ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΚΑΙ Η ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΤΟ ΛΑΓΚΑΔΑ.
ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
Δεν θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Λαγκαδάς είχε μια ιδιαίτερη παράδοση στα αποκριάτικα έθιμα, όπως άλλες πόλεις, αλλά κρατούσε τα αυθεντικά έθιμα του τόπου, χωρίς επιμειξίες βραζιλιάνικες, όπως συμβαίνει τώρα . Οι κάτοικοι συνήθως αυτές τις μέρες τις περνούσαν ήρεμα στα σπίτια ή στα τοπικά ταβερνάκια με τις υπέροχες μαντολινάτες και τους καταπληκτικούς ζουρνάδες που έρχονταν στην πόλη από την Τζουμαγιά ή από άλλες περιοχές, περιοδεύοντες μουσικοί, για να διασκεδάσουν τον κόσμο.
Η πόλη είχε μια καλή παράδοση στους κανταδόρους κι έτσι δεν ήταν λίγοι αυτοί που οργάνωναν τα βράδια κάποιες συγκεντρώσεις σε ταβερνάκια ή σπίτια και διασκέδαζαν, με ελάχιστα πράγματα στο τραπέζι, πολύ κρασί και περισσότερο κέφι. Με μια κιθάρα ή ένα ακορντεόν γλεντούσε όλη η γειτονιά, ή άλλοτε πάλι έφερναν κάποιον λατερνατζή και έτσι το κέφι ζωντάνευε περισσότερο. Βέβαια τότε χωριστά γλεντούσαν οι ντόπιοι και χωριστά οι πρόσφυγες, γιατί δεν συμφωνούσαν στα μουσικά γούστα.
Στα χρόνια μετά το ‘55 τα πράγματα άλλαξαν γιατί οι μεικτοί γάμοι μεταξύ ντόπιων και προσφύγων, άμβλυναν και τις μουσικές αντιθέσεις. Κάποτε γινόταν και αποκριάτικοι χοροί που διοργάνωσε η ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης η ΑΠΕΛ στο σαλόνι της Λέσχης Αξιωματικών Λαγκαδά που ήταν ο πιο διαθέσιμος χώρος για τέτοιες πρωτοβουλίες. Τα παιδιά ήταν αυτά που απολάμβαναν τις μέρες αυτές ιδιαίτερα, γιατί τους δινόταν η ευκαιρία να ετοιμάσουν τον χαρταετό, που δεν τον αγόραζαν βέβαια από το σούπερ μάρκετ, αλλά το κατασκεύαζαν μόνα τους , με ή χωρίς την βοήθεια του πατέρα. Λίγα καλάμια ψιλοκομμένα, δεμένα με κλωστή , κόλες έγχρωμες από τον βιβλιοπώλη, ή άλλοι πάλι, για περισσότερη οικονομία, αρκούνταν στα φύλλα μιας εφημερίδας, που τα κολλούσαν με αλευρόκολλα , δηλαδή αλεύρι με νερό, και είχανε έτοιμη την κόλλα.
Η αγωνία ήταν να πετύχει το ζύγιασμα των σχοινιών και να πετύχει επίσης η ουρά. Χαρακτηριστική η αγωνία των μικρών αλλά και των πατεράδων ,να πετύχει το έργο τους και να καταξιωθεί στους αιθέρες του Λαγκαδά. Τότε δεν περιμένανε να βγούμε έξω από την πόλη να πετάξουνε τον αετό, γιατί τα ηλεκτροφόρα καλώδια ήταν λίγα, αλλά και η πόλη είχε ένα γύρω αλάνες αρκετές για τέτοιες ιστορίες.
Στους δρόμους φωνές και χαρές και οι τσιγγάνες με τα παιδιά τους περνούσαν από κάθε σπίτι και μάζευαν τα αρτύσιμα φαγητά που περίσσεψαν, ή τις πίττες που δεν καταναλώθηκαν, γιατί ξεκινούσε ήδη η σαρακοστή και δεν έπρεπε να τα βρει στο τραπέζι. Στα σχολεία τα παιδιά χαίρονταν τις αποκριές με το να συμμετέχουν στη σχολική γιορτή μεταμφιεσμένα, από πιερότους και κολομπίνες, μέχρι καουμπόϋδες και πριγκίπισσες, τραγουδώντας το: «Μας ήρθες πάλι τρελλό μας καρναβάλι, παντού τραγούδια παντού χαρές…» και γυρνούσαν γύρω από ένα κοντάρι πλέκοντας το γαϊτανάκι, με όλες εκείνες τις πολύχρωμες όμορφες κορδέλες.
Καρναβάλια δεν είχε οργανωμένα, αλλά κάποιες παρέες είναι αλήθεια ότι κάποτε-κάποτε, ξεσήκωναν τον κόσμο στα γέλια με τα καμώματά τους. Όμως δεν ήταν λίγες οι παρέες που μεταμφιέζονταν και επισκέπτονταν σπίτια γνωστών και φίλων προκειμένου να πάρουν μέρος στο αποκριάτικο τραπέζι, το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής, να συγχωρεθούν με τους μεγαλυτέρους, και μάλιστα κάνοντας και μετάνοια με ουρά, δηλ. σηκώνοντας όσο μπορούσαν το ένα πόδι προς τα πίσω σαν ουρά . Όσο πιο μεγάλη η ουρά, τόσο πιο γερό το μπαξίσι. Και μετά ακολουθούσε η χάτσκα , δηλαδή ,ο πλάστης που η νοικοκυρά άνοιγε τις πίττες, αποκτούσε άλλον χαρακτήρα, καθώς τον στόλιζαν με μια κορδέλα από όπου κρεμόταν ένα κομμάτι ξερού χαλβά, το οποίο ο αρχαιότερος της οικογένειας το περνούσε μπροστά από τα στόματα των συγκεντρωμένων, και ο καθένας αγωνιζόταν να το δαγκώσει στο αέρα, χωρίς να βάλει το χέρι του. Όποιος το δάγκωνε έπαιρνε σαν έπαθλο το χαλβά. Άλλοι κρεμούσαν ένα αυγό βρασμένο, και έλεγαν : «και του χρόνου με αυγό να το κλείσουμε, με αυγό να το ανοίξουμε το στόμα», και εννοούσαν τα κόκκινα πασχαλιάτικα αυγά.
Στην αγορά οι συντεχνίες ή τα σινάφια των επαγγελματιών, την Καθαροδευτέρα, έβγαζαν μπρός από τα μαγαζιά τους τραπέζια, έστηναν κι ένα καζάνι με φασολάδα νερόβραστη και κερνούσαν τον κάθε περαστικό, ένα κρασάκι, λίγο χαλβά, ελιές, κρεμμυδάκια φρέσκα, καθώς οι ζουρνάδες αντιλαλούσαν τη χασαπιά ή την μπαϊντούσκα. Εδώ διέπρεπαν και οι καλύτεροι χορευτές του Λαγκαδά, που έδειχναν την δεξιότητά τους στο χορό, οι Νικολήδες, ο Παταρόκος, οι Τσομπάνηδες. Παντού θόρυβος και πιστολιές από νεαρούς καουμπόϋδες, ή στα πεζοδρόμια να σκάζουν πατράκες με εκκωφαντικό θόρυβο.
Στα σπίτια οι νοικοκυρές ασχολούνταν με τα νηστίσιμα της εβδομάδος, και κρατούσαν ένα κομμάτι ζυμάρι από το ψωμί, και έφτιαχναν την κυρα-σαρακοστή, δηλαδή μια ζυμαρένια κούκλα, χωρίς στόμα, λόγω νηστείας, και με εφτά πόδια όσες και οι εβδομάδες της σαρακοστής. Αφού την έψηναν, την κρεμούσαν στο σπίτι και κάθε βδομάδα έσπαναν και ένα πόδι, μέχρι να φτάσουνε στη Μεγαλοβδομάδα. Η δε λαϊκή μούσα, έδινε το δικό της μήνυμα στον απλό λαό τραγουδώντας : «Εφτά βδομάδες έκαμα, πουλίμ΄να σε φιλήσω, γιατί ήτανε σαρακοστή, να μη ξενομίσω», να μη σε βγάλω δηλαδή, έξω από τον νόμο της νηστείας.
Τώρα έσβησαν αυτά όλα, έσβησε ακόμα και το ήθος της σαρακοστής και του καρνάβαλου. Τότε οι αποκριές, που συνδέονταν με τις μεταμφιέσεις και τον καρνάβαλο, ακολουθούσαν εθιμικά αρχαία δρώμενα που ήταν απότοκος παλαιών ειδωλολατρικών παραδόσεων, τα οποία οι άνθρωποι ακολουθούσαν περισσότερο ως στοιχεία μιας αρχαίας ζωής των προγόνων, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο πνευματικό περιεχόμενο. Άλλωστε όλα αυτά τα δρώμενα, που συνδέονταν κυρίως με την άνοιξη και την ανθοφορία, είχαν και μια δόση χαράς και ελπίδας για το μέλλον τους. Ο καρνάβαλος τότε είχε μια αθωότητα παιδική, που δήλωνε την ανάγκη της ανθρώπινης φύσης για αλλαγή του προσωπείου ,για μεταμόρφωση. Τώρα έχει γενικά αλλάξει ακόμα κι αυτός ο λαογραφικές χαρακτήρας που συνέδεε με την αρχαιότητα.