«Γειτονιά ο δρόμος σου στενός…»
Και ποιος δεν θα ήθελε να μιλήσει για τη γειτονιά του, καθώς θεωρεί ότι είναι η καλύτερη του χωριού. Κάποτε την δική μου γειτονιά οι γείτονές μου την αποκάλεσαν “ΜΙΚΡΑ ΕΛΒΕΤΙΑ”, όχι γιατί είχε τίποτα το ελβετικό, αλλά γιατί σε μια ακτίνα διακοσίων μέτρων να έχει ένας δρόμος, δύο μύλους, πέντε μπακάλικα, τέσσερα καφενεία, δύο κουρεία (το ένα κατ’ οίκον), ένα περίπτερο, δύο καρβουνο – ξυλάδικα, ένα σχολείο και μάλιστα το Α΄ Δημοτικό της πόλης, νηπιαγωγείο, μητρόπολη, και ένα κονσερβοποιείο!!! Ε… ήταν για την εποχή κάτι διαφορετικό!Ακόμα, όποιος θυμάται, είχε πολλά αρχοντικά σπίτια, ψηλά, διώροφα, με τα περίτεχνα μπαλκόνια τους με τις προβολές και τα φουρούσια1 τους, έδιναν έναν αέρα διαφορετικό, συν το γεγονός ότι εδώ ζούσαν και οι τσορμπατζήδες2 της πόλης. Όλη η οδός Παύλου Μελά και οι παράδρομοί της αποτελούσαν τη “Μικρά μας Ελβετία”.
Υπήρχαν όμως και τα χαμηλά φτωχόσπιτα, σπίτια ψαράδων, εργατών και αγροτών, ανθρώπων μεροκαματιάρηδων που βουτούσαν το ψωμί τους στον αγιασμένο ιδρώτα τους και όταν σήκωναν το ποτήρι τους, κοιτούσαν και στον ουρανό.
Τα αρχοντικά χτισμένα με υλικά ντόπια από τα σπλάχνα της γης, χώμα, πέτρα και κεραμίδι. Το ισόγειο φτιαγμένο με πέτρα ποταμίσια από τον Μπογδάνα3, άμμο από το ποτάμι, τούβλα φτιαγμένα στο χέρι, με χώμα και άχυρα, που έδιναν τη δυνατότητα να κάνουν την τοιχοποιία ενισχυμένη, με πάχος των τοίχων περίπου 90 εκατοστά. Ο επάνω όροφος ήταν συνήθως ελαφρά κατασκευή με μπαγδατί4, φτιαγμένη με καλάμια ή πήχες και σοβά από χώμα, ασβέστη και άχυρα. Γι’ αυτό όσα σπίτια χτίστηκαν προ του 1890 αντέχουν ακόμα στο χρόνο.
Οι δρόμοι στενοί, ίσα να χωρούν δύο κάρα ή ένα φορτηγό, από τα 2 – 3 που είχε τότε η πόλη μας. Ο δρόμος όλος μοσχοβολούσε ασβέστη και βασιλικό. Αργότερα έγιναν διαπλατύνσεις και μπήκαν πεζοδρόμια. Ως το 1970 η Παύλου Μελά ήταν καλντερίμι5 με κυβόλιθους πέτρινους και έφτανε μέχρι την Αγία Παρασκευή, ήταν δηλαδή ο επίσημος δρόμος, και μετά συνέχιζε ο χωματόδρομος. Τα τεράστια πλατάνια σκέπαζαν στοργικά το δρόμο ακόμα και από τις καλοκαιρινές ακτίνες του ήλιου, αλλά και από τη βροχή, αφού όταν παίζαμε ποδόσφαιρο στην πλατεία της εκκλησίας και έπιανε ξαφνική μπόρα τρέχαμε κάτω από τα πλατάνια για να μη βραχούμε. Στο κέντρο της πλατείας ένα τεράστιο, για μάτια μας, φωτιστικό που φώτιζε απαλά τα βράδια τη γειτονιά, ίσα για να μη σκοντάφτουμε.
Τα κάρα, το βασικό μέσο μεταφοράς, καθώς διέσχιζαν την Παύλου Μελά έκαναν τρομερό θόρυβο πάνω στον πέτρινο δρόμο κι εμείς κουρασμένοι από το παιχνίδι έτσι και βλέπαμε κανένα γείτονα να περνά με το κάρο πηγαίνοντας για το σπίτι του, κάναμε “σκαλομαρία” από το πίσω σκαλάκι που είχε το κάρο και γυρίζαμε ξεκούραστοι στο σπιτικό μας. Η τουλούμπα στην αυλή μάς περίμενε για ένα βραδινό πλύσιμο, χέρια, πόδια, κεφάλι και βουρ στο σπίτι για διάβασμα.
Το δωμάτιο μεγάλο και ευρύχωρο, χρησιμοποιούνταν συγχρόνως για σαλόνι, καθιστικό, υπνοδωμάτιο και για κουζίνα, αφού η σόμπα – μασίνα βοηθούσε αρκετά τη νοικοκυρά για το ψήσιμο των φαγητών. Παραδίπλα ένα μικρό δωμάτιο φιλοξενούσε τη γιαγιά μόνιμα, στο οποίο μετακόμισα εγώ, μετά το φευγιό της από τον μάταιο τούτο κόσμο! Όμως χρέη κουζίνας έκανε και το χαγιάτι6, όπου ήταν μόνιμα στημένη η γκαζιέρα πετρελαίου συνήθως για τα τηγανητά ζαρζαβατικά και τα ψάρια, που ήταν συχνή τροφή των οικογενειών των ψαράδων.
* * *
Θυμάμαι σαν όνειρο αυτή την βραδινή ιεροτελεστία γιατί μόλις μπαίναμε στο σπίτι, άκουγες την πρώτη κουβέντα:
– Λοιπόν καλό το παιχνίδι; αλλά τώρα, ώρα για διάβασμα!
Οι γονείς μας δεν ήξεραν και πολλά γράμματα, αλλά νοιάζονταν για τη μόρφωσή μας. Η αδερφή μου, ως μεγαλύτερη, έπιανε το τραπέζι στο κέντρο του σπιτιού, που ήταν μόνιμα στολισμένο με ένα τραπεζομάντιλο «δαμάσκο» και ένα ανθοδοχείο με λουλούδια, πότε γλαδιόλες από την αυλή και πότε πλαστικά γαρίφαλα, αγορασμένα από το παζάρι!
Εγώ είχα το δικό μου μετερίζι7 που ήταν το παράθυρο, του οποίου το φάρδος ήταν περίπου ένα μέτρο και είχε φως μέχρι τις τελευταίες απογευματινές ώρες, αφού η γκαζόλαμπα στο τραπέζι εξυπηρετούσε τη μελέτη της αδελφής μου. Με χωρούσε άνετα, με μαζεμένα τα πόδια και είχα το προνόμιο να μπορώ να ρεμβάζω και να απολαμβάνω τη θέα του φουγάρου από το κονσερβοποιείο, να σκέφτομαι, να ξεχνιέμαι, να ονειρεύομαι, να σκαρώνω τα πρώτα μου ποιήματα, να γράφω τις εκθέσεις μου.
Ακόμα θυμάμαι εκείνα τα φλογερά ηλιοβασιλέματα, που έρχονταν να γλυκάνουν το δειλινό ακόμα πιο πολύ και να συμβάλλουν σε μια πιο ρομαντική διάθεση. Κάθε που έπεφτε ο ήλιος, σταματούσα το διάβασμα και παρακολουθούσα την πορεία του, που ξεκινούσε από τα ψηλότερα μέρη του φουγάρου και κατέληγε στα ριζά του, μέχρι που έπεφτε στον Μπογδάνα για να λουστεί στα πλούσια τρεχούμενα νερά του.
Το χειμώνα που ο καιρός ήταν συνήθως μουρτζούλφης, μάταια περίμενα να απολαύσω τη συντροφιά του φεγγαριού, που προτιμούσε να κάνει παιχνίδι με τα φθινοπωρινά ή χειμωνιάτικα σύννεφα. Πάντως και τότε ακόμα προσπαθούσα
έστω να μαντέψω το βραδινό του ταξίδι πίσω από τα σύννεφα, που έπαιρναν χρώματα και σχέδια ασύλληπτα στην παλέτα του καλλιτέχνη. Έβλεπα να σχηματίζονται μορφές ανθρώπων, γιγάντων, πουλιών, και άλλοτε πάλι μια δέσμη ακτίνων έπεφτε πάνω στην φτωχική μα όμορφη γειτονιά μας για να ανταμείψει θαρρείς την αγάπη του του’ χα.
Ήταν ο επιλύχνιος8 αποχαιρετισμός μας. Πολλές φορές με έβρισκε η μάνα μου κοιμισμένο στη κόγχη του παραθύρου και με ξυπνούσε κατά τις δέκα το βράδυ, για να ακούσω το σιωπητήριο του σαλπιγκτή από το στρατόπεδο, που δεν απείχε και πολύ από το σπίτι μας. Μετά το σιωπητήριο, που ήταν το γνωστό “il silenzio”, άνοιγα το παράθυρο μια πιθαμή και περίμενα τα πρώτα τραγούδια των αηδονιών, που είχαν τις φωλιές τους στην μουριά της αυλής μας. Έτσι ερχόταν ο ύπνος γλυκός και μουσικότατος και με έριχνε στην αγκάλη του Μορφέα9.
Άλλοτε πάλι, συνήθως τα Σαββατοκύριακα, ανοίγαμε το τραντζίστορ και ακούγαμε τις καταπληκτικές μελωδίες που έβγαιναν από αυτό το περίεργο για τα μάτια μας κουτί:
«Γειτονιά, ο δρόμος σου στενός, παγωνιά και γκρίζος ουρανός μαύρη ζωή, βράδυ πρωί, για συντροφιά μια συννεφιά…
Κάντε υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός! Κάντε υπομονή, μια λεμονιά ανθίζει στη γειτονιά»!!!10
Τρύφων Τσομπάνης (Τα χαρακτικά έργα είναι του συγγραφέα)
- φουρούσι : οριζόντια προεξοχή σε τοίχωμα κτιρίου, συνήθως από ξύλο, πέτρα ή μάρμαρο, το οποίο χρησιμεύει ως στήριγμα σε μπαλκόνι ή για αισθητικούς λόγους.
- τσορμπατζής : ευκατάστατος, νοικοκύρης
- Μπογδάνας : ποταμός που πηγάζει από το δυτικό τμήμα του όρους Βερτίσκος και αφού περάσει ανατολικά του χωριού Άσσηρος και δυτικά της πόλης του Λαγκαδά, εκβάλλει στη λίμνη Κορώνεια.
- μπαγδατί : τρόπος κατασκευής των τοίχων των παλιών σπιτιών από ξύλο. Οι τοίχοι αυτοί αποτελούνταν από ξύλινο σκελετό, που είτε σοβαντίζονται και από τις δύο μεριές ή παραμένουν χωρίς επίχρισμα στην εξωτερική τους πλευρά, αλλά με επένδυση από οριζόντιες ξύλινες σανίδες.
- καλντερίμι : λιθόστρωτος δρόμος του οποίου οι πέτρες δεν είναι κατεργασμένες.
- χαγιάτι : σκεπαστός εξώστης (μπαλκόνι) που αποτελεί προέκταση εσωτερικού χώρου.
- μετερίζι : οχυρωμένη θέση μάχης που χρησιμοποιείται σαν βάση για επίθεση (μεταφορικά : ο χώρος που δραστηριοποιούμαι)
- επιλύχνιος : βραδινός (την ώρα που ανάβει το λυχνάρι)
- με έριχνε στην αγκάλη του Μορφέα : με έπαιρνε ο ύπνος (ο Μορφέας ήταν στην αρχαιότητα ο θεός του ύπνου και των ονείρων)
- “Υπομονή” : Τραγούδι του Σταύρου Ξαρχάκου σε στίχους του Αλέκου Σακελλάριου, που πρωτοτραγούδησαν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και η Αλίκη Βουγιουκλάκη στην ταινία “Μοντέρνα Σταχτοπούτα”, το 1965.