκης και Λαγκαδά τα χαρτιά χάνονταν! Τέτοια πράγματα συχνά ταλαιπωρούσαν τους ανθρώπους και έξυναν παλιές πληγές.
Άλλοτε πάλι μπροστά στον κοινό κίνδυνο ενώνονταν και γίνονταν μια γροθιά.
Όπως όταν στα μέσα της κατοχής ο μπραμπα-Μήττας άργησε να γυρίσει από το αμπέλι. Είχε ήδη νυχτώσει και την κυρά-Αλεξάνδρα την έζωσαν τα φίδια. Οι γερμανοί σε περίπολα, οι βούλγαροι το ίδιο, οι παοτζήδες επίσης αλώνιζαν με τις ευλογίες τους, οι αντάρτες ήλεγχαν τον κάμπο όλο και τα κομμένα κεφάλια ήταν φορές-φορές πιο πολλά απ΄τις πέτρες. Από ποιόν να φυλαχτείς και πώς; Τόμαθε όλη η γειτονιά και τότε συνάχτηκαν όλοι οι άντρες της Μικράς Ελβετίας, πήραν παλούκια, ξύλα, ραβδιά, κασμάδες, φανάρια και βγήκαν προς αναζήτηση του καλού γείτονα. Μετά από ώρα τον βρήκαν στο δρόμο πίσω από τα νεκροταφεία να επιστέφει κουρασμένος από το αμπέλι και ήρθε η ψυχή στον τόπο της. Αυτό ο κυρ-Μήττας το θυμόταν μέχρι τα γεράματά του. Την ίδια ομοψυχία έδειξαν κι όταν χάθηκε η κυρά –Βαγγελί, γριά γύρω στα ογδόντα, έφυγε από το σπίτι το απόγευμα και το βράδυ δεν έδωσε σημεία ζωής. Βγήκε τότε όλη η γειτονιά στους δρόμους, στα χωράφια, στη Δέση και τη βρήκαν τελικά να κουρνιάζει δίπλα σ’ ένα πηγάδι ενός αμπελιού.Αργότερα όταν την ξαναέχασαν έτρεξε πάλι όλη η γειτονιά προς αναζήτησή της και βέβαια η πρώτη σκέψη ήταν το πηγάδι που την είχαν βρεί την πρώτη φορά. Έκαναν όμως λάθος γιατί αυτή τη φορά η γριούλα, που έπασχε από τα νευρικά της όπως έλεγε η γειτονιά, προτίμησε το πηγάδι της αυλής της που έπεσε μέσα για να δώσει τέλος στη ζωή της.
Τη ζωή τάραζαν πότε- πότε οι επεμβάσεις της αστυνομίας που δεν άφηνε σε ησυχία όσους είχαν στιγματιστεί με το «μικρόβιο» όπως έλεγαν οι «εθνικόφρονες» του «κομουνισμού». Βλέποντας τώρα τα πράγματα από μια απόσταση αναρωτιέμαι αν οι απλοί αυτοί άνθρωποι του μόχθου ήξεραν από ιδεολογία και μαρξισμό, αλλά όσο τους κατέτρεχαν τόσο δυνάμωνε η δική τους αντίδραση στο όποιο καθεστώς κυβερνούσε, γιατί εδώ που τα λέμε ή δεξιοί, ή κεντρώοι ή βενιζελικοί, το ρετσινόλαδο πήγαινε σύννεφο στους αριστερούς. Θυμάμαι τον μπαρμπα-Αναστάση έναν καλοκάγαθο άνθρωπο του μόχθου και του χωραφιού που επειδή τα παιδιά του αναμείχθηκαν στις διαδηλώσεις και στα συλλαλητήρια έφτυσε το γάλα που βύζαξε. Σαν τώρα θυμούμαι τη κόρη του, μια πανέμορφη εικοσάχρονη κοπέλα με μακριά καστανόξανθα μαλλιά, να την σέρνει ο χωροφύλακας από τα μαλλιά μέσα στο δρόμο γιατί αρνούνταν να τον συνοδέψει στο τμήμα και το γκλόπ να ανεβοκατεβαίνει με γρήγορους ρυθμούς στο τρυφερό σώμα της. Εικόνες τρομερές για τα παιδικά μάτια της γειτονιάς και καταστάσεις που σε γέμιζαν ερωτηματικά για το μίσος και την κακία των ανθρώπων.
Ποιος δεν θυμάται τον κυρ-Ανέστη, τον πιο αξιοπρεπή και λεβέντη άνθρωπο της γειτονιάς. Πραγματικός άρχοντας. Ψηλός, με μια κορμοστασιά περήφανου άνδρα, που τράβηξε τα ελέη του θεού, μέχρι που έχασε το πόδι του από το ξύλο και τις ταλαιπωρίες στις εξορίες και στις φυλακές, διότι «δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις»! Κι όμως όσες φορές πηγαίναμε στο σπίτι του δεν διανοήθηκε ποτέ να μας πει κουβέντα για τις πολιτικές του ιδέες, αφού μάλιστα κάποτε ήταν και υποψήφιος βουλευτής. Πάντα σεβόταν τους γειτόνους του ακόμα και τα μικρά παιδιά, και στήριζε την αναπηρία του και την αξιοπρέπειά του πάνω στην πατερίτσα του καθώς επέστρεφε το απόγευμα από την αγορά με την εφημερίδα «ΑΥΓΗ» στη μασχάλη. Κι όταν κάποτε στον αυλόγυρο του σπιτού του, που τον έχτισε με τα χέρια του τούβλο-τούβλο, βρέθηκε ένα σύνθημα με τα γράμματα ΛΖ ό εστί μεθερμηνευόμενον «Λαμπράκης Ζει», ήταν η χρονιά που σκοτώσανε τον Λαμπράκη, ήρθαν τρεις χορωφυλάκοι να τον πάρουν στο τμήμα για εξηγήσεις, και τον συνόδευαν στο τμήμα ακολουθώντας τον αργά-αργά αναγκαστικά, αφού πήγαινε με την πατερίτσα του, και ήρθαν τρεις γιατί προφανώς νόμιζαν ότι θα δραπετεύσει τρέχοντας. Αυτά ξενέρωναν τη γειτονιά, αλλά στις κακές ώρες έβλεπες την συμπόνια να καταλαγιάζει τις ψυχές, όπως όταν ο Γιώργος, παλικάρι της παντρειάς, αρραβωνιασμένο με μια γειτονοπούλα τη Γιωργία, έπεσε και πνίγηκε στο γυαλό γιατί οι δικοί του διαφωνούσαν με την επιλογή του.Τότε είδα όλη τη γειτονιά μια οικογένεια, γύρω από τον πεθερό του, να διαβάζει το γράμμα που έφερε ο χωροφύλακας και που άφησε ο Γιώργης εξηγώντας τους λόγους του διαβήματός του. Όλοι βουβοί από τον πόνο και τα μάτια κόκκινα από τα κλάμα, να στηρίζουν ο ένας τον άλλον και να αγκαλιάζονται αδελφικά. Έφυγε αυτός στα νερά της λίμνης πήρε κι η κοπελιά τα μάτια της με τον καιρό και έφυγε στην ξενιτιά.
Γραφική επίσης παρένθεση της γειτονιάς η κυρά-Χρυσούλα, γυναίκα δουλευταρού που αγωνιζόταν από τα άγρια χαράματα να μεγαλώσει τα δυό παιδιά της, δουλεύοντας στο κονσερβοποιείο και το απόγευμα στο μπαξέ ή στο αμπέλι να συντρέχει τον άντρα της να τα βγάλουν πέρα. Τότε ήταν η εποχή που αραβώνιασε την κόρη της και κάθε απόγευμα Κυριακής η συμπεθέρα την επισκεπτόταν για τον καθιερωμένο καφέ.Έβλεπες πάντα την συμπεθέρα ντυμένη, στολισμένη, κοκεταρία, με το μαλλί βαμμένο σε απόχρωση λιλά ανοιχτό, τα χρυσά γυαλάκια της, την άσπρη τσάντα και το τακουνάκι της, τα δε μαλλιά χτενισμένα πάντα σε καρουλάκια να περνά από την γειτονιά, την δε κυρα -Χρυσούλα να την περιμένει πως και πως στην εξώπορτα για να την υποδεχτεί. Όμως τι συνέβαινε πάντα και η επίσκεψη κατέληγε σε καυγά των δύο συμπεθέρων, ποτέ δεν μάθαμε, και η μεν επισκέπτρια να φεύγει άρον-άρον μουρμουρίζοντας, την δε κυρά-Χρυσούλα να την παίρνει στο κατόπι και να την ξεφωνάζει, “παλιοπροσφυγγίνα καρουλού”! λόγω της κόμμωσης!
Στον τελευταίο κάθετο δρόμο της γειτονιάς έχτισε το σπιτικό του με την κυρά Ζωή ο κυρ-Γιώργης ο αρκουδιάρης. Ήρθε στον πόλεμο στον Λαγκαδά και αφού βρήκε γυναίκα από τα γύρω χωριά , έμεινε εδώ ως τα τέλη του. Τον έλεγαν έτσι γιατί έκανε διάφορες δουλειές για να ζήσει το σπιτικό του. Είχε μια αρκούδα κι ένα μικρό πιθηκάκι στην αυλή του και τα έβγαζε στην αγορά για να οικονομήσει τον επιούσιο, εκπαιδεύοντας την αρκούδα του να κάνει κόλπα πώς παλεύει ο Τζίμ-Λόντος, ή πώς βάζει κραγιόν στα χείλη της η Βουγιουκλάκη, πώς τη φιλάει ο Μπάρκουλης, ενώ αυτός χτυπούσε το ντέφι του και τραγουδούσε. Κάποτε έφερε και μια καμήλα και τρέχαμε η πιστιρικαρία έξω από τα σύρματα της αυλής του να χαζεύουμε το εξωτικό για μας ζώο. Παράλληλα είχε και μια λατέρνα με την οποία πήγαινε σε γάμους και πανηγύρια, έπαιζε λαούτο και φυσαρμόνικα με τη μύτη, ενώ τραγουδούσε συγχρόνως. Αλλά εκεί που διακρίθηκε στα στερνά του χρόνια, όταν πούλησε την αρκούδα, ήταν τα πουλάκια της τύχης. Τον έβλεπες να κουβαλά το κλουβί του με τα καναρίνια του και τα παπαγαλάκια του τα οποία είχε εκπαιδεύσει να τραβάνε λαχνούς με το ράμφος τους από ένα κουτί που γράφανε την τύχη του κάθε πελάτη, ότι δηλαδή φέτος θα παντρευτεί ή θα αποκτήσει τρία παιδιά, ή ότι τον περιμένει μεγάλο ταξίδι.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς ο ίδιος ντυνόταν αϊ-Βασίλης και με το λαούτο στο χέρια γύριζε στις γειτονιές και έλεγε τα κάλαντα. Ήταν η χαρά των παιδιών καθώς τρέχανε ξοπίσω του ολημερίς.
Πιο πάνω ήταν το διώροφο του μπαρμπα-Βασίλη που είχε τους οπωρώνες έξω από την πόλη και αρκετοί γείτονες δούλευαν σ’ αυτόν όταν ήταν η περίοδος της συγκομιδής των καρπών. Περνούσε κάθε πρωί με το κάρο του και φόρτωνε εργάτες και εργάτριες και το βράδι τους ξαναγυρνούσε στο σπίτι. Μετά τον έβλεπες καμαρωτό με την κοιλιά προτεταμένη και τσιτωμένο το γιλεκάκι του, να κατεβαίνει στην αγορά για το καθιερωμένο κρασί, το οποίο όμως πολλές φορές ήταν παραπάνω από το επιτρεπόμενο όριο και όταν αργά-αργά επέστρεφε στο σπίτι, με τη συνοδεία πάντα κάποιου καλού βαστάζου σε ηπιότερη μέθη, άκουγες όλα τα τραγούδια κι όλα τα πειράγματα στη γειτονιά.
-Έ…μαύροι… φώναζε έξω από το σπίτι των μελαχρινών γειτόνων του, έχει κρασί ο ντουνιάς και σεις ρε κοιμάστε; Και δώστου να τραγουδά ό,τι θυμόταν για την περίσταση και κυρίως «το γελεκάκι που φορείς εγώ στο ‘χω ραμμένο».
Στο άλλο στενό οι αδερφές, Στέλλα και Δημητρούλα, ελεύθερες και οι δυο που τις άρεσε πολύ να τις προσφωνείς «δεσποινίς»! Γυναίκες της εκκλησίας, που δεν άφηναν μοναστήρι και ξωκλήσι απόρθητο, πάντα πρώτες σε κάθε αγρυπνία, ως τα βαθειά χαράματα. Μόνο που τότε χρειαζόταν και την συντροφιά κάποιου να τις πάει στο σπίτι γιατί φοβόταν «να μη τις κάνει κανένας ούμπρα» ,όπως έλεγαν, εννοώντας μη τις επιτεθεί κάποιος με απώτερο στόχο να γευθεί τα κάλλη των εβδομήντα Μαϊων τους!
Παραδίπλα ο ξάδερφός τους ο Βασίλης, χωρατατζής κι αυτός σαν τον πατέρα του, που όταν ήταν νεότερος και ήθελε να παινέψει τον γιό του, ότι ήταν το δυνατότερο παιδί της γειτονιάς, έλεγε πως «σβάει το καντήλι με την πορδή του», τέτοια δύναμη!
Στη γωνία ακριβώς της οδού, λίγο πριν τα νεκροταφεία, ήταν το σπιτικό της κυρα-Στεργιανής. Μιας γυναίκας που είχε μοναδικό τρόπο να ζει άνετα εις βάρος ενός τράγου και χάριν της αφέλειας των συμπατριωτών της. Έλεγε το φλιτζάνι, με το αζημίωτο φυσικά, γήτευε την οστρακιά και εξέδιδε επί χρήμασι τον τράγο της, ο οποίος γονιμοποιούσε όλες της κατσίκες της Μικράς Ελβατίας, αντί του ποσού των 20 δραχμών και μάλιστα πληρωνόταν προκαταβολικά, πιάσει δε πιάσει η δουλειά.
-Εμείς, έλεγε, το καθήκον μας το κάναμε, κοίτα να δει γιατρός τη κατσίκα σου μήπως είναι στέρφα! Είχε πάντα έτοιμη την απάντηση.
Απέναντί της έμεινε ο έτερος μπαρμπα-Γιώργης, παλιός καντηλανάφτης και μερακλής τραγουδιστής. Τον καλούσαν όλοι στους γάμους τους, γιατί ήταν άνθρωπος αγαπητός και μασαλτζής, αλλά κυρίως καλός τραγουδιστής. Είχε έρθει μάλιστα κάποτε και ο Σίμων Καράς, ο γνωστός μουσικολόγος και τον ηχογράφησε στο μαγνητόφωνό του. Γερό πειραχτήρι καθώς ήταν, όταν χήρεψε, έλεγε με νόημα στην Στεργιανή που είχαν και δίπλα τα αμπέλια τους.
-Έλα μωρ Στεργιανή να κάνουμε παρέα και να ενώσουμε τα χωραφούδια μας!
-Μμμμ….Παρέα με γέρο, φασούλες χωρίς λάδι, απαντούσε αυτή.
-Φασούλες χωρίς λάδι, αλλά βουβαλίσιου όργωμα στο χωραφάκι σου! Απαντούσε πάντα ετοιμόλογος ο γείτονας.
Κάνοντας το γύρω της γειτονιάς δεν μπορούσες να μη ξαναγυρίσεις στην αρχή από κει που ξεκίνησες αλλά στον παράλληλο δρόμο, την 27ης Οκτωβρίου, όπου θα συναντούσες τις άλλες ελεύθερες της γειτονιάς, όλες ξαδέρφες μεταξύ τους, από καλή αρχοντική οικογένεια, με σπίτια δίπατα και μεγάλες αυλές. Η περιβόητη Λενκούδα ήταν η μαίτρ της ραπτικής και της μόδας στην πόλη, που έραβε τις καλύτερες πελάτισσες του Λαγκαδά, ανοιχτόκαρδη και ταξιδιάρα, δεν έχανε εκδρομή για εκδρομή και πάντα ανοιχτοχέρα. Οι ξαδέρφες της έμεναν κάτω ακριβώς, αλλά ήταν σε τελείως διαφορετικό μήκος κύματος μαθημένες, κλειστές και θρησκευάμενες, με τακτικές επισκέψεις σε μοναστήρια και εκκλησίες. Μεγάλες δωρήτριες και γυναίκες της προσφοράς στην εκκλησία τους, ακολουθούσαν την συμβουλή του πατέρα τους και στήριζαν τον ναό της γειτονιάς τους, όπως και κείνος, ο οποίος πήγαινε το βράδι κρυφά και έδενε πίσω απ΄το ιερό βήμα πότε κάποιο μοσχαράκι, ή όταν αλώνιζε άφηνε κανά δυό τσουβάλια στάρι ή καλαμπόκι για τις ανάγκες της ενορίας ή άφηνε ένα σακουλάκι με μερικές λίρες, τις οποίες δεν διανοούνταν να τις πειράξει κανείς αφού ήταν δωρεά κάποιου άγνωστου. Μόνο όταν κάποτε παραφύλαξε ο καντηλανάφτης είδαν ποιος αφιέρωνε στο ναό τη σοδειά του. Αυτή η οικογένεια ήταν και από τους πρώτους δωρητές του Α΄ Δημοτικού σχολείου. Η θεία τους η Μελπομένη ήταν μια περίπτωση αγίας γυναίκας που ασκήτευε πραγματικά μέσα στον κόσμο. Είχε μετατρέψει το φτωχικό της σε ασκητήριο και πέρασε όλη τη ζωή της σαν καλογριά με προσευχές και νηστείες. Η ιστορία θέλει την Μελπομένη να είναι μια όμορφη νέα που την αγάπησε κάποιο παλικάρι, αλλά κάποια την κακολόγησε και δεν ευοδώθηκε ο αρραβώνας. Τότε το μεν παλικάρι έφυγε στο Αγιονόρος και καλογέρεψε, η δε Μελπομένη έμεινε να καλογερεύει στο σπίτι της, όπου έζησε ως τα βαθειά της γεράματα σε ένα δωματιάκι, τρία επί τρία. Μετά από πολλά χρόνια ο καλόγερος,ο παπα-Μάξιμος ο Καρακαλινός, ασπρομάλης και γέροντας πια, επέστρεφε στο Λαγκαδά για τα καλοκαιρινά μπάνια του στα ιαματικά λουτρά της πόλης, αναθυμούμενος προφανώς και τα νιάτα του.
Στην αυλή του σπιτιού ήταν και το καρνάγιο της πόλης αφού εδώ οι Βενιωτάδες κατασκεύαζαν τις βάρκες της λίμνης. Λέγεται ότι ήρθαν από τα μέρη της Πρέβεζας, πιεζόμενοι από τους τούρκους, όπου και εκεί ήταν βενέτηδες, δηλαδή κατασκευαστές των καραβιών της Βενετιάς και έτσι στη νέα τους πατρίδα συνέχισαν το ίδιο επάγγελμα, μια και ήταν οι μοναδικοί που έκαναν βάρκες με καρίνα, ενώ ως τότε οι ψαρόβαρκες του Λαγκαδά ήταν ίσιες από κάτω σαν τις γνωστές πλάβες των Γιαννιτσών και οι ψαράδες δεν μπορούσαν να μπούνε στα βαθειά, γιατί η λίμνη λένε πως είχε βάθος κοντά στα δέκα μέτρα.
Σ’ αυτή τη γειτονιά διαδραματίζονταν όλα τα γεγονότα της Λένκως και της Ρήνκως, τις δυο συννυφάδες, που ο Νίκος Μουλάς τις έκανε γνωστές μέσω της εφημερίδας του στην επαρχία, για τα καμώματα και τα μασάλια τους. Εδώ όταν σταματούσαν οι λατέρνες και τα γραμμόφωνα, σε λίγο θα ξεκινούσαν τα πρώτα ραδιόφωνα, που σε όποια σπίτια υπήρχαν, αντιλαλούσαν κάθε απόγευμα. Στην Μικρά Ελβετία, μαζεύονταν στις αυλές, κυρίως Κυριακή απόγευμα και άκουγαν στο ραδιοφωνικό σταθμό Μακεδονίας τα υπέροχα μακεδονικά τραγούδια με τη Νίτσα Τσίτρα και τον Κουφογιάγκο αλλά και τα μασάλια του Τάκη Σαμαρά. Αργότερα ο Βαγγέλης Γκόσιος ,ραδιοτεχνίτης, έκανε το δικό του πρώτο πειρατικό ραδιόφωνο και έπαιζε αποκλειστικά για τους συμπατριώτες του.
Aπ’ αυτή τη γειτονιά ξεκίνησε κάποτε, γύρω στα 1927 και η πρώτη ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης με την ονομασία «ΛΕΟΝΤΟΚΑΡΔΟΙ», που την πλαισίωναν τα περισσότερα παιδιά της γειτονιάς. Τότε ακόμα το ποδόσφαιρο ήταν σε εμβρυακή μορφή, χωρίς γήπεδα, χωρίς υποδομές κλπ, μια φανέλα άσπρη με ένα νούμερο στην πλάτη και αρκετή δόση τρέλας νεανικής που συνοψίζονταν στον ύμνο της ομάδας που τον τραγουδούσαν όταν πήγαιναν στον αγώνα: « Λεοντόκαρδη και πάλι το πρωτάθλημα θα πάρει, γιατί στο πλευρό της τον Παϊζάνη αρχηγό της. Έχουμε και τον Ασίκη που ορμάει σαν κατσίκη, έχουμε και τον Καμπούρη, που ορμάει σαν γαϊδούρι…» και δόστου χαρά και γέλια στον κάθε αγώνα.
Το βράδι καθώς έπεφτε το σούρουπο οι δρόμοι σκοτείνιαζαν απότομα γιατί οι λάμπες του ηλεκτρικού δικτύου ήταν μικρές και δεν φώτιζαν επαρκώς. Αυτό είχε και το καλό του, γιατί τότε ξεχύνονταν τα νιάτα της γειτονιάς στα σοκάκια και άρχιζαν τις καντάδες σε κάποια παραθύρια που έφεγγαν δειλά-δειλά και περίμεναν να ακούσουν το τραγούδι τους. «Ξύπνα μικρό μου κι άκουσε, κάποιο μινόρε της αυγής, για σένανε είναι γραμμένο, από το κλάμα κάποιας ψυχής. Το παραθύρι σου άνοιξε, ρίξε μου μια γλυκειά ματιά, κι ας σβήσω πια τότε μικρό μου, μπροστά στο σπίτι σου σε μια γωνιά…».